Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Μπάμπης Άννινος’

Θυμήθηκα ξανά τον Αχιλλέα Παράσχο

Posted by sarant στο 28 Μαρτίου, 2021

Από το κρεβάτι του πόνου μονάχα επαναλήψεις μπορώ να βάζω ή συντομότατα άρθρα. Όμως το σημερινό μας άρθρο ήθελα έτσι κι αλλιώς να το επαναλάβω κάποτε γιατί έχει δημοσιευτεί παλιά (εδώ και 8 χρόνια) και νομίζω πως αξίζει να το ξαναδούμε -με ελάχιστες όμως προσθήκες.

Ο Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895), γεννημένος στο Ναύπλιο από χιώτικη οικογένεια που μετοίκησε εκεί μετά την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους, ήταν ο πρώτος «εθνικός ποιητής» του νεοελληνικού κράτους -ο τίτλος βέβαια είναι άτυπος, και αξίζει να δούμε ποιοι άλλοι έχουν χαρακτηριστεί έτσι, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη συζήτηση. Ο Παράσχος ήταν ρομαντικός ποιητής της Α’ Αθηναϊκής σχολής, εξαιρετικά δημοφιλής όσο ζούσε· ήταν ο πρώτος ποιητής που μπορούσε να βιοπορίζεται από την πέννα του: η έκδοση των ποιημάτων του σε τρεις τόμους το 1881 λέγεται ότι του απέφερε έσοδα 50.000 δρχ., που πρέπει να ήταν πολύ μεγάλο ποσό, που όμως κατάφερε να το σπαταλήσει και να βρεθεί στην ανάγκη να ζητάει βοήθεια από φίλους του. Η κηδεία του ήταν πάνδημη, με είκοσι επικήδειους και με την παρουσία του βασιλιά Γεώργιου Α’, αλλά η ποίησή του γρήγορα ξεπεράστηκε, οι λεκτικές του και άλλες υπερβολές, ανεκτές στην εποχή του, άρχισαν να φαντάζουν κωμικές, κι έτσι τα ποιήματά του έγιναν αντικείμενο παρωδίας και διακωμώδησης. Παρ’ όλ’ αυτά, οι παλιότεροι από τους νεότερους (Παλαμάς, Ξενόπουλος κτλ.) εξακολουθούσαν να εκφράζονται με επαινετικά λόγια για τον Αχιλλέα Παράσχο.

Σήμερα ο Παράσχος έχει ξεχαστεί, φαντάζομαι, αν και πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια ο Πάνος Θεοδωρίδης παρουσίασε σε έναν τόμο μιαν ανθολογία από το έργο του με τίτλο Ερώτων λείψανα. Δεν το έχω δει το βιβλίο, αλλά ανθολογία χρειάζεται ο Παράσχος, διότι δεν έγραφε και λίγο. Οι τρεις τόμοι που ανάφερα πιο πάνω πιάνουν πάνω από 1000 σελίδες, ενώ μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν άλλοι δυο τόμοι με 600 ακόμα σελίδες (όλα αυτά μπορείτε να τα βρείτε ονλάιν στην Ανέμη, εδώ μαζί με τα ποιήματα του αδελφού του Γ. Παράσχου και ένα βιβλίο του απλώς συνώνυμου Κλέωνα Παράσχου). Εκτός αυτού, όπως συνηθίζεται με τους ρομαντικούς, τα ποιήματά του είναι πολύστιχα, πολυσέλιδα, φορτωμένα επαναλήψεις -και με όχι σπάνια τα τεχνικά ελαττώματα, αλλά και όχι χωρίς ταλέντο. Η γλώσσα άλλοτε είναι καθαρεύουσα, άλλοτε έχει παραχωρήσεις προς τη δημοτική.

Τον Παράσχο τον ήξερα από μικρός, διότι στίχους του συνήθιζε να απαγγέλλει -και να κοροϊδεύει- ο παππούς μου, ο οποίος, γεννημένος το 1903, ανήκε ακριβώς στη γενιά που έπαψε να σέβεται τον ρομαντικό ποιητή, αν και τον διάβαζε, έστω και μόνο στο σχολείο. Και σε σκίτσα του Μποστ (δεκαπέντε χρόνια νεότερος από τον παππού μου) έχουμε δει αναφορές σε στίχους του Παράσχου. Και βέβαια, οι αναφορές, ακόμα και οι ειρωνικές, ακόμα και η κοροϊδία, είναι ένδειξη κάποιας εκτίμησης -οι νεότεροι ούτε τον άκουσαν ούτε τον ξέρουν τον Παράσχο, αν και πολλοί θα έχουν ψιθυρίσει έναν στίχο του. Ούτε κι εγώ έχω ποτέ ασχοληθεί με τον ξεχασμένο ποιητή. Τις τελευταίες όμως μέρες, κατά περίεργο τρόπο, έτυχε να αναφερθώ πεντέξι φορές στο πρόσωπό του, τη μια επειδή έπεσε στα χέρια μου μια ανθολογία με μερικά ποιήματά του, την άλλη επειδή είχαμε την κουβέντα του με τον φίλο Γ. Ζεβελάκη, ώσπου προχτές, ψάχνοντας κάτι άλλο σε μια παλιά εφημερίδα βρήκα ένα κείμενο που αναφερόταν στον Παράσχο, κάτι αναμνήσεις του Μπάμπη Άννινου, οπότε το θεώρησα σημαδιακό και είπα να γράψω πεντέξι λόγια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εφημεριδογραφικά, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , | 153 Σχόλια »

Από πότε υπάρχουν μαλάκες;

Posted by sarant στο 7 Ιουνίου, 2016

Απανέκαθεν, θα πείτε, ή έστω «ανέκαθεν» ή από τότε που βγήκαν οι λάσπες, αλλά η ερώτηση του τίτλου είναι καθαρά γλωσσική, ενδιαφέρεται παναπεί για τη λέξη και όχι για το σημαινόμενό της. Αλλά ούτε και τη λέξη καθαυτή θα εξαντλήσουμε, κι ας είναι (λένε κάποιοι) η γνωστότερη στο εξωτερικό ελληνική λέξη ή η συχνότερη ελληνική προσφώνηση.

Το άρθρο γράφεται κυρίως για να φιλοξενήσει δυο λεξιλογικά ευρήματα που μου έστειλε ο φίλος μας ο Spiridione, που τα κρατούσα στο ηλεσυρτάρι ελπίζοντας να βρω καιρό να εξετάσω σφαιρικά κι ολόπλευρα το ζήτημα, αλλά επειδή κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο αν θα το μπορέσω στο κοντινό μέλλον λέω να τα παρουσιάσω τώρα, κι ας μην καλύπτουν πλήρως το θέμα -που έτσι κι αλλιώς δεν καλύπτεται εύκολα. Οπότε, προσθέτω κι εγώ τα ετυμολογικά μου κι έγινε το αρθράκι.

Αλλά να δούμε πρώτα την ετυμολογία της λέξης. Ο μαλάκας προέρχεται από το μεσαιωνικό «η μαλάκα» = η μαλάκυνση.

Η αρχή βρίσκεται στο αρχαίο επίθετο «μαλακός», που δεν σήμαινε μόνο τα μαλακά αντικείμενα, ή τον μειλίχιο άνθρωπο, αλλά και  τον δειλό, τον ηθικά αδύναμο, τον θηλυπρεπή, τον παθητικό ομοφυλόφιλο.  Η μαλακία είναι λέξη διάσημη από τον Επιτάφιο του Περικλή, όπως τον παραδίδει ο Θουκυδίδης, και τη διάσημη φράση «φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», στην οποία, προς δόξαν της αδιατάραχτης συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, ούτε η ευτέλεια σημαίνει τη σημερινήν ευτέλεια, ούτε η μαλακία τη σημερινή μαλακία. Δίνω τη μετάφραση της Έλλης Λαμπρίδη: Αγαπούμε δηλαδή και δουλεύομε την ομορφιά χωρίς να τη συγχέομε με την πολυτέλεια, και κυνηγούμε τη γνώση και τη σοφία χωρίς για τούτο να χάνομε τον αντρισμό μας·

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθυροστομίες, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Συνεργασίες, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 304 Σχόλια »

Ένας σουρεαλιστής από την Αμοργό;

Posted by sarant στο 29 Νοεμβρίου, 2015

Η Αμοργός έχει κερδίσει μια προνομιούχα θέση στη γεωγραφία του ελληνικού σουρεαλισμού αφού έτσι διάλεξε να τιτλοφορήσει την ποιητική του σύνθεση ο Νίκος Γκάτσος. Ωστόσο, ο Γκάτσος δεν καταγόταν από την Αμοργό (αλλά από την Ασέα της Αρκαδίας), οπότε δεν είναι αυτός ο σουρεαλιστής του τίτλου μας.

Εδώ που τα λέμε, ο Γεώργιος Εξαρχόπουλος, διότι γι΄αυτόν πρόκειται να μιλήσουμε σήμερα, δεν είναι καν σουρεαλιστής με την αυστηρή -ίσως και με καμία- έννοια του όρου, κι αν είναι θα είναι avant la lettre, που λένε κι οι Γάλλοι, μιας και ο ποιητής από την Αμοργό έδρασε και πέθανε πολύ πριν εμφανιστεί ο σουρεαλισμός σαν καλλιτεχνικό ρεύμα, πολύ πριν γεννηθεί ο Αντρέ Μπρετόν ή ακόμα και ο πατέρας του Μπρετόν. Να προειδοποιήσω πως οι περισσότεροι που έχουν ασχοληθεί μαζί του, σχεδόν όλοι, τον θεωρούν απλώς παλαβό, ψώνιο, έναν από τους τύπους της παλιάς Αθήνας στα χρόνια του Όθωνα.

Ο Εξαρχόπουλος γεννήθηκε στην Αμοργό γύρω στο 1780 -δεν έχω πρόχειρη εγκυκλοπαίδεια να κοιτάξω να δω αν αναφέρει το ακριβές έτος γεννήσεώς του, και μεταξύ μας δεν ξέρω καν αν έχει αξιωθεί να αποκτήσει λήμμα σε εγκυκλοπαίδεια: αν ήταν να στοιχηματίσω, θα έλεγα πως όχι. Τη χρονολογία που δίνω τη συνάγω από το ότι στα 1803 τον βρίσκουμε ακόλουθο του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ηγεμόνα της Βλαχίας. Στα 1820 φαίνεται πως μυήθηκε στη Φιλικήν Εταιρία και είχε αξιόλογη δράση ως φιλικός. Όταν ξέσπασε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία πήρε μέρος στις μάχες του Σκουλενίου και του Δραγατσανίου, όπου τραυματίστηκε. Μετά, κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Διάβασα ότι έδωσε την περιουσία του για τον αγώνα. [Προσθήκη: Τα όσα ακολουθούν έχουν ένα σοβαρό λάθος. Όπως επισήμαναν αρκετοί σχολιαστές και τελικά επιβεβαίωσε πέρα από κάθε αμφιβολία φίλος που έχει σχέση με την Αμοργό, στο άρθρο συγχέονται δύο πρόσωπα με το ίδιο ονοματεπώνυμο. Ο αγωνιστής της Επανάστασης Γεώργιος Εξαρχόπουλος του Μάρκου και ο εκκεντρικός ποιητής Γεώργιος Εξαρχόπουλος του Ματθαίου. Ο αγωνιστής ζούσε ακόμα το 1848 αλλά είχε πεθάνει το 1865.]

Έζησε στην Αθήνα στα χρόνια του Όθωνα, και το 1842 εξέδωσε τη μοναδική ποιητική του συλλογή, που θα την παρουσιάσω εδώ σήμερα. Πέθανε στην Αμοργό, μετά το 1856 αλλά πότε ακριβώς δεν ξέρω. Κατά πάσα πιθανότητα, έγραψε και άλλα ποιήματα αλλά δεν ξέρω αν σώζονται. Δεν αποκλείεται κάποια από όσα αποδίδονται σε αυτόν να είναι φτιαχτά, όχι δικά του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 19ος αιώνας, Ποίηση, Σατιρικά, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 143 Σχόλια »

Ο Σταβάτος Μάτερος και άλλοι προϊστορικοί ήρωες της Νομανσλάνδης

Posted by sarant στο 25 Οκτωβρίου, 2013

Ο Σύλλογος των Εισαγγελέων δεν είναι, όπως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, η επαγγελματική ένωση των εισαγγελέων της χώρας μας -αυτή είναι η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος. Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «ανθολογία του ελληνικού χιούμορ του 19ου αιώνα», παρόλο που δεν είναι συλλογικό έργο. Βλέπετε, παρόλο που το βιβλίο τυπικά είναι συλλογή από ευθυμογραφήματα, ο συγγραφέας του, ο Μπάμπης Άννινος, δεν αρκείται μόνο στις δικές του εμπνεύσεις. Ειδικά το τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο «Οι πηγές του γέλωτος» είναι μια σχεδόν πλήρης επισκόπηση διαφόρων περιστατικών και πραγμάτων, ιδίως από τον Τύπο και γενικότερα τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, που έκαναν και κάνουν τους ανθρώπους να γελούν: αστεία τυπογραφικά λάθη, πομπώδεις ανοησίες σε άρθρα εφημερίδων, θεατρικά σαρδάμ, μαργαριτάρια, παράλογες επιγραφές καταστημάτων, ελληνικούρες στρατιωτικών κτλ.

Ο Μπάμπης Άννινος (1852-1934), μια μεγάλη μορφή του παλιότερου ελληνικού τύπου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, έχοντας φάει τη δημοσιογραφία με το κουτάλι, δίνει στη συλλογή αυτή το χιουμοριστικό απόσταγμα της σταδιοδρομίας του, Ο τίτλος, τόσο αταίριαστος για μια συλλογή ευθυμογραφημάτων, εξηγείται στο πρώτο κεφάλαιο. Όταν ο Άννινος έκανε τα πρώτα του βήματα στη δημοσιογραφία, στην εφημερίδα που δούλευε (μάλλον την προσδιορίζει, αλλά επίτηδες γράφω από μνήμης χωρίς να κοιτάξω το βιβλίο) είχαν το μόνιμο πρόβλημα με τους αναγνώστες που ήθελαν να δημοσιεύσουν στην εφημερίδα έργα τους, και φορτικά τούς παρακαλούσαν ή τα άφηναν για να τα κρίνουν οι συντάκτες. Αυτό το πρόβλημα το είχαν, απ’ όσο ξέρω, πολλά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά: όταν ο παππούς μου δούλευε στο περιοδικό του Ηλίου, περνούσαν ταχτικά από τα γραφεία τους διάφοροι (τους οποίους οι συντάκτες αποκαλούσαν αγενώς «μπουζούκια»), συνήθως για να υποβάλουν σχέδια περίεργων εφευρέσεών τους -ο Ήλιος ήταν επιστημονικό περιοδικό, οπότε λογικό ήταν να προσελκύει παραγνωρισμένους εφευρέτες, αλλά στις παλιές εφημερίδες περισσότερο σύχναζαν επίδοξοι ποιητές και θεατρικοί συγγραφείς.

Μια μέρα, ένας τέτοιος επισκέπτης άφησε στον Άννινο ένα ογκώδες θεατρικό έργο το οποίο ήταν γεμάτο παραλογισμούς, σολοικισμούς και μαργαριτάρια, σε σημείο που να μαζεύονται μετά τη δουλειά με την παρέα του και να διαβάζουν αποσπάσματα από το ανοητούργημα και να γελάνε. Η υπόθεση του έργου διαδραματιζόταν μέσα σε δικαστήριο, ο δε εισαγγελέας έλεγε τις πιο εξωφρενικές ανοησίες, κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του πετούσε μαργαριτάρια, οπότε επικράτησε να λένε «ο εισαγγελέας» για οποιονδήποτε έλεγε ανοησίες, και σιγά-σιγά τα μέλη της παρέας, δημοσιογράφοι και λόγιοι οι περισσότεροι, το καθιέρωσαν μια φορά στο τόσο να μαζεύονται σε κάποιο καφενείο για να λένε αστεία και να γελάνε, και μάλιστα για να ειδοποιούνται (τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα!) έβαζαν αγγελία στην εφημερίδα «Ο Σύλλογος των Εισαγγελέων θα συνεδριάσει εκεί κι εκεί» -μια φορά η αγγελία προκάλεσε το ενδιαφέρον της αστυνομίας, αλλά αυτά είναι άλλη ιστορία -πάντως, έτσι πήρε τον τίτλο του το βιβλίο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Νομανσλάνδη, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , | 134 Σχόλια »

Θυμήθηκα τον Αχιλλέα Παράσχο

Posted by sarant στο 23 Ιουνίου, 2013

350px-Αχιλλεύς_ΠαράσχοςΟ Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895), γεννημένος στο Ναύπλιο από χιώτικη οικογένεια που μετοίκησε εκεί μετά την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους, ήταν ο πρώτος «εθνικός ποιητής» του νεοελληνικού κράτους -ο τίτλος βέβαια είναι άτυπος, και αξίζει να δούμε ποιοι άλλοι έχουν χαρακτηριστεί έτσι, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη συζήτηση. Ο Παράσχος ήταν ρομαντικός ποιητής της Α’ Αθηναϊκής σχολής, εξαιρετικά δημοφιλής όσο ζούσε· ήταν ο πρώτος ποιητής που μπορούσε να βιοπορίζεται από την πέννα του: η έκδοση των ποιημάτων του σε τρεις τόμους το 1881 λέγεται ότι του απέφερε έσοδα 50.000 δρχ., που πρέπει να ήταν πολύ μεγάλο ποσό, που όμως κατάφερε να το σπαταλήσει και να βρεθεί στην ανάγκη να ζητάει βοήθεια από φίλους του. Η κηδεία του ήταν πάνδημη, με είκοσι επικήδειους και με την παρουσία του βασιλιά Γεώργιου Α’, αλλά η ποίησή του γρήγορα ξεπεράστηκε, οι λεκτικές του και άλλες υπερβολές, ανεκτές στην εποχή του, άρχισαν να φαντάζουν κωμικές, κι έτσι τα ποιήματά του έγιναν αντικείμενο παρωδίας και διακωμώδησης. Παρ’ όλ’ αυτά, οι παλιότεροι από τους νεότερους (Παλαμάς, Ξενόπουλος κτλ.) εξακολουθούσαν να εκφράζονται με επαινετικά λόγια για τον Αχιλλέα Παράσχο.

Σήμερα ο Παράσχος έχει ξεχαστεί, φαντάζομαι, αν και πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια ο Πάνος Θεοδωρίδης παρουσίασε σε έναν τόμο μιαν ανθολογία από το έργο του με τίτλο Ερώτων λείψανα. Δεν το έχω δει το βιβλίο, αλλά ανθολογία χρειάζεται ο Παράσχος, διότι δεν έγραφε και λίγο. Οι τρεις τόμοι που ανάφερα πιο πάνω πιάνουν πάνω από 1000 σελίδες, ενώ μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν άλλοι δυο τόμοι με 600 ακόμα σελίδες (όλα αυτά μπορείτε να τα βρείτε ονλάιν στην Ανέμη, εδώ μαζί με τα ποιήματα του αδελφού του Γ. Παράσχου και ένα βιβλίο του απλώς συνώνυμου Κλέωνα Παράσχου). Εκτός αυτού, όπως συνηθίζεται με τους ρομαντικούς, τα ποιήματά του είναι πολύστιχα, πολυσέλιδα, φορτωμένα επαναλήψεις -και με όχι σπάνια τα τεχνικά ελαττώματα, αλλά και όχι χωρίς ταλέντο. Η γλώσσα άλλοτε είναι καθαρεύουσα, άλλοτε έχει παραχωρήσεις προς τη δημοτική.

Τον Παράσχο τον ήξερα από μικρός, διότι στίχους του συνήθιζε να απαγγέλλει -και να κοροϊδεύει- ο παππούς μου, ο οποίος, γεννημένος το 1903, ανήκε ακριβώς στη γενιά που έπαψε να σέβεται τον ρομαντικό ποιητή, αν και τον διάβαζε, έστω και μόνο στο σχολείο. Και σε σκίτσα του Μποστ (δεκαπέντε χρόνια νεότερος από τον παππού μου) έχουμε δει αναφορές σε στίχους του Παράσχου. Και βέβαια, οι αναφορές, ακόμα και οι ειρωνικές, ακόμα και η κοροϊδία, είναι ένδειξη κάποιας εκτίμησης -οι νεότεροι ούτε τον άκουσαν ούτε τον ξέρουν τον Παράσχο, αν και πολλοί θα έχουν ψιθυρίσει έναν στίχο του. Ούτε κι εγώ έχω ποτέ ασχοληθεί με τον ξεχασμένο ποιητή. Τις τελευταίες όμως μέρες, κατά περίεργο τρόπο, έτυχε να αναφερθώ πεντέξι φορές στο πρόσωπό του, τη μια επειδή έπεσε στα χέρια μου μια ανθολογία με μερικά ποιήματά του, την άλλη επειδή είχαμε την κουβέντα του με τον φίλο Γ. Ζεβελάκη, ώσπου προχτές, ψάχνοντας κάτι άλλο σε μια παλιά εφημερίδα βρήκα ένα κείμενο που αναφερόταν στον Παράσχο, κάτι αναμνήσεις του Μπάμπη Άννινου, οπότε το θεώρησα σημαδιακό και είπα να γράψω πεντέξι λόγια.

Για να πάρετε μια ιδέα, αντιγράφω ένα απόσπασμα από το κείμενο «Οι δυο Παράσχοι» του Μπ. Άννινου, δημοσιευμένο στο Νέον Άστυ τον Αύγουστο του 1906. Δυστυχώς σε καθαρεύουσα, που παρά το πνεύμα του Άννινου παραμένει ψυχρή (τη θέλει τη μετάφραση, θαρρώ). «Η ποίησις του Αχιλλέως Παράσχου ήτο υπέρ πάσαν άλλην ανταποκρινομένη εις τας ιδέας και τα αισθήματα της εποχής του. Όθεν και ο Αθηναίος ποιητής είχε τους περισσοτέρους θαυμαστάς και τους περισσοτέρους μιμητάς ποιητάς. Σχεδόν πάντες οι ως δόκιμοι εισερχόμενοι εις το τέμενος των Μουσών το ύφος αυτού εξέλεγον ως υπόδειγμα και ηκολούθουν τας ρομαντικάς παραφοράς του, συμμορφούμενοι ως και με αυτάς τας παραβάσεις των γραμματικών κανόνων, εις άς όχι σπανίως ησμενίζετο ο ποιητικός του οίστρος. Τότε εύρε πολιτογράφησιν εις πολλά λυρικά ποιήματα και η περίφημος μετοχή πεφιλμένος και πεφιλμένη, η προερχομένη από το στιχουργικόν εργοστάσιον του Αχιλλέως και μερικαί πτώσεις τριτοκλίτων ονομάτων ικαναί να εμβάλωσιν εις απελπισίαν και αυτούς τους μάλλον ανεξικάκους τών γραμματικών του κόσμου

Στη συνέχεια, ο Άννινος λέει ότι οι κριτικοί της εποχής επισήμαιναν τις ατέλειες του Παράσχου και ότι ο Βερναρδάκης είχε χαρακτηρίσει «γογγυρισμούς» (σικ) τις αλλόκοτα εμφαντικές εκφράσεις του, εννοώντας ότι θύμιζαν παρόμοια σχήματα του Ισπανού ποιητή Γκόγκορα. [Έβαλα «σικ» επειδή δεν ξέρω αν είναι σωστά μεταφερμένο, και μήπως ήθελε να πει «γογγορισμούς», αλλά μάλλον το «γογγυρισμός» του Βερναρδάκη είναι και λίγο ειρωνικό για να θυμίζει το «γογγυσμός»].  Συνεχίζει ο Άννινος λέγοντας ότι από τότε οι σατιρικοί είχαν βάλει στο στόχαστρο τον Παράσχο. Ας πούμε, λέει, ο Γ. Μαυρομιχάλης, εκδότης του «Τραμπούκου» (έχουμε αναφερθεί σε αυτή την εφημερίδα), είχε παρωδήσει το πασίγνωστο τότε δίστιχο του Παράσχου, που ήταν γεμάτο επαναλήψεις:
Γνωρίζει, δεν το αγνοεί, γνωρίζει πάσα Φρύνη
ότι εκείνη η γραμμή, ότ’ η γραμμή εκείνη

ως εξής:
Ήγουν, τουτέστι, δηλαδή, με άλλα λόγια, ήτοι
η Αφροδίτη είσαι συ, εσ’ είσ’ η Αφροδίτη
.

Η παρωδία είναι εξαιρετική… αλλά το παρωδούμενο δίστιχο δεν είναι έτσι! Παρόλο που ο Άννινος το έχει αναφέρει και σε βιβλίο του, ο πραγματικός στίχος του Παράσχου έχει πολύ λιγότερες επαναλήψεις. Θα παραθέσω μερικά τετράστιχα από το ποίημα (που πιάνει καμιά δεκαριά σελίδες), που λέγεται «Πέντε Απριλίου» για να πάρετε μια γεύση του ποιητή. Όπως και σε όλα τα επόμενα παραθέματα, έχω εκσυγχρονίσει την ορθογραφία. Ο Παράσχος μιλάει για ένα θανατερό ραβασάκι:

ΠΕΝΤΕ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Ούτω λοιπόν! Μία γραμμή επί του χάρτου μονη
ως του Θεού ο κεραυνός χτυπά και θανατώνει!
Ως του Θεού! Και του Θεού πλειότερον ισχύει
αφού ό,τι συνήνωσεν Εκείνος διαλύει.

Μία γραμμή -απλή γραμμή- γραφείσα χωρίς πόνον
εις φύλλον χάρτου, και ουχί τι άλλο, τούτο μόνον.
Μόνον αυτό, έν αίσθημα βαθύ ως την θρησκείαν
να εκριζώσει δύναται με τόσην ευκολίαν!

Ω μόνον, μόνον η γυνή τοιαύτα πέμπει βέλη·
γραμμάς τοιαύτας δύναται να γράψει όσας θέλει…
Και ως τυχαίον γνώριμον ευκόλως αποβάλλει
εκείνον, όν ακόμη χθες θεόν της απεκάλει.

Μίαν αυγήν εγείρεται ψυχρά, καθώς η λήθη
και γράφει: «Είσ΄ ελεύθερος, λησμόνει με και ζήθι…»
και πέμπ’ εις φίλον παλαιόν, εις φίλον λατρευμένον
τον κεραυνόν εις φάκελον ευώδη κεκλεισμένον!

Ω αστασίας δύναμις, ω πόντος αναιδείας!
Την ύπαρξίν των αποσπούν εκ βάθους της καρδίας
χωρίς ουδέν να πάθωσι, μικρόν να ταραχθώσι,
ως μίαν εκ της κόμης των ταινίαν ν’ αποσπώσι…

Κι ηξεύρει, δεν το αγνοεί ποσώς εκάστη Φρύνη,
οπόσον η γραμμή αυτή η ελαφρά βαρύνει·
γνωρίζει ότι φίλου της τας φρένας θα σαλεύσει
και ότι ζώσαν δι’ αυτήν καρδίαν θα φονεύσει!

Το ποίημα δεν τελειώνει εδώ, ακολουθούν άλλες 11 τετράστιχες στροφές, αλλά νομίζω ότι και με τόσες χορτάσαμε. Το παρωδημένο δίστιχο είναι το πρώτο της τελευταίας στροφής -ο Άννινος τού χρεώνει πολύ περισσότερες επαναλήψεις, αλλά έτσι κι αλλιώς επαναλήψεις έχει αρκετές σε όλες τις προηγούμενες (και τις επόμενες) στροφές.

Λέγεται από πολλούς ότι οι παραπάνω στίχοι είναι γραμμένοι για κάποια Μαρία που τον χώρισε, για την οποία λένε ότι μετά τρελάθηκε αλλά ο Παράσχος δεν έπαψε να την αγαπάει. Μάλιστα, λένε πως ήταν σαντορινιά ή έμενε στη Σαντορίνη (βλ. π.χ. εδώ) και ότι γνωρίστηκαν όταν ο Παράσχος ήταν έπαρχος Θήρας. Αυτό το τελευταίο είναι ακριβές, αλλά για τα υπόλοιπα δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Λένε επίσης ότι για τη Μαρία είναι γραμμένο το περίφημο ποίημά του «Έρως» που περιέχει και τον ένα στίχο του Παράσχου που πολλοί έχουμε τραγουδήσει. Ολόκληρο το ποίημα το βρίσκετε εδώ, αλλά με λάθη. Αποσπώ την αρχή και διορθώνω:

Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος,
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος,
ουδ’ εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Δεν θέλω όψιν φλογεράν, δεν θέλω ρόδου στόμα·
είναι διέγερσις σαρκός το πορφυρώδες χρώμα.

Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμίαν,
μ’ ολίγον σώμα – άνεμον σχεδόν – ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθάνατον μ’ αθανασίας μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον.

Ο στίχος αυτός, βέβαια, είναι το «με είκοσι φθινόπωρα με άνοιξιν καμίαν», που το ξέρουμε επειδή το δανείστηκε ο Γκάτσος σαν πρώτο στίχο της «Προσευχής της παρθένου«, τραγουδιού που το μελοποίησε ο Χατζιδάκις και το τραγούδησε η Μελίνα Μερκούρη. Κι εδώ πάντως ειρωνικός είναι ο δανεισμός.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Παράσχο. Θα προσέξατε το «την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν», όπου το «ταχεία» είναι εντελώς ξεκρέμαστο. Δεν ξέρω τα ντεσού του ποιήματος, αλλά δεν αποκλείεται εδώ να κρύβεται γυναικείο όνομα (Μαρία, ας πούμε, όπως θέλει η διήγηση που είδαμε) που σκεπάστηκε τελευταία στιγμή.

Ένα άλλο ποίημα του Παράσχου που το έχουμε αναφέρει εδώ, έστω και παρεμπιπτόντως, είναι ο Μάιος, που και πάλι πιάνει το θέμα του ματαιωμένου έρωτα. Ολόκληρο εδώ, παραθέτω ένα απόσπασμα.

Ο ΜΑΪΟΣ

Δρέψατε πάλιν, ερασταί ευδαίμονες, ναρκίσσους
Eις του Mαΐου τους φαιδρούς κ’ ευώδεις παραδείσους,
Kαι την παρθένον στέψατε, ήτις ως άνθος κλίνει·
Eγώ δεν κόπτω, δι’ εμέ απέθανεν Eκείνη!

[…]
Kι εγώ ηγάπησα ποτέ, κι εγώ αντηγαπήθην,
Aλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.
Δεν είναι ο βίος Mάιος αιώνια, δεν είναι·
Mαραίνονται κι αι ανθηραί του έρωτος μυρσίναι,
Kαι η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία,
Ως ώρα σταθερότητος εις στήθη γυναικεία!…

Τον περίφημο στην εποχή του στίχο «Δεν είναι ο βίος Μάιος αιώνια, δεν είναι», πολλοί τον απάγγελναν, ραμονικώς, «Δεν είναι ο βίος Μάιος, Ιούνιος δεν είναι». Ο Μποστ, πάλι, όπως είδαμε σε παλιότερο άρθρο, τον είχε παρωδήσει «δεν είναι πτολεμάιοι, αιώνιοι δεν είναι».

Για να κάνω ένα αντιποιητικό διάλειμμα, στο άρθρο του Άννινου που είδαμε παραπάνω βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι «Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν.
— Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…»
Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

Ο Παράσχος, χάρη στις πολιτικές του φιλίες, είχε κατά καιρούς υπηρετήσει σε ελαφρώς αργόμισθες θέσεις της διοίκησης, όπως έπαρχος Θήρας ή πρόξενος στο Ταϊγάνι, αλλά ως ποιητική φύση που ήταν δεν στέριωνε για πολύ. Ποιητής και υπάλληλος δεν γίνεται, πίστευε, και το έγραψε και στον φίλο του τον επίσης ποιητή, τον Βασιλειάδη, που ήταν ειρηνοδίκης. (Ολόκληρο το ποίημα εδώ, βάζω το τέλος):

Την λύραν σου εκρέμασες εις ειρηνοδικείον
Βασιλειάδη δυστυχή, κι εγώ εις επαρχείον.
Έρχεσαι, φίλε, έρχεσαι καλήν τινά πρωίαν,
έν λάκτισμά μας δίδοντες εις την υπαλληλίαν,
τας απηγχονισμένας μας να λάβωμεν οπίσω;
Εγώ το απεφάσισα· την λύραν δεν θ’ αφήσω.
Και αν θα έχω την πικράν των δύο Σούτσων μοίραν
θα φέρω κι εις τον τάφον μου παρήγορον την λύραν.―

Ω, σας αφήνω· χαίρετε, πρωτόκολλα, γραφεία·
Διότι σβήνετ’ η πυρά εις του λουτρού το κρύα!

Το «εις του λουτρού ΤΟ κρύα», παρότι ακούγεται λιγάκι σαν λόγια του Βεληγκέκα, δεν πρέπει να είναι  τυπογραφικό λάθος, διότι επαναλαμβάνεται σε όλο το ποίημα (τσεκάρισα και το πρωτότυπο). Μπορεί να είναι ιδιωματισμός της τότε Σαντορίνης, δεν ξέρω, όποιος ξέρει κάτι ανάλογο ας μας πει.

Στο Ταϊγάνι ήταν πρόξενος ο Παράσχος επειδή σε αυτή την πόλη της νότιας Ρωσίας (Ταγκανρόγκ στα ρώσικα) υπήρχε ακμαιότατη ελληνική παροικία (έδρασε εκεί και ο Βαρβάκης). Το Ταϊγάνι είναι και η γενέτειρα του μέγιστου Τσέχοφ, που βασανίστηκε με τα αρχαία στο ελληνικό σχολείο όπου φοίτησε, και έχει γράψει για το πώς το σαντορινιό γλυκό κρασί (την εποχή εκείνη αυτά τα κρασιά ταξίδευαν καλά) είχε αποκτηνώσει τους συμπατριώτες του. Ο Παράσχος πάντως δεν αγάπησε τη Ρωσία με το κρύο της (φανταστείτε να τον είχαν στείλει σε καμιά Μόσχα!). Την αποκαλούσε ‘Σκυθία’, και έχει γράψει ένα περίφημο ποίημα στο οποίο συνομιλεί με στίχους με έναν φίλο του, εγκατεστημένον εκεί, που προσπαθεί να τον πείσει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Παραθέτω μόνο το τελευταίο τετράστιχο -πιάνει και καμιά εκατοστή στίχους:

Έλα· μια μέρα, μια στιγμή, στην γη αυτή μη χάνεις
σε περιμένουν αδελφοί, λουλούδια, ήλιος, δρόσος.
Πάμε στην Μάνα, την καρδιά και πάλι να ζεστάνεις·
αν έλθεις, είσαι άνθρωπος· αν μείνεις, είσαι Ρώσος!
Ταϊγάνιον 1882

Ο τελευταίος στίχος, που υπονοεί πως οι Ρώσοι δεν είναι άνθρωποι, προκάλεσε σκάνδαλο στην εποχή του, λέει ο Άννινος στις αναμνήσεις που προαναφέραμε.

Προτιμώ να κρατήσω από τον Παράσχο ένα άλλο ποίημά του. Το έγραψε στα 23 του χρόνια, όταν είχε φυλακιστεί στον Μεντρεσέ, την παλιά φυλακή της Αθήνας που βρισκόταν στους Αέρηδες, για τη δράση του εναντίον του βασιλιά Όθωνα.Ο φυλακισμένος ποιητής απευθύνεται στον μεγάλο πλάτανο που δέσποζε καταμεσίς στην αυλή της φοβερής φυλακής (και στον οποίο πλάτανο πρέπει κάποτε να αναφερθούμε ξανά, διότι μερικοί υποστηρίζουν, αβάσιμα κατά τη γνώμη μου, ότι από εκεί προέρχεται η γνωστή έκφραση ‘χαιρέτα μου τον πλάτανο’). Ο Παράσχος θεωρεί τον πλάτανο σύμβολο της οθωνικής τυραννίας και του διωγμού των αγωνιστών του 21 επί βαβαροκρατίας. Παραθέτω αποσπάσματα:

ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟΝ ΤΟΥ ΜΕΝΔΡΕΣΕ

Ω Πλάτανε! του Μενδρεσέ στοιχειό καταραμένο
της τυραννίας τρόπαιο στη φυλακή υψωμένο·
συμμάζωξε τα φύλλα σου τα δακρυραντισμένα,
να ιδώ κομμάτι ουρανό και τ’ άστρα τα καημένα….
Αν είσαι δένδρο σπλαχνικό, ανθρώπους μη μιμείσαι,
μη δεσμοφύλακας κι εσύ ωσάν εκείνους είσαι!

