Την Κυριακή που μας πέρασε δημοσιεύτηκε στην Αυγή μια κριτική της φίλης γλωσσολόγου Μαριάννας Κατσογιάννου για το βιβλίο μου «Μύθοι και πλάνες για την ελληνική γλώσσα«.
Θα αναδημοσιεύσω εδώ την κριτική της -και επειδή η Μαριάννα κάνει λόγο για ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο του βιβλίου παίρνω την ευκαιρία να αναδημοσιεύσω και το κεφάλαιο αυτό από το βιβλίο μου, μια και στο ιστολόγιο δεν έχω ακόμα παρουσιάσει κανένα απόσπασμά του. Αν ψάξετε, μπορείτε να βρείτε ένα αρκετά παλιό άρθρο του ιστολογίου που χρησίμευσε ως βάση ή μάλλον ως έναυσμα για το κεφάλαιο.
Χωρίς άλλες εισαγωγές, η κριτική της Μαριάννας Κατσογιάννου:
Ο μπλόγκερ Νίκος Σαραντάκος δεν χρειάζεται συστάσεις. Το καινούργιο του βιβλίο, Μύθοι και πλάνες για την ελληνική́ γλώσσα, που κυκλοφόρησε τον Απρίλη από τις Εκδόσεις του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστήμιου, έχει ήδη σπάσει τα ταμεία -κάτι αναμενόμενο, αν σκεφτεί κανείς ότι τα θέματα που θίγει απασχολούν το ευρύ κοινό εδώ και πολλές δεκαετίες, χωρίς ποτέ να πάψουν να είναι επίκαιρα: τι έγινε άραγε σ’ εκείνη την περίφημη ψηφοφορία όπου τα ελληνικά, για μία μόνο ψήφο, έχασαν την ευκαιρία να γίνουν η επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ; Πώς ανακάλυψε ο Μπιλ Γκέιτς ότι η γλώσσα των υπολογιστών είναι τα αρχαία ελληνικά και βρέθηκε στην κορυφή της λίστας με τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου; Ποιες είναι οι σκοτεινές δυνάμεις που προσπαθούν να καταστρέψουν την ελληνική γλώσσα και ποια μέσα χρησιμοποιούν; Είναι δυνατόν σήμερα τα πρόβατα να μη βελάζουν πια όπως στην αρχαία Αθήνα;
Αντίθετα από τον μπλόγκερ, ίσως χρειάζεται να πούμε δυο λόγια για τον φιλόλογο Νίκο Σαραντάκο, γιατί αυτή του η ιδιότητα δεν είναι εξίσου γνωστή. Ο ίδιος είναι αρκετά σεμνός για να δηλώνει «απλός ερασιτέχνης μελετητής της γλώσσας», χωρίς να αναφέρει ότι, ανάμεσα στα άλλα, έχει και πτυχίο φιλολογίας από το Αγγλικό Τμήμα του ΕΚΠΑ, γεγονός που του δίνει και τυπικά το δικαίωμα να ασχολείται ενεργά με τους σύγχρονους αστικούς και εθνικούς μύθους που αφορούν τη γλώσσα. Σε συνδυασμό με την πολύχρονη εμπειρία του στις κάθε είδους γλωσσικές αναζητήσεις, η φιλολογική κατάρτιση αποτελεί το μεθοδολογικό εργαλείο που επιτρέπει στον Νίκο Σαραντάκο να ξεχωρίζει την αλήθεια μέσα σε ένα κυκεώνα συχνά αφελών, αλλά συχνότερα προπαγανδιστικών, μύθων και να μας την προσφέρει με τον τρόπο, χαλαρό και διασκεδαστικό, του μπλόγκερ, αλλά πάντα με σεβασμό στα πορίσματα της επιστήμης.
Η αξία του βιβλίου δεν βρίσκεται μόνο στην ανασκευή των μύθων αλλά και στον τρόπο μελέτης της κατασκευής τους: είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε πώς δημιουργούνται ορισμένες αντιλήψεις, ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος και ποια είναι η επίπλαστη απειλή που απευθύνεται στο φαντασιακό μας, στον υποσυνείδητο εκείνο κριτή που μας επιβάλλει τρόπους σκέψης και δράσης παρακάμπτοντας τη φωνή της λογικής. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 22, με τίτλο «Οι κεφτέδες είναι ελληνικοί;», εκτός από το ποια είναι η πραγματική και ποια η παρετυμολογική ιστορία της λέξης κεφτές, μαθαίνουμε και μερικά πιο σημαντικά πράγματα: πρώτον, πώς οι γλώσσες δανείζονται λέξεις από άλλες γλώσσες πριν τελικά τις υιοθετήσουν («αν σήμερα η αγγλική́ γλώσσα έχει το πλουσιότερο λεξιλόγιο, αυτό́ το οφείλει στο ότι δεν έπαψε να δανείζεται αφειδώς σε όλη την ιστορική́ της διαδρομή́, από́ όλες τις γλώσσες του κόσμου» γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας στη σ. 76) και, δεύτερον, ποια είναι η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο φαινόμενο του δανεισμού γενικά και στα δάνεια που μας έρχονται από την τουρκική ειδικότερα. Και ασφαλώς, όπως επιβάλλουν οι αρχές της επιστημονικής έρευνας, το βιβλίο συνοδεύεται από μία βασική βιβλιογραφία, για να μπορεί ο καθένας να ελέγξει ή να μελετήσει σε βάθος τις πηγές κάθε πληροφορίας. Για πιο εύκολη πρόσβαση, σε αρκετά σημεία βρίσκουμε διαδικτυακές παραπομπές, αλλά και βιβλιογραφικές προτάσεις κατάλληλες γι’ αυτούς που θέλουν να εμβαθύνουν σε συγκεκριμένα θέματα, π.χ. στην προφορά των αρχαίων ελληνικών.
Το μόνο μειονέκτημα που θα εύρισκα στο Μύθοι και πλάνες για την ελληνική́ γλώσσα είναι ο περιορισμός του μεγέθους, που δυστυχώς προκύπτει από την αρχή δημιουργίας της σειράς: ο γενικός τίτλος είναι 96 plus (με το 96 να σημαίνει τον αριθμό των σελίδων), σύμφωνα με το πρότυπο της παλιάς, αλλά αξεπέραστης γαλλικής σειράς Que sais-je του οίκου PUF (Presses universitaires de France). Στόχος είναι η εκλαϊκευμένη παρουσίαση μίας πολύ μεγάλης ποικιλίας θεμάτων με τρόπο απλό, κατανοητό και, κυρίως, έγκυρο. Αλλά η γραφή του Νίκου Σαραντάκου είναι τόσο ζωντανή, τόσο στρωτή και αβίαστη, που ο αναγνώστης δυσκολεύεται όχι να διαβάσει το βιβλίο αλλά να το αφήσει από τα χέρια του: όταν τελειώνουν οι 96 σελίδες το μόνο που θέλουμε είναι να διαβάσουμε μερικές ακόμα.
Όταν κανείς γράφει μία τέτοια κριτική είναι έτοιμος να δεχτεί και τον αντίλογο. Σίγουρα θα βρεθούν οι καλοθελητές που θα σκεφτούν ότι ο ενθουσιασμός μου μπορεί να οφείλεται στη γνωριμία μου με το συγγραφέα ή στη σχέση μου με τον εκδοτικό οίκο, όπου θα κυκλοφορήσει το βιβλίο που γράφω με τη συνάδελφο Άννα Βακαλοπούλου. Θα τους απογοητεύσω όμως, η αλήθεια είναι πιο πικρή: αποφάσισα να εντάξω το Μύθοι και πλάνες για την ελληνική́ γλώσσα στη βιβλιογραφία του μαθήματος περί γλωσσικής μυθολογίας που διδάσκω στο Πανεπιστήμιο. Γιατί, ναι, η θεματολογία του αφορά το σύνολο των μορφωμένων ανθρώπων και, ναι, εκεί στην Κύπρο διδάσκουμε και μαθήματα γενικής κουλτούρας, έξω από τα κύρια αντικείμενα που σπουδάζουν οι φοιτητές μας, για να τους βοηθήσουμε να απαλλαγούν από ορισμένες διαδεδομένες προκαταλήψεις και να αναπτύξουν κριτική σκέψη. Η εκτίμησή μου για τον μπλόγκερ φιλόλογο Νίκο Σαραντάκο προκύπτει, ανάμεσα σε άλλα, από τη βοήθεια που μας δίνει στη μάχη αυτή και το βιβλίο που μόλις εκδόθηκε έχει ήδη βρει τη θέση του στο οπλοστάσιό μας.
Η Μαριάννα Κατσογιάννου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
Και στη συνέχεια το κεφάλαιο «Οι κεφτέδες είναι ελληνικοί;» από το βιβλίο «Μύθοι και πλάνες για την ελληνική γλώσσα». Χρησιμοποιώ το δικό μου κείμενο οπότε μπορεί να υπάρχουν κάποιες (αμελητέες) διαφορές από το τυπωμένο.
(Φυσικά, αν έγραφα στο ιστολόγιο, το άρθρο θα είχε ίσως και τριπλάσια έκταση. Όμως στο βιβλίο δεν έπρεπε να ξεπεραστούν οι 96 σελίδες οπότε το κείμενο αναγκαστικά είναι πολύ πιο συνοπτικό).
Οι κεφτέδες είναι ελληνικοί;
Μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της νέας ελληνικής απαρτίζεται από δάνεια. Πολλοί θεωρούν ότι το να δανείζεται μια γλώσσα είναι δείγμα αδυναμίας ή ότι τα δάνεια συνιστούν «παραφθορά και διαφθορά» της γλώσσας ή «γλωσσική υποδούλωση». (1)
Ωστόσο, όλες οι γλώσσες δανείζονται. Η αρχαία ελληνική, τον καιρό της ακμής της, δεν δίσταζε να δανείζεται λέξεις όπως «αρραβών», «χιτών», «σινδών» (σημιτικά δάνεια) ή «αγγαρεία», «παράδεισος», «παρασάγγης» (περσικά δάνεια). Στα βυζαντινά χρόνια, τα λατινικά δάνεια ήταν πάμπολλα, όπως μαρτυράει μια τυχαία σύντομη φράση από κείμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (από το Περί της βασιλείου τάξεως): «τῷ δὲ δομεστίκῳ τῶν ἐξσκουβίτων ὑποτέτακται εἴδη ἀξιωμάτων θʹ, οἷον τοποτηρηταί, χαρτουλάριοι, σκρίβονες, πρωτομανδάτορες, δρακονάριοι, σκευοφόροι, σιγνοφόροι, σινάτορες καὶ μανδάτορες» (με πλάγιους χαρακτήρες οι λέξεις που είναι λατινικά δάνεια ή αντιδάνεια, εξ ολοκλήρου ή κατά το ήμισυ). Κι αν σήμερα η αγγλική γλώσσα έχει το πλουσιότερο λεξιλόγιο, αυτό το οφείλει στο ότι δεν έπαψε να δανείζεται αφειδώς σε όλη την ιστορική της διαδρομή, από όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Σε γενικές γραμμές, σήμερα λίγοι ενοχλούνται από τα ιταλικά, τα λατινικά ή τα γαλλικά δάνεια. Κάπως περισσότεροι δυσφορούν με τη συρροή αγγλικών λέξεων, ιδίως νεολογισμών. Ωστόσο, οποτεδήποτε γίνει λόγος για τα τουρκικά δάνεια της ελληνικής γλώσσας, π.χ. με την ανάρτηση καταλόγου δάνειων λέξεων, είναι παρατηρημένο πως εκφράζονται έντονες αντιδράσεις από πολλούς σχολιαστές και ότι πολλοί επιχειρούν να αρνηθούν πως οι λέξεις αυτές έχουν τουρκική προέλευση. Κάποιοι επισημαίνουν ότι η απώτερη προέλευση των λέξεων δεν είναι τουρκική αλλά αραβική ή περσική, το οποίο πολλές φορές είναι ακριβές, αν και η γλωσσολογία συνήθως εξετάζει την άμεση και όχι την απώτερη προέλευση του δανείου.
Ωστόσο, οι περισσότεροι επιχειρούν να βρουν κάποια ελληνική απώτερη ετυμολογία της τουρκικής λέξης, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αποκαταστήσουν την καθαρότητα της γλώσσας μας. Και ενώ πράγματι υπάρχουν κάποια ελληνοτουρκικά αντιδάνεια (2), είναι γεγονός αναντίρρητο πως τα περισσότερα τουρκικά δάνεια της ελληνικής δεν είναι αντιδάνεια, δηλαδή δεν έχουν απώτερη ελληνική αρχή.
Το 1975 ο λόγιος Γιάκωβος Διζικιρίκης, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, εξέδωσε το βιβλίο Να ξετουρκέψουμε τη γλώσσα μας, στο οποίο παραθέτει προτάσεις, εντελώς ουτοπικές αλλά όχι χωρίς εξυπνάδα και γλωσσολογική συγκρότηση, για τον «εξελληνισμό» των τουρκικών δανείων της ελληνικής. Για παράδειγμα, προτείνει τους κεφτέδες να τους πούμε «λιανιστούδια» αφού παρασκευάζονται από λιανιστό κρέας.
Οι σημερινοί τουρκοφάγοι του Διαδικτύου, πάντως, απλώς βαφτίζουν ελληνικές τις τουρκογενείς λέξεις, εφαρμόζοντας δημιουργική εθνωφελή «ετυμολογία». Έτσι, παράγουν τον αγά από το «άγω», το κέφι από την «κεφαλή», τον μουσαφίρη από το «μέσα φέρω», τα ζαμάνια από το «ζα» (ένδειξη πληθώρας) και «μανός» (αραιός), το σιχτίρ από το… «σε οικτίρω» και άλλα ευφάνταστα. Η Α. Τζιροπούλου υιοθετεί την άποψη ότι το χατίρι ετυμολογείται από το… «ήτορ», ενώ ένας φιλόλογος βρήκε ελληνική ετυμολογία για το μεράκι από το «ίμερος», που έδωσε τάχα το υποκοριστικό «ιμεράκιον».
Δεν είναι βέβαια εφικτό να ανασκευάσει κανείς όλες αυτές τις ευφάνταστες ετυμολογίες, οπότε θα περιοριστούμε να ανασκευάσουμε μία μόνο τέτοια ελληνοπρεπή ετυμολόγηση, καθώς η λογική της ανασκευής ισχύει και για πολλές άλλες περιπτώσεις.
Σύμφωνα με όλα τα λεξικά, η λέξη «κεφτές» είναι δάνειο από τα τουρκικά, köfte. Ωστόσο, μια ευρέως διαδεδομένη άποψη θέλει τη λέξη να είναι ακραιφνώς ελληνική. Το είχε υποστηρίξει και ο εθνικός μας μάγειρας Ηλίας Μαμαλάκης σε μια εκπομπή του, ότι οι κεφτέδες είναι το βυζαντινό «σύγκοπτον», ενώ άλλοι προτείνουν ως αρχή το ελληνικό «κοπτόν».
Καταρχάς, δεν υπάρχουν στα σώματα κειμένων της αρχαίας και μεσαιωνικής γραμματείας αυτές οι λέξεις με τη σημασία αυτή. Υπάρχουν τύποι όπως «κοπτόν», αλλά αναφέρονται σε φαρμακευτικά παρασκευάσματα.
Θα μπορούσε, βέβαια, η λέξη να υπήρξε και να μην έχει καταγραφεί. Αυτό δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε. Όμως, το πρόβλημα είναι ότι η τουρκική λέξη προέρχεται από τα περσικά και στα περσικά το kufteh έχει πειστική ετυμολόγηση εσωτερική στην περσική γλώσσα (δηλαδή, εξηγείται ικανοποιητικά χωρίς ανάγκη δανεισμού από άλλη γλώσσα). Όπως λένε τα λεξικά, στα περσικά το ρήμα کوفتن (kuftan) σημαίνει «κοπανάω» ή «αλέθω». Κρέας δηλαδή κοπανιστό ή αλεσμένο. Έπειτα, αν δούμε γεωγραφικά την εξάπλωση των ομόρριζων λέξεων, βλέπουμε ότι εδέσματα παρόμοια με τους κεφτέδες και που ονομάζονται «κάπως» σαν τους κεφτέδες υπάρχουν από τις βαλκανικές χώρες μέχρι πέρα από την Ινδία: ćufta στα σέρβικα και κροάτικα, kyufta στα αρμένικα, kufta στο Μπαγκλαντές, kοfta στο Πακιστάν. Θέλω να πω, και γεωγραφικά να το δούμε, η περσική αρχή φαίνεται πολύ λογικότερη.
Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν υπάρχει σήμερα κανένα σοβαρό λεξικό, κανείς σοβαρός μελετητής που να δέχεται καταγωγή της λ. «κεφτές» από το (ανύπαρκτο) «σύγκοπτον» ή από το «κοπτόν».
Όσο για τις άλλες πορτοκάλειες ετυμολογήσεις, δεν μας παίρνει ο χώρος για να τις ανασκευάσουμε εδώ. Παραπέμπουμε τον αναγνώστη σε ένα καλό ετυμολογικό λεξικό (το Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη είναι το καλύτερο) ή ακόμα και στις συνοπτικές ετυμολογικές πληροφορίες του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής το οποίο είναι διαθέσιμο δωρεάν στον ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (βλ. bit.do/lkn-tr).
Ως προς το γενικότερο πρόβλημα της στάσης απέναντι στα δάνεια, όσοι έχουν ειδικό ενδιαφέρον αξίζει να κοιτάξουν τη νεανική μελέτη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Ξενηλασία ή ισοτέλεια; Μελέτη περί των ξένων λέξεων της νέας ελληνικής (1905), στον πρώτο τόμο των Απάντων του, διαθέσιμη στο διαδίκτυο (βλ. bit.do/tr-xen).
(1) Για το φαινόμενο του δανεισμού και τα σχετικά ιδεολογήματα, βλ.: Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, «Ιδεολογήματα και δανεισμός», στο Γ. Χάρης, Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα, ό.π., σ. 63.
(2) Για παράδειγμα, το τεφτέρι (< τουρκ. tefter, που ανάγεται στη «διφθέρα») ή το μπαρούτι (< τουρκ. barut, που ανάγεται στη λέξη «πυρίτις»).