Τον Λεώνικο Καλαχώρα τον γνώρισα το 1982 ή 1983, σε μια παρέα νεαρών λογοτεχνιζόντων. Μου χάρισε το βιβλίο του «Μέρες του φίλου μου Πέτρου Π.» κι εγώ δεν του αντιχάρισα τίποτα γιατί δεν είχα ακόμα βγάλει βιβλίο (έβαλα όμως τη μητέρα μου να του δώσει τα ποιήματά της, αν θυμάμαι καλά). Μετά τον ξαναβρήκα πριν από μερικά χρόνια, χάρη στο ιστολόγιο. Την άνοιξη του ζήτησα να μου στείλει κάτι δικό του να το ανεβάσω κάποια στιγμή. Μου έστειλε μερικά κομμάτια, διάλεξα τούτο εδώ αν και είναι κάπως μεγάλο -στο μεταξύ όμως καλοκαίριασε, οπότε τώρα που επανήλθαμε στον κανονικό ρυθμό του ιστολογίου ανεβάζω επιτέλους το διήγημα του Λεώνικου. Δεν του το έχω πει, είναι έκπληξη.
Γράμματα δε μαθαίνουν στη στάνη του Μπασιά
Τον λέγανε Μπασιά· Γεώργιος Μπασιάς του Δημητρίου. Βέβαια, Γκέρκι τον λέγανε στη στάνη, ή Γιωργή, και τον πατέρα του Μήτσο, αλλά για το στρατό και την αστυνομία ήταν ο Γεώργιος Μπασιάς του Δημητρίου. Το ίδιο κι ο παπούς του, Γκέρκι ή Γιωργή τον λέγανε, Γεώργιος τον γράφανε· τον προπάππο του επίσης Μήτσο τον λέγανε στη στάνη, Δημήτριο τον γράφανε, όπως βάφτισε το γιό του χάρη στον πατέρα του, όπως έκαναν όλοι οι Μπασιάδες από πάππου προς πάππο και όπως θα κάνουν και στο μέλλον, ‘μέχρι ο θεός να φέρει το έλεός του’ κατά την προσφιλή έκφραση ενός γέροντα της οικογένειας, που ήταν παρακαταθήκη πληροφοριών και ιδεών, όλων από μνήμης. Τον λέγανε, λοιπόν, Μπασιά· μόνο που πρόφερε το σίγμα παχύ, αρβανίτικο, χωρίς ν’ ακούγεται το ‘γιώτα’. Όταν ήρθε στο στρατό και άκουσε να τον λένε απλώς ‘Μπασιά’, με λεπτό ελληνικό σίγμα και ‘ιωτακισμένο’, αν και δεν ήξερε τον όρο, προσαρμόστηκε αμέσως· ούτε που το ξανασκέφτηκε. Με φτάνει που ξέρω ποιος είμαι εγώ και άσ’ τους αυτούς να νομίζουν ότι ξέρουν καλύτερα! είπε με το νού του· Μπορεί να είναι αξιωματικοί, αλλά δε θα με μάθουν και τ’ όνομά μου τώρα!
Γεννήθηκε στη Στάνη του Μπασιά όπως ο πατέρας, ο παππούς, ο προπάππος του κι εκεί φυσικά θα γεννιόταν ο γιός του. Πώς ήξερε ότι θα κάνει γιο; Η στάνη είναι γεμάτη τσούπρες. Ε… Όσες τσούπρες και να ’ρθουν, ένα γιο θα μου τον στείλει ο θεός, ν’ ακούσει ο πατέρας τ’ όνομά του! έλεγε μέσα του όλο αυτοπεποίθηση για το κορμί του· Κι αν δεν τον δώσει; Αδύνατο! Όλοι οι Μπασιάδες κάνουν γιο! Αλλιώς τι Μπασιάδες είναι;
Η μάνα του δούλευε πολύ όπως όλοι, και ιδιαίτερα οι γυναίκες, στη στάνη αλλ’ αυτός δεν γεννήθηκε μεσοκαμπίς κάτω από δέντρο· γεννήθηκε σε οντά. Οι γυναίκες των Μπασιάδων ήταν δουλευταρούδες αλλά και αρχόντισσες· με το που σπάγανε τα νερά πλάγιαζαν και γεννούσαν με δέκα μαμές και είκοσι παρατρεχάμενες γύρω γύρω. Αλλ’ από τα ψηλά βουνά που ήταν η Στάνη του Μπασιά και μέχρι τα δεκαοκτώ του που έπρεπε να πάει στο στρατό, δεν είχε πάει παραπέρα· πόλη, σχολείο ή χωριό. Αλλά ο κόσμος του δεν ήταν διόλου περιορισμένος· είχε έναν ολοστρόγγυλο ορίζοντα γεμάτον ομορφιές, λίμνες, βουνά και δάση, ρυάκια και πηγές κι έναν πανύψηλο ουρανό γεμάτο φως, μυστήριο και αστέρια, όπου απλώνεται ο Θεός για να μας βλέπει. Και τις νύχτες του χειμώνα είχε γλέντια και ιστορίες. Τα γλέντια τα στήνανε οι νέοι όταν οι γέροι ‘απόκαμαν’ να διηγούνται, και τις ιστορίες τις λέγανε οι γέροι όταν οι νέοι απόκαμαν να χορεύουν και να ξεφαντώνουν. Ξένους δεν αντίκρισε ποτέ εκτός από τους εμπόρους που έρχονταν για βούτυρα, δέρματα, ζωντανά και τυριά, δυο τρεις φορές το χρόνο, κανα παπά σε ξόδια, γάμους και βαφτίσια ή στη γύρα να πιτσιλάει με την αγιαστούρα και να γιομίζει τον ντορβά, ή τους προξενητάδες που γύριζαν από στάνη σε στάνη.
Ό,τι φορούσε το είχαν υφάνει η μάνα, η γιαγιά και τα κορίτσια ή το είχε φτιάξει ο ίδιος από δέρμα ή προβιά· δηλαδή αυτός, ο Γεώργιος Μπασιάς του Δημητρίου, εκτός αν το βρήκε από τον παππού του τον Μήτσο ή τον προπάππο του τον Γιώργη, γιατί στη Στάνη του Μπασιά τίποτα δεν πάει χαμένο. “Γεώργιος και Δημήτριος ήταν μόνο στην ταυτότητα και το στρατό!” του είχαν πει. Δεν είχε δεύτερη αλλαξιά μέχρι που παντρεύτηκε, αλλά ποτέ δεν ένιωσε στερημένος ή γυμνός. Κι έπειτα, στο γιούκο πάντα τον περίμεναν τα παλαϊκά σκουτιά του παππού και του προπάππου του, αν και σε όλα προηγούνταν ο κύρης· ο πατέρας. Ό,τι έτρωγε το καλλιεργούσε ή το φρόντιζε αυτός, εκτός από κοκόρια και κουνέλια που μασχανάθρεφαν και μαγείρευαν τα κορίτσια. Όλα τα κορίτσια, εκτός από ένα, εκείνο που δώσανε νύφη στη δίπλα στάνη… και το αποξεχάσανε. Τη θυμόταν καμιά φορά γιατί τραγούδαγε πολύ ωραία, ήταν και πολύ όμορφη όταν την είδε νύφη, αλλά ποιος παίρνει γυναίκα από τη στάνη του; Την αδερφή του θα πάρει; Τα κορίτσια θα φεύγανε ένα ένα, μα θα έμενε αυτός, οι νύφες, τα κορίτσια τους και αργότερα η γυναίκα του, φερμένη από αλλού, που θα γινόταν κι αυτή γιαγιά και, φυσικά, τα κορίτσια του· χρειάζονται κι αυτά.
Οι μέρες του, εκτός από φως και δουλειά, σκληρή δουλειά όπως άκουσε να λένε γιατί ώς τότε δεν το είχε φανταστεί ότι δούλευε σκληρά, είχαν μουσική και στοχασμό. Δούλευε όσο άντεχε· κι επειδή άντεχε, δούλευε όσο είχε δουλειά· κι επειδή η δουλειά δεν τελειώνει, δούλευε ασταμάτητα· σκληρή δουλειά σε καλοκαιριά και σε κακοκαιριά, σκληρή δουλειά κάτω από τον ήλιο και τη βροχή, σκληρή δουλειά πάνω στο χόρτο και στο χιόνι. Αλλά τη μουσική του την έκανε αυτός μ’ ένα σουραύλι· ένα καλάμι που του είχε ανοίξει τρύπες μ’ ένα πυρωμένο καρφί, όπως ακριβώς ο πατέρας κι ο παππούς του. Έπαιζε τους ίδιους σκοπούς, τις ίδιες μελωδίες κι έκανε τις ίδιες δαχτυλιές, κάποιος ξένος τις είπε ‘ποικίλματα’, όπως έκαναν κι εκείνοι, ίδια κι απαράλλαχτα, όπως όλοι οι παππούδες κι οι προπάπποι στη σειρά, που δεν είχαν αφήσει πίσω τους άλλη μνήμη εκτός από αυτούς τους σκοπούς και τις δαχτυλιές και το ότι είχαν όλοι τους πατέρα ένα Μήτσο ή ένα Γιώργη και παππού ένα Γιώργη ή ένα Μήτσο. Οι γυναίκες, ανώνυμες εντελώς, άφηναν άλλη κληρονομιά στα κορίτσια· τα σχέδια στο υφαντό και το ‘καρτερία, απαντοχή, σιωπή… ό,τι κι αν γίνει!’ “Μόνο μια φορά πρέπει ν’ ακουστεί η φωνή της γυναίκας στο σπίτι· όταν φορέσει μαύρα!” δίδασκαν στοχαστικά.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »