Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Λεξικό Μπαμπινιώτη’

Από πότε γίνεται τζερτζελές;

Posted by sarant στο 25 Ιανουαρίου, 2023

Προχτές, ένας γνωστός δημοσιογράφος αποφάνθηκε από τη στήλη του ότι όλα όσα γίνονται με την ΑΔΑΕ ανήκουν στην κατηγορία «τζερτζελές να γίνεται».

Ο τζερτζελές, σύμφωνα με τα λεξικά, είναι η μεγάλη φασαρία, η αναστάτωση, ιδίως όμως η ευχάριστη, η ευπρόσδεκτη αναστάτωση. Τα τρία από τα τέσσερα μεγάλα λεξικά μας συμφωνούν με την απόχρωση της «ευχάριστης φασαρίας». Το τέταρτο, στην προκειμένη περίπτωση το ΛΚΝ, δεν διαφωνεί, απλώς… απέχει. Θέλω να πω, το ΛΚΝ (έκδ. 1998) δεν περιλαμβάνει λήμμα «τζερτζελές» -θα επανέλθω σε αυτό.

Ακόμα, τζερτζελές είναι και χαρακτηρισμός προσώπου -ο σαματατζής, ο πλακατζής. Λέμε επίσης και «το τζέρτζελο», που είναι παράλληλος τύπος, χωρίς, αν δεν σφάλλω, διαφορά στη σημασία.

Σημειώνω ακόμα ότι στο πρόσφατο πολύ αξιόλογο μυθιστόρημά του Μπέμπης (μονόλογος που βιογραφεί μυθιστορηματικά τον θρυλικό μπουζουκτσή Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη) ο Θωμάς Κοροβίνης χρησιμοποιεί τη λέξη «τζερτζελιάστρα» (αυτή που κάνει τζερτζελέ, που δημιουργεί γύρω της μπερδέματα).

Ως προς την ετυμολογία της λέξης, οι πρώτες εκδόσεις του λεξικού Μπαμπινιώτη ανέφεραν «ονοματοποιημένη λέξη» ενώ σε επόμενες εκδόσεις (και στο ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη) προστίθεται: πρβλ. τουρκ. cırcır που δηλώνει επαναλαμβανόμενο θόρυβο.

Το Χρηστικό Λεξικό δεν δίνει ετυμολογία, ενώ το ΜΗΛΝΕΓ υιοθετεί την άποψη για το τουρκ. cırcır.

Η εξήγηση της ονοματοποιίας είναι ευλογοφανής, ωστόσο δεν είναι αυτή η σωστή ετυμολογία. Η τελευταία, 5η έκδοση (2019) του λεξικού Μπαμπινιώτη, που έχει αρκετές βελτιώσεις στο ετυμολογικό μέρος, σωστά παράγει την ελληνική λέξη από την τουρκική zelzele, που σημαίνει «σεισμός», και που ανάγεται στην αραβ. zalzala, ίδιας σημασίας.

Η λέξη zelzele είναι κάπως παρωχημένη στη σημερινή τουρκική γλώσσα, αλλά ακόμα χρησιμοποιείται –αν τη βάλετε στο γκουγκλ θα πάρετε ειδοποιήσεις για τους σεισμούς που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες.

Η τροπή του πρώτου λ σε ρ με ανομοίωση, στα ελληνικά, είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Ο τύπος «ζερζελές» (με σημασία τον σεισμό) καταγράφεται, αν και σπάνια, σε μικρασιατικές διαλέκτους. Δεν υπάρχει όμως στο γλωσσάριο των λέξεων τουρκικής προέλευσης του Κουκκίδη (του υπαρκτού) κάτι που δείχνει τη σπανιότητά του. Βρισκω και (σπάνιο επίσης) επώνυμο Ζερζελές.

Για να τα λέμε όλα, τη σωστή ετυμολογία του τζερτζελέ πρέπει την είχε αναφέρει πρώτη φορά στην ελληνική λεξικογραφία το slang.gr, το οποίο έχει λήμμα «τζερτζελές» (και «τζέρτζελος») και σημειώνει ότι κακώς ο Μπαμπινιώτης προτείνει ηχοποίητη λέξη διότι η λέξη προέρχεται από το τουρκ. zelzele = σεισμός. Το λήμμα αυτό συντάχθηκε το 2009.

Το slang.gr σημειώνει ακόμα: Ο τζερτζελές γίνεται. Η έκφραση «έλα μωρέ, τζερτζελές να γίνεται» είναι πολύ κοινή και δηλώνει ότι προέχει να φωνάξουμε, να γελάσουμε ή να καβγαδίσουμε, να εκτονωθούμε τέλος πάντων, παρά να βγει κάποια άκρη.

Και παραθέτει το εξής απόσπασμα: Ο δημόσιος βίος έχει ουσιαστικώς γίνει τηλεοπτικός. Οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση, οποιεσδήποτε άλλες δεν μετράνε … Το κριτήριο πρόσκλησης για συζήτηση είναι η αναγνωρισιμότητα, δηλαδή η συμβολή στην ακροαματικότητα. Στόχος δεν είναι, μέσα από «έξυπνη» συζήτηση, αναλύσεις, επιχειρήματα, θέσεις, ο προβληματισμός και η ενημέρωση του κοινού. Στόχος είναι ο «τζερτζελές». Κουβέντα να γίνεται, ει δυνατόν και τσάκωμα. (Από το ΒΗΜΑ, 22/10/06)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Αργκό, Γλωσσικό ληξιαρχείο, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 88 Σχόλια »

Πεισμένοι και πεπεισμένοι

Posted by sarant στο 16 Δεκεμβρίου, 2022

Την αφορμή για το σημερινό άρθρο την παίρνω από μια πρόσφατη επιστολή στην Καθημερινή, που την υπογράφει ο αγαπητότατος Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, στον οποίο χρωστάμε, πρώτο ανάμεσα σε πολλά, την κριτική έκδοση του Παπαδιαμάντη.

Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ, αλλά είναι πολύ σύντομη, οπότε την παραθέτω ολόκληρη:

Με τους «πειραμένους» ή τους πεπειραμένους; 

Κύριε διευθυντά
Σε κείμενο τακτικού συνεργάτη σας διαβάζω: «Ετσι που στο τέλος μπερδεύεται όποιος δεν είναι εξαρχής πεισμένος ότι οι ‘’δικοί μας’’ έχουν πάντα δίκιο» («Κ», Τετάρτη 23 Νοεμβρίου, σελ. 13).

Διατρέχω τον κίνδυνο να θεωρηθώ γεροπαράξενος, ωστόσο ομολογώ ότι η μετοχή παρακειμένου «πεισμένος» με ενοχλεί.

Ασφαλώς ημπορούμε τις περισσότερες φορές να παραλείπουμε τον αναδιπλασιασμό του παρακειμένου και να λέμε ή να γράφουμε «λυμένος», «σωσμένος», «θαμμένος», «θωρακισμένος» κ.λπ. Είναι πάντως βέβαιο ότι κανένα ελληνικό αφτί δεν θα άντεχε το «δομένος» αντί του «δεδομένος», «πειραμένος» αντί του «πεπειραμένος» ή «κτημένος» αντί του «κεκτημένος».

Δεν ισχυρίζομαι ότι το «πεισμένος» είναι εξίσου ανατριχιαστικό και απαράδεκτο. Παρά ταύτα δεν θα τολμούσα μιλώντας ή γράφοντας να του αφαιρέσω τον αναδιπλασιασμό.

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ο σεβαστός Ν.Δ.Τ. (που είναι φιλόλογος, μάχιμος όσο υπηρετούσε) δηλώνει ότι τον ενοχλεί η παράλειψη του αναδιπλασιασμού στον τύπο «πεισμένος» της μετοχής παρακειμένου και θα προτιμούσε τον αναδιπλασιασμένο τύπο «πεπεισμένος».

Πολύ σωστά αναγνωρίζει ότι τις περισσότερες φορές ο αναδιπλασιασμός παραλείπεται, παραθέτοντας ορισμένα παραδείγματα, αλλά βέβαια, συνεχίζει, υπάρχουν περιπτώσεις όπου κανένας δεν θα ανεχόταν παράλειψη του αναδιπλασιασμού.

Εύστοχα επίσης τοποθετεί την περίπτωση του πεισμένος/πεπεισμένος ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα (παράλειψη του αναδιπλασιασμού – υποχρεωτικός αναδιπλασιασμός) αλλά θεωρεί πως βρίσκεται κοντά στον υποχρεωτικό αναδιπλασιασμό μια και ο ίδιος «δεν θα τολμούσε» να πει ή να γράψει μη αναδιπλασιασμένο τον τύπο («πεισμένος»).

Κατά σύμπτωση, ένας άλλος πολύ αγαπημένος μου διανοούμενος έχει ασχοληθεί με το ίδιο θέμα. Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας το 1947 είχε μια εβδομαδιαία στήλη στον Ριζοσπάστη, όπου σχολίαζε γλωσσικά φαινόμενα -κάτι σαν τα δικά μας σαββατιάτικα μεζεδάκια. Εκεί είχε επικρίνει για υπερβάλλοντα δημοτικιστικό ζήλο τον συντάκτη αριστερού εντύπου που έγραψε «πεισμένος» και είχε συστήσει να διατηρείται ο αναδιπλασιασμένος τύπος (πεπεισμένος) «όπου δεν μπορούμε να το αποφύγουμε» αφού είναι «αναγκαίο κακό για τη δημοτική».

Εγώ πάντως, στα δικά μου κείμενα, όπως βλέπω, χρησιμοποιώ και τους δύο τύπους (πεισμένος / πεπεισμένος), ίσως περισσότερο τον μη διπλασιασμένο, πεισμένος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως έχω προγράψει τους αναδιπλασιασμούς γενικώς -ούτε θα πω «πειραμένος», για να χρησιμοποιήσω ένα από τα παραδείγματα του Ν.Δ.Τ., ούτε θα κοιτάξω να δω αν μπορώ να τον αποφύγω, όπως φαίνεται να συμβουλεύει ο Κοτζιούλας.

Κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στις δυο κατηγορίες («όχι αναδιπλασιασμός» και «πάντα αναδιπλασιασμός») υπάρχει και μια τρίτη, «προαιρετικός αναδιπλασιασμός», ίσως πιο ολιγομελής. Επίσης, το ποια ρήματα ανήκουν στην μία ή την άλλη κατηγορία είναι κάτι που εξελίσσεται, όπως και η γλώσσα. Θυμάμαι έναν διάλογο από τις εφημερίδες, γύρω στο 1923, παναπεί πριν από 100 περίπου χρόνια, ανάμεσα στον Ν. Λαπαθιώτη και τον Κώστα Παρορίτη. Είχε προτείνει ο Λαπαθιώτης να συγκροτηθεί μια «εκλελεγμένη» επιτροπή, για κάποιο θέμα των λογοτεχνών. «Ψυχή μου αναδιπλασιασμός!» σχολίασε ο Παρορίτης, και ο Λαπαθιώτης, που κι αυτός δημοτική έγραφε, απάντησε πως μια χαρά στέκει ο αναδιπλασιασμός. Σήμερα θαρρώ πως λίγοι θα συμφωνούσαν μαζί του, τουλάχιστον στην Ελλάδα (Στην Κύπρο βλέπω πως ο τύπος χρησιμοποιείται και σήμερα).

