Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘. Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου’

Η ανακάλυψη της «Νοσταλγίας του Γιάννη»

Posted by sarant στο 14 Μαΐου, 2023

Στα τέλη Απριλίου ήμουν καλεσμένος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών σε μια από τις  «Παπαδιαμαντικές  βραδιές της». Μίλησα για το πώς είχα την τύχη να ανακαλύψω το ανεύρετο έως το 2012 διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που το παρουσίασα εδώ στο ιστολόγιο πρώτα και ύστερα, το 2014, το εξέδωσα σε βιβλίο από τις  εκδόσεις Ερατώ. Η εκδήλωση, πρέπει να πω, έγινε διαδικτυακά. Σε σχόλιά σας εδώ με προτρέψατε να  δημοσιεύσω την ομιλία στο ιστολόγιο, και αυτό κάνω σήμερα. Να πω ότι η όλη συζήτηση έχει καταγραφεί (να  το πούμε «μαγνητοσκοπηθεί»; αλλά είναι σε ψηφιακό μέσο) και το βίντεο κάποια στιγμή θα ανέβει στον ιστότοπο της ΕΠΣ, και τότε θα το προσθέσω κι εγώ στο ιστολόγιο, αλλά προς το παρόν θα αρκεστούμε στη γραπτή ομιλία.

Με μια διαφορά. Από τη  συζήτηση  προέκυψε ότι είχα ένα  λαθάκι στις χρονολογίες της εφημερίδας Αλήθεια, οπότε εδώ διορθώνω την εισήγησή μου, και την παρουσιάζω όπως θα την είχα δώσει αν ήξερα εξαρχής αυτό το στοιχείο.

Τέλος, αν σας γεννηθεί απορία να διαβάσετε το διήγημα, θα το βρείτε ή στο παραπάνω λινκ ή σε μεταγενέστερη δημοσίευση.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Καλησπέρα σας, σας ευχαριστώ που συνδεθήκατε απόψε εδώ, ευχαριστώ και την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών που μου έκανε την τόσο τιμητική πρόσκληση να σας μιλήσω, και ιδίως τον καθηγητή Λάμπρο Βαρελά που ανάλαβε όλα τα διαδικαστικά. Κι αν οι διαδικτυακές συζητήσεις μέσω Ζουμ μας θυμίζουν τις ζοφερές μέρες του εγκλεισμού και της πανδημίας, στην περίπτωσή μας η διαδικτυακή επικοινωνία βοηθάει να γεφυρωθούν οι αποστάσεις -διότι πρέπει να πω ότι σας μιλάω από το Λουξεμβούργο, όπου εργάζομαι ως μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Δεν θα έλεγα ότι είμαι «παπαδιαμαντιστής» ή ειδικός στον Παπαδιαμάντη παρόλο που βέβαια αγαπώ πολύ το έργο του, που το έχω συνδέσει με ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όταν, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μετά το φαγητό, ο παππούς μου έπαιρνε έναν τόμο από τη μαυροντυμένη έκδοση του Βαλέτα και διάβαζε κάποιο διήγημά του, από τα εύκολα, ας πούμε την Υπηρέτρα. Μεγαλώνοντας διάβασα όλο το έργο του Ππδ και μάλιστα έχω αποδελτιώσει τις παροιμιακές και ιδιωματικές εκφράσεις που εμφανίζονται στα διηγήματά του, μια εργασία που έγινε με την παρότρυνση του καθ. Μιχάλη Μερακλή πριν από πολλά χρόνια και που το μόνο πρακτικό της αποτέλεσμα ήταν ένα μικρό άρθρο στη Νέα Εστία («Ο Ππδ ως πρωτογενής μαρτυρία»).

Τα τελευταία 14 χρόνια έχω το ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, www.sarantakos.com, στο οποίο δημοσιεύω συχνά διηγήματα του Ππδ αλλά και γλωσσικά άρθρα στα οποία κάποτε εμφανίζονται λέξεις του Παπαδιαμάντη.

Επίσης, έχω την ιδιοτροπία να μαζεύω και να αναδιφώ παλιά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, είμαι αρχειοδίφης ή αρχειοπόντικας. Η συλλογή μου είναι κυρίως ηλεκτρονική και όχι υλική όπως του φίλου μου του Γιώργου Ζεβελάκη, κάτι που βολεύει όταν μοιράζεις τη ζωή σου σε δύο χώρες. Μεγάλη μου χαρά είναι όταν ανακαλύπτω, σε αυτά τα παλιά έντυπα, κάποιο λογοτέχνημα, ποίημα ή διήγημα, που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο και άγνωστο στο κοινό -και το διαμάντι του στέμματος ανάμεσα στα ευρήματά μου είναι βέβαια το διήγημα του Ππδ για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα.

Το καλό της ηλεκτρονικής συλλογής είναι ότι μπορείς πολύ εύκολα να τη μοιράζεσαι με άλλους που έχουν το ίδιο πάθος, την ίδια πετριά αν προτιμάτε. Έτσι, μια μέρα του 2012 ο Γιώργος Μιχαηλίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής με τον οποίο είχα γνωριμία, μου χάρισε ένα στικάκι με διάφορα λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά, που είχε φωτογραφήσει από διάφορες βιβλιοθήκες, ανάμεσά τους και πολλά τεύχη (όχι όμως πλήρες σώμα) του περιοδικού Οικογένεια των ετών 1927-1931.

Η Οικογένεια ήταν λαϊκό εβδομαδιαίο περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται το 1926. Την έβγαζε ο Κώστας Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν λαϊκότερη και αισθηματικότερη, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη. Μάλιστα, το 1931 η Οικογένεια καθιέρωσε και ταχτική εβδομαδιαία φιλολογική σελίδα (που την υπέγραφε ο Γιώργος Κοτζιούλας με το ψευδώνυμο Σημ, Χαμ και Ιάφεθ), κάτι που ποτέ δεν αξιώθηκε ν’ αποκτήσει το ποιοτικότερο Μπουκέτο. Πλήρες σώμα του περιοδικού δεν έχω εντοπίσει σε καμιά βιβλιοθήκη· αν βρεθεί, μπορεί να έρθουν κάμποσα διαμάντια στο φως.

Με ενδιέφερε η Οικογένεια, επειδή εκείνον τον καιρό αναζητούσα αθησαύριστες δημοσιεύσεις του Ναπ. Λαπαθιώτη. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν έχει πολλά κοινά με τον Παπαδιαμάντη, αλλά πάντως τον αγαπούσε, και έγραψε στον θάνατό του ένα μικρό εξάστιχο ποίημα, που αξίζει να το διαβάσουμε

Απόκοσμο αγριολούλουδον απά στο ρημοκλήσι,
όπου μακριά από τη ζωή -τη Ζωή βαθιοκοιτούσε
και τ’ Όνειρον αγνάντευε, στου λιβανιού τα θάμπη
Ολόφωτο να λάμπει
Και τα ματόφυλλα στο φως του Γήλιου τα ‘χε κλείσει.
(Απόκοσμο Αγριολούλουδον απά σε ρημοκλήσι)

ενώ έχει επίσης γράψει ένα διήγημα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής.

Και όσον αφορά τον Λαπαθιώτη, τα ευρήματά μου σε εκείνα τα τεύχη της Οικογένειας ήταν μάλλον ισχνά. Ωστόσο, καθώς φυλλομετρούσα τα παλιά τεύχη (ίσως μου πείτε πως είναι άστοχη η επιλογή του ρήματος, αφού δεν άγγιζα σελίδες) έβλεπα διάφορα άλλα ενδιαφέροντα, που τα σημείωνα με το μολυβάκι μου σ’ ένα χαρτί.

[Να κάνω μια παρένθεση. Παρά την ασύλληπτη πρόοδο της τεχνολογίας, η αναδίφηση παλιών περιοδικών και εφημερίδων γίνεται ακόμα, αναγκαστικά, με τον παλιό τρόπο, δηλαδή φυλλομετρώντας μία προς μία τις σελίδες, που βέβαια στις παλιές εφημερίδες είναι πολύ μεγαλύτερες και πυκνότερες από τις σημερινές, ενώ οι μηχανές αναζήτησης, με λίγες εξαιρέσεις, είναι μάλλον αναξιόπιστες. Αν αναζητήσετε στα σώματα του Σκριπ και του Εμπρός, που υπάρχουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το όνομα Παπαδιαμάντης θα πάρετε δεκάδες αποτελέσματα, που όμως τα περισσότερα αφορούν τον Παπαδιαμαντόπουλο, που ήταν τότε στρατιωτικός στην υπηρεσία του Βασιλέως κι έτσι το όνομά του εμφανιζόταν συνεχώς στις εφημερίδες! Οπότε, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναζήτηση γίνεται αλά παλαιά]

Τότε είδα και το διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Παπαδιαμάντη -αυτό που βλέπετε. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, διότι νόμιζα πως είναι γνωστό και καταγραμμένο -το μπέρδευα, ομολογώ, με ένα άλλο διήγημα που έχει Γιάννη στον τίτλο του, το «Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη».

Αλλά ύστερα από λίγο επέστρεψα στο τεύχος εκείνο, διάβασα την αρχή του διηγήματος που δεν μου έλεγε τίποτε, κατέβασα από τη βιβλιοθήκη τον πέμπτο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, διέτρεξα τον κατάλογο και, με τον σφυγμό να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά, συνειδητοποίησα ότι έχω στα χέρια μου ένα αθησαύριστο, άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 46 Σχόλια »

Έρμη στα ξένα (διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη) και ένα επίμετρο

Posted by sarant στο 30 Ιανουαρίου, 2022

Πολλές φορές έχουμε βάλει στο ιστολόγιο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, συνήθως όμως αυτό γίνεται σε χρονιάρες μέρες, Χριστούγεννα ή Πάσχα. Το σημερινό διήγημα δεν αναφέρεται σε κάποια γιορτή. Διάλεξα να το παρουσιάσω όχι μόνο για τη λογοτεχνική του αξία αλλά επειδή θέλω, στο επίμετρο, να παρουσιάσω κάποια πραγματολογικά στοιχεία για το διήγημα. Όμως πρώτα να το διαβάσετε και μετά να προχωρήσετε στο επίμετρο, εκτός βέβαια αν ξέρετε και θυμάστε καλά το διήγημα.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων εν Κωνσταντινουπόλει» το 1906 και χωρίζεται σε τρία μέρη, αν και δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο.

Παίρνω το κείμενο από τον ιστότοπο papadiamantis.net (δηλαδή από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου).

Ἔρμη στὰ ξένα (1906)

«Ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς.» (Δαυίδ)

Α’

Διατί ἐπῆγες, ψυχή, εἰς τὸν Μέγα-Γιαλόν, ἀντικρὺ εἰς τὴν ἁπλωτήν, ἀτελείωτην ἄμμον, ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζει τὸ μέγα βορεινὸν πέλαγος ―ὅπου τὸ κῦμα ἀγριωπόν, ἔξαλλον, ἀδιαλλάκτως πληγώνει τὴν ἀκτήν― πῶς ἐπαραμόνευσες νὰ εὕρῃς γαληνιῶσαν τὴν θάλασσαν, ὅπου ἡ Σειρήν, βαθιὰ εἰς τὰ ἄντρα ἀδελφωμένη μὲ τὴν Ἠχώ, θρηνῳδεῖ τ᾿ ᾄσματά της, καὶ οἱ Τρίτωνες, κρυμμένοι εἰς τὰς πρασινωπὰς πτυχὰς τῶν ἀπατήτων θαλάμων, σπανίως τολμῶσι ν᾿ ἀνακύψωσιν ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα; Ἐχρειάζετο κλίνη μαλακή, λεία θάλασσα, διὰ νὰ πέσῃς νὰ κοιμηθῇς τὸν ὕπνον τῶν αἰωνίων ὀνείρων!…

*
* *

Βεβαίως, ἂν ἦτον ἄλλη καμμιὰ «μερακλίδισσα» ἢ «ἀσίκισσα», ἀνάμεσα εἰς τὰς νέας τοῦ θαλασσινοῦ χωρίου, ἦτον κ᾿ ἡ Ἀρχοντούλα, τὴν ὁποίαν ὁ Γιαννάκης, χλωμήν, λεπτήν, μελαχροινήν, ἀγάπησεν ὄχι διὰ κάλλος προκλητικόν, ἀλλ᾿ ἀπὸ μυστηριώδη ἕλξιν καὶ ἀόριστον ψυχικὴν συνάφειαν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅταν ὁ Γιαννάκης τ᾿ Ἀργυροῦ ἦτον ἐρωτευμένος λίαν σοβαρῶς μὲ τὴν Ἀρχοντούλαν, καὶ ἠναγκάζετο, περὶ τὰ τέλη τοῦ θέρους, πρὶν ἔβγῃ ἀκόμη ὁ Αὔγουστος, ἐπειδὴ ἔληγεν ἡ ἄδειά του, νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Αἴγυπτον, τὸ τραγούδι, τὸ ὁποῖον τῆς ἔστελνε, πίσω ἀπ᾿ τὸ κάσαρο* τοῦ βαποριοῦ (ὁπόθεν κάποτε ἐν διαχύσει στενοχωρίας ἔρριπτεν ὁλοκλήρους δαμιτζάνας μὲ οἶνον, σπονδὴν εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ πιθαράκια μὲ λάδι, διὰ νὰ γαληνιάσῃ τὸ κῦμα) ἦτον τὸ ἑξῆς:

«Ἡ (τ᾿ ὄνομα τοῦ χωρίου) κ᾿ ἡ Αἴγυπτος, Θέ μου, καὶ νά ᾽ταν ἕνα!»

