Θα δημοσιεύσω σήμερα κάτι το αξιοπερίεργο. Eδώ που κάνω τα μπάνια μου, έχω μια παλιά βιβλιοθήκη του παππού μου, με εξίσου παλιά βιβλία. Και καθώς σκάλιζα τις προάλλες, έπιασα ένα βιβλιαράκι με διηγήματα που δεν το είχα προσέξει άλλη φορά, τα Σκίτσα της φτωχολογιάς, κάποιου Θ.Δ.Μοσχονά.
Όπως βλέπετε, έχει εκδοθεί το 1924 στην Αλεξάνδρεια, από τις εκδόσεις Γράμματα του Στ. Πάργα που τόσο σημαντική επιρροή άσκησαν στα πνευματικά μας πράγματα στις αρχές του αιώνα και στον μεσοπόλεμο.
Τα εφτά διηγήματα του βιβλίου δεν είναι διηγήματα κοινωνικής καταγγελίας, όπως ίσως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από το εξώφυλλο, του Μίμη Παπαδημητρίου, ή από τον τίτλο, αλλά μάλλον νατουραλιστικές περιγραφές.
Επίσης, δεν υπάρχουν σαφείς νύξεις για τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσονται τα διηγήματα. Θα σκεφτόταν κανείς την Αίγυπτο, όπου εκδόθηκε το βιβλίο, αλλά δεν είδα καμιάν αναφορά στον πολυεθνικό χαρακτήρα του τόπου ούτε καν στα κλιματολογικά του στοιχεία, μόνο σε ένα διήγημα ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι το «μαγερειό» του τίτλου δεν είναι «κανένα γκριλ-ρουμ».
Ο Θεόδωρος Μοσχονάς, ο συγγραφέας, ήταν Λεριός και βρίσκουμε στη βιβλιογραφία του έργα για την ιστορία του νησιού. Στα «έργα του ιδίου» που προτάσσονται στο βιβλιαράκι που κρατάω στα χέρια μου, βρίσκω το «Κόκκινο Πάσχα», αλλά μην πάει το μυαλό σας σε κομμουνιστικά. Το βιβλίο «περιγράφει την τραγωδία των Δώδεκα Νησιών» δηλ. την προσάρτησή τους από την Ιταλία. Μαθαίνουμε πάντως ότι ήταν γραμματέας του προξενείου στο Μάντσεστερ και αργότερα εγκατέλειψε την Αγγλία και έζησε στην Αίγυπτο. Τον βρισκω, σε επόμενα χρόνια, να αναφέρεται ως Υπομνηματογράφος & Βιβλιοφύλαξ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Το διήγημα περιγράφει μια παράξενη γυναίκα που μένει σε μια σοφίτα στη φτωχογειτονιά και καταδυναστεύει τη γειτονιά με τη γλώσσα της. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δημοτική, διανθισμένη όμως με πολλά καθαρευουσιάνικα στοιχεία, που τα επιστρατεύει και για να προσδώσει ειρωνεία. Το διήγημα έχει κάποιο γλωσσικό ενδιαφέρον, μεταξύ άλλων και στους διαλόγους με την Κυπραία. Ο τίτλος, Η καθαρόγλωσση, επίσης έχει ενδιαφέρον -χρησιμοποιείται μάλλον ειρωνικά, για το ιδιότυπο γλωσσικό ιδίωμα της ηρωίδας αλλά και τις βρισιές της.
Δεν είμαι βέβαιος ότι η λογοτεχνική αξία του διηγήματος θα δικαιολογούσε να το ανασύρουμε από τη λήθη, σχεδόν 100 χρόνια μετά από τότε που εκδόθηκε -αλλά, όπως είπα το διήγημα είναι αξιοπερίεργο μάλλον παρά αξιόλογο. Για να διατηρήσω μάλιστα το εξωτικό κλίμα, δεν άλλαξα καθόλου την ορθογραφία, εκτός από το μονοτονικό. Άφησα όλα τα άλλα όπως είναι, παρόλο που κάποιες γραφές μπορεί να είναι απλώς ορθογραφικά λάθη και όχι επιλογές του συγγραφέα. Επιλογή του συγγραφέα πρέπει να είναι και η αποφυγή του τελικού ν πριν από π, κ, τ (π.χ. τη τραγιάσκα, το πατέρα), και φυσικά δεν οφείλεται σε δημοτικισμό.
Δεν εξηγώ τις πολλές δύσκολες λέξεις, που πολλές δεν τις ξέρω κιόλας. Στα σχόλια ίσως.
Πολλά είπα, ιδού η Καθαρόγλωσση.