Ναι! άφησε καμιά φορά να βλέπ’ από δω πέρα
τον ασημένιο ουρανό, την άσπρη την ημέρα·
κανένα σύννεφο μικρό που φεύγει ν’ αντικρίσω,
κανένα ταξιδιάρικο πουλάκι να ρωτήσω.
Να στείλω χαιρετίσματα στη μάνα που με κλαίγει
κι εκείνης οπού μ’ αγαπά χωρίς να μου το λέγει.

[…]
Πόσα, αχ πόσα μάντρωσες λιοντάρια πληγωμένα
ακόμη από τον πόλεμο και τη φωτιά βγαλμένα·
πόσους αϊτούς της Αμπλιανής, πόσα παιδιά του Φλέσσα,
ωσάν μανούλα τα’βαλες στην αγκαλιά σου μέσα.
Μη σου τους φάγει ενοιάζοσουν το κρύο και η πείνα
για να τους στείλεις ζωντανούς στη μαύρη γκιλοτίνα.
[…]
‘Οχι, δεν είναι Πλάτανε, ελληνική η σπορά σου·
από λαγκάδι σκοτεινό κατάγετ’ η γενιά σου.
Από τη γη του Μπαβαρού εδώ φυτεύθης πάλι·
κόρακας μαύρος σ’ έφερε, καιρού ανεμοζάλη,
κι εφούντωσες στα χώματα τα μοσχομυρισμένα,
κι έχεις από τον ήλιο μας τα φύλλα χρυσωμένα.

[…]

Θα έρθ’ η ώρα, Πλάτανε, αλλόθρησκη Βαστιλλη,
που ξυλοκόπους η οργή του έθνους θα σου στείλει.
Και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερος θ’ αστράψει·
δεν θα σε φαν γεράματα· φωτιά θενά σε κάψει.
Και γύρω θα χορέψομε στη σκόνη σου την κρύα,
όταν ανοίξει το χορό Πατρίς κι Ελευθερία.

(Έγραφον εκ των φυλακών του Μενδρεσέ, 1861.)

Το γούστο είναι βέβαια υποκειμενικό, αλλά μου φαίνεται πως απ’ όσα του Παράσχου διαβάσαμε, το ποίημα τούτο έχει γεράσει λιγότερο -άλλωστε, το αίτημα της απαλλαγής από την τυραννία, άλλην βέβαια τώρα, το αίτημα της ελευθερίας παραμένει επίκαιρο. Κάποτε θα χορέψουμε γύρω από τη στάχτη των γκρεμισμένων συμβόλων της τυραννίας….

ΥΓ Αυτοδιαφημιστικό υστερόγραφο: Έδωσα μια συνέντευξη στη Ράνια Μπουμπουρή και στον ιστότοπο diastixon.gr.

Posted in Εφημεριδογραφικά, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 49 Σχόλια »

Το στερνό ταξίδι του Βύρωνα

Posted by sarant στο 15 Σεπτεμβρίου, 2010

Κάθε καλοκαίρι, εδώ και μερικά χρόνια, ο ΔΟΛ διαθέτει, από τα περίπτερα και τα «Σημεία Τύπου», μια σειρά βιβλίων, ένα την εβδομάδα, που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Μια χρονιά, θυμάμαι, ήταν όλα ελληνικά ιστορικά μυθιστορήματα, σαν τους Γαληνότατους του Βλάχου και τους Γραικύλους του Ρούφου (για τους οποίους, το βιβλίο και τη λέξη, χρωστάω να γράψω κάποτε). Πέρυσι, ήταν βιβλία για την ιστορία του 20ού αιώνα, σαν το βιβλίο του Σπ. Μελά για τους βαλκανικούς πολέμους, που το παρουσίασα κι εδώ, ή τα μεγάλα ιστορικά βιβλία του Λιναρδάτου. Φέτος, το μενού είχε βιβλία περιηγητών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα παλιότερα, ας πούμε τον 19ο αιώνα όπως ο Σατωβριάνδος ή ο Φλομπέρ. Τα βιβλία που κυκλοφορεί ο ΔΟΛ (νομίζω ότι η σειρά συνεχίζεται κάθε Σαββάτο) έχουν ήδη εκδοθεί παλιότερα στα ελληνικά, όμως οι εκδόσεις είναι νέες, δηλαδή έχουν τουλάχιστον μεταφερθεί στο μονοτονικό.

Λέω τουλάχιστον, επειδή το βιβλίο που θα παρουσιάσω σήμερα έχει υποστεί ριζικότερη επέμβαση –και προς το καλύτερο. Πρόκειται για το Τελευταίο ταξίδι του Λόρδου Μπάυρον και είναι γραμμένο από τον κόμη Πιέτρο Γκάμπα, που συνόδεψε τον Βύρωνα, όπως τον λέμε εμείς, στο ταξίδι του στο Μεσολόγγι κι έμεινε δίπλα του μέχρι το τέλος. Για να σας δώσω ένα κίνητρο να συνεχίσετε να διαβάζετε κάτι το εντελώς ανεπίκαιρο, ορίστε ένα μικρό κουίζ: ποια ελληνική πόλη ήταν το Δραγομέστι που εμφανίζεται συχνά στο βιβλίο; Την απάντηση θα τη βρείτε στις επόμενες παραγράφους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Κουίζ, Μεταγραφές κειμένων, Πρόσφατη ιστορία, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , , , | 41 Σχόλια »