Κατὰ τὸ βραχὺ ἐντούτοις διάστημα τῶν δύο μηνῶν, ὁποὺ ἔμενεν ὁ Γιαννάκης εἰς τὴν πατρίδα, κατὰ τριετίαν ὅταν ἤρχετο ἡ περίοδος τῆς ἀδείας του, ὅλ᾿ αἱ ἡμέραι κ᾿ αἱ νύκτες, εἰς τὸ μικρὸν χωρίον, ἐγίνοντο ἕνα. Ὅλος ὁ κόσμος ἠναγκάζετο νὰ συνεορτάζῃ καὶ νὰ συγχορεύῃ μαζὶ μὲ τὸν νέον συμπαθῆ μερακλήν. Τῶν καπηλείων καὶ λοιπῶν μαγαζείων ἡ κατανάλωσις ηὔξανεν εἰς τὸ διπλάσιον· βιολιτζῆδες, λαουτιέρηδες, δὲν εὐκαιροῦσαν, δὲν ἀνέπνεαν ἐπὶ δύο μῆνας. Συνήθως «τὸ ἔκανε βδομαδιάτικο». Ἐμίσθωνε δυὸ ζυγιὲς βιολιά, λαγοῦτα, μπουζούκια, κλαρινέτα, φλάουτα, κ᾿ ἐξενυχτοῦσεν. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν Πέμπτην τὸ βράδυ, ἐξακολουθοῦσε τὴν Παρασκευὴν καὶ τὸ Σάββατον, προελάμβανε τὸν Τριαδικόν, τὸν ὄρθρον τῆς Κυριακῆς, πρὶν ἐξυπνήσουν τὰ γραΐδια νὰ τρέξουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἐποίκιλλε τὴν μονοτονίαν τῶν καθημερινῶν, ηὔξανε τῆς Κυριακῆς τὴν φαιδρότητα κ᾿ ἐξύπνα ὅλους τοὺς χωρικοὺς καὶ τοὺς ἐργατικοὺς τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας.

*
* *

Τέλος, τὴν ἄλλην φοράν, ὅταν ἦλθεν ἡ σειρὰ τῆς ἀδείας του, ἐτελέσθη ὁ γάμος. Ὅλον τὸ χωρίον ἐπανηγύριζεν ἐπὶ δεκαπενθήμερον. Οἱ γαμήλιοι κῶμοι, τὰ πιστρόφια*, οἱ ἐπιθαλάμιοι, μόλις ἐκόπασαν τὴν τρίτην ἑβδομάδα. Ὁ Γιαννάκης ἐπῆρε τώρα τὴν ἀγάπην του μαζί του εἰς τὴν Αἴγυπτον, καί, τέλος, τὸ μικρὸν θαλασσινὸν χωρίον καὶ ἡ χώρα τῶν Φαραὼ «ἔγιναν ἕνα», κατὰ τὴν διάπυρον εὐχὴν τοῦ νέου.

Ὁ υἱὸς τ᾿ Ἀργυροῦ εἶχεν, ἀληθινά, πλοῦτον καὶ θησαυρὸν ἐκεῖ κάτω. Περὶ τὰς δύο λίρας εἰσόδημα τὴν ἡμέραν. Μὲ ὅλην τὴν φοβερὰν σπατάλην, τὰ περισσεύματα δὲν τοῦ ἔλειπαν, καὶ ὅταν ἀνὰ τριετίαν ἐπανήρχετο πάλιν εἰς τὸ χωρίον, μὲ τὴν γυναῖκά του, καὶ τὴν μικρὰν Δεσπούλαν, τὴν μοναχοκόρην του, ἡ Ἀρχοντούλα ἐξέπληττε μὲ τὴν πολυτέλειάν της, κ᾿ ἐπροκάλει ὅλων τῶν γυναικῶν τὴν ζήλειαν.

Ἀφοῦ ἐπάλιωσεν ὁπωσοῦν τὸ ἀνδρόγυνον, τελευταῖον, κατὰ Ἰούνιον τοῦ 19…, ἦλθον εἰς τὸ χωρίον συνοδευόμενοι καὶ ἀπὸ ἓν τέταρτον πρόσωπον. Κατὰ τὰ προλαβόντα ταξίδια, ἡ Ἀρχοντούλα εἶχε προσπαθήσει νὰ εὕρῃ κανὲν πτωχοκόριτσον, καὶ νὰ τὸ πάρῃ μαζί της, ὡς ψυχοκόρην ἢ ὑπηρέτριαν. Πλὴν τὸ πρᾶγμα ἦτο τόσον δύσκολον! Τὰ κορίτσια τοῦ θαλασσινοῦ χωρίου εἶχον εὐχὴν καὶ κατάραν, νὰ μὴ πηγαίνουν ποτὲ δοῦλες ἢ «παραπαῖδες».

Κάτω, εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἡ οἰκογένεια εἶχε προσλάβει κατὰ καιροὺς διαφόρους ὑπηρετρίας ἀπὸ τὸν τόπον. Ἀλλὰ καμμίαν δὲν εἶχον φέρει μαζὶ εἰς τὴν πατρίδα των. Τὴν τελευταία φοράν, ἡ Ἀρχοντούλα ἔφερε μαζί της μίαν μεγαλόσωμον ὡραίαν κόρην, ὣς δεκαοκτὼ ἐτῶν, ὑπερήφανα ἐνδυμένην, καὶ κάτι παραπάνω ἀπὸ καμαριέραν ἢ γκουβερνάνταν φαινομένην.

Τὸ πρῶτον πονηρὸν σχόλιον εἰς τὴν γειτονιάν, ὅπου κατέλυεν ὁ Γιαννάκης εἰς τὴν ὡραίαν μικρὰν οἰκίαν του ―ὑψηλά, στὸν Ἐπάνω Μαχαλάν― τὸ ἐξέφερεν ἡ θεια-Σειραΐνα ἡ Παπαδούλαινα, ἅμα εἶδε τὴν ξένην συνοδὸν τῆς Ἀρχοντούλας, διατυπώσασα ὡς ἑξῆς τὴν πρακτικὴν γνώμην της:

― Δὲ συφέρνει, πλιό, παιδάκι μ᾿, ἡ δούλα νὰ εἶναι ὀμορφότερη ἀπ᾿ τὴν κυρά.

Τὸ γνωμικὸν ἤχησεν ὡς προφητεία εἰς τὰ ὦτα τῆς Ἀχτῶς, τῆς κυριωτέρας ἀπ᾿ ὅλες τὶς θειάδες τῆς Ἀρχοντούλας, ἥτις πάραυτα ἤρχισε νὰ «ὁρμηνεύῃ» τὴν ἀνεψιάν της.

― Τά*, τ᾿ ἤτανε;… Τί τὴν ἤθελες νὰ τὴν πάρῃς μαζί σου; Κοτζὰμ ἀναρρούσα*, κορίτζι μ᾿!… Τ᾿ εἶν᾿ αὐτήνη;… Πῶς μαθές; Σοῦ χρειαζότανε μιὰ φοβερή, ἀνεράιδα, νὰ τὴν κουβαλήσῃς ἐδῶ, ἀπ᾿ τὸ Πόρτο, θὰ πῶ*; ἔχετε τόσες δουλειές, μαθές, καὶ δὲ συφτάνεστε*; Ἢ ἔχεις τὰ πολλὰ παιδιά, γλέπεις; Χαθήκανε τὰ φτωχοκόριτσα ἐδῶ νὰ σὲ παραπιάσουνε καὶ νὰ σὲ δουλέψουνε, σὲ οὗλα τὰ πάντα;… Τί τὴν ἤθελες, τὴ Βδοκιά, θὰ πῶ; (ἡ Ἀχτὼ δὲν εἶχεν ἀκούσει ἀκόμη τὸ ὄνομα τῆς ξένης, ἀλλ᾿ ἔσπευσεν αὐθαιρέτως νὰ τὴν ὀνοματίσῃ οὕτω). Τί σοῦ χρειαζόταν ἡ Μαρουσώ; (ἄλλο πάλιν ὄνομα τῆς ἔδιδε). Μὲ ὅσα κομμάτια θὰ σοῦ χαλνᾷ μποροῦσες νὰ χορτάσῃς μισὸ κοπάδι ἀπ᾿ τὰ φτωχοκόριτσα τοῦ μαχαλᾶ σας!… Θέλεις πέντε τόπια τσίτι γιὰ νὰ τὴν ντύσῃς κοτζὰμ ἀφοράδα ὣς κεῖ ἀπάνω, θὰ πῶ… καὶ νὰ μὴ βαστᾷ ἀπ᾿ τὴν Τρίτ᾿ ὣς τὴν Τετράδη… Μὲ πέντε πηχόπουλα ἀρμενόπανο μποροῦσες νὰ ντύσῃς ἕνα τσομπανόπουλο, φτωχὸ κορίτσι… καὶ νά ᾽ναι σκλάβος… νὰ σοῦ λέῃ κ᾿ εὐχαριστῶ!… Τί τὴν ἤθελες τὴ Συνοδιά, ἐγὼ θαμάζουμαι*· τί τὴν ἤθελες;

Β’

Τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Κορυφαίων Ἀποστόλων, τὸ δειλινόν, εἷς στενὸς φίλος τοῦ Γιαννάκη, ἀχώριστος, ἐνῷ εὑρίσκοντο ὁμοῦ εἰς ἓν σχεδὸν ἐξοχικὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἄκρην τῆς πολίχνης, ἀντικρὺ στὸ βουνόν, ἔβλεπε κάπως ἀνήσυχον τὸν φίλον του. Ἐφαίνετο οὗτος ν᾿ ἀλλοφρονῇ, καὶ κάπως σύννους, ἐκοίταζε διὰ τοῦ δυτικοῦ παραθύρου ἔξω. Τὸ παράθυρον ἀντίκρυζε μὲ τὸ ἀστυνομικὸν γραφεῖον τοῦ τόπου. Αἴφνης δύο νεαροὶ «ταχτικοί», ἀστυφύλακες οἱ αὐτοί, ἐπλησίασαν, καὶ ὁ εἷς ἔκαμε νεῦμα εἰς τὸν Γιαννάκην. Ὁ νέος ἐξῆλθε, καὶ ὁ φίλος του τὸν εἶδε νὰ ὁμιλῇ ταπεινῇ τῇ φωνῇ μὲ τοὺς δύο χωροφύλακας. Μετὰ μίαν στιγμὴν καὶ οἱ τρεῖς διευθύνθησαν διὰ τοῦ στενοῦ δρομίσκου πρὸς τὸ βόρειον μέρος.

Ὁ φίλος, ἀπὸ ἀνήσυχον ἐνδιαφέρον, προέκυψε διὰ τοῦ παραθύρου καὶ εἶδε τοὺς τρεῖς νὰ σταθοῦν εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δρομίσκου, παρὰ τὴν καμπήν, ἔξωθεν παλαιοῦ κτιρίου ἐλαιοτριβείου, καὶ νὰ συνομιλοῦν μὲ ἕνα τέταρτον, ὅστις ἦτο ἀδραγάτης, ἤτοι ἀγροφύλαξ τοῦ Δήμου, μὲ χωρικὸν ἔνδυμα, μὲ πέδιλα ἀπὸ φασκιές, καὶ ζωσμένος σελάχι μὲ πιστόλια καὶ μαχαίρας. Ὁ Γιαννάκης, ἴσως διότι ὑπώπτευε τὴν ἀνήσυχον περιέργειαν τοῦ ἐν τῷ καπηλείῳ, ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ἰδὼν τὸν φίλον του νὰ τὸν κοιτάζῃ διὰ τοῦ παραθύρου, ἔκαμε νεῦμα ὅτι θὰ ὑπάγῃ ὀλίγον παραέξω, καὶ μὲ τὴν φωνὴν ἔκραξε μόνον:

― Μὲ συγχωρεῖς!…

Πάραυτα καὶ οἱ τέσσαρες ἔγιναν ἄφαντοι ὄπισθεν τῆς καμπῆς τοῦ δρόμου.

*
* *

Τὸ πῶς καὶ διατί ἡ Ἀρχοντούλα εἶχε πεισθῆ νὰ φέρῃ μαζί της ἀπὸ τὸ «Πόρτο» ἐκείνην τὴν εὐμορφοκαμωμένην μεγαλόσωμον «ἀναρρούσα», εἶναι ἄδηλον. Φαίνεται ὅτι, ὅπως ὁ σύζυγός της, ἠγάπα κι αὐτὴ τὴν ἐπίδειξιν, καὶ ἤθελε νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς της.

Διότι, εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ Ἀρχοντούλα ἐχάνετο ἐμπρὸς εἰς τὴν ξένην. Ἡ τελευταία ἦτο πράγματι θαλαμηπόλος κατὰ τὸν εὐρωπαϊκὸν τρόπον, κ᾿ ἐκτὸς ὅτι ἦτο εὐμορφοπλασμένη, ἦτο φύσις φιλόκαλος, καὶ προσέτι ὁ ἀφέντης της ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὴν ἔχῃ πολὺ καλὰ στολισμένην, ὡς ἐπίτιμον συντρόφισσαν ἀνωτέρας περιωπῆς.

Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον διετύπωσεν ὡς ἀπόφθεγμα ἡ πεπειραμένη γειτόνισσα, ἡ Παπαδούλαινα, ἡ φιλαυτία θὰ εἶχεν ἐμποδίσει τὴν Ἀρχοντούλαν νὰ τὸ σκεφθῇ ἢ νὰ τὸ παραδεχθῇ. Οἱ λόγοι ὅμως, τοὺς ὁποίους ἀνέπτυξε μὲ τόσην εὐγλωττίαν ἡ θεία της, ἡ Ἀχτίτσα, τῆς ἔκαμαν, ἀληθινά, βαθεῖαν ἐντύπωσιν. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ κυρὰ ἤρχισεν ἀπὸ τὴν ἰδίαν στιγμὴν νὰ ζηλεύῃ τὴν θαλαμηπόλον της. Ὅπως ἐγνώσθη ἀργότερα, δυσάρεστοι σκηναὶ συνέβησαν μεταξὺ τῶν δύο συζύγων.

