Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Νίκος Καζαντζάκης’

Εσείς κουμουλώνετε στα Κούλουμα;

Posted by sarant στο 27 Φεβρουαρίου, 2023

Καθαροδευτέρα σήμερα, ή αλλιώς Κούλουμα, που το ιστολόγιο εύχεται να τα περάσετε ζεστά και όμορφα, με αγαπημένη παρέα και με άφθονο κρασί και μεζέδες. (Ο ιστολόγος δυστυχώς θα τα περάσει στα ξένα, επομένως ξενέρωτα). 

Θα επαναλάβω σήμερα ένα άρθρο που το είχα βάλει το 2015, το οποίο, μια και εδώ λεξιλογούμε, περιστρέφεται γύρω από δύο λέξεις, τη μία λόγω της ημέρας και την άλλη από σπόντα. 

Λόγω της ημέρας, για τα Κούλουμα. Από σπόντα, επειδή σε παλιότερο άρθρο είχα αναφέρει το ρήμα «γκουμουλώνω» ή «κουμουλώνω», που εμείς στην οικογένεια το χρησιμοποιούμε σαν σχετλιαστικό συνώνυμο του «τρώω», ιδίως όταν κανείς τρώει πολύ. Τη λέξη την έχω δυο-τρεις φορές χρησιμοποιήσει και στο ιστολόγιο, πχ κάποτε είχα γράψει:

Βέβαια, κάποιοι ξεπερνούν και τη χόρταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά: καταβροχθίζουν, χλαπακιάζουν, γουρουνιάζουν, σαβουρώνουν, γκουμουλώνουν, ντερλικώνουν, τρώνε τον αγλέουρα, τον αβλέμονα, τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα, την κάνουν ταράτσα.

(Λείπει από τον παραπάνω κατάλογο και το «φαρμακώνω» που το έλεγε η γιαγιά μου η Αιγινήτισσα).

Ωστόσο, η λέξη αυτή δεν υπάρχει στα μεγάλα λεξικά, αλλά και ελάχιστα γκουγκλίζεται, ενώ σε προηγούμενο άρθρο που σας είχα ρωτήσει δεν νομίζω να την ήξερε κανείς. Βρίσκω όμως το «κουμουλώνω» σε κάποια τοπικά γλωσσάρια, με τη σημασία «σωρεύω, μαζεύω πολλά πράγματα το ένα πάνω στο άλλο», και αλλού «γεμίζω δοχείο ξέχειλο», ενώ το έχει χρησιμοποιήσει και ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια. Κι έτσι δεν πρόκειται για οικογενειακή μας λέξη, αν και ανανεώνω το ερώτημα, αν εσείς ξέρετε τη λέξη «(γ)κουμουλώνω».

Βέβαια, η ετυμολογία της είναι προφανής: από το κούμουλο = σωρός, ιδίως σωρός από χώμα ή πέτρες, δάνειο από το λατινικό cumulus. H λέξη έχει μπει από τον Μεσαίωνα τουλάχιστον στη γλώσσα: ο Μανουήλ Μαλαξός περιγράφει, στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, τη σκηνή της αποπομπής ενός πρώην Πατριάρχη από το χριστεπώνυμον πλήθος:

καὶ ἔρρυπταν πέτραις ἀπὸ τῆς στράταις καὶ ἀπὸ τοὺς φόρους, καὶ ἔκαμναν κουμούλια μὲ ταῖς πέτραις, ἀναθεματίζοντες αὐτὸν…

Όσο για τα Κούλουμα, τα ενδιαφέροντα σημεία (πέρα από το τι κρασί θα πιούμε και με τι μεζέδες θα το συνοδέψουμε) είναι δύο, αφενός η εξάπλωση του όρου και αφετέρου η ετυμολογία του.

Πράγματι, στις προηγούμενες συζητήσεις πολλοί σχολιαστές επισήμαναν ότι στην παιδική τους ηλικία και στον τόπο καταγωγής τους η λέξη «Κούλουμα» ήταν άγνωστη και ότι την έμαθαν αργότερα, στην Αθήνα ή/και από την τηλεόραση. Φαίνεται ότι η λέξη δεν ήταν γνωστή στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ δεν θυμάμαι να την έλεγε κι η μυτιληνιά γιαγιά μου. Αλλού όμως ήταν γνωστή από παλιά, π.χ. στην Κέρκυρα και στην Κεφαλονιά, ή στο Γαλαξίδι, άρα δεν πρόκειται για αυστηρά αθηναϊκή λέξη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Εορταστικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , | 151 Σχόλια »

Ο ανήφορος του Νίκου Καζαντζάκη

Posted by sarant στο 27 Νοεμβρίου, 2022

Στις 26 Οκτωβρίου, ακριβώς 65 χρόνια μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα (που επανεκδίδουν το σύνολο του έργου του) το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο ανήφορος».

Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα, η έκδοση αυτή ασφαλώς αποτελεί σημαντικό εκδοτικό και φιλολογικό γεγονός.

