Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Μανώλης Χιώτης’

Μ’ αρέσει να ‘σαι μάγκισσα (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 21 Ιουνίου, 2021

Πριν από δέκα μέρες είχαμε δημοσιεύσει μια συνεργασία  του φίλου μας του Κόρτο για την αντιμετώπιση ορισμένων πολύκροτων εγκλημάτων από το ρεμπέτικο του μεσοπολέμου, και τότε είχα αναφέρει ότι επρόκειτο για πρόγευση μιας εκτενέστερης μελέτης του. Σήμερα, που είναι αργία (για ορισμένους, τουλάχιστον) και άρα έχουμε περισσότερο χρόνο για διάβασμα, δημοσιεύω αυτή την εκτενέστερη μελέτη, προσθέτοντας μόνο ένα γιουτουμπάκι του Χιώτη. 

Καμαρώνω που το ιστολόγιο στάθηκε αφορμή για μια τόσο αξιόλογη μελέτη, με υλικό που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει βιβλίο. Καθώς τη διαβάζω, συλλογίζομαι ότι πολλές της παράγραφοι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε αυτοτελή άρθρα. Αλλά δεν θέλω να σας κουράσω με τα δικά μου. Θυμίζω μόνο πως ο Κόρτο μάς είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο, όπως και ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο.

 

Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ’ ΣΑΙ ΜΑΓΚΙΣΣΑ

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΜΑΓΚΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΛΑΪΚΗΣ ΑΠΗΧΗΣΕΩΣ (ΤΕΛΗ 19ΟΥ ΑΙΩΝΟΣ – ΔΕΚΑΕΤΙΑ ’50)

Προλεγόμενα

Το κάτωθι άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει μία σταχυολόγηση μοτίβων στα οποία απεικονίζεται η γυναίκα του μάγκικου κοινωνικού στρώματος, κατά την διάρκεια ακμής του φαινομένου, δηλαδή από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνος μέχρι τα μισά περίπου της δεκαετίας του 1950. Οι αναφορές εξάγονται κατά κύριο λόγο από το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και από άλλες μορφές συναφούς τέχνης λαϊκής εμπνεύσεως ή απηχήσεως, όπως και από ορισμένες δημοσιογραφικού ή ιστορικού τύπου πληροφορίες. Το ζητούμενο είναι η απόδοση των κυριότερων στοιχείων με τα οποία τυποποιήθηκε η μάγκισσα, όπως την αναγνωρίζουμε σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για μία επιτομή λαογραφικών καταγραφών, αφού επικεντρώνεται στην μελέτη του αστικού λαϊκού μας πολιτισμού -και όχι μία εργασία κοινωνιολογικού περιεχομένου, η οποία θα απαιτούσε μία εντελώς διαφορετική μεθοδολογία.

Όπως και στο σχετικό άρθρο της 11/ 6/ 2021, εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στον Νίκο Σαραντάκο για την παρότρυνσή του να συντάξω το κείμενο και για την προθυμία του να το δημοσιεύσει. Ευχαριστώ εξίσου τον φίλο Γιάννη Ιατρού, και όσους φίλους σχολιαστές του παρόντος ιστολογίου έδειξαν ενδιαφέρον για μία τέτοια δημοσίευση. Και ακόμα οφείλω πολλές ευχαριστίες στον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Κώστα Βλησίδη, ο οποίος προθύμως μας προσέφερε πολύτιμο υλικό για την Ειρήνη την τεκετζού και για την Μαρία Γουλανδρή από το προσωπικό του αρχείο.

 

Τι εστί μάγκισσα

Το σημασιολογικό εύρος του όρου «μάγκας» και των συνωνύμων του βρίσκεται σε σχεδόν ισότιμη αναλογία με την σημασία των αντιστοίχων θηλυκών τύπων. Η μάγκισσα, η μόρτισσα, η μαγκίτισσα, η μαγκιόρα (ή μαγγιώρα), η αλανιάρα, η ντερβίσαινα, η ντερμπεντέρισσα, η ασίκισσα, η βλάμισσα, η μποέμ και η μποέμισσα, αλλά και κατά κάποιον τρόπο και η μπαγιαντέρα, η σατράπισσα και ο θηλυκός σατράπης, καθώς και ένα πλήθος άλλων σχετικών λέξεων, λίγο πολύ χρησιμοποιούνται στον λαϊκό λόγο αδιακρίτως, περιγράφοντας γυναίκες με διαφορετικά κοινωνικά, ηθικά ή ψυχολογικά γνωρίσματα. Στα ρεμπέτικα τραγούδια και στον σχετιζόμενο λαογραφικό πλούτο της εποχής της δημιουργίας τους (από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές της δεκαετίας του ’50 περίπου) παρουσιάζεται μία ποικιλία γυναικών οι οποίες ανήκουν σε διάφορες ανθρωπολογικές ταξινομήσεις. Αναφέρονται εργαζόμενες (εργάτριες, δούλες, παραμάνες, μοδίστρες, πλύστρες, μικροπωλήτριες κλπ) ή άεργες. Παρουσιάζονται άγαμες, χήρες, ζωντοχήρες ή παντρεμένες. Άλλες είναι παραβατικές ή περιθωριακές και άλλες έντιμες, ενταγμένες στην ευρύτερη λαϊκή κοινωνία. Ως προς την καταγωγή καταγράφονται προσφυγοπούλες ή ντόπιες, από διάφορα μέρη της Ελλάδος – αλλά ακόμα και ξένες. Σε χαρακτηρολογικό επίπεδο γίνεται λόγος για κουτσομπόλες, τσιγκούνες, σπάταλες, γκρινιάρες, επιθετικές, παιχνιδιάρες, καλόκαρδες, ερωτικές, σοβαρές, έκλυτες, πιστές ή άπιστες, άλλες που είναι δύσκολες στην επιλογή γαμπρού και άλλες που επιδιώκουν εντόνως στεφάνι.

Σε πολλές από αυτές τις γυναίκες, όχι όμως σε όλες, αποδίδεται ο χαρακτηρισμός της μάγκισσας ή των σχετικών συνωνύμων πολυτρόπως. Σε κάθε περίπτωση ως μάγκισσα νοείται γυναίκα των μεσαίων λαϊκών έως και των πολύ χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Αν και είναι εξαιρετικώς δύσκολο να διατυπωθεί μία πλήρης κατηγοριοποίηση των σημασιών της λέξης, ωστόσο -με έναν μεγάλο βαθμό γενίκευσης- διακρίνονται οι εξής τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιείται:

  • ως επιθετικός προσδιορισμός για την προσωπικότητα μίας γυναίκας, κυρίως με επαινετικό πρόσημο (αν και όχι πάντα) σε σχέση με την αποφασιστικότητα, τον δυναμισμό, το πνεύμα ελευθερίας και την ευθύτητα της ή σε σχέση με την εξυπνάδα και την πονηριά της , η λεγόμενη καταφερτζού.
  • ως επαινετικός χαρακτηρισμός για την γοητεία και την ομορφιά μίας γυναίκας, όμως δύσκολης για ερωτική κατάκτηση, τρόπον τινά γυναίκα του μπελά, ασχέτως της κοινωνικής της τοποθέτησης.
  • με την σημασία της μερακλούς, της γυναίκας που ζει ή θέλει να ζει ανέμελα, προτάσσοντας την διασκέδαση, το κέφι και την καλοπέραση, αντί την τακτοποιημένη καθημερινότητα. Τρόπον τινά το πλησιέστερο συνώνυμο είναι η μποέμισσα.
  • ως συνώνυμο της ρεμπέτισσας, της γυναίκας του λαϊκού τραγουδιού και γενικότερα των λαϊκών καλλιτεχνίδων. Αυτός ο προσδιορισμός όμως είναι μάλλον προβληματικός, διότι οδηγεί σε παρερμηνείες.
  • με την σημασία της γυναίκας του περιθωρίου ή του υποκόσμου, η οποία μπορεί να ακολουθεί παραβατικές ή ανήθικες πρακτικές οποιασδήποτε μορφής. Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως ο χαρακτηρισμός που πλησιάζει περισσότερο στην πρωταρχική σημασία της λέξης «μάγκας».

Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια δεν φαίνεται να προηγείται χρονικώς σε σημαντικό βαθμό κάποια από αυτές τις σημασιολογικές αποκλίσεις. Για παράδειγμα ήδη το 1919 ο Τούντας στο τραγούδι «η εύθυμος χήρα», ή αλλιώς «η ζωντοχήρα» με ερμηνεία της Μαρίας Σμυρναίου (δεύτερη εκτέλεση το 1926 ως «η μόρτισσα» με τον Βαγγέλη Σωφρονίου), η λέξη «μόρτισσα» χρησιμοποιείται κυρίως ως έκφραση προσδιοριστική των ερωτικών θέλγητρων μίας μικρής: «Μια μόρτισσα θεότρελη τσαχπίνα και τσακίρα/ μ’ έχει σηκώσει το μυαλό έμορφη ζωντοχήρα». Στον εν λόγω στίχο δεν προτάσσονται ιδιαίτερα κοινωνιολογικά γνωρίσματα της «μόρτισσας», παρά μόνον στοιχεία της τσαχπίνικης προσωπικότητάς της. Παρόμοια παραδείγματα βρίσκονται σε διάφορα άλλα ρεμπέτικα, π.χ. «η βλάμισσα» του Γιοβάν Τσαούς (1936 με τον Στελλάκη Περπινιάδη): «Μέρες και νύχτες περπατώ μέσα στην Δραπετσώνα/ για μια σουλτάνα βλάμισσα, πεντάμορφη κοκκώνα» ή «η μάγκισσα», αλλιώς «με έκαψες ρε μάγκισσα», επίσης του Γιοβάν Τσαούς (1936 πάλι με τον Στελλάκη): «Με έκαψες, ρε μάγκισσα, μου πήρες την καρδιά μου/ με μια μονάχα σου ματιά, μου καις τα σωθικά μου».

Πολλές φορές όλες αυτές οι σημασίες της «μάγκισσας» και των συνωνύμων της εμφανίζονται στον αστικό λαϊκό πολιτισμό συνδυαστικά ή και συγκεχυμένα, ενίοτε με κάποιον βαθμό ασάφειας.

 

Εγώ το πίνω το κρασί, μ’ οκάδες, με γαλόνια και ώρες είν’ μου φαίνεται να βάλω πανταλόνια

Το ντύσιμο και η εξωτερική εμφάνιση του άνδρα της μαγκιάς έχει περιγραφεί, τυποποιηθεί και απεικονιστεί σε δεκάδες τραγούδια, μαρτυρίες, λογοτεχνικά κείμενα, φωτογραφίες και σκίτσα (τζογέ παντελόνι, μυτερά στιβάνια, ζωνάρι, καβουράκι ή τραγιάσκα, μαχαίρι, κομπολόι κλπ). Αντιθέτως στην περίπτωση της μόρτισσας δεν φαίνεται να έχουν σχηματοποιηθεί τυπικά γνωρίσματα ντυσίματος και εμφάνισης. Οι γυναίκες αυτών των κοινωνικών κατηγοριών μάλλον φαίνονται να ακολουθούν την γενικότερη λαϊκή γυναικεία μόδα του άστεως. Ο γυναικείος καλλωπισμός αποτυπώνεται σε διάφορα λαϊκά τραγούδια: «στου Βύρων το συνοικισμό/ μια χήρα είκοσι χρονώ/ με μάτια σουρμελίδικα/ γλυκά και σεβνταλίδικα» ακούγεται στον «Αγαπησιάρη» του Τούντα (μία ηχογράφηση το 1931 με τον Νταλγκά και μία δεύτερη το 1932 με τον Στέφανο Βαζαίο). Οι νέες γυναίκες των αστικών κέντρων του μεσοπολέμου περιποιούνται και βάφουν τα μαλλιά τους1: «Περμανάτες και αρλούμπες, μπούκλες και μυστήρια/ κι υποφέρουν, στο Θεό τους, χίλια δυο μαρτύρια/ για να γίνεται ωραία κάθε μια αλητήρια» ακούγεται στο τραγούδι «Τα ξανθά είναι της μόδας» του Κώστα Καρίπη (1934 με την Ρόζα Εσκενάζυ). Η αξία των κοσμημάτων που φορούν είναι ανάλογη της οικονομικής δυνατότητάς τους: «Στα χέρια σου δυο ψεύτικα έβαλες δαχτυλίδια» γράφει ο Πετροπουλέας στο τραγούδι «η αριστοκράτισσα» σε μουσική του Δημήτρη Σέμση (1937 με τη Τασία Βρυώνη και διασκευή από τον Γιώργο Κατσαρό το 1938 ως «εγώ για σένα ξενυχτώ»). Στο τραγούδι «θα σε κλέψω θα σε πάρω» με στίχους του Μίνωος Μάτσα και μουσική του Σκαρβέλη πάνω σε παραδοσιακή μελωδία (1940, με τον Χατζηχρήστο και τον Μάρκο) διακρίνεται μία ειρωνεία προς την μεγαλομανία των λαϊκών κοριτσιών: «παπούτσια θέλεις να φοράς, σα πολυκατοικία, Ελενίτσα μου/ να σε λένε γκραν κυρία, βρε κουκλίτσα μου».

Έως και στα τέλη του 19ου αιώνα τα μακριά γυναικεία φουστάνια έκρυβαν τα πόδια των ωραίων κορασίδων, η δε θέα γυμνής γυναικείας γάμπας προκαλούσε τον ανδρικό ενθουσιασμό. Ο Τίμος Μωραϊτίνης στις αναμνήσεις του από την παλαιά Αθήνα, μας παραδίδει το λαϊκό δίστιχο: «Είδες γάμπα, τα ποτήρια σπάστα»2. Αλλά οι πολύπλοκες και πλούσιες γυναικείες εμφανίσεις με τα δαντελωτά φουστάνια, τα επιβλητικά καπέλα, τα βέλα, τις κορδέλες και τους κορσέδες, έχουν αρχίσει ήδη να παρέρχονται από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: «Κάτου τα βέλα και τα καπέλα, και η νουβέλ και τα φτερά και τα μωρά/ δεν θέλω πιέτες, κορσέδες, φούστες και δεν πετώ σε κορδελίτσες τον παρά» τραγουδάει «η νέα γυναίκα» σε μία εκδήλωση χειραφετήσεως, στο ομώνυμο επιθεωρησιακό τραγούδι του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, διασκευή ιταλικής μελωδίας του Vincenzo Di Chiara, με στίχους του Μπάμπη Άννινου και του Γιώργου Τσοκόπουλου (1909, Ελληνική Εστουδιαντίνα Σμύρνης και 1924 με ερμηνεία της Σωτηρίας Ιατρίδου).

Έτσι στα χρόνια μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο η γυναικεία μόδα γίνεται όλο και πιο απλή και συνάμα πιο αποκαλυπτική. Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια αυτή η τάση θα γίνει δεκτή με τρόπο περιπαικτικό αλλά όχι αυστηρά επικριτικό. Οι νέες εμφανίσεις γεννούν ερωτικούς παλμούς. Στο τραγούδι του Γιάννη Δραγάτση «οι γαμπίτσες» (στην εκδοχή του 1933 με την Μαρίκα Πολίτισσα – άλλη μία ηχογράφηση το ίδιο έτος με τον Ρούκουνα) ακούγεται: «Η γαμπίτσα σου με σφάζει/ την καρδιά μου την σπαράζει/ και οι μπούκλες στα μαλλιά σου/ μ’ έφεραν στην γειτονιά σου». Στο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «δίχως κάλτσες περπατούν» (1934 με την Ρόζα) τα τσαχπίνικα και σκερτσοπαιχνιδιάρικα κορίτσια έχουν ελευθεριάζουσα συμπεριφορά: «και τη μόδα κυνηγούν, δίχως κάλτσες περπατούν». Παρομοίως «των κοριτσιών εφαίνονται οι όμορφες γαμπίτσες/ μα δεν τους κακοφαίνεται/ φορούν κοντές ρομπίτσες» γράφει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο χιουμοριστικό σεξουαλικό ρεμπέτικο «μου φαίνεται» (1935 με τον Ρούκουνα και την ίδια χρονιά με τον Στελλάκη).

Οι μόρτες βέβαια, Αθηναίοι, Πολίτες, Σμυρνιοί κλπ, ανακατεμένοι επί χρόνια με τις ημίγυμνες αλανιάρες του υποκόσμου αρέσκονται να αντικρίζουν γυναίκες με προκλητικές εμφανίσεις: «Μη μου χαλάς τα γούστα μου/ και πάρε μου τα ούλα/ κι άφες τα στήθια σου ανοιχτά/ να βλέπω την τρεμούλα» τραγουδάει ο Πωλ Γαδ στην διασκευή του «γιαφ γιουφ» με τίτλο «τα κούναγα» (1929, με τον Γαδ και την Ελληνική Εστουδιαντίνα στην Πόλη). Αλλά και ο γνήσιος μάγκας και μέγας ρεμπέτης Μανώλης Χιώτης μεταπολεμικά θα γράψει το τραγούδι «με την μακριά σου φούστα» (1948, με την Χασκήλ και τον συνθέτη), όπου παραπονείται: «Με τη μακριά σου φούστα/ μου χαλάς όλα τα γούστα/ γιατί κρύβεις, βρε τσαχπίνα/ τη γαμπίτσα σου τη φίνα».

Γενικώς οι μάγκες αγαπούν τις καλοντυμένες γυναίκες. «Αγαπώ μια παντρεμένη, όμορφη καλοντυμένη» λέει ο Τσιτσάνης στο τραγούδι «αγαπώ μια παντρεμένη» (1939, με τον Στράτο και τον συνθέτη). Και ο Κηρομύτης στο τραγούδι «ντυμένη σαν αρχόντισσα» (1940 με τον συνθέτη και την Γεωργακοπούλου) θαυμάζει την μάγκισσα που είναι μαζί του: «Ντυμένη σαν αρχόντισσα / μαζί μου να γυρίζεις/ να πίνεις σαν παλιός μπεκρής, κουκλάκι μου/ με σκέρτσο να καπνίζεις/ Να βάζεις τη φουστίτσα σου/ με γούστο και μεράκι/ και στο ποδάρι να φοράς, τσαχπίνα μου,/ το πιο καλό γοβάκι». Σε μία αντίθετη περίπτωση ο Χιώτης στενοχωρείται και προσπαθεί να νουθετήσει την όμορφη πλην αφημένη και κακοντυμένη κοπέλα, στο τραγούδι του «παράξενη κοπέλα» (1950, με την Νίνου, τον Νίκο Βούλγαρη και τον συνθέτη): «Τι μυστήριο κορίτσι είσαι ’συ/ μια σε βλέπω στα μεταξωτά ντυμένη/ μια σε βλέπω να τα πίνεις σαν τρελή/ κι από ντύσιμο πολύ κακοφτιαγμένη».

Παράλληλα με την κυρίαρχη λαϊκή μόδα, κάποιες λεπτομέρειες θα φέρουν τις γυναίκες της μαγκιάς εμφανισιακά κάπως πιο κοντά στο στυλ του αγοροκόριτσου, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί απαρέγκλιτο στοιχείο τυποποίησης. Κάποιες μόρτισσες κόβουν τα μαλλιά τους αλά γκαρσόν, όπως φαίνεται στην πρόζα του επιθεωρησιακού «το μορτάκι» του Ζάχου Θάνου (εκδοχή του 1928, με τον Γιαννάκη Ιωαννίδη και την Λίζα Κουρούκλη):

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Δύο φύλα, Ερωτικά, Μεσοπόλεμος, Ρεμπέτικα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , | 122 Σχόλια »

Τι θα τραγουδάνε το Πάσχα του 2069;

Posted by sarant στο 2 Μαΐου, 2019

Το Πάσχα πήγαμε οικογενειακώς στα Γιάννενα. Περάσαμε πολύ ωραία, και πιθανώς αύριο ή μια από τις επόμενες μέρες να δημοσιεύσω ένα άρθρο με ταξιδιωτικές, ας πούμε, εντυπώσεις, αλλά σήμερα απλώς παίρνω αφορμή από κάτι που συνέβη στην εκδρομή μας.

Αφού πήγαμε εκδρομή, έπρεπε να βρούμε κάποιο εστιατόριο για να φάμε μαγειρίτσα το βράδυ της Ανάστασης, και πράγματι βρήκαμε, στην πολύ όμορφη Στοά Λούλη. Ωστόσο, το κατάστημα δεν πρόσφερε μόνο μαγειρίτσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα αλλά πλήρες μενού σε εορταστική ατμόσφαιρα, καθώς υπήρχε και ζωντανή μουσική, μια πενταμελής μπάντα από επαρκείς επαγγελματίες.

Παίζανε, βεβαίως, λαϊκά ενώ από κάτω πίναμε, τσουγκρίζαμε, χορεύαμε και τραγουδούσαμε. Εμείς ήμασταν τουρίστες, αλλά οι περισσότεροι από τους άλλους θαμώνες πρέπει να ήταν ντόπιοι -αναγνώρισα κι έναν υποψήφιο δήμαρχο της πόλης. Το γλέντι τράβηξε ως αργά, και αναρωτιόμουν με τι καρδιά θα σηκώνονταν το πρωί να σκάψουν τον λάκκο και να αρχίσουν τις υπόλοιπες ετοιμασίες για να σουβλίσουν το αρνί -εμείς, ως οδοιπόροι, είχαμε απαλλαγή από αυτή την εθιμική υποχρέωση.

Οι περισσότεροι θαμώνες ήταν της ηλικίας μου, ας πούμε, αλλά ήταν κι αρκετοί νεότεροι -είχαμε κι εμείς τις κόρες μας μαζί. Από κάποια στιγμή και μετά, άρχισα να προσέχω και να σημειώνω τα τραγούδια που έπαιζε η ορχήστρα, και συνειδητοποίησα πως όλα ήταν «παλιά».

Για του λόγου το αληθές, σημείωσα τα εξής (βέβαια, να πω πως κάμποσα από αυτά δεν παίχτηκαν ολόκληρα παρά μόνο ένα-δυο κουπλέ). Το δείγμα μου είναι γνήσιο (δηλαδή δεν παρέλειψα κάποιο από τη στιγμή που άρχισα να καταγράφω) αλλά όχι ακέραιο αφού δεν άρχισα να καταγράφω από την αρχή. Τα πρώτα τραγούδια, που δεν τα έχω συμπεριλάβει στον κατάλογο, ήταν πάντως πιο ήσυχα -θυμάμαι, ανάμεσα στ’ άλλα, τα Μαλαματένια λόγια.

Σε κάθε τραγούδι σημειώνω τη χρονολογία, όπου την έχω βρει και όπου έχει σημασία, και έναν συντελεστή για λόγους αναγνώρισης -δεν είμαστε ΑΕΠΙ εδώ να παραθέτουμε όλους τους συντελεστές.

Κι ήσουν ωραία (Καλατζής, 1971)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Είναι αρρώστια τα τραγούδια, Ρεμπέτικα, Τραγούδια, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , | 217 Σχόλια »

Χρόνια πολλά στον Μανώλη (ή τον Μανόλη)!

Posted by sarant στο 26 Δεκεμβρίου, 2018

Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σήμερα, γιορτάζουν οι Μανώληδες, ευκαιρία να τους αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο και να προσθέσουμε έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των ονοματολογικών μας άρθρων, το τελευταίο από τα οποία το ανεβάσαμε πριν από δυο ακριβώς εβδομάδες, όταν γιόρταζε ο Σπύρος.

Να θυμίσω ότι στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιέψει κι άλλα τέτοια άρθρα, αφιερωμένα σε ονόματα, τη μέρα της γιορτής τους, και έχουμε καλύψει τα περισσότερα πολύ διαδεδομένα αντρικά και γυναικεία ονόματα -τη Μαρία και την Άννα, τον Δημήτρη και τη Δήμητρα, τον Γιάννη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Κώστα και την Ελένη, τον Στέλιο και τη Στέλλα, τον Χρίστο (ή Χρήστο) και την Κατερίνα. Από τα λιγότερο συχνά έχουμε αφιερώσει άρθρο στον Σπύρο πρόσφατα και παλιότερα στον Θωμά και στον Στέφανο.

Όπως και ο Σπύρος, έτσι και ο Μανώλης δεν είναι από τα πολύ συχνά αντρικά ονόματα. Σύμφωνα με μια έρευνα, ο Μανώλης έχει τη 17η θέση ανάμεσα στα αντρικά ελληνικά ονόματα, ενώ το θηλυκό, η Εμμανουέλα, είναι αισθητά σπανιότερο, αφού βρίσκεται στην 134η θέση των γυναικείων.

Όμως, αυτή είναι η γενική εικόνα, που ισχύει για το σύνολο της χώρας. Τοπικά, υπάρχουν παραλλαγές -και θα το ξέρετε ότι ο Μανόλης (ή Μανώλης) είναι όνομα πολύ συχνό στην Κρήτη, το συχνότερο μάλιστα, σύμφωνα με διάφορες έρευνες.

Γιατί τους Κρητικούς τούς λένε Μανώληδες; Ακριβώς αυτό το ερώτημα το είχαμε θέσει στο ιστολόγιο σε ένα άρθρο πριν από οχτώ χρόνια. Κι ενώ από τη σχετική συζήτηση είχε επιβεβαιωθεί η θέση για τη συχνότητα του ονόματος στη Μεγαλόνησο, δεν καταλήξαμε ως προς την αιτία της συχνότητας. Πάντως δυο επισημάνσεις που φαίνεται να έχουν βάση είναι οι εξής: α) Η Κρήτη ήταν πεδίο μαζικών εξισλαμισμών-εκτουρκισμών με προσφορά προνομίων. Οπότε, οι Κρητικοί που έμεναν πιστοί στη χριστιανική πίστη ήταν εύλογο να επιλέγουν ένα όνομα εμφανώς δηλωτικό όπως το Εμμανουήλ. β) Ωστόσο, όχι μονο το Εμμανουήλ, αλλά και άλλα δύο ονόματα συχνά στην Κρήτη, Μιχαήλ και Ιωσήφ, είναι εβραϊκά, προέρχονται από το ιερό βιβλίο που είναι κοινό στις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, την Παλαιά Διαθήκη.

Όμως το πιάσαμε κάπως «ιν μέντιας ρες» το θέμα. Ποια η ετυμολογία του ονόματος; Ο Μανώλης έχει την επίσημη μορφή Εμμανουήλ, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εβραϊκής προέλευσης και σημαίνει «ο Θεός μαζί μας». Η πρόταση δεν έχει ρήμα, οπότε μπορεί κανείς να το θεωρήσει είτε ως ευχή είτε ως διαπίστωση. Στα εβραϊκά είναι Ιμμανουέλ, όπου το «Ελ» αντιστοιχεί στον Θεό.

Το όνομα εμφανίζεται σε προφητεία του Ησαΐα (7.14) στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί (με μόνη διαφορά το «καλέσεις» που γίνεται «καλέσουσιν») στο Κατά Ματθαίον (1.23):

ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει καὶ τέξεται υἱὸν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὅνομα αὐτοῦ Ἐμμανουηλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ θεός.

Οπότε, το Εμμανουήλ («ο Θεός μαζί μας») είναι όνομα που προφητεύτηκε πως θα δώσει ο λαός του Ισραήλ στον Ιησού αναγνωρίζοντας πως είναι υιός Θεού.

Καθώς ήταν όνομα του Ιησού, οι πατέρες της Εκκλησίας το συζήτησαν και το ανέλυσαν, αλλά το όνομα δεν δινόταν σε ανθρώπους κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και, όταν δόθηκε στους ώριμους αιώνες του Βυζάντιου, δόθηκε με τη μορφή Μανουήλ. Ήταν ταμπού να δίνεται σε θνητούς όνομα Θεού. (Ωστόσο, στη γαλλική μόνο Βικιπαίδεια βρισκω έναν Εμμανουήλ που μαρτύρησε επί Διοκλητιανού -θα είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα).

Στη βάση δεδομένων των συγγραφέων του TLG, ο αρχαιότερος Μανουήλ είναι ο Μανουήλ Στραβορωμανός, που έζησε τον 11ο αιώνα, και ακολουθούν, τον 12ο αιώνα, ο Μανουήλ Καραντηνός και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός (1118-1180). Σε κάποιο σημείο των Πτωχοπροδρομικών, ο Πρόδρομος για να κολακέψει τον αυτοκράτορα Μανουήλ τον αποκαλεί «Εμμανουήλ παρά σαρανταπέντε», εννοώντας την αξία των γραμμάτων ΕΜ (ή μάλλον ΜΕ) κατά τα οποία διαφέρουν τα δυο ονόματα.

Αλλά αυτά τα έχει πει καλύτερα από μένα ο Καβάφης (ναι, ο Καβάφης!) οπότε μεταφέρω:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Ετυμολογικά, Καβαφικά, Ονόματα, Ρεμπέτικα, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 191 Σχόλια »

Ο στέφανος του Στέφανου

Posted by sarant στο 27 Δεκεμβρίου, 2016

Το ιστολόγιο δημοσιεύει κατά καιρούς άρθρα αφιερωμένα σε βαφτιστικά ονόματα, κι αυτό θα κάνουμε και σήμερα, που γιορτάζουν ο Στέφανος και η Στεφανία. Είναι μια γιορτή κάπως παραμελημένη, έτσι όπως βρίσκεται στη σκιά των Χριστουγέννων, αλλά βέβαια όσοι έχουν δικούς τους ανθρώπους την ξέρουν καλά. Θα αφιερώσω το σημερινό άρθρο σε δυο καλούς φίλους που περιμένουν τον μονογενή τους από τα ξένα.

Ο Στέφανος είναι από τα λιγοστά κύρια ονόματα που συμπίπτουν απόλυτα με ένα ουσιαστικό, τον στέφανο. (Άλλο τέτοιο αντρικό όνομα είναι ο Άγγελος. Στα γυναικεία έχουμε περισσότερα: Σοφία, Πίστη, Αγάπη και Ελπίδα, ας πούμε, που γιορτάζουν και την ίδια μέρα).

Ο στέφανος είναι αρχαία λέξη, που προέρχεται από το ρήμα στέφω, ήδη ομηρικό. Επίσης αρχαία είναι η στεφάνη.

Στους τέσσερις μεγάλους αγώνες της αρχαιότητας οι νικητές έπαιρναν για έπαθλο έναν στέφανο, γι’ αυτό οι αγώνες αυτοί λέγονταν «στεφανίται αγώνες». Στα Ολύμπια το στεφάνι ήταν από αγριελιά, ο κότινος. Στα Πύθια ήταν δάφνινο, στα Νέμεα από αγριοσέλινο, ενώ στα Ίσθμια από πεύκο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Εορταστικά, Ονόματα | Με ετικέτα: , , , , , | 243 Σχόλια »

Από τον Πασχάλη Τερζή στον Ουαλίντ Τζουμπλάτ

Posted by sarant στο 31 Ιανουαρίου, 2014

terziΚάποτε συμμετείχα σ’ ένα φόρουμ, όπου προσφερόταν μουσική (αυστηρά προς αξιολόγηση, εννοείται, διότι η πειρατεία τη σκοτώνει), και είχα προσέξει ότι τα γούστα των μελών ήταν αρκετά ψαγμένα, κι ένα παράδειγμα ήταν πως περισσότερο γινόταν λόγος για τον Μιχάλη Τερζή, παρά για τον Πασχάλη Τερζή, που τότε μεσουρανούσε.

