Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Μακρυγιάννης’

Οι ραγιάδες κάνουν ράι

Posted by sarant στο 22 Μαρτίου, 2023

Πλησιάζει η 202η επέτειος της Επανάστασης του 1821. Τα 200 χρόνια τα τιμήσαμε με τυμπανοκρουσίες, τα 201 με ό,τι δεν πρόλαβε τη σημαδιακή επέτειο, τα 202 προβλέπω να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Όμως το ιστολόγιό μας και παλιότερα αφιέρωνε άρθρα στο Εικοσιένα και θα συνεχίσει και τώρα.

Σήμερα θα λεξιλογήσω με τις λέξεις του τίτλου. Δεν σας κρύβω, βέβαια, ότι, επειδή ταξίδευα χτες, στην ουσία παίρνω λήμματα από το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, αλλά τα εμπλουτίζω αρκετά.

Τον καιρό του Εικοσιένα, ραγιάς ήταν ο μη μουσουλμάνος υπόδουλος υπήκοος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η λέξη έρχεται από το τουρκ. raya, αραβικής αρχής (αρχική σημασία: κοπάδι, τσούρμο).

Στο τραγούδι για την απηνή καταδίωξη των κλεφτών από τον Αλή Πασά, «οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες, κι άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι άλλοι βοσκούνε γίδια», αλλά το μικρό κλεφτόπουλο αρνείται: «Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω, δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες»

Πριν ακόμα ξεσπάσει η Επανάσταση, ο Σουλτάνος έστειλε εγκύκλιο «να προσέχουν τους ραγιάδες και να είναι πάντοτε έτοιμοι εις τα όπλα». Και στην αρχή του ξεσηκωμού, σε ένα διάσημο απόσπασμα του Μακρυγιάννη, ένας μπέης ομολογεί: «Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε, και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι». Ο ίδιος ρωτούσε «να μάθομε μόνος του ο ραγιάς πολεμεί ή και οι Δυνάμες».

Τον καιρό της Επανάστασης, ο όρος «ραγιάς» χρησιμοποιείται σπάνια από Έλληνα για άλλους Έλληνες. Το κάνει καμιά φορά ο Μακρυγιάννης ειρωνικά, π.χ. «Ο στραβοραγιάς ας δουλεύει διά μας· εκείνος τρώγει λάχανα ανάλατα, εμείς τηγανίτες κι αρνάκια», ενώ αλλού ο όρος χρησιμοποιείται για Χριστιανούς από προσκυνημένες περιοχές που τους χρησιμοποιούσε ο τουρκικός στρατός π.χ. στην πολιορκία της Ακρόπολης «έως πενήντα ραγιάδες εκουβαλούσαν πλίθες και κεραμίδια» (από ημερολόγιο της εποχής).

Ομόρριζη λέξη με τον ραγιά είναι το ράι ή ράγι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in 1821, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , , | 79 Σχόλια »

Η καραβίδα από την Περσία

Posted by sarant στο 24 Ιανουαρίου, 2023

Από την Περσία όλοι ξέρουμε το καράβι, όχι την καραβίδα. Είναι βέβαια ετυμολογικά συγγενείς αυτές οι δυο λέξεις, αλλά, παρόλο που εδώ λεξιλογούμε, τη διερεύνηση της συγγένειάς τους λέω να την αφήσω για μελλοντικό άρθρο.

Έλεγα λοιπόν ότι από την Περσία ξέρουμε το καράβι, που πιάστηκε στην Κορινθία, στον Ισθμό δηλαδή, το 1977, τόνους έντεκα γεμάτο χασίσι μυρωδάτο. Και το ξέρουμε επειδή το απαθανάτισε ο Τσιτσάνης στο τραγούδι του. Κατά σύμπτωση, αυτές τις μέρες βρίσκεται στην επικαιρότητα ένα άλλο καράβι που πιάστηκε, αλλά όχι από την Περσία και όχι στην Κορινθία.

Ο Τσιτσάνης βέβαια έγραψε για «βαπόρι απ’ την Περσία», αλλά σήμερα πολλοί το τραγουδάνε με καράβι. Κι έτσι τις προάλλες, στον τοίχο του Άκη Γαβριηλίδη στο Φέισμπουκ, το τραγούδι του Τσιτσάνη παρωδήθηκε, με συλλογική εργασία, ως εξής:

Το καράβι απ’τη Ρεσίφη
Πιάστηκε στην Τενερίφη
Τόνους κόκα φορτωμένο
Βρέθηκε φουνταρισμενο.

Βρε κουρνάζε μου τελωνη
Τ’είναι τούτη η άσπρη σκονη;
Τίγκα σκόνη μέσ’ τ’ αμπάρια
Μαύρα είναι τα χαμπάρια…

Αλλά πλατειάζω. Το σημερινό άρθρο δεν θα είναι για βαπόρι ή καράβι απ’ την Περσία ή τη Βραζιλία, θα αφορά μια καραβίδα απ’ την Περσία. Αλλά καραβίδα όχι με τη βασική έννοια της λέξης, δηλαδή του μαλακόστρακου που αποτελεί εκλεκτό έδεσμα, παρά με τη σημασία που έχουμε δώσει στη λέξη αυτή στο ιστολόγιό μας, δηλαδή της συσσώρευσης πολλών πραγματολογικών λαθών σε σχετικά σύντομο κείμενο.

Για την αφετηρία του όρου, δείτε το σχετικό άρθρο, ενώ στα Περιεχόμενα του ιστολογίου, που τα έχει επικαιροποιήσει ο πολύτιμος φίλος μας ο Στάζιμπος, μπορείτε με αναζήτηση να βρείτε κι άλλα άρθρα με τον όρο «καραβίδα». Αρχικά, καραβίδα λέγαμε μια πρόταση που όλες οι πληροφορίες της ήταν λαθεμένες, αλλά στη συνέχεια το διευρύναμε και εννοούμε πολλά λάθη σε σύντομο κείμενο.

Λοιπόν, τις προάλλες έγινε σε ομάδα του Φέισμπουκ μια συζήτηση για τη λέξη «κουρμπάνι», που πήρε μια μάλλον απρόσμενη τροπή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Γκας Πορτοκάλος, Ετυμολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 96 Σχόλια »

Παράδες και γρόσια

Posted by sarant στο 12 Σεπτεμβρίου, 2022

Στο άρθρο για τα άσπρα, τα νομίσματα, της περασμένης εβδομάδας, έγινε όπως ήταν φυσικό λόγος και για δυο άλλα βασικά νομίσματα της εποχής της τουρκοκρατίας, που έχουν περάσει και στη γλώσσα μας, αν και δεν έχουν δείξει την ίδια αντοχή στο χρόνο. Πρόκειται για το γρόσι, για να ξεκινήσουμε από το νόμισμα μεγαλύτερης αξίας, και για τον παρά -θα τους αφιερώσουμε λοιπόν το σημερινό μας άρθρο.

Το γρόσι ήταν ασημένιο τουρκικό νόμισμα, που κόπηκε από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν Β΄ το 1688 στο πρότυπο του ολλανδικού τάλιρου. Στα τουρκικά είναι kuruş και guruş, ωστόσο η ελληνική λέξη δεν προέρχεται από την τουρκική, αφού προϋπήρχε.

Νόμισμα των 5 kurus (1808)

Στην αρχή της ετυμολογικής αλυσίδας βρίσκουμε το λατινικό grossus, χοντρός. Διάφορα ασημένια νομίσματα λοιπόν, μάλλον μεγάλου πάχους, ονομάστηκαν στον Μεσαίωνα denarius grossus, απ’ οπου η λέξη πέρασε στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, grosso στα ιταλικά, gros στα γαλλικά, Groschen στα γερμανικά, guruş/kuruş στα τουρκικά και, από τον ενετικό πληθυντικό grossi, γρόσι στα ελληνικά.

Πότε μπήκε η λέξη γρόσι στην ελληνική γλώσσα; Οι ανευρέσεις είναι σε πηγές που δεν έχουν ασφαλή χρονολόγηση, η παλιότερη όμως που βρίσκω στο TLG είναι απο μια διήγηση των θαυμάτων του Αγίου Νικολάου, που χρονολογείται 7ο με 11ο αιώνα, και εκεί βρίσκουμε:

καὶ ὑπῆγεν εἰς τοὺς καταλλάκτας, νομίζων πουλῆσαι αὐτὸ διὰ πέντε, ἕξι γρόσια, νὰ ἀγοράσῃ ψωμί

(Κάπως μοντέρνα μου φαίνεται η γλώσσα, αλλά ας είναι). Σε μοναστηριακά έγγραφα των επόμενων αιώνων οι αναφορές σε γρόσια είναι πάρα πολλές, όπως και π.χ. στον παπαΣυναδινό.

Στα χρόνια του Εικοσιένα, το γρόσι χρησίμευε όχι μόνο ως νόμισμα αλλά και ως λογιστική μονάδα αφού σε αυτό ανάγονταν όλα τα νομίσματα, ευρωπαϊκά ή τουρκικά, σωστή πανσπερμία, που υπήρχαν σε κυκλοφορία και που είχε στο κεμέρι του ο καθένας. Το γρόσι είχε 40 παράδες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Νομίσματα | Με ετικέτα: , , , | 98 Σχόλια »

Κείμενα του Εικοσιένα (18) – Ο Γ. Βλαχογιάννης γράφει για το Σύνταγμα

Posted by sarant στο 7 Σεπτεμβρίου, 2021

Καθώς διανύουμε τη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που κανονικά θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Δεν αποκλείεται να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.

Το σημερινό άρθρο είναι το δέκατο όγδοο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.

Πριν από μερικές μέρες είχαμε την επέτειο της 3ης Σεπτεμβρίου, που είναι γνωστή από την επανάσταση του 1843 με την οποία πείσθηκε ο έως τότε απόλυτος μονάρχης Όθων να δώσει Σύνταγμα κι έτσι το πολίτευμα μετατράπηκε από απόλυτη μοναρχία σε συνταγματική μοναρχία. Αλλά η διεκδίκηση Συντάγματος είχε ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης και επί Καποδίστρια, οπότε το σημερινό θέμα αν και αφορά γεγονότα που συνέβησαν μετά την καταληκτική μάχη της Πέτρας, ασφαλώς έχει συνάφεια με το Εικοσιένα.

Θα δούμε σήμερα ένα σύντομο κείμενο του Γιάννη Βλαχογιάννη, τον κορυφαίο ιστορικό ερευνητή του Εικοσιένα, στον οποίο οφείλουμε ανάμεσα σε πολλά άλλα την ανακάλυψη του χειρόγραφου του Μακρυγιάννη, στο οποίο εξετάζεται το πώς προσέλαβε ο λαός τη διεκδίκηση για το Σύνταγμα, δίνοντάς του μαγικές διαστάσεις και υπερφυσικές δυνάμεις, ακόμα και προσωποποιώντας το, ο Σύνταμας.

Το κείμενο αποτελεί τις καταληκτικές παρατηρήσεις του Βλαχογιάννη στο τέλος του τρίτου τόμου των Στρατιωτικών Ενθυμημάτων του Νικ. Κασομούλη, που είναι ο δεύτερος απομνημονευματογραφικός ογκόλιθος που οφείλουμε στον συγγραφέα από τον Έπαχτο. Το βρίσκω πολύ καλογραμμένο, πέρα από τα στοιχεία που δίνει για το θέμα -και ανεξάρτητα από τη θέση του συγγραφέα ως προς το αν ήταν άκαιρη ή πρόωρη η διεκδίκηση Συντάγματος.

Επί του γλωσσικού, βλέπουμε ότι ο λαϊκός τύπος είναι Σύνταμα. Τον ίδιο τύπο χρησιμοποιεί και ο Μακρυγιάννης, που κάνει λόγο για «Σύνταμα κι Εθνική Συνέλεψη».

Ο λόγος στον Βλαχογιάννη:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Ιστορία, Κείμενα | Με ετικέτα: , , , , | 84 Σχόλια »

Ποιο είναι το ωραιότερο της Μεγάλης Επετείου;

Posted by sarant στο 24 Μαρτίου, 2021

Αύριο είναι η μέρα της Μεγάλης Επετείου. Διακόσια χρόνια είναι αυτά, οπότε το γεγονός θα χρωματίσει όλη την υπόλοιπη ιστολογική εβδομάδα -κάναμε αρχή ήδη από χτες. Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στα σοβαρά στο Εικοσιένα, σήμερα θα το εξετάσουμε ελαφρότερα -όχι το ίδιο το Εικοσιένα αλλά τον γιορτασμό του.

Όπως έχουμε ξαναπεί, ένα από τα λίγα καλά του κορονοϊού είναι ότι γλιτώσαμε από τις πολλές φιέστες και τα ταρατατζούμ των 200χρονων. Ωστόσο, τις τελευταίες μέρες, όπως ήταν μάλλον αναπόφευκτο, είδαμε όχι λίγες υπερβολές με εορταστικό κιτς.

Στο Τουίτερ ο φίλος μας ο Δύτης είχε την έξυπνη ιδέα να κάνει μια σφυγμομέτρηση για το «ωραιότερο» από τα πρόσφατα χαϊλάιτ της Μεγάλης Επετείου. Βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη «ωραιότερο» σαν υπαινιγμό στο «κάτι το ωραίον«, που ήταν ο τίτλος ενός παλιού άλμπουμ του περιοδικού Αντί που ήταν αφιερωμένο στο κιτς -με υπότιτλο «Μια περιήγηση στη νεοελληνική κακογουστιά». Σήμερα λοιπόν θα δούμε μερικά δείγματα επετειακής κακογουστιάς.

Τέσσερα «ωραία» εκθέματα, ας το πούμε έτσι, ξεχώρισε ο Δύτης στη δική του δημοσκόπηση. Τα ίδια θα χρησιμοποιήσουμε κι εμείς στη δική μας αλλά έχετε τη δυνατότητα στα σχόλια να αναφέρετε και άλλα που μας έχουν ξεφύγει.

Πρώτο έκθεμα: Το ποίημα της Ελένης Αρβελέρ στην Καθημερινή.

Γόνος του Ρήγα ο κύρης μου, γεννήθηκε στις Φέρες
στο Σούλι η μάνα μου είδε το φως, στου Αλί Πασά τις μέρες.

Κι’ εγώ Υδραίος και Σπετσιώτης, θαλασσινός και στεριανός,
το βράδυ είμαι αποσπερίτης και το πρωί αυγερινός
κι’ είναι ο Θούριος για μένα ύμνος εωθινός.

Κλέφτης κι’ αρματολός στον Μπότσαρη και στη Γραβιά Ανδρούτσος
ναύτης ήμουνα στον Κανάρη και στον Μιαούλη μούτσος.

Με τον Καραϊσκάκη, φρουρός της θείας ήμουν πίστης
και με τον Υψηλάντη της Φιλικής έγινα μύστης.

Είπα τη Μάντω αρχόντισσα, την Μπουμπουλίνα λεβεντιά,
δώρα τους έφερα στολίδια από τη Βενετιά.

Τιμώ τον Γέρο του Μωριά και αγαπώ τον Μακρυγιάννη
ο λόγος του αστραφτερός, φτερά μου δίνει και με κάνει
στη Λαύρα το λάβαρο να υψώνω, που εχθρός κανείς δεν φτάνει
αυτό που ευλόγησε ο Πατρών κι’ είχε την άνοιξη σημάνει.

Το είπαν με τον τρόπο τους, Σέλλεϋ, Ουγκώ, Ντελακρουά
κι’ ο Σολωμός το τραγουδά: Χαίρε ω! χαίρε ελευθεριά.

Ας μην ξεχνάμε όμως τα χαλεπά και θλιβερά
Του Διάκου το μαρτύριο, του Ζάλογγου τα οδυνηρά.
Θρήνησε η λευτεριά τον Μπάιρον, η δόξα τα Ψαρά,
τα γυναικόπαιδα της Χίου έκλαψε ο κόσμος όλος.
Του Φαναριού η πύλη χτίστηκε και σείστηκε ο θόλος.

Πέσαν στην ΄Εξοδο οι ντάπιες, το Μεσολόγγι όμως ζει
Έζησε τον Απρίλη εκείνο, πάθη κι’ Ανάσταση μαζί.

Χρόνια και χρόνια κράτησε η άνιση πάλη αυτή˙
παρά τις έριδες, τους διχασμούς και τα εμφύλια μίση,
που παραλίγο τον αγώνα θα είχαν αφανίσει,
νίκησε τέλος ο σταυρός (του Κάλβου η τόλμη κι’ αρετή)˙

Νίκη που Γάλλοι, Ρώσοι κι Άγγλοι δική τους έκαναν γιορτή,
όταν κατατροπώσαν τον Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο
και οι Έλληνες Ανάσταση ζήσαν τον χρόνο εκείνο.
Έτσι από τότε στο σχολειό μαθαίνουν τα παιδιά
τη Λευτεριά να τραγουδάνε σαν άλλη Παναγιά.
Κι’ εμείς για του εικοσιένα τον απολογισμό,
μετράμε Πάσχα, Άνοιξη και Ευαγγελισμό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Ευτράπελα, Σφυγμομετρήσεις | Με ετικέτα: , , , , , , , | 238 Σχόλια »

Κείμενα του Εικοσιένα – 5: Οι βωμολοχίες του Αγώνα

Posted by sarant στο 9 Μαρτίου, 2021

Μια και μπήκαμε στη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, πριν από λίγο καιρό σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Σκοπεύω να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις τουλάχιστον έως τα τέλη Μαρτίου αλλά και πιθανώς ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.

Το σημερινό άρθρο είναι το πέμπτο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.

Μια και βρισκόμαστε στην τελευταία βδομάδα της Απόκριας, μαύρες απόκριες δηλαδή με εγκλεισμό και την αστυνομία να δέρνει οικογένειες στην πλατεία της γειτονιάς, κι επειδή οι απόκριες κανονικά είναι συνδεδεμένες με γλέντι και με αθυροστομίες -μιλάω γενικά, όχι για φέτος- είπα να συγκεντρώσω σήμερα κάποιες αθυροστομίες του Εικοσιένα. Οι περισσότερες είναι ήδη γνωστές οπότε το σημερινό άρθρο αποτελεί εξαίρεση αφού δεν έχει «κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο». Μάλιστα αντλώ υλικό από ένα παλιότερο άρθρο μας που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο Βρίζοντας και πολεμώντας.

Οι αθυροστομίες του Αγώνα βρίσκονται διεσπαρμένες σε διάφορα κείμενα αγωνιστών του Εικοσιένα. Εδώ το πρόβλημα είναι ότι λιγοστά κείμενα της εποχής μπορεί να θεωρηθεί ότι μεταφέρουν με κάποια πιστότητα τον λαϊκό λόγο καθώς τα περισσότερα έφτασαν διαμεσολαβημένα από γραμματικούς κι έτσι πρέπει να κοπιάσει κανείς για να βρει ψήγματα λαϊκής λαλιάς. Οι αθυροστομίες εντοπίζονται κυρίως σε καποιες επιστολές ή εκεί όπου ο απομνημονευματογράφος παραθέτει διαλόγους.

Ο Μακρυγιάννης, που μας παρέδωσε το εκτενέστερο κείμενο με σχετικά ανόθευτο λαϊκό λόγο είναι μάλλον σεμνός ο ίδιος. Σε κάποιο σημείο λέει για τον υδραίο Παναγιώτη Οικονόμο, ο οποίος, για να του πληρώσει τους καθυστερούμενους μισθούς, του ζήτησε σε αντάλλαγμα τις πιστόλες του, που τις λιμπίστηκε:

Του παράγγειλα κι εγώ να του γαμήσω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ’ άρματά μου, οπού τα ’χω από δεκοχτώ χρονών παιδί.

Η ίδια βρισιά εμφανίζεται και σε μια αστεία περίπτωση παρεξήγησης στον Κασομούλη. Το ζήτημα ήταν η συγκρότηση σωμάτων με συμμετοχή Ρουμελιωτών και Σουλιωτών και υπήρχαν πολλές διαφωνίες ανάμεσα στους μεν και στους δε. Στις συζητήσεις που γίνονταν για μια συμβιβαστική πρόταση ο Κασομούλης είπε στους δικούς του: «Αυτό τέλος πάντων υποφέρεται». Πλάι του καθόταν ο Σουλιώτης Γιωργάκης Μαλάμος που πήγε αμέσως θυμωμένος στον Νότη Μπότσαρη και του είπε πως ο Κασομούλης είπε «Τους γαμήσαμε τα κέρατα.

Ο ίδιος Κασομούλης μάς πληροφορεί ότι η πιο συνηθισμένη βρισιά των Ναουσαίων ήταν «να του γαμήσω το συκώτι της μάνας του».

Ο Κασομούλης παραδίδει πολλούς διαλόγους του Καραϊσκάκη, από τους οποίους ανθολογώ μερικά αποσπάσματα με αθυροστομίες. Πάντως ο ίδιος λέει πως ο Καραϊσκάκης ανάλογα με τη διάθεσή του «άλλοτε τούς έλεγε εις τα γράμματά του να ερωτήσει τον σύντροφό του (και εννοούσε τον πούτσο του) και άλλοτε τούς φιλούσε τα μέστια» (είδος παντοφλας δηλ. ήταν στο έπακρο διαλλακτικός).

Απρίλιος 1825, ο Καραϊσκάκης φεύγει από την Πελοπόννησο μετά τη συντριβή στο Κρεμμύδι:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Αθυροστομίες | Με ετικέτα: , , | 117 Σχόλια »

Κείμενα του Εικοσιένα – 3: Μπασκίνια να μη γίνωνται…

Posted by sarant στο 9 Φεβρουαρίου, 2021

Μια και μπήκαμε στη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, πριν από λίγο καιρό σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Σκοπεύω να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις τουλάχιστον έως τα τέλη Μαρτίου αλλά και πιθανώς ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.

Το σημερινό άρθρο είναι το τρίτο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.

Σήμερα θα παρουσιάσουμε ένα στιγμιότυπο από την Αθήνα, στο διάστημα που ήταν ελεύθερη και πριν πολιορκηθεί.

Το κάστρο της Αθήνας, η Ακρόπολη, έπεσε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων το καλοκαίρι του 1822. Όπως γράφει ο Μακρυγιάννης «Και σώθη το νερό τους και ο ζαϊρές τους, των Τούρκων, και παραδόθηκαν με συνθήκη. Κι η συνθήκη έμεινε εις το χαρτί μοναχά. Ρίχτηκαν στους παραδομένους κι έσφαξαν πλήθος γυναικόπαιδα κι άντρες πολλούς. Γλίτωσαν και καμπόσοι δια την συνθήκη κι άλλοι εις τα προξενεία». Όμως αμέσως παρουσιάστηκαν διαφωνίες και οι νικητές χωρίστηκαν σε δυο μερίδες και παραλίγο να συγκρουστούν μεταξύ τους. Όταν τον Αύγουστο του 1822 εμφανίστηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 150 άντρες, το κοινό των Αθηνών του πρότεινε να αναλάβει φρούραρχος. «Αφού του ξηγηθήκανε τα αίτια και του είπαν πως τον θέλουν αφέντη, αυτός γύρευε κάστρο εις τον ουρανό κι’ όταν το ’βρε εις την γης, έτρεξε σαν το όρνιον εις το ψοφίμι». Τότε ήρθε και ο Μακρυγιάννης στην Αθήνα και διορίστηκε πολιτάρχης. Στα Απομνημονεύματά του περιγράφει πολλές αυθαιρεσίες του Ανδρούτσου και των ανθρώπων του, ιδίως του Μαμούρη (ο οποίος αργότερα έμελλε να τον δολοφονήσει), κατά των Αθηναίων.

Θα δημοσιεύσω ένα κείμενο που υπάρχει στο Αθηναϊκόν Αρχείον του Βλαχογιάννη, με το οποίο διορίζονται «επιστάται», αστυνόμοι θα λέγαμε, ο Μακρυγιάννης και ο Σπυρ. Πατούσας. Φέρει χρονολογία 1 Ιανουαρίου 1823. Στη συνέχεια σχολιάζω λεξιλογικά και άλλα. Σημειώνω ότι ο Μακρυγιάννης στο 5ο κεφάλαιο του 1ου βιβλίου των Απομνημονευμάτων του αναφέρει αρκετά επεισόδια από τη θητεία του αυτή.

Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου πλην μονοτονικού. Να σημειωθεί ότι οι δυο πρώτες λέξεις είναι σε δοτική.

Κοινήι γνώμηι διορίζονται οι Κύριοι Σπυρίδων Πατούσας και Μακρηγιάννης με εξήντα ανθρώπους αχωρίστως να καθίσωσιν εις την κοινήν πόρταν επιστάται κατά την συνήθειαν και να επαγρυπνώσιν εις την φύλαξιν των νόμων και ευταξίαν της πόλεως, εκτελούντες ακριβώς τα χρέη των και φυλάττοντες απαραβάτως τα εξής νομικά κεφάλαια:

1ον. Να υπακούωσι με το προσήκον σέβας και να εκτελώσι τας διαταγάς του Καπιτάνου και της Εφορίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Αθηναιογραφία, Κείμενα, Παλιότερα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 97 Σχόλια »

Τα ολοίσθια και τα φατσέικα

Posted by sarant στο 13 Ιανουαρίου, 2021

Τα φατσέικα είναι ο τρόπος που μιλάει ο Βαγγέλης Φατσέας, ο ήρωας στο σίριαλ Καφέ της Χαράς: όλο μαργαριτάρια, στην προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει λόγιες εκφράσεις και «δύσκολες» (απαιτητικές, που λέει κάποιος) λέξεις. Στο Γιουτούμπ μπορεί κανείς να βρει διάφορες ανθολογίες με ατάκες του Φατσέα, από την πρώτη περίοδο του πολύ καλού σιριαλ (σε σενάριο Άννας Χατζησοφιά και Χάρη Ρώμα), για παράδειγμα εδώ. (Κατά σύμπτωση, αυτό τον καιρό προβάλλεται δεύτερη εποχή του σίριαλ, με πολλούς ίδιους ήρωες, ανάμεσά τους και τον Φατσέα, δηλαδή τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση -και, απ’ όσο είδα, με την ίδια έφεση στα φατσέικα).

Ο Φατσέας είναι κωμικός τύπος και πρέπει να βγάλει γέλιο -τα γλωσσικά του λάθη είναι φτιαχτά και πολύ μελετημένα από τους σεναριογράφους και κατά κανόνα δεν είναι τα τυπικά γλωσσικά λάθη που ακούμε γύρω μας. Για να φέρω ένα παράδειγμα, στην αρχη του βίντεο που ανέφερα πριν (περί το 0.22) λέει: «Πήρε την απόφαση μόνος του. Αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Την έχει δει διδάκτορας» -και βέβαια εννοεί «δικτάτορας». Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι, όπως ξέρουμε, λένε «δικτάκτορας» και «δικτακτορία» -δεν έχω ακούσει κανέναν να λέει «διδακτορία» κατά λάθος, ενώ έχω ακούσει να μπερδεύουν με λογοπαικτικό σκοπό διδάκτορες και δικτάτορες. Επίσης ο Φατσέας λέει «έχω την εύβοια της τύχης», «θα παρεκτραχυνθώ», «είμαι εχέθυμος» και αλλα αμέτρητα, που τα μελέτησε ο γλωσσολόγος Ασημάκης Φλιάτουρας σε σχετική εργασία του (με τον Θεόδ. Κούκο). Ο Φλιάτουρας χαρακτηρίζει «κωμικόγλωσσα» τα φατσέικα, που τα εντάσσει στην παικτική παρετυμολογία, την οποία διακρίνει από τη λαϊκή ετυμολογία, που μας δίνει, ας πούμε, το αγιόκλημα από το αιγόκλημα και το εφτάζυμο από το αυτόζυμο (ξέρω, χρωστάω άρθρο).

Με τον Φατσέα γελάμε, όπως γελούσαμε παλιότερα και με τα μαργαριτάρια της Δέσποινας Στυλιανοπούλου, που και αυτή έπαιζε ρόλους που την ήθελαν να κάνει μαργαριτάρια προσπαθώντας να μιλήσει λογιότροπα και περιδιαγραμμάτου (π.χ. το όνειρο εκάστου γυναίκας – δείτε εδώ μια ανθολόγηση). Γενικά η γλώσσα μπορεί να αποτελέσει πηγή γέλιου στο θέατρο και στον κινηματογράφο -ξεκινώντας από την Βαβυλωνία στην οποία είχαμε αναφερθεί πριν από λίγους μήνες στο ιστολόγιο και προχωρώντας στους διάφορους διαλεκτόφωνους στον Καραγκιόζη ή σε επιθεωρήσεις.

Επίσης, πολλοί γελάνε με τα γλωσσικά λάθη των λαϊκών ανθρώπων, που τα βρίσκουν αστεία -όχι όμως και με τα γλωσσικά λάθη των μεγαλόσχημων. Ο λόγος είναι ότι πιο εύκολα κολλάς τη ρετσινιά του αγράμματου στον λαϊκό άνθρωπο, και γελάς μαζί του επιβεβαιώνοντας τη δική σου ανωτερότητα, παρά σε κάποιον που κάνει «λογιοστρεφή» λάθη, π.χ. «μετέρχεται άθλιων μέσων». Πολύ είχαν χλευαστεί τα γλωσσικά λάθη της λαίδης Άντζελας Δημητρίου. Και μπορεί να βγάζει γέλιο το «τρώω είδη υγιεινής», αν υποθέσουμε ότι το είπε, αλλά πολλοί γέλασαν και με το «ουδείς άσφαλτος», παρόλο που το άσφαλτος = αλάνθαστος που είναι απολύτως υπαρκτός και λεξικογραφημένος τύπος, έστω κι αν συνήθως όταν λέμε «ασφαλτος» εννοούμε το υλικό με το οποίο στρώνονται οι δρόμοι. Κάποιοι επέμειναν: «Σύμφωνοι, υπάρχει λέξη «άσφαλτος» αλλά σιγά μην την ήξερε η Άντζελα Δ. όταν το είπε» -λες και θα ήταν αφύσικο να ξέρει μια υπαρκτή (και όχι λόγια!) λέξη της γλώσσας της ή να τη σχηματίζει με φυσικό σχηματισμό.

Τα σκέφτηκα όλα αυτά τις προάλλες, όταν στη γλωσσική ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ κάποιος χλεύασε την έκφραση «πνέει τα ολίσθια» που ακουσε να λένε (ή «πνέει τα ολοίσθια», αφού ήταν προφορικός λόγος). Ο λόγος είναι ότι ο τύπος «ολοίσθια» (ή ολίσθια) κατά τη γνώμη μου δεν είναι μαργαριτάρι, δεν είναι σαρδάμ, δεν ανήκει στα φατσέικα, αλλά είναι υπαρκτός από παλιά λαϊκός τύπος, που διατηρείται και στις μέρες μας, κυρίως σε ιδιώματα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Λαθολογία, Λογολογία, Μαργαριτάρια | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , | 196 Σχόλια »

Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, ένα καινούργιο βιβλίο

Posted by sarant στο 18 Δεκεμβρίου, 2020

Κυκλοφόρησε χτες από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου το καινούργιο μου βιβλίο «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων», Ανιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του, όπως λέει ο υπότιτλός του. Όπως με ενημέρωσε ο Γιάννης Νικολόπουλος, που μαζί έχουμε εκδώσει άλλα πέντε βιβλία μου για τη γλώσσα, από σήμερα θα μπορείτε να το βρίσκετε, εκτός από τα γραφεία του, Ζαλόγγου 9, στα κεντρικά βιβλιοπωλεία ενώ τις επόμενες μέρες θα κατακτήσει όλη την Ελλάδα, αψηφώντας το λοκντάουν και την εξαιρετικά πυκνή κυκλοφορία νέων βιβλίων μετά το άνοιγμα των βιβλιοπωλείων.

Με το βιβλίο αυτό ενέδωσα κι εγώ στην εκδοτική πλημμύρα σχετικά με την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Στην αρχή είχα σκεφτεί να το αφήσω για την επόμενη στρογγυλή επέτειο, των 250 χρόνων το 2071, αλλά ύστερα σκέφτηκα να βγάλω τώρα μια πρώτη έκδοση και το 2071 βγάζω μια επαυξημένη.

Θα κυκλοφορήσουν πολλά βιβλία για τα 200 χρόνια της επανάστασης του 21 και δίκαια, αφού είναι το ιδρυτικό γεγονός του νεοελληνικού κράτους οπότε αξίζει να το μελετάμε.

Ο δικός μου σκοπός ήταν να καταρτίσω ένα μικρό λεξικό, ένα λημματολόγιο του Εικοσιένα ώστε να ανιχνεύσουμε το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις του. Οι πηγές που χρησιμοποίησα, είτε με συστηματική αποδελτίωση είτε με κορφολόγημα, ανήκουν στις εξής κατηγορίες κειμένων:

  • Δημοτικό τραγούδι
  • Απομνημονεύματα και ημερολόγια (Μακρυγιάννης, Κολοκοτρώνης, Κασομούλης, Φωτάκος, Καρώρης, Κριεζής, Σαχτούρης κτλ.)
  • Αλληλογραφία επίσημη και ιδιωτική (Αρχείο Μαυροκορδάτου, Φρουράς Μεσολογγίου, Γκούρα, κτλ.)
  • Συλλογές εγγράφων και ντοκουμέντων (Φυσεντζίδης, Ελληνικά Υπομνήματα, Σπετσιώτικα κτλ.) όπου και πολλές επιστολές.
  • Τα Αρχεία της Παλιγγενεσίας, που περιλαμβάνουν κυρίως επίσημα κείμενα αλλά και όχι λίγα δείγματα λαϊκού λόγου σε αναφορές πολιτών.
  • Εφημερίδες της εποχής (Ελληνικά Χρονικά, Φίλος του Νόμου, Γενική Εφημερίς κτλ.)
  • Μεταγενέστερη ιστοριογραφία (Βακαλόπουλος, Κόκκινος, Κορδάτος, Παπαγιώργης κτλ.)
  • Μεταγενέστερη λογοτεχνία.

Το τεράστιο αυτό υλικό θα μπορούσε (και ελπίζω κάποτε να μπορέσει) να δώσει μια εκτενή και μάλλον πολύτομη επισκόπηση του γλωσσικού τοπίου του Εικοσιένα· αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι έργο ενός ατόμου. Η δική μου προσπάθεια δεν φτάνει τόσο ψηλά. Εγώ φιλοδόξησα, με την αποδελτίωση και το κορφολόγημα των πηγών, να καταρτίσω και να παρουσιάσω ένα περιορισμένο αλλά αντιπροσωπευτικό λημματολόγιο του 1821.

Όπως είπα πιο πάνω, και όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει διαβάζοντας το βιβλίο, τα περισσότερα κείμενα-πηγές δεν αποτελούν δείγματα γνήσιου και πηγαίου λαϊκού λόγου. Πολλοί αγωνιστές ήταν αγράμματοι ή ολιγογράμματοι και για τις ανάγκες της γραπτής επικοινωνίας τους χρησιμοποιούσαν γραμματικούς· ο Κολοκοτρώνης το 1827 είχε «έξ γραμματικούς και έγραφαν ημέρα νύκτα και δεν επρόφθαναν». Το ίδιο ισχύει και με τις αναφορές των πολιτών προς τη Διοίκηση. Πάντως, σε πολλές επιστολές και αναφορές οπλαρχηγών ή απλών πολιτών ο λόγος είναι αμεσότερος, λαϊκότερος, λιγότερο ευπρεπισμένος. Αυτά τα κείμενα αξίζουν περαιτέρω μελέτη.

Ως προς τα απομνημονεύματα, ο Μακρυγιάννης έμαθε να γράφει για να γράψει ο ίδιος τα Απομνημονεύματά του ενώ ο Κολοκοτρώνης χρησιμοποίησε τον Τερτσέτη, που σίγουρα χτένισε τη γλώσσα της «Διήγησης», ευπρεπίζοντάς την ελαφρώς (στο παραπάνω απόσπασμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Γέρος θα είπε «μέρα νύχτα» και όχι «ημέρα νύκτα»).

Απομνημονεύματα και ημερολόγια έγραψαν και πολλοί που είχαν καλή μόρφωση για τα δεδομένα της εποχής. Κάποιοι επέλεξαν τη βαριά καθαρεύουσα όπως ο Περραιβός. Άλλοι γράφουν σε απλούστερη γλώσσα, όπως ο Ν. Καρώρης ή ο Ν. Κασομούλης, αλλά και πάλι στο κείμενό τους φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να ευπρεπίσουν τον λόγο τους αποφεύγοντας (ο Κασομούλης κάποιες φορές σε υπερβολικό, σχεδόν κωμικό βαθμό) τις λαϊκές λέξεις.

Όμως, αντίβαρο στον ευπρεπισμό έρχεται η ανάγκη κατανόησης από τον αναγνώστη κι έτσι πολλές φορές στα κείμενα της εποχής ο απομνηνευματογράφος αναγκάζεται να επεξηγήσει τη λόγια λέξη που χρησιμοποιεί δίνοντας σε παρένθεση τη λαϊκή που είναι γνωστή σε όλους ή ακριβέστερη· έτσι ο Μίχος γράφει για τις σχεδίες στο Μεσολόγγι και εξηγεί σε παρένθεση «(σάλια)», ο Καρώρης σημειώνει ότι έφτιαχναν οχυρώματα αλλά σε παρένθεση διευκρινίζει «(ταμπούρια)» ή ο Κασομούλης αναφέρει για υπαξιωματικούς και επεξηγεί «μαγκατζήδες».

Ωστόσο, η καθαρεύουσα ή η λόγια γλώσσα της εποχής, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις πολύ απέχει από την βαριά, αρχαΐζουσα γλώσσα που επικράτησε ασφυκτικά στο νεοελληνικό κράτος, στην εκπαίδευση και στον δημόσιο λόγο, επί πολλές δεκαετίες μετά την ίδρυσή του. Αυτό φαίνεται καταρχάς στη δομή του λόγου, που ενώ έχει λόγιο ή μιξολόγιο τυπικό ακολουθεί στη δομή του την αναλυτική τάση της νέας ελληνικής, χωρίς κανένα από τα στολίδια (ή κουσούρια) της αρχαΐζουσας. Ο χαρακτηρισμός του Σπ. Ασδραχά (Μακρ. 3.169) για το ημερολόγιο του Κριεζή, που το βρίσκει «επιφανειακά καθαρολόγο» (η έμφαση στην πρώτη λέξη) ισχύει για πολλά έργα της εποχής.

Και πέρα από τη δομή του λόγου, στα κείμενα του Εικοσιένα το λεξιλόγιο δεν έχει την καταθλιπτική ομοιογένεια των κειμένων μετά τη συγκρότηση του κράτους. Οι λαϊκές λέξεις αποδεικνύονται επίμονες και αξιοθαύμαστα ανθεκτικές και καταφέρνουν να τρυπώνουν στα λόγια κείμενα, ακόμα και στα θεσμικά. Ο Υπουργός Οικονομίας βγάζει αποφάσεις για τα ενοίκια των εθνικών κτημάτων, και για να γίνει κατανοητός προσθέτει σε παρένθεση: «ιλτιζάμια». Ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη συντάσσει την επιστολή προς Κουντουριώτη (ουσιαστικά πρόκειται για δήλωση υποταγής) σε περίτεχνη καθαρεύουσα αλλά δεν αποφεύγει το ζαϊφλίκι: «ήλθον ενταύθα, όπου εξ ατυχίας μου δεν Σας εύρον, διό και ελυπήθην καιρίως, ακούσας μάλιστα ότι ανεχωρήσατε διά ζαϊφλίκι». Ο λογιότατος Ήβος Ρήγας φροντίζει «διά την εξοικονόμησιν μουνιτζιόνης» και όχι πυρομαχικών ή πολεμοφοδίων.

Για να είμαστε δίκαιοι, σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η προτίμηση σε λαϊκές λέξεις ή/και τουρκικά δάνεια εξηγείται όχι μόνο από την ανάγκη κατανόησης από τον αναγνώστη αλλά και από την απουσία επεξεργασμένης και εδραιωμένης θεσμικής ορολογίας. Όταν στήθηκαν οι θεσμοί, ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης και πολύ περισσότερο στη συνέχεια, με επιτυχία ο υπουργός αντικατάστησε τον μινίστρο και ο οφικιάλος έδωσε βελούδινα τη θέση της στον αξιωματικό, όπως και ο σπετσέρης στον φαρμακοποιό ή η ντογάνα και το κουμέρκι στο τελωνείο. Βέβαια, στην ορολογία της καθημερινής ζωής, εκεί όπου η ιδιοκτησία του όρου δεν ανήκει στο κράτος αλλά στον πολύ λαό οι αντίστοιχες προσπάθειες στάθηκαν άκαρπες, κάποτε και κωμικές, αλλά αυτό ξεφεύγει από τα όρια του βιβλίου μας. Πάντως, στα περισσότερα κείμενα της εποχής του Εικοσιένα απουσιάζει η τάση προς καθαρισμό, που έφτασε σε παροξυσμό στα χρόνια της καθαρευουσιάνικης κυριαρχίας και παρήγαγε και ένα σωρό κωμικούς «ελληνοπρεπείς» όρους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Βιβλία, Λεξικογραφικά, Παρουσίαση βιβλίου, Περιαυτομπλογκίες | Με ετικέτα: , , , , , | 151 Σχόλια »

Σκέφτοντας, κάθοντας και άλλες ανορθόδοξες μετοχές

Posted by sarant στο 18 Νοεμβρίου, 2020

Συζητούσαμε τις προάλλες, με αφορμή το ρήμα «εντέλλομαι» για μερικές ανορθόδοξες μετοχές αποθετικών ρημάτων που είχε εντοπίσει η φίλη μας το Κιγκέρι, και της ζήτησα να παραθέσει τα ευρήματά της. Ανάλογα παραδείγματα μαζεύω κι εγώ, ενώ παλιά είχαμε συγκεντρώσει μερικά ακόμα στη Λεξιλογία.

Οπότε, σκέφτηκα να γράψω το σημερινό άρθρο, χωρίς αξιώσεις μελέτης του θέματος, αλλά ως καταγραφή ευρημάτων, ώστε να μπορεί και όποιος άλλος έχει αποδελτιώσει τέτοιες ανορθόδοξες μετοχές να τις καταθέσει ή να τις καταθέτει.

Για να δώσω ένα παράδειγμα του τι εννοώ, θα αναφέρω φυσικά τον πασίγνωστο στίχο του Σολωμού, που έχει γίνει και παροιμιώδης: Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Εδώ, το «διηγώντας» είναι μετοχή ενεργητική. Όμως είναι μετοχή ενεργητική ρήματος αποθετικού, που έχει μεσοπαθητική μόνο φωνή. Δεν υπάρχει (σήμερα) διηγώ, μόνο «διηγούμαι», οπότε κανονικά η μετοχή ενεστώτα πρέπει να είναι «διηγούμενος» και όχι «διηγώντας». Ωστόσο, οχι μόνο για λόγους μέτρου, ο Σολωμός προτίμησε το «διηγώντας». Πράγματι, σε ένα ποίημα το «διηγούμενος» θα ήταν ψυχρό, ενώ η ανάλυση της μετοχής (και όπως τα διηγείσαι…) θα έχανε τη σφιχτάδα.

Έγραψα ότι «σήμερα» δεν υπάρχει τύπος «διηγώ» διότι ο Κριαράς στο Μεσαιωνικό Λεξικό του τον αναφέρει (στο λήμμα «διηγούμαι») παραθέτοντας κι ένα «διηγήσω» της ύστερης αρχαιότητας. Πάντως, δεν υπάρχει γι’ αυτό και χαρακτήρισα ανορθόδοξη τη μετοχή.

Ο Τριανταφυλλίδης στη Γραμματική του, στην παρ. 971 αναφέρει τον σχηματισμό ενεργητικής μετοχής από ρήματα που έχουν σπάνιο τον ενεργητικό τύπο π.χ. στέκοντας, και βάζει υποσημείωση στην οποία αναφέρει:

Στην ποιητική γλώσσα, όπως και στη λαϊκότερη χρήση, σχηματίζεται ενεργητική μετοχή και από άλλα αποθετικά ρήματα: κάθοντας, φτερνίζοντας, αρνιώντας, συλλογιώντας

Και δίνει τα εξής παραδείγματα:

Τα δικά του συλλογιώντας κι όχι τα δικά μας τα μέλλοντα. (Εφταλιώτης) Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. (Σολωμός)
Στις ράχες του κάποια κορφή ονειρεύοντας γυρεύουν. (Παλαμάς)
Μήτε φοβώντας τους θεούς, τα πλατιά που κατέχουν ουράνια. (Ποριώτης)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Γραμματική, Λαθολογία | Με ετικέτα: , , , | 184 Σχόλια »

Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια

Posted by sarant στο 15 Οκτωβρίου, 2020

Φυσικά, ο τίτλος του άρθρου θα σας θυμίζει τον παροιμιώδη πλέον στίχο του Μανώλη Ρασούλη. Αλλά εγώ τον εννοώ κάπως διαφορετικά. Όμως, αυτό θα το δούμε παρακάτω.

Το σημερινό άρθρο έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό: τόσα χρόνια λεξιλογούμε, κι όμως δεν έχουμε γράψει άρθρο για την ετυμολογία και την ιστορία του μάγκα παρόλο που, όπως στερεότυπα έγραψα κάποτε, «αξίζει άρθρο για το θέμα αυτό».

Λοιπόν; Από πού ετυμολογείται ο μάγκας; Ο μάγκας βγαίνει από τη μάγκα. Και ποια είναι η μάγκα;

Μάγκα ονομαζόταν, τον καιρό του Εικοσιένα, αλλά και παλιότερα, ομάδα άτακτων πολεμιστών. Η μάγκα ήταν μικρότερη από το μπουλούκι -πολλές μάγκες μαζί απάρτιζαν ένα μπουλούκι. Ο Βακαλόπουλος στα Ελληνικά στρατεύματα του 1821 αντιστοιχίζει τη μάγκα με δεκανεία και το μπουλούκι με εικοσιπενταρχία, αλλά ο Κ. Καραποτόσογλου, σε ένα άρθρο του 1986, δίνει δύναμη 40-50 οπλοφόρων στη μάγκα.

