Στα νιάτα μου, που πηγαινα πολύ στο σινεμά, το καλοκαίρι ήταν εποχή επαναλήψεων -μια ευκαιρία να δεις όχι μόνο (και όχι τόσο) τις ταινίες της χειμωνιάτικης σεζόν που είχες χάσει αλλά και πλήθος κλασικές παλιές ταινίες. Στο ιστολόγιο το καλοκαίρι επαναλαμβάνουμε άρθρα, πότε πότε. Αφήνω όμως να περνάνε κάμποσα χρόνια από την αρχική δημοσίευση ή την προηγούμενη αναδημοσίευση, ώστε να το έχουν μισοξεχάσει οι παλαιότεροι.
Κι έτσι σήμερα θα δούμε ένα από τα παλιά άρθρα μου για τα οπωρικά, που είναι και η εποχή τους.
Το αρχικό άρθρο είχε δημοσιευτεί πριν από οχτώ χρόνια κι ένα μήνα, τον Ιούνιο του 2011, και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις. Η πρώτη αναδημοσίευση έγινε το 2015, πριν από τέσσερα χρόνια δηλαδή. H σημερινή αναδημοσίευση είναι η δεύτερη, πάντα με ενσωμάτωση κάποιων σχολίων από την προηγούμενη.
Και θα ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Γιατί το είπα «φρούτο από την Περσία»;
Όπως έχουμε ξαναπεί, οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και οι Ρωμαίοι, χρησιμοποιούσαν σε πολλές περιπτώσεις το μήλο (malum) σαν γενικό όρο για τα οπωρικά, προσθέτοντας ένα προσδιοριστικό επίθετο για να δηλώσουν άλλα φρούτα.
Έτσι, για παράδειγμα, το βερίκοκο το ονόμασαν αρμενιακόν μήλον, αν και η ονομασία δεν έπιασε. Το χρυσό ροδάκινο το είπαν περσικόν μήλον, και η ονομασία έπιασε στα λατινικά, όπως θα δούμε παρακάτω, όχι όμως στα ελληνικά. Η ροδακινιά είναι βέβαια ιθαγενής της Κίνας, στα μέρη μας όμως τα ροδάκινα ήρθαν από την Περσία, πιθανότατα με τις εκστρατείες του Αλέξανδρου.
Ο Θεόφραστος, στο σύγγραμμά του για την ιστορία των φυτών, αναφέρει την περσική μηλέα, ενώ ο Αθήναιος παραθέτει άφθονες αναφορές που ασφαλώς ή πιθανώς εννοούν τα ροδάκινα, μεταξύ των οποίων και ένα απόσπασμα από έργο του Αντιφάνη, όπου ένας νέος προσφέρει σε μια κόρη να δοκιμάσει «χρυσά μήλα», και της λέει πως «νεωστί γαρ το σπέρμα τούτ’ αφιγμένον εις τας Αθήνας παρά του βασιλέως» (δηλαδή πρόσφατα ήρθε από την Περσία), και η κοπέλα τα παινεύει λέγοντας πως τα νόμισε μήλα των Εσπερίδων. Πρέπει βέβαια να πούμε πως ο Αθήναιος θεωρεί ότι ο διάλογος αφορά τα κίτρα, που και αυτά, όπως έχουμε πει στο σχετικό άρθρο τα έλεγαν «μηδικά μήλα», αλλά είναι πολύ πιθανότερο να νοούνται τα ροδάκινα γιατί προσφέρονται ως εκλεκτό έδεσμα –κάτι που μάλλον αποκλείει τα (σχεδόν μη φαγώσιμα) κίτρα.
Περσικά μήλα λοιπόν τα ροδάκινα, και όπως πολύ συχνά συμβαίνει το ουσιαστικό έπεσε και ονομάστηκαν σκέτα περσικά. Αλλά και στα λατινικά, malum persicum το είπαν το ροδάκινο κι εκεί το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε και το φρούτο έμεινε να λέγεται persicum, στον πληθυντικό persica. Κι απ’ αυτόν τον πληθυντικό, που θεωρήθηκε ενικός θηλυκού γένους, ονομάστηκε, με τις ανάλογες αλλοιώσεις, το ροδάκινο σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες (αν και όχι στα ισπανικά, βλ. πιο κάτω): peach στα αγγλικά, pêche στα γαλλικά, Pfirsisch στα γερμανικά, pesca στα ιταλικά, pêssego στα πορτογαλικά· κι αν στις παραπάνω λέξεις μόνο ο ετυμολόγος μπορεί να αναγνωρίσει την περσική αρχή, τα ολλανδικά (Perzik) ή τα ρώσικα (πέρσικι) ή μερικές ιταλικές διάλεκτοι (persica) διατηρούν ολοζώντανη την ανάμνηση.
Ταξίδευα χτες και δεν πρόλαβα να ετοιμάσω άρθρο, οπότε επαναλαμβάνω ένα ακόμα από τα παλιά άρθρα μου για τα οπωρικά. Πριν από λίγο καιρό είχα επαναλάβει το φρούτο (ή τα φρούτα) από τη Συρία, τώρα έχει τη σειρά του το φρούτο από την Περσία, που ακόμα δεν έχει περάσει η εποχή του: εννοώ το ροδάκινο.
Το αρχικό άρθρο είχε δημοσιευτεί πριν από τέσσερα χρόνια κι ένα μήνα, τον Ιούνιο του 2011, και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις. Στην τωρινή αναδημοσίευση έχω προσθέσει στο αρχικό άρθρο κάμποσα πράγματα.
Και θα ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Γιατί το είπα «φρούτο από την Περσία»;
Όπως έχουμε ξαναπεί, οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και οι Ρωμαίοι, χρησιμοποιούσαν σε πολλές περιπτώσεις το μήλο (malum) σαν γενικό όρο για τα οπωρικά, προσθέτοντας ένα προσδιοριστικό επίθετο για να δηλώσουν άλλα φρούτα.
Έτσι, για παράδειγμα, το βερίκοκο το ονόμασαν αρμενιακόν μήλον, αν και η ονομασία δεν έπιασε. Το χρυσό ροδάκινο το είπαν περσικόν μήλον, και η ονομασία έπιασε στα λατινικά, όπως θα δούμε παρακάτω, όχι όμως στα ελληνικά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η ροδακινιά είναι ιθαγενής της Κίνας, στα μέρη μας όμως τα ροδάκινα ήρθαν από την Περσία, πιθανότατα με τις εκστρατείες του Αλέξανδρου.
Ο Θεόφραστος, στο σύγγραμμά του για την ιστορία των φυτών, αναφέρει την περσική μηλέα, ενώ ο Αθήναιος παραθέτει άφθονες αναφορές που ασφαλώς ή πιθανώς εννοούν τα ροδάκινα, μεταξύ των οποίων και ένα απόσπασμα από έργο του Αντιφάνη, όπου ένας νέος προσφέρει σε μια κόρη να δοκιμάσει «χρυσά μήλα», και της λέει πως «νεωστί γαρ το σπέρμα τούτ’ αφιγμένον εις τας Αθήνας παρά του βασιλέως» (δηλαδή πρόσφατα ήρθε από την Περσία), και η κοπέλα τα παινεύει λέγοντας πως τα νόμισε μήλα των Εσπερίδων. Πρέπει βέβαια να πούμε πως ο Αθήναιος θεωρεί ότι ο διάλογος αφορά τα κίτρα, που και αυτά, όπως έχουμε πει στο σχετικό άρθρο τα έλεγαν «μηδικά μήλα», αλλά είναι πολύ πιθανότερο να νοούνται τα ροδάκινα γιατί προσφέρονται ως εκλεκτό έδεσμα –κάτι που μάλλον αποκλείει τα (σχεδόν μη φαγώσιμα) κίτρα.
Περσικά μήλα λοιπόν τα ροδάκινα, και όπως πολύ συχνά συμβαίνει το ουσιαστικό έπεσε και ονομάστηκαν σκέτα περσικά. Αλλά και στα λατινικά, malum persicum το είπαν το ροδάκινο κι εκεί το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε και το φρούτο έμεινε να λέγεται persicum, στον πληθυντικό persica. Κι απ’ αυτόν τον πληθυντικό, που θεωρήθηκε ενικός θηλυκού γένους, ονομάστηκε, με τις ανάλογες αλλοιώσεις, το ροδάκινο σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες: peach στα αγγλικά, pêche στα γαλλικά, Pfirsisch στα γερμανικά, pesca στα ιταλικά· κι αν στις παραπάνω λέξεις μόνο ο ετυμολόγος μπορεί να αναγνωρίσει την περσική αρχή, τα ολλανδικά (Perzik) ή τα ρώσικα (πέρσικι) ή μερικές ιταλικές διάλεκτοι (persica) διατηρούν ολοζώντανη την ανάμνηση.
Τελευταίο Σάββατο σήμερα πριν από τις εκλογές, αύριο το πρωί ανοίγουν οι κάλπες, εύλογος λοιπόν ο τίτλος που διάλεξα για τα σημερινά μεζεδάκια -και κάπως παρόμοιος ήταν κι ο τίτλος του αντίστοιχου άρθρου πριν από τις προηγούμενες εκλογές, του Ιουνίου 2012.
Το ιστολόγιο αναπόφευκτα παρασύρθηκε από το προεκλογικό κλίμα. Διοργανώσαμε άλλωστε και γκάλοπ των αναγνωστών του ιστολογίου. Βέβαια, κάποια στιγμή το πήραν είδηση τα φιλοχρυσαβγίτικα ιστολόγια τύπου Στόχου και παρατηρήθηκε συρροή ψηφοφόρων από τον φαιό λόχο. Κι επειδή σκοπός του γκάλοπ ήταν να διερευνήσει τις προθέσεις των φίλων και επισκεπτών του και όχι να μάθει πόσοι χρυσαβγίτες ξέρουν να χρησιμοποιούν τον Ανονιμάιζερ, αφαίρεσα την επιλογή της ΧΑ (όπως και του «άλλου κόμματος») από την ψηφοφορία. Η ψηφοφορία έληξε χτες, ψήφισαν 1471 φίλοι και έλαβον: ΣΥΡΙΖΑ 612 (41,6%), ΝΔ 115 (7,82%), Ποτάμι 105 (7,14%) και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Το αυριανό αποτέλεσμα στις κάλπες θα απέχει πολύ από το «δικό μας» όσον αφορά τη ΝΔ, αλλά δεν ξέρω αν θα απέχει πάρα πολύ όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ.
* Δεν είναι όλα μας τα μεζεδάκια προεκλογικά, όμως. Έτσι, για να ξεκινήσουμε με ορντέβρ ένα θαλασσινό, φίλος αναρωτιέται αν είναι σωστός ο τίτλος άρθρου του HuffPost: Η θάλασσα ξέβρασε «καλαμάρι – γίγας» στο Κατάκολο ή αν θα έπρεπε να μπει στην αιτιατική πτώση. Τα πολυλεκτικά σύνθετα είναι βέβαια προβληματική περιοχή, και δεν ομοφωνούν οι διάφοροι μελετητές ως προς την κλίση τους, προσωπικά όμως προτιμώ να κλίνω κανονικά τα συστατικά τους μέρη, εκτός εξαιρέσεων. Έτσι, θα έβαζα: Η θάλασσα ξέβρασε καλαμάρι-γίγαντα, ή ακόμα καλύτερα: γιγαντιαίο/γιγάντιο καλαμάρι.
* Πάμε σε ένα εκλογικό. Μια από τις πάμπολλες καταγγελίες που έκανε εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ η Μαρία Σπυράκη (πριν βγει για να αγοράσει χαρτί υγείας σε τεράστιες ποσότητες) ήταν και η εξής: Ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδιάζει να καταργήσει το ΑΣΕΠ και να αντικαταστήσει τις αξιοκρατικές προσλήψεις στο Δημόσιο με στρατό υμετέρων. Έτσι ανορθόγραφο το βρίσκω παντού, αλλά μάλλον στο πρακτορείο το χρεώνω το λάθος και όχι στην κ. Σπυράκη. Υμέτερος είναι το δικό σας παιδί, ημέτερος το παιδί το δικό μας, τεράστια η διαφορά.
Τελευταία Κυριακή της Απόκριας σήμερα, οπότε τα μεζεδάκια μας, που εκτάκτως δημοσιεύονται κυριακάτικα διότι χτες ήταν πρωτομηνιά και μας εκτόπισε το Μηνολόγιο, θα μπορούσα να τα ονομάσω «αποκριάτικα», ονομασία που άλλες δυο φορές έχω δώσει και γι’ αυτό την απέφυγα. Αρειανά όχι από τον πλανήτη Άρη, αλλά επειδή αρκετά απ’ αυτά είναι αντλημένα από μια πλουσιότατη πιατέλα που παρέθεσε τις προάλλες ο υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων κ. Άρης Σπηλιωτόπουλος στη συνέντευξή του στον Ν. Ευαγγελάτο.
Τον παλιό καιρό, βλέπετε, ας πούμε στη μικρή Αθήνα του 19ου αιώνα, οι υποψήφιοι δήμαρχοι και βουλευτές άνοιγαν το σπίτι τους, δέχονταν όλη τη μέρα τους «πολιτικούς φίλους» τους και τους κερνούσαν αφειδώς μεζέδες, ποτά και φτηνά πούρα. Για πολλούς πολίτες, οι μέρες των εκλογών ήταν περίοδος συνεχούς ευωχίας, αφού έπαιρναν γραμμή τα σπίτια των υποψηφίων για να κεραστούν ισομερώς απ’ όλους. Καλώς ή κακώς οι καιροί εκείνοι έχουν περάσει, οπότε δεν μπορούμε παρά να χαιρετίσουμε την πρωτοβουλία του κ. Σπηλιωτόπουλου να αναβιώσει ενμέρει το παλιό εκείνο έθιμο και να προσφέρει άφθονα και νόστιμα γλωσσικά μεζεδάκια στη συνέντευξή του.