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αναδιπλασιασμός, στα αρχαία ελληνικά,  είναι η επανάληψη του αρχικού συμφώνου τοιυ ρήματος, συνοδευόμενου από το ε, στους συντελικούς χρόνους. Στα αρχαία, δεν ήταν μόνο η μετοχή του παρακειμένου που έπαιρνε αναδιπλασιασμό, αλλά όλοι οι τύποι του (μονολεκτικού στα αρχαία) παρακειμένου και υπερσυντέλικου: λελυμένος, αλλά επίσης λέλυκα και ελελύκειν.

Δεν έπαιρναν αναδιπλασιασμό όλα τα ρήματα. Όσα άρχιζαν από φωνήεν, ή από ρ, ζ, ξ, ψ ή από δύο ή τρία σύμφωνα έπαιρναν απλή αύξηση, αν και υπήρχε κόντρα εξαίρεση, διότι τα ρήματα που είχαν δεύτερο σύμφωνο υγρό (λ, ρ) αναδιπλασιάζονταν. Έτσι, εσκαμμένος, εστραμμένος αλλά κεκλιμένος. Επίσης, τα ρήματα από θ,φ,χ αναδιπλασιάζονταν με τα αντίστοιχα κλειστά σύμφωνα: τεθλασμένη, πεφυσιωμένος, κεχαριτωμένη.

Ο Μπαμπινιώτης έχει ένα πλαίσιο στο λεξικό του, όπου τα λέει καλά: Μερικές μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου έχουν διατηρήσει -όταν χρησιμοποιούνται ως ονόματα (επίθετα ή ουσιαστικά) ή για υφολογικές διακρίσεις σε λογιότερο ή πιο τυπικό κείμενο- τον αναδιπλασιασμό που είχαν στην αρχαία και τη λόγια γλωσσική παράδοση όλες ανεξαιρέτως οι μετοχές του μεσοπαθητικού παρακειμένου.

Σε κάποια ρήματα, ο αναδιπλασιασμένος τύπος της μετοχής εμφανίζεται μόνο σε κάποιες στερεότυπες χρήσεις ή σε απολιθώματα, ενώ για τις άλλες υπάρχει ο απλός τύπος. Θωρακισμένο αυτοκίνητο, αλλά υπηρετώ στα Τεθωρακισμένα. Χαίρε Κεχαριτωμένη αλλά χαριτωμένη κοπέλα, υπερέβη τα εσκαμμένα, αλλά σκαμμένο χωράφι, κεκλεισμένων των θυρών αλλά κλεισμένη θέση. Σε αυτές άλλωστε τις περιπτώσεις, η μετοχή, όπως λέει ο Μπαμπινιώτης, χρησιμοποιείται ως όνομα. Το τετριμμένο (πχ επιχείρημα) είναι επίθετο, το τριμμένο τυρί είναι μετοχή, τυρί που το τρίψαμε.

Παρόμοια, ως ονόματα χρησιμοποιούνται: το κεκλιμένο επίπεδο, η τεθλασμένη, ο σεσημασμένος κακοποιός, η πεπατημένη, ο επιτετραμμένος, η τετμημένη, η τεταγμένη, η δεδηλωμένη, το δεδικασμένο, τα δεδομένα (και το γεγονός, εδώ που τα λέμε) κτλ.

Κάποιοι χρησιμοποιούν αναδιπλασιασμό και με ρήματα που κανονικά δεν τον εμφανίζουν, για φιγούρα ή ειρωνικά. Ας πούμε, πριν από μερικά χρόνια είχα δει το ειρωνικό «η πεπολιτισμένη Δύση». Αυτό βέβαια γραφόταν και λεγόταν στην καθαρεύουσα του 19ου αιώνα, ή έως και το πρώτο μισό του 20ού, αλλά σήμερα πολύ λίγο.

Όπως το κεκλιμένο επίπεδο, έχουμε και μερικά άλλα ζευγάρια επιθέτου-ουσιαστικού με αναδιπλασιασμό, σε στερεότυπες φράσεις: διακεκαυμένη ζώνη, κεκτημένα δικαιώματα, κεκορεσμένο διάλυμα -μπορούμε να προσθέσουμε κι άλλα. Ωστόσο, έχω ακούσει για κορεσμένο διάλυμα, μπορεί και να το έλεγα κι εγώ σε μιαν άλλη ζωή που ήμουνα χημικός. Από την άλλη, το πεπιεσμένο χαρτί και ο πεπιεσμένος αέρας αντέχουν, ενώ όλοι λένε «είμαι πολύ πιεσμένος σήμερα».

Σε άλλες περιπτώσεις, είναι θέμα ύφους. Εδώ εντάσσω εγώ τον πεισμένο/πεπεισμένο. Για κάποιον που διαγράφτηκε (ή διεγράφη) από ένα κόμμα, λέμε «ο διαγραμμένος», λέμε όμως και «ο διαγεγραμμένος» (και «ο διεγραμμένος» έχω δει, που κανονικά δεν δικαιολογείται). Άλλα σύνθετα του ίδιου ρήματος έχουν πιο ανθεκτικούς αναδιπλασιασμούς: εγγεγραμμένος, αναγεγραμμένος, προσγεγραμμένος, περιγεγραμμένος, καταγεγραμμένος, προδιαγεγραμμένος. Αλλά γραμμένος, αντιγραμμένος και προγραμμένος

Κλείνω με μιαν αυτοτιμωρία, αντιγράφω από τον Μπαμπινιώτη έναν μακρότατο κατάλογο με ρήματα που παίρνουν αναδιπλασιασμό. Καλά να πάθω (αλλά καλά που υπάρχει και οσιάρ):

(αναπετάννυμι) αναπεπταμένος

(βάλλω, επιβάλλω, συμβάλλω…) επιβεβλημένος, συμβεβλημένος, καταβεβλημένος, προσβεβλημένος, μεταβεβλημένος, διαβεβλημένος, περιβεβλημένος. παρεμβεβλημένος, αποβεβλημένος,

(βαρώ / βαρύνω, επιβαρύνω) βεβαρημένος / επιβεβαρυμμένος,

(βιάζω) βεβιασμένος,

(γλύφω, εγγλύφω) παλαιότ. γεγλυμμένος, παλαιότ. εγγεγλυμμένος,

(γράφω, εγγράφω, υπογράφω…) εγγεγραμμένος, υπογεγραμμένος, διαγεγραμμένος, καταγεγραμμένος, περιγεγραμμένος, προδιαγεγραμμένος, αναγεγραμμένος, επιγεγραμμένος, παραγεγραμμένος, προγεγραμμένος, προσγεγραμμένος,

(δεικνύω, ενδείκνυται, αποδεικνύω) ενδεδειγμένος, αποδεδειγμένος,

(δέω, συνδέω, προσδέω) συνδεδεμένος, προσδεδεμένος,

(δηλώνω) δεδηλωμένος,

(δικάζω, επιδικάζω, προδικάζω) δεδικασμένος, επιδεδικασμένος, προδεδικασμένος,

(διδάσκω) παλαιότ. δεδιδαγμένος,

(δίδω, διαδίδω, εκδίδω) δεδομένος / δεδομένα (όχι δεδόμενα!), διαδεδομένος, εκδεδομένος,

(δουλεύω) δεδου­λευμένα.

(εκλέγω) παλαιότ. εκλελεγμένος.

(εκφράζω) εκπεφρασμένος,

(ενδύω) ενδεδυμένος,

(εντέλλομαι) εντεταλμένος,

(επιτηδεύω) παλαιότ. επιτετηδευμένος,

(επιτρέπω) επιτετραμμένος,

(θέτω. εκθέτω, διαθέτω, αναθέ­τω…) τεθειμένος, διατεθειμένος, ανατεθειμένος, κατατεθειμένος, μετατεθειμέ­νος, εκτεθειμένος, συντεθειμένος, παρατεθειμένος, παρεντεθειμένος, αποσυ­ντεθειμένος, προστεθειμένος,

(θλίβω) τεθλιμμένος,

(θλω) τεθλασμένος,

(καίω, διακαίω) κεκαυμένος, διακεκαυμένος,

(καλύπτω, συγκαλύπτω) κεκαλυμμένος, συγκεκαλυμμένος,

(κανονίζω) κεκανονισμένος,

(κεράννυμι) κεκραμένος,

(κηρύσσω) κεκηρυγμένος,

(κινδυνεύω) παλαιότ. παρακεκινδυνευμένος,

(κλεί­νω) κεκλεισμένος,

(κλίνω) κεκλιμένος,

(κορέννυμι) κεκορεσμένος,

(κόπτω, δια­κόπτω, συγκόπτω…) διακεκομμένος, συγκεκομμένος. παλαιότ. αποκεκομμένος, περικεκομμένος,

(κρίνω, εγκρίνω, διακρίνω, συγκρίνω) εγκεκριμένος, δια­κεκριμένος. συγκεκριμένος,

(κτώμαι) κεκτημένος / κεκτημένα,

(κυρώνω) κεκυρωμένος,

(λαμβάνω, καταλαμβάνω, αναλαμβάνω…) ειλημμένος (< *εσληβμένος. με ανομοιωτική αποβολή τού δασέος φθόγγου, < «σε-σληβ-μένος), κατειλημμένος, ανειλημμένος, προκατειλημμένος, επανειλημμένος,

(λέγω) ειρημένος,

(λειαίνω) παλαιότ. λελειασμένος,

(λείπω, εγκαταλείπω) εγκαταλελειμμένος,

(λύω, διαλύω, αναλύω) λελυμένος, παλαιότ. διαλελυμένος, παλαι­ότ. αναλελυμένος,

(λογίζω) λελογισμένος,

(μαρτυρώ) παλαιότ. μεμαρτυρημένος,

(μειγνύω, αναμειγνύω, προσμειγνύω) αναμεμιγμένος, προσμεμιγμένος.

(μονώ) μεμονωμένος,

(μυώ) μεμυημένος.

(νομίζω) νενομισμένος,

(παιδεύω) πεπαιδευμένος,

(παλαιώ) πεπαλαιωμένος,

(πατώ) πεπατημένος / πεπατημένη,

(παραδέχομαι) παραδεδεγμένος,

(περιπλέκω) περιπεπλεγμένος,

(περώ) πεπε­ρασμένος,

(πιέζω) πεπιεσμένος,

(πιστεύω, διαπιστεύω) διαπεπιστευμένος,

(πλανώ) παλαιότ. πεπλανημένος,

(ποικίλλω) πεποικιλμένος,

(προσκαλώ) προ­σκεκλημένος,

(προχωρώ) προκεχωρημένος,

(πτύσσω) ανεπτυγμένος, συνε­πτυγμένος,

(σημαίνω) σεσημασμένος,

(σπω) απεσπασμένος, διεσπασμένος.

(συμφωνώ) συμπεφωνημένος / συμπεφωνημένα,

(τάσσω, διατάσσω, εντάσ­σω…) διατεταγμένος, εντεταγμένος, συντεταγμένος, παρατεταγμένος,

(τείνω, εκτείνω, παρατείνω…) τεταμένος, εκτεταμένος, παρατεταμένος, παρεκτεταμένος, προτεταμένος, εντεταμένος,

(τελώ) τετελεσμένος,

(τέμνω, κατατέμνω, συντέμνω…) τετμημένος, κατατετμημένος, συντετμημένος, περιτετμημένος,

(τήκω) τετηγμένος,

(τρίβω) τετριμμένος,

(φιλώ) πεφιλημένος,

(αρχ. φυσιώ) πεφυσιωμένος,

(χέω, συγχέω, διαχέω) συγκεχυμένος, διακεχυμένος.

Για λόγους πληρότητας, βάζω και τις «μετοχές με αύξηση» από τη συνέχεια του ίδιου πλαισίου.

Μετοχές με αύξηση. Πρόκειται για μερικές μετοχές από ρήματα που αρχίζουν από φωνήεν ή από ρ, ζ, ξ, ψ, δύο σύμφωνα (πλπν κ, π, t, β, δ, γ. φ. θ. χ + υγρό) ή από τρία σύμφωνα. Τέτοιες μετοχές είναι: (αγγέλλω, εξαγ­γέλλω. καταγγέλλω) εξηγγελμένος. κατηγγελμένος, (αγιάζω) ηγιασμένος, προηγιασμένος, (άγω, προάγω, εισάγω, παράγω…) προηγμένος, εισηγμένος, παρηγμένος, (αιρώ, διαιρώ, συναιρώ) διηρημένος, συνηρημένος, (αισχύνω, καταισχύνω) κατησχυμμένος, (αίρω, επαίρομαι) επηρμένος, (αμαρτάνω) ημαρ­τημένος, (αναγνωρίζω) ανεγνωρισμένος, (απαρχαιώνω) απηρχαιωμένος, (άπτω, συνάπτω, εξάπτω) συνημμένος, εξημμένος, (αρτώ, αναρτώ, προσαρ­τώ…) ανηρτημένος, προσηρτημένος, συνηρτημένος, (καταρτίζω) κατηρτισμένος, (ασκώ, εξασκώ) ησκημένος, εξησκημένος, (αυξάνω, επαυξάνω, προσαυξά­νω) ηυξημένος, επηυξημένος, προσηυξημένος, (γιγνώσκω) εγνωσμένος, απε­γνωσμένος. (ελέγχω) ηλεγμένος, (θέλω) ηθελημένος, (ενώνω) ηνωμένος, (ζητώ, εκζητώ) εξεζητημένος, (ελίσσω, εξελίσσω) εξειλιγμένος, (ίημι, ανίημι) ανειμένος, (οικώ, κατοικώ) κατωκημένος, (οίχομαι, παροίχομαι) παρωχημένος, (πτύσσω, αναπτύσσω, συμπτύσσω) ανεπτυγμένος, συνεπτυγμένος, (ρίπτω) ερριμμένος, (ρώννυμι) ερρωμένος, (σκάπτω, ανασκάπτω) εσκαμμένος, ανε­σκαμμένος, (σκέπτομαι) εοκεμμένος, (σκοτίζω) εσκοτισμένος, (σπείρω, διασπείρω, εγκατασπείρω…) διεσπαρμένος, κατεσπαρμένος, εγκατεσπαρμένος, (σπεύδω) εσπευσμένος, (σταυρώνω) εσταυρωμένος, (στέλλω, συστέλλω, αποστέλλω…) συνεσταλμένος, απεσταλμένος, διεσταλμένος, (στέφω) εστεμ­μένος, (στεγάζω) εστεγασμένος, (στρέφω, διαστρέφω, καταστρέφω…) διε­στραμμένος. κατεστραμμένος, ανεστραμ-μένος, αντεστραμμένος, (σφάλλω) εσφαλμένος, (-σχομαι, υπόσχομαι) υπεσχημένος, (φθείρω, διαφθείρω, παρα­φθείρω) διεφθαρμένος, παρεφθαρμένος.

Θα προσέξατε ένα λαθάκι, τα απεσπασμένος και διεσπασμένος (ρήμα σπω) δεν είναι αναδιπλασιασμός αλλά μετοχή με αύξηση. 

Βέβαια, δεν θα συμφωνήσουμε όλοι με τον κ. Μπαμπινιώτη σε όλες τις περιπτώσεις -ας πούμε δεν νομίζω ότι λέμε συχνά «λελυμένος», ενώ πάντοτε λέμε συμβεβλημένος. Τέλος πάντων εξαρτάται και από το ύφος. Περιμένω δικά σας σχόλια για μετοχές που ο πίνακας τις έχει αναδιπλασιασμένες αλλά εσείς τις χρησιμοποιείτε απλές. Δεν εννοώ αυτές που έχουν την ένδειξη «παλαιότ.», όπου οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι δεν τις αναδιπλασιάζουν.

Εγώ θα έβαζα, όπως είπα, το λελυμένος, που δεν το λέω ποτέ, το διαγραμμένος, που ήδη το ανάφερα, αλλά και «καταγραμμένος». Κάποτε λέω «αναπτυγμένος», ποτέ δεν θα έλεγα «κεκηρυγμένος», ενώ, όπως είπα, χρησιμοποιώ και το «πεισμένος» και το «πεπεισμένος».

Το οποίο «πεπεισμένος» λείπει περιέργως από τον κατάλογο του Μπαμπινιώτη, παρόλο που στο λήμμα «πείθω» αναφέρεται ο τύπος, ενώ υπάρχει και ιδιαίτερο λήμμα «πεπεισμένος». Λείπει άλλωστε από τον κατάλογο και ο πεπειραμένος, που σημαίνει ότι δεν είναι πλήρης ο κατάλογος.

Οπότε, δεύτερο ζητούμενο για τα σχόλιά σας:

Μπορείτε να βρείτε άλλες μετοχές με αναδιπλασιασμό, που να χρησιμοποιούνται στη σημερινή γλώσσα, όπως οι πεπεισμένος και πεπειραμένος, αλλά να λείπουν από τον πίνακα;

Posted in Γραμματική, Εφημεριδογραφικά, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 133 Σχόλια »

Λέξεις-φίλτρα, δηλαδή ομόγραφες λέξεις διαφορετικής ετυμολογίας

Posted by sarant στο 28 Ιουνίου, 2022

Τις προάλλες, είχαμε ένα άρθρο για τις δυο λέξεις «φίλτρο» που υπάρχουν στη γλώσσα μας, δηλαδή από τη μια το ποτό που δίνει μαγικές ιδιότητες, που είναι λέξη ελληνικής ετυμολογίας (από το ρήμα «φιλώ» και το παραγωγικό τέρμα -τρο) και από την άλλη τον ηθμό, που προέρχεται από το ιταλ. filtro.

Η περίπτωση αυτή, να έχουμε ομόγραφες λέξεις διαφορετικής ετυμολογίας είναι μάλλον σπάνια. Λέξεις με περισσότερες από μία σημασίες υπάρχουν πάρα πολλές, και συχνά αυτές λεξικογραφούνται ως διαφορετικά λήμματα σε ένα λεξικό, όμως τις περισσότερες φορές αυτές οι δυο ομόγραφες λέξεις έχουν την ίδια ετυμολογική προέλευση. Για παράδειγμα, διαβήτης είναι και το γεωμετρικό όργανο και η γνωστή ασθένεια. Μπορεί να φαίνονται πολύ μακρινές οι δυο σημασίες, όμως και οι δυο λέξεις ανάγονται στο ρήμα διαβαίνω. Πρώτα σχηματίστηκε η λέξη που δηλώνει το γεωμετρικό όργανο (επειδή ο διαβήτης της γεωμετρίας έχει τεντωμένα σκέλη) και μετά η λέξη που δηλώνει την ασθένεια (κατά το ΛΚΝ επειδή οι πάσχοντες, λόγω συχνουρίας, αναγκάζονται να έχουν τεντωμένα σκέλη). Το ΛΚΝ έχει δύο ξεχωριστά λήμματα, ένα για κάθε σημασία του διαβήτη, το λεξικό Μπαμπινιώτη ένα ενιαίο λήμμα.

Αλλά εμείς στο σημερινό άρθρο δεν θα ασχοληθούμε με αυτές τις ομόγραφες λέξεις, αλλά με τις άλλες, τις λιγότερες, όπου, όπως στο φίλτρο, οι δυο λέξεις του ομόγραφου ζευγαριού έχουν διαφορετική ετυμολογία. Το ερώτημα το έθεσε στα σχόλια πρώτος ο φίλος μας ο Σταύρος, και κάνατε τις πρώτες προτάσεις σας, οπότε είπα να τις συγκεντρώσω και να βάλω και μερικές ακόμα δικές μου, να μην πάει χαμένος ο κόπος.

Λοιπόν, αναζητούμε ζευγάρια λέξεων που να γράφονται με τον ίδιο τρόπο και να έχουν διαφορετική ετυμολογική προέλευση. Αν βρούμε και τριπλέτες, ακόμα καλύτερα.

Για να θέσω τους όρους, ζητάμε λημματικούς τύπους -δηλαδή όπως καταγράφονται οι λέξεις στο λεξικό, στην ονομαστική, ή, προκειμένου για ρήματα, στο πρώτο πρόσωπο του ενεστώτα. Θέλω να πω, δεν μας ενδιαφέρουν περιπτώσεις όπως «ήπια» (τα ήπια μέτρα) – «ήπια» (εγώ ήπια).

Στο παράδειγμα που εφερα παραπάνω, κάποιος θα παρατηρούσε ότι οι δυο τύποι (τα ήπια – εγώ ήπια) γράφονται βέβαια με τον ίδιο τρόπο αλλά δεν είναι ομόηχοι (ή ομώνυμοι όπως λέγονται επίσης) επειδή ο πρώτος προφέρεται κανονικά τρισύλλαβος κι ο δεύτερος δισύλλαβος. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού. Το συγκεκριμένο ζευγάρι αποκλείεται εξαιτίας του περιορισμού σε λημματικούς τύπους, αλλά υπάρχουν άλλα ζευγάρια ομόγραφων λέξεων που δεν είναι πάντοτε ομόηχες (πχ. τούμπα ή βεντέτα, όπως θα δούμε παρακάτω).

Για να βάλω και μια δεύτερη προϋπόθεση, όταν λέω «διαφορετική ετυμολογία» δεν εννοώ μόνο την άμεση αλλά και την απώτερη. Για το λόγο αυτό, στον κατάλογο που ακολουθεί δεν έβαλα το ράντζο, διότι οι δυο ομόγραφες λέξεις (κρεβατάκι – αγρόκτημα) έχουν μεν διαφορετική άμεση προέλευση αλλά τελικά ανάγονται στην ίδια αρχή (περισσότερα στο άρθρο που είχαμε γράψει πέρσι)

Επειδή η συζήτηση ξεκίνησε από τις δυο λέξεις «φίλτρο», τις λέξεις του σημερινού άρθρου, τις ομόγραφες διαφορετικής ετυμολογίας, είπα να τις ονομάσω λέξεις-φίλτρα (όπως κάποτε είχαμε πει για λέξεις-πεταλούδες). Αλλά δίνω και τον περιφραστικό ορισμό για να καταλαβαινόμαστε.