Στο ίδιο άρθρο, αναφέρει ότι με το οργανωτικό διάταγμα της 14.3.1833, με το οποίο ιδρύθηκαν τα δέκα τάγματα των άτακτων ακροβολιστών, η μάγκα μετονομάστηκε σε λόχο και ορίστηκε η δύναμη στους 50 άνδρες. Τέσσερις μάγκες αποτέλεσαν, τότε, ένα τάγμα (Κ. Καραποτόσογλου, «Συγκριτικές διερευνήσεις στα νέα ελληνικά», Λεξικογραφικόν δελτίον Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 16 (1986), σελ. 277) -αλλά στον άτακτο στρατό οι αριθμοί είναι αρκετά ρευστό θέμα.

Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Πήρα το μπαγιράκι μου και καμίαν εικοσαριά, οπού είχα μάγκα εις το κονάκι μου, κι έφυγα κρυφίως», ενώ ο Σουρμελής αφηγείται ότι κατά την πολιορκία της Αθήνας κάποιος ακόλουθος του Φαβιέρου, υπέρμαχος της συνθηκολόγησης, «ετράπη εις τους ατάκτους στρατιώτας, τους ικανούς να διεγείρωσι και τους άλλους’ και από Μάγκαν εις Μάγκαν (συντροφίαν ή συσσιτίαν ή συνοικίαν) περιερχόμενος διά νυκτός, εδοκίμαζε τα πνεύματα των στρατιωτών και κατήχει πολλούς». Αναζητώντας λοιπόν ο Σουρμελής ελληνοπρεπή όρο τη μάγκα, την αποδίδει συντροφία, συσσιτία ή συνοικία.

Η μάγκα είχε ως επικεφαλής τον μάγκατζη ή μαγκατζή, ο οποίος είχε προσωπική σχέση επιρροής με τα παλικάρια του. Ο μάγκατζης ήταν το αντίστοιχο του υπαξιωματικού. Ο Κασομούλης γράφει: «εσυνάξαμεν όλους τους υπαξιωματικούς» αλλά κρίνει σκόπιμο να διευκρινίσει σε παρένθεση: «μαγκατζήδες». Θυμάται ο Μακρυγιάννης: «τους μέρασα κάθε δέκα ανθρώπων μίαν μποτίλια ρούμη· ένας, τόδωσα την ρούμη, δεν την έδωσε να πιούνε οι συντρόφοι του, οπού ’ταν μάγκατζης, την έπγε μόνος του όλη και μέθυσε». Υπάρχει και επώνυμο Μαγκατζής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Δυσετυμολόγητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , , | 180 Σχόλια »

Υπάρχει ανέλπιστη συμφορά;

Posted by sarant στο 7 Οκτωβρίου, 2020

Με ρώτησε τις προάλλες ένας φίλος στο Τουίτερ, αν είναι σωστό να λέμε «παρουσιάστηκε ένα ανέλπιστο πρόβλημα» ή αν πρόκειται για οξύμωρο του τύπου «γιγαντόσωμος νάνος».

Κατά σύμπτωση, είχα ασχοληθεί με το ζήτημα παλιότερα, και το είχαμε συζητήσει και στα Υπογλώσσια, αλλά δεν μετέφερα το σημείωμα αυτό στο ιστολόγιο, όπως κάνω κατά καιρούς (στα άρθρα με τίτλο «Υπογλώσσια σφηνάκια») επειδή σκέφτηκα ότι αξίζει να αναπτυχθεί σε χωριστό άρθρο. Ε, ήρθε αυτή η ώρα.

Για να το κάνω και πιο παραστατικό, αντί για «ανέλπιστο πρόβλημα» που με είχε ρωτήσει ο φίλος, στον τίτλο αναβάθμισα την κακοτυχία από πρόβλημα σε συμφορά.

Υπάρχει λοιπόν ανέλπιστο κακό;

Ξεκινάμε από τα λεξικά, να δούμε πώς αντιμετωπίζουν τη λέξη «ανέλπιστος».

Το ΛΚΝ θεωρεί τη λέξη ουδέτερη, ότι εξίσου μπορεί να συντάσσεται με καλό ή κακό γεγονός: που δεν τον περιμένουμε να συμβεί, που συμβαίνει αντίθετα προς ό,τι ελπίζουμε ή προβλέπουμε· απροσδόκητος, απρόβλεπτος, απρόσμενος: H υπόθεση είχε ένα πρωτότυπο και ανέλπιστο τέλος. Mας βρήκε ανέλπιστο κακό / καλό. Aνέλπιστη ευτυχία / χαρά / τύχη. Aν γίνει κάτι τέτοιο, αυτό θα είναι από τα ανέλπιστα.

Κατά το ΛΚΝ λοιπόν υπάρχει «ανέλπιστο κακό». Αλλά το ΛΚΝ είναι το μόνο που έχει αυτή τη στάση.

Στον αντίποδα, το λεξικό Μπαμπινιώτη λέει από την αρχή του λήμματος ότι η λέξη αφορά ευχάριστα γεγονότα.

Τα δύο άλλα έγκυρα σύγχρονα μεγάλα λεξικά μας, Χρηστικό και ΜΗΛΝΕΓ, βρίσκονται στη μέση. Μας λένε ότι η λ. ανέλπιστος λέγεται «για κάτι συνήθως ευχάριστο, θετικό».

Επομένως, σύμφωνα με την ψήφο των λεξικών δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε λαθεμένο το ταίριασμα του ανέλπιστου με αρνητικά γεγονότα -ανέλπιστο κακό, ανέλπιστο πρόβλημα, ανέλπιστη συμφορά. Θα τη χαρακτηρίσουμε όμως σπάνια χρήση και δεν θα αιφνιδιαστούμε αν κάποιος, όπως ο φίλος μου παραπάνω, παραξενευτεί.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 244 Σχόλια »

Ο Δράμαλης και η νίλα

Posted by sarant στο 20 Αυγούστου, 2020

Μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές του Εικοσιένα ήταν η εκστρατεία του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη στο Μοριά το καλοκαίρι του 1822. Ο Δράμαλης είχε πολύ στρατό και είχε σκοπό να συντρίψει την επανάσταση -και σημείωσε μια πρώτη απρόσμενη επιτυχία όταν ο φρούραρχος του Ακροκόρινθου, που μάταια είχε πάρει το παρατσούκλι Αχιλλέας, πανικοβλήθηκε βλέποντας το ασκέρι και εγκατέλειψε το φρούριο «αντουφέκηγο» που έγραψε κι ο Μακρυγιάννης.

Αν ο Δράμαλης έστεκε στην Κόρινθο και εγκαθιστούσε εκεί το στρατηγείο του, τα πράγματα μπορεί να είχαν εξελιχτεί πολύ δυσάρεστα για τους επαναστάτες, αλλά μεθυσμένος από τις πρώτες επιτυχίες θέλησε να τελειώνει γρήγορα. Ο Κολοκοτρώνης εφάρμοσε πολιτική καμένης γης, γνωρίζοντας από αναφορές ανιχνευτών ότι το ασκέρι του Δράμαλη έχει «χασνέδες [χρήματα] και εφόδια πολεμικά αρκετά, πλην από ζαερέδες [προμήθειες σε τρόφιμα] υστερούνται». Στον αργολικό κάμπο άρχισε να τους βασανίζει η ζέστη και η δυσεντερία, καθώς οι Έλληνες μόλυναν και τις πηγές, και θελησαν να αναδιπλωθούν -αλλά στα στενά των Δερβενακιών (ντερβένι είναι το στενό) στα τέλη Ιουλίου ο Κολοκοτρώνης τους πετσόκοψε. Λίγοι σώθηκαν από το μεγαλο ασκέρι κι ο ίδιος ο Μαχμούτ Πασάς πέθανε ειτε από τη λύπη του είτε απο τύφο στην Κόρινθο στις 26 Οκτωβρίου 1822.

Το περιστατικό επιβεβαιώνει μια παρατήρηση που έχουν κάνει ίσως αρκετοί αλλά σίγουρα ο Κ. Παπαγιώργης, ότι οι μεγάλες νίκες του Εικοσιένα οφείλονται όλες σε ενέδρα ή αιφνιδιασμό ή εκμετάλλευση του πεδίου της μάχης ή φθορά του αντιπάλου με κλεφτοπόλεμο και όχι σε κατά μέτωπο σύγκρουση. Όποτε οι Έλληνες θέλησαν να αντιπαρατεθούν στους Τούρκους «ευρωπαϊκά», σε ανοιχτό πεδίο, υπέστησαν επώδυνες ήττες: Πέτα, Κρεμμύδι, Ανάλατος.

Η σφαγή αυτή του πανίσχυρου στρατού του Δράμαλη στα Δερβενάκια έσωσε την επανάσταση, εδραίωσε ακόμα περισσότερο το γόητρο του Κολοκοτρώνη και έγινε παροιμιώδης, αφού έμεινε γνωστή και ως «η νίλα του Δράμαλη». Πολύ συχνά θα δείτε τη μάχη στα Δερβενάκια να αναφέρεται ως «νίλα του Δράμαλη».

Το ΛΚΝ στο λήμμα «νίλα» αναφέρει, ακριβώς, τον Δράμαλη:

νίλα η [níla] Ο25α : 1.(οικ.) α. μεγάλη καταστροφή: Ο στρατός του Δράμαλη έπαθε μεγάλη ~ από τους Έλληνες. β. μεγάλη αποτυχία σε διαγωνισμό ή συναγωνισμό: ~ στα μαθηματικά. H ομάδα μας έπαθε ~ στο σημερινό αγώνα. γ. ζημιά που προκαλεί μεγάλη ταλαιπωρία: Πάθαμε μια ~ στο ταξίδι… μας χάλασε το αυτοκίνητο. 2. (παρωχ.) καψόνι.

Το λεξικό ετυμολογεί, χωρίς βεβαιότητα, τη λέξη από τα λατινικά: [ίσως μσν. *νίλα < λατ. nila πληθ. του nilum (ουδ.) `τίποτε, ασήμαντο, χωρίς αξία΄ που θεωρήθηκε θηλ. εν.]

Το λεξικό Μπαμπινιώτη δίνει την ίδια ετυμολογία, και πάλι χωρίς βεβαιότητα, δεν αναφέρει τον Δράμαλη, και δίνει παραδειγματική φράση παρμένη από το ποδόσφαιρο, «πάθαμε μεγάλη νίλα μέσα στην έδρα μας» ή κάτι τέτοιο. Πράγματι, στις σημερινές χρήσεις συχνά θα δούμε τη νίλα σε αθλητικά-ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα.

Σε πολλά κείμενα για το 1821, ιστορικά ή λογοτεχνικά, βρίσκω αναφορά στη «νίλα του Δράμαλη». Μάλιστα, ο Βασίλης Ρώτας έχει γράψει το θεατρικό έργο «Κολοκοτρώνης ή η νίλα του Δράμαλη». Στον «Καραϊσκάκη», τη μυθιστορηματική βιογραφία του ήρωα από τον Δημ. Φωτιάδη, υπάρχει επίσης κεφάλαιο «Η νίλα του Δράμαλη».

Το περίεργο είναι ότι στα κείμενα της εποχής δεν υπάρχει καμιά τέτοια αναφορά σε «νίλα του Δράμαλη» -ή εγώ δεν βρήκα. Σίγουρα δεν υπάρχει στον Μακρυγιάννη, αν και η λέξη «νίλα» χρησιμοποιείται σε άλλα συμφραζόμενα, αλλά ούτε και στα απομνημονευματα του Κολοκοτρώνη, του πρωταγωνιστή της υπόθεσης. Ούτε σε άλλο κείμενο της εποχής βρήκα «νίλα του Δράμαλη», εκτός αν βρείτε εσείς και με διαψεύσετε.

Πράγματι, στα σώματα κειμένων που έψαξα, η παλαιότερη αναφορά που βρήκα σε «νίλα του Δραμαλη» είναι το 1910 στον Ρωμηό του Σουρή και το 1917 στο Ημερολόγιο Σκόκου. Ίσως κάποιος άλλος βρει κάτι ακόμα παλιότερο, αλλά το ζήτημα είναι πόσο παλιότερο -δυο τρεις δεκαετίες ή κοντινό στα γεγονότα;

Το άλλο περίεργο είναι ότι ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί στο έργο του δυο φορές τη λέξη «νίλα» αλλά όχι με τη σημασία «πανωλεθρία, παταγώδης αποτυχία».

Γράφει ο Μακρυγιάννης, περιγράφοντας την εγκληματική θανάτωση άμαχων Τούρκων από ανειδοποίητους Ρωμιούς κοντά στο Κομπότι παρά τις συνθήκες που είχαν υπογραφτεί: «Και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμεν το αμολόγητον κακόν. Τότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Tούρκοι κι όσοι μείναν βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα» (Α53). Και αλλού, σε σχέση με την πολιορκία της Αθήνας: «Πήγαμεν εις το φρούριον. Ήταν η νίλα εκεί· γυναικόπαιδα, ζώα» (Α213).

Δηλαδή, την εποχή του Μακρυγιάννη η σημασία της λέξης ήταν κάπως διαφορετική, σήμαινε: οίκτο, τραγικό θέαμα που προκαλεί τον οίκτο, συμφορά· «με πήρε η νίλα» σήμαινε «με κυρίεψε ο οίκτος».

Αυτή η σημασία βρίσκουμε να επιβιώνει στο ηπειρωτικό ιδίωμα. Αντιγράφω από το σχετικό σύγγραμμα του Ευάγγελου Μπόγκα (ο οποίος γράφει νήλα):

νήλα: 1. Το τραγικό θέαμα, «είναι νήλα να γλέπ’ς να σφάζουν μπροστά σου τ’ αρνάκια», 2. Ο οίκτος: Όταν τον είδα ξαπλωμένον στα χώματα, μ’ έκοψε η νήλα. Στο Ζαγόρι λένε «να τον φτάκει η νήλα μου» δηλ. κατάρα να δυστυχήσει κάποιος τόσο πολύ που να τον λυπηθούμε. Ο Μπόγκας γράφει «νήλα» επειδή ετυμολογεί από το νηλεές ήμαρ του Ομήρου, που μάλλον είναι πορτοκαλισμός.

Εικαζω λοιπόν ότι η πανωλεθρία του πανίσχυρου στρατου του Δράμαλη, που χαρακτηρίστηκε νίλα του Δράμαλη βοήθησε να μεταπέσει η σημασία από το «τραγικό θέαμα» και τη «συμφορά» προς την «παταγώδη αποτυχία» κι έτσι να χρησιμοποιείται σήμερα για αποτυχία στις εξετάσεις ή στο ποδόσφαιρο. Η μετάπτωση της σημασίας είναι ευκολη, αφού η «συμφορά» είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο οικτρό θέαμα και στην παταγώδη αποτυχία.

Μάλιστα, στις στρατιωτικές σχολές κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα το καψόνι που γινόταν στους πρωτοετείς λεγόταν «νίλα», σημασία που την καταγραφει το ΛΚΝ αν και κοντεύει πια να ξεχαστεί.

Σχεδον τελειώσαμε. Τελευταία πτυχή, ο Μάμαλης. Στις συλλογές παροιμιωδών εκφράσεων υπάρχει η έκφραση «έπαθε τη νίλα του Μάμαλη». Ποιος ο Μάμαλης; Κάποιοι λένε τον Ιμάμ Αλή, πασά της Ναυπάκτου, άλλοι αναφέρουν κάποιον οπλαρχηγό Μάμαλη που τον παλούκωσε ο Αλή Πασάς. (Όποιος ενδιαφέρεται: Δημ. Πετρόπουλος, «Η θανάτωσις δι’ ανασκολοπισμού κατά την Τουρκοκρατίαν», ΕΕΒΣ, Τόμ. 23 (1953), σελ. 535-6.)

Αν ισχύει αυτό, τότε προϋπήρξε η νίλα (δηλαδή η συμφορά, το τραγικό θέαμα) του Μάμαλη και η ομοηχία διευκόλυνε να γίνει παροιμιώδης και η φράση για τον Δράμαλη. Μπορεί βέβαια να προϋπήρξε η «νίλα του Δράμαλη», το θέμα αξίζει διερεύνηση.

Όσο για την ετυμολογία, κι ας λέει ο Μπόγκας, με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πιθανότερη μια σλαβική αρχή της λέξης και ασφαλώς απορρίπτεται το λατινικό nila, που προτείνεται χωρίς σιγουριά από τα λεξικά. Όποιος έχει πρόσβαση στο περιοδικό Βυζαντινά, του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ, τόμος 8, σελ. 301-2, όπου υπάρχει άρθρο για τη νίλα, θα μπορούσε ίσως να μας δώσει περισσότερες πληροφορίες.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ: Ο φίλος μας ο Spiridione βρήκε τη δημοσίευση στα Βυζαντινά, που νομίζω ότι φωτίζει το θέμα:

Κ. Παπαχρίστου, νεοελληνικά ετυμολογικά, σελ. 301, 302

νίλα, η: α) αφανισμός, β) τραγικό θέαμα, που προκαλεί τον οίκτο, και γ) οίκτος. Από τις τρεις αυτές σημασίες η τρίτη, δηλ. νίλα = οίκτος, έχει λησμονηθή σήμερα στην Ελλάδα, με εξαίρεση την ’Ήπειρο — ίσως και κάποια άλλη περιοχή, που δε μπόρεσα να επισημάνω- για την Ήπειρο δίνει ο Μπάγκας την ερμηνεία: νήλα = 1) τραγικό θέαμα και 2) οίκτος: «όντας τουν είδα ξαπλουμένουν στα χώματα μ’ έκουψι η νήλα», και παραθέτει το Ζαγοριακό: «να τον φτάκη η νήλα μου» = «να δυστυχήση δηλ. σε τέτοιο βαθμό που να μου προκαλέση τον οίκτο». Παλαιότερα, όμως, η λ. νίλα στη σημασία «οίκτος» απανταται και σε άλλες περιοχές, π.χ. τη Ρούμελη, καθώς διαπιστώνεται από το Μακρυγιάννη, που γράφει: «Τότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Τούρκοι κι όσοι μείναν βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα». Το νεοελ. νίλα προέρχεται από το αρωμουν. nila (= οίκτος, συμπάθεια) ← ρουμαν. mila ← σλαβ. міль (= συμπάθεια), στα αρωμουνικά: ρ. niluesku (= ελεώ, οικτίρω, συμπαθώ) και επίθ. niluitu – ta (=οικτρός), η τροπή του m → n (ρουμαν. mila → nila) είναι συνήθης στα αρωμουνικά: λατιν. mille → nile (= χίλια). Εσφαλμένα υποστηρίζει ο Νικολαίδης ότι το σλαβ. mih, το ρουμαν. mila και το αρωμουν. nila προέρχονται από το αρχ. ελλην. μείλιον (= «παν το ευφραίνον»), ούτε, βέβαια, είναι δυνατό να γίνη οποιοσδήποτε συσχετισμός του νεοελ. νίλα με το ομηρικό επίθ. νηλεές (ήμαρ), που υπαινίσσεται ο Μπόγκας και γι’ αυτό γράφει νήλα αντί νίλα, δικαιολογημένα ο Ανδριώτης αγνοεί αυτή την ετυμολογία.

Posted in 1821, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 169 Σχόλια »

Δέκα λέξεις του Κασομούλη

Posted by sarant στο 28 Μαΐου, 2020

Καθώς πλησιάζει η επέτειος της επανάστασης του 2021, το ιστολόγιο δημοσιεύει, σποραδικά, άρθρα για τον μεγάλο ξεσηκωμό, συνήθως λεξιλογικά -αφού εδώ λεξιλογούμε.

Πέρυσι είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο με λέξεις από τον Μακρυγιάννη, σήμερα θα δούμε το αντίστοιχο άρθρο με λέξεις από τα Ενθυμήματα Στρατιωτικά του Νικ. Κασομούλη. Είχαμε πει δυο λόγια για το σημαντικό έργο σε ένα πρόσφατο άρθρο μας που ήταν εστιασμένο σε μια έκφραση που παραδίδει ο Κασομούλης.

Ο Κασομούλης, είχαμε πει, δεν γράφει τη γλώσσα που μιλούσε. Προσπαθεί να γράψει σε καθαρεύουσα, και φαίνεται να προσπαθεί, σε πολλά σημεία, να «εξελληνίσει» τουρκικά ή ιταλικά δάνεια, συχνά κατασκευάζοντας δικούς του, όχι πάντα πετυχημενους, όρους. Αλλά δεν είναι, ευτυχώς, συνεπής σε αυτή την καθαριστική προσπάθεια, ενώ επίσης μεταφέρει σχετικά πιστά τους διαλόγους ή τα γραπτά τεκμήρια (που βεβαια και αυτά είναι, τα περισσότερα, σε γλώσσα σιδερωμένη).

Στο σημερινό άρθρο διαλέγω 10 λέξεις από το βιβλίο του Κασομούλη -είχα ξεκινήσει για 15, όμως με έπιασε φλυαρία και το άρθρο παραμεγάλωσε κι έτσι σταμάτησα στις δέκα. Για κάθε λέξη παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, και γράφω δυο λόγια για την ετυμολογία και τη σημασία της καθεμιάς. Φυσικά διαλέγω λέξεις που δεν τις έχουν τα σύγχρονα λεξικά μας (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτης, Χρηστικό), δηλ. ακολουθώ την ίδια προσέγγιση που είχα όταν κατάρτισα το λημματολόγιο του βιβλίου Λέξεις που χάνονται. Η παραπομπή γίνεται στην πεντάτομη έκδοση του Κασομούλη (εκδ. Βεργίνα) που έχω πρόχειρη. Είναι παρόμοια με την τρίτομη που υπάρχει στην Ανέμη, αλλά φυσικά σε άλλη σελιδοποιηση.

1. ειδίσματα

Σε συζητήσεις με Τούρκους για να γίνει ειρήνη στα Άγραφα, ο οπλαρχηγός Νικ. Στορνάρης θέτει όρους (Β26):

όταν επιστρέψετε τους αιχμαλωτισμένους αθώους με τα ειδίσματά των έως εις το βελόνι….

Λέξη της Ηπείρου και της Δυτικής Στερεάς περισσότερο, τα ειδίσματα είναι τα αντικείμενα του σπιτιού, σκεύη, ρούχα. Ωστόσο, σε πολλές χρήσεις είναι ειδικώς κοσμήματα, τιμαλφή, ακόμα ειδικότερα, οι βέρες των αρραβώνων. Για παράδειγμα, στον σπαραχτικο «Πολιτισμό εις το χωρίον» του Παπαδιαμάντη, ο μπάρμπα – Στέργιος, για να βρει τα έξοδα της ταφής του παιδιού του, δίνει στον άτεγκτο ενεχυροδανειστή μερικά ειδίσματα: δύο ασημένια σκουλαρίκια κι ένα δαχτυλίδι. Στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αφηγείται ότι με δική του παρέμβαση αναγκάστηκε ο Παπαφλέσσας «να δώσει πίσου τα ειδίσματα ολουνών των ανθρώπων» που είχε λεηλατήσει.

Πάλι στον Κασομούλη (Γ226) γίνεται αναφορά στη γνωστή διαμάχη για την προίκα της κόρης της Μπουμπουλίνας (και χήρας του Πάνου Κολοκοτρώνη), όπου ο νέος της σύζυγος κατηγορούσε τον Γέρο ότι «κατακρατεί τα ειδίσματά της», εδώ με τη σημασία των κοσμημάτων.

2. ιλτιζάμι

Στορνάρης και Λιακατάς από το Μεσολόγγι γράφουν στον Κασομούλη:

Είδαμεν καλά τα όσα μας γράφετε διά τους λοφέδες μας, οπού ακόμα δεν εκατορθώσεταν τίποτες, παρά σας προβάνουν να πάρετε ιλτιζάμια [προσόδους] εις την Γαστούνην. Ημείς διά ιλτιζαμτζήδες [έμποροι προσόδων] δεν είμασθον όταν έπρεπεν, όχι τώρα οπού δεν έχομεν τελείως κατάστασιν.

Ιλτιζάμι είναι η εκμίσθωση του δικαιώματος είσπραξης φόρων του κράτους σε ιδιώτες, που γινόταν συνήθως έπειτα από πλειστηριασμό. Ο δικαιούχος προκατέβαλλε στο κράτος το ποσό που υπολογιζόταν να εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη περιοχή και στη συνέχεια εισέπραττε τους φόρους ο ίδιος ή υπενοικίαζε με τη σειρά του το δικαίωμα είσπραξής τους.

Ήταν καθιερωμένος θεσμός στο οθωμανικό κράτος, συνήθως με ετήσια διάρκεια. Από τουρκ. iltizam. Ο κάτοχος του ιλτιζαμιού λεγόταν mültezim, που πρέπει να είναι η ίδια λέξη με το μουλτεζίμι που έχουμε στο τάβλι.

Εδώ, οι καπεταναίοι διαμαρτύρονται διότι, αντί για μισθό (λοφέδες) τούς υποσχέθηκαν το ιλτιζάμι της Γαστούνης, που όμως θα έπρεπε να έχουν κεφάλαια για να το πάρουν.

3. ίρτζι

Τον Μάιο του 1827, μετά τη μάχη του Ανάλατου, ο Κασομούλης που βρίσκεται ακόμα στο στρατόπεδο στην Καστέλα έχει ζητήσει από τον Γαρδικιώτη Γρίβα, ο οποίος έχει φύγει στη Σαλαμίνα, να επιστρέψει. Ο Γρίβας απαντάει (Γ435):

Μου γράφετε, αδελφοί, διά να έλθω· αν θέλω το ίρτζι μου [την τιμήν] να σηκωθώ να έρθω.

Η επεξήγηση είναι από τον Κασομούλη.

Λίγο νωρίτερα, τον Απρίλιο, οι Τούρκοι που ήταν οχυρωμένοι στο Μοναστήρι, δέχονται να παραδοθούν, «πλην να φυλαχθεί το ίρτζι των [υπόληψίς των] και να έβγουν με τα άρματά των και με τις αποσκευάς των»

Οπως έγραφα στις Λέξεις που χάνονται, ίρτζι είναι η τιμή, η αξιοπρέπεια, η υπόληψη. Τουρκικό δάνειο, από το irz, που σημαίνει «τιμή». Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, παλιότερο ή νεότερο, εκτός από το Μείζον. Ωστόσο, χρησιμοποιείται πολύ σε κείμενα της εποχής του 1821, π.χ. «ή χάνομεν τα κεφάλια μας ή κάμνομεν το ίρτζι μας τεκμίλι» (την τιμή μας κλοτσοσκούφι), όπως διαβάζουμε σε επιστολή του Καραϊσκάκη στον Μαυροκορδάτο.

Όπως και στο παραπάνω απόσπασμα με τους πολιορκημένους, η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά σε κείμενα συμφωνιών παράδοσης. Π.χ. ο Τρικούπης παραδίδει τη συνθήκη παράδοσης των Τούρκων του Νιόκαστρου το 1821 οπου οι Έλληνες καραβοκύρηδες δεσμεύονται «και να έχουμε χρέος να τους πηγαίνουμε εις την Αραπιά, εις Τούνεζι, εις το πόρτον Ακαλμπέντι με το ίρτζι τους και ζωήν τους και βιος τους, και χωρίς ναύλον».

Η φράση έχει γίνει διάσημη από την ταινία Ο ατσίδας, όπου ο Βέγγος ως σερβιτόρος θυμώνει όταν ο Ηλιόπουλος χτυπάει παλαμάκια, και δικαιολογείται λέγοντας: «Είναι το ίρτζι μου». Βέβαια, στη σημερινή χρήση, εξαιτίας του αποσπάσματος με τον Βέγγο, υπάρχει μετατόπιση της σημασίας: το ίρτζι έφτασε πια να σημαίνει την παραξενιά, την ιδιοτροπία, π.χ. «συγγνώμη που επιμένω πολύ στην καθαριότητα, αλλά είναι το ίρτζι μου»

Στο 0.50 του αποσπάσματος, το ίρτζι του Θρασύβουλα:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά | Με ετικέτα: , , , , | 156 Σχόλια »