Ομολογώ ότι στο θέμα αυτό πιάστηκα αδιάβαστος, τη μόδα του μπουγατσάν πολύ πρόσφατα την πήρα είδηση, και το νεοφανές γλυκό δεν το έχω ακόμα δοκιμάσει, άλλωστε απ’ όσο μαθαίνω είναι μόδα θεσσαλονικιά και δεν ξέρω αν ευδοκιμεί στο χαμουτζήδικο κλίμα. Με καθυστέρηση επίσης αντιλήφθηκα το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη, διότι ήμουν σε ολιγοήμερες διακοπές και μου ξέφυγε -οπότε το πήρα είδηση μόνο μετά τον σχετικό θόρυβο που έγινε.
Με δυο λόγια, το μπουγατσάν είναι ένα γλυκό που αποτελεί, όπως (ίσως) λέει το όνομά του, διασταύρωση μπουγάτσας και κρουασάν. Έβαλα ένα «ίσως», διότι δεν είμαι βέβαιος ότι αν κάποιος ακούσει το όνομα αυτό μπορεί να καταλάβει και τους δυο γονείς του καινούργιου γλυκού -τη μπουγάτσα θα τη βρει σίγουρα, αλλά το καημένο το κρουασάν, στριμωγμένο έτσι όπως είναι στη γωνίτσα, μπορεί και να μην το υποψιαστεί. Εγώ θα το έλεγα «μπουγασάν», νομίζω πως έτσι θα ήταν πιο αναγνωρίσιμο το κρουασάν, χώρια που αυτό το -τσαν του μπουγατσάν το κάνει να ακούγεται κινέζικο, αλλά δεν είναι δική μου η πατέντα.
Την περασμένη Κυριακή λοιπόν, η Λιάνα Κανέλλη αφιέρωσε στο μπουγατσάν το ταχτικό κυριακάτικο άρθρο της στον Ριζοσπάστη. Η βουλευτίνα του ΚΚΕ δεν δείχνει καθόλου ενθουσιασμένη από την καινούργια πατέντα. Παραθέτω τις δυο πρώτες παραγράφους του άρθρου της:
Και μας προέκυψε το μπουγατσάν. Καμία σχέση με το πολυμήχανο του Οδυσσέα κι άλλα τέτοια ωραία αυτοτροφοδοτικά των μύθων μας. Σκέτη αλλοτρίωση πολιτισμική, γαστρονομική, γευστική και σε τελευταία ανάλυση εξαθλίωση της ευρύτερης έννοιας της παιδείας, είναι το μπουγατσάν. Θα το δείτε ως καινοτομία και μαγκιά για να «κατακτήσει την αγορά», ελληναράδικη ιδέα που «κολλάει τους ξένους στον τοίχο» ή και το μεγαλείο των Ελλήνων δαιμόνιων σεφ της πιάτσας, που, στη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη, διδάσκουν και ικανοποιούν τα πλήθη με τη «μαγεία της αγοραστικής τους εξαπατημένης έμπνευσης» κι άλλα τέτοια ασύντακτα κι ασύνδετα με την πραγματικότητα.