Κάποιοι ίσως έχουν αντίρρηση ως προς τον σχηματισμό του επιθέτου: αν τα μεζεδάκια είναι του Άρη Σπηλιωτόπουλου δεν μπορούμε να τα πούμε «αρειανά», διότι η λέξη αυτή είναι καπαρωμένη από άλλο διαστημικό αντικείμενο, τον πλανήτη Άρη, και εν πάση περιπτώσει ο υποψήφιος δήμαρχος δεν λέγεται Άρης αλλά Αριστόβουλος Αριστομένης, αν δεν κάνω λάθος. Πράγματι, θα μπορούσα να τα πω ‘αριστομενικά‘ ‘αριστοβουλικά’, αλλά ας μη μείνουμε εκεί. Προχωράμε στο σερβίρισμα, ξεκινώντας από τη συνέντευξη του κ. Σπηλιωτόπουλου, που μπορείτε να την ακούσετε εδώ.
Φίλος που άκουσε προσεχτικά τη συνέντευξη σταχυολόγησε τα εξής νόστιμα μεζεδάκια -αν και καναδυό από αυτά δεν τα θεωρώ και τόσο σοβαρά.
* η παραβατικότητα εγκυμονεί σε κάθε γωνιά της Αθήνας (γύρω στο 2.47 της συνέντευξης). Εδώ προφανώς ο κ. Σπηλιωτόπουλος ήθελε να πει «ελλοχεύει» ή κάτι τέτοιο. Εγκυμονεί απόλυτο δεν στέκει, εκτός αν είναι κυριολεκτικό. Το λαθάκι είναι αρκετά συχνό, συνήθως στη μορφή «οι κίνδυνοι εγκυμονούν».
* κοστοβόρος (στο 3.27) Αυτό εγώ δεν το χρεώνω στον υποψήφιο, αν και αποφεύγω τον όρο δεν τον θεωρώ μαργαριτάρι -δείτε την άποψή μου εδώ.
Το σημερινό άρθρο, κατ’ εξαίρεση, είναι κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του προχτεσινού. Συνήθως δεν το κάνω αυτό: όταν έχω ομοειδή άρθρα φροντίζω να περνάει λίγος καιρός ανάμεσά τους. Γράφοντας όμως το προχτεσινό άρθρο κατάλαβα ότι θα παραβάραινε αν, πλάι στη λέξη ‘τσιγγάνος’ ερευνούσα και τη λ. ‘γύφτος’, κι έτσι αποφάσισα να το χωρίσω στα δύο. Μάλιστα, θα τα έβαζα και σε συνεχόμενες μέρες, αλλά επειδή μεσολάβησε η παρουσίαση του βιβλίου μου Οπωροφόρες λέξεις είπα να ευλογήσω τα γένια μου κι έτσι χτες παρενέβαλα ένα άρθρο σχετικό με πωρικά. Σήμερα λοιπόν, θα δούμε την ιστορία της λέξης γύφτος, έχοντας αφήσει πίσω μας τη μικρή Μαρία (τ. ξανθό αγγελούδι, νυν γυφτάκι) να πορεύεται τον Γολγοθά της τώρα που την έσωσε το ελληνικό κράτος. [Σήμερα είναι και τα γενέθλια του αγαπημένου μου Ναπ. Λαπαθιώτη, που γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888 -συνηθίζω κάθε χρόνο τέτοιες μέρες να βάζω ένα άρθρο στη μνήμη του: θα το δημοσιεύσω την Κυριακή που μας έρχεται].
Σύμφωνα με τον ορισμό που αντιγράφω από το ΛΚΝ, γύφτος είναι: 1. (μειωτ.) ο τσιγγάνος της Ελλάδας: Γύφτοι στήσανε τα τσαντίρια τους έξω από τη Λάρισα. Γέμισε ο τόπος γύφτους. Ήρθε μια γύφτισσα να μου πει τη μοίρα μου. ΦΡ τρέμει / κρυώνει σαν ~, κρυώνει πάρα πολύ. ΠAΡ Είδε ο ~ τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.Όλοι οι γύφτοι μια γενιά*. 2. (παρωχ.) α. τεχνίτης σιδηρουργός. β. οργανοπαίχτης: Φώναξαν τους γύφτους στο πανηγύρι.3. (μτφ.) α. άνθρωπος μικροπρεπής και φιλάργυρος: Είναι μεγάλος ~,πεντάρα δεν του παίρνεις από τα χέρια του.β. αυτός που ζει σε συνθήκες βρομιάς και ακαταστασίας: Γίναμε γύφτοι. Zούμε σαν γύφτοι.γ. άνθρωπος υπερβολικά μελαχρινός. γυφτάκι το YΠΟKΟΡ. γυφτάκος ο YΠΟKΟΡ. γύφταρος ο MΕΓΕΘ.
Παρόμοιο είναι και το λήμμα του λεξικού Μπαμπινιώτη, μόνο που παραλείπει τις παρωχημένες σημασίες του σιδερά και του οργανοπαίχτη, καθώς και (περιέργως) τη σημασία 3β. για τη βρομιά και την ακαταστασία.
Η λέξη γύφτος εμφανίζεται ήδη στα μεσαιωνικά ελληνικά, και προέρχεται, όπως θα έχετε ακούσει, από το εθνωνύμιο «Αιγύπτιος». Σε λόγια κείμενα, άλλωστε, χρησιμοποιείται για τους τσιγγάνους το «Αιγύπτιος» και αναφέραμε στο προχτεσινό άρθρο ένα απόσπασμα του Μάζαρι (1416) που συγκαταλέγει τους Αιγύπτιους στα εφτά έθνη που κατοικούσαν τότε την Πελοπόννησο. Στον δημώδη Κρασοπατέρα λέγεται ότι ο πότης αναζητάει το κρασί με την ίδια λαχτάρα όπως «ο ταπεινός ο Αίγυπτος τα παλαιοκόσκινά του» -σε μιαν άλλη παραλλαγή, ο ίδιος στίχος αναφέρει «ο δε μαυροκατζίβελος το γυροκόσκινόν του».
Σήμερα είναι 12 Δεκεμβρίου του 2012, μέρα σημαδιακή, που τη γράφουμε 12/12/2012, κι επειδή έχουμε πλέον ξεπεράσει το φόβο του “σφάλματος της χιλιετίας” (το θυμάται κανείς αυτό;), 12/12/12. Παναπεί, σήμερα είναι η μέρα με τα τρία δωδεκάρια, η μοναδική σε τούτον τον αιώνα, οπότε σκέφτηκα να γράψω ένα αρθράκι για να τιμήσω τον αριθμό 12 που έχει σήμερα την τιμητική του (επίσης γιορτάζει ο φίλος μου ο Σπύρος, ίσως και ο Σπυροειδής Αρχιτέκτονας). Οι ταχτικοί θαμώνες ίσως να θυμούνται ότι παρόμοιο άρθρο είχα γράψει και πριν από ένα χρόνο, ένα μήνα και μια μέρα, τότε όμως ήταν η μέρα με τα τρία εντεκάρια, ενώ πρωτύτερα είχαμε γράψει για τη μέρα με τα τρία δεκάρια και το 2009 για την αντίστοιχη μέρα με τα τρία εννιάρια. Καλώς ή κακώς, μέρα με τα τρία δεκατριάρια δεν έχει το πρόγραμμα, οπότε για να ξαναρχίσει ο κύκλος από την αρχή θα πρέπει να περιμένουμε ως την 1η Ιανουαρίου του 2101 (οι πιο αδιάλλακτοι ως την 1η Ιανουαρίου του 3001).
Όπως όλες τις προηγούμενες «τριπλές» μέρες, έτσι και τη σημερινή μέρα την έχουν προσέξει σε όλο τον κόσμο. Βέβαια, ειδικά η 12/12/12 έχει κάπως επισκιαστεί από το τέλος του κόσμου, που είναι προγραμματισμένο για τις 21/12/12, ωστόσο δεν παύει να είναι μέρα σημαδιακή. Ξέρω κάποιον, ας πούμε, που προγραμμάτισε μια ποιητικήν εκδήλωση για σήμερα, παρόλο που πέφτει μεσοβδόμαδα και δεν βολεύει όσους συμμετέχουν από άλλες πόλεις. Από την άλλη, κάποιοι λένε ότι στην πραγματικότητα η προφητεία των Μάγια δεν είναι για τις 21/12/12 αλλά για τις 12/12/12, κάτι που θα το μάθουμε σε λίγες μέρες. Δυστυχώς, το google translate δεν με βοηθάει να βρω πώς είναι στη γλώσσα των Μάγια το «Και να πεις πως δεν τους είχαμε προειδοποιήσει τους μαλάκες!»
Μέχρι τότε όμως το σημερινό άρθρο είναι αφιερωμένο στον αριθμό δώδεκα. Βέβαια, είναι τόσο σημαντική η θέση του αριθμού αυτού στην ιστορία και τον πολιτισμό μας που και βιβλίο θα μπορούσε να γραφτεί για πάρτη του, έστω και όχι πολύ μεγάλο (με 144 σελίδες), οπότε δεν φιλοδοξώ να καλύψω το θέμα.
