Στο σημερινό άρθρο θα πούμε πράγματα γνωστά στους ταχτικούς και στους ισχυρομνήμονες αναγνώστες του ιστολογίου, αφού θα ανακεφαλαιώσουμε πράγματα που έχουν ήδη γραφτεί σε σχόλια. Ανακεφαλαίωση σημαίνει και ανακύκλωση, σ’ ένα βαθμό, γι’ αυτό και ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη που θα διαβάσετε πράγματα που τα έχουμε ξαναπεί και μάλιστα πολύ πρόσφατα.
Ωστόσο, η ανακεφαλαίωση είναι απαραίτητη κατά τη γνώμη μου, επειδή η αρχική συζήτηση είχε γίνει στα σχόλια ενός εντελώς άσχετου άρθρου, η δε αναφορά που έκανα προχτές δεν ήταν πλήρης. Με τη σημερινή ανακεφαλαίωση παρουσιάζεται πλήρης η εικόνα της ετυμολογίας της λέξης «τζιμάνι» έτσι ώστε να μπορεί κανείς να βρει σε ένα μέρος όλα όσα έχουμε πει και να τα σχολιάσει, ενώ ελπίζω ότι με τα σχόλιά σας μπορεί να ξεκαθαρίσουν μια-δυο εκκρεμότητες που υπάρχουν. Και άλλα άρθρα του ιστολογίου χρειάζονται τέτοιο νοικοκύρεμα.
Πράγματι, η αρχική συζήτηση είχε γίνει πριν από δυόμισι χρόνια, σε ένα άρθρο για τις λέξεις γέμελος και μπινιάρης (σημαίνουν και οι δυο «δίδυμος»). Εκεί, ο φίλος μας ο Κόρτο είχε αναρωτηθεί αν η λέξη «τζεμάλι», παράλληλος τύπος της γνωστότερης «τζιμάνι», μπορεί να προέρχεται από την ιταλική gemelli (δίδυμοι).
Η εικασία αυτή δεν ήταν σωστή, αλλά αναπόφευκτα τέθηκε στη συζήτηση η ετυμολογία της λέξης «τζιμάνι». Βγάλαμε ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία τα ανέφερα την περασμένη Παρασκευή, πολύ περιληπτικά, στην ομιλία μου για τα Ληξιαρχεία της γλώσσας, που αναδημοσιεύτηκε και εδώ προχτές. Η αναδημοσίευση προκάλεσε νέες συζητήσεις καθώς και κάποια ερωτήματα -που θα τα συζητήσουμε σήμερα.
Το αρχικό ερώτημα του Κόρτο είναι πολύ καλά διατυπωμένο:
Τζεμάλι: τζιμάνι ή τζεμάνι, ο πολύ ικανός, που καταπιάνεται με όλα και τα καταφέρνει όλα.
Γνωστή η λέξη από το τραγούδι του Αντώνη Νταλγκά το μπαγλαμαδάκι σπάσε:
«Ήτανε παιδί τζεμάλι, πρώτος στον λουλά
και τον εζηλεύαν όλοι μες τη γειτονιά».
Επίσημη ετυμολογία: αγγλ. g-man `ειδικός πράκτορας του FBI
Δεν πείθομαι ιδιαιτέρως με τον πράκτορα του FBI στην προπολεμική Ελλάδα. Υπάρχει καμιά άλλη προσέγγιση; Ίσως κάποια σχέση με τον γέμελο;
Να προσέξουμε ότι για το τζιμάνι όλα τα λεξικά: ΛΚΝ, Μπαμπινιώτη (Γενικό αλλά και Ετυμολογικό), Χρηστικό, αλλά και το πρόσφατο ΜΗΛΝΕΓ, δίνουν την ίδια ετυμολογία, με την ίδια διατύπωση. Αυτή η ομοφωνία είναι βέβαια σημαντικό στοιχείο, αλλά όποιος έχει λεξικογραφική πείρα ξέρει ότι πολλές φορές δεν σημαίνει και πάρα πολλά: όταν δεν έχει προβληθεί κάποια εναλλακτική άποψη, τα λεξικά συνηθίζουν να υιοθετούν τις ετυμολογίες των προγενέστερων -είναι ανθρωπίνως αδύνατο να κάνεις ειδική ετυμολογική έρευνα για κάθε μία από τις χιλιάδες λέξεις του λεξικού σου, οπότε φυλάς τους πορους σου για τις αμφισβητούμενες περιπτώσεις. Για τη λέξη «τζιμάνι» δεν είχε εγερθεί ως τώρα αμφισβήτηση.
Ώστε τζιμάνι ο τζι-μαν, ο πράχτορας του FBI, ικανός, έξυπνος και γενναίος, που λογικό είναι να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, και που θα μπορούσε να έχει περάσει και στην ελληνική γλώσσα μέσα από τις ταινίες του υποκόσμου και τα περιοδικά τύπου Μάσκας. Αυτή την εξήγηση την δεχόμουν κι εγώ, κι αν ανατρέξετε στη συζήτηση στο προπέρσινο άρθρο θα δείτε ότι αρχικά αυτήν υποστήριζα και ήμουν δύσπιστος σε εναλλακτικές εξηγήσεις -όμως, επειδή έχω μάθει πια να μην ερωτεύομαι ετυμολογίες και θεωρίες, όταν είδα ότι τα στοιχεία υπέρ της εναλλακτικής θεωριας ήταν παραπάνω από πειστικά, αναθεώρησα.
Διότι, το βασικό εδώ είναι η χρονολόγηση, και το λέει θαυμάσια ο Κόρτο πιο πάνω: δεν πείθει ιδιαίτερα ο πράκτορας του FBI στην προπολεμική Ελλάδα. Στη μεταπολεμική, θα έπειθε. Αφενός επειδή, με εξαίρεση τις ναυτικές λέξεις, είναι ελάχιστες οι λέξεις που πέρασαν απευθείας από τα αγγλικά στα ελληνικά, χωρίς δηλ. να μεσολαβήσει η γαλλική ή η ιταλική, πριν από το 1945.
Για να γενικεύσω λίγο, νομίζω ότι αυτός ο εμπειρικός κανόνας έχει ισχύ σχεδόν αξιώματος: δεν υπάρχουν λαϊκά δάνεια απευθείας από τα αγγλικά στην προπολεμική γλώσσα, εκτός ναυτικών λέξεων και ειδικής ορολογίας (πχ. σπορ). Κάποιοι προτείνουν σαν πιθανό δίαυλο δανεισμού τους μετανάστες, που κάποιοι από αυτούς (λίγοι πάντως) επέστρεφαν ήδη από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, αλλά δεν ξέρω καμιά λέξη που να μπήκε στην ελληνική γλώσσα από τους ελληνοαμερικάνους μετανάστες πριν το 1940. Ξέρετε εσείς;
Αυτό θα αρκουσε, αλλά υπάρχει και μια επιπρόσθετη δυσκολία, ότι και τα αγγλικά ο όρος G-man, από τον οποίο υποτίθεται ότι φτιάχτηκε η ελληνική λέξη, εμφανίζεται μάλλον αργά. Το 1930 κατά το etymonline που επαναλαμβάνει την αναφορά του OED (η παλαιότερη ανεύρεση του 1917 αφορά ιρλανδική χρήση και δεν μας ενδιαφέρει), το 1928 κατά τo Merriam-Webster. Μιλάμε για πρώτες ανευρέσεις, αλλά ο όρος έγινε γνωστός και ευρέως διαδεδομένος αργότερα, ίσως στα χρόνια του Β’ Παγκ. Πολέμου (απ’ όπου και η αφίσα αριστερά).
Είναι δύσκολο μέσα σε λίγα χρόνια από την πρώτη εμφάνισή του, ενώ καλά καλά δεν είχε διαδοθεί ευρέως ο όρος στην Αμερική, να πέρασε στην Ελλάδα, και ειδικά και μόνο στην Ελλάδα χωρίς να περάσει σε άλλες χώρες. Δεν είναι αδύνατο, αλλά είναι πολύ δύσκολο.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Γιώργος Κάτος, στο λεξικό της περιθωριακής γλώσσας, γράφει για τη λέξη τζιμάνι: ότι διαδόθηκε στην Ελλάδα μεταπολεμικά από τα αμερικανικά αστυνομικά έργα όπου πρωταγωνιστής, δηλ. τζίμαν, ήταν ο αστυνομικός Λέμι Κόσιον που τον ερμήνευε ο Έντι Κονσταντίν. Ο Κάτος είναι καλός ερευνητής αλλά δεν είναι ιστορικός γλωσσολόγος και εδώ αστοχεί διότι η λέξη «τζιμάνι» έχει μπει στη γλώσσα μας πριν από το 1945.
Καιρός όμως να ανατρέξουμε στα σώματα κειμένων, να δούμε πότε εμφανίζεται ο τύπος «τζιμάνι» και ο παράλληλος τύπος «τζιμάλι» και «τζεμάλι».
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »