Πλησιάζουν οι γιορτές, οπότε σκέφτηκα ότι πρέπει το ιστολόγιο να τρατάρει κάτι τους φίλους του. Βέβαια, τα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα είναι τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, αλλά γι’ αυτά έχουμε ήδη δημοσιεύσει άρθρο και πάνω από μια φορά, οπότε δεν θα το αναδημοσιεύσω φέτος –μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Κι έτσι, σοκολατάκια και πολύ τους πάει, και αναρωτιέμαι αν οι νεότεροι φίλοι του ιστολογίου ξέρουν από πού προέρχεται αυτή η ατάκα. Θα το φανερώσω αργότερα.
Με άλλα λόγια, σήμερα θα λεξιλογήσουμε για τη σοκολάτα. Και αφού λεξιλογούμε, θα ξεκινήσουμε από την ετυμολογία της λέξης. Στα ελληνικά, η λέξη ήρθε από τα ιταλικά, cioccolata, και θα έχετε ίσως συναντήσει τον λαϊκό τύπο «τσοκολάτα». Η μετατροπή σε «σοκολάτα» έγινε ασφαλώς υπό την επίδραση του γαλλικού chocolat. Κάποιοι βέβαια δικοί μας προκαλούν θυμηδία ότανν επιμένουν να προφέρουν γαλλοπρεπώς τη σοκολάτα, με παχύ σ, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Η ιταλική λέξη ανάγεται στο ισπανικό chocolate (1580), και αυτό στο chocolatl, της γλώσσας Ναχουάτλ των Αζτέκων, από τους οποίους έμαθαν τη σοκολάτα οι Ευρωπαίοι, ως ένα ρόφημα με βάση το κακάο. Ωστόσο, δεν είναι πατρίδα του κακάο το Μεξικό. Το κακαόδεντρο δεν ευδοκιμεί τόσο μακριά από τον Ισημερινό, οι Αζτέκοι εισάγανε καρπό κακάο σαν πολυτέλεια. Μάλιστα, η λέξη chocolatl φαίνεται πως δεν είναι αυθεντική λέξη της Ναχουάτλ. Η σοκολάτα είναι cacahuatl, όπου -atl το νερό, αλλά ίσως οι Ισπανοί θέλησαν ν’ αποφύγουν το κακέμφατο κι έτσι το τροποποίησαν, παίρνοντας τη λέξη chocol (ζεστός) από τη γλώσσα των Μάγια.
Ετσι, οι σπόροι του κακάο και το ρόφημα της σοκολάτας ήρθε στην Ευρώπη. Στα ελληνικά, η λέξη εμφανίζεται το 1726 στην αλληλογραφία του Αναστάσιου Γόρδιου ο οποίος, γράφοντας σε άλλον ιερωμένο, αναφέρει:
τζοκολάτα τὸ βαρβαρικῶς οὕτω καλούμενον, καί τε ὃ καὶ τζάϊ ἐμπορικῶς καὶ ἔρβα θὲ ἰταλιστί, ὡς καὶ ἐν βίβλῳ εἰκονιζόμενον ἐθεασάμην καὶ ἐχρησάμην αὐτῷ πολλάκις
Να μη σταθούμε στο τζ, ξέρουμε ότι στα κείμενα της εποχής το τσ το γράφανε τζ, όπως μας δείχνει και το «τζάι» πιο δίπλα.