Ο Στρατής Μυριβήλης, γεννημένος το 1890 στη Συκαμιά της Λέσβου, στρατεύθηκε εθελοντής το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους και στη συνέχεια στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Από τις πολεμικές εμπειρίες του εμπνεύστηκε το αριστούργημά του, τη Ζωή εν τάφω, που χωρίς υπερβολή τον τοποθετεί ανάμεσα στους κορυφαίους αντιμιλιταριστές λογοτέχνες της Ευρώπης. Έχει γράψει όμως και άλλα πολεμικά (ή αντιπολεμικά) έργα, ανάμεσα στα οποία και το Λουλούδι της φωτιάς, που θα μας απασχολήσει σ’ αυτό το σημείωμα.
Γιατί το αποκαλώ διπλό διήγημα; Γιατί έχει δημοσιευτεί δυο φορές, με άλλο τίτλο την πρώτη φορά, και με αρκετές διαφορές ανάμεσά τους. Για όσους βιάζονται, να πω ότι η δεύτερη μορφή του διηγήματος είναι εκτενέστερη κατά 60%. Προσθέτει εκτενή εισαγωγή κι επίλογο, έχει κάποιες δευτερεύουσες διαφορές σε σχέση με την πρώτη, δεν παραλείπει τις ωμές περιγραφές και τα φονικά, αλλά ενώ στην πρώτη μορφή οι φαντάροι βιάζουν τις κοπέλες, στη δεύτερη μορφή η εμφάνιση ενός λοχαγού αποτρέπει την ατίμωση.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το 1928 ο Μυριβήλης εκδίδει, στη Μυτιλήνη, τη συλλογή «Διηγήματα». Η συλλογή έχει πέντε διηγήματα: Πόλεμος. Οι χωρατατζήδες. Θυσία στον ήλιο. Το Βγενάκι. Οι δυο κάλπηδες. Το πρώτο διήγημα, «Πόλεμος» είναι και το εκτενέστερο και το πιο δυνατό. Ύστερα από 24 χρόνια, το 1952, εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του Μυριβήλη «Το κόκκινο βιβλίο». Το πρώτο διήγημα του βιβλίου λέγεται «Το λουλούδι της φωτιάς». Είναι ο «Πόλεμος», σε ξαναδουλεμένη και επαυξημένη μορφή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μυριβήλης ξαναδουλεύει εκδομένο κείμενό του. Χαρακτηριστικά, η Ζωή εν τάφω στη σημερινή της οριστική μορφή, έχει υπερδιπλάσια έκταση από την αρχική (έκδοση Μυτιλήνης 1924). Κάποιοι Μυτιληνιοί λόγιοι λένε χαριτολογώντας ότι στις επόμενες εκδόσεις ο Μυριβήλης «πρόσθεσε δύο επίθετα μπροστά από κάθε ουσιαστικό» και γι’ αυτό αυξήθηκε η έκταση του έργου, αλλ’ αυτό είναι υπερβολή και ίσως άδικη. Έχουν προστεθεί πολλά εντελώς νέα κεφάλαια, είναι όμως αλήθεια ότι το έργο έχει γίνει φλύαρο σε κάποια σημεία. Τέλος πάντων, στην πρώτη μορφή η Ζωή εν τάφω είναι περισσότερο μια μαρτυρία, στην οριστική είναι λογοτέχνημα· αλλά το θέμα μας είναι ο Πόλεμος και πώς μετατράπηκε στο Λουλούδι της φωτιάς.
Για όσους θέλουν να διαβάσουν τα δυο διηγήματα, έχω ήδη ανεβάσει στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ και τον Πόλεμο και το Λουλούδι της φωτιάς, φυσικά χάρη στην πολύτιμη βοήθεια των φίλων που έκαναν την ψηφιοποίηση των κειμένων. Προχωράω τώρα σε αναλυτική σύγκριση.

Χαρακτικό του Ε. Σπυρίδωνος από την έκδοση της Εστίας ("Το κόκκινο βιβλίο", διήγημα Το λουλούδι της φωτιάς)
Και ξεκινάμε με σύντομη περίληψη της υπόθεσης του Πολέμου, δηλ. της πρώτης μορφής: Ο αφηγητής είναι εικοσάχρονος εθελοντής στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, στην 5η Μεραρχία. Δέχονται αιφνιδιαστική επίθεση από τον εχθρό και στην πανικόβλητη υποχώρησή τους περνάνε μέσα από τα Σταροχώρια. Οι χωριάτες επιτίθενται στους στρατιώτες, σκοτώνουν και βασανίζουν απάνθρωπα πολλούς. Όμως η 5η Μεραρχία ανασυντάσσεται, ανακαταλαμβάνει τα Σταροχώρια κι ο αρχιστράτηγος, ο γιος του Βασιλιά, διατάζει σκληρά αντίποινα: να εκτελεστούν όλοι οι ενήλικοι άντρες και να καούν τα χωριά. Η διμοιρία του αφηγητή εφαρμόζει τα αντίποινα. Φτάνουν σε ένα ξεμοναχιασμένο εξοχικό αρχοντόσπιτο, όπου βρίσκουν σε μια αποθήκη μια οικογένεια Τούρκων και μέσα στο σπίτι έναν επιβλητικό γέρο και, καλά κρυμμένες, τις δυο κόρες του. Ο γέρος Τούρκος παρακαλεί τους στρατιώτες να μη στείλουν τις κόρες του στο τζαμί, όπου πρέπει να συγκεντρωθούν τα γυναικόπαιδα, αλλά να περιμένουν να ξημερώσει. Περιμένοντας να ξημερώσει, οι δυο κοπέλες φιλοξενούν πλουσιοπάροχα τους καταπονημένους στρατιώτες, σερβίροντάς τους όλα τα καλά. Κάποια στιγμή, ένας εθελοντής φαντάρος από την Πόλη, πάει να βάλει χέρι σε μια κοπέλα, αλλά ο αφηγητής και ο φίλος του ο Μύρωνας τον εμποδίζουν. Όμως σε λίγο καταφθάνει στο σπίτι ο ανθυπασπιστής Τζουμέρκας και ο συσχετισμός των δυνάμεων αλλάζει: ο ανθυπασπιστής διατάζει τις κοπέλες να χορέψουν τσιφτετέλι, παρά τις αντιρρήσεις του αφηγητή και του Μύρωνα· ο εθελοντής από την Πόλη παίζει σ’ ένα αυτοσχέδιο ταμπούρλο τον σκοπό, οι φαντάροι δένουν τον γέρο πατέρα, οι κοπέλες θέλοντας και μη χορεύουν, και όταν πια οι ορμές έχουν ανάψει, σχεδόν αναπόφευκτα, ο ανθυπασπιστής παίρνει παράμερα τη μία κοπέλα και παραδίνει την άλλη να τη βιάσουν ομαδικά οι άλλοι φαντάροι. Την άλλη μέρα γίνεται η εκτέλεση των αντρών του χωριού· η τύχη το φέρνει και ο αφηγητής βρίσκεται στο απόσπασμα που εκτελεί τον γέρο πατέρα των κοριτσιών και η γαλάζια του ματιά μένει αποτυπωμένη στη μνήμη του για πάντα.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »