Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Μπουκέτο’

Η ανακάλυψη της «Νοσταλγίας του Γιάννη»

Posted by sarant στο 14 Μαΐου, 2023

Στα τέλη Απριλίου ήμουν καλεσμένος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών σε μια από τις  «Παπαδιαμαντικές  βραδιές της». Μίλησα για το πώς είχα την τύχη να ανακαλύψω το ανεύρετο έως το 2012 διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που το παρουσίασα εδώ στο ιστολόγιο πρώτα και ύστερα, το 2014, το εξέδωσα σε βιβλίο από τις  εκδόσεις Ερατώ. Η εκδήλωση, πρέπει να πω, έγινε διαδικτυακά. Σε σχόλιά σας εδώ με προτρέψατε να  δημοσιεύσω την ομιλία στο ιστολόγιο, και αυτό κάνω σήμερα. Να πω ότι η όλη συζήτηση έχει καταγραφεί (να  το πούμε «μαγνητοσκοπηθεί»; αλλά είναι σε ψηφιακό μέσο) και το βίντεο κάποια στιγμή θα ανέβει στον ιστότοπο της ΕΠΣ, και τότε θα το προσθέσω κι εγώ στο ιστολόγιο, αλλά προς το παρόν θα αρκεστούμε στη γραπτή ομιλία.

Με μια διαφορά. Από τη  συζήτηση  προέκυψε ότι είχα ένα  λαθάκι στις χρονολογίες της εφημερίδας Αλήθεια, οπότε εδώ διορθώνω την εισήγησή μου, και την παρουσιάζω όπως θα την είχα δώσει αν ήξερα εξαρχής αυτό το στοιχείο.

Τέλος, αν σας γεννηθεί απορία να διαβάσετε το διήγημα, θα το βρείτε ή στο παραπάνω λινκ ή σε μεταγενέστερη δημοσίευση.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Καλησπέρα σας, σας ευχαριστώ που συνδεθήκατε απόψε εδώ, ευχαριστώ και την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών που μου έκανε την τόσο τιμητική πρόσκληση να σας μιλήσω, και ιδίως τον καθηγητή Λάμπρο Βαρελά που ανάλαβε όλα τα διαδικαστικά. Κι αν οι διαδικτυακές συζητήσεις μέσω Ζουμ μας θυμίζουν τις ζοφερές μέρες του εγκλεισμού και της πανδημίας, στην περίπτωσή μας η διαδικτυακή επικοινωνία βοηθάει να γεφυρωθούν οι αποστάσεις -διότι πρέπει να πω ότι σας μιλάω από το Λουξεμβούργο, όπου εργάζομαι ως μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Δεν θα έλεγα ότι είμαι «παπαδιαμαντιστής» ή ειδικός στον Παπαδιαμάντη παρόλο που βέβαια αγαπώ πολύ το έργο του, που το έχω συνδέσει με ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όταν, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μετά το φαγητό, ο παππούς μου έπαιρνε έναν τόμο από τη μαυροντυμένη έκδοση του Βαλέτα και διάβαζε κάποιο διήγημά του, από τα εύκολα, ας πούμε την Υπηρέτρα. Μεγαλώνοντας διάβασα όλο το έργο του Ππδ και μάλιστα έχω αποδελτιώσει τις παροιμιακές και ιδιωματικές εκφράσεις που εμφανίζονται στα διηγήματά του, μια εργασία που έγινε με την παρότρυνση του καθ. Μιχάλη Μερακλή πριν από πολλά χρόνια και που το μόνο πρακτικό της αποτέλεσμα ήταν ένα μικρό άρθρο στη Νέα Εστία («Ο Ππδ ως πρωτογενής μαρτυρία»).

Τα τελευταία 14 χρόνια έχω το ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, www.sarantakos.com, στο οποίο δημοσιεύω συχνά διηγήματα του Ππδ αλλά και γλωσσικά άρθρα στα οποία κάποτε εμφανίζονται λέξεις του Παπαδιαμάντη.

Επίσης, έχω την ιδιοτροπία να μαζεύω και να αναδιφώ παλιά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, είμαι αρχειοδίφης ή αρχειοπόντικας. Η συλλογή μου είναι κυρίως ηλεκτρονική και όχι υλική όπως του φίλου μου του Γιώργου Ζεβελάκη, κάτι που βολεύει όταν μοιράζεις τη ζωή σου σε δύο χώρες. Μεγάλη μου χαρά είναι όταν ανακαλύπτω, σε αυτά τα παλιά έντυπα, κάποιο λογοτέχνημα, ποίημα ή διήγημα, που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο και άγνωστο στο κοινό -και το διαμάντι του στέμματος ανάμεσα στα ευρήματά μου είναι βέβαια το διήγημα του Ππδ για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα.

Το καλό της ηλεκτρονικής συλλογής είναι ότι μπορείς πολύ εύκολα να τη μοιράζεσαι με άλλους που έχουν το ίδιο πάθος, την ίδια πετριά αν προτιμάτε. Έτσι, μια μέρα του 2012 ο Γιώργος Μιχαηλίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής με τον οποίο είχα γνωριμία, μου χάρισε ένα στικάκι με διάφορα λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά, που είχε φωτογραφήσει από διάφορες βιβλιοθήκες, ανάμεσά τους και πολλά τεύχη (όχι όμως πλήρες σώμα) του περιοδικού Οικογένεια των ετών 1927-1931.

Η Οικογένεια ήταν λαϊκό εβδομαδιαίο περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται το 1926. Την έβγαζε ο Κώστας Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν λαϊκότερη και αισθηματικότερη, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη. Μάλιστα, το 1931 η Οικογένεια καθιέρωσε και ταχτική εβδομαδιαία φιλολογική σελίδα (που την υπέγραφε ο Γιώργος Κοτζιούλας με το ψευδώνυμο Σημ, Χαμ και Ιάφεθ), κάτι που ποτέ δεν αξιώθηκε ν’ αποκτήσει το ποιοτικότερο Μπουκέτο. Πλήρες σώμα του περιοδικού δεν έχω εντοπίσει σε καμιά βιβλιοθήκη· αν βρεθεί, μπορεί να έρθουν κάμποσα διαμάντια στο φως.

Με ενδιέφερε η Οικογένεια, επειδή εκείνον τον καιρό αναζητούσα αθησαύριστες δημοσιεύσεις του Ναπ. Λαπαθιώτη. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν έχει πολλά κοινά με τον Παπαδιαμάντη, αλλά πάντως τον αγαπούσε, και έγραψε στον θάνατό του ένα μικρό εξάστιχο ποίημα, που αξίζει να το διαβάσουμε

Απόκοσμο αγριολούλουδον απά στο ρημοκλήσι,
όπου μακριά από τη ζωή -τη Ζωή βαθιοκοιτούσε
και τ’ Όνειρον αγνάντευε, στου λιβανιού τα θάμπη
Ολόφωτο να λάμπει
Και τα ματόφυλλα στο φως του Γήλιου τα ‘χε κλείσει.
(Απόκοσμο Αγριολούλουδον απά σε ρημοκλήσι)

ενώ έχει επίσης γράψει ένα διήγημα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής.

Και όσον αφορά τον Λαπαθιώτη, τα ευρήματά μου σε εκείνα τα τεύχη της Οικογένειας ήταν μάλλον ισχνά. Ωστόσο, καθώς φυλλομετρούσα τα παλιά τεύχη (ίσως μου πείτε πως είναι άστοχη η επιλογή του ρήματος, αφού δεν άγγιζα σελίδες) έβλεπα διάφορα άλλα ενδιαφέροντα, που τα σημείωνα με το μολυβάκι μου σ’ ένα χαρτί.

[Να κάνω μια παρένθεση. Παρά την ασύλληπτη πρόοδο της τεχνολογίας, η αναδίφηση παλιών περιοδικών και εφημερίδων γίνεται ακόμα, αναγκαστικά, με τον παλιό τρόπο, δηλαδή φυλλομετρώντας μία προς μία τις σελίδες, που βέβαια στις παλιές εφημερίδες είναι πολύ μεγαλύτερες και πυκνότερες από τις σημερινές, ενώ οι μηχανές αναζήτησης, με λίγες εξαιρέσεις, είναι μάλλον αναξιόπιστες. Αν αναζητήσετε στα σώματα του Σκριπ και του Εμπρός, που υπάρχουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το όνομα Παπαδιαμάντης θα πάρετε δεκάδες αποτελέσματα, που όμως τα περισσότερα αφορούν τον Παπαδιαμαντόπουλο, που ήταν τότε στρατιωτικός στην υπηρεσία του Βασιλέως κι έτσι το όνομά του εμφανιζόταν συνεχώς στις εφημερίδες! Οπότε, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναζήτηση γίνεται αλά παλαιά]

Τότε είδα και το διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Παπαδιαμάντη -αυτό που βλέπετε. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, διότι νόμιζα πως είναι γνωστό και καταγραμμένο -το μπέρδευα, ομολογώ, με ένα άλλο διήγημα που έχει Γιάννη στον τίτλο του, το «Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη».

Αλλά ύστερα από λίγο επέστρεψα στο τεύχος εκείνο, διάβασα την αρχή του διηγήματος που δεν μου έλεγε τίποτε, κατέβασα από τη βιβλιοθήκη τον πέμπτο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, διέτρεξα τον κατάλογο και, με τον σφυγμό να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά, συνειδητοποίησα ότι έχω στα χέρια μου ένα αθησαύριστο, άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 46 Σχόλια »

Μήτσος Παπανικολάου, 80 χρόνια από τον θάνατό του

Posted by sarant στο 26 Μαρτίου, 2023

Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Μήτσου Παπανικολάου (Ύδρα 1900 – Αθήνα 1943). Για τον ποιητή αυτόν, που ήταν επίσης γερός κριτικός και καλός μεταφραστής, αλλά και επιστήθιος φίλος του αγαπημένου μου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, όπως επίσης και συντάκτης στο λαϊκό περιοδικό Μπουκέτο, έχουμε αφιερώσει παλιότερα στο ιστολόγιο ένα φιλολογικό πορτρέτο του καμωμένο από τον Γιώργο Κοτζιούλα.

Πριν από μερικούς μήνες, ο κ. Βαγγέλης Κορωνάκης από τις εκδόσεις Όγδοο επικοινώνησε μαζί μου, για να μου ζητήσει την άδεια να αναδημοσιευτεί το άρθρο του Κοτζιούλα «σε ένα βιβλίο που θα έβγαινε για τον Παπανικολάου». Αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του, παρόλο που αυστηρά κοιτάζοντάς το κανένα δικαίωμα δεν είχα εγώ να δώσω ή να αρνηθώ την άδεια δημοσίευσης. Ωστόσο, η φιλοφρόνηση αυτή μου έδωσε τη δυνατότητα να ρωτήσω περισσότερα για το βιβλίο που ετοιμαζόταν.

Έμαθα πως ο φιλόλογος Μιχάλης Ρέμπας ετοίμαζε μιαν έκδοση των «απάντων των ευρεθέντων» του Μ. Παπανικολάου. Το όνομα το ήξερα, διότι ο ίδιος είχε πριν από πολλά χρόνια επιμεληθεί μια πρώτη καταγραφή των ποιημάτων του Παπανικολάου (κυκλοφορεί και στο Διαδίκτυο) και μάλιστα όταν το 2014 είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα αθησαύριστο ποίημά του (σε αυτό το άρθρο) είχα γράψει ότι δεν υπάρχει στην πολύ καλή διπλωματική εργασία του Ρέμπα.

Είπα στον κ. Κορωνάκη ότι έχω και κάτι άλλα του Παπανικολάου κι εκείνος με έφερε σε επαφή με τον Μιχάλη Ρέμπα. Διαπίστωσα ότι είχε σκοπό να βάλει ένα διήγημα του Παπανικολάου στον τόμο και του είπα ότι εκτός από το αθησαύριστο ποίημα και κάμποσες μεταφράσεις (που, τελικά, τις είχε όλες σχεδόν υπόψη του) έχω βρει και καμιά δεκαριά πεζά του από το Μπουκέτο του 1943. Δεν τα ήξερε και χάρηκε πολύ. Του τα έστειλα και μπόρεσε να τα εντάξει κι αυτά στον τόμο, ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα, όπως είπαμε από τις εκδόσεις Όγδοο.

Ειχα μάλιστα τη χαρά να παρευρεθώ σε μια πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στις 21 του μηνός, στον Ιανό, όπου ο Γιώργος Μαρκόπουλος και ο Γιώργος Βέης μίλησαν για το βιβλίο και για τον ποιητή του σκιόφωτος, τον Παπανικολάου.

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα από τα δέκα πεζά που εισέφερα στον τόμο του Παπανικολάου. Είναι το τελευταίο που δημοσίευσε το Μπουκέτο όσο ζούσε ο Παπανικολάου, στις 23 Σεπτεμβρίου 1943, έναν μήνα πριν από τον θάνατο του ποιητή -ο οποίος πέθανε τον Οκτώβριο του 43 στο Δημόσιο Ψυχιατρείο όπου τον είχαν βάλει φίλοι του για ν’ αποτοξινωθεί.

ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Ήταν ένα φθινοπωρινό δειλινό γεμάτο προμηνύματα μπόρας. Ο ουρα­νός κατάμαυρος, βαρύς, χαμηλός, πλάκωνε σαν βραχνάς τη μικρή πολιτεία που κούρνιαζε στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα στον σιδηροδρομικό σταθμό κάτω και στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Η ώρα δεν ήταν ακόμα ούτε τέσσερις και μισή κι όμως μερικά φώτα είχαν ανάψει εδώ κι εκεί. Μα στους δρόμους δεν έβλεπες ψυχή και τα σπίτια ήταν κατάκλειστα. Μόνο τα καφενεία είχαν τις συνηθισμένες τους συντροφιές, γιατί στην επαρχία το καφενείο αποτελεί συνήθεια ιερή κι απαραβίαστη.

Ο επαρχιώτης θ’ αψηφήσει την κακοκαιρία, θα παρατήσει τη δουλειά που τυ­χόν έχει για να πάει στο καφενείο στην τακτική του ώρα. Μήπως έχει κι αλλού πουθενά να πάει; Στο καφενείο θα βρει τους φίλους του, θα παίξει μαζί τους τάβλι γιά πρέφα, θα σχολιάσει τα νέα της ημέρας κι έπειτα, κατά τις εφτά-εφτάμιση, θα τραβήξει για το σπίτι του για φαΐ κι έπειτα για ύπνο.

Απόψε, όμως, ο καιρός είχε φοβίσει κάπως τους πελάτες της «Συναντήσεως», του πιο κεντρικού, του πιο αριστοκρατικού καφενείου της κωμοπόλεως. Δυο-τρεις συντροφιές μόνο και άλλοι τόσοι μοναχικοί πελάτες που του κάκου περίμεναν την ταχτική τους παρέα. Στη «Συνάντηση» πήγαινε τριάντα και περισσότερα, ίσως, χρόνια τώρα κι ο γιατρός του τόπου, ο Λουκάς Σκούρος. Ήταν, ίσως, ο πιο παλιός και ο πιο τακτικός πελάτης. Τα τελευταία μάλιστα δέκα χρόνια δεν θυμόταν να πέρασε βραδιά που να μην επήγε στο καφενείο. Μόλις τελείωνε τις απογευματινές του επισκέψεις, κατά τις έξι τον χειμώνα, κατά τις εφτά το καλοκαίρι τραβούσε κατευθείαν γι’ αυτό. Η συντροφιά που έβρισκε εκεί ήταν η ίδια πάντοτε: ο πάρεδρος, ο αστυνόμος, ο φαρμακοποιός κι ο Ανδρέας ο Βέγης, ο πιο πλούσιος κτηματίας του τόπου. Μαζί τους παίζοντας κανένα τάβλι και φλυαρώντας περνούσε δυο και τρεις συχνά ώρες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επετειακά, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 52 Σχόλια »

Το αριστερό χέρι, (αθησαύριστο;) διήγημα του Μ. Καραγάτση

Posted by sarant στο 19 Μαρτίου, 2023

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα διήγημα του Μ. Καραγάτση, «Το αριστερό χέρι». Το βρήκα στο περιοδικό Μπουκέτο της κατοχικής περιόδου, όπου δημοσιεύτηκε το 1943. Το Μπουκέτο εκείνης της περιόδου δεν έχει προσεχτεί όσο αξίζει -κανείς δεν το έχει αποδελτιώσει- και κρύβει αρκετά διαμάντια. Εκεί είχε (ανα)δημοσιευτεί και το αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Η νοσταλγία του Γιάννη», που ανακάλυψα και δημοσίευσα παλιότερα, όπως και άλλα αθησαύριστα έργα για τα οποία μπορεί να μιλήσουμε στο μέλλον.

Υποθέτω ότι και το σημερινό διήγημα είναι αθησαύριστο, αλλά δεν έχω απόλυτη βεβαιότητα. Μπορεί να μην έψαξα καλά τον κατάλογο των έργων του ή, μια και δεν έχω διαβάσει όλα τα διηγήματα του Καραγάτση, μπορεί να είναι δημοσιευμένο σε κάποιο βιβλίο, αλλά με άλλο τίτλό. Γι’ αυτό και βάζω ερωτηματικό στον τίτλο.

Αν δεχτούμε πως είναι αθησαύριστο, μπορεί ο Καραγάτσης να μην το θεώρησε άξιο για μονιμότερη δημοσίευση, αλλά ούτως ή άλλως είναι μια ψηφίδα που συμπληρώνει την εικόνα.

Ευχαριστώ τον φίλο μας τον Γιάννη Μαλλιαρό που είχε την καλοσύνη να πληκτρολογήσει το κείμενο. Η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί.

ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΧΕΡΙ

Αυτή την ιστορία μου τη διηγήθηκε μια γυναίκα που κάποτε ήταν όμορφη. Μια ξένη σεβάσμια δέσποινα που οι σοροκάδες της ζωής την έριξαν – συντρίμμι ερημικό – στην Ελλάδα.

***

Ναι μου είπε, αγάπησα κι εγώ όπως όλος ο κόσμος. Αγάπησα τον άντρα μου. Μα πριν απ’ αυτόν… Πάνε κάπου 35 χρόνια τώρα. Ήμουν κοριτσάκι γεμάτο απορίες και όνειρα. Αυτός πολύ πιο μεγάλος από μένα. Ένας από κείνους τους άντρες που χωρίς να είναι ούτε όμορφοι, ούτε πλούσιοι, ούτ’ εξαιρετικά έξυπνοι σκορπάν κάποιο ανεξήγητο κύμα γοητείας ολόγυρά τους. Τον περιτριγύριζε η χειρότερη φήμη: Γυναικάς μπεκρής, χαρτοπαίκτης, τεμπέλης, ασυνείδητος, χωρίς πόρους φανερούς κατάφερνε να είναι το χαϊδεμένο παιδί της καλύτερης, της αυστηρότερης κοινωνίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Περιοδικά | Με ετικέτα: , | 76 Σχόλια »

Υπό εχεμύθειαν με την Έλλη Αλεξίου

Posted by sarant στο 5 Απριλίου, 2020

Μια και η επικαιρότητα στους πανδημικούς καιρούς μας είναι ζοφερή και καταθλιπτική, σκέφτομαι σήμερα να βάλω κάτι ανάλαφρο. Θα δημοσιεύσω μερικά ανέκδοτα. Όχι όμως ανέκδοτα με την τρέχουσα σημασία της λέξης («Ήταν μια φορά ένας Άγγλος, ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας, και λέει ο Άγγλος…») αλλά με την παλαιότερη, δηλαδή ένα συμβάν που αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο αλλά που η αλήθεια του δεν επιβεβαιώνεται από έγκυρες ιστορικές πηγές [ορισμός από το ΛΚΝ]).

Και αυτά τα ανέκδοτα βέβαια συνήθως είναι αστεία ή πνευματώδη, κι αν δεν είναι αληθινά είναι μπεντροβάτα (όπως λέμε στο ιστολόγιο).

Η Έλλη Αλεξίου (1894-1988), η μικρότερη αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, από σημαντική οικογένεια λογίων του Ηρακλείου Κρήτης, είναι γνωστή για το λογοτεχνικό και το εκπαιδευτικό της έργο και για τη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση και στους κοινωνικούς αγώνες. Η Λιλίκα, όπως την έλεγαν οι φίλοι της, είχε επίσης έφεση στα ανέκδοτα και το 1976 εξέδωσε στη Σύγχρονη Εποχή τη συλλογή «Υπό εχεμύθειαν» στην οποία παρουσιάζει εκατοντάδες ανέκδοτα λογοτεχνών και γενικά ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων, αλλά και της πολιτικής, πολλά από τα οποία της τα αφηγήθηκαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές.

Tο βιβλίο αργότερα επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτης, όπου έχει εκδοθεί το σύνολο των έργων της Έλλης Αλεξίου, αλλά είναι προ πολλού εξαντλημένο και στην επανέκδοση.

Η Αλεξίου δημοσιεύει τα ανέκδοτα στη συλλογή της με τυχαία σειρά, έχει όμως ευρετήριο στο τέλος ώστε να βρίσκει εύκολα ο αναγνώστης ποια ανέκδοτα αναφέρονται σε κάθε πρόσωπο. Επίσης, για κάθε ανέκδοτο υπάρχει μνεία του προσώπου που το αφηγήθηκε.

Διάλεξα λοιπόν κάμποσα ανέκδοτα που μου άρεσαν από τα πολλά ωραία που έχει το βιβλίο στις 200 σελίδες του, αν και έδειξα κάποια προτίμηση στα πιο σύντομα. Σε κάποιες περιπτώσεις, θα μπορούσε κανείς να πει για κουτσομπολιό, αλλά όπως έλεγε κάποιος «Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».

* Του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου συστήσανε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη σε κάποιον γνωστό μεγαλέμπορο, ο οποίος είχε μεσάνυχτα από ποίηση και φυσικά αγνοούσε και το όνομα του ποιητή. Κάποια στιγμή, που ο καλός άνθρωπος είχε στριμώξει τον Λαπαθιώτη σε μια γωνιά και του μιλούσε ασταμάτητα για την αγορά, το εμπόριο και τις δουλειές του, αντιλήφθηκε την απόγνωση και την αμηχανία του συνομιλητή του κι έσπευσε να τον ρωτήσει:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ανέκδοτα, Λογοτεχνία, Παρουσίαση βιβλίου, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 136 Σχόλια »

Τα φραγκόσυκα (διήγημα του Στέφανου Δάφνη)

Posted by sarant στο 11 Αυγούστου, 2019

Πριν απο δυο Κυριακές είχαμε δημοσιεύσει ένα καλοκαιρινό διήγημα του Στέφανου Δάφνη, οπότε είναι κάπως ασυνήθιστο να βάζουμε δεύτερο δικό του διηγημα τόσο σύντομα -και μάλιστα, με κάθε άλλο παρά καλοκαιρινό θέμα. Ωστόσο, θυμίζει σε μένα τις καλοκαιρινές διακοπές των παιδικών μου χρόνων, που τις περνούσα κοντά στο Ναύπλιο, τον τόπο όπου εκτυλίσσεται το σημερινό διήγημα, με τον παππού μου να μαζεύει πάντοτε φραγκόσυκα, πιο επιδέξια απ’ό,τι στο διήγημα.

Το σημερινό πεζό αρχικά είχε δημοσιευτεί στο Μπουκέτο το 1934 και το παρουσίασε πρόσφατα ο φίλος Γιάννης Π. στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο. Ο Στέφανος Δάφνης (1882-1947), όπως είπαμε την προηγούμενη φορά, κατά κόσμον Θρασύβουλος Ζωιόπουλος, ήταν γεννημένος στο Ναύπλιο.

Ξέρω μια φοβερή ιστορία για φραγκόσυκα. Θα τη διηγηθώ με όλη της τη φρίκη, όπως έγινε σε κείνο τον τόπο, που έζησα τα μικρά μου χρόνια: στο Ανάπλι, το ιστορικό και τραγουδισμένο, την πόλη της δόξας και των αιμάτων.

Η δυσμική πλευρά του Παλαμηδιού είναι απότομη, σαν κομμένη με το μαχαίρι, και αντικρίζει τη θάλασσα, τον Αργολικό Κόρφο. Σκύβοντας κανείς από πάνω, βλέπει κάτω ένα βάραθρο, που το αντισκόβουν εδώ και κει βράχια σουβλερά, λίγες φραγκοσυκιές, τούφες ρίγανη… Φίδια φωλιάζουν εδώ μέσα και κιρκινέζια. Τα πρώτα σέρνουνται ανάμεσα στ’ αγκάθια, τα δεύτερα ξεπετούν, ξανθές σαΐτες, στον αέρα, επάνω από τα μπεντένια του Κάστρου. Αν ρίξεις πέτρα, και δε σταθεί σε κανένα χαμόκλαδο, η πέτρα κυλάει κρατώντας και πάει μπλουμ στη θάλασσα της Αρβανιτιάς. Ψηλά, στο φρύδι του φοβερού αυτού γκρεμού, είναι ένα στενό μονοπάτι, μια ποριά. Στον καιρό του Πολέμου, λέει ο ντόπιος θρύλος, οι χριστιανοί είχαν στήσει εδώ ένα μηχάνημα καταχθόνιο, μια σανίδα με σούστα, να μοιάζει τάχα σα γεφυράκι. Κι άμα γιουργήσανε και πήραν το Κάστρο, κι οι Αρβανίτες φεύγανε κυνηγημένοι κατά την Καραθώνα, περνώντας από τη στενή τούτη ποριά, πατούσανε στη σανίδα, που πατ! τους τίναζε στο γκρεμό. Από τότες, όλη ετούτη η μεριά λέγεται «Αρβανιτιά».

Όμως η Φύση πασκίζει όλα ναν τα ομορφαίνει: Έτσι και δω, την άνοιξη, φυτρώνουν αγριοβιολέτες, ζαμπάκια, που ευωδιάζουν τον αέρα. Οι φραγκοσυκιές βγάζουν καινούρια φύλλα, στολισμένα, γύρω με μεγάλα κίτρινα λουλούδια, σαν κύπελλα, που με τον καιρό, με τις κάψες του καλοκαιριού, γουρμάζουν, και κει κατά το Σεπτέμβρη λαμποκοπούν. Τα βλέπει κανείς χρυσοκόκκινα, να κρέμονται πάνω από το βάραθρο, απλησίαστα, και γύρω τους να πετούν κρώζοντας τα πουλιά, που αυτά μονάχα χαίρονται τη γλυκιά τους σάρκα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Καλοκαιρινά, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , , , , | 108 Σχόλια »

Η Τζένη παραθερίζει (διήγημα του Στέφανου Δάφνη)

Posted by sarant στο 28 Ιουλίου, 2019

Στην καρδιά του καλοκαιριού βρισκόμαστε, οπότε σκέφτηκα να δημοσιεύσω σήμερα, που είναι Κυριακή και βάζουμε λογοτεχνική ύλη, ένα καλοκαιρινο διήγημα, ανάλαφρο, δροσερό και παλιομοδίτικο.

Συγγραφέας είναι ο Στέφανος Δάφνης (1882-1947) λογοτέχνης από το Ναύπλιο με σημαντική παρουσία στα γράμματα προπολεμικά. Λεγόταν κανονικά Θρασύβουλος Ζωιόπουλος, αλλά υιοθέτησε λογοτεχνικό ψευδώνυμο και μάλιστα εκείνου του τύπου που ήταν πολύ της μόδας στον μεσοπόλεμο: όνομα και επώνυμο σχηματίζουν μια φράση, με το επώνυμο να είναι θηλυκό ουσιαστικό σε γενική πτώση.

Το «Στέφανος Δάφνης» είναι από τα πιο πετυχημένα παραδείγματα, ενώ πολύ καλό είναι και το Άγγελος Δόξας (Νικ. Δρακουλίδης) καθώς και, διατί να το κρύψομεν, το Άχθος Αρούρης του παππού μου. Μάλιστα, στην περίπτωση του Στ. Δάφνη το ψευδώνυμο το χρησιμοποίησε και η σύζυγός του, η Αιμιλία Δάφνη (Αιμιλία Κούρτελη) που είχε επίσης παρουσία στα γράμματα. Δεν θυμάμαι άλλες περιπτώσεις ζευγαριού με ψευδώνυμο, αν και θα υπάρχουν.

Το διήγημα που θα διαβάσετε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μπουκέτο το 1934. Περιγράφει ένα εφηβικό ειδύλλιο σε μια «ηλεκτροφωτισμένη λουτρόπολη» -τότε που ακόμα ήταν καινοτομία ο ηλεκτροφωτισμός στην επαρχία· ένα ειδύλλιο ανάμεσα σε μια έφηβη παραθερίστρια, από πλούσια οικογένεια της Αθήνας, και έναν ντόπιο νεαρό, αγωγιάτη. Το μοτίβο της αρχόντισσας και του αλήτη έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές σε λογοτεχνία και κινηματογράφο. Μια ιδιαίτερη πινελιά του διηγήματος, που μας ενδιαφέρει διότι είμαστε γλωσσικό ιστολόγιο, είναι ότι εκτυλίσσεται σε αρβανιτοχώρι και ο νεαρός μιλάει (και) αρβανίτικα -ακούγονται και επεξηγούνται μερικές λέξεις.

Ευχαριστώ τον φίλο Γιάννη Π. για την πληκτρολόγηση και την όλη επιμέλεια.

Η ΤΖΕΝΗ ΠΑΡΑΘΕΡΙΖΕΙ

Κείνο το καλοκαίρι, στην ηλεκτροφώτιστη λουτρόπολη, η μικρούλα Τζένη έφερνε την ομορφιά των δεκάξι της χρόνων, την πρώιμη κοκεταρία της, τ’ ασημένιο της γέλιο. Έφερε όμως και τη δασκάλα της, που ήταν, όπως όλες οι Εγγλέζες μίσσες, ψηλή, ξεραγκιανή και σεμνότυφη σαν ξουρισμένος πάστορας. Λουτρά θα έκαναν μόνο η μαμά της, η κυρία Χατζηγιάννη και η θεία της―άλλη γεροντοκόρη αυτή― που είχαν πιαστεί από την τανάλια της αρθρίτιδας. Η Τζένη και η μις Γουότσον θα έκαναν μόνο εκδρομές στα γύρω, θα ψάρευαν σπάρους με το καλαμίδι και θα διάβαζαν τους τόμους του «Τιτ-Μπιτς» και άλλων περιοδικών, που τους φύλαγαν από τον περασμένο χειμώνα.

Η οικογένεια Χατζηγιάννη επήρε τα καλύτερα δωμάτια του ξενοδοχείου, στο πρώτο πάτωμα, με τη βεράντα ανοιχτή στη θάλασσα. Εκεί η Τζένη, ξαπλωμένη σε μια σεζ-λογκ, άκουγε τη δασκάλα της να διαβάζει και να εξηγεί την ατέλειωτη «Ιστορία της Αγγλίας». Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να χασμουρηθεί, άκουσε μια φωνή από κάτω, από το δρόμο:

― Αγωγιάτη θέλετε, κυρίες;… Έχουμε ζα καλά, βασταγερά… ξέρουμε όλα τα κατατόπια…

Η Τζένη σηκώθηκε κι ήρθε στη ράμπα. Κείνος που μιλούσε ήταν ένας νέος χωριάτης, έφηβος ακόμη, ντυμένος με τη ντρίλινη φορεσιά του τόπου. Έστεκε ταπεινά, κρατώντας με το ‘να χέρι το κασκέτο του και με τ’ άλλο το σκοινί ενός γαϊδάρου. Κοιτάζοντας επάνω, περίμενε την απάντηση. Ήταν όμορφο αγόρι, μελαχρινό, με μάτια σα μαύρα κεράσια και μαλλιά σγουρά… Στο μυαλό της Τζένης άστραψε μια ιδέα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Καλοκαιρινά, Λογοτεχνία, Μεσοπόλεμος, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , | 119 Σχόλια »

Το πανί του Γληγόρη (εκλογικό διήγημα του Κ. Φαλτάιτς)

Posted by sarant στο 12 Μαΐου, 2019

Μια και πλησιάζουν εκλογές, σκέφτηκα να βάλουμε ένα εκλογικό διήγημα που ανέβηκε πρόσφατα στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο. Βέβαια, το κατεξοχήν εκλογικό πεζογράφημα των γραμμάτων μας είναι η νουβέλα «Χαλασοχώρηδες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη -που όμως είναι πολύ γνωστό και το έχουμε άλλωστε αναλύσει και στο ιστολόγιο σε άρθρο του φίλου Μ. Πασχαλίδη.

Κατά σύμπτωση, ο συγγραφέας του σημερινού διηγήματος έχει ασχοληθεί αρκετά με την ανάδειξη του έργου του Παπαδιαμάντη -αν και έχει συνδέσει το όνομά του με ένα άλλο, σχετικά κοντινό στη Σκιάθο νησί. Πρόκειται για τον Κώστα Φαλτάιτς (1891-1944) γεννημένο στη Σμύρνη αλλά που έζησε πολλά χρόνια στη Σκύρο. Ο Φαλτάιτς άφησε εκτενές έργο στο μεταίχμιο μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας.

Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, ανάμεσά τους και το Μπουκέτο όπου δημοσιεύτηκε και το παρόν διήγημα. Στο Μπουκέτο ο Φαλτάιτς έχει δημοσιεύσει και αξιόλογα πρώιμα ρεμπετολογικά άρθρα. Για να τα λέμε όλα, πάντως, σύμφωνα με ορισμενες πηγές επί Κατοχής εκτέθηκε ως δωσίλογος και για τον λόγο αυτό διαγράφτηκε από την ΕΣΗΕΑ αμέσως μετά την Απελευθέρωση.

 

ΤΟ ΠΑΝΙ ΤΟΥ ΓΛΗΓΟΡΗ
Ναυτικό Διήγημα

Μόνο η βάρκα του Γληγόρη, απ’ όλες τις ψαρόβαρκες δεν είχε πανί.
Στις παραμονές των εκλογών, είτε βουλευτικές ήσαν είτε κοινοτικές, οι υποψήφιοι, για να πάρουν την ψήφο του, του έταζαν ένα πανί. Αλλά όλοι τον εγελούσαν κι η βάρκα του έτσι έμενε πάντα ξυλάρμενη.
Ήταν λύπη να τον βλέπεις τον καημένο τον Γληγόρη να τραβά κουπί ώρες και ώρες για να φτάσει από τον ένα κάβο στον άλλο ή για να γυρίσει πίσω στο λιμανάκι, εκεί κάτω που οι άλλοι με το πανί τελείωναν γρήγορα και άνετα.
Τα χέρια του έμοιαζαν με χοντρά γέρικα ροζασμένα κλαδιά δέντρου, σκληρότατα και γεμάτα όγκους. Είχαν χάσει την ευαισθησία του κρύου και της ζέστης. Έπιανε με τα δάχτυλα τα αναμμένα κάρβουνα, χωρίς να καίγεται. Αυτό τουλάχιστον το καλό του είχε δημιουργήσει το ατέλειωτο τράβηγμα του κουπιού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εκλογές, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 92 Σχόλια »

Οι τελευταίες συνεργασίες του Λαπαθιώτη στο Μπουκέτο

Posted by sarant στο 31 Μαρτίου, 2019

Το κείμενο που θα διαβάσετε σήμερα δημοσιεύτηκε στο τεύχος 45 (άνοιξη 2019) του κυπριακού περιοδικού Μικροφιλολογικά, με το οποίο συνεργάζομαι τακτικά. Αφορά βέβαια ένα είδος, το πεζό ποίημα ή πεζοτράγουδο, που δεν καλλιεργείται σχεδόν καθόλου στις μέρες μας.

Οι τελευταίες συνεργασίες του Ναπ. Λαπαθιώτη στο Μπουκέτο

Στα σχεδόν σαράντα χρόνια παρουσίας του στον λογοτεχνικό στίβο, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης συνεργάστηκε με πάρα πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Ωστόσο, δύο από αυτά ξεχωρίζουν, για τον όγκο και τη χρονική διάρκεια της συνεργασίας: η Νέα Εστία και το Μπουκέτο. Και με τα δύο αυτά περιοδικά, ο Λαπαθιώτης συνεργάστηκε από την αρχή της έκδοσής του έως το τέλος της ζωής του.

Κι αν η συνεργασία με τη Νέα Εστία, τη ναυαρχίδα των λογοτεχνικών περιοδικών την περίοδο του μεσοπολέμου (και στη συνέχεια) ήταν αυτονόητη, ο σημερινός αναγνώστης ίσως θα παραξενευτεί διαπιστώνοντας ότι ο ποιητής, ένας από τους κορυφαίους του μεσοπολέμου, είχε ακόμα πιο πυκνή και μακρόχρονη συνεργασία με το “λαϊκό” Μπουκέτο, ένα ταπεινό περιοδικό ποικίλης ύλης.

Ωστόσο, το Μπουκέτο, παρόλο που συχνά κατατάσσεται στα περιοδικά ποικίλης ύλης (ή “οικογενειακά περιοδικά”), αδικείται από την ταξινόμηση αυτή. Όχι τόσο επειδή το ίδιο αυτοπροσδιοριζόταν “Εβδομαδιαία εικονογραφημένη φιλολογική επιθεώρησις”, αλλά διότι πράγματι το περιοδικό, τουλάχιστον στη χρυσή εποχή του (από το 1924 έως το 1933 περίπου) διατηρούσε ανοιχτή επαφή με τη μεγάλη λογοτεχνία, ελληνική και ξένη και σε αυτό δημοσίευσαν έργα τους οι κορυφαίοι λογοτέχνες της εποχής (Παλαμάς, Νιρβάνας, Ουράνης, Πορφυρας, Μαλακάσης, Βλαχογιάννης, Μυρτιώτισσα, Φιλύρας, Ξενόπουλος). Χαρακτηριστική για την επίδραση που είχε το Μπουκέτο στο νεανικό και στο αμύητο κοινό είναι η ανάμνηση του Γιώργου Κοτζιούλα, ο οποίος θυμάται πως όταν πρωτοείδε, έφηβος μαθητής Γυμνασίου στην Άρτα, τεύχος του, του φάνηκε σαν “Ευαγγέλιο της λογοτεχνίας”.

Ο Λαπαθιώτης συνεργάστηκε με το Μπουκέτο από το πρώτο τεύχος του (24.7.1924 με το πεζοτράγουδο “Μίσος”). Στο Μπουκέτο δημοσίευσε δεκάδες ποιήματα (πολλά σε πρώτη δημοσίευση), τα περισσότερα διηγήματά του, πολλά πεζά ποιήματα, στοχασμούς και άλλα κείμενα, αλλά και δύο εκτενή σημαντικά πεζογραφήματά του σε συνέχειες: τη νουβέλα Το τάμα της Ανθούλας το 1932 και την Αυτοβιογραφία του το 1940.

Η συνεργασία του χαρακτηρίζεται από περιόδους πυκνών δημοσιεύσεων, όπου σε κάθε τεύχος του περιοδικού ή σχεδόν υπάρχει κείμενο του Λαπαθιώτη, ακολουθούμενες από παρατεταμένες παύσεις και από νέα περίοδο πυκνής συνεργασίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες (π.χ. του Γ. Κοτζιούλα) υπήρχαν περίοδοι που ο Λαπαθιώτης περνούσε σχεδόν κάθε βράδυ από τα γραφεία του περιοδικού “περισσότερο για κουβέντα παρά για συνεργασία”.

Ωστόσο, υπήρξαν και περίοδοι που ο Λαπαθιώτης συγκρούστηκε με τους ανθρώπους του περιοδικού, πράγμα που εξηγεί και τις πολύχρονες διακοπές της συνεργασίας. Παρά τους καβγάδες όμως, ο Λαπαθιώτης τελικά πάντοτε επέστρεφε και ξανάδινε συνεργασία. Ίσως είχε βρει στο Μπουκέτο ένα εκφραστικό βήμα για να φτάνουν τα κείμενά του σε πλατύτερα στρώματα, ένα βήμα που διατηρούσε ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας που άλλα λαϊκά περιοδικά, στα οποία ο Λαπαθιώτης είχε περιστασιακά δώσει συνεργασία, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν.

Η συνεργασία του Λαπαθιώτη με το Μπουκέτο στην αρχή αγνοήθηκε: στο πρώτο αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Λαπαθιώτη, αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1944, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο περιοδικό, ούτε καν στην εκεί δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του. Αλλά και ο Άρης Δικταίος έκανε το 1964 τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη χωρίς να έχει δει τα σώματα του Μπουκέτου, κάτι που εξηγεί ένα μέρος από τις ελλείψεις της έκδοσής του.

Σήμερα η συνεργασία του Λαπαθιώτη με το Μπουκέτο έχει γίνει γνωστή και έχει αξιοποιηθεί και εκδοτικά, με εξαίρεση την τελευταία περίοδο του περιοδικού. Πράγματι, το Μπουκέτο διέκοψε την έκδοσή του μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα το 1941, ωστόσο προς τα τέλη του χρόνου άρχισε πάλι να εκδίδεται, σκιά πλέον του εαυτού του, με πολύ λιγότερες σελίδες. Σε αυτή τη νέα περίοδο, από την οποία δεν έχουμε εντελώς πλήρη σώματα, οι συνεργασίες του Λαπαθιώτη είναι αρχικά σποραδικές. Στο 1943, και ενώ σταδιακά οι σελίδες του περιοδικού αυξάνονται και η ύλη βελτιώνεται, ο Λαπαθιώτης δίνει για δημοσίευση δύο διηγήματά του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λαπαθιώτης, Περιοδικά, Πεζό ποίημα, Φιλολογία | Με ετικέτα: , | 80 Σχόλια »

Καζαμίας το 2017;

Posted by sarant στο 5 Ιανουαρίου, 2017

Μου γράφει ένας φίλος χτες το πρωί: «Εψαξα το ιστολόγιο και δεν βρήκα να έχεις γράψει άρθρο για τον Καζαμία. Γιατί δεν γράφεις κάτι;».

Του απαντάω «Διαβάζεις τις σκέψεις μου;» διότι εκείνην ακριβώς τη στιγμή μάζευα υλικό για το σημερινό άρθρο! Τόσα χρόνια που ιστολογώ, σπάνια τυχαίνει τέτοια σύμπτωση, οπότε είπα να την αναφέρω.

Βέβαια, τις πρώτες μέρες της καινούργιας χρονιάς ο Καζαμίας είναι κάτι επίκαιρο, οπότε η σύμπτωση δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Σύμφωνα με το λεξικό, ο Καζαμίας είναι «λαϊκό έντυπο με το ημερολόγιο της χρονιάς και με διάφορες πληροφορίες και προβλέψεις που στηρίζονται στην αστρολογία».

Ο ορισμός είναι ακριβής. Κι αν έχουμε συνδυάσει τον Καζαμία με το επαρχιακό και το παρωχημένο, Καζαμίες εκδίδονται και σήμερα, με ύλη αρκετά εκσυγχρονισμένη, και, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη συνέντευξη της εκπροσώπου ενός εκδοτικού οίκου, οι μεγάλοι Καζαμίες πουλάνε περί τις 150.000 αντίτυπα κάθε χρονιά, εξακολουθούν δηλαδή να έχουν μεγάλη απήχηση. Πρόκειται βέβαια για φτηνό έντυπο, με τιμή γύρω στα 2 ευρώ.

casamiaΑπό πού όμως βγήκε η λέξη; Σύμφωνα με το λεξικό, Casamia ήταν όνομα φανταστικού αστρολόγου που έμπαινε σαν τίτλος σε τέτοια βιβλία που εκδίδονταν στα ιταλικά. Το ίδιο αναφέρει και το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη γράφοντας (λαθεμένα;) Cazamia.

Εδώ αριστερά βλέπετε το εξώφυλλο ενός τέτοιου βιβλίου που εκδόθηκε το 1827. Ο πλήρης τίτλος του είναι Il giro astronomico del celebre astronomo, fisico e cabalista Pietro G.P. Casamia, Veneziano. Αστρονόμικο λέει, αλλά την εποχή εκείνη η λέξη σήμαινε τον αστρολόγο περισσότερο. Σε άλλες εκδόσεις το όνομα είναι Τζανπέτρο Καζαμία, η καταγωγή πάντα από τη Βενετία. Κάπου διάβασα ότι τα πρώτα τέτοια βιβλία κυκλοφόρησαν στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιταλία πάντοτε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ημερολογιακά, Λαογραφία | Με ετικέτα: , , , | 162 Σχόλια »

Μπίλυ Γεράνης, ο πρώτος Έλληνας ντετέκτιβ

Posted by sarant στο 14 Αυγούστου, 2016

Το όνομα Μπίλυ Γεράνης μάλλον δεν σας είναι γνωστό, ωστόσο κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας: έτσι ονομάζεται ο πρώτος Έλληνας μυθιστορηματικός αστυνομικός, ο πρώτος ντετέκτιβ της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, μερικά χρόνια πριν από τον δικαίως πολύ διασημότερο αστυνόμο Μπέκα του Γιάννη Μαρή.

Ο Μπίλυ Γεράνης είναι δημιούργημα του Πέτρου Μακρυνού, και εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1942 στο περιοδικό Μπουκέτο, πρωταγωνιστής έξι αστυνομικών διηγημάτων που δημοσιεύτηκαν σε δυο ή τρεις συνέχειες. Απ’ όσο ξέρω, ήταν τα πρώτα κείμενα που εμφανίζονταν στο Μπουκέτο με την υπογραφή αυτή -αλλά και τα τελευταία. Όλα δείχνουν ότι το όνομα Πέτρος Μακρυνός ήταν λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Έχω κάνει μια εικασία για την ταυτότητα του συγγραφέα, αλλά είναι εντελώς στα κουτουρού και δεν την ανακοινώνω.

Τα έξι διηγήματα εκτυλίσσονται στην Αθήνα γύρω στο 1920. Ο Μπίλυ Γεράνης είναι νεαρός, 20-21 χρονών, και μικροδείχνει ακόμα περισσότερο. Υπηρετεί στο 5ο αστυνομικό τμήμα και ονομάζεται Βασίλης Γεράνης, αλλά οι συναδελφοί του τού έχουν κολλήσει το παρατσούκλι Μπίλυ επειδή είναι μανιώδης αναγνώστης αγγλοσαξονικών αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Θα σας παρουσιάσω σήμερα το πρώτο αστυνομικό διήγημα με ήρωα τον Μπίλυ Γεράνη, «Το μυστήριο της λεωφόρου Ακαδημίας» (έτσι έλεγαν την οδό Ακαδημίας προπολεμικά). Όπως θα δείτε, οι λογοτεχνικές του αρετές δεν είναι μεγάλες, θα έλεγα ότι πρόκειται για μάλλον απλοϊκό διήγημα με προβλέψιμο τέλος -αλλά δεν παύει να είναι το πρώτο με ήρωα Έλληνα ντετέκτιβ.

Απ’ όσο ξέρω, τα έξι διηγήματα του Πέτρου Μακρυνού δεν έχουν αναδημοσιευτεί ποτέ -αλλά μπορεί να κάνω λάθος. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε μια επισκόπηση των πρώτων βημάτων της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, πριν από τον Γιάννη Μαρή, γραμμένη από τον Φίλιππο Φιλίππου.

Το Μπουκέτο, όπου δημοσιεύτηκαν τα διηγήματα, είναι το γνωστό ποιοτικό λαϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης που κυριάρχησε στο είδος πριν από τον πόλεμο, φέρνοντας την καλή λογοτεχνία σε επαφή με πλατύτερες μάζες. Διέκοψε την κυκλοφορία του με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα αλλά την ξανάρχισε λίγους μήνες αργότερα. Παρόλο που το κατοχικό Μπουκέτο από πλευράς εμφάνισης και μέσων ήταν φτωχός συγγενής του προπολεμικού, κατάφερε, υπό τη διεύθυνση του Μήτσου Παπανικολάου, να διατηρήσει αρκετά καλό επίπεδο. Bέβαια, η ποικίλη ύλη του ήταν κατοχική -για παράδειγμα, πλάι στο διήγημα του Μακρυνού διαβάζουμε συνταγές για σάλτσα χωρίς λάδι.

Ευχαριστώ τη φίλη Σουμέλα για την πληκτρολόγηση. Έχω μονοτονίσει το κείμενο και εκσυγχρονίσει την ορθογραφία.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ

Ο μοίραρχος, διοικητής του Ε’ Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών κ. Δούκας φόρεσε το μανδύα του  και το πηλήκιό του και, γυρίζοντας προς ένα νεαρό ενωμοτάρχη που στεκόταν όρθιος λίγο πιο πέρα του είπε:

-Λοιπόν, Μπίλυ, εγώ πηγαίνω. Δεν πιστεύω να ’χουμε απόψε τίποτε το εξαιρετικό. Εξ άλλου όπου να ’ναι θα ’ρθει ο αξιωματικός της υπηρεσίας. Η μπόρα, φαίνεται, τον έκανε ν ’αργήσει. Πάντως εγώ βασίζομαι σε σένα, Μπίλυ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αστυνομική λογοτεχνία, Αθησαύριστα, Περιοδικά | Με ετικέτα: , , , , | 133 Σχόλια »

Μια ώρα με τον κ. Κώστα Βάρναλη (συνέντευξη του 1932)

Posted by sarant στο 12 Ιουνίου, 2016

Το ιστολόγιο ασχολείται συχνά με τον ποιητή Κώστα Βάρναλη και ακόμα πιο συχνά με τον Γιώργο Κοτζιούλα. Στο σημερινό φιλολογικό άρθρο συνδυάζω αυτούς τους δυο αγαπημένους συγγραφείς, αφού παρουσιάζω μια φιλολογική τους συνάντηση, και συγκεκριμένα μια συνέντευξη που πήρε ο δεύτερος από τον πρώτο.

Το 1932 ο Γιώργος Κοτζιούλας δημοσίευσε στο περιοδικό Μπουκέτο τρεις συνεντεύξεις με φτασμένους λογοτέχνες:  τον Κωστή Παλαμά, τον Κώστα Βαρναλη και την ποιήτρια Αιμιλία Δάφνη, ενώ είχε προηγηθεί, τον Οκτώβριο του 1931, συνέντευξη με τον Λάμπρο Πορφύρα. Οι τρεις συνεντεύξεις του 1932 είχαν τον γενικό τίτλο «Φιλολογικές εκστρατείες» και καθώς δημοσιεύτηκαν με τακτική συχνότητα (κάθε δεκαπέντε μέρες) δίνεται η εντύπωση ότι ο Κοτζιούλας είχε σκοπό να συνεχίσει και με άλλες συνεντεύξεις: ωστόσο, λίγο αργότερα έπαθε νευρική κατάρρευση και γύρισε στο χωριό του, την Πλατανούσα για να αναρρώσει, ενώ τον ίδιο καιρό ήρθε και σε ρήξη με το επιτελείο του Μπουκέτου -ίσως γράψουμε άλλη φορά γι αυτό το θέμα. Έτσι, οι συνεντεύξεις αυτές διακόπηκαν.

Ο Κοτζιούλας ήταν 23 χρονών την εποχή εκείνη, φοιτητής της Φιλοσοφικής, και είχε αρχίσει να ακούγεται στα ελληνικά γράμματα, τόσο ως ποιητής (στις αρχές του 1932 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή, Εφήμερα) όσο και ως κριτικός (με τακτική συνεργασία σε διάφορα έντυπα). Ο Βάρναλης, από την άλλη, είχε τα διπλά χρόνια του Κοτζιούλα (και κάτι παραπάνω, ήταν 48) και βρισκόταν στο τέλος της δημιουργικής δεκαετίας του (όπως την ονόμασε, εκ των υστέρων βέβαια, ο Γιάννης Δάλλας), τη δεκαετία 1923-33 μέσα στην οποία δημοσίευσε τα περισσότερα μεγάλα έργα του που του χάρισαν την καταξίωση. Λίγο καιρό πριν παρθεί η συνέντευξη, ο Κοτζιούλας είχε δημοσιεύσει στο λογοτεχνικό περιοδικό Μελέτη-Κριτική μια ευνοϊκή αλλά και ουσιαστική κριτική για την Αληθινή απολογία του Σωκράτη του Βάρναλη. Επιπλέον, οι δυο τους ήταν και ομοϊδεάτες -αν και ο Κοτζιούλας δεν είχε δημόσια εκδηλωθεί για αριστερός.

Έχει ενδιαφέρον να αναδημοσιεύουμε σήμερα, 84 χρόνια μετά, μια συνέντευξη, ένα είδος που, εν πάση περιπτώσει, είναι μάλλον εφήμερο; Πιστεύω πως ναι και όχι μόνο για τους μελετητές, αφού ο Βάρναλης εξακολουθεί, και δίκαια, να διαβάζεται από ευρύ κοινό. Οπότε σκέφτηκα να την ψηφιοποιήσω για να είναι προσιτή -το Μπουκέτο υπάρχει βέβαια ονλάιν (έως το 1934) αλλά σε αρχεία pdf χωρίς δυνατότητα αναζήτησης.

Μεταφέρω σε μονοτονικό και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία.

kotzbarn

Μετά τον κ. Κωστή Παλαμά, το γενάρχη και το σχολάρχη, όπως τον ονόμασαν, των ποιη­τών μας, έρχεται σήμερα η σειρά του κ. Κώστα Βάρναλη, ποιητή όχι της τελευταίας ώρας (αυτοί συνηθίζουν να σβύνουνται με την ίδια ευκολία που επιβάλλονται), αλλά της πρωτοπορίας. Ο παραπάνω τίτλος, τόσο ζηλευτός και τιμητικός για την ανήσυχη κι αεικίνητη εποχή μας, αξίζει ολωσδιόλου δίκαια να του δοθεί, γιατί ο Βάρναλης δεν αντιπροσωπεύει και δεν πραγματοποιεί μονάχα μια απλή ποιη­τική αναζήτηση, από τις πολύ φυσικές και συ­νηθισμένες στην ιστορία της τέχνης, αλλά βρίσκεται επικεφαλής —στον τομέα βέβαια της ιδικής του ασχολίας— ενός κινήματος με γενικότερη σημασία και με απροσδιόριστα ακόμη αποτελέσματα. Γι’ αυτό και οι σημερινοί νέοι, οι φυσικοί σημαιοφόροι, και πρόμαχοι κάθε καινούργιας ιδέας, καλλιτεχνικής ή κοινωνικής, που δεν έπιασε ακόμη ρίζες μες στο χώμα, αναγνωρίζουν στον ποιητή του «Καλού πολίτη» τον αποκλειστικό ποιητή τους, μ’ ένα φανατισμό ολότελα νεανικό, φτάνοντας κάποτε ως την αδικία με το να μην παραδέχονται κανέναν άλλον επί γης. Οι «Μοιραίοι» του, που μες στους καπνούς και τις βρισιές της υπόγειας ταβέρνας κλαίνε την τύχη τους κι ανιστοράνε τις κακομοιριές των, έχουν γίνει ένα από τα δημοτικότερα ποιήματα της νέας γενεάς κι έχουν ανυψωθεί σε αληθινό σύμβολο, μολονότι, εδώ που το ’φερε ο λόγος, δεν πρόκειται παρά για ένα ποίημα με μέτρια τεχνική αξία, από τα παλιότερ’ άλλωστε του ποιητή.

kbmpoukΓια το Βάρναλη κυκλοφορεί η φήμη πως περνάει τον καιρό του στα κρασο­πουλειά, άμα δε ραχατεύει στον καφενέ της Δεξαμενής παίζοντας τάβλι, και πως σπάνια μπορείς να τον πετύχεις αλλού πουθενά. Όμως η διάδοσις αυτή, όπως κι όλες τους, είναι υπερβολική και μπορώ, νομίζω, να την διαψεύσω. Εγώ τουλάχιστο ομολογώ πως δεν εδυσκολεύτηκα καθόλου να τον ανταμώσω και πως κατόρθωσα να του πάρω τη συνέντευξη από την πρώτη στιγμή που τον είδα και τον εγνώρισα. Τον εβρήκα στο σπίτι του, ένα καθόλου πολυτελές ανώγειο της οδού Ζαλοκώστα, το μεσημέρι την ώρα που είχε στρωμένο το τραπέζι κι έτρωγε…  ντολμάδες. Ομοτράπεζός του ήταν η κυρία του, με το πατρικό ό­νομα Μοάτσου, που υπηρετεί στην Α­θήνα ως καθηγήτρια της γαλλικής και γράφει και η ίδια στίχους —έχει εκδώσει κιόλας μια συλλογή— ολότελα βέ­βαια διαφορετικούς από τους επαναστα­τικούς και υπέροχους του αντρός της.

Η ώρα ήταν ακατάλληλη φυσικά για τη δουλειά που πήγα εγώ —ο άνθρωπος πεινούσε κι ήθελε να φάει— αλλά ο ποιητής πρόθυμος κι ευγενικός, μου ’δωσε την άδεια ν’ αρχίσω. Κι έτσι μαζί με τις μπουκιές του… κατάπινε και τις ερωτήσεις μου.

— Θα σάς ρωτήσω ό,τι θυμηθώ και θα μου απαντήσετε όπως σας αρέσει. Θα σας ακούω και δε θα κρατώ ση­μειώσεις…

— Σύμφωνοι. Λέγετε!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Περιοδικά, Συνεντεύξεις, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , | 119 Σχόλια »

Ένας σουρεαλιστής από την Αμοργό;

Posted by sarant στο 29 Νοεμβρίου, 2015

Η Αμοργός έχει κερδίσει μια προνομιούχα θέση στη γεωγραφία του ελληνικού σουρεαλισμού αφού έτσι διάλεξε να τιτλοφορήσει την ποιητική του σύνθεση ο Νίκος Γκάτσος. Ωστόσο, ο Γκάτσος δεν καταγόταν από την Αμοργό (αλλά από την Ασέα της Αρκαδίας), οπότε δεν είναι αυτός ο σουρεαλιστής του τίτλου μας.

Εδώ που τα λέμε, ο Γεώργιος Εξαρχόπουλος, διότι γι΄αυτόν πρόκειται να μιλήσουμε σήμερα, δεν είναι καν σουρεαλιστής με την αυστηρή -ίσως και με καμία- έννοια του όρου, κι αν είναι θα είναι avant la lettre, που λένε κι οι Γάλλοι, μιας και ο ποιητής από την Αμοργό έδρασε και πέθανε πολύ πριν εμφανιστεί ο σουρεαλισμός σαν καλλιτεχνικό ρεύμα, πολύ πριν γεννηθεί ο Αντρέ Μπρετόν ή ακόμα και ο πατέρας του Μπρετόν. Να προειδοποιήσω πως οι περισσότεροι που έχουν ασχοληθεί μαζί του, σχεδόν όλοι, τον θεωρούν απλώς παλαβό, ψώνιο, έναν από τους τύπους της παλιάς Αθήνας στα χρόνια του Όθωνα.

Ο Εξαρχόπουλος γεννήθηκε στην Αμοργό γύρω στο 1780 -δεν έχω πρόχειρη εγκυκλοπαίδεια να κοιτάξω να δω αν αναφέρει το ακριβές έτος γεννήσεώς του, και μεταξύ μας δεν ξέρω καν αν έχει αξιωθεί να αποκτήσει λήμμα σε εγκυκλοπαίδεια: αν ήταν να στοιχηματίσω, θα έλεγα πως όχι. Τη χρονολογία που δίνω τη συνάγω από το ότι στα 1803 τον βρίσκουμε ακόλουθο του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ηγεμόνα της Βλαχίας. Στα 1820 φαίνεται πως μυήθηκε στη Φιλικήν Εταιρία και είχε αξιόλογη δράση ως φιλικός. Όταν ξέσπασε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία πήρε μέρος στις μάχες του Σκουλενίου και του Δραγατσανίου, όπου τραυματίστηκε. Μετά, κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Διάβασα ότι έδωσε την περιουσία του για τον αγώνα. [Προσθήκη: Τα όσα ακολουθούν έχουν ένα σοβαρό λάθος. Όπως επισήμαναν αρκετοί σχολιαστές και τελικά επιβεβαίωσε πέρα από κάθε αμφιβολία φίλος που έχει σχέση με την Αμοργό, στο άρθρο συγχέονται δύο πρόσωπα με το ίδιο ονοματεπώνυμο. Ο αγωνιστής της Επανάστασης Γεώργιος Εξαρχόπουλος του Μάρκου και ο εκκεντρικός ποιητής Γεώργιος Εξαρχόπουλος του Ματθαίου. Ο αγωνιστής ζούσε ακόμα το 1848 αλλά είχε πεθάνει το 1865.]

Έζησε στην Αθήνα στα χρόνια του Όθωνα, και το 1842 εξέδωσε τη μοναδική ποιητική του συλλογή, που θα την παρουσιάσω εδώ σήμερα. Πέθανε στην Αμοργό, μετά το 1856 αλλά πότε ακριβώς δεν ξέρω. Κατά πάσα πιθανότητα, έγραψε και άλλα ποιήματα αλλά δεν ξέρω αν σώζονται. Δεν αποκλείεται κάποια από όσα αποδίδονται σε αυτόν να είναι φτιαχτά, όχι δικά του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 19ος αιώνας, Ποίηση, Σατιρικά, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 143 Σχόλια »

Ν. Λαπαθιώτη «Τα δεκατρία ντόμινα και άλλες ιστορίες»

Posted by sarant στο 6 Μαΐου, 2015

dekatriantominaΚυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες, από τις εκδόσεις “Ερατώ” και σε δική μου φιλολογική επιμέλεια, η συλλογή διηγημάτων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη “Τα δεκατρία ντόμινα και άλλες ιστορίες”. Το βιβλίο περιέχει 38 διηγήματα του Λαπαθιώτη, δημοσιευμένα από το 1930 και μετά, δηλαδή διηγήματα της ωριμότητας. Είναι ο τρίτος και (εκτός απροόπτου) τελευταίος τόμος με διηγήματα του Λαπαθιώτη. Θυμίζω ότι το 2012 είχα εκδώσει, πάλι από την Ερατώ, τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του Λαπαθιώτη, «Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες«, με 30 νεανικά διηγήματα γραμμένα μεταξύ του 1908 και του 1923, ενώ το 2013 ακολούθησε ο δεύτερος τόμος «Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες«, με 31 διηγήματα γραμμένα μεταξύ 1924 και 1929.

Τα περιεχόμενα του τρίτου τόμου και άλλα στοιχεία της έκδοσης μπορείτε να τα δείτε, από την παρουσίαση στο ηλεβιβλιοπωλείο της Πολιτείας, εδώ. Έτσι, συγκεντρώνονται συνολικά 99 διηγήματα του Λαπαθιώτη σε τρεις τόμους (ο πλήρης κατάλογος υπάρχει επίσης στο βιβλίο).

Πρέπει να πω ότι για μεγάλο διάστημα ήμουν αναποφάσιστος αν τα 38 ευρισκόμενα διηγήματα του Λαπαθιώτη, που απέμεναν μετά την έκδοση των δύο πρώτων τόμων, θα εκδίδονταν σε έναν ή σε δύο τόμους. Η λύση των δύο τόμων θα είχε το πλεονέκτημα ότι, αν τυχόν στο μεταξύ τους διάστημα έρχονταν στην επιφάνεια κι άλλα αθησαύριστα διηγήματα, θα μπορούσαν και αυτά να συμπεριληφθούν σε έναν τέταρτο τόμο. Ωστόσο, δεν υπήρχε κάποιο λογικό και βολικό σημείο τομής στο προς έκδοση υλικό, κι έτσι τελικά, σε συνεννόηση και με τον εκδότη, προτιμήθηκε να εκδοθεί ένας τόμος, έστω και κάπως ευμεγέθης (πιάνει 466 σελίδες!) αντί για δύο ισχνούς. Άμποτε να βρεθούν κι άλλα διηγήματα του Λαπαθιώτη που λανθάνουν, να προστεθεί τέταρτος τόμος.

(Θα ρωτήσετε ίσως: Υπάρχει πιθανότητα να βρεθούν και άλλα διηγήματα του Λαπαθιώτη; Αυτό είναι μάλλον βέβαιο. Καταρχάς, οι δικές μου έρευνες δεν ήταν δυνατόν να καλύψουν τα πάντα· ανάμεσα στ’ άλλα, δεν μπόρεσα να ερευνήσω στην ολότητά τους δύο πηγές που ήδη έχουν φανερωθεί γόνιμες, το περιοδικό Οικογένεια στα χρόνια 1931-33 και το κατοχικό Μπουκέτο (πουθενά δεν βρήκα πλήρη τα σώματά τους, μόνο ελλιπή). Επίσης, δεν αποκλείεται διηγήματα του Λαπαθιώτη να λανθάνουν σε άλλα έντυπα, ακόμα και σε εφημερίδες. Και τέλος, αν κάποτε ανοίξει ή αξιοποιηθεί το μυθικό αρχείο Λαπαθιώτη που βρίσκεται στην κατοχή των αδελφών Παπανδρέου, μπορούμε να περιμένουμε ότι θα έρθουν στο φως και άγνωστα διηγήματα).

Το βέβαιο είναι ότι, εβδομηνταένα χρόνια μετά την αυτοκτονία του, στις 8 Ιανουαρίου 1944 στο πατρικό του σπίτι, στη γωνία των οδών Οικονόμου και Κουντουριώτου, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης όχι μόνο δεν έχει λησμονηθεί, αλλά απροσδόκητα βρίσκεται όλο και περισσότερο στην επικαιρότητα. Λιγότερο απροσδόκητο είναι το ότι οι νεότερες εργασίες για τον Λαπαθιώτη αφορούν κυρίως το πεζό του έργο, το οποίο είχε μείνει στη σκιά του ποιητικού και μέχρι πρόσφατα παρέμενε ανέκδοτο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Λαπαθιώτης, Λογοτεχνία, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 71 Σχόλια »

Μια διαμαρτυρία και ένα ποίημα για τα γενέθλια του Ν. Λαπαθιώτη

Posted by sarant στο 31 Οκτωβρίου, 2014

Συμπληρώνονται σήμερα 126 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα (ή εκεί κοντά) συνηθίζω να δημοσιεύω κάτι σχετικό με τον Λαπαθιώτη, συνήθως κάποιο όχι πολύ γνωστό έργο του ή κάτι σχετικό με μια πτυχή της ζωής του.

Σήμερα θα σας παρουσιάσω κάτι σχετικό με την πολιτική δραστηριότητα του Λαπαθιώτη. Ο Λαπαθιώτης, θυμίζω, αν και γιος υψηλόβαθμου (αλλά και όχι αντιπροσωπευτικού) στρατιωτικού καριέρας, από νέος συμπαθούσε το σοσιαλιστικό κίνημα και αργότερα πλησίασε το κομμουνιστικό κόμμα. Τον βρίσκουμε να συνεισφέρει ένα σημαντικό ποσό σε έρανο του Ριζοσπάστη το 1920 και το 1921 να στέλνει στον Ριζοσπάστη θερμή επιστολή στην οποία δηλώνει «πιστός στρατιώτης του σκοπού». Το 1927 κάνει φιλοκομμουνιστικές δηλώσεις και ζητάει από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών να πάψει να λογίζεται μέλος του ποιμνίου της ορθοδοξίας, ενώ αργότερα υπογράφει κείμενα διαμαρτυρίας μαζί με άλλους λογοτέχνες για διάφορα θέματα, καταθέτει μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη των φαντάρων του Καλπακιού και στέλνει μια συνεργασία στο αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», το «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου», το μοναδικό λογοτεχνικό του κείμενο που έχει πολιτικό χαρακτήρα.

Βέβαια, αυτή η συνοδοιπορία του δεν τον οδήγησε σε στενότερη ένταξη, έμεινε ως το τέλος συμπαθών. Ως το τέλος όμως, αν πιστέψουμε τη μαρτυρία του Κώστα Χριστοδούλου στον Τάσο Βουρνά, ότι λίγο καιρό πριν αυτοκτονήσει ήρθε σε επαφή με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής των Εξαρχείων και τους παρέδωσε τα όπλα του στρατηγού πατέρα του.

Σήμερα θα παρουσιάσω ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο γιατί είναι το πρώτο κείμενο πολιτικής διαμαρτυρίας που έχουμε βρει να υπογράφει ο Λαπαθιώτης. Το κείμενο, που αρχικά δημοσιεύτηκε το 1925 στον Ριζοσπάστη, δεν έχει γίνει, απ’ όσο ξέρω, ευρύτερα γνωστό, αν και το συμπεριέλαβε ο Γιώργης Πικρός το 1978 σε μια συλλογή δημοσιευμάτων από τον προπολεμικό Ριζοσπάστη.

Όπως είπα, πρόκειται για διαμαρτυρία. Αλλά πρώτα να δούμε το πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Βρισκόμαστε στις αρχές Αυγούστου 1925. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος (ο παππούς του σημερινού απόμαχου πολιτικού) έχει αναλάβει πρωθυπουργός αλλά ακόμα δεν έχει προχωρήσει σε ανοιχτή δικτατορία -η Βουλή λειτουργεί. Ωστόσο έχει αρχίσει η περιστολή των ελευθεριών, μετά τη δημοσίευση του λεγόμενου «κατοχυρωτικού νόμου» του πολιτεύματος. Στα τέλη Ιουλίου, δώδεκα στελέχη του ΚΚΕ, ανάμεσα στους οποίους ο Παντελής Πουλιόπουλος, γραμματέας του κόμματος, ο Σεραφείμ Μάξιμος και ο Τάκης Φίτσος, συλλαμβάνονται και κλείνονται στις φυλακές Παραπηγμάτων για να παραπεμφθούν στο στρατοδικείο, και όντας προφυλακισμένοι πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού και κακοποίησης από τους στρατιωτικούς που τους επιτηρούν. Ταυτόχρονα, παραπέμπεται σε δίκη ο Ριζοσπάστης για παραβίαση του «κατοχυρωτικού». Στις 1 Αυγούστου το βράδυ απαγορεύεται την τελευταία στιγμή η παράσταση του θεατρικού έργου του Ρομέν Ρολάν «Θα ρθει καιρός» (Le temps viendra) που δινόταν από θίασο φιλικά προσκείμενο στο ΚΚΕ, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τη Διεθνή Εργατική Βοήθεια.

Στις 3 Αυγούστου ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει την εξής «διαμαρτυρία νέων λογίων» (διατηρώ την ορθογραφία αλλά μονοτονίζω):

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Κομμουνιστικό κίνημα, Λαπαθιώτης, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , | 43 Σχόλια »