Λοιπόν, πόσες ομόγραφες λέξεις διαφορετικής ετυμολογίας μπορούμε να βρούμε; Εγώ βρήκα τις εξής:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Ομόηχα | Με ετικέτα: , , , | 184 Σχόλια »

50 -άζ

Posted by sarant στο 19 Μαΐου, 2022

Τις προάλλες, εκεί που συζητούσαμε για χρώματα, ο φίλος μας ο Σταύρος, χαριτολογώντας, είπε ότι αναγνωρίζει καμιά δεκαριά βασικά χρώματα μονάχα και όχι αποχρώσεις με δυσδιάκριτες διαφορές μεταξύ τους όπως βεραμάν, γκρενά, σομόν, τιρκουάζ ή… ντεμπραγιάζ.

Κι αυτό μου έδωσε την ιδέα να μαζέψουμε στο σημερινό άρθρο τις λέξεις που έχουν μπει στο ελληνικό λεξιλόγιο και έχουν την κατάληξη -άζ.

Στη συντριπτική πλειοψηφία (ή πλειονότητα, αν είστε από την άλλη φράξια) πρόκειται για δάνεια από τη γαλλική γλώσσα που αντιστοιχούν σε γαλλικές λέξεις με το επίθημα -age, με το οποίο φτιάχνονται ουσιαστικά από άλλα ουσιαστικά ή από ρήματα, και δηλώνουν συχνά σκοπό ή αποτέλεσμα, σε κάποια αντιστοιχία με το αγγλικό -ing. Και ένας χρήσιμος κανόνας για όσους μαθαίνουν γαλλικά είναι ότι όλες οι λέξεις με το επίθημα -age είναι αρσενικού γένους (προσοχή όμως γιατί μπορεί μια λέξη να τελειώνει σε -age αλλά να μην έχει το επίθημα, π.χ. page, η σελίδα, που είναι θηλυκού γένους).

Υπάρχουν όμως και λέξεις ελληνικές σε -άζ που προκύπτουν με άλλο τρόπο. Για παράδειγμα, το τιρκουάζ του παραδείγματος του Σταύρου είναι πάλι γαλλικό δάνειο αλλά από το γαλλ. turquoise, όχι από λέξη σε -age. Όσες λοιπόν λέξεις δεν προέρχονται από λέξη σε -age τις σημειώνω με αστερίσκο και δηλώνω από πού προέρχονται.

Κάποιοι συνηθίζουν τις λέξεις αυτές (ή, κάποιες από αυτές τις λέξεις) να τις προφέρουν με παχύ ζ, όπως προφέρονται στα γαλλικά -θυμάμαι μια γνωστή δημοσιογράφο (αν προκληθώ, θα την κατονομάσω) να προφέρει «μοντάge», που εμένα μου φαίνεται αστείο και εξεζητημένο. Στα ελληνικά, προφέρουμε ελληνικά!

Καταγράφω 50 λέξεις που έχουν λεξικογραφηθεί, στο ΛΚΝ ή στον Μπαμπινιώτη, καθώς και μερικές δικές σας προτάσεις σε ένα άρθρο που είχαμε βάλει πρόπερσι με 666 λέξεις γαλλικής προέλευσης. Το Αντίστροφο λεξικό έχει 62 λέξεις σε -άζ αλλά καταγράφει και μερικές πολύ σπάνιες (π.χ. πεϊζάζ, ρενσάζ).

Αξιοπρόσεκτο είναι πως οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις δεν έχουν εξελληνισμένο τύπο σε -άζι. Βρίσκει κανείς βέβαια γκαράζι ή αμπραγιάζι και μερικά ακόμα, αλλά σπάνια. Πράγματι, οι περισσότερες λέξεις του ΛΚΝ σε -άζι είναι τουρκικής προέλευσης (αγιάζι, μαράζι κτλ.) και μόνο δύο γαλλικές: γκάζι και γρανάζι, που όμως δεν έχουν τύπους «γκαζ» (εντάξει, υπάρχει, αλλά πολύ σπάνια) ή ανγκρανάζ (διότι το γρανάζι προέρχεται από το engranage). Δηλαδή, οι γαλλικές λέξεις έμειναν σε γενικές γραμμές ασυμμόρφωτες και δεν έδωσαν προσαρμοσμένους τύπους σε συχνότητα που να λεξικογραφείται -στον κατάλογο που ακολουθεί μόνο το «σενάζι» είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Σε λόγιο εξελληνισμό έχουμε το «εμβαλλάγιον», που το έχουμε συζητήσει και παλιότερα στην ορολογία των φαρμακοποιών.

Όπως είπα, με αστερίσκο σημειώνω στον κατάλογο τις λέξεις που δεν προέρχονται από επίθημα -age ή και που δεν έχουν γαλλική προέλευση (πιάζ, τζαζ) ενώ μια ειδική περίπτωση είναι το σπικάζ, που φτιάχτηκε στα ελληνικά, από το αγγλ. speak και το επίθημα -άζ ως αυτονομημένο πλέον. Δεν υπάρχει λέξη speakage στα γαλλικά, ενώ ο αγγλικός όρος είναι voice-over. Αν ξέρετε άλλη τέτοια περίπτωση, πολύ θα με ενδιαφέρει.

Ιδού λοιπόν οι 50 λέξεις σε -άζ. Συμπληρώστε ελεύθερα, μήπως και φτάσουμε τις 100.

  1. αβαντάζ
  2. αμπαλάζ
  3. αμπραγιάζ
  4. αρμπιτράζ
  5. βερνισάζ
  6. βιράζ
  7. βολτάζ
  8. γκαράζ
  9. εταλονάζ
  10. καμουφλάζ
  11. καμποτάζ
  12. κολάζ
  13. κορσάζ
  14. μακιγιάζ
  15. μασάζ
  16. μιξάζ
  17. μοντάζ
  18. μπαράζ
  19. μποϊκοτάζ
  20. μπρικολάζ
  21. ντεκαπάζ
  22. ντεκουπάζ
  23. ντεμακιγιάζ
  24. ντεμαράζ
  25. ντεμπραγιάζ
  26. ντρενάζ
  27. πατινάζ
  28. πετρογκάζ * από πετρο- + γαλλ. gaz
  29. πιάζ * από τουρκ. piyaz
  30. πλαζ * από γαλλ. plage, αντιδάνειο, όχι με επίθημα
  31. πλακάζ
  32. πορτ-μπαγκάζ
  33. ρεπεσάζ
  34. ρεπορτάζ
  35. ροντάζ
  36. σακ βουαγιάζ
  37. σαμποτάζ
  38. σενάζ(ι)
  39. σπικάζ
  40. τατουάζ
  41. τζαζ * από αγγλ. jazz
  42. τιράζ
  43. τιρκουάζ * από γαλλ. turquoise
  44. τονάζ
  45. τριάζ
  46. υδρομασάζ
  47. φραμπουάζ
  48. φωνομοντάζ
  49. φωτομοντάζ
  50. φωτορεπορτάζ

Κάποιες από τις λέξεις του καταλόγου απηχούν παλιότερες εποχές κυριαρχίας της γαλλοφωνίας και σήμερα υποχωρούν μπροστά στους αγγλικούς όρους, όπως το εταλονάζ που είναι όρος της φωτογραφικής. Θυμάμαι άλλωστε κι έναν διάλογο σε πρωινάδικο, με μία νεαρή που σπούδαζε makeup artist.

Πώς το λένε στα ελληνικά αυτό που σπουδάζεις; ρώτησε η παρουσιάστρια. Μακιγιάζ, απάντησε εκείνη. Και είχε δίκιο.

Κλεινουμε με το κατάλληλο για την περίσταση τραγούδι.

Posted in Γλωσσικά δάνεια, Κατάλογοι, Λεξικογραφικά, γαλλικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 188 Σχόλια »

Τα ρο της ηχορύπανσης

Posted by sarant στο 30 Μαρτίου, 2018

Πριν από μερικές μέρες, σε μια ομάδα του Φέισμπουκ όπου συζητάμε για τη γλώσσα, τα Υπογλώσσια, ο φίλος Θ. Αναγνωστόπουλος αναρωτήθηκε αν θα διατηρηθει στη λέξη «αντιρατσιστικός» ο κανόνας (της αρχαίας) που επιβάλλει τον διπλασιασμό του ρο, αν δηλαδή πρέπει να γράψουμε «αντιρρατσιστικός». Το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθεί και για πολλές άλλες σύνθετες λέξεις που το β’ συνθετικό τους αρχίζει από ρο, οπότε θυμήθηκα ένα παλιότερο σημείωμα που είχα γράψει (πριν αρχίσει να λειτουργεί το ιστολόγιο) για τα ρο της ηχορύπανσης -ηχορύπανση ή ηχορρύπανση;

Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στα αρχαία ελληνικά, όταν σε μια σύνθετη λέξη το β’ συνθετικό αρχιζει από ρο ενώ το α’ συνθετικό λήγει σε βραχύ φωνήεν, αυτό το αρκτικό ρο διπλασιάζεται. Έτσι, γράφουμε: απορρίπτω, αμφίρροπος, διαρρέω, επίρρημα. Το ίδιο ισχύει και στα σύνθετα με το α- στερητικό: άρρητος.

Γιατί γίνεται αυτό, δεν το ξέρω -σε άρθρο του Θ. Μωυσιάδη, απ’ όπου αντλώ υλικό, αναφέρεται ότι «το αρκτικό -ρ- διπλασιάζεται λόγω αφομοιώσεων με σιγημένο φθόγγο και με συχνό αποτέλεσμα την άρση των αλλεπαλλήλων βραχειών συλλαβών» που δεν με κάνει και πολύ σοφότερο.

Να πούμε εδώ ότι συχνά επικρατει η αντίληψη πως διπλασιάζονται όλα τα αρχικά ρο στη σύνθεση, και αυτό διοτι είναι πολύ σπάνιες οι αρχαίες σύνθετες λέξεις όπου το α’ συνθετικό λήγει σε μακρό φωνήεν κι έτσι δεν διπλασιάζουν το ρο: εύρυθμος (αλλά άρρυθμος), εύρωστος (αλλά άρρωστος), αείροος (αλλά επιρροή). Εννοείται ότι όταν το α’ συνθετικό λήγει σε σύμφωνο, το ρο δεν διπλασιάζεται (εκροή) εκτός βέβαια όταν έχουμε διπλασιασμό λόγω σύνθεσης (συν+ράπτω = συρράπτω).

Τις λέξεις που τις κληρονομήσαμε απο τα αρχαία, τις διατηρούμε έτσι. Το ερώτημα είναι, τι κάνουμε με τις νεότερες λέξεις, σε μια γλώσσα όπου το διπλό ρο δεν δηλώνεται στην προφορά και όπου δεν έχουμε μακρά ή βραχέα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λεξικογραφικά, Ορθογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , | 112 Σχόλια »

Αλαμπουρνέζικα, είπαμε

Posted by sarant στο 29 Νοεμβρίου, 2017

Επειδή χτες μου συνέβη ένα τυχαίο ατύχημα, που έλεγε και ο Ντάριο Φο, δεν πρόλαβα να γράψω φρέσκο άρθρο, οπότε θα επαναλάβω ένα παλιότερο, που είχε αρχικά δημοσιευτεί πριν από εφτά χρόνια  (και κάτι μέρες) στο ιστολόγιο, Νοέμβριο του 2010, εποχή πολύ μακρινή.

