Από την περασμένη Παρασκευή, και ως τις 19 Μαΐου, το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ διοργανώνει στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) έκθεση γελοιογραφιών του Μέντη Μποσταντζόγλου, δηλαδή του Μποστ. Στο χτεσινό φύλλο της Aυγής έγραψα ένα άρθρο στο οποίο, πέρα από τα ενημερωτικά για την έκθεση, αναλύω επίσης μια γελοιογραφία του Μποστ από τις 42 που παρουσιάζονται. Βέβαια, αυτή τη γελοιογραφία την έχω παρουσιάσει και παλιότερα εδώ, αλλά νομίζω ότι σηκώνει αναδημοσίευση, όχι μόνο επειδή όταν είχε πρωτοδημοσιευτεί το ιστολόγιο βρισκόταν ακόμη στον πρώτο μήνα της ζωής του, άρα οι νεότεροι φίλοι ίσως δεν την έχουν δει, αλλά και επειδή είναι μια από τις καλύτερες γελοιογραφίες του Μποστ.
Πρώτα όμως να πω μερικά για αυτή την έκθεση, στην οποία έχω βάλει κι εγώ το χέρι μου: έχω διαλέξει τα σκίτσα, έχω γράψει σύντομα κατατοπιστικά σχόλια (περί τις 150-180 λέξεις για κάθε σκίτσο) και ταυτόχρονα έχω διαλέξει δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, από τα οποία έχει γίνει ένα κολλάζ, για να μπει ο θεατής στο κλίμα. (Εδώ μπορείτε να δείτε τι εννοώ). H έκθεση λοιπόν θα διαρκέσει έως τις 19 Μαΐου, όμως είναι ανοιχτά μόνο από Πέμπτη έως και Κυριακή. Πέρα από τις 42 γελοιογραφίες, εκτίθενται τα πρωτότυπα από 6 μεταγενέστερες γελοιογραφίες, πίνακες και άλλα έργα του Μποστ, προσωπικά του αντικείμενα, βιβλία και περιοδικά, ενώ υπάρχει και ειδική ενότητα όπου 19 σύγχρονοι γελοιογράφοι παρουσιάζουν σκίτσα που έφτιαξαν ειδικά για την περίσταση, φόρο τιμής στον Μποστ (πολλά είναι α λα μανιέρ ντε Μποστ).
Την Κυριακή 14 Απριλίου θα πραγματοποιηθεί η ημερίδα «Ξαναθυμόμαστε τον Μποστ», όπου συμμετέχουν οι Κώστας Γεωργουσόπουλος (φιλόλογος, μεταφραστής και κριτικός θεάτρου), Στάθης Σταυρόπουλος (γελοιογράφος), Θανάσης Παπαγεωργίου (σκηνοθέτης), Γιάννης Κοντός (ποιητής), Μανόλης Σαββίδης (φιλόλογος), Τάσος Σακελλαρόπουλος (ιστορικός), Κώστας Μποσταντζόγλου (γραφίστας, γιος του Μποστ) και Νίκος Σαραντάκος. Την έκθεση επιμελείται η θεατρολόγος Μαρίνα Κοτζαμάνη του πανεπιστημίου Πελοποννήσου ως προσφορά στη μνήμη της μητέρας της, της ιστορικού τέχνης Μαρίας Κοτζαμάνη, που είχε σχεδιάσει και προτείνει τη διοργάνωσή της και που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.
Αν και οι 42 γελοιογραφίες της έκθεσης καλύπτουν όλα τα χρόνια συνεργασίας του Μποστ με εφημερίδες και περιοδικά, ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην περίοδο 1959-1966, που ήταν η χρυσή εποχή του Μποστ. Πολλοί θα διακρίνουν ομοιότητες ανάμεσα στη χώρα της μαμα-Ελλάς, του Πειναλέοντα και της Ανεργίτσας και στη σημερινή Ελλάδα, καθώς η λαίλαπα των μέτρων λιτότητας έχει σαρώσει εργασιακές κατακτήσεις δεκαετιών. Επειδή όμως στον μισόν αιώνα που έχει περάσει αναπόφευκτα έχουν ξεχαστεί πρόσωπα και πράγματα, είναι απαραίτητος κάποιος υπομνηματισμός που να κατατοπίζει τους νεότερους και να φρεσκάρει τη μνήμη των παλαιότερων.
Για να πάρουμε μια γεύση από την έκθεση, παρουσιάζω μία από τις γελοιογραφίες που εκτίθενται· θα τη σχολιάσω κάπως αναλυτικά, για να φανεί το εύρος και ο πλούτος των μποστικών λογοπαιγνίων.

Η γελοιογραφία δημοσιεύτηκε στις 17 Ιανουαρίου 1960 στην Ελευθερία και μάλιστα εγκαινίασε τη γόνιμη συνεργασία του Μποστ με αυτή την εφημερίδα (προηγουμένως συνεργαζόταν με τον Ταχυδρόμο). Τις μέρες εκείνες, ο Έλληνας υπουργός οικονομικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος επισκέπτεται τη Βόννη για να συζητήσει οικονομικά θέματα. Η Ελλάδα θέλει να πουλήσει περισσότερα καπνά, να συνάψει δάνεια, να συνδεθεί με την Κοινή Αγορά, να πάρει κάποιες αποζημιώσεις για τα θύματα του ναζισμού. Οι Γερμανοί κρατούν σφιχτά κλειστό το χέρι τους, όπως ομολογεί το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας: «Πενιχρά τα αποτελέσματα των συνομιλιών εις την Μπον. Δημιουργούνται νέοι, ουχί ευμενείς όροι. Ουδέν θετικόν δια τα θύματα του ναζισμού».
Ο Μποστ σχολιάζει την επίσκεψη, φτιάχνοντας μιαν έξοχη σύνθεση με αμέτρητα υπονοούμενα. Τα πολυπόθητα μάρκα δίνουν αφορμή για αλυσιδωτά λογοπαίγνια με τον Μάρκο Μπότσαρη, κι έτσι οι Γερμανοί παρομοιάζονται με τους Τούρκους πριν από το 1821, ενώ ο Λούντβιχ Έρχαρτ (ισόβιος υπουργός οικονομικών επί Αντενάουερ και στη συνέχεια, από το 1963 έως το 1967, καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας) φοράει φέσι και γούνες σαν τον Αλήπασα και αποκαλείται μπέης και πασιάς της Βόννης, η οποία είναι βέβαια Βιλαέτι.
Ο Κανελλόπουλος βαφτίζεται «Καπετάν Πάνος εκ Παλαιών Πατρών» (ήταν Πατρινός) και αποστέλλεται «εις Γερμανών» καβάλα στον Πήγασο, μια και ο Κανελλόπουλος ήταν και λογοτέχνης. Καθώς καλπάζει τ’ άλογο αφήνει πίσω του φύλλα χαρτί. Το πρώτο γράφει επάνω Σονέτα. Ο Κανελλόπουλος είχε πράγματι εκδώσει μια τέτοια ποιητική συλλογή, που είχε γίνει κοινός γελοιογραφικός τόπος, αφού όλοι σχεδόν οι γελοιογράφοι της εποχής τον παράσταιναν με τα σονέτα στο χέρι, σε ρολό ή σε βιβλία. Το άλλο χαρτί γράφει «Εγενήθην το 1402. Απεστάλην εις Βόνην το 1960» (υπαινιγμός στο μυθιστόρημα Γεννήθηκα στα 1402 του Κανελλόπουλου). Ο Πήγασος μεταφράζεται και στα τούρκικα Greek Hava Yolari – Τουρκ Χαβά Γιολαρί λέγονται οι τουρκικές αερογραμμές.
Το κείμενο κάτω από τον τίτλο έχει αναφορές σε Ελύτη ή Μακρυγιάννη (ότι έτζι ήθελεν σωθεί η πατρίς), τα μάρκα τα κρύβουν όχι σε θησαυροφυλάκιο αλλά σε «χανεσί», ενώ πλάι στον μιναρέ υπάρχει, αντί για την ημισέληνο, αγκυλωτός σταυρός, κάτι που σε νεότερες εποχές θα προκαλούσε από κατακραυγή έως διπλωματικό επεισόδιο.
Ακόμα και οι μικρές λεπτομέρειες αξίζουν προσοχή: κάτω στα τείχη, ο στρατιώτης με τη χατζάρα λέει «Έρδε Πάνο». Αυτό το έρδε είναι αρβανίτικο και θα πει «ήρθε», και παραπέμπει στο «Έρδε Κώτσο», με το οποίο οι βασιλόφρονες των Μεσογείων χαιρέτισαν την επάνοδο του Κωνσταντίνου το 1920, ή στο υδρέικο «Έρδε Μπούμπουλης«. Επίσης, το Ζητούνι, από το οποίο φαίνεται να έρχεται ο Κανελλόπουλος (πινακίδα κάτω δεξιά), δεν είναι απλώς η παλιά ονομασία της Λαμίας επί Τουρκοκρατίας, αλλά παραπέμπει στη ζητιανιά.
Ο διάλογος είναι σχετικά σύντομος, όπως είναι λογικό για να κρατηθεί η ισορροπία σε τόσο φορτωμένο σκίτσο· ο Έρχαρτ παραφράζει το πασίγνωστο ποίημα του Βαλαωρίτη («Τ’ άλογο, τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη»), ενώ ο Κανελλόπουλος ζητιανεύει, όχι χωρίς τσαμπουκά, με αλλεπάλληλες γενικές πληθυντικού που μπερδεύονται με αιτιατικές ενικού (των Μάρκων – τον Μάρκον).
Το μαιανδρικό κείμενο στη μπορντούρα του σκίτσου, όπως συνήθιζε ο Μποστ, αναφέρεται σε θέματα που δεν θίγει το κυρίως σκίτσο:
Ήρθα στα μέρη του Βορηά στ’ αλόγατο καβάλα
τι βρέχη στην Κομοτινή και πνίγετ’ η Καβάλα
Καβάλα παν στην εκλησιά, καβάλα προσκηνάνε
είν’ ένα μπόι το νερό κι αλοιός δεν περπατάναι
Ελεημοσύνη χριστιανοί, αδέρφηα ελεημοσήνη
Όστις δανείζη ανηψιόν εις τον θειόν να δίνη
Άνοιχ’ το μάρκα χανεσί κε έξελθε τον Μάρκον
αποκλισθέντον τον χοριών μας απαιτούντε βάρκον
Αγάδες και πασάδες, μπέηδοι γερμανοί
Ορέ των Μάρκων θέλω, πανί ‘μαι με πανί
Των Μάρκων τον λεβέντιν κε των οπλαρχηγόν
Κριπτόμενον εις Βόνην κι εκή καταφυγών
Καραμανλής προστάζη να είμαι αυτών ευρών
γερμανιστί υβρίζων μ’ ανγκιλοτόν σταβρών
Κι ας βλέπει πετρελαίων η μάντις Λεϊλά
Λεϊλατών των Μάρκων θ’ απάγωμεν ψηλά.
Τις μέρες εκείνες πλημμύρες είχαν πλήξει την Κομοτηνή και την Καβάλα, ενώ μια μάντισσα, η Λεϊλά, είχε συλληφθεί από την αστυνομία· κατά διαβολική σύμπτωση, δεν ήταν ανατολίτισσα αλλά… Γερμανίδα και έδωσε στον Μποστ την ευκαιρία για το υπέροχο λογοπαίγνιο με τη «λεϊλασία». Και τι σημαίνει άραγε το καταληκτικό «θ’ απάγωμεν ψηλά»; Θα απαγάγουμε ψιλά ή θα πάμε ψηλά; Μα, ασφαλώς και τα δύο – όλα τα είχε λογαριάσει ο δαιμόνιος Μποστ!
Παρόλο που έγραψα τόσα πολλά, δεν έχω εξαντλήσει όλα τα λογοπαίγνια και τους υπαινιγμούς του κειμένου -ο Μποστ ήταν χειμαρρώδης. Αν έχετε κάποια απορία, μπορείτε να ρωτήσετε.
Με τη σειρά μου, θα ήθελα να ρωτήσω κι εγώ κάτι: Τι σας αρέσει στον Μποστ; Πώς τον προσεγγίζετε σήμερα; Ρωτάω κυρίως τους νεότερους, δηλαδή όσους δεν έζησαν τα γεγονότα που περιγράφονται -αλλά θα με ενδιέφερε η γνώμη όλων.