Καθώς διανύουμε τη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, έχω καθιερώσει μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που κανονικά τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη όπου παρουσιάζω κείμενα της εποχής του 1821, με προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.
Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα ενώ κάποια άλλα στείλατε εσείς.
Το σημερινό άρθρο είναι το εικοστό τέταρτο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ και δεν αποκλείεται να είναι και το τελευταίο. Βέβαια, μας απομένει μια ακόμα Τρίτη, στις 28, αλλά ίσως μέσα στις γιορτές δώσουμε αλλού την προσοχή μας.
Σήμερα θα δημοσιεύσω ένα σύντομο κείμενο, που επιπλέον υπάρχει και στο Διαδίκτυο (αν και δεν είναι ευρέως διαδεδομένο και το βρίσκω γλωσσικά χτενισμένο). Όμως αξίζει πιστεύω, μια και είναι ένα είδος «Μολών λαβέ». Είναι η απάντηση που έστειλε ο στρατηγός Λάμπρος Βέικος, τον Ιούλιο του 1825, από το πολιορκημένο Μεσολόγγι, στον φίλο του Ταχίρ Αμπάζη, σε σχέση με προτάσεις συνθηκολόγησης που είχε κάνει ο Κιουταχής στους πολιορκημένους.
Η επίσημη απάντηση ήταν αρνητική, και δεν (νομίζω ότι) σώζεται, όμως ο Βέικος έστειλε επικουρικά την επιστολή που θα διαβάσουμε στον φίλο του. Ο Ταχίρ Αμπάζης, από το Τεπελένι, ήταν επί πολλά χρόνια καπιμπουλούμπασης (πολιτάρχης) του Αλήπασα στα Γιάννενα, και είχε πάρει μέρος στην ιδιότυπη και λιγόζωη ελληνοαλβανική συμμαχία τον πρώτο χρόνο της επανάστασης, αλλά μετά πέρασε υπό τις διαταγές του Κιουταχή.
Η επιστολή υπάρχει στα απομνημονεύματα του Αρτέμιου Μίχου, ενώ πιο πριν είχε δημοσιευτεί στα Ελληνικά Χρονικά, απ’ όπου παίρνω το κείμενο διατηρώντας την ορθογραφία του, μαζί με την εισαγωγή και τα επόμενα από την εφημερίδα (τεύχος 56-60, 29 Ιουλίου 1825):
….
Από το δείλι και έως το εσπέρας μάς επυροβόλησαν οι πολιορκηταί μας από ξηράς και θαλάσσης δραστηριώτατα· περί δε το μεσονύκτιον μας έστειλεν ο Κιουταχής επιστολήν ζητών να του παραδώσωμεν ως προς το παρόν δύω εκ των κανονοστασίων μας και μίαν θύραν, διά να βάλη ανά πεντακοσίους στρατιώτας του, έως ότου να τελειώσωσιν αι συνθήκαι και να υπογραφώσιν.
Την 20 του αυτού. Το πρωί έγινεν ομοφώνως η προς τον Κιουταχήν απόκρισις των χθεσινών επιστολών του, εν ή του ανεφέρθη, ότι το Μεσολόγγι αναιμωτί δεν παραδίδεται εις τας χείρας του· διό αν θέλη κανονοστάσια και θύρας, ας έλθη να τα λάβη με τα όπλα του. Ομού με ταύτην την απόκρισιν έγραψεν και ο στρατηγός Λάμπρος Βέικος την εφεξής επιστολήν ιδιαιτέρως προς τον Ταΐρ Αμπάζην με την συγκατάθεσιν και όλων των άλλων οπλαρχηγών.
Ενδοξότατε Ταΐραγα
Ημείς είμασθε φίλοι, και η περίστασις της θρησκείας το έφερε να πολεμήσωμεν, όμως πάντοτες η φιλία μας ας τρέχη. Φίλε μου, βλέπω οπού έχεις δύο φοραίς οπού ήλθες εις αντάμωσιν διά να μεσιτεύσης να παραδοθή το Μεσολόγγι, ακόμη βλέπω οπού ο Ρούμελης μάς ζητεί δύο Tάμπιαις διά να βάλη ανθρώπους του· ηξεύρετε πολλά καλά ότι τον Θεόν τον έχομεν μαζή, και η ελπίδα μας κρέμαται από εκεί, όθεν ως φίλον, σε αφίνω να στοχασθής ότι ένα Κάστρον με τζεμπιχανέδες, με ζαϊρέν, με νερό και καθεξής όλα τα χρειαζούμενα, εις αυτόν τον καιρόν και ημείς εδώ μέσα, να το παραδώσωμεν, θα έχωμεν πρώτον την συνείδησιν του Θεού, και δεύτερον την κατηγορίαν όλου του κόσμου, και ξεχωριστά εσένα του φίλου μας, που εις αυτό είμεθα βέβαιοι ότι όχι μόνον δεν θα εύρωμεν εις το εξής τόπον να ζήσωμεν, παρά ούτε διά το όνομά μας θα ερωτήση κανένας, τόσον μισητοί θα είμεσθεν, όσον από τον Θεόν, τόσον και από την ανθρωπότητα, μπιλέμ, και από τους ιδίους εδικούς μας και φίλους μας·
όθεν του Ρούμελη χώρησέ του τω παστρικά καθώς μας γνωρίζεις, ότι να ηξεύρη καλά, χωρίς να κάμη γιουρούσι να εμβή με το σπαθί του, Μεσολόγγι δεν πέρνει.
Ταύτα και μένω
1825 Ιουλίου 20 Μεσολόγγιον ο φίλος σου Λάμπρος Βέικος
Προς τούτοις λάβε και τέσσαρες μποτίλιαις ρούμι να ταις δώσης τους μπαϊρακτάριδες όταν θα κάμνουν το γιουρούσι.
Αφ’ ου εστάλησαν τα ανωτέρω γράμματα, και ανεγνώσθησαν από τον υπερήφανον Σατράπην της Ρούμελης, ήρχισε τότε ο εναντίον μας πυροβολισμός διά ξηράς και θαλάσσης, με τόσον πείσμα, όσον ουδεμίαν άλλην ημέραν είχεν δείξει ο εχθρός· αλλεπάλληλαι έπιπτον αι βόμβαι εις την πόλιν, εν ω αι γρανάται και σφαίραι των κανονίων εσφύριζον διευθυνόμεναι ως επί το πλείστον εις τας πέριξ του τείχους στρατιωτικάς καλύβας. Όλα δε ταύτα υπέμενεν με γενναιοκαρδίαν η φρουρά του τείχους μας, και με αμετάθετον απόφασιν εστέκετο να αποθάνη μάλλον, παρά να απολαύση ο εχθρός το μέγα τούτο της Ελλάδος προπύργιον.
….
Λεξιλόγιο
τζεμπιχανές: τα πολεμοφόδια
ζαϊρές: τα τρόφιμα
μπιλέμ: ακόμα και
γρανάται: χειροβομβίδες
Υστερόγραφο: Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Λάμπρος Βέικος επέζησε από την Έξοδο αλλα του έμελλε να βρει τον θάνατο στη μάχη του Ανάλατου. Το ελληνικό κράτος χάρισε στους απογόνους του κτήματα στην περιοχή του άλσους Βεΐκου στο Γαλάτσι.