Διάλεξα για αναδημοσίευση το συγκεκριμένο άρθρο όχι μόνο επειδή είναι παλιό και άρα θα έχει ξεχαστει, αλλά και επειδή το ξαναγράφω σε μεγαλο βαθμό, καταλήγοντας σε εν μέρει διαφορετικά συμπεράσματα.

Το τι σημαίνει αλαμπουρνέζικα, το ξέρουμε. Η λέξη χρησιμοποιείται σκωπτικά για κάτι που λέγεται ή γράφεται σε ακαταλαβίστικη ή ασυνάρτητη γλώσσα, γενικότερα για κάτι ασυνάρτητο ή ακατανόητο. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος σε ένα αρκετά γνωστό δοκίμιό του έχει χαρακτηρίσει «αλαμπουρνέζικα» τη «γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων«.

Η λέξη πήρε καινούργια ώθηση με τον ερχομό των υπολογιστών, αφού ένα από τα βασικά προβλήματα με τις ελληνικές γραμματοσειρές ήταν στο παρελθόν (και ίσως είναι ακόμα) ότι αν δεν είχες δώσει τη σωστή κωδικοσελίδα έβλεπες στην οθόνη αλαμπουρνέζικα (αν και αυτά εγώ τα έλεγα καραγκιοζάκια). Με την πάροδο του χρόνου τα προβλήματα γραμματοσειράς στους υπολογιστές έχουν μειωθεί πολύ αλλά «αλαμπουρνέζικα» εξακολουθούν να εμφανίζονται σε κινητές συσκευές, υποτίτλους κτλ.

Αν η σημασία της λέξης είναι καθαρή, για την ετυμολογία της δεν υπάρχει βεβαιότητα.

Το (γενικό) λεξικό Μπαμπινιώτη, τουλάχιστον στις τρεις πρώτες εκδόσεις του, αφού αναφέρει ότι είναι αβέβαιο ετύμου, παραθέτει τρεις εξηγήσεις που έχουν προταθεί, από τις οποίες τις δυο τις βρίσκω εντελώς απίθανες. (Πιθανόν στην 4η έκδοση που δεν την έχω να έχει αλλάξει εν μέρει άποψη).

Πρώτη θεωρία, ότι προέρχεται από την (ακατάληπτη) γλώσσα της φυλής Μπουρνού του Σουδάν (!), τα μπουρνέζικα (!!). Αλα + Μπουρνέζικα, ίσον αλαμπουρνέζικα. Αυτή η κατ’ εμε εξωφρενική ετυμολογία έχει προταθεί από τον Φαίδωνα Κουκουλέ. Η φυλή Μπορνού είναι υπαρκτή, είχε μαλιστα συγκροτήσει αυτοκρατορία στην κεντρική Αφρική, πριν από πολλούς αιώνες αλλά δεν υπάρχει καμιά απολύτως μαρτυρία για σχέσεις ή επαφές με τη χώρα μας που θα μπορούσαν να κάνουν παροιμιώδη τη γλώσσα τους.

Δεύτερη θεωρία, που είναι αρκετά διαδεδομένη, ότι προέρχεται από το αλιβορνέζικα, που σημαίνει, λέει, θαυμαστά πράγματα που εισάγονταν από το Λιβόρνο, την ιταλική πόλη. Κι αυτό το βρίσκω απίθανο, παρόλο που υπήρχε στο Λιβόρνο ακμαία ελληνική παροικία και υπήρχαν επαφές. Αλλά δεν θα έπρεπε να έχει αποτυπωθεί κάπου αυτή η μαζικη εισαγωγή «αλιβορνέζικων» αγαθών;

Τρίτη εξήγηση: από το ιταλ. alla burla, «στα αστεία, στην πλάκα», και την κατάληξη -έζικα που χρησιμοποιείται για γλώσσες.

Παρεμφερή εξήγηση δίνει το ΛΚΝ (ετυμολογική επιμέλεια Πετρούνια), που θεωρεί αρχή της λ. αλαμπουρνέζικα τη φράση alla burlesca, «με παιχνιδιάρικο ύφος». Την ίδια εξήγηση δέχεται και το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας.

Το Ετυμολογικό Λεξικό του Μπαμπινιώτη, επίσης, θεωρεί πιθανή την προέλευση από το alla burla + -έζικα  και αναφέρει ότι «δεν είναι πιθανή» η πρόταση για προέλευση από το Λιβόρνο.

Πράγματι, είναι αρκετά πιθανό η αρχή της ελληνικής λέξης να βρίσκεται είτε στο alla burla είτε στο alla burlesca. Είτε από τη μια είτε από την άλλη αρχή καταλήγουμε σε ένα «αλαμπουρλέζικα», που εύκολα δίνει με ανομοίωση «αλαμπουρνέζικα». Η απόσταση από την πλάκα και το αστείο ως την ασυναρτησία και την ακαταληψία δεν είναι μεγάλη.

Για να κάνουμε βέβαια σωστή ετυμολογική διερεύνηση, πρέπει να ξερουμε πότε περίπου μπήκε η λέξη στη γλώσσα μας. Όπως έχω ξαναπεί, τα γλωσσικά ληξιαρχεία στη χώρα μας δεν λειτουργούν ικανοποιητικά, ιδίως για λαϊκές λέξεις. Ωστόσο βρίσκουμε τα «αλαμπουρνέζικα» σε ένα λεξικό των μέσων του 19ου αιώνα, το «Λεξικόν ελληνικόν και γαλλικόν» του Σκαρλάτου Βυζάντιου (1846), ο οποίος τη λέξη baragouinage την αποδίδει «διάλεκτος (ομιλία) σολοικοβάρβαρος και ακατανόητος, κοινώς αλαμπουρνέζικα».

Το δυστύχημα όμως είναι ότι πολύς κόσμος ελκύεται από τις εντυπωσιακές ιστορίες. Έτσι, η προέλευση από το εξωτικό Σουδάν ή έστω από το Λιβόρνο έχει γοητεύσει πολλούς κι έτσι θα τη βρείτε σε πολλές ιστοσελίδες όπως στο Βικιλεξικό, που αναφέρει με βεβαιότητα την προέλευση από το Σουδάν. Kοτζαμάν Σουδάν ακούγεται πιο μεγαλόπρεπο από μια μπερδεμένη ιταλική φράση.

Στην πρώτη έκδοση αυτού του άρθρου, είχα παρουσιάσει και μιαν ακόμα εξήγηση, που την έβρισκα πειστική -αλλά τώρα έχω αλλάξει γνώμη. Ας την αναφέρω όμως.

Ξεφυλλίζοντας παλιά περιοδικά, έπεσα τυχαία τις προάλλες σε μια σειρά από άρθρα του Νικ. Ποριώτη στο εξαιρετικό περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» του Φωτιάδη, που έβγαινε από το 1935 έως την Κατοχή. Ο Ποριώτης ήταν πολύ γερός λόγιος, δημοτικιστής, μεταφραστής αρχαίων αλλά και όπερας,  θεατρικός συγγραφέας. Έκανε και κάμποσα χρόνια στο ναυτικό και ήξερε καλά τη ναυτική γλώσσα. Τα σημειώματα αυτά που σας λέω τα γράφει πια στα 65 του και είναι πολλές φορές απολαυστικά, πάντα με γλωσσικό ενδιαφέρον. Λοιπόν, ο Ποριώτης λέει ότι υπήρχε στην Ιταλία τον 16ο αιώνα ένας σατιρικός ποιητής, ο Φραντσέσκο Μπέρνι, που πέθανε πριν κλείσει τα σαράντα του, στη Φλωρεντία, φαρμακωμένος από έναν καρδινάλιο επειδή αρνήθηκε να φαρμακώσει έναν άλλο καρδινάλιο (ή τουλάχιστο έτσι λένε).

Ο Μπέρνι έγραφε σάτιρες και ήταν ονομαστός για τα πνευματώδη λογοπαίγνιά του, λέει ο Ποριώτης, σε σημείο που το ύφος του να ονομαστεί bernesco, και πλάι στην έκφραση alla burlesca να φτιαχτεί, κατ΄ αναλογία, alla bernesca, με το ύφος του Μπέρνι δηλαδή. Η έκφραση αυτή υπάρχει και σήμερα στα ιταλικά, όπως μπορείτε να δείτε με ένα γκούγκλισμα. Περισσότερα για τον Μπέρνι έχει η Βικιπαίδεια.

Οπότε, λέει ο Ποριώτης, από το «αλά μπουρλέσκα» και από το «αλά μπερνέσκα», με συμφυρμό, προέκυψαν και τα δικά μας αλαμπουρνέζικα.

Την εξήγηση του Ποριώτη την είχα βρει πειστική διότι η φράση alla bernesca ήταν υπαρκτή και συχνή στα ιταλικά, ενώ υπήρχαν και πολλοί ποιητές που ακολουθούσαν τη μανιέρα του Μπέρνι.

Τώρα ομως που ξαναβλέπω όσα είχα γράψει, δεν πείθομαι τόσο πολύ -βρίσκω ότι πρόκειται για περιττή περιπλοκή. Η τροπή του λ σε ν (αλαμπουρλέσκα –> αλαμπουρνέζικα) δεν είναι δύσκολη. Κι έτσι, παρά την μεγάλη εκτίμηση που τρέφω στον Ν. Ποριώτη, πιστεύω πως μπορούμε να μείνουμε στο alla burla / alla burlesca σαν εξήγηση για τα αλαμπουρνέζικα.

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , | 111 Σχόλια »

Φύρδην μίγδην

Posted by sarant στο 12 Ιουλίου, 2017

Περνώντας χτες-προχτές μπροστά από την τηλεόραση, είδα αυτόν τον τίτλο σε τηλεοπτική εκπομπή, υποθέτω σατιρική, νομίζω κυπρέικη, κι αυτό μου έδωσε την ιδέα για το σημερινό αρθράκι, σε συνδυασμό με εκείνο που συζητήσαμε τις προάλλες στα μεζεδάκια μας, σε κάποιο δικό σας σχόλιο, για το μαργαριτάρι μιας επώνυμης δημοσιογράφου, που έγραψε ότι ο Πέτρος Κόκκαλης «εξελέξη αριστείδην (!) μέλος του ΚΚΕ». Αριστίνδην βέβαια, αλλά ευτυχώς το είδαν και το διόρθωσαν.

