Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’).
Η σημερινή συνέχεια είναι η πεντηκοστή όγδοη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Όπως ίσως θα υποψιαστήκατε από τον τίτλο της, η σημερινή δημοσίευση είναι η τελευταία της σειράς, αφού αφηγείται τον θάνατο του ποιητή, του παππού μου. Σε δεκατέσσερις μέρες θα αρχίσω τη δημοσίευση άλλου βιβλίου του πατέρα μου -θα δούμε ποιο θα είναι αυτό.
Όπως ίσως θα θυμάστε, είχαμε σταματήσει την προηγούμενη συνέχεια με ένα ποίημα που έστειλε στον Νίκο Σαραντάκο ο φίλος του Στέλιος Ευαγγελινός από τη Μυτιλήνη για να του ευχηθεί περαστικά.
Το ποίημα του φίλου του ο Νίκος το πήρε στο παθολογικό τμήμα της «Αλεξάνδρας» όπου είχε μεταφερθεί στο τέλος του Γενάρη. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει καρκίνο του πνεύμονος σε προχωρημένο στάδιο. Με επιμονή της Ελένης, δεν του ‘πανε την αλήθεια. Ο ίδιος επέμενε πως είχε γρίπη, αλλά δε σχολίαζε την (παρηγορητική) αγωγή που του ‘καναν. Τις ακτινοβολίες τις έλεγε διαθερμίες. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου δεν έμενε αργός. Μέσα σε μια βδομάδα ετοίμασε ένα φύλλο της «Φωνής της Προόδου» και επιμελήθηκε την έκδοση της συλλογής των ποιημάτων του «Της Κατοχής και του Στρατόπεδου». Μέρα με τη μέρα η κατάστασή του χειροτέρευε. Οταν του ήταν πια πολύ δύσκολο να γράφει, υπαγόρευε τα κείμενα στο γιο του ή στη γυναίκα του. Αλλά σε λίγο δε μπορούσε ούτε να μιλήσει, παρά μόνο ψιθυριστά. Ενα πρωί είπε στη νύφη του που τον επισκεπτόταν πρωί πρωί από το γειτονικό «Αρεταίειο» όπου εργαζόταν
— Σε παρακαλώ βρε Κική, διώξε αυτές τις θεούσες που με πιλατεύουν με τους σταυρούς και τα εικονίσματά τους. Στα χάλια που είμαι δε μπορώ να τους μπήξω φωνή. Πες τους πως είμαι άθεος και να σεβαστούν τις πεποιθήσεις μου.