Συζητούσα (με ηλεμηνύματα) τις προάλλες μ’ έναν εκλεκτό φίλο του ιστολογίου, και εκεί που μου ανέλυε πώς πρέπει να γίνουν κάτι μετατροπές για να ενωθούν σε ένα αρχείο μερικά μικρότερα, μου γράφει: άμα πάρεις το κολλάει της δουλειάς, θέλεις δέκα λεπτά για κάθε αρχείο.
Και μετά με ρωτάει: έτσι γράφεται αυτό ή είναι κολάι;
Βέβαια, γράφεται «κολάι». Αλλά είναι απόλυτα φυσιολογικό να το παρετυμολογεί κανείς, διότι η λέξη δεν έχει καμιά ετυμολογική διαφάνεια. Τι θα πει κολάι; Κολάι είναι η άνεση, η ευκολία στην εκτέλεση μιας εργασίας, ο ιδιαίτερος εκείνος τρόπος να κάνεις τη δουλειά ώστε να την κάνεις γρήγορα και καλά. Λέμε: παίρνω το κολάι ή βρίσκω το κολάι, εξοικειώνομαι με την εκτέλεση μιας εργασίας, βρίσκω τον σωστό ρυθμό.