Φύρδην μίγδην θα πει «ανάκατα, άνω κάτω, σε μεγάλη αταξία, σε απόλυτη ακαταστασία». Αυτές οι δυο λέξεις χρησιμοποιούνται μόνο σε αυτή τη φράση, και μόνο ζευγαρωμένες, δηλαδή λέμε Bιβλία, τετράδια, χαρτιά ριγμένα πάνω στο τραπέζι φύρδην μίγδην, αλλά δεν λέμε «τα βρήκα όλα μίγδην» ή «τα έριξε χάμω φύρδην». Αρχαίες είναι βέβαια οι λέξεις, αλλά στην αρχαιότητα δεν κάνανε μαζί, χώρια χρησιμοποιούνταν -μάλιστα ενώ το φύρδην είναι καθαρόαιμο αρχαίο, το μίγδην είναι ελληνιστικό, ο αρχαιότερος τύπος είναι «μίγδα», λέει ο Πετρούνιας στο ΛΚΝ. Η πιο παλιά ανεύρεση των δύο λέξεων μαζί είναι σε ένα σχόλιο που υπάρχει στο λεξικό Σούδα, ένα υβρεολόγιο που θα άξιζε να το μελετήσουμε κάποια άλλη φορά διότι είναι πολύ γλαφυρό, όπου λέγεται για κάποιον «καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα». Η στερεότυπη έκφραση «φύρδην μίγδην» δεν ξέρω πότε εμφανίζεται πρώτη φορά στα νεότερα γράμματά μας, πάντως μια διάσημη εμφάνισή της είναι σε ένα σύγγραμμα του Θ.Ι.Κολοκοτρώνη, του επιλεγόμενου και Φαλέζ, εγγονού του ήρωα της επανάστασης, που είχε τίτλο «Κουλουβάχατα ή αι φύρδην μίγδην σημεριναί ιδέαι» -στον Φαλέζ δηλαδή χρωστάμε αν όχι τη γέννηση πάντως τη διάδοση της λέξης «κουλουβάχατα», που έχει αραβική αρχή (kulluwahad = όλα ένα).

Το φύρδην και το μίγδην είναι παραδείγματα μιας κατηγορίας αρχαίων επιρρημάτων που είχαν την περίεργη -για τη σημερινή γλώσσα- κατάληξη «-δην». Αυτά παράγονταν είτε από ουσιαστικά (σπόρος – σποράδην) είτε από ρήματα (πλέκω-πλέξω-πλέγδην). Όπως λέει ο γραμματικός Απολλώνιος ο Δύσκολος (δεν χρειάζεται μετάφραση, είναι… εύκολο το κείμενο):

Τὰ εἰς δην ἐν βαρείᾳ τάσει ἐστί, καὶ παράγεται καὶ ἀπὸ ὀνομάτων, ὡς τῷ λόγος τὸ λογάδην παράκειται, μόνος μονάδην, τρόχος τροχάδην, σπόρος σποράδην. ἢ παρὰ ῥῆμα, διὰ τοῦ δ καὶ τοῦ συγγενοῦς β παραλαμβανομένου ἐν πρώτῃ συζυγίᾳ, κλέπτω κλέβδην, κρύπτω κρύβδην, γράφω γράβδην, ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην. καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω λήγοντας μέλλοντας διὰ τοῦ γδ, πλέξω πλέγδην, μίξω μίγδην, νύξω νύγδην. καὶ παρὰ τὴν πέμπτην δὲ συζυγίαν, αἴρω ἄρδην, φύρω φύρδην. καὶ παρὰ τὸ σύω δὲ τὸ σύδην· ὅπερ ἐσχημάτιστο, ἐκ μεταθέσεως τοῦ ε εἰς τὸ υ, παρὰ τὸ σέω, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ σόος, καθότι καὶ τῷ ῥέω τὸ ῥύω παράκειται, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ῥύβδην καὶ ὁλόκληρον εἰς ον λῆγον ῥυδόν· καὶ παρὰ τὸ χύω τὸ χύδην.

Στην αρχαιότητα τα επιρρήματα εις -δην ήταν πάρα πολλά, αλλά στις μέρες μας έχουν επιβιώσει λιγοστά, που μετριούνται στα δάχτυλα αν όχι του ενός χεριού πάντως των χεριών και των ποδιών. Κάποια άλλα, ενώ δεν λέγονται, έχουν δώσει παιδιά που τα χρησιμοποιούμε, ας πούμε από το «ράγδην» (από το ρήγνυμι) έχουμε το «ραγδαίος», που το χρησιμοποιούμε για τη βροχή και για τη γρήγορη εξέλιξη κακών πραγμάτων, μακριά από εμάς. Επίσης από το άδην (με δασεία) που σήμαινε «άφθονα» έχουμε τον αδηφάγο.

Υποσύνολο των επιρρημάτων σε -δην είναι τα επιρρήματα σε -ίνδην, που αυτά πράγματι μετριούνται στα δάχτυλα. Εκτός από το «αριστίνδην», το μόνο που είχε κάποια συχνή χρήση ήταν το «πλουτίνδην» (με κριτήριο τον πλούτο, δηλαδή).

Στο ΛΚΝ βρίσκω 12 λήμματα-επιρρήματα με κατάληξη -δην. Ο Μπαμπινιώτης, που θέλει να φανεί κάπως πιο λόγιος, προσθέτει πεντέξι ακόμα.

Τα συγκέντρωσα και τα παρουσιάζω εδώ (όχι, δεν φυλλομέτρησα μία προς μία τις σελίδες των λεξικών, χρησιμοποίησα ηλεκτρονικές μεθόδους’ από τότε που βγήκε η ηλεκτρονική αναζήτηση χάθηκε το φιλότιμο).

  • άρδην (από το αίρω): ολοκληρωτικά, εκ θεμελίων. Η κατάσταση άλλαξε άρδην. Άρδην ήταν ο τίτλος της σοσιαλιστικής εφημερίδας του Πλάτωνα Δρακούλη και τώρα του εθνικιστικού κινήματος του Καραμπελιά -εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’άρματα…
  • αριστίνδην (από το άριστος): με επιλογή μεταξύ των αρίστων, χωρίς εκλογή. Παλιά υπήρχαν αριστίνδην γερουσιαστές, ενώ αριστίνδην Ιερά Σύνοδος ήταν αυτή που έκλεξε αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυμο το 1967 (χουντίνδην ήταν δηλαδή, αλλά…)
  • βάδην (από το βαίνω): με ρυθμό βαδίσματος. Και ουσιαστικό, το βάδην, το αγώνισμα του στίβου. Επίρρημα Βυρτεμβέργην δεν υπάρχει.
  • διαρρήδην (από το θέμα ρη- του λέγω, είρημαι): απερίφραστα, κατηγορηματικά. Ο Μπαμπινιώτης δίνει την ελαφρώς άστοχη (και φτιαχτή) φράση «υποστήριξε διαρρήδην τις διεκδικήσεις του» αλλά σχεδόν πάντα το χρησιμοποιούμε με το «αρνούμαι» ή με το «απορρίπτω»
  • εκτάδην (από το εκτείνω): σε ξαπλωτή στάση. Μόνο ο Μπαμπινιώτης το έχει.
  • επιτροχάδην (από τον τροχό): γρήγορα, βιαστικά και συνήθ. χωρίς πολλή προσοχή: Ελέγχω επιτροχάδην τους λογαριασμούς. Aναφέρθηκε επιτροχάδην στα προηγούμενα (δηλ. σύντομα). Ο Μπαμπινιώτης εδώ σφάλλει, διότι το λημματογραφεί στο «τροχάδην», ως δύο λέξεις (επί τροχάδην) υποβάλλοντας μάλιστα την ιδέα ότι έτσι το έγραφαν οι αρχαιοι, ενώ οι αρχαίοι πάντοτε το έγραφαν σε μία λέξη, επιτροχάδην.
  • καταλογάδην : κατά τον τρόπο της φυσικής ομιλίας’ λέγεται για απόσπασμα π.χ. της Ιλιάδας που το διαβάζουμε πεζό, όχι έμμετρο.
  • λογάδην (από το λογάς = εκλεκτός -και όχι φλύαρος!): κατ’ επιλογή. Μόνο στον Μπαμπινιώτη και αμφιβάλλω αν λέγεται σήμερα, αν και βλέπω ότι υπάρχει λογοθεραπευτικό κέντρο ή κάτι τέτοιο με τον τίτλο Λογάδην, τρέχα γύρευε δηλαδή.
  • μίγδην (από το μίγνυμι) βλ. φύρδην μίγδην.
  • προτροπάδην (από την προτροπή): πολύ γρήγορα. Μόνο στον Μπαμπινιώτη που το χαρακτηρίζει αρχαιοπρεπές. Για κάποιον που το βάζει στα πόδια μπορούμε να πούμε «έφυγε προτροπάδην».
  • σποράδην (από το σπόρος): σποραδικά. Μπορούμε να αποδώσουμε έτσι τη βιβλιογραφική ένδειξη passim.
  • στάγδην (από το στάζω): σταγόνα-σταγόνα. Μόνο στον Μπαμπινιώτη, ο οποίος περιέργως δεν καταγράφει τον σύμπλοκο όρο «στάγδην άρδευση», τουλάχιστον στην έκδοση που έχω.
  • συλλήβδην (από το συλλαμβάνω): όλα/όλοι μαζί, χωρίς εξαίρεση -συχνά με επικριτική χροιά, π.χ. δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις πουλημένους συλλήβδην τους πολιτικούς. Επειδή δεν είναι διάφανη η σημασία, συχνά λέμε «όλους συλλήβδην».
  • συστάδην (από το συνίσταμαι ή από τη συστάδα): από κοντά, σώμα με σώμα. Μόνο στις φράσεις «μάχομαι/μάχη εκ του συστάδην».
  • τροχάδην (από τον τροχό): τρέχοντας, βιαστικά. Και ουσιαστικό, το τροχάδην, που έχει δώσει σε σχολεία και στρατόπεδα το υποκοριστικό «το τροχαδάκι».
  • φύρδην (από το φύρω, εξού και φύραμα, αιμόφυρτος), βλ. φύρδην μίγδην.
  • χύδην (από το χέω): σωρηδόν, χύμα. Τόσο το ΛΚΝ όσο και ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζουν ότι χρησιμοποιείται μόνο στη φράση «χύδην όχλος» που τον λέγανε περιφρονητικά οι παλιοί ψηλομύτηδες για την πλέμπα -άλλωστε και η λ. χυδαίος από το χύδην είναι. Ωστόσο, υπάρχει και το χύδην φορτίο, πχ. χύδην τσιμέντο (bulk που λέμε) στην ορολογία της πιάτσας και θα έπρεπε να το καταγράψουν τα λεξικά.

Πέρα από αυτά, το Αντίστροφο λεξικό της Συμεωνίδη, που όμως καταγράφει και σπανιότατες λέξεις, έχει τρεις ακόμα: περιβάδην, παραστάδην και συμμίγδην. Τα δύο πρώτα ακούγονται λιγάκι σαν κυπρέικα.

Να πούμε ότι όλες οι παραπάνω λέξεις είναι αρχαίες, δηλαδή το επίθημα -δην δεν είναι πια ζωντανό στα νέα ελληνικά, σε αντίθεση με το άλλο επιρρηματικό επίθημα, το -δόν, π.χ. αναφανδόν, οκλαδόν, ομαδόν, σωρηδόν, το οποίο χρησιμοποιείται και για την παραγωγή νεότερων λέξεων, κάποτε ευκαιριακών σχηματισμών, π.χ. κλοτσηδόν, σαρδεληδόν (π.χ. για τους επιβάτες στο λεωφορείο), κοπιπαστηδόν.

Από την άλλη, τα επιρρήματα σε -δην, όπως και να το κάνεις, έχουν κάποιαν επισημότητα. «Θα τιμωρήσω όλο τον λόχο διαρρήδην», έλεγε ένας λοχαγός που είχαμε στο στρατό κι εμείς ψαρώναμε. Μάλλον συλλήβδην ήθελε να πει, αλλά κανείς δεν τόλμησε να του το επισημάνει.

Posted in Αρχαία ελληνικά, Γραμματική, Γενικά γλωσσικά, Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 130 Σχόλια »

Ο τρόμος για την απλοποίηση και για τις αλλαγές της ορθογραφίας

Posted by sarant στο 17 Μαρτίου, 2017

Κυκλοφόρησε αρκετά στο Φέισμπουκ ένα κείμενο, που το βλέπετε σε εικόνα αριστερά και που θα το μεταγράψω πιο κάτω -ίσως  ο συντάκτης του να είναι δάσκαλος, αν και αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Κάποιος φίλος μού ζήτησε να το σχολιάσω -κι έτσι έχουμε το σημερινό άρθρο, αν και τα θέματα αυτά τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές στο παρελθόν και θα τα συζητήσουμε ξανά στο μέλλον -αλλά γλωσσικό ιστολόγιο είμαστε, αν ήμασταν ποδοσφαιρικό θα συζητούσαμε για μπάλα.

Ο άγνωστος συντάκτης λοιπόν, ίσως δάσκαλος, στο καλογραμμένο κειμενάκι του συγκέντρωσε 14 λέξεις που η ορθογραφία τους έχει αλλάξει ή που ο συντάκτης νομίζει ότι έχει άλλάξει, στην κατεύθυνση της απλοποίησης. Θεωρεί ότι η απλοποίηση αυτή της ορθογραφίας συνιστά κατακρεούργηση της γλώσσας (!) και εκφράζει την έντονη δυσφορία του που νιώθει ανορθόγραφος και «αναγκάζεται να ανοίξει λεξικό ακόμα και για την πιο απλή λέξη».

Αλλά ας δούμε πρώτα το κείμενο:

Ενός λεπτού σιγή για εκείνο το μαντήλι που ξηλώθηκε κι έμεινε «μαντίλι», για την εταιρεία που διαλύθηκε κι έγινε «εταιρία», για τη βρωμιά που λερώθηκε κι έγινε «βρομιά», για τον χλωμό που τρόμαξε κι έγινε «χλομός», για το πηρούνι που έσπασε κι έγινε «πιρούνι», για το συγγνώμη που, έλεος, γίνεται «συγνώμη», για το ρήμα γλυτώνω που δε γλύτωσε κι έγινε «γλιτώνω», για το παληκάρι που λύγισε κι έγινε «παλικάρι», για την μπύρα που ξίνισε κι έμεινε «μπίρα», για την χρεωκοπία που έγινε «χρεοκοπία» και τη φοβόμαστε περισσότερο, για την περηφάνεια που ντροπιάστηκε κι έγινε «περηφάνια» για τον Μανώλη που παλεύει για να μη γίνει «Μανόλης», για τη ζήλεια που ζήλεψε κι έγινε «ζήλια», για το κτήριο που γκρεμίστηκε κι έγινε «κτίριο»…
Και για όλα εκείνα τα θύματα της απλοποίησης/κατακρεούργησης της ελληνικής γλώσσας, που μας κάνουν να νιώθουμε ανορθόγραφοι και να ανοίγουμε λεξικό ακόμη και για την πιο απλή λέξη!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσική αλλαγή, Λεξικογραφικά, Μεταμπλόγκειν, Ορθογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 252 Σχόλια »

52 λέξεις της κοινής βορειοελλαδικής

Posted by sarant στο 2 Μαρτίου, 2017

Μια και βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη αυτές τις μέρες, είπα σήμερα να παρουσιάσω ένα άρθρο γλωσσικό -όμως ένα άρθρο που να έχει ως αντικείμενο όχι ακριβώς τις λεξιλογικές διαφορές βορρά και νότου, αφού έχουμε ήδη ασχοληθεί με το θέμα αυτό παρουσιάζοντας το βιβλίο Μπαγιάτηδες και χαμουτζήδες του Μπάμπη Μεταξά, ούτε τον τύπο «σε λέω» (με τον οποίο έχουμε επίσης ασχοληθεί), αλλά λέξεις που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι αρκετά διαδεδομένες στη Βόρεια Ελλάδα όχι όμως στη Νότια.

Θα μου πείτε, δεν είναι ιδιωματισμοί αυτοί; Η απάντηση είναι θέμα οπτικής γωνίας. Σε ένα λεξικό της κοινής νεοελληνικής κανονικά δεν έχουν θέση οι ιδιωματισμοί, ας πούμε ο κρητικός μπέτης, τα ποντιακά καρτόφια ή το επτανησιακό τζαντζαμίνι. Ωστόσο, σε ένα λεξικό της κοινής νεοελληνικής που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, όπως το ΛΚΝ, υπάρχουν λέξεις που δεν τις περιλαμβάνουν τα λεξικά της κοινής νεοελληνικής που έχουν εκδοθεί στην Αθήνα. Οι λέξεις αυτές, επομένως, μπορούν να θεωρηθούν λέξεις της «κοινής βορειοελλαδικής», αφού είναι αρκετά κοινές ώστε να θεωρούνται άξιες λημματογράφησης σε ένα «θεσσαλονικιό πανελλήνιο» λεξικό -αλλά όχι σε ένα «αθηναϊκό» πανελλήνιο λεξικό.

Πρακτικά, ζητάμε λέξεις που να τις έχει το ΛΚΝ (το λεγόμενο και λεξικό Τριανταφυλλίδη, το οποίο εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη) και να μην τις έχει το Λεξικό Μπαμπινιώτη ή το Χρηστικό της Ακαδημίας, αλλά βέβαια λέξεις λαϊκές και όχι λόγιες ή επιστημονικές -διότι βέβαια η μη συμπερίληψη ενός όρου σε ένα λεξικό μπορεί επίσης να οφείλεται σε διαφορές στη λεξικογραφική νοοτροπία και πολιτική του κάθε λεξικού.

Έφτιαξα λοιπόν τον εξής κατάλογο, με 52 λέξεις που τις καταγράφει το ΛΚΝ και που, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, χρησιμοποιούνται στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά δεν τις συμπεριλαμβάνει το λεξικό Μπαμπινιώτη. Φυσικά, τα λήμματα του ΛΚΝ που δεν υπάρχουν στο λεξικό Μπαμπινιώτη είναι πολύ περισσότερα -στον μικρό μας κατάλογο έχω 52 μόνο λήμματα, που όλα είναι δάνεια, 51 από τα οποία είναι δάνεια από τα τουρκικά. Αυτό οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο συνέταξα τον κατάλογο, διότι θα ήταν πρακτικά αδύνατο να συγκρίνω το συνολικό λημματολόγιο των δύο λεξικών.

Στον κατάλογο παραθέτω το περιεχόμενο του ΛΚΝ για τα σχετικά λήμματα, χωρίς δικό μου σχολιασμό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Θεσσαλονίκη, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , | 251 Σχόλια »

εία ή ία; Το φριχτό δίλημμα

Posted by sarant στο 23 Φεβρουαρίου, 2017

Τις προάλλες, στα σαββατιάτικα μεζεδάκια μας, είχα παραθέσει ένα απόσπασμα από κάποιον δημοσιογράφο, και το σχολίαζα. Το απόσπασμα περιείχε τη λέξη «κατασκοπεία», έτσι γραμμένη, ενώ εγώ στον σχολιασμό μου έγραφα «κατασκοπία». Μια φίλη που το είδε, μου έστειλε προσωπικό μήνυμα (στο ίνμποξ, που λέμε στο Φέισμπουκ) για να το διορθώσω. Οπότε, γράφω το σημερινό άρθρο.

Κατασκοπία ή κατασκοπεία;

Ο κανόνας που μαθαίναμε στο σχολείο είναι πως όταν το θηλυκό ουσιαστικό παράγεται από ρήμα σε -εύω, τότε γράφεται με -εία, αλλιώς με -ία: πορεύομαι — πορεία, ερμηνεύω — ερμηνεία αλλά υπουργός — υπουργία (μόνο ο Άδωνης γράφει «επί υπουργείας μου»).

Ρήμα «κατασκοπεύω» υπάρχει, και γι’ αυτό η σχολική ορθογραφία γράφει «κατασκοπεία». Όμως, ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι το ρήμα είναι μεταγενέστερο, και ότι η «κατασκοπία» παράγεται από τον κατάσκοπο, επομένως το γράφει «κατασκοπία».

Η κατασκοπ*α είναι ένα από τα διττογραφούμενα θηλυκά ουσιαστικά στα οποία παρουσιάζεται το φριχτό δίλημμα «-εία ή -ία», ένα από τα πιο μπελαλίδικα θέματα της ορθογραφίας μας και από τα πιο δύσκολο να διδαχτούν, διότι οι μαθητές ή ο δάσκαλος δεν είναι ετυμολόγοι να ξέρουν αν το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό, αν δηλαδή πρώτα εμφανίστηκε το ρήμα κατασκοπεύω και μετά η κατασκοπεία και ο κατάσκοπος ή αν ο κατάσκοπος γέννησε την κατασκοπία.

Ας πούμε, γιατί η εταιρεία γράφεται με -ει- ενώ δεν υπάρχει ρήμα «εταιρεύω»; Διότι, λέει ο Μπαμπινιώτης, παράγεται από το επίθετο «εταιρείος» και όχι απευθείας από τον εταίρο. Οι αρχαίοι την έγραφαν και με ΕΙ και με Ι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Ορθογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 180 Σχόλια »

Λεωφόρος Πόρτες

Posted by sarant στο 3 Αυγούστου, 2016

Οι Πόρτες είναι ένας παραλιακός οικισμός της Αίγινας, από την πλευρά που βλέπει στο Αιγαίο, κάπου 7 χιλιόμετρα πιο κάτω από την Αγία Μαρίνα. Είναι ο τελευταίος παραλιακός οικισμός του νησιού από αυτή την πλευρά: από κει και κάτω οι ακτές είναι απόκρημνες και δρόμος δεν υπάρχει για πιο πέρα, παρά μόνο για επιστροφή στη χώρα -με αυτοκίνητο δηλαδή δεν μπορεί κανείς να κάνει τον γύρο του νησιού, λείπει ένα μικρό κομμάτι που μόνο μονοπάτι πηγαίνει.