Αἱ γειτόνισσαι, αἱ ἐξαδέλφαι, αἱ συγγενεῖς γύρω-γύρω, κάτι ἄκουσαν, ἄκρες-μέσες, ἀπὸ τὰς σκηνὰς ταύτας. Ἡ κακὴ περιέργεια, ἡ ἀργολογία, ἡ πολυπραγμοσύνη, μεγάλως συνετέλεσαν εἰς τὸ νὰ φαρμακευθῇ ἡ διχόνοια τοῦ ἀνδρογύνου. Ὑποβολαί, μωροπιστία, ξυπνητὰ ὄνειρα, ὅλα ἔπαιξαν μέρος πλησίον τῆς ἰσχνῆς καὶ νευροπαθοῦς γυναικός! Ἐφαντάζετο ὅτι ἔβλεπε τὸν σύζυγόν της εἰς ἐρωτικὰς διαχύσεις μὲ τὴν κόρην, ὅ,τι τῆς ἔλεγαν τὸ ἐπίστευε, καὶ μάλιστα ὑπερεθεμάτιζεν αὐτή, βεβαιοῦσα ὅτι ἐγίνοντο χειρότερα παρ᾿ ὅσα ἔλεγεν ἡ γειτονιά. Διηγεῖτο, καὶ τὸ ἐπίστευεν, ὅτι εἶδε μὲ τὰ μάτια της ἐρωτικὰς περιπτύξεις, κ᾿ ἔκαμνεν ὅρκους. Καὶ αὐτὴ μὲν τὸ ἐπίστευεν ἄκουσα, ὅσοι δὲ τὴν ἤκουον ἐπροθυμοῦντο νὰ τὴν πιστεύσουν.

Τέλος, τὸ δειλινὸν ἐκεῖνο τῆς 29 Ἰουνίου, ἡ ἀτυχὴς Βανθούλα ―ἡ κόρη, ἐντοσούτῳ, ἦτον, ὅσον ἠδύνατο, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, νὰ κρίνῃ τις, σεμνοπρεπής, ἁπλοϊκή, ἀξιόλογος, λίαν ἐργατική, περίφημος ράπτρια, κ᾿ ἔξοχος μαγείρισσα― τὸ ἀπόγευμα, λέγω, τῆς ἑορτασίμου ἐκείνης ἡμέρας, ἡ κόρη εἶχε γίνει ἄφαντη. Καὶ ὅταν ὁ τέως σύντροφός του ἀπὸ τὸ καπηλεῖον ἔβλεπε τὸν Γιαννάκην μαζὶ μὲ τοὺς δύο ταχτικοὺς καὶ μὲ τὸν ἀδραγάτην νὰ διευθύνωνται δρομαῖοι πρὸς τὰ Λιβάδια, ἡ νέα εἶχε φύγει εἰς τὰ βουνά. Οἱ τρεῖς νομᾶτοι, οἵτινες ἀπὸ δύο ὡρῶν ἐζήτουν τὰ ἴχνη της, εἶχον φέρει νύξεις τινὰς σχετικὰς εἰς τὸν ἀφέντην της, καὶ οὗτος τοὺς ἠκολούθησε τρέχων πρὸς ἀνεύρεσιν τῆς φυγάδος. Αὐτὸς ἦτον ὁ λόγος δι᾿ ὃν τόσον ἀνήσυχος καὶ σύννους ἐφαίνετο πρὸ μικροῦ ὁ σπλαγχνικὸς νέος.

*
* *

Τέλος, ἡ κόρη ἀνευρέθη, ἀλλὰ δὲν ἔμελλε ν᾿ ἀνευρίσκεται ἐπ᾿ ἄπειρον. Εἶχε καταφύγει εἰς τὴν καλύβην πτωχῶν ἀγροτῶν, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ὅπου δύο βοσκοποῦλες τὴν ἐκοίταζαν ἀπλήστως, καὶ τῆς ἔδωκαν γάλα νὰ πίῃ. Μετὰ πολλὰς παρακλήσεις, ἡ κυρία της ἐπείσθη νὰ δεχθῇ προσωρινῶς τὴν ξένην εἰς τὴν οἰκίαν της, πλὴν ἀπῄτει νὰ τὴν στείλουν παρευθὺς εἰς τὴν ἰδίαν πατρίδα της. Ἐφαίνετο τόσον παράλογος ἡ ἀπαίτησίς της, ἥτις ἀπεδείκνυε μόνον τὴν τρελὴν ἀνυπομονησίαν της. Διότι ἐντὸς μηνὸς ἢ ὀλίγον περισσότερον τὸ ἀνδρόγυνον ἔμελλε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον, κ᾿ ἐκεῖ, ἂν δὲν τῆς ἤρεσκε τῆς κυρίας ἡ καμαριέρα, καλῶς κ᾿ εὐσχήμως θ᾿ ἀπηλλάσσετο αὐτῆς. Ἀλλ᾿ ἡ Ἀρχοντούλα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ ὀρθὸν λόγον. Ἔβλεπε ζωντανὰς ὀπτασίας, καὶ ἡ εἰκὼν τῶν ἐρωτικῶν περιπτύξεων εἶχε κολλήσει ἐμπρός της, ζωγραφιστὴ καὶ παγία εἰς τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν της.

Ἡ κόρη, εἶχε κι αὐτὴ τοὺς λόγους της· δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ συνοδευομένη ἀπὸ ἄλλο πρόσωπον, ὁσονδήποτε εὐυπόληπτον, ἄγνωστον τέως αὐτῇ. Ἔλεγεν: «Ὁ ἀφέντης μ᾿ ἔφερεν, ὁ ἀφέντης θὰ μὲ πάῃ». Ἡ κυρά της ἐσκύλιαζεν, ὅταν ἤκουε τοῦτο. Τὸ ἐξήγει ὡς ἀπαίτησιν τάχα τῆς κόρης ὅπως τὴν συνοδεύσῃ κατ᾿ ἰδίαν ὁ κύριός της. Καὶ ὅμως, ἡ ταλαίπωρος νέα, δὲν ἔλεγε τοῦτο. Ἐνόει ὅτι ὁ ἀφέντης, τουτέστι, καὶ μὲ ὅλην ἴσως τὴν οἰκογένειαν, ὅταν θὰ ἐπανέκαμπεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, τότε μόνον θὰ τὴν προέπεμπε μέχρι τοῦ τόπου της, τῆς ἀφετηρίας ὁπόθεν τὴν εἶχε παραλάβει.

Ἐπ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἐν τῷ μεταξύ, ἡ Βανθούλα εἶχε μείνει εἰς τὴν οἰκίαν μιᾶς πτωχῆς χήρας, συγγενοῦς τοῦ Γιαννάκη. Ἀλλ᾿ ἡ Ἀρχόντω δὲν ἦτο ἀναπαυμένη. Ἐφαντάζετο συνεντεύξεις, ἐν ἀσφαλείᾳ, τοῦ συζύγου της, ὑπὸ τὴν ξένην στέγην κ᾿ ἐπροτίμα νὰ ἔχῃ τὴν ξένην ὑπὸ τὰ ὄμματά της. Ὅθεν, ἐνῷ πρότερον τὴν ἐδίωκε, τώρα τὴν ἐβίαζε νὰ μένῃ πλησίον της.

Γ’

Εἰς τὴν βορείαν παραθαλασσίαν τοῦ Μεγάλου Γιαλοῦ, ἡ οἰκογένεια εἶχε κάμει ἐκδρομὴν ἀναψυχῆς μιᾷ τῶν ἡμερῶν, περὶ τὰ μέσα τοῦ Ἰουλίου. Ἡ Βανθούλα ἔμαθε καλὰ τὸν δρόμον καὶ ὅλη ἡ ὡραία τοποθεσία τῆς ἐνετυπώθη εἰς τὴν μνήμην της.

Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς σκηνὰς ἀκόμη ―καὶ κατόπιν ἀπὸ τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ὅλον τὸ χωρίον ἐπήγαινε διὰ θαλάσσης, μὲ τὰς βρατσέρας τὰς σημαιοστολισμένας καὶ τὰ κότερα― ἡ Βανθούλα εἶχε κάμει μεγάλην ἐπίδειξιν ἐκεῖ, καὶ ὅλ᾿ οἱ νέοι τοῦ χωρίου παρ᾿ ὀλίγον τὴν ἐρωτεύοντο (ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἐσκέφθη ἐν τῷ μεταξύ:

― «Δὲ βρίσκεται κανένας νὰ τὴν κλέψῃ, θὰ πῶ, νὰ τὴν ξεφορτωθῇ ἡ Ἀρχοντούλα!»

Πλήν, ἡ εὐχή της δὲν εἰσηκούσθη)· ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, τὴν παραμονὴν τῆς Πρωταυγουστιᾶς, οἱ φίλοι του εἶδαν τὸν Γιαννάκην, ὄχι ἀνήσυχον ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐξημμένον, πρησκοματιασμένον, κλαμένον…

Τὸν εἶδαν καὶ πάραυτα τὸν ἔχασαν. Δύο ἐξ αὐτῶν, οἱ ἐνθερμότεροι, ἔτρεξαν κατόπιν του.

Συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἀδραγάτην, καὶ ἀπὸ δύο νομάτους τῆς χωροφυλακῆς, ἔτρεχεν, ἔτρεχε… Μόλις πρὸ μιᾶς ὥρας εἶχε μάθει τὴν ἐξαφάνισίν της. Καὶ κατὰ ποῦ νὰ τρέξῃ; Δύο γυναῖκες, εὑρισκόμεναι εἰς τ᾿ ἀμπέλια τους, ὅπου εἶχαν ἀρχίσει τότε νὰ ρίπτουν εἰς τὶς λιάστρες τὰ σῦκα, εἶπαν ὅτι τὴν εἶδαν, καταμεσήμερο, κ᾿ ἐσκιάχτηκαν, νὰ τρέχῃ τὸν ἀνήφορο, σὰν ἀνεράιδα…

Ὁ Γιαννάκης ἐσκέφθη: «Ἴσως νὰ ἐπῆγε κατὰ τὸν Μέγα-Γιαλό… Ἐκεῖ θὰ θυμᾶται τὸν δρόμο…»

*
* *

Ἡ Αἰγυπτία ἔφυγε τὸ πάλαι εἰς τὴν ἔρημον. Πολὺ πλέον δυστυχὴς ἀπὸ ἐκείνην, ἡ πτωχὴ ξένη παιδίσκη, ἡ Βανθούλα, δὲν εἶχε καρπὸν οὔτε εἰς τοὺς κόλπους οὔτε εἰς τὰ σπλάγχνα της. Καὶ δὲν ἐπαρουσιάσθη ὁ Ἄγγελος Κυρίου νὰ τῆς δώσῃ ἀσκὸν ὕδατος, διὰ νὰ δροσισθῇ… Αὐτὴ μόνη ἔπεσε νὰ εὕρῃ δρόσον εἰς τὴν ἅλμην τοῦ πελάγους, εἰς τὰ πικρὰ κύματα, ὅπου ὁ Γιάννης ὁ Πατσοστάθης, βοσκὸς ἀπὸ τὸ βουνόν, εἶδεν ἐπί τινας στιγμὰς τὴν λευκὴν ἐσθῆτα νὰ κυματίζῃ εἰς τὴν αὔραν, εἶτα νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα καὶ πάλιν νὰ ἐπιπλέῃ εἰς τὸν ἀφρόν.

Τὴν πρωίαν τῆς Πρωταυγουστιᾶς μία βάρκα ἔφερε τὸ νεκρὸν σῶμα καὶ τὸ ἀπεβίβασεν εἰς τὴν προκυμαίαν… Ὤ! τί σπαραγμός! Ξένη, ἔρμη στὰ ξένα, εὗρε τὸν πικρὸν θάνατον ἑκουσίως εἰς τὴν ἅλμην τοῦ κύματος… Οἱ ἰατροὶ τοῦ τόπου εὗρον ἕρμαιον, καὶ τὸ διεξεδίκησαν. Οἱ ἱερεῖς ὄχι. Δὲν ἦτο κανεὶς ἰσχυρὸς ἐνδιαφερόμενος, διὰ νὰ ἐκβιάσῃ τὴν «ἐλαστικότητα» τῶν νόμων καὶ τῶν κανόνων, διὰ νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν τὰ νεῦρα καὶ τὰ κόκκαλα τῶν ἀνθρωπαρέσκων, τὰ ὁποῖα μέλλει νὰ διασκορπίσῃ ὁ Θεός.

Μόνον πέντε ἢ ἓξ γερόντισσαι, πτωχαὶ χῆραι, δύο ἢ τρεῖς κόραι τοῦ λαοῦ, τρεῖς δωδεκάδες ἀγυιοπαίδων, κ᾿ οἱ δύο νεαροὶ χωροφύλακες, συνώδευσαν τὸν Γιαννάκην εἰς τὸ κοιμητήριον, ὄπισθεν τοῦ σκεπασμένου νεκροκραβάτου.

Ὁ φίλος, τοῦ ἐξοχικοῦ καπηλείου, εἶπε τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός», τὸ «Μετὰ πνευμάτων», Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν δούλην σου, τρίς, κ᾿ ἐτελείωσε.

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ πραγματολογικό

Διαβάσαμε λοιπόν την ιστορία της «έρμης στα ξένα», της υπηρέτριας που έκανε το λάθος να είναι πιο όμορφη από την κυρά της, με αποτέλεσμα τα κουτσομπολιά του χωριού να ξυπνήσουν αισθήματα ζήλιας στην τελευταία -και τελικά να οδηγήσουν στον χαμό της κοπέλας.

Φαίνεται πως ο Παπαδιαμάντης βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα. Στο 5ο τεύχος του περιοδικού Άνθρωπος (Οκτ. 2021-Ιαν.2022) η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου δημοσιεύει το ενδιαφέρον άρθρο «Παπαδιαμαντικοί ήρωες στα ψιλά των εφημερίδων», στο οποίο, αναμεσα σε άλλα, ταυτοποιεί τους ήρωες του διηγήματος. Από αυτή την έξοχη μελέτη θα αντλήσω το υλικό για όσα ακολουθούν.

Υπαρκτό λοιπόν πρόσωπο είναι ο Γιαννάκης τ’ Αργυρού, που ήταν επιστήθιος φίλος του Παπαδιαμάντη και εμφανίζεται και σε άλλα παπαδιαμαντικά διηγήματα (Άσπρη σαν το χιόνι, Αγάπη στον κρεμνό). Πρόκειται για τον Γιαννάκη Καβούρη (1855-1919), γιο του καπετάν Αργύρη Καβούρη, ο οποίος, όπως μας λέει και το διήγημα, ήταν πλοηγός στο Σουέζ, με αποδοχές απίστευτες για τα ελληνικά δεδομένα. Όπως τον περιγράφει στο διήγημα «Αγάπη στον κρεμνό» ο Παπαδιαμάντης:

Ὁ Γιαννάκης τ᾿ Ἀργυροῦ, ὁ φίλος μου, διέτριβε καὶ αὐτὸς ἀπὸ χρόνων περὶ τὸ Σουέζ, εἰς Ἰσμαηλίαν, καὶ ἦτο ὀνομαστὸς πιλότος τῆς Γαλλικῆς Ἑταιρείας, ἔχων ἀποδοχὰς ἴσας περίπου μὲ τὰς τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος, εἶχε δὲ ἔλθει τότε ἐπ᾿ ἀδείᾳ εἰς τὴν πατρίδα. … Διότι εἴχομεν κάμει ὁμοῦ παμπόλλους ἐξοχικὰς ἐκδρομὰς κατὰ τὰ θέρη, ἀνὰ τρία ἔτη, ὅταν εἶχεν αὐτὸς τρίμηνον ἄδειαν ἀπουσίας ἀπὸ τὴν Ἑταιρείαν τοῦ Σουέζ, καὶ συνέπιπτε νὰ ἔλθω κ᾿ ἐγὼ τὸ θέρος εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μας

Ο γάμος του Γιαννάκη, που τα γλέντια του τα περιγράφει σε αυτό το διήγημα ο Παπαδιαμάντης, έγινε το 1890, μας λέει η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου. Το πραγματικό όνομα της συζύγου του ήταν Ματώ, και όχι Αρχοντούλα, όπως στο διήγημα. Αρχόντω ονομαζόταν η αδελφή του Γιαννάκη Καβούρη, που είχε παντρευτεί τον πρωτοξάδελφο του Παπαδιαμάντη, τον Γεώργιο Αλέξ. Οικονόμου, που ήταν επίσης πλοηγός στο Σουέζ.

Ο καπτα-Γιαννάκης Καβούρης λοιπόν ήταν επιστήθιος φίλος του Παπαδιαμάντη, και σύμφωνα με μαρτυρίες Σκιαθιτών που τους γνώρισαν, ο Καβούρης ήταν από τους κυριότερους συντρόφους του Παπαδιαμάντη στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τον γυρισμό του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, όταν και ο Καβούρης είχε γυρίσει συνταξιούχος πια στο νησί -σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θανάση Φροντιστή «έπαιρνε απίστευτα για τα ελληνικά κριτήρια μεγάλη σύνταξη, σχετικά καλλιεργημένος κι αυτός, γλωσσομαθής, όχι όμως με ιδιαίτερη εκκλησιαστική κλίση, από πολύ πλούσια οικογένεια, αργόσχολος και πότης … εξαιρετικά καλοζωισμένος … ήτανε φίλος των εξοχικών εκδρομών, υπό τον όρον όπως παράλληλα με την καλή παρέα και το καλό κρασί, να έχει και πλούσια προετοιμασία»

Ο καπτα-Γιαννάκης επέστρεφε στη Σκιάθο, με άδεια, τρεις μήνες κάθε τρία χρόνια όπως λέει ο Παπαδιαμάντης (αν και με άλλη μαρτυρία «ήρχετο με κονζέ κάθε χρόνο και παρεθέριζε»). Το 1903 ήταν ένα από αυτά τα καλοκαίρια, αλλά αυτή τη φορά ο πλοίαρχος δεν επέστρεψε μόνο με τη γυναίκα και την κόρη του, αλλά και με μία «μεγαλόσωμον ωραίαν κόρην».

Κατά σύμπτωση, τον Ιούνιο του 1903 είχε επιστρέψει στο γενέθλιο νησί και ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από απουσία τεσσεράμισι χρόνων. Είχε μαζί του τους δυο τόμους του έργου The History of the Greek Revolution του Thomas Gordon για να το μεταφράσει, αλλά δεν μπόρεσε να συγκεντρωθεί, ίσως εξαιτίας της παρουσίας του φίλου του. «Ένεκα των περιστάσεων, το θέρος ολίγον επροχώρησα εις τον Γόρδωνα», έγραψε τον Σεπτέμβριο στον Γιάννη Βλαχογιάννη (που του είχε αναθέσει τη μετάφραση).

Δεν ξέρουμε φυσικά τα πραγματικά περιστατικά του θανάτου της κοπέλας, όμως η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου βρήκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ειδήσεις του πνιγμού της (προσθέτω από το αρχείο μου τη μία είδηση, η άλλη βρίσκεται ονλάιν)

Ευρέθη πνιγμένη

ΒΟΛΟΣ, 7 Αυγούστου. Καθά αναφέρει ο αστυνόμος Σκιάθου η υπηρέτρια του Ι. Καβούρη Ευδοκία Θεοδοσίου εκ Πάτμου ετών 20, εξαφανισθείσα εκ της οικίας ευρέθη σήμερον το απόγευμα πνιγμένη εις θέσιν Μέγα Γιαλό της Σκιάθου (Σκριπ, 8.8.1903, σ. 3).

Τρεις πνιγμένοι

[…] Εις την θέσιν Μέγας Γιαλός της Σκιάθου ευρέθη πνιγμένη η εικοσαέτις υπηρέτρια του κ. Ι. Καβούρη Ευδοκία Αθανασίου εκ Πατρών (Ακρόπολις, 8.8.1903, σ. 1).

Βλέπουμε ότι το επώνυμο της άτυχης κοπέλας διαφέρει, όπως και ο τόπος καταγωγής της. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, κατά 99,5% το «Πατρών» είναι τυπογραφικό λάθος ή λάθος ανάγνωσης αντί για «Πάτμου», διότι ξέρουμε ότι κατεξοχήν στην Αίγυπτο πήγαιναν παραδουλεύτρες από τα (τότε τουρκικά) Δωδεκάνησα, όπως άλλωστε και χιλιάδες μετανάστες.

Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα ονομάζει όχι Ευδοκία αλλά Ευανθία (Βανθούλα) την κοπέλα, παραλλάζοντας δηλαδή ελαφρά το πραγματικό της όνομα. Όμως και το πραγματικό όνομα εμφανίζεται στο διήγημα («Βδοκιά»), ανάμεσα στα πολλά ονόματα που αναφέρει στον απολαυστικά γραμμένο μονόλογό της η φιτιλιάρα θεία Αχτώ.

Να σημειωθεί ότι ο Παπαδιαμάντης ονομάζει «Αιγυπτία» στο διήγημα την άτυχη κοπέλα, αλλά βέβαια η κοπέλα Ελληνίδα ήταν -είναι όμως συνηθισμένο να αποκαλείται κάποιος ξενιτεμένος με το όνομα του τόπου στον οποίο έχει ξενιτευτεί. Τους μετανάστες στην Αμερική, όταν επέστρεφαν πίσω είτε παροδικά είτε μόνιμα, τους έλεγαν Αμερικάνους (και υπάρχει και διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο Αμερικάνος»).

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Λ. Τριανταφυλλοπούλου και το «σχεδὸν ἐξοχικὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἄκρην τῆς πολίχνης» είναι πραγματικό, είναι το οινοπωλείο-παντοπωλείο «Η μουριά» του Σαραφιανού, το οποίο εμφανίζεται και σε άλλα παπαδιαμαντικά διηγήματα, μεταξύ των οποίων και στη «Νοσταλγία του Γιάννη», που είχα την τιμή και τη χαρά να ανακαλύψω πριν απο μερικά χρόνια.

Κάτι τελευταίο, που δεν το θίγει η Λ. Τρ. στη μελέτη της -είχε άραγε διαβάσει ο καπτα-Γιαννάκης Καβούρης το διήγημα του Παπαδιαμάντη; Αυτό δεν θα το μάθουμε βέβαια ποτέ, αν και δεν το θεωρώ πολύ πιθανό, αφού το διήγημα δημοσιεύτηκε σε έντυπο της Κωνσταντινούπολης, και βέβαια δεν κυκλοφόρησε σε βιβλίο -όπως και κανένα άλλο διήγημα του μεγάλου μας συγγραφέα όσο αυτός ζούσε.

 

Posted in Διηγήματα, Μικροφιλολογικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , | 181 Σχόλια »

Η Νοσταλγία του Γιάννη, ένα αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη (;)

Posted by sarant στο 15 Ιουλίου, 2012

Το σημερινό άρθρο το παρουσιάζω με αρκετή συγκίνηση, διότι πρόκειται να διαβάσετε ένα διήγημα που κατά πάσα πιθανότητα (το τονίζω) είναι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αυθεντικό ή ελαφρώς διασκευασμένο, που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο, δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμιά έκδοση των Απάντων του, ούτε τη μνημειώδη τελευταία έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου (εκδ. Δόμος)· δηλαδή πρόκειται για ένα αθησαύριστο διήγημα, που οι παπαδιαμαντολόγοι ήξεραν την ύπαρξή του αλλά έως τώρα ελάνθανε.

Φωτογραφία της δημοσίευσης

Βέβαια, επειδή μου αρέσει να σκαλίζω παλιά χαρτιά και να βγάζω στην επιφάνεια άγνωστα ή δυσεύρετα λογοτεχνικά κείμενα, οι ταχτικοί αναγνώστες του ιστολογίου, ιδίως των κυριακάτικων δημοσιεύσεων, ίσως θυμούνται κι άλλα αθησαύριστα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί εδώ, όπως ένα ποίημα του Βάρναλη ή πολλά του Λαπαθιώτη (παράδειγμα). Αλλά με τον Παπαδιαμάντη το πράγμα διαφέρει· επειδή ακριβώς έχουν πάνω του εργαστεί πολλοί και δεινοί φιλόλογοι, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο φαινόμενο να βγαίνει στην επιφάνεια άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Για την ακρίβεια, τις τελευταίες δεκαετίες ένα μόνο άγνωστο διήγημα έχει φανερωθεί, το Γιαλόξυλο, που το ανακάλυψε ο Β. Τωμαδάκης το 2007 και αρχικά είχε δημοσιευτεί στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημ. Πατρίς (25.12.1905). Επομένως, το αθησαύριστο που θα διαβάσετε, αν επιβεβαιωθεί, θα είναι το δεύτερο του είδους· κι αν πάρουμε υπόψη μας τη θέση του Παπαδιαμάντη στη γραμματεία μας, το σημερινό εύρημα δεν είναι μικρό πράμα και αισθάνομαι ότι αποτελεί το κόσμημα της συλλογής μου των αθησαύριστων, έστω κι αν το διήγημα δεν είναι από τα καλύτερά του. Παπαδιαμάντης είναι αυτός, δεν είναι παίξε γέλασε. (Επειδή αναγκαστικά θα πω πολλά, αν θέλετε μπορείτε να τα παραλείψετε και να πάτε κατευθείαν στο διήγημα).

Το διήγημα λέγεται «Η νοσταλγία του Γιάννη». Ο τίτλος είναι γνωστός. Στο σημείωμά του στον 4ο τόμο των Απάντων (από τις εκδόσεις Δόμος), ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει τέσσερα διηγήματα που παραμένουν ανεύρετα ενώ ξέρουμε την ύπαρξή τους από άλλες πηγές. Ένα από αυτά είναι και η Νοσταλγία του Γιάννη, που ξέρουμε ότι δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αλήθεια, στις 25 και 26 Απριλίου 1906, της οποίας μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί πλήρες σώμα· στη Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχουν φύλλα της μόνο από τις 25 Δεκεμβρίου 1906, όταν πια είχε μετεξελιχθεί σε εβδομαδιαίο έντυπο. Όμως. η Αλήθεια εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1905 και ο Παπαδιαμάντης ήταν ταχτικός συνεργάτης της (όπως μαθαίνουμε από διαφημιστικές αγγελίες σε άλλα έντυπα), πράγμα που σημαίνει ότι αν βρεθεί σώμα εκείνης της εποχής τίποτα δεν αποκλείει, στους 20 μήνες δημοσιεύσεων που δεν έχουν βρεθεί, να βρεθούν όχι ένα, αλλά πολλά ακόμα άγνωστα παπαδιαμαντικά διηγήματα. Ψηλώνει ο νους όταν το σκέφτεσαι…

Για τη Νοσταλγία του Γιάννη, το μόνο μέχρι στιγμής ίχνος ήταν μια μαρτυρία σε περιοδικό του 1938, ότι ο Αντώνης Μουσούρης είχε στο αρχείο του αποκόμματα του διηγήματος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 123 Σχόλια »