Οι περισσότεροι θα έχετε ακούσει κάτι για τις δυο ομιλίες του Ξενοφώντα Ζολώτα στις οποίες μίλησε αγγλικά χρησιμοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά λέξεις ελληνικής προέλευσης. Ίσως να μην τις θυμάστε, ίσως να μην ξέρετε πότε τις εκφώνησε, αλλά θα τις έχετε σίγουρα ακουστά.
Για ένα γλωσσικό ιστολόγιο, θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη να μην έχουμε ασχοληθεί με τις ομιλίες αυτές. Φυσικά, έχουμε βάλει σχετικό άρθρο, και μάλιστα πριν από εννιά χρόνια. Τα παλιά άρθρα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον συνηθίζω να τα αναδημοσιεύω, αλλά αυτό ειδικά δεν το έχω ξαναβάλει. Σήμερα θα επισκεφτούμε ξανά το ίδιο θέμα αλλά από μιαν άλλη σκοπιά.
Οι δυο ομιλίες του Ζολώτα, έτσι κι αλλιώς, επανέρχονται συχνά στην (καφενειακή) συζήτηση περί τα γλωσσικά. Όχι για να επαινεθεί ο οίστρος ενός κοφτερού μυαλού, που διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να ξυπνήσει τα φιλελληνικά αισθήματα των ισχυρών της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά, δυστυχώς, για να υποστηριχτούν αντιεπιστημονικές αγλωσσολόγητες θέσεις για την ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας. Πολύ πρόσφατα, σε ένα εντυπωσιακά βλακώδες άρθρο του in.gr διαβάσαμε μάλιστα για τη «μαγική ομιλία» του Ζολώτα.
Αν και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο χαρακτηρισμός «μαγική» δεν είναι και τόσο άστοχος, αφού εκφράζει σωστά τη σχέση των περισσότερων ελληνοβαρεμένων με την ελληνική γλώσσα γενικά και με την ομιλία αυτή ειδικότερα. Θεωρούν τα αρχαία ελληνικά σαν είδος ξόρκι, όπως οι παλιοί Ποσειδωνιάτες, και ανοίγουν διάπλατα το στόμα και στην παραμικρή αρχαιοελληνικούρα, όσο ασύνταχτη ή ακατανόητη κι αν είναι.
Με την ομιλία Ζολώτα, η μαγεία πιάνει και για τα ελληνογενή αγγλικά. Πολύ χαρακτηριστικά, από το κείμενο της δεύτερης ομιλίας που διακινούν οι διάφοροι ελληνοβαρεμένοι λείπουν μια καίρια λέξη και μάλιστα στην αρχή.
Πράγματι, στο παραπάνω ανόητο άρθρο του in.gr όπως και σε πολλούς άλλους ιστότοπους θα βρείτε τη φράση: ….that we should agonize the Scylla of numismatic plethora and the Charybdis of economic anaemia.
Αυτό δεν βγάζει νόημα, βέβαια. Λείπει μια λέξη: …that we should agonize between the Scylla of numismatic plethora and the Charybdis of economic anaemia.
Aυτή την έλλειψη του κειμένου τόσον καιρό κανείς δεν την έχει πάρει χαμπάρι -και δεν την έχει πάρει χαμπάρι διότι όσοι το διάβασαν δεν προσδοκούσαν να βγάλουν νόημα αλλά αρκούνταν στο να νανουρίζονται ακούγοντας λέξεις που μοιάζουν αρχαίες ελληνικές.
Οι ομιλίες Ζολώτα είναι γραμμένες με αγγλικές λέξεις αλλά πολύ αμφιβάλλω αν είναι κατανοητές από μη ελληνομαθείς Άγγλους φυσικούς ομιλητές. Ο λόγος είναι ότι, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του, δηλ. να χρησιμοποιήσει μόνο λέξεις ελληνικής προέλευσης με εξαίρεση ορισμένα άρθρα, συνδέσμους, επιρρήματα και βοηθητικά ρήματα, ο Ζολώτας αναγκάστηκε να ρίξει τα δίχτυα του στα πολύ βαθιά νερά της αγγλικής γλώσσας -και θα ξέρετε βέβαια ότι στις αβύσσους κατοικούν όντα που μας φαίνονται τερατόμορφα.
Για να το δούμε αυτό, ας πάρουμε την πρώτη-πρώτη ημιπερίοδο της πρώτης ομιλίας:
Kyrie, I eulogize the archons of the Panethnic Numismatic Thesaurus and the Ecumenical Trapeza
To Kyrie είναι σύντομη μορφή του Kyrie eleison και χρησιμοποιείται μόνο σε εκκλησιαστικά συμφραζόμενα για ένα κομμάτι της θείας λειτουργίας. Η λέξη archon χρησιμοποιείται κυρίως για τους επώνυμους άρχοντες της αρχαίας Αθήνας. Η λέξη panethnic που υποτίθεται ότι σημαίνει International δεν υπάρχει στο OED, το μεγαλύτερο λεξικό της αγγλικής γλώσσας -και δεν είναι σημασιολογικά διαφανής για έναν Αγγλοσάξονα. Το numismatic υπάρχει βέβαια, αλλά αναφέρεται κυρίως στη συλλογή νομισμάτων σαν χόμπι και όχι στη νομισματική πολιτική. Η βασική σημασία της λέξης thesaurus είναι στη λεξικογραφία για ένα ειδικό είδος λεξικού όπου τα λήμματα ομαδοποιούνται κατά θεματικές ενότητες, σαν το Roget’s Thesaurus ενώ στην πληροφορική σημαίνει μια ιεραρχημένη λίστα από λέξεις-κλειδιά. Ο μορφωμένος Βρετανός μόνο αυτές τις σημασίες ξέρει, αν τις ξέρει. Σε καμιά περίπτωση δεν χρησιμοποιείται η λέξη για χρήματα και ταμεία. Τέλος, η λέξη Trapeza δεν υπάρχει, ούτε αυτή, στο OED. Υπάρχει η λέξη trapeze, που όμως είναι η δοκός των ακροβατών με τα σκοινιά που κρέμεται από την οροφή του τσίρκου.
Επομένως, τις ομιλίες του Ζολώτα αξίζει να τις δούμε μόνο σαν παιχνίδι με τις λέξεις, αφού είναι κατανοητές μόνο από λίγους αγγλομαθείς Έλληνες.
Αν τα κείμενα του Ζολώτα τα δούμε σαν γλωσσική άσκηση, είναι απολαυστικά· αν θελήσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα, φοβάμαι πως θα πέσουμε έξω. Για να φέρω ένα αντιπαράδειγμα: εξαιρετική γλωσσική άσκηση από ένα πολύ κοφτερό μυαλό είναι τα κείμενα του Ζορζ Περέκ, ο οποίος κατάφερε (το θηρίο!) να γράψει κοτζάμ μυθιστόρημα εκατοντάδων σελίδων (La disparition) χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μία φορά το συχνότερο γράμμα της γαλλικής γλώσσας, το e! Μένουμε έκθαμβοι για το κατόρθωμα, αλλά τάχα στέκει να συμπεράνουμε απ’ αυτό πως το γράμμα e είναι περιττό στα γαλλικά;
Έπειτα, το όντως μεγάλο ποσοστό ελληνογενών λέξεων της αγγλικής γλώσσας είναι ελαφρώς παραπλανητικό με την έννοια ότι οι περισσότερες από τις λέξεις αυτές είναι σπάνιες. Με μια στατιστική που είχα κάνει, και που ίσως την παρουσιάσω κάποτε, καμιά από τις 100 συχνότερες λέξεις της αγγλικής γλώσσας δεν είναι ελληνικής αρχής. Αν πάμε στις 1000 συχνότερες, βρίσκουμε περί τις 48 ελληνογενείς λέξεις.
Κι έπειτα, υπάρχει και η αντίθετη όψη του νομίσματος· μπορεί η ελληνική να έχει μπολιάσει τις γλώσσες όλου του κόσμου (και ιδίως τις ευρωπαϊκές) με πλήθος λέξεις, έχει όμως κι αυτή μπολιαστεί με τη σειρά της, κάτι που καμιά φορά το ξεχνάμε. Διασκεδαστικό βρίσκω ένα εγχείρημα παρόμοιο με του Ζολώτα αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, από τον γνωστό συγγραφέα Νίκο Δήμου, που το ξεσηκώνω από το Ειρωνικό νεοελληνικό λεξικό του:
Έλληνας (ο από 3.000 ετών): Ο τυπικός Ρωμιός είναι λεβέντης, μερακλής, τσίφτης, ασίκης, χουβαρντάς, ντόμπρος, μάγκας, βλάμης, μπεσαλής και καπάτσος. Καμιά φορά τεμπέλης, το ρίχνει στο χουζούρι και στο ραχάτι – μαχμουρλής, στο ντιβάνι, κοιτάει το ταβάνι. Του αρέσει ο παράς, το μπαξίσι, το κέφι και το γλέντι. Άμα τον πιάσει ο σεβντάς ή ο νταλγκάς για καμιά νταρντάνα, γίνεται νταής (μπελάς, ο γρουσούζης!) και άμα τον χτυπήσει ντέρτι και σεκλέτι, γίνεται μπεκρής και τον πονάει ο ντουνιάς.
Όπως επισημαίνει ο Ν. Δήμου, όλα τα ουσιαστικά και τα επίθετα του κειμένου (εκτός από το «τυπικός» και το «καμιά φορά», προσθέτω εγώ) είναι ξένα δάνεια. Είκοσι πέντε τουρκικά, τρία αλβανικά, δύο ιταλικά και ένα σλαβικό.
Θα αντιτείνετε ίσως ότι στο κείμενο του Δήμου τα ρήματα είναι ελληνοπρεπή –και θα συμφωνήσω. Πράγματι, τα ελληνικά δεν έχουν δανειστεί πολλά ρήματα, πράγμα που εξηγείται από τη δομή της γλώσσας· ωστόσο, εύκολα μπορούμε να κάνουμε ακόμα πιο ξενικό το κείμενο, αλλάζοντας λογουχάρη το «του αρέσει» με το ιταλοφερμένο «γουστάρει», ή το «κοιτάζει» με το τουρκοφερμένο «χαζεύει» αν και για να αντικατασταθούν όλες οι αυτόχθονες λέξεις θα πρέπει μάλλον να ανατρέξουμε σε μικρασιατικά ή σε παλιά επτανησιακά ιδιώματα, όπου υπάρχουν άφθονα δάνεια ρήματα, από τα τουρκικά και τα ενετικά αντιστοίχως. Από την άλλη πλευρά, το κείμενο του Νίκου Δήμου είναι –θα συμφωνήσετε, πιστεύω– εντελώς κατανοητό από οποιονδήποτε Έλληνα το διαβάσει και όλες οι λέξεις που χρησιμοποιεί υπάρχουν στην κοινή χρήση και στα κοινά λεξικά, π.χ. στο ΛΚΝ.
Πρόσφατα, στην ομάδα Υπογλώσσια, ο Χρήστος Μασμανίδης, που έχει μάτι που κόβει και μεγάλο ενδιαφέρον για τη γλώσσα αν και δεν έχει κάνει ειδικές σπουδές, έφτιαξε ένα ακόμα εκτενέστερο κείμενο. Παρά τον τίτλο που δίνω στο άρθρο, δηλαδή Αντιζολώτας, πρέπει να πω ότι ο Χρ.Μ. δεν διεκδίκησε τέτοιες δάφνες, ούτε καν παρουσίασε το κείμενό του ως απάντηση στις ομιλίες Ζολώτα. Εγώ σκέφτηκα να βάλω τον τίτλο αυτό, και τον εννοώ αντίστροφα και όχι αντίθετα.
Το αντίστροφο λοιπόν λεκτικό παιχνίδι του Χρήστου Μασμανίδη:
Μιλώ …ελληνικά!
Έκανα μπάνιο, φόρεσα κάλτσες, παπούτσια, φόρμες και το σπορ μπουφάν.
Πήρα απ’ το ντουλάπι της κουζίνας το μπρίκι, έψησα καφέ και ήπια δυο τζούρες.
Σερφάρισα στο λάπτοπ και μετά σκούπισα τη μοκέτα κι έκανα φασίνα στο παρκέ. Άνοιξα την πόρτα κι έκανα και τις σκάλες.
Πήγα στον μανάβη και ψώνισα ντομάτες, πατάτες, μελιτζάνες και μπρόκολα, στο χασάπη μπριζόλες και κιμά. Είχε μποτιλιάρισμα. Από τα κορναρίσματα και τη φασαρία τα πήρα στο φουλ.
Γύρισα στο μαγαζί και σκούπισα το μπαρ και τα μπουκάλια στα ράφια, τα κάδρα και τα σποτάκια. Δυο τακίμια κουβέντιαζαν ενώ έξω σηκώθηκε μπουρίνι, οχτώ μποφώρ. Μάζεψα την τεντα. Σενιάρισα πολυθρόνες, σκαμπό, καρέκλες, ρεσώ, τασάκια και με Άζαξ εκανα τα τζάμια. Τότε αριβάρησε φουριόζα η γκόμενα του ενός από τ’ αλάνια και τον μπινελίκωσε: «Είσαι μπεκρής, μπερμπάντης και χαραμοφάης!» Έγινε σαματάς και τζερτζελές. Αυτή του έσκισε την μπλούζα κι αυτός της χαλασε το φερμουάρ απο το παντελόνι. Τότε εκείνη του έριξε μερικές με την τσάντα και καναδυό ομπρελιές. Στο φινάλε όμως καλμαρισαν και ήπιαν μπίρες.
Μετά ήρθε ένας μάστορας κι ένας ντεκορατέρ με ένα πλάνο για το ντιζάιν του μαγαζιού. Είχε γούστο το κόνσεπτ, αλλά τελικά μπλοκάρισα το πρότζεκτ επειδή ήταν μεγάλο το μπάτζετ.
Ο μάστορας μου εκανε κατι τζιριτζάντζουλες αλλά τον τουμπέκιασα και του’πα να αμπαλάρει πάλι τα κατσαβίδια, τις τανάλιες, τις πένσες, τα σκαρπέλα και τα ρέστα. Τα έβαλε στο βαλιτσάκι του και είπε αντίο.
Το μεσημέρι χλαπάκιασα ντολμαδάκια και ρούφηξα μια μποτίλια τσίπουρο.
Μετά έκανα ζάπινγκ στα κανάλια, στον καναπέ, και αφού μπούχτισα την έπεσα στο ντιβάνι με μια κουβέρτα.
Κοιμήθηκα λίγο. Μετά πήγα στο μπανιο και έκανα ντουζ. Σκουπίστηκα με την πετσέτα, έβαλα κρέμες και κολόνιες, φορεσα κουστούμι, γραβάτα, γιλέκο και μοντέρνα, στυλάτα μανικετόκουμπα.
Τράβηξα την κουρτίνα και βγήκα στο μπαλκόνι. Ακούμπησα στα κάγκελα και χάζευα τον δρόμο. Κιαλάρησα δυο τσούπες με δυο μάγκες στο σοκάκι που σουλατσάρανε στο καλντερίμι.
Πήγα στο ραντεβού στρεσαρισμένος. Πρώτα καφετέρια και μετά σινεμά.
Το νεο μου φλερτ είχε στυλ και χιούμορ με γουστόζικες ατάκες και φινέτσα. Μετά το σινεμά πήγαμε στο κλαμπ και ήπιαμε κονιακ καπνίζοντας εγώ πούρο κι εκείνη τσιγάρα. Είχε λιγο ντουμάνι αλλά τα ντεσιμπέλ με εξιτάρανε και ανεβήκαμε στην πίστα. Κάναμε σπέσιαλ φιγούρες σε ρυθμούς λάτιν.
Καταλήξαμε σ’ ενα μοτέλ. Ο μπαγάσας ο ρεσεψιονίστας μας μπάνιζε σαν ρουφιάνος. Ανεβηκαμε στη σουίτα με το ασανσέρ,
Εμεινα εγώ με το σλιπ και αυτή με το στριγκ. Έπαθα αμόκ, τα ‘σκισα και κάναμε σεξ.
Περίπου 400 λέξεις από τις οποίες όλα τα ουσιαστικά και τα περισσότερα επίθετα είναι ξένα δάνεια, όπως και λιγοστά ρήματα. Υπάρχουν μερικά αντιδάνεια, βέβαια, αλλά κι αυτά δάνεια είναι. Κάποιες λέξεις είναι της αργκό, αλλά καμιά δεν είναι πολύ δυσνόητη -ο Χρ.Μ. είχε κάπου «ζάντζες», που είναι ιδιωματικό της Δυτικής Ελλάδας, και το άλλαξα σε «τζιριτζάντζουλες». Πρόσθεσα επίσης κάμποσα δικά μου -ελπίζω να μην το παράκανα. Πάντως είναι αρκετά εύκολο να προσθέσουμε κι άλλα ξενόφερτα ουσιαστικά: φαγητά, σύνεργα και έπιπλα, είδη ένδυσης και υπόδησης.
Θα παραδεχτώ ότι το κείμενο του Μασμανίδη μιλάει για πεζά και ευτελή πράγματα της καθημερινότητας, ενώ του Ζολώτα κινείται στις υψηλές σφαίρες της οικονομίας.
Από την άλλη, το κείμενο του Μασμανίδη το καταλαβαίνουν σχεδόν όλοι οι ενήλικοι φυσικοί ομιλητές της ελληνικής -ενώ τις ομιλίες του Ζολώτα σχεδόν κανείς φυσικός ομιλητής της αγγλικής. Κάτι είναι κι αυτό.