Το μυθιστόρημα το έγραψε ο Καζαντζάκης το 1946, όταν έφυγε από την Ελλάδα για την Αγγλία, στον πρώτο σταθμό μιας αυτοεξορίας που έμελλε να κρατήσει ίσαμε τον θάνατό του, το 1957. Ένα κομμάτι («Ο θάνατος του παππού») το δημοσίευσε στη Νέα Εστία, τον Μάρτιο του 1947 (τχ 473) με αφιέρωση στην Τέα Ανεμογιάννη και με την υποσημείωση: Ένα κεφάλαιο από το τελευταίο βιβλίο που γράφτηκε στο Cambridje [sic], αλλά το υπόλοιπο έργο το άφησε ανέκδοτο.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιες σελίδες του τις χρησιμοποίησε στον Καπετάν Μιχάλη. Στο απόσπασμα που θα διαβάσετε πιο κάτω, ίσως θυμηθείτε τη σκηνή με τους τέσσερις τζουτζέδες του πατέρα του αφηγητή, που είμαι βέβαιος (αλλά δεν μπορώ να το ψάξω τώρα) πως υπάρχει  και στον Καπετάν Μιχάλη.

Ήρωες στο μυθιστόρημα είναι ο Κοσμάς, σαραντάχρονος συγγραφέας και προφανές  αλτερέγκο του Καζαντζάκη, και η Νοεμή, η Πολωνοεβραία γυναίκα του που έχει περάσει όλη τη φρίκη του πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Κρήτη αρχικά και στη συνέχεια την Αγγλία.

Ο εκδοτικός οίκος Διόπτρα έδωσε στο γεγονός τη σημασία που του αξίζει. Η έκδοση είναι καλαίσθητη και το κείμενο του μυθιστορήματος (αλλά όχι των προλόγων κτλ) είναι τυπωμένο σε ιδιαίτερη γραμματοσειρά, πολύ ευχάριστη στο μάτι. Αρκετές λέξεις εξηγούνται σε υποσημείωση, με μια πρωτοτυπία: δεν υπάρχει αστερίσκος ή άλλη ένδειξη στη λέξη που εξηγείται, αλλά στο κάτω μέρος της σελίδας υπάρχουν οι εξηγήσεις με διαφορετική γραμματοσειρά. Οι εξηγήσεις βασίζονται στο «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» του Β. Γεώργα, ένα πολύ αξιόλογο έργο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπ. Εκδόσεις Κρήτης και που φιλοδοξώ κάποτε να παρουσιάσω εδώ. Για να πάρετε μια ιδέα των λέξεων που εξηγούνται, στο τέλος του αποσπάσματος που θα παραθέσω βάζω όλες μαζί τις εξηγούμενες λέξεις -και σημειώνω και κάποιες παρατηρήσεις.

Αξιοδιάβαστο και χρήσιμο είναι και το Επίμετρο που το υπογράφουν, όπως και τον πρόλογο, ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη.

Γεννιέται το ερώτημα, αν προσθέτει κάτι ο Ανήφορος στο έργο του Καζαντζάκη που ξέρουμε (που ξέρουν, όσοι έχουν διαβάσει τα μεγάλα του έργα τουλάχιστον). Ενώ αναγνωρίζω πως είναι σημαντικό γεγονός φιλολογικά, δεν είμαι πεισμένος ότι στέκεται στο ύψος των γνωστών έργων του Καζαντζάκη σαν συνολικό εγχείρημα. Κι ο ίδιος άλλωστε το ίδιο φαίνεται να πίστευε, αφού πήρε σελίδες από το [αποτυχημένο; αποκηρυγμένο;] έργο του και τις ένταξε (σικ, ρε) στον Καπετάν Μιχάλη. Όμως η γνώμη μου αυτή είναι προσωρινή εντύπωση και μπορεί ν’ αλλάξει. Θα άξιζε επίσης να υπάρξει αντιπαραβολή με τον Καπετάν Μιχάλη, κάτι που δεν το κάνουν οι Μαθιουδάκης και Βασιλειάδη στο Επίμετρο, όπου πάντως αναφέρουν πολλά ενδιαφέροντα για την ιστορία του χειρογράφου και την αντιμετώπιση που είχε ως τώρα.

Θα παραθέσω λοιπόν εδώ τις πρώτες σελίδες από τον Ανήφορο (σελ. 29-43 του βιβλίου) και στο τέλος τις Λέξεις που εξηγούνται. Αν μου ξέφυγε κανένα λαθάκι από το Οσιάρ, διορθώστε με.

Πριν προχωρήσω, μια επισήμανση. Έχω βάλει με μαύρα τη λέξη «δυνάμες» (όλες του τις δυνάμες) διότι θεωρώ απίθανο να το έγραψε αυτό ο Καζαντζάκης, ή, ακόμα κι αν είναι έτσι στο χειρόγραφο που σώζεται, θα έπρεπε να το διορθώσουν οι επιμελητές. Ο Καζαντζάκης «δύναμες» και μόνο «δύναμες» έγραφε, όπως είναι ο παλιός δημοτικός-λαϊκός τύπος των δημοτικών τραγουδιών, του Σολωμού και του Βάρναλη, όχι «δυνάμεις» που είναι ο κανονικός τύπος της σημερινής κοινής νεοελληνικής, και οπωσδήποτε όχι το αλλόκοτο «δυνάμες». Οπότε, ένα μείον για την επιμέλεια της έκδοσης. Εχω  και μια μικρή επιφύλαξη για το απόσπασμα: Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ’λειπε, όπου λογικά θα περίμενα «ήταν γερός», αλλά και το «γέρος» στέκει. Όμως αυτά είναι παρωνυχίδες. Ο λόγος στο άγνωστο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη

Ο ανήφορος

Ι

Ξημέρωνε. Απόγειο αγεράκι φύσηξε κι η θάλασσα ανατρίχιασε ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τη στεριά κι ο Κοσμάς, όρθιος στην πλώρα, ανάσαινε βαθιά τον κόρφο της Πατρίδας. Βράχοι άγριοι σηκώνουνταν μπροστά του, κάπου κάπου δέντρα μαυρολογούσαν, μακριά οι βουνοκορφές ρόδιζαν. Πώς έφυγε, είκοσι τώρα χρόνια, νέος με χνουδάτα μάγουλα, με χνουδάτη ψυχή και πώς τώρα γύριζε! Στράφηκε’ μια κοπέλα δίπλα του, μικρή, χλωμή, κοίταζε κι αυτή, με μεγάλα μάτια γιομάτα τρομάρα.

— Η Κρήτη! της είπε, χαμογέλασε και της άγγιξε με τρυφε­ρότητα τον ώμο.

Η κοπέλα τινάχτηκε.

— Ναι, είπε’ και σώπασε.

— Εδώ θα ξεχάσεις, της είπε με σιγανή φωνή. Τούτη πια είναι η πατρίδα σου. Ξέχασε την άλλη…

Κι επειδή η κοπέλα σώπαινε:

–  Ξέχασε την άλλη… της ξανάπε με γλύκα.

– Ναι, Κοσμά… έκαμε η κοπέλα· και σώπασε πάλι.

Κι άξαφνα τον άρπαξε από το μπράτσο, τον έσφιξε ανήσυχη, σα να ‘θελε να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γαλήνεψε λίγο.

Η Κρήτη όλο και ζύγωνε με τα βουνά της, με τους ελαιώνες, με τ’ αμπέλια. Το Μεγάλο Κάστρο, πέρα, ασπρολογούσε μέσα στο πρωινό φως. Η μυρωδιά του θυμαριού πλήθαινε. Το φως είχε κατηφορίσει πια από τις κορυφές στις ποδιές του βουνού, έπιανε τώρα τις ρίζες του, χύνουνταν ήσυχα και πλημμύριζε τον κάμπο. Τα δέντρα άρχιζαν και ξεχώριζαν, κοκόρια ακούστηκαν, ο κόσμος ξυπνούσε.

Ο άντρας έσκυψε στην κοπέλα:

— Σε παρακαλώ, της είπε σιγά, τώρα που θα μπεις στο πατρικό μου σπίτι, βάστα την καρδιά σου, μην τρομάξεις. Σκέψου πως είμαι μαζί σου, πάντα. Η μητέρα μου είναι μια άγια γυναίκα, θα σε αγαπήσει· η αδερφή μου, πρέπει να ξέρεις…

Σώπασε· μάζεψε τα φρύδια με αγανάχτηση.

— Τι; είπε η κοπέλα και κοίταξε τον άντρα ανήσυχη.

—  Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ο γέρος τη φώναξε: «Δε θα δρασκελίσεις πια το κατώφλι της εξώπορτας», της είπε· «δε θα παρουσιαστείς πια μπροστά μου. Φεύγα!» Κι από τότε πια κλειδομανταλώθηκε σπίτι· κάθουνταν όλη μέρα, ύφαινε, κεντούσε, έκανε τα προυκιά της· όταν γύριζε ο γέρος το βράδυ, άκουγε πρώτη από μακριά το βήμα του κι έτρεχε στη μέσα κάμαρα να κρυφτεί. Όταν έγινε είκοσι χρονών είδε ψηλά από το παράθυρο ένα νέο που την κοίταζε. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Την άλλη το ίδιο. Τον αγάπησε… Ένα βράδυ, στα σκοτεινά, του έριξε ένα χαρτάκι: «Έλα, τα μεσάνυχτα’ θα ’μαι στην πόρτα».

Ο Κοσμάς σώπασε· η φλέβα ανάμεσα στα φρύδια του είχε φουσκώσει και χτυπούσε. Τινάχτηκε πάλι μέσα του, όλο αγριότητα, το μίσος, ο φόβος, η αγάπη για το γέρο. Χάθηκε η Κρήτη και διάνεψε μέσα στον αγέρα ο φοβερός ο ίσκιος.

— Σώπα, ψιθύρισε η κοπέλα· σώπα, δε θέλω να μου πεις.

