Εδώ και μερικές μέρες, αλλά πιο πολύ από χτες, όλα τα μάτια είναι στραμμένα στην Ουκρανία, μετά την απόφαση της Ρωσίας να αναγνωρίσει τις αποσχισμένες περιοχές του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ και να τις συνδράμει στρατιωτικά. Μια απόφαση που ήρθε σε απάντηση στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, ενώ αν θέλουμε να φτάσουμε στην αρχή της σημερινής κρίσης μάλλον θα πρέπει να γυρίσουμε στο 2014, όταν έγινε η επανάσταση ή πραξικόπημα ή όπως θέλετε πείτε το που ανέτρεψε τον εκλεγμένο πρόεδρο Γιανούκοβιτς και έφερε στην εξουσία φιλοδυτικούς (και ακροδεξιούς) πολιτικούς.
Τοτε η Ρωσία προσάρτησε, με τις μάλλον χλιαρές διαμαρτυρίες της διεθνούς κοινότητας, τη χερσόνησο της Κριμαίας, ενώ οι ρωσόφωνοι των ουκρανικών επαρχιών του Ντονιέτσκ και του Λουχάνσκ (ή Λουγκάνσκ) εξεγέρθηκαν και από τότε ελέγχουν τμήματα των επαρχιών αυτών στα οποία έχουν ανακηρύξει Λαϊκές Δημοκρατίες. Το 2014 είχαμε γράψει στο ιστολόγιο ένα άρθρο (στηριγμένο κατά βάση σε κείμενο του φίλου μας του Ρογήρου) από το οποίο παίρνω τον χάρτη που βλέπετε, που δείχνει ποιο ποσοστό των κατοίκων της Ουκρανίας, σε κάθε επαρχία (ομπλάστ, όπως τις λένε) δήλωσαν, τότε, μητρική γλώσσα τα ρωσικά -από ασήμαντα ποσοστά στα δυτικά, έως σαφώς πλειοψηφικά στην Κριμαία και στις δύο ανατολικές επαρχίες.
Όπως έγραφε ο Ρογήρος το 2014: Η Ουκρανία σήμερα δεν είναι μία χώρα· είναι δύο τουλάχιστον. Υπάρχει «ουκρανική» Δύση και «ρωσική» Ανατολή, κάτι πολύ λογικό για ένα λαό του οποίου η εθνογένεση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Πολύ λογικό για μια χώρα της οποίας τα σύνορα χαράχτηκαν με γνώμονα πολλούς και διάφορους λόγους, έτσι ώστε σήμερα να περιλαμβάνει εδάφη που μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πολωνικά ή την έως το 1954 ρωσική Κριμαία η οποία ήταν το δώρο του Νικίτα Χρουστσόφ προς την Ουκρανία για τα 300 χρόνια από την «επανένωση Ρωσίας-Ουκρανίας».
Σήμερα, η κρίση στην Ουκρανία απειλεί την ειρήνη -αλλά ακόμα κι αν οι περισσότεροι θεωρούν ότι δεν θα έχουμε κλιμάκωση των συγκρούσεων, θα υπάρξουν συνέπειες που θα τις αισθανθούμε -μόλις χτες, η Γερμανία σταμάτησε τη διαδικασία πιστοποίησης του αγωγού Nordstream 2 και ο Μεντβέντεφ τουίταρε «ετοιμαστείτε να πληρώνετε 2000 ευρώ τα 1000 κυβικά φυσικό αέριο». Όπως έγραψαν πολλοί, το πρώτο θύμα της σύγκρουσης που δεν έχει ακόμα ξεσπάσει είναι η Ευρώπη και η ΕΕ.
Ένα γλωσσικό ιστολόγιο σαν το δικό μας θα έπρεπε να εξετάσει και θέματα γλωσσικά -όπως, πόσο διαφέρουν τα ρωσικά από τα ουκρανικά. Δυστυχώς δεν μπορώ να απαντήσω πέρα από γενικότητες. Οι σλαβικές γλώσσες και διάλεκτοι είναι ένα συνεχές -ξεκινάς από το Μοναστήρι όπου μιλάνε μια δεδομενη γλωσσική ποικιλία. Πας 20 χιλιόμετρα πιο βόρεια και μιλάνε μια πολύ παρόμοια γλωσσική ποικιλία. Άλλα είκοσι χιλιόμετρα πιο βόρεια ή πιο ανατολικά, άλλη μια πολύ παρόμοια γλωσσική ποικιλία -και τελικά έχεις φτάσει στη Μόσχα. Βέβαια, όταν ανεξαρτητοποιείται μια οντότητα και γίνεται κράτος, συνήθως επιθυμεί να αποκτήσει γλώσσα, οπότε η τοπική γλωσσική ποικιλία τυποποιείται, και συνήθως γίνεται προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από τη γλώσσα του κράτους από το οποίο αποσπάστηκε. Το ειδαμε αυτό στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπου τα πάλαι ποτέ σερβοκροατικά έχουν γεννήσει τέσσερις νέες γλώσσες, σερβικά, κροατικά, βοσνιακά και μαυροβουνιακά.
Μια άλλη παράμετρος είναι ότι στην Ουκρανία -και ειδικά σε αυτές τις περιοχές που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης- βρίσκονται δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, πολλοί από αυτούς με ρίζες χιλιετιών εκεί. Είναι αυτός ένας ακόμα λόγος για τον οποίο η Ουκρανία βρίσκεται πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε -αφήνω ότι και γεωγραφικά η απόσταση δεν είναι τόσο μεγάλη: από την Αλεξανδρούπολη, όπου έχουμε δώσει διευκολύνσεις στους Αμερικανούς, έως την Οδησσό η απόσταση είναι σε ευθεία γραμμή 730 χιλιόμετρα, λιγότερο απ’ όσο, ας πούμε, από το Καλαί ως το Περπινιάν της Γαλλίας.
Σαν βάση συζήτησης, πέρα από τα παραπάνω, παραθέτω ένα άρθρο της Μοντ Ντιπλοματίκ. Επειδή η γαλλική του έκδοση είναι, προφανώς, γραμμένη στα γαλλικά και, το χειρότερο, διαθέσιμη μόνο σε συνδρομητές, παραθέτω την ελληνική μετάφραση, παρμένη από τον ιστότοπο της Αυγής (σε επιμέλεια Νίκου Σβέρκου):