Ο δρόμος που πηγαίνει από την Αγιαμαρίνα στις Πόρτες, πρώτα ανηφορικός και μετά κατηφορικός, έχει πολλές κορδέλες. Χτες το πρωί, περπάτησα από τις Πόρτες προς την Αγιαμαρίνα, και για να συντομέψω λίγο τη διαδρομή ανέβηκα από την ακρογιαλιά παίρνοντας έναν κάθετο τσιμεντόδρομο, έντονα ανηφορικό. Λϊγο πιο μετά βγήκα στη δημοσιά, αλλά συνέχισα τον ανήφορο, ενώ ο τσιμεντόδρομος είχε μετατραπεί σε χωματόδρομο, με ακόμα πιο έντονη κλίση, που όμως είχε πινακίδα, οδός Στέλιου Καζαντζίδη. Ανηφόρισα ώσπου έφτασα σε έναν ακόμα μικρότερο οικισμό από τις Πόρτες, που λέγεται Κυλινδράς, και από εκεί ακολούθησα πια τον αμαξιτό δρόμο, με τις κορδέλες του, που ήταν ήπια κατηφορικός -η πεζοπορική μου πείρα λέει πως είναι καλύτερος ο απότομος ανήφορος από τον απότομο κατήφορο, που σε χτυπάει στα γόνατα και τη μέση, χώρια που μπορεί να πέσεις.

leoportesΑλλά εμείς εδώ λεξιλογούμε. Λεξιλογώντας λοιπόν, όταν σχεδίαζα επί χάρτου τη χτεσινή πεζοπορία είχα παρατηρήσει ότι στο google maps ο δρόμος που πηγαίνει από την Αγιαμαρίνα στις Πόρτες αναγραφόταν «Λεωφ. Πόρτες» και είχα την απορία αν και στις πινακίδες της οδού θα παρέμενε άκλιτο το όνομα. Όπως βλέπετε στη φωτογραφία αριστερά, πράγματι η δημοσιά ονομάζεται «Λεωφόρος Πόρτες» -και όπως μισοβλέπετε, η ακλισία δεν είναι γενικευμένο φαινόμενο στην περιοχή, αφού τον κάθετο δρόμο τον κλίνουν: οδός Νίκης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αίγινα, Γενικά γλωσσικά, Θηλυκό γένος, Ταξιδιωτικά, Φωτογραφίες | Με ετικέτα: , , | 243 Σχόλια »

Ελληνικούρες και λαθοθηρία

Posted by sarant στο 15 Απριλίου, 2016

Τις προάλλες, το tvxs.gr δημοσίευσε ένα άρθρο της κ. Ιφιγένειας Κοντού με τίτλο Τι σημαίνουν επιτέλους αυτές οι «ελληνικούρες»;  Το άρθρο παρουσιάζει ορισμένες αρχαίες ή αρχαιοπρεπείς φράσεις που τις χρησιμοποιούμε συχνά στον λόγο μας, και που συχνά, σύμφωνα με την αρθρογράφο, τις μετατρέπουμε σε μαργαριτάρια -δηλαδή κάνουμε λάθος (ή «λάθος») στη μορφή ή τη σημασία τους. Το θέμα φυσικά ενδιαφέρει το ιστολόγιό μας, άλλωστε το συζητήσαμε επιτροχάδην σε κάποια σχόλια (άλλου άρθρου, βέβαια), οπότε δεν είναι περιττό να πω τη γνώμη μου ή να θυμίσω άρθρα που έχουμε ήδη δημοσιεύσει για ορισμένες από αυτές τις φράσεις. Καναδυό φίλοι μάλιστα μού το ζήτησαν ρητά.

Θα αναδημοσιεύσω το ψαχνό από το άρθρο της κ. Κοντού, με τα δικά μου σχόλια κάτω από κάθε παράγραφο, με πλάγιους χαρακτήρες. Να πω πάντως ότι είναι γραμμένο σε ανάλαφρο στιλ, χωρίς να εκτοξεύει χαρακτηρισμούς για αγραμματοσύνη όσων δεν συμφωνούν με τις επιλογές της συντάκτριας, αλλά και χωρίς, κατά τη γνώμη μου, να αποφεύγει κάποια υπερβολική εμμονή στην αρχική μορφή των φράσεων αγνοώντας ότι μέσα στους αιώνες μπορεί κι αυτές να αλλάζουν κάπως μορφή, όσο κι αν παραμένουν απολιθώματα. Απολιθώματα που να αλλάζουν; Οξύμωρο, θα πείτε. Όχι και τόσο. Εάν η αρχαια φράση στέκει αυτοτελώς (π.χ. «άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες» ή «μολών λαβέ»), ασφαλώς θα μείνει αμετάβλητη. Αν όμως εντάσσεται σε νεοελληνική φράση, τότε δεν αποκλείεται να υποστεί κάποια (συνήθως μικρή) τροποποίηση, με τον ίδιο τρόπο που όταν οι παλιοί μαστόροι έπαιρναν αγκωνάρια από ένα παλιότερο σπίτι για να τα χρησιμοποιήσουν σε ένα καινούργιο, τα λείαιναν στις γωνιές για να ταιριάξουν πιο αρμονικά με το νέο κτίσμα.

Μερικές φορές μάλιστα, η λείανση αυτή έχει συντελεστεί εδώ και αιώνες, και την αρχαία φράση την έχουν χρησιμοποιήσει, τροποποιημένη, άλλοι επίσης αρχαίοι συγγραφείς -τότε είναι κάπως κωμικό να επανερχόμαστε στην αρχική μορφή, τάχα ότι είναι πιο αυθεντική. Θα δούμε μερικά τέτοια παραδείγματα στο άρθρο της κ. Κοντού.

Ξεκινάμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία ελληνικά, Λαθολογία, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 207 Σχόλια »

Ο κ. Θεοδωρόπουλος και το κάτεργο

Posted by sarant στο 24 Φεβρουαρίου, 2016

Επειδή το όνομα του τίτλου είναι σχετικά κοινό, να διευκρινίσω πως εννοώ τον λογοτέχνη κ. Τάκη Θεοδωρόπουλο και την κυριακάτικη επιφυλλίδα του στην Καθημερινή, με τίτλο «Τα ελληνικά ως κάτεργο», έναν τίτλο που αποκτά εμμέσως επικαιρότητα διότι θυμίζει την επιφυλλίδα του αείμνηστου πλέον Ουμπέρτο Έκο «Τα λατινικά σαν τιμωρία», που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή» και που μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.

Κάτεργο τα ελληνικά λοιπόν στην εκπαίδευση -αλλά ποια ελληνικά; Όπως άλλοι ξεκινούν με γκολ από τ’ αποδυτήρια, ο κ. Θεοδωρόπουλος αρχίζει με λαθροχειρία από τον τίτλο -διότι δεν εννοεί, βεβαίως, τα ελληνικά γενικώς, αλλά τα αρχαία ελληνικά. Δεν θέλω να χάσουμε χρόνο με το άγονο ερώτημα του αν τα ελληνικά είναι μία και ενιαία γλώσσα -ερώτημα βεβαίως που θα απαντιόταν πανεύκολα αν σας έδινα (ή αν μου δίνατε) μια σελίδα Θουκυδίδη. Το θέμα είναι ότι ακόμα και για έναν οπαδό του δόγματος της μίας και ενιαίας, ειδικά σε ένα άρθρο σαν κι αυτό, που αναλύει τη δυσκολία της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο, θα έπρεπε να γίνεται η διάκριση. Τη διάκριση άλλωστε την κάνει και ο ίδιος ο συντάκτης στην αρχή-αρχή της επιφυλλίδας του: Φ​​ίλη μού έλεγε προχθές πως τα εγγόνια της, πρώτη και τρίτη γυμνασίου, δυσκολεύονται πολύ με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Τα αρχαία ελληνικά λοιπόν είναι (κατά Θεοδωρόπουλον) κάτεργο.

Όμως, στη συνέχεια της επιφυλλίδας του, και στο πιο καίριο ίσως σημείο της, ο κ. Θ. επιστρατεύει ξανά τη λαθροχειρία:

Απέναντι σ’ αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας ο μαθητής (…) είναι απολύτως φυσιολογικό να μισήσει τα αρχαία ελληνικά. Ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ξένη γλώσσα η οποία, σε αντίθεση με τα αγγλικά, δεν του είναι χρήσιμη ούτε στα αεροδρόμια ούτε για να περιηγηθεί στο Διαδίκτυο. Οι ώρες που ξοδεύονται είναι σαν τις ώρες του καταδίκου που περιμένει την αποφυλάκισή του. Κάποια ποινή εκτίει. Και για ποιο έγκλημα έχει καταδικασθεί; Είναι απλό: γεννήθηκε Ελληνας, και επειδή γεννήθηκε Ελληνας πρέπει να μιλάει ελληνικά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία ελληνικά, Εκπαίδευση, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 233 Σχόλια »

Πόσο μάλλον ή πόσω μάλλον;

Posted by sarant στο 18 Μαρτίου, 2015

Τις προάλλες, ρώτησε ένας φίλος από το Φέισμπουκ:

Αυτό το ωμέγα στο «πόσω μάλλον», που βλέπω κάθε τόσο εδώ κι εκεί, είναι ικανό να με διαλύσει. Πόθεν;

Το συζητήσαμε εκεί, αλλά επειδή το θέμα έχει ίσως ευρύτερο ενδιαφέρον καλό είναι να το κουβεντιάσουμε κι εδώ. Μάλιστα, παραδέχομαι ότι κακώς δεν είχα ως τώρα γράψει άρθρο, όμως έχω μια καλή δικαιολογία: υπήρχαν στο Διαδίκτυο δύο πολύ καλά άρθρα του φίλου Τιπούκειτου, οπότε η ανάγκη να γράψω κι εγώ δεν ήταν και τόσο επείγουσα. Επειδή τα παλιά εκείνα άρθρα (από το 2007, παναπεί πολύ παλιό με τα ιντερνετικά μέτρα) είχαν καλύψει πολύ καλά το θέμα δεν σκοπεύω να πω τίποτα καινούργιο, πιο πολύ να ανακεφαλαιώσω τα επιχειρήματα. Έχω αντλήσει φυσικά υλικό από τα δύο παλιά άρθρα (το πρώτο και το δεύτερο, εδώ).

Η έκφραση «πόσο μάλλον» σημαίνει «πολύ περισσότερο, ακόμα περισσότερο»: Ανέκαθεν ήταν οικονόμος, πόσο μάλλον τώρα που έχει και οικογενειακές υποχρεώσεις. Είναι έκφραση που χρησιμοποιείται πολύ, αφού έχει ενταχθεί αρμονικά στην καθομιλουμένη. Η γραφή «πόσω μάλλον» για την οποία διαμαρτυρήθηκε ο φίλος μου και που έχει εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, είναι μπαμπινιωτισμός. Πριν κυκλοφορήσει το λεξικό Μπαμπινιώτη στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ελάχιστοι έγραφαν «πόσω μάλλον». Στα μεταπολεμικά τουλάχιστον χρόνια, είχε επικρατήσει σχεδόν ολοκληρωτικά η γραφή «πόσο μάλλον».

Επειδή για τους ημιμαθείς των μέσων ενημέρωσης το λεξικό Μπαμπινιώτη προσέλαβε, μέσα στην Ηλίθια Δεκαπενταετία, το κύρος γλωσσικού ευαγγελίου, και επειδή το ωμέγα έχει, πώς να το κάνουμε, μια βυζαντινοπρεπή αρχοντιά (είναι, στο κάτω κάτω, μέγα!), πολλοί υιοθέτησαν τον ανυπόφορο αυτό γλωσσικό ακκισμό (ο χαρακτηρισμός είναι του φίλου Τιπούκειτου), είτε επειδή πίστευαν ότι έτσι γίνονται «προσεκτικοί» χρήστες της ελληνικής είτε για να ξεχωρίσουν από την πλέμπα. Πάντως, ο ακκισμός παραμένει, ευτυχώς, μειοψηφικός, όπως δείχνει το γκουγκλ, ενώ από τα μεγάλα λεξικά μας, μόνο ο Μπαμπινιώτης προτιμά τον τύπο «πόσω μάλλον» ενώ το ΛΚΝ και το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας καταγράφουν μόνο τον τ. «πόσο μάλλον».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λεξικογραφικά, Ορθογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 87 Σχόλια »