—  Όχι, πρέπει. Τα μεσάνυχτα η αδερφή μου κατέβηκε, ξυπόλυτη, σιγά σιγά για να μην τρίξουν οι σκάλες… Μα ο γέρος αγρυπνούσε, την άκουσε, γλίστρησε ξοπίσω της, την ακολούθησε. Η κακόμοιρη η κοπέλα βγήκε στην αυλή και τη στιγμή που άπλωνε το χέρι ν’ ανοίξει την πόρτα, ο γέρος την άρπαξε από τα μαλλιά, κάρφωσε απάνω της τα νύχια του, την ανέβασε λιπόθυμη στην κάμαρά της, την πέταξε μέσα, την κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στη μέση του. Λέξη ο γέρος δεν ξεστόμισε· μα από τότε πια η αδερφή μου, δεκαπέντε χρόνια, δεν πρόβαλε το πρόσωπό της μήτε στην πόρτα μήτε στο παράθυρο· δεν μπορεί, μου λεν, να κοιμηθεί· κι όταν μονάχα ζυγώνουν τα μεσάνυχτα, ανοίγει το παραθύρι της, σκύβει, κι αν τύχει και περνάει κανένας στο δρόμο, του φωνάζει: «Κοντεύουν μεσά­νυχτα;» και κλείνει ευτύς, πάλι, το παράθυρο, με τρόμο.

Ο Κοσμάς σώπασε. Τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, η γλύκα της αδερφής, το γέλιο της, όταν ήταν μικρή… Σα να ’ταν ένα βαθύ μαύρο νερό κι έβλεπε μέσα.

—  Και τώρα; ρώτησε η κοπέλα. Τώρα που πέθανε ο γέρος…

Κάτι ήθελε να πει, μα η φωνή της κόπηκε.

—  Τώρα που πέθανε ο γέρος; Δεν ξέρω’ μα ναι πολύ αργά.

Έκαμε μερικά βήματα στο κατάστρωμα, επεστράτεψε πάλι,

όπως το συνήθιζε, όλες του τις δυνάμες, ησύχασε λίγο. Ξαναγύρισε στην κοπέλα.

— Σε παρακαλώ, της ξανάπε, μην τρομάξεις.

— Μα… έκαμε η κοπέλα.

Ο Κοσμάς άπλωσε το χέρι, σα να ’θελε να της φράξει το στόμα.

—  Όχι, όχι… είπε· δεν πέθανε. Θα δεις.

Κοίταζε ο Κοσμάς πίσω από το Μεγάλο Κάστρο, κατά νότου, το ξακουστό βουνό, το Γιούχτα – τεράστιο θεϊκό κεφάλι, ξαπλω­μένο ψηλά απάνω από τις ελιές και τ’ αμπέλια, με το τραχύ όλο ανήφορο μέτωπο, με την όρθια μύτη, με το φαρδύ κλεισμένο στόμα και τα γένια από βράχους και γκρεμούς που χιμούσαν και κατέβαιναν στον κάμπο. Κείτονταν ανάσκελα, σαν πεθα­μένος, μαρμαρωμένος θεός, γαλαζόμαυρος, κακοτράχαλος, αλαφριά ανασηκωμένος, σα να κοίταζε ακόμα και ν’ αφέντευε την Κρήτη.

«Δεν πέθανε ο γέρος», συλλογίστηκε ξαφνικά ο Κοσμάς, με

τα μάτια καρφωμένα στο ανησυχαστικό μπροστά του βουνό. «Όσο ζει και σαλεύει μέσα μου, δεν πέθανε, όσο ζω και τον συλλογιέμαι δε θα πεθάνει. Οι άλλοι θα τον ξεχάσουν, από μένα κρέμεται η ζωή του. Με κρατάει μα κι εγώ τον κρατώ…»

Ένιωθε τον κύρη στα σωθικά του να πιάνει, ν’ απλώνει ρίζες, να μη θέλει να ξεκολλήσει. Έτσι ήταν πάντα του. Άγριος, αμίλητος κι έκανε κατοχή. Τον θυμάται, μικρός, με τα μαύρα καραμπογιά γένια, με το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, βαρύς, λιγομίλητος κι είχε κάμει όρκο να μη γελάσει αν δε λευτε­ρωθεί η Κρήτη. Κι ένα βράδυ, θυμάται ο Κοσμάς, είχε έρθει βεγγέρα σπίτι τους ο θείος ο Δημητρός, ο αδερφός της μητέρας, πρόσχαρος, αγαθός, από άλλο χώμα καμωμένος. Είπε κάτι στην κουβέντα απάνω και γέλασε’ ο κύρης μάζεψε τα χοντρά του φρύδια και πια δε μίλησε. Κι όταν ο θειος έφυγε, στράφηκε κι είδε τον Κοσμά: «Δεν ντρέπεται», είπε, «γέλασε».

Δε μιλούσε, δε γελούσε, κοίταζε τους ανθρώπους και δεν τους ήθελε. Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ’λειπε· μα μέσα του ένιωθε βαριά κατασκέπαση, ακατανόητη πίκρα, ένα αχ! ανέβαινε στο λαιμό του και τον έπνιγε. Στέρνιαζε, στέρνιαζε τον πόνο ένα μήνα, δυο μήνες, έξι μήνες, μα πια ξεχείλιζε μέσα του, δεν μπορούσε πια να χωρέσει, πήγαινε να σπάσει η καρδιά του. Και τότε, κάθε έξι μήνες, μεθούσε. Τα μεθύσια αυτά τα θυμάται ακόμα ο Κοσμάς με τρόμο. Είχε τέσσερεις τζουτζέδες, φτωχούς ανθρώπους, που τους έδινε δανεικά όλο το χρόνο, για να τους έχει στην υποταγή του όταν τους ήθελε’ όταν, κάθε έξι μήνες, μεθούσε και του χρειάζουνταν. Καθένας τους είχε και μια χάρη – ο ένας χόρευε καλά, ο άλλος τραγουδούσε, ο άλλος έπαιζε λύρα κι ο τέταρτος έκανε χωρατάδες. Σαν έρχουνταν ο γραμμένος καιρός, ο κύρης έστελνε τον παραγιό στον καθένα και τους μηνούσε: «Χαιρετίσματα», λέει, «από τον καπετάν Μιχάλη, και να κλείσετε το μαγαζί και να κοπιάσετε σπίτι».