Η Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου είναι ένα θεατρικό έργο που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις γλωσσικές παρεξηγήσεις, και ειδικότερα τις παρεξηγήσεις που δημιουργούνται όταν οι δυο συνομιλητές μιλούν όχι διαφορετικές γλώσσες (διότι και τέτοιες παρεξηγήσεις υπάρχουν πάρα πολλές) αλλά όταν μιλούν διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Ο Βυζάντιος μαζεύει σε μια λοκάντα του Αναπλιού θαμώνες από διάφορες περιοχές, που μιλούν διαφορετικές διαλέκτους: έναν Πελοποννήσιο, έναν Ανατολίτη, έναν Χιώτη, έναν Κρητικό, έναν Αρβανίτη, έναν Κύπριο, και για ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση βάζει κι έναν Λογιότατο που μιλάει αρχαΐζουσα, ενώ αργότερα εμφανίζεται κι ο Επτανήσιος αστυνόμος.
Παρεξηγήσεις ξεκινάνε από την πρώτη στιγμή, αλλά η μεγάλη παρεξήγηση που παραλίγο να έχει τραγικές συνέπειες, είναι όταν ο Κρητικός λέει στον Αρβανίτη «έφαγες τα κουράδια μας», εννοώντας ότι όταν οι Αρβανίτες είχαν πάει στην Κρήτη είχαν ρημάξει τα κοπάδια, τα οποία λέγονται «κουράδια» στα κρητικά. Όμως στην κοινή νεοελληνική κουράδια, με το συμπάθειο, είναι τα σκατά, οπότε ο Αρβανίτης, που έχει ήδη πιει, γίνεται έξαλλος, βγάζει τη μπιστόλα και πυροβολεί -ευτυχώς όμως το τραύμα του Κρητικού, στο χέρι, είναι εντελώς ξώφαλτσο.
Καιρό έχουμε να μιλήσουμε για φρούτα εποχής και τον Ιούνη γίνεται κοσμογονία από πρωτοφανήσιμα φρούτα. Βέβαια, για το κεράσι και για το βερίκοκο έχουμε συζητήσει από πέρυσι και πρόπερσι, να μην τα ξαναλέμε, αλλά δεν εξαντλήσαμε τα οπωρικά της εποχής. Σήμερα λοιπόν θα δούμε το ροδάκινο.
Γιατί το χαρακτηρίζω, στον τίτλο «φρούτο από την Περσία»;
Όπως έχουμε ξαναπεί, οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και οι Ρωμαίοι, χρησιμοποιούσαν σε πολλές περιπτώσεις το μήλο (malum) σαν γενικό όρο για τα οπωρικά, προσθέτοντας ένα προσδιοριστικό επίθετο για να δηλώσουν άλλα φρούτα.
Έτσι, για παράδειγμα, το βερίκοκο το ονόμασαν αρμενιακόν μήλον, αν και η ονομασία δεν έπιασε. Το χρυσό ροδάκινο το είπαν περσικόν μήλον, και η ονομασία έπιασε στα λατινικά, όπως θα δούμε παρακάτω, όχι όμως στα ελληνικά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η ροδακινιά είναι ιθαγενής της Κίνας, στα μέρη μας όμως τα ροδάκινα ήρθαν από την Περσία, πιθανότατα με τις εκστρατείες του Αλέξανδρου.
Το άρθρο αυτό του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, δημοσιεύτηκε χτες 12.4.2011 στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης. Να διευκρινίσω ότι, παρά τον τίτλο, δεν έχει καμιά σχέση με τις ταινίες του Ντίσνεϊ και γενικά με πειρατές και μπουκανιέρους -αλλά αυτά θα τα εξηγήσει ο ίδιος. Ωστόσο, βρίσκω ευκαιρία και βάζω ένα υστερόγραφο για μια απορία που έχει ο πατέρας μου και που δεν μπόρεσα να τη λύσω σε σχέση με ένα στίχο του Παλαμά, οπότε όποιος ξέρει την απάντηση παρακαλείται να την πει στα σχόλια!
Προχτές, που η τρίτη, κατά σειράν ηλικίας, εγγονή μου έκλεισε τα δεκαπέντε, περιδιάβαζα τα βιβλιοπωλεία για να της πάρω ένα καλό βιβλίο σα δώρο και το μάτι μου έπεσε σε ένα, τιτλοφορούμενο «Οι Πειρατές της Καραϊβικής». Ένα κι ένα σκέφτηκα, για μια έφηβη. Μόνο που έπεσα έξω. Παρά τον τραβηχτικό τίτλο του, το βιβλίο δεν έχει να κάνει με τους θρυλικούς μπουκανιέρους και τους ατρόμητους κουρσάρους, το Χένρυ Μόργκαν, τον Τζακ Σπάροου, τον κάπταιν Τσαρλς Τζόνσον, τον κάπταιν Μπλουντ και άλλους, που επί δυο αιώνες αντιμετώπιζαν νικηφόρα τους στόλους τριών μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Ισπανίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας. Το βιβλίο αναφέρεται σε τέσσερις ηγέτες της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής: Το Φιντέλ Κάστρο, τον Ούγκο Τσάβες, τον Έβο Μοράλες και το Ραφαέλ Κορέα, που οι πολίτες των αντιστοίχων χωρών αποκαλούν με καμάρι «πειρατές της Καραϊβικής», γιατί αψηφούν την υπερδύναμη της εποχής μας, τις ΗΠΑ.
Ο τίτλος είναι εντελώς παραπλανητικός αλλά μου άρεσε και τον έβαλα· πάντως, μην περιμένετε να σας αφηγηθώ τις περιπέτειες της διαδρομής από το κέντρο της Αθήνας ή της Βενετίας ως τη Ραφήνα, ούτε να κάνω κάποιον σκοτεινό υπαινιγμό για τον πρώην πρωθυπουργό, που αν δεν κάνω λάθος στη Ραφήνα ξεκουράζεται· για δυο λέξεις θα σας μιλήσω, που θυμίζουν τα δυο αυτά τοπωνύμια. Δυο λέξεις που, αν δεν κάνω λάθος, δεν τις έχει κανένα γενικό λεξικό -καλώς ή κακώς.
Η πρώτη λέξη, που θα μας απασχολήσει και περισσότερο, είναι το σαρμάκο. Την πρωτοδιάβασα στη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Σχορέλη, και ύστερα άκουσα και το τραγούδι του Βαμβακάρη, «Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο». Εκείνη την εποχή πήγαινα στον Σπύρο τον Καλφόπουλο, που είχε ένα γραφείο στην Ομόνοια, και γρατζουνούσα ένα μπαγλαμά, οπότε του ζήτησα να μου μάθει το τραγούδι· δεν του άρεσε πολύ η ιδέα, στραβομουτσούνιασε, είπε πως δεν το ξέρει, αλλά του είχα φέρει κασέτα, οπότε θέλοντας και μη μου το έμαθε, αλλά αρνήθηκε να γράψει τη λέξη «σαρμάκο», έγραψε σκέτο «Μάρκος» πάνω στο τετράδιο.
Οι ελληνικές λέξεις που αρχίζουν από σμπ- είναι μετρημένες στα δάχτυλα: σμπαράλια, σμπάρο και σμπίρος (δεν θα μετρήσουμε το σμπρώχνω). Και οι τρεις αυτές οι λέξεις είναι δάνεια, από τα ιταλικά (ή τα ενετικά), αν και για μία από αυτές υπάρχει η άποψη ότι είναι απώτερης ελληνικής αρχής, οπότε πρόκειται για αντιδάνειο. Τη λέξη αυτή έτυχε να την κουβεντιάζω σε μια συζήτηση με φίλους χτες-προχτές, οπότε σκέφτηκα να σας αφηγηθώ την ιστορία της, μια και έχει ετυμολογικό ενδιαφέρον.
Πρόκειται για τον σμπίρο, λέξη περιφρονητική σήμερα, σχεδόν βρισιά. Όπως είπαμε, είναι δάνειο από τα ιταλικά. Στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση sbirro λεγόταν στις ιταλικές πόλεις-κράτη ο αστυνομικός υπάλληλος που μεριμνούσε για την τήρηση της τάξης περιπολώντας στους δρόμους με την κοκκινωπή του στολή. Γρήγορα η λέξη, και μέσα στην Ιταλία, αλλά και έξω από αυτήν όπου διαδόθηκε ως δάνειο, αποκτά αρνητικές σημασίες: δηλώνει τα πρωτοπαλίκαρα, τους μπράβους των ισχυρών που αναλαμβάνουν να διεκπεραιώνουν βρομοδουλειές. Κάπως έτσι περνάει και στα ελληνικά, όπου όμως η λέξη, ακόμα κι όταν σήμαινε τον αστυνομικό, είχε εξαρχής μειωτική χροιά, περισσότερο σήμαινε τον μυστικό αστυνομικό, τον χαφιέ· σήμερα, η λέξη απαντά σχεδόν αποκλειστικά με τη σημασία «μπράβος, τσιράκι» (το λεξικό Μπαμπινιώτη δίνει ως πρώτη σημασία το «αστυνομικός», ενώ το ΛΚΝ δεν έχει τη λέξη, περιέργως).
Το άρθρο αυτό του πατέρα μου, Δημ. Σαραντάκου, δημοσιεύτηκε προχτές στην εφημ. ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης. Στο άρθρο ο πατέρας μου αναφέρει μια διάσημη φράση των Γάλλων επαναστατών, που είναι ίσως γνωστότερη με την παραλλαγή «Ο κόσμος θα φτιάξει όταν κρεμαστεί ο τελευταίος βασιλιάς με τα άντερα του τελευταίου παπά». Ίσως δεν είναι πολύ γνωστό ότι τη φράση αυτή την οφείλουμε σε έναν… παπά, τον άθεο αββά Ζαν Μελιέ (ακριβής διατύπωση: «Il souhaitait que tous les grands de la Terre et que tous les nobles fussent pendus et étranglés avec les boyaux des prêtres.»). Για τον Μελιέ (Jean Meslier, 1664-1729) έχει γράψει στα ελληνικά ο Κώστας Κουλουφάκος («Η διαθήκη του παπά», 1963) και ο Δημήτρης Κολλάτος (Η διαθήκη του ιερέα Jean Meslier, 2009). Ο Κολλάτος γύρισε και ταινία (επίσης 2009) όπου παίζει ο ίδιος το ρόλο του Μελιέ.
Μεσ’ στο παλιόσπιτό σου ταμπουρώσου
Ζήσε όπως όπως, ο παθός – μαθός.
Κάλλιο γλύστρα στο δρόμο τον δικό σου
Παρά στο δρόμο του άλλου νάσαι ορθός
Κωστής Παλαμάς
Έχω πάμπολλες φορές γράψει πόσο καλό είναι να διαβάζει κανείς ποίηση, γιατί θεωρώ τους ποιητές σαν είδος προφητών και γιατί συμφωνώ μ’ αυτό που είπε ένας μεγάλος εκπρόσωπός τους, ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι:
η δημιουργία του κόσμου δε σταμάτησε,
γιατί τη συνεχίζουν οι ποιητές
Διαβάζοντας τα ποιήματα του Παλαμά, τα γραμμένα πριν από 100 περίπου χρόνια, βλέπω πόσο μακριά έβλεπε ο ποιητής και πόσο χρήσιμο είναι να προσέξουμε σε όσα έλεγε.
Νομίζω πως το μεγάλο ζητούμενο είναι σήμερα η αλλαγή του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, όχι μόνο στον τόπο μας αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Και το ζητούμενο αυτό δεν είναι ούτε κάποιο ουτοπικό όραμα, ούτε ανήκει στο απώτερο μέλλον.
Κυριακή σήμερα και σκέφτομαι να παρουσιάσω μια μικρή ανθολογία ελληνικών σατιρικών ποιημάτων, που την είχα γράψει για ένα παλιότερο τεύχος ενός περιοδικού. Όποιος θέλει να συνεισφέρει κι άλλα σατιρικά ποιήματα στα σχόλια, ευχαρίστως να το κάνει. Μερικά από τα ποιήματα τα έχω ήδη παρουσιάσει σε άλλα άρθρα μου, αλλά αντέχουν θαρρώ την επανάληψη.
Θα μπορούσα ή ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσω από τον Αρχίλοχο, αλλά τότε η έκταση της ανθολογίας θα γινόταν απαγορευτική. Ξεκινάμε λοιπόν από το 1800 και οι παλαιότεροι ίσως παρουσιαστούν μιαν άλλη φορά.
Λοιπόν, λίγο πριν από την επανάσταση του 1821, ο πρωτοπόρος και γλωσσικά Ιωάννης Βηλαράς (1770-1823) γράφει το εκτενές ποίημα «Κατά καλογήρων» από το οποίο παραθέτω την αρχή:
Καλόγερος και διάβολος αδέλφια διδυμάρια
και σαν αδέλφια καρδιακά τηρούν δουλειά καθάρια.
Του Σατανά τα έργατα, δουλειές του καλογέρου,
και διαβολιές του άγιου, σκοτούρες του δευτέρου.
Του ενός τα τεχνουργήματα ο άλλος έχει δρόμο
και σ’ όσα κι αν εργάζονται, κοινόν κρατούν το νόμο.
Δεν βλέπεις πως σε όλα τους δεν θέλουν να χωρίζουν,
μόνε κι οι δυο απαράλλαχτα σαν κόρακες μαυρίζουν;
(…)
Φυλάγου οχ τον καλόγερο και κάμνε το σταυρό σου,
καθώς τον ίδιο διάβολο αν έβλεπες εμπρός σου