Θα παρουσιάσω σήμερα μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο πάνω σε ένα εύθυμο χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά, που σατιρίζει το ενδιαφέρον κοσμικών κύκλων για το ρεμπέτικο στα χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκ. πολέμου. Ωστόσο, ο Κόρτο δεν περιορίστηκε στο να πληκτρολογήσει το χρονογράφημα του Ψαθά ή έστω να το σχολιάσει σε εισαγωγή και επίλογο, αλλά πρόσθεσε επίσης ένα απόσπασμα από ένα χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Ψαθά, οπως και ένα παρεμφερές χρονογράφημα του Δημ. Γιαννουκάκη -κι έτσι εμπλούτισε πάρα πολύ το αρχικό κείμενο.
Μια και ο Κόρτο έχει γράψει και εισαγωγή, εγώ δεν θα πω τίποτε άλλο, του δίνω ευχαρίστως τον λόγο. Προσθέτω μόνο μερικά γιουτουμπάκια σε λινκ.Αλλά επειδή εδώ λεξιλογούμε, σημειώνω ότι το κείμενο έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, τόσο ως προς τη μίμηση της διανθισμένης με γαλλικά ιδιολέκτου των νεόπλουτων ή τις παρατηρήσεις του Ψαθά για τα ρήματα σε -άρω, όσο και ως προς την αναφορά στο επιφώνημα «Ιφ» (για το οποίο έχουμε γράψει άρθρο).
Εισαγωγή
Τον σφετερισμό του λαϊκού πολιτισμού από την μεταπολεμική κοινωνική ελίτ και μάλιστα από κάποιους εκ των «πλουτισάντων επί Κατοχής» θίγει ο Δημήτρης Ψαθάς στο ευθυμογράφημά του με τίτλο «Κοσμικά – σερέτικα». Στο κείμενο στηλιτεύεται η υποκριτική μεταστροφή ενός κόσμου που ενώ μέχρι πρόσφατα περιφρονούσε και επιτίθετο σε οτιδήποτε λαϊκό και ελληνικό, ακόμα και στην γλώσσα μας, εκ των υστέρων υιοθέτησε συνήθειες συμπεριφοράς και ψυχαγωγίας που κανονικά ήταν ταυτισμένες με τα λαϊκά στρώματα –εκτοπίζοντας τα τελευταία από τους δικούς τους φυσικούς χώρους.
Το κείμενο αντλήθηκε από αχρονολόγητο τόμο ανθολόγησης δημοσιευμάτων του Δημήτρη Ψαθά με τίτλο «Από την εύθυμη πλευρά», εκδόσεις Μαρή (πιθανώς επανέκδοση). Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μαθαίνουμε ότι μία έκδοση με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε το 1960. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί η ακριβής χρονολόγηση και το φύλλο της εφημερίδας όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το εν λόγω χρονογράφημα. Στο διεξοδικότατο ευρετηριακό έργο του Κώστα Βλησίδη με τίτλο «Για μία βιβλιογραφία του ρεμπέτικου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2002) καταγράφεται παρεμφερές (αλλά όχι ταυτόσημο) κείμενο του Ψαθά με τίτλο «Στα μπουζούκια», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (10/9/1948). Δεν είναι σαφές αν ένα αρχικό κείμενο ξαναδουλεύτηκε για να συμπεριληφθεί στο βιβλίο ή αν πρόκειται για δύο διαφορετικά δημοσιεύματα. Οπωσδήποτε η χρονολόγηση του ακολούθου κειμένου θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1948, δεδομένου ότι το τραγούδι «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις» (ή αλλιώς «η ντερμπεντέρισσα») του Βασίλη Τσιτσάνη και του Νίκου Ρούτσου πρωτοηχογραφήθηκε στις 18/10/1947, σε ερμηνεία της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του συνθέτη (η σχετική πληροφορία από τον ιστότοπο rebetiko sealabs).
Πριν από δέκα μέρες είχαμε δημοσιεύσει μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο για την αντιμετώπιση ορισμένων πολύκροτων εγκλημάτων από το ρεμπέτικο του μεσοπολέμου, και τότε είχα αναφέρει ότι επρόκειτο για πρόγευση μιας εκτενέστερης μελέτης του. Σήμερα, που είναι αργία (για ορισμένους, τουλάχιστον) και άρα έχουμε περισσότερο χρόνο για διάβασμα, δημοσιεύω αυτή την εκτενέστερη μελέτη, προσθέτοντας μόνο ένα γιουτουμπάκι του Χιώτη.
Καμαρώνω που το ιστολόγιο στάθηκε αφορμή για μια τόσο αξιόλογη μελέτη, με υλικό που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει βιβλίο. Καθώς τη διαβάζω, συλλογίζομαι ότι πολλές της παράγραφοι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε αυτοτελή άρθρα. Αλλά δεν θέλω να σας κουράσω με τα δικά μου. Θυμίζω μόνο πως ο Κόρτο μάς είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο, όπως και ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο.
Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ’ ΣΑΙ ΜΑΓΚΙΣΣΑ
ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΜΑΓΚΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΛΑΪΚΗΣ ΑΠΗΧΗΣΕΩΣ (ΤΕΛΗ 19ΟΥ ΑΙΩΝΟΣ – ΔΕΚΑΕΤΙΑ ’50)
Προλεγόμενα
Το κάτωθι άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει μία σταχυολόγηση μοτίβων στα οποία απεικονίζεται η γυναίκα του μάγκικου κοινωνικού στρώματος, κατά την διάρκεια ακμής του φαινομένου, δηλαδή από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνος μέχρι τα μισά περίπου της δεκαετίας του 1950. Οι αναφορές εξάγονται κατά κύριο λόγο από το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και από άλλες μορφές συναφούς τέχνης λαϊκής εμπνεύσεως ή απηχήσεως, όπως και από ορισμένες δημοσιογραφικού ή ιστορικού τύπου πληροφορίες. Το ζητούμενο είναι η απόδοση των κυριότερων στοιχείων με τα οποία τυποποιήθηκε η μάγκισσα, όπως την αναγνωρίζουμε σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για μία επιτομή λαογραφικών καταγραφών, αφού επικεντρώνεται στην μελέτη του αστικού λαϊκού μας πολιτισμού -και όχι μία εργασία κοινωνιολογικού περιεχομένου, η οποία θα απαιτούσε μία εντελώς διαφορετική μεθοδολογία.
Όπως και στο σχετικό άρθρο της 11/ 6/ 2021, εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στον Νίκο Σαραντάκο για την παρότρυνσή του να συντάξω το κείμενο και για την προθυμία του να το δημοσιεύσει. Ευχαριστώ εξίσου τον φίλο Γιάννη Ιατρού, και όσους φίλους σχολιαστές του παρόντος ιστολογίου έδειξαν ενδιαφέρον για μία τέτοια δημοσίευση. Και ακόμα οφείλω πολλές ευχαριστίες στον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Κώστα Βλησίδη, ο οποίος προθύμως μας προσέφερε πολύτιμο υλικό για την Ειρήνη την τεκετζού και για την Μαρία Γουλανδρή από το προσωπικό του αρχείο.
Τι εστί μάγκισσα
Το σημασιολογικό εύρος του όρου «μάγκας» και των συνωνύμων του βρίσκεται σε σχεδόν ισότιμη αναλογία με την σημασία των αντιστοίχων θηλυκών τύπων. Η μάγκισσα, η μόρτισσα, η μαγκίτισσα, η μαγκιόρα (ή μαγγιώρα), η αλανιάρα, η ντερβίσαινα, η ντερμπεντέρισσα, η ασίκισσα, η βλάμισσα, η μποέμ και η μποέμισσα, αλλά και κατά κάποιον τρόπο και η μπαγιαντέρα, η σατράπισσα και ο θηλυκός σατράπης, καθώς και ένα πλήθος άλλων σχετικών λέξεων, λίγο πολύ χρησιμοποιούνται στον λαϊκό λόγο αδιακρίτως, περιγράφοντας γυναίκες με διαφορετικά κοινωνικά, ηθικά ή ψυχολογικά γνωρίσματα. Στα ρεμπέτικα τραγούδια και στον σχετιζόμενο λαογραφικό πλούτο της εποχής της δημιουργίας τους (από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές της δεκαετίας του ’50 περίπου) παρουσιάζεται μία ποικιλία γυναικών οι οποίες ανήκουν σε διάφορες ανθρωπολογικές ταξινομήσεις. Αναφέρονται εργαζόμενες (εργάτριες, δούλες, παραμάνες, μοδίστρες, πλύστρες, μικροπωλήτριες κλπ) ή άεργες. Παρουσιάζονται άγαμες, χήρες, ζωντοχήρες ή παντρεμένες. Άλλες είναι παραβατικές ή περιθωριακές και άλλες έντιμες, ενταγμένες στην ευρύτερη λαϊκή κοινωνία. Ως προς την καταγωγή καταγράφονται προσφυγοπούλες ή ντόπιες, από διάφορα μέρη της Ελλάδος – αλλά ακόμα και ξένες. Σε χαρακτηρολογικό επίπεδο γίνεται λόγος για κουτσομπόλες, τσιγκούνες, σπάταλες, γκρινιάρες, επιθετικές, παιχνιδιάρες, καλόκαρδες, ερωτικές, σοβαρές, έκλυτες, πιστές ή άπιστες, άλλες που είναι δύσκολες στην επιλογή γαμπρού και άλλες που επιδιώκουν εντόνως στεφάνι.
Σε πολλές από αυτές τις γυναίκες, όχι όμως σε όλες, αποδίδεται ο χαρακτηρισμός της μάγκισσας ή των σχετικών συνωνύμων πολυτρόπως. Σε κάθε περίπτωση ως μάγκισσα νοείται γυναίκα των μεσαίων λαϊκών έως και των πολύ χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Αν και είναι εξαιρετικώς δύσκολο να διατυπωθεί μία πλήρης κατηγοριοποίηση των σημασιών της λέξης, ωστόσο -με έναν μεγάλο βαθμό γενίκευσης- διακρίνονται οι εξής τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιείται:
ως επιθετικός προσδιορισμός για την προσωπικότητα μίας γυναίκας, κυρίως με επαινετικό πρόσημο (αν και όχι πάντα) σε σχέση με την αποφασιστικότητα, τον δυναμισμό, το πνεύμα ελευθερίας και την ευθύτητα της ή σε σχέση με την εξυπνάδα και την πονηριά της , η λεγόμενη καταφερτζού.
ως επαινετικός χαρακτηρισμός για την γοητεία και την ομορφιά μίας γυναίκας, όμως δύσκολης για ερωτική κατάκτηση, τρόπον τινά γυναίκα του μπελά, ασχέτως της κοινωνικής της τοποθέτησης.
με την σημασία της μερακλούς, της γυναίκας που ζει ή θέλει να ζει ανέμελα, προτάσσοντας την διασκέδαση, το κέφι και την καλοπέραση, αντί την τακτοποιημένη καθημερινότητα. Τρόπον τινά το πλησιέστερο συνώνυμο είναι η μποέμισσα.
ως συνώνυμο της ρεμπέτισσας, της γυναίκας του λαϊκού τραγουδιού και γενικότερα των λαϊκών καλλιτεχνίδων. Αυτός ο προσδιορισμός όμως είναι μάλλον προβληματικός, διότι οδηγεί σε παρερμηνείες.
με την σημασία της γυναίκας του περιθωρίου ή του υποκόσμου, η οποία μπορεί να ακολουθεί παραβατικές ή ανήθικες πρακτικές οποιασδήποτε μορφής. Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως ο χαρακτηρισμός που πλησιάζει περισσότερο στην πρωταρχική σημασία της λέξης «μάγκας».
Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια δεν φαίνεται να προηγείται χρονικώς σε σημαντικό βαθμό κάποια από αυτές τις σημασιολογικές αποκλίσεις. Για παράδειγμα ήδη το 1919 ο Τούντας στο τραγούδι «η εύθυμος χήρα», ή αλλιώς «η ζωντοχήρα» με ερμηνεία της Μαρίας Σμυρναίου (δεύτερη εκτέλεση το 1926 ως «η μόρτισσα» με τον Βαγγέλη Σωφρονίου), η λέξη «μόρτισσα» χρησιμοποιείται κυρίως ως έκφραση προσδιοριστική των ερωτικών θέλγητρων μίας μικρής: «Μια μόρτισσα θεότρελη τσαχπίνα και τσακίρα/ μ’ έχει σηκώσει το μυαλό έμορφη ζωντοχήρα». Στον εν λόγω στίχο δεν προτάσσονται ιδιαίτερα κοινωνιολογικά γνωρίσματα της «μόρτισσας», παρά μόνον στοιχεία της τσαχπίνικης προσωπικότητάς της. Παρόμοια παραδείγματα βρίσκονται σε διάφορα άλλα ρεμπέτικα, π.χ. «η βλάμισσα» του Γιοβάν Τσαούς (1936 με τον Στελλάκη Περπινιάδη): «Μέρες και νύχτες περπατώ μέσα στην Δραπετσώνα/ για μια σουλτάνα βλάμισσα, πεντάμορφη κοκκώνα» ή «η μάγκισσα», αλλιώς «με έκαψες ρε μάγκισσα», επίσης του Γιοβάν Τσαούς (1936 πάλι με τον Στελλάκη): «Με έκαψες, ρε μάγκισσα, μου πήρες την καρδιά μου/ με μια μονάχα σου ματιά, μου καις τα σωθικά μου».
Πολλές φορές όλες αυτές οι σημασίες της «μάγκισσας» και των συνωνύμων της εμφανίζονται στον αστικό λαϊκό πολιτισμό συνδυαστικά ή και συγκεχυμένα, ενίοτε με κάποιον βαθμό ασάφειας.
Εγώ το πίνω το κρασί, μ’ οκάδες, με γαλόνια και ώρες είν’ μου φαίνεται να βάλω πανταλόνια
Το ντύσιμο και η εξωτερική εμφάνιση του άνδρα της μαγκιάς έχει περιγραφεί, τυποποιηθεί και απεικονιστεί σε δεκάδες τραγούδια, μαρτυρίες, λογοτεχνικά κείμενα, φωτογραφίες και σκίτσα (τζογέ παντελόνι, μυτερά στιβάνια, ζωνάρι, καβουράκι ή τραγιάσκα, μαχαίρι, κομπολόι κλπ). Αντιθέτως στην περίπτωση της μόρτισσας δεν φαίνεται να έχουν σχηματοποιηθεί τυπικά γνωρίσματα ντυσίματος και εμφάνισης. Οι γυναίκες αυτών των κοινωνικών κατηγοριών μάλλον φαίνονται να ακολουθούν την γενικότερη λαϊκή γυναικεία μόδα του άστεως. Ο γυναικείος καλλωπισμός αποτυπώνεται σε διάφορα λαϊκά τραγούδια: «στου Βύρων το συνοικισμό/ μια χήρα είκοσι χρονώ/ με μάτια σουρμελίδικα/ γλυκά και σεβνταλίδικα» ακούγεται στον «Αγαπησιάρη» του Τούντα (μία ηχογράφηση το 1931 με τον Νταλγκά και μία δεύτερη το 1932 με τον Στέφανο Βαζαίο). Οι νέες γυναίκες των αστικών κέντρων του μεσοπολέμου περιποιούνται και βάφουν τα μαλλιά τους1: «Περμανάτες και αρλούμπες, μπούκλες και μυστήρια/ κι υποφέρουν, στο Θεό τους, χίλια δυο μαρτύρια/ για να γίνεται ωραία κάθε μια αλητήρια» ακούγεται στο τραγούδι «Τα ξανθά είναι της μόδας» του Κώστα Καρίπη (1934 με την Ρόζα Εσκενάζυ). Η αξία των κοσμημάτων που φορούν είναι ανάλογη της οικονομικής δυνατότητάς τους: «Στα χέρια σου δυο ψεύτικα έβαλες δαχτυλίδια» γράφει ο Πετροπουλέας στο τραγούδι «η αριστοκράτισσα» σε μουσική του Δημήτρη Σέμση (1937 με τη Τασία Βρυώνη και διασκευή από τον Γιώργο Κατσαρό το 1938 ως «εγώ για σένα ξενυχτώ»). Στο τραγούδι «θα σε κλέψω θα σε πάρω» με στίχους του Μίνωος Μάτσα και μουσική του Σκαρβέλη πάνω σε παραδοσιακή μελωδία (1940, με τον Χατζηχρήστο και τον Μάρκο) διακρίνεται μία ειρωνεία προς την μεγαλομανία των λαϊκών κοριτσιών: «παπούτσια θέλεις να φοράς, σα πολυκατοικία, Ελενίτσα μου/ να σε λένε γκραν κυρία, βρε κουκλίτσα μου».
Έως και στα τέλη του 19ου αιώνα τα μακριά γυναικεία φουστάνια έκρυβαν τα πόδια των ωραίων κορασίδων, η δε θέα γυμνής γυναικείας γάμπας προκαλούσε τον ανδρικό ενθουσιασμό. Ο Τίμος Μωραϊτίνης στις αναμνήσεις του από την παλαιά Αθήνα, μας παραδίδει το λαϊκό δίστιχο: «Είδες γάμπα, τα ποτήρια σπάστα»2. Αλλά οι πολύπλοκες και πλούσιες γυναικείες εμφανίσεις με τα δαντελωτά φουστάνια, τα επιβλητικά καπέλα, τα βέλα, τις κορδέλες και τους κορσέδες, έχουν αρχίσει ήδη να παρέρχονται από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: «Κάτου τα βέλα και τα καπέλα, και η νουβέλ και τα φτερά και τα μωρά/ δεν θέλω πιέτες, κορσέδες, φούστες και δεν πετώ σε κορδελίτσες τον παρά» τραγουδάει «η νέα γυναίκα» σε μία εκδήλωση χειραφετήσεως, στο ομώνυμο επιθεωρησιακό τραγούδι του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, διασκευή ιταλικής μελωδίας του Vincenzo Di Chiara, με στίχους του Μπάμπη Άννινου και του Γιώργου Τσοκόπουλου (1909, Ελληνική Εστουδιαντίνα Σμύρνης και 1924 με ερμηνεία της Σωτηρίας Ιατρίδου).
Έτσι στα χρόνια μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο η γυναικεία μόδα γίνεται όλο και πιο απλή και συνάμα πιο αποκαλυπτική. Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια αυτή η τάση θα γίνει δεκτή με τρόπο περιπαικτικό αλλά όχι αυστηρά επικριτικό. Οι νέες εμφανίσεις γεννούν ερωτικούς παλμούς. Στο τραγούδι του Γιάννη Δραγάτση «οι γαμπίτσες» (στην εκδοχή του 1933 με την Μαρίκα Πολίτισσα – άλλη μία ηχογράφηση το ίδιο έτος με τον Ρούκουνα) ακούγεται: «Η γαμπίτσα σου με σφάζει/ την καρδιά μου την σπαράζει/ και οι μπούκλες στα μαλλιά σου/ μ’ έφεραν στην γειτονιά σου». Στο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «δίχως κάλτσες περπατούν» (1934 με την Ρόζα) τα τσαχπίνικα και σκερτσοπαιχνιδιάρικα κορίτσια έχουν ελευθεριάζουσα συμπεριφορά: «και τη μόδα κυνηγούν, δίχως κάλτσες περπατούν». Παρομοίως «των κοριτσιών εφαίνονται οι όμορφες γαμπίτσες/ μα δεν τους κακοφαίνεται/ φορούν κοντές ρομπίτσες» γράφει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο χιουμοριστικό σεξουαλικό ρεμπέτικο «μου φαίνεται» (1935 με τον Ρούκουνα και την ίδια χρονιά με τον Στελλάκη).
Οι μόρτες βέβαια, Αθηναίοι, Πολίτες, Σμυρνιοί κλπ, ανακατεμένοι επί χρόνια με τις ημίγυμνες αλανιάρες του υποκόσμου αρέσκονται να αντικρίζουν γυναίκες με προκλητικές εμφανίσεις: «Μη μου χαλάς τα γούστα μου/ και πάρε μου τα ούλα/ κι άφες τα στήθια σου ανοιχτά/ να βλέπω την τρεμούλα» τραγουδάει ο Πωλ Γαδ στην διασκευή του «γιαφ γιουφ» με τίτλο «τα κούναγα» (1929, με τον Γαδ και την Ελληνική Εστουδιαντίνα στην Πόλη). Αλλά και ο γνήσιος μάγκας και μέγας ρεμπέτης Μανώλης Χιώτης μεταπολεμικά θα γράψει το τραγούδι «με την μακριά σου φούστα» (1948, με την Χασκήλ και τον συνθέτη), όπου παραπονείται: «Με τη μακριά σου φούστα/ μου χαλάς όλα τα γούστα/ γιατί κρύβεις, βρε τσαχπίνα/ τη γαμπίτσα σου τη φίνα».
Γενικώς οι μάγκες αγαπούν τις καλοντυμένες γυναίκες. «Αγαπώ μια παντρεμένη, όμορφη καλοντυμένη» λέει ο Τσιτσάνης στο τραγούδι «αγαπώ μια παντρεμένη» (1939, με τον Στράτο και τον συνθέτη). Και ο Κηρομύτης στο τραγούδι «ντυμένη σαν αρχόντισσα» (1940 με τον συνθέτη και την Γεωργακοπούλου) θαυμάζει την μάγκισσα που είναι μαζί του: «Ντυμένη σαν αρχόντισσα / μαζί μου να γυρίζεις/ να πίνεις σαν παλιός μπεκρής, κουκλάκι μου/ με σκέρτσο να καπνίζεις/ Να βάζεις τη φουστίτσα σου/ με γούστο και μεράκι/ και στο ποδάρι να φοράς, τσαχπίνα μου,/ το πιο καλό γοβάκι». Σε μία αντίθετη περίπτωση ο Χιώτης στενοχωρείται και προσπαθεί να νουθετήσει την όμορφη πλην αφημένη και κακοντυμένη κοπέλα, στο τραγούδι του «παράξενη κοπέλα» (1950, με την Νίνου, τον Νίκο Βούλγαρη και τον συνθέτη): «Τι μυστήριο κορίτσι είσαι ’συ/ μια σε βλέπω στα μεταξωτά ντυμένη/ μια σε βλέπω να τα πίνεις σαν τρελή/ κι από ντύσιμο πολύ κακοφτιαγμένη».
Παράλληλα με την κυρίαρχη λαϊκή μόδα, κάποιες λεπτομέρειες θα φέρουν τις γυναίκες της μαγκιάς εμφανισιακά κάπως πιο κοντά στο στυλ του αγοροκόριτσου, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί απαρέγκλιτο στοιχείο τυποποίησης. Κάποιες μόρτισσες κόβουν τα μαλλιά τους αλά γκαρσόν, όπως φαίνεται στην πρόζα του επιθεωρησιακού «το μορτάκι» του Ζάχου Θάνου (εκδοχή του 1928, με τον Γιαννάκη Ιωαννίδη και την Λίζα Κουρούκλη):
Παρουσιάζω σήμερα με χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο. Θυμίζω πως ο Κόρτο μας είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο, όπως και ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο.
Η σημερινή συνεργασία αρχικά εντασσόταν σε μια ευρύτερη μελέτη, που είχε ως θέμα την αντιμετώπιση της γυναίκας στο ρεμπέτικο τραγούδι. Επειδή όμως η μελέτη εκείνη ήταν πολύ μεγάλη και η ενότητα που θα δούμε σήμερα είναι αυτοτελής, έκρινα προτιμότερο να μετατραπεί σε αυτόνομο άρθρο, ως πρόγευση, και την ευρύτερη μελέτη να τη δούμε σε επόμενη ευκαιρία.
Όσο για τον τίτλο, ας πούμε ότι ήταν τόσο σπάνιες οι ανθρωποκτονίες με δράστρια κάποια γυναίκα, που εύλογο ήταν να προκαλούν το μεγάλο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης -και των ρεμπέτηδων που εδώ λειτουργούσαν χρονογραφικά.
Δεν λέω περισσότερα, δίνω τον λόγο στον Κόρτο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ
και άλλες αιματοβαμμένες ιστορίες
Η αφορμή για την σύνταξη του ακόλουθου άρθρου δόθηκε μέσα από διαδικτυακή συζήτηση στο παρόν ιστολόγιο στις 9/4/ 2021, κατόπιν προτροπής του φίλου Γιάννη Ιατρού, τον οποίον ευχαριστώ ιδιαιτέρως, όπως επίσης και τους άλλους φίλους σχολιαστές οι οποίοι εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για την σύνταξη ενός κειμένου τέτοιας θεματολογίας. Επίσης απευθύνω ευχαριστίες στον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Κώστα Βλησίδη, ο οποίος βοήθησε στην διερεύνηση της υπόθεσης του εγκλήματος στην Καισαριανή και επίσης παρείχε σημαντικά στοιχεία για την δολοφονία του Καλαματιανού. Και βέβαια ευχαριστώ πολύ τον Νίκο Σαραντάκο, τόσο για την παρότρυνσή του να γράψω το κείμενο, όσο και για την ευγενική του προσφορά να φιλοξενήσει την δημοσίευση!
Εισαγωγή: απεικονίσεις του φόνου στα τραγούδια λαϊκής απηχήσεως
Ο φόνος, το έγκλημα και ο δραματικός θάνατος αποτελούν διαχρονικά στοιχεία της λαογραφίας μας ήδη από την εποχή του δημοτικού τραγουδιού. Κατ’ αναλογία στο αστικό λαϊκό τραγούδι, το λεγόμενο ρεμπέτικο, εμφανίζονται αναφορές σε αόριστα ή συγκεκριμένα εγκλήματα και σκοτωμούς. Τα πραγματικά περιστατικά φόνων που καταγράφονται στα ρεμπέτικα άλλοτε έχουν σχέση με τον υπόκοσμο και τον χώρο της μαγκιάς, όπως οι περιπτώσεις του Σακαφλιά (ή Σαρκαφλιά) και του Πίκινου, και άλλοτε αφορούν πρόσωπα των οποίων η δολοφονία προκάλεσε την λαϊκή συγκίνηση (π.χ. Γυφτοδημόπουλος). Τα ληστρικά τραγούδια όπου περιγράφεται το τραγικό τέλος γνωστών ληστάρχων ή κλαριτών της εποχής του Μεσοπολέμου (Γιαγκούλας, Γκαντάρας, Μπαμπάνης, Γιαγιάδες κλπ) αποτελούν μία αυτόνομη κατηγορία. Ωστόσο δημοτικοφανούς ύφους θρηνητικά άσματα για αδικοσκοτωμένους έγραψαν και συντελεστές του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως τα δύο τραγούδια για τον Σωτήρχαινα (1934, ένα του Καρίπη με τον Παπασιδέρη και ένα του Κώστα Φαλτάιτς με τον Γιώργο Μεϊντανά). Βεβαίως πραγματικά εγκλήματα ή τραγικά περιστατικά καταγράφονται και σε δυτικότροπα ή ελαφρά αστικά τραγούδια του Μεσοπολέμου, τα οποία αγαπήθηκαν εξίσου από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Από την όλη διερεύνηση των ασμάτων αυτών, όπως και του συνδεόμενου λαογραφικού και δημοσιογραφικού υλικού, ειδικό ενδιαφέρον εμφανίζουν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν γυναίκες -δικαίως ή αδίκως- άλλοτε ως φυσικοί και άλλοτε ως ηθικοί αυτουργοί. Επιπλέον αξιοπρόσεχτα είναι ορισμένα περιστατικά εγκλημάτων τα οποία έλαβαν χώρα στο περιβάλλον του ρεμπέτικου, αλλά παραδόξως δεν καταγράφηκαν σε τραγούδια. Σε κάθε περίπτωση η μελέτη των εγκλημάτων αυτών αποκαλύπτει πολλές πτυχές της διαμόρφωσης της νεώτερης λαογραφίας μας.
Kυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε επαυξημένη και ξαναδουλεμένη έκδοση το από καιρό εξαντλημένο βιβλίο «Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο (1929-1959)» του Κώστα Βλησίδη.
Ο όρος «επαυξημένη» δεν είναι διαφημιστικό σχήμα λόγου: η προηγούμενη έκδοση είχε 260 σελίδες ενώ η τωρινή 420 -έχουν προστεθεί 52 νέα κείμενα! Επιπλέον, τα κείμενα της πρώτης έκδοσης έχουν ξανακοιταχτεί και, όπου χρειάζεται, έχει γίνει νέος σχολιασμός.
Τα κείμενα που επέλεξε ο Βλησίδης είναι, σχεδόν όλα, αδημοσίευτα και δυσεύρετα. Μία εξαίρεση γίνεται για τον γνωστό διάλογο περί ρεμπέτικου που δημοσιεύτηκε το 1947 στον Ριζοσπάστη, επειδή ο επιμελητής έφερε στην επιφάνεια ένα κείμενο που είχε ξεφύγει από την προσοχή των μελετητών.
Τα κείμενα παρατίθενται με χρονολογική σειρά, από το 1929 έως το 1959, για τα κείμενα της αρχικής έκδοσης, και ακολουθούν, επίσης σε χρονολογική σειρά, τα κείμενα του συμπληρώματος, δηλαδή αυτά που προστέθηκαν στη σημερινή επαυξημένη έκδοση -έτσι, όσοι έχουν διαβάσει την πρώτη έκδοση είναι πιο εύκολο να δουν τι προστέθηκε.
Ο σχολιασμός σε κάθε κείμενο είναι μάλλον λακωνικός, αλλά καίριος, ενώ όπου χρειάζεται δίνονται πληροφορίες για τους συντάκτες, που είναι στην πλειοψηφία τους δημοσιογράφοι ή δημοσιογραφούντες διανοούμενοι και λογοτέχνες. Βλέπουμε λοιπόν πώς αντιμετώπισε η διανόηση της εποχής το ρεμπέτικο τραγούδι -άλλοι το παρουσίασαν φολκλορικά, σαν κάτι το εξωτικό, άλλοι διέρρηξαν τα ιμάτιά τους για την απειλή που αντιπροσώπευε αυτό το είδος (κατηγορώντας το άλλοι για μη ελληνικό και άλλοι για σχέσεις με τον υπόκοσμο και τα ναρκωτικά).
Ωστόσο, δεν είναι μόνο τα 100+ κείμενα που ανθολογούνται -υπάρχουν επίσης πολλές φωτογραφίες και κυρίως δημοσιεύματα από έντυπα της εποχής (διαφημίσεις, αγγελίες, άρθρα κτλ.) που συμπληρώνουν καίρια την εικόνα που σχηματίζει ο αναγνώστης και αναδεικνύουν το βιβλίο σε υποχρεωτικό ανάγνωσμα για τον καθένα που ενδιαφέρεται για το ρεμπέτικο και για τον τρόπο που το προσέλαβε η διανόηση και η κοινωνία της εποχής. Εννοείται (πρέπει όμως να αναφερθεί) πως όλα τα κείμενα είναι άριστα τεκμηριωμένα, και πως όλος ο τόμος, μέχρι τις μικρές λεπτομέρειες, έχει τη σφραγίδα της ευσυνείδητης και οξυδερκούς ερευνητικής δουλειάς του Κώστα Βλησίδη, που θα την ξέρουν οι αναγνώστες του ιστολογίου από την εποχή που σχολίαζε εδώ με το ψευδώνυμο Spatholouro.
Διάλεξα να παρουσιάσω το κείμενο που έκλεινε την πρώτη έκδοση, που δημοσιεύτηκε το 1959 στο περιοδικό Εκλογή και υπογραφόταν από τον Παύλο Δημητρίου. Ο Βλησίδης το είχε τότε δημοσιεύσει με το εξής σχόλιο:
Κλείνουμε την ανθολόγηση με αυτό το εξαιρετικό κείμενο, το οποίο τοποθετεί αρκετά ζητήματα σε εύλογη βάση, οι δε ακροτελεύτιες διατυπώσεις του αποδείχτηκαν πικρά προφητικές.
Πράγματι, πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση, αλλά το ενδιαφέρον του άρθρου δεν τελειώνει εκεί. Όπως αποκαλύφθηκε μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του Βλησίδη, ο Παύλος Δημητρίου ήταν ψευδώνυμο του Ρένου Αποστολίδη, και στη νεότερη έκδοση αυτό φυσικά δηλώνεται.
Την αποκάλυψη την έκανε ο γιος του Ρένου, ο Στάντης Αποστολίδης, σε βιβλιοκριτική του για την πρώτη έκδοση. Ωστόσο, λίγο αργότερα σε συνέντευξή του ο άλλος γιος του Ρένου, ο Ήρκος, εκφράστηκε περιφρονητικά για τον επιμελητή, υποστηρίζοντας πως έπρεπε να υποψιαστεί από το ύφος του κειμένου πως ήταν γραμμένο από τον Ρένο Αποστολίδη και να αναζητήσει το όνομα «Παύλος Δημητρίου» στο βιβλίο ψευδωνύμων του Ντελόπουλου. Τα αφηγείται αυτά ο Βλησίδης σε υποσημείωση της τωρινής έκδοσης που την αναπαράγω αυτούσια (προσθέτοντας τα λινκ που ο ίδιος δίνει). Προσωπικά κρίνω πως η επίθεση του υιού είναι εντελώς αδικαιολόγητη και δυσανάλογη προς το όποιο αστόχημα του επιμελητή και διαπιστώνω πως είναι μεγάλη ατυχία να κληρονομεί ο γιος μονάχα τα ψεγάδια του πατέρα.
Παραθέτω λοιπόν το κείμενο και στη συνέχεια την υποσημείωση του επιμελητή. Να σημειώσω ότι έχω εκσυγχρονίσει (όχι απόλυτα) την ορθογραφία και έχω μονοτονίσει.
Παύλος Δημητρίου
Μύηση στο ρεμπέτικο
Πολλών ειδών ρυθμοί και μελωδίες ανθίζουν στα χείλη των ανθρώπων κάθε καιρού και κάθε τόπου. Μα θα ’κανε μεγάλο λάθος να νομίσει κανείς πως είναι και πράγματι όσο φαίνεται αυθαίρετο και συμπτωματικό το τραγούδι που «κολλάει», όπως λένε, στα χείλη όλων και χιλιοτραγουδιέται, αλλάζοντας διαρκώς θέματα και μορφές, ποτέ όμως ουσία.
Παρουσιάζω σήμερα με χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο, που είναι καρπός των αναδιφήσεών του σε σώματα παλιών εφημερίδων. Ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο, με αρκετό γλωσσικό-λαογραφικό ενδιαφέρον. Θυμίζω πως ο Κόρτο μας είχε δώσει πριν από μερικούς μήνες μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο.
Επειδή το κείμενο είναι εκτενές αλλά και πλήρες, με την έννοια ότι ο Κόρτο έχει και εισαγωγή αλλά και γλωσσάρι, δεν κρίνω σκόπιμο να πω κάτι άλλο. Σχόλια δικά μου μέσα στο κείμενο είναι σε αγκύλες. Αν και πιστεύω ότι η ορθογραφία σε τέτοια κείμενα είναι καλύτερο να εκσυγχρονίζεται, ομολογώ ότι από τεμπελιά το άφησα όπως το είχε ο Κόρτο, δηλ. με την ορθογραφία του πρωτοτύπου, πλην μονοτονικού.
ΟΙ «ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΣΑΙΝΟΥΝ»,
ΕΝΑ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ
Τα αποσπάσματα τα οποία ακολουθούν προέρχονται από ένα εκτενές κείμενο με γενικό τίτλο «Πεθαμένοι που ανασαίνουν» και υπότιτλο «από το ημερολόγιο ενός φυλακισμένου που πέθανε μέσα στη φυλακή από φυματίωσι», το οποίο δημοσιεύτηκε σε 29 συνέχειες στην εφημερίδα Απογευματινή, από την 9η Ιουλίου έως την 6η Αυγούστου 1926. Το συνολικό κείμενο διαρθρώνεται σε ένα σύντομο προοίμιο και τρία κυρίως κεφάλαια, άνισα σε έκταση και χωρισμένα σε επιμέρους υποκεφάλαια με ξεχωριστούς τίτλους το καθένα. Πρόκειται για δημοσίευμα μικτού χαρακτήρα, δημοσιογραφικού και συγχρόνως λογοτεχνικού, στο οποίο περιγράφονται σε πρώτο πρόσωπο οι εντυπώσεις ενός υποδίκου από τις πρώτες μέρες της εισόδου του στην φυλακή και ενόσω αυτός βρίσκεται σε αναμονή για έκδοση αποφυλακιστηρίου, το οποίο φαίνεται ότι περιμένει ματαίως. Στο προοίμιο του κειμένου εκδηλώνεται σε δραματικό τόνο ο πόνος των φυλακισμένων και καταδικάζεται η αναλγησία του Νόμου. Στο πρώτο και στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσεται η κύρια διήγηση, ενώ επίσης αποδίδονται εκτενείς διάλογοι του πρωταγωνιστή με κρατουμένους, οι οποίοι αφηγούνται εντυπωσιακές ιστορίες της φυλακής. Ενδιαμέσως στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας παραθέτει μία έκθεση των συνολικών προβλημάτων τα οποία μαστίζουν τους φυλακισμένους, κατακρίνει με φλογερό λόγο την άθλια κατάσταση των σωφρονιστικών καταστημάτων, υποδεικνύει τους υπαιτίους και προτείνει άμεσες λύσεις.
Σκίτσο της 10.7.1926
Υπό αυτήν την έννοια, καθώς το δημοσίευμα συνδυάζει στοιχεία προκλητικής αφήγησης αφενός, καταγγελίας αφετέρου, οι «πεθαμένοι που ανασαίνουν» θα μπορούσαν να ταξινομηθούν στην ευρύτερη σειρά των ρεπορτάζ λογοτεχνικού ύφους τα οποία συνέταξαν γνωστοί Έλληνες συγγραφείς (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Μιχαήλ Μητσάκης, Πέτρος Πικρός, Κώστας Βάρναλης, Θέμος Κορνάρος κλπ) ύστερα από επισκέψεις τους σε φυλακές ή άσυλα. Ωστόσο ο συντάκτης του εν λόγω κειμένου είναι ανώνυμος. Η φυλακή όπου διαδραματίζεται η αφήγηση δεν κατονομάζεται ευθέως (πιθανότατα πρόκειται για την Παλιά Στρατώνα), ούτε αναφέρεται ο ακριβής χρόνος εισόδου του αφηγητή στην φυλακή· παραλείπεται επίσης η αναφορά του παραπτώματος για το οποίο κατηγορείται. Συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί άμεσα αν τα περιγραφόμενα του κειμένου αποτελούν προϊόν πραγματικής εμπειρίας προσωποκράτησης, δημοσιογραφικής αυτοψίας σε κάποιον χώρο φυλακής ή ενδεχομένως γέννημα λογοτεχνικής φαντασίας.
Σε κάθε περίπτωση το κείμενο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από λαογραφικής και κοινωνιολογικής απόψεως, διότι οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες, έστω και αν δεν προέρχονται από αυθεντική μαρτυρία, οπωσδήποτε αντικατοπτρίζουν τους στερεότυπους συνειρμούς του εγγράμματου κόσμου για την ζωή των φυλακισμένων κατά την διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Οπωσδήποτε ορισμένα μοτίβα τα οποία συναντώνται στο κείμενο εμφανίζονται επαναλαμβανόμενα στην ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Για παράδειγμα το θέμα της εισαγωγής απαγορευμένων ειδών στην φυλακή με την βοήθεια μίας γυναίκας εμφανίζεται ήδη στην «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1903): «Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου» (βλ. ιστοχώρος Α. Παπαδιαμάντης). Παρόμοια εικόνα απαντάται στο διήγημα «Η γυναίκα του Μαλή» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1927): «Με τέτοιον τρόπο έμπαζε ούζο για τους φυλακισμένους μέσα στο ψωμί και μέσα στα ρούχα της» (Παπαντωνίου, 2011, σελ.159). Θεματικές αναλογίες εντοπίζονται βεβαίως και στην μεταγενέστερη λογοτεχνία, όπως η σκηνή ενθάρρυνσης του παλιού κρατούμενου προς τον νεοφερμένο, στο ευθυμογράφημα του Νίκου Τσιφόρου «ο μοδίστρας» (1962): «Έλα, ρε, μη το κρεμάς βαρίδι το πράμα. Φυλακή είναι, καλά περνάμε και δίνουνε και γάλα στο αναρρωτήριο.» (Τσιφόρος 2013, σελ.19). Ειδικότερα στο δημοσίευμα της «Απογευματινής» η τυποποιημένη απόδοση της ζωής των φυλακισμένων ενισχύεται και από μία σειρά συνοδευτικών σκίτσων, τα οποία είναι μάλλον γελοιογραφικού ύφους, μολονότι το ίδιο το κείμενο δεν διακρίνεται από χιουμοριστικό τόνο.