Τρόμος τους έπιανε. Έστελναν ανθρώπους, παρακαλούσαν τον κύρη αν ήταν μπορετό ν’ αναβάλει δυο τρεις μέρες, να ετοιμαστούν. Είχαν δουλειά, δεν την τέλειωσαν, η γυναίκα τους ήταν άρρωστη, είχαν να παν στο χωριό να τρυγήσουν. Τίποτα! Έστελνε ο γέρος πάλι τον παραγιό: «Να κοπιάστε, λέει, ευτύς!» Κλειούσαν λοιπόν τα μαγαζάκια τους οι κακόμοιροι κι έγραφαν σ’ ένα κομμάτι χαρτί και το κολνούσαν απόξω: «Θα λείψω οχτώ μέρες», γιατί τόσο βαστούσαν τα μεθύσια του γέρου. Ψώνιζαν μιας βδομάδας πράματα, πήγαιναν σπίτι τους, αποχαιρετούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έκαναν το σταυρό τους και κατάφταναν ένας ένας στο σπίτι. Η δούλα τούς κατέβαζε στο υπόγειο· εκεί ταν τα βαρέλια το κρασί, ένα πιθάρι λάδι, ένα πιθάρι ελιές και δυο πιθάρια αλεύρι και στάρι. Είχε σύντοιχα ένα μακρύ πατάρι με μαξιλάρες και μεντέρια και μπροστά ένα μακρύ τραπέζι. 0 γέρος κάθουνταν στη μέση, έβανε δεξά του τους δυο, ζερβά τους άλλους δυο, κατέβαζε η δούλα τους μεζέδες, κινούσαν να σφάζουνται οι όρνιθες στη μέσα αυλή κι άρχιζε το φαγοπότι. Έτρωγαν, έπιναν, δε μιλούσαν. Κανένας από τους τέσσερεις δεν είχε κέφι· καθένας συλλογίζουνταν τις δουλειές του και το σπίτι του κι αγαναχτούσε μα σώπαινε. Σιγά σιγά, με το κρασί, με το φαΐ ζωντάνευαν, θόλωνε το μυαλό, ξεχνούσαν, έκανε νόημα ο γέρος, έπιανε τη λύρα ο λυράρης, ρουφούσε ο τραγουδιστής ένα αυγό να καθαρίσει η φωνή του κι άρχιζε το ξεφάντωμα. Πετιούνταν ο χορευτής, κινούσε τα χωρατά ο χωρατατζής, όλο το υπόγειο βροντούσε κι έτρεμε. Περνούσε η μέρα, έφτανε η νύχτα, ξημέρωνε. Ο γέρος, αγέλα­στος, ακίνητος, έπινε και θωρούσε· δεν τραγουδούσε, δε χόρευε ποτέ του. Ακουμπούσαν στον τοίχο οι καλεσμένοι, ή στον ώμο ο ένας του άλλου, έπαιρναν κλεφτάτα έναν ύπνο και πάλι, με μια σκουντιά του γέρου, τινάζουνταν και ξαναρχινούσε το φαγοπότι. Μέρες τρεις, τέσσερεις, οχτώ. Απάνω στις οχτώ, ο γέρος σηκώνουνταν, άνοιγε την πόρτα, άπλωνε το χέρι: «Φευγάτε!» έλεγε ήσυχα. Ποτέ δε θα τους ξεχάσει ο Κοσμάς τους κακόμοιρους πώς έφευγαν τοίχο τοίχο κι οι τέσσερεις, ο ένας πίσω από τον άλλον, κιτρινοπράσινοι από τους εμετούς και τις αγρυπνίες, άπλυτοι, αξούριστοί, τρεκλίζοντας… Κι ο γέρος καβαλίκευε τη φοράδα του, περνούσε από τους τούρκικους μαχαλάδες, έβγαινε από την πολιτεία και πήγαινε στο μετόχι του να πάρει αγέρα.

Τίναξε ο Κοσμάς θυμωμένος το κεφάλι, σα να ’θελε να πετάξει αποπάνω του τον κύρη, στράφηκε να δει την κοπέλα, να γλυκάνει ο νους του. Την είδε να κάθεται απάνω στην κουλούρα τα σκοινιά, στην πλώρα, και να κοιτάζει με τα μεγάλα μαύρα μάτια της την πολιτεία που όλο και ζύγωνε… Τα βενετσάνικα τείχη, τα χαλασμένα σπίτια, δυο τρεις μιναρέδες κουτσου­ρεμένοι, χωρίς πια μισοφέγγαρο, κι απάνω απ’ όλα μια μεγάλη εκκλησιά με γαλαζόμαυρο τρούλο.

— Είναι η μητρόπολη, ο Άγιος Μηνάς, είπε ο Κοσμάς και κάθισε δίπλα της. Είναι ο προστάτης του Μεγάλου Κάστρου όταν χιμούσαν οι Τούρκοι να πατήσουν την εκκλησιά, αυτός πηδούσε από το κόνισμά του κι όπως ήταν, καβαλάρης, με τα σγουρά κοντά γένια, με την ασημένια αρμάτα, με το μακρύ κοντάρι, πρόβαινε στην πόρτα της εκκλησιάς και χύνουνταν στους Τούρκους…

Έζωσε το χέρι του στη μέση της, ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού της, την παράξενη μυρωδιά της ανάσας της -σα να μύριζε μοσχοκάρυδο και κανέλα- κι άγρια του γεννήθηκε η λαχτάρα ν’ αναποδογυρίσει το αγαπημένο κεφάλι, απάνω στα καραβόσκοινα, να το φιλήσει. Δυο χρόνια τώρα το χαίρεται, κι ακόμα δεν μπορεί να χορτάσει το ζεστό λιανοκόκαλο αυτό κορμί, από χώρα μακρινή, από ξένη ράτσα, από θλιμμένους, κατατρομαγμένους προγόνους.

– Νοεμή, της είπε σιγά, σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις.

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι, μαζεύτηκε στο στήθος του αντρός

σα να ‘θελε να μπει, να χαθεί μέσα του, να μην υπάρχει.

Το φως τράνεψε, από χλωμό πρωινό τριαντάφυλλο έγινε άγριο ρόδο κάτασπρο κι η θάλασσα γέμισε μαστούς, χοροπηδούσε και δέχουνταν τον ήλιο. Ο Γιούχτας άρχισε ν’ αραιώνει και να χάνεται μέσα στους αχνούς της ζέστας που ανέβαιναν κιόλας από τη γης. Ο ουρανός αποπάνω είχε χάσει τη γλύκα του την πρωινή κι είχε γίνει γαλάζιο ατσάλι.

Κάθε πρωί, είπε η κοπέλα κι αναστέναξε, άνοιγε ο πατέρας μου  το παράθυρο και τον έπαιρναν τα κλάματα. «Τι ομορφιά είναι τούτη», έλεγε, «τι θάμα!» Και τι έβλεπε; Μαύρες καμι­νάδες κι ένα κομμάτι μολυβένιο ουρανό κι ανθρώπους άσκη­μους και κουρελήδες που τουρτούριζαν. Τι θα ’λεγε, Θε μου, αν έβλεπε την Κρήτη!

— Παντέρμη Κρήτη! είπε αναστενάζοντας ένας γέρος βρακάς, που πρόβαλε το κεφάλι του από το αμπάρι, αναμαλλιασμένο, μαχμουρλίδικο και κοίταξε. Παντέρμη Κρήτη!

Έσκυψε στο αμπάρι.

— Ελάτε, μωρέ παιδιά, να δείτε’ όλο χαλάσματα!

Ένας ναύτης περνούσε:

— Σώπα, γέρο, του φώναξε, σώπα και καλά τα πλερώνουν τώρα οι Φρίτσοι κι οι Φριτσομάνες!

Μα ο γέρος κούνησε το κεφάλι:

— Μωρέ, κι όλη η Γερμανία να ξεπατωθεί, το αχ! της Κρήτης δε σβήνει! Παντέρμη Κρήτη! αναστέναξε πάλι κι έκαμε το σταυρό του’ να ’σουν γυναίκα, θα ’χες πάει στην Παράδεισο· μα ’σαι νησί, κακομοίρα!

— Παντέρμη Κρήτη! είπε κι ο Κοσμάς, μαρτύρησε πάλι. Εγώ ’μουν τότε ακόμα στην Αθήνα, δε με είχε ακόμα πιάσει η ντροπή, δεν είχα ακόμα πάρει την απόφαση να τα παρατήσω όλα και να φύγω, να κιντυνέψω κι εγώ, σαν άντρας. Ήταν οι τελευταίες μέρες του Μάη του ’41. Ο ουρανός σκοτείνιασε, γέμισε αεροπλάνα, χύθηκαν όλα, γραμμή, σα γερανοί, κατά την Κρήτη. Οι γυναίκες και τα παιδιά πήραν σκληρίζοντας τα βουνά, οι άντρες, ξαρμάτωτοι, χιμούσαν και φώναζαν: «Ελευ­θερία ή θάνατος!» Ένας Εγγλέζος αξιωματικός μου δηγόταν, ύστερα από καιρό, στην Αφρική, για την πατρίδα που καίγουνταν. «Κι οι άντρες;» ρώτησα. Ο Εγγλέζος γέλασε: «Κρατούσαν μεγάλες σκουριασμένες μαχαίρες και φώναζαν: ‘Ελευθερία ή θάνατος!” κι έπεφταν απάνω στους αλεξιπτωτιστές». «Και γιατί γελάς;» «Για να μην κλαίω· εμείς φεύγαμε. Σ’ ένα χωριό, στο Λιβυκό πέλαγο, την ώρα που πηδούσα στο καράβι, ένας γέρος καπετάνιος με ρώτησε: “Γιατί φεύγετε;” “Μα δε βλέπεις, καπε­τάνιο; Θα μας σκοτώσουν”. “Ε, κι ύστερα;” έκαμε ο καπετάνιος. “Κι αν φύγεις, δε θα πεθάνεις θαρρείς μια μέρα; Πέθανε τώρα!” “Όσο αργότερα, τόσο καλύτερα”, του αποκρίθηκα. “Τον κακό σου τον καιρό!” μου φώναξε ο γερο-Κρητικός και μου γύρισε τις πλάτες». Ύστερα από καιρό έμαθα πως ο γερο-καπετάνιος αυτός ήταν ο παππούς μου.

— Βαριές ψυχές είναι τούτες, ζόρικοι άντρες οι Κρητικοί, σα να μπαίνω σε ζούγκλα, ψιθύρισε η κοπέλα, κοίταξε τον άντρα και του χαμογέλασε για να γλυκάνει λίγο τα λόγια της.

«Έχει δίκιο», συλλογίστηκε ο Κοσμάς, «έχει δίκιο. Βαριά πολύ η ψυχή του Κρητικού, μονόχνοτη, άγρια, σα ρινόκερος».

Θυμήθηκε στην Αφρική, όταν πήγε να πολεμήσει κι αυτός, πώς ξάφνου ανοίχτηκαν τα σπλάχνα του και πετάχτηκαν οι παμπάλαιοι δαιμόνοι. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει χωριό να καίγεται, αίμα να χύνεται. Την πρώτη φορά που είδε άνθρωπο σκοτωμένο παραλίγο να λιποθυμήσει. Μα, σιγά σιγά, περιπλέ­χτηκε στο αιματερό παιχνίδι, το πάθος τον κυρίεψε, η προαιώνια σκοτεινή λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώνει ανθρώπους… Άνοιξαν μέσα του οι καταπαχτές και ξεπετάχτηκαν οι παμπά­λαιοι πρόγονοι – ο τίγρης, ο λύκος, το αγριογούρουνο.

—Έχει δίκιο, μουρμούρισε πάλι και κοίταξε τη γυναίκα με συμπόνια.

— Θαρρώ δε θα βγω από δω ζωντανή, είπε η κοπέλα τόσο σιγά που δεν ακούστηκε.

Οι επιβάτες ξεπρόβαλαν όλοι από τ’ αμπάρια, από τις καμπίνες, μαζώχτηκαν στην πλώρα, κοίταζαν. Έμπαιναν πια στο λιμάνι έλαμψε δεξιά, σφηνωμένο στους βράχους, το πέτρινο λιοντάρι της Βενετιάς με το ανοιχτό Βαγγέλιο στα νύχια. Βούιζε το λιμάνι, μύριζε σάπια λεμόνια, λάδι, κίτρα, χαρούπι… Πίσω η θάλασσα η λουλακιά χόχλαζε. Ο ήλιος πια είχε ανέβει, κι έκαιγε. 0 Κοσμάς πήδηξε στο μόλο, άπλωσε το χέρι, πήρε το χέρι της κοπέλας:

— Πρωτοπάτησε με το δεξό σου πόδι, της είπε σιγά· ευτυ­χισμένη να ’ναι τούτη η στιγμή.

Πρωτοπάτησε με το δεξό της πόδι η κοπέλα, κρεμάστηκε από το μπράτσο του αντρός, εξαντλημένη.

— Κουράστηκα, είπε.

— Κοντά ’ναι το σπίτι, είπε ο Κοσμάς, κάνε κουράγιο. Φτάσαμε.

Προχώρεσαν. Ο Κοσμάς κοίταζε με απληστία τα σπίτια, τους ανθρώπους, τους δρόμους. Όλα είχαν γεράσει· οι μαύρες τρίχες άσπρισαν, τα μάγουλα βούλιαξαν, οι μπογιές ξέβαφαν, ξέφτισαν οι τοίχοι, πολλοί γκρεμίστηκαν. Πολλά κατώφλια είχαν χορταριάσει. Πήρε το χέρι της κοπέλας, το ’σφίξε.

— Τούτη είναι η πατρίδα μου, είπε· να, είμαι από τούτο το χώμα που πατούμε.

Η κοπέλα έσκυψε, πήρε από χάμω λίγο χώμα, το ’θρύψε στα δάχτυλά της:

— Είναι ζεστό, είπε· μου αρέσει.

Και θυμήθηκε τη μακρινή δική της πατρίδα, την παγωμένη.

Μπήκαν στα στενά σοκάκια. Ο Κοσμάς είχε αφήσει το μπράτσο της κοπέλας, πήγαινε τώρα λίγο μπροστά· βιάζουνταν. Η καρδιά του χτυπούσε. Πήρε δεξά, έστριψε το δρομάκι· από μακριά ξέκρινε την πατρική πόρτα· κλειστή. Αποπάνω το παράθυρο, κλειστό. Κανένας στο δρόμο. Καμιά φωνή· σα να ονειρεύουνταν. Ζύγωσε στην παλιά δοξαρωτή πόρτα, με το χοντρό σιδερένιο κρικέλι. Τα γόνατά του λύγισαν λίγο. Έκαμε κουράγιο.

Χτύπησε. Βήματα ακούστηκαν στην αυλή, κάποιος στέναξε. Τα βήματα σταμάτησαν, ξαναχτύπησε. Η πόρτα άνοιξε, μια γριούλα πρόβαλε, κάτασπρη, εξαντλημένη, λιωμένη, ντυμένη κατάμαυρα. Μόλις είδε τον άντρα, έσυρε φωνή:

— Παιδί μου! κι άνοιξε την αγκάλη.

Η αδερφή πρόβαλε, λιγνή, λιωμένη κι αυτή, με άσπρες τρίχες τα μάτια της ολάνοιχτα, γεμάτα κακία και πίκρα. Τα στήθια της του κάκου περίμεναν όρθια, χρόνια· έπεσαν.

Χαρές, κλάματα, τα χέρια άδραχναν με λαχτάρα το αγαπη­μένο σώμα.

Μπήκαν μέσα· ένα καντήλι άναβε στην πέρα γωνιά του καναπέ, όπου κάθουνταν πάντα ο γέρος.

Ο Κοσμάς τρόμαξε μια στιγμή, έκαμε το σταυρό του.

— Είπε τίποτα πεθαίνοντας; ρώτησε.

— Όχι, αποκρίθηκε η μάνα· μούγκριζε σα θεριό. Του δώκαμε το κόνισμα της Παναγιάς, το πέταξε.

— Πονούσε;

—  Όχι· από θυμό που πέθαινε.

— Σιγά! είπε η αδερφή, δείχνοντας το καντήλι. Ακούει!

Μα η μάνα είχε τώρα το γιο της, δε φοβόταν εξακολούθησε

δυνατά:

—Έκρυψε το χρυσάφι του όλο μέσα στη γης, να μη χαρούμε. Σούρθηκε όξω στο μετόχι ετοιμοθάνατος, μας έδιωξε όλους, έσκαψε τη γης και το ‘κρύψε. Το βράδυ γύρισε· έπεσε ευχαριστημένος κι άρχισε το ρουχαλητό του θανάτου. Ήρθε ο παπάς να τον μεταλάβει. Άνοιξε τα μάτια, τον είδε· αγρίεψε: «Φύγε!» του φώναξε. «Την κατάρα σου να ’χω!» «Δε φοβάσαι το Θεό;» του κάνει ο παπάς και του ’δείξε το άγιο δισκοπότηρο. «Δικός μου λογαριασμός!» αποκρίθηκε ο γέρος· «ξεκουμπίσου πό δω!»

Τα μεσάνυχτα άρχισε να χλιμιντράει σαν άλογο· η αδερφή σου κι εγώ μι οι γειτόνισσες μαζευτήκαμε σε μια γωνιά του σπιτιού και τρέμαμε. Αυτός χλιμίντριζε και λέγαμε τώρα θα πέσει το σπίτι να μας πλακώσει. Κι άξαφνα σιωπή. «Πέθανε!» είπε η κυρα-Κατίγκω η γειτόνισσα· «ποια θα πάει να δει;» Μα καμιά δεν τολμούσε. «Πήγαινε εσύ να του κλείσεις τα μάτια», μου κάνει η κυρα-Κατίγκω, «πήγαινε κι είναι αμαρτία». Έκαμα το σταυρό μου, πήγα. Κρατούσε ακόμα τα σίδερα του κρεβατιού και τα ’χε λυγίσει…

Άξαφνα, ως μιλούσε, είδε την κοπέλα να στέκει ακόμα στην αυλή, στον παραστάτη της οξώπορτας.

— Είναι…; ρώτησε η μάνα σιγά.

— Ναι, η γυναίκα μου…

Η αδερφή έστρεφε το πρόσωπο πέρα, με αναγούλα· η μάνα ζύγωσε το γιο:

— Γιατί την πήρες; ρώτησε σιγά. Θα μολέψει το αίμα. Οβραία.

— Είναι μεγάλη ψυχή. Σε αυτή χρωστώ τη ζωή μου· αν έλειπε, θα ’χα πεθάνει. Άλλη χαρά δεν έχω. Αγάπα τη, μητέρα. Και συ, Μαρία… είπε και στράφηκε στην αδερφή του.

Μα αυτή είχε γλιστρήσει μέσα να ετοιμάσει τον καφέ.

— Είναι Οβραία… ξανάπε η μάνα. Μα αφού τη θέλεις… Ένα μονάχα φοβούμαι…

-Τι;

— Μην την πνίξει.

— Ποιος;

Η μάνα δεν αποκρίθηκε· στράφηκε, κοίταξε κατά το αναμ­μένο καντήλι. Ο Κοσμάς κατάλαβε, ακούμπησε στον τοίχο. Σιγή. Ήξεραν κι οι δυο πως σαράντα μέρες η ψυχή δε φεύγει από το σπίτι, τρογυρίζει στην αυλή, ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, μανταλώνει τη νύχτα την πόρτα, κάθεται δίπλα στο καντήλι και κοιτάζει κι ακούει τα πάντα. Ο γέρος του μήνυσε ως έμαθε πως παντρεύτηκε Οβραία: «Όσο ζω να μην πατήσεις στην Κρήτη!» Και τώρα είναι μονάχα δέκα μέρες που πέθανε.

Έσκυψε ένα βήμα προς την πόρτα.

— Χρυσούλα, είπε, έλα!

Την πