Βάλαμε τις προάλλες ένα άρθρο για το food pass, το μέτρο ενίσχυσης που εξάγγειλε ο πρωθυπουργός, αλλά τελικά το όνομα του μέτρου άλλαξε σε market pass. Δεν υπονοώ βέβαια πως η αλλαγή έγινε επειδή γράψαμε το άρθρο εμείς -μάλλον ο όρος food pass θα κρίθηκε ότι παραπέμπει πολύ έντονα σε δελτίο σίτισης, σε τρόφιμα, σε πληθυσμό αναγκεμένο, ενώ το market pass δεν έχει τέτοιες συνδηλώσεις, είναι σαφώς πιο γκλαμουράτο, καθώς φέρνει στο νου το αόρατο χέρι της αγοράς που όλα τα ρυθμίζει.
Kατά τα άλλα, δεν φαίνεται ν’ άλλαξε τίποτα στο εξαγγελθέν μέτρο, που έτσι κι αλλιώς θα αρχίσει να ισχύει, αν αρχίσει, από τον Φλεβάρη.
Όμως η αλλαγή αυτή του ονόματος μάς δίνει λαβή για ένα ακόμα άρθρο -προχτές λεξιλογήσαμε για το πάσο και το pass, σήμερα θα λεξιλογήσουμε για το μάρκετ και το market.
Το γράφω ελληνικά και αγγλικά, επειδή θεωρώ ότι έχουμε δυο διαφορετικές λέξεις, μια της αγγλικής γλώσσας, market, και μια της ελληνικής, μάρκετ, δάνειο βέβαια από την πρώτη.
Βέβαια, στα λεξικά μας, μέχρι τώρα, δεν υπάρχει λήμμα «μάρκετ». Υπάρχει λήμμα «σούπερ μάρκετ» και «μίνι μάρκετ» (κάποτε με ενωτικό, σούπερ-μάρκετ, μίνι-μάρκετ), υπάρχει και το ομόρριζο «μάρκετινγκ», αλλά «μάρκετ» όχι. Ωστόσο, συχνά συμβαίνει να πούμε «πάω στο μάρκετ» εννοώντας το σουπερμάρκετ, οπότε νομίζω πως αργά ή γρήγορα θα αποκτήσουμε και αυτόνομο λήμμα. Στο Τουίτερ πάντως βρίσκω δεκάδες παραδείγματα χρήσης, όπως «ψάχνουμε μισή ώρα στο μάρκετ να βρούμε ένα φτηνό χαρτί υγείας» ή «είδα στο μάρκετ μια μαμά που τάιζε το μωρό της».