Τερζής είναι επώνυμο τουρκικής προέλευσης, στα ελληνικά δεν σημαίνει κάτι, στα τούρκικα όμως σημαίνει «ράφτης». Το επώνυμο με τις παραλλαγές του είναι αρκετά διαδεδομένο, αν μαζί με τους Τερζήδες λογαριάσουμε και τους Τερζόπουλους, σαν τον Ευάγγελο, εκδότη της Γυναίκας και του Μικιμάους, και πρώην Τάκη τον Κουκουέ ή τους Τερζάκηδες σαν τον Άγγελο–δεν ξέρω αν κι ο Τερζανίδης, σαν τον παλιό ποδοσφαιριστή, προέρχεται από εκεί. Στην ίδια οικογένεια είναι και το επώνυμο Τερζόγλου. Υπάρχει επίσης ο παλιός δρομέας Αλέξανδρος Τερζιάν, που είχε κάνει μερικές εντυπωσιακές εμφανίσεις πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια· αυτός ήταν ελληνοαργεντίνος, αλλά το όνομα είναι αρμένικο.

Στα αυτοχθόνως ελληνικά, έχουμε Ράπτη και Ράφτη –είχα έναν παλιό συμμαθητή στο Γυμνάσιο με το επώνυμο αυτό, οι δυο μας είχαμε το αμφίβολο προνόμιο να είμαστε οι μόνοι που αποφοιτήσαμε με κοσμία διαγωγή· δεν θ’ αποκαλύψω γιατί την πήραμε, πάντως για διαφορετικά παραπτώματα. Έκανε ωραία σχέδια με κιμωλία στον μαυροπίνακα. Μια μέρα είχε σχεδιάσει δυο βουνά με ανθρώπινη φάτσα: το ένα έλεγε: είμαι βουνό· δεν είμαι τρελό· η τρέλα δεν πάει στα βουνά. Το άλλο: Κι εγώ βουνό είμαι αλλά φεύγω· βουνό με βουνό δεν σμίγει –αυτό το έχει κάνει τραγούδι ο Χιώτης, και μ’ αρέσει εξαιρετικά. Αλλά πλατειάζω.

Πέρα από τον Ράπτη και Ράφτη έχουμε τον Ραπτόπουλο και Ραφτόπουλο, καθώς και τον Ραπτάκη και Ραφτάκη και άλλες σπανιότερες παραλλαγές (Ραπτίδης, ας πούμε ή και Ραπτέλλης). Οι λόγιες παραλλαγές (με π) πρέπει να υπερτερούν στο πρώτο και στο τρίτο ζευγάρι, αλλά οι Ραφτόπουλοι μπορεί και να είναι περισσότεροι από τους Ραπτόπουλους –βέβαια κάμποσοι το γράφουν Ραυτόπουλος, σαν τον Δημήτρη, τον παλιό κριτικό της Επιθεώρησης Τέχνης. Δεν ξέρω κανέναν που να γράφει Ραύτης ή Ραυτάκης ή Ραυτίδης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επώνυμα, Επαγγέλματα, Ετυμολογικά, Ονόματα, Συγκριτικά γλωσσικά | Με ετικέτα: , , , , , | 201 Σχόλια »

Παραμεθόρια μεζεδάκια

Posted by sarant στο 23 Νοεμβρίου, 2013

μεσσηνία 1470010_571007812952862_1972187967_nΟ τίτλος του σημερινού μας άρθρου ίσως φανεί αινιγματικός, αλλά είναι παρμένος από μια είδηση που προκάλεσε αρκετήν ιλαρότητα στη μπλογκόσφαιρα τις τελευταίες μέρες, δηλαδή ότι για τον ΟΑΕΔ η Καλαμάτα περιλαμβάνεται στις… παραμεθόριες περιοχές της χώρας, για τις οποίες ο οργανισμός δίνει επιδότηση στους επιχειρηματίες που θα εγκαταστήσουν εκεί την επιχείρησή τους. Συγκεκριμένα, η σχετική διάταξη αναφέρει: Επίσης, επιδοτούνται, με ποσοστό 1%, όλες οι βιομηχανικές, βιοτεχνικές και μεταλλευτικές επιχειρήσεις εφόσον είναι εγκατεστημένες στους νομούς ΛΕΣΒΟΥ, ΧΙΟΥ, ΣΑΜΟΥ, ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ, ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ, ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ, ΦΛΩΡΙΝΑΣ, ΠΕΛΛΑΣ, ΚΙΛΚΙΣ, ΣΕΡΡΩΝ καθώς και στις επαρχίες ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ & ΜΕΣΣΗΝΗΣ του νομού ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ.

Όπως είπα, η είδηση έδωσε λαβή σε πολλά πνευματώδη σχόλια, καθώς και στον χάρτη που βλέπετε αριστερά, όπου ο νομός Μεσσηνίας έχει μεταφερθεί φωτοσοπικώς πάνω από την Κέρκυρα, ώστε να συνορεύει με την Αλβανία. Σύμφωνα με διευκρινίσεις που έδωσε ο διοικητής του ΟΑΕΔ, η περίεργη ρύθμιση δεν είναι έργο της τωρινής κυβέρνησης, παρά θεσπίστηκε το 1989, από κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου «μετά τον σεισμό της Καλαμάτας». Προσωπικά, δέχομαι την εξήγηση, παρόλο ο σεισμός είχε γίνει τρία χρόνια νωρίτερα, το 1986. Αλλά, αναρωτιέμαι: από το 1989 ίσαμε σήμερα έχουν περάσει σχεδόν 25 χρόνια, έχει αλλάξει ο χάρτης της Ευρώπης, έχουν γίνει κοσμοϊστορικά γεγονότα, πώς εξηγείται ότι όλες οι κυβερνήσεις που μεσολάβησαν, και ειδικά η σημερινή που υποτίθεται ότι κόβει δαπάνες από παντού, δεν κατάργησαν αυτή την παράλογη (πλέον) ρύθμιση; Ακόμα να στεγνώσει η μπογιά στο παγκάκι;

(Ποιο παγκάκι; Αν δεν ξέρετε το ανέκδοτο, θα το πούμε στο τέλος, να μη χάνουμε τον ειρμό).

Και αφού για το παραμεθόριο της Καλαμάτας δόθηκε αυτή η εξήγηση, θέλω πολύ να πιστέψω ότι υπάρχει κάποιος εξίσου βάσιμος και σοβαρός λόγος που η κυρία Εύη Παπαγεωργίου, στη νεαρή ηλικία των 32 ετών τοποθετήθηκε διοικήτρια στο νοσοκομείο Σπάρτης. Πείτε μου ότι έχει κάνει λαμπρές σπουδές, είμαι πρόθυμος να πειστώ πως ο διορισμός είναι αξιοκρατικός, παρόλο που στο βιογραφικό της διά γυμνού οφθαλμού βλέπω μόνο ένα πτυχίο οικονομικών σπουδών και υπό εξέλιξη μεταπτυχιακά, καθώς και ευδόκιμη προϋπηρεσία στην ΟΝΝΕΔ και τη ΔΑΠ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιουτουμπάκια, Μαργαριτάρια, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , | 58 Σχόλια »

…και σε παιδί κουλούρι

Posted by sarant στο 16 Ιουλίου, 2013

Η παροιμία το λέει καθαρά, συμβουλεύει να μη δίνουμε υποσχέσεις αν δεν μπορούμε να τις κρατήσουμε: Μην τάξεις σ΄άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι. Για τους αγίους δεν ξέρω, αλλά τα παιδιά έχουν εξελιχτεί από τότε που βγήκε η παροιμία ίσαμε σήμερα. Μπορεί ο Κώστας Βάρναλης να θυμόταν με πίκρα άσβηστη, ογδόντα χρόνια μετά, το κουλούρι που δεν θέλησε να του αγοράσει η μητέρα του, αλλά στις μέρες μας η πελατεία των κουλουρτζήδων κυρίως από ενήλικες αποτελείται.

Το κουλούρι είναι αρτοσκεύασμα, συνήθως στρογγυλό, πασπαλισμένο συνήθως με σουσάμι. Λέγεται και σιμίτι, τουρκικό δάνειο από το simit, και ίσως αντιδάνειο αν η τουρκική λέξη ανάγεται, μέσω αραβικών, στο αρχαίο σεμίδαλις (απ’ όπου το σιμιγδάλι). Όταν το κουλούρι μικρύνει και γίνει κουλουράκι παύει να είναι σχεδόν αναγκαστικά στρογγυλό και μπορεί να έχει διάφορα σχήματα, αλλά γλωσσικά, και ετυμολογικά, η λέξη κουλούρι είναι στενά δεμένη με το στρογγυλό σχήμα.

Για παράδειγμα, η κουλούρα δεν μόνο είναι το μεγάλο κουλούρι. Λέμε βέβαια λαμπροκουλούρα το γιορταστικό ψωμί που είναι ζυμωμένο σε στρογγυλό σχήμα, και με αβγό πασχαλινό αντί για τρύπα στη μέση, ενώ κριθαροκουλούρα με λάδι (βιολογικό, φυσικά) είναι, όπως αποκάλυψε ο υπουργός κ. Στουρνάρας, το μυστικό όπλο που τον βοηθάει να υπερθεματίζει ακούραστα στις απαιτήσεις της τρόικας, αλλά η λέξη έχει πολλές άλλες σημασίες, όλες δηλωτικές του δακτυλιοειδούς σχήματος.

Κουλούρα λέμε, ας πούμε, το σωσίβιο που χρησιμοποιούν τα παιδιά όταν μαθαίνουν κολύμπι (μετά, παίρνουν προαγωγή, από την κουλούρα στα μπρατσάκια). Κουλούρα λέμε και κάθε εύκαμπτο υλικό τυλιγμένο σε τέτοιο σχήμα, δακτυλίου, κυρίως μια κουλούρα σκοινί ή σύρμα. Λέμε και το στεφάνι στη λεκάνη του αποχωρητηρίου. Και πιο μεταφορικά, βέβαια, κουλούρα είναι το στεφάνι του γάμου, σκωπτικά κυρίως. «Θα τα βρεις μαζί μου σκούρα κι ας με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα μου βάλεις την κουλούρα και θα πεις κι ένα τραγούδι» τραγουδούσε η Μαίρη Λίντα το 1957 σε μουσική και στίχους (; ) Μανώλη Χιώτη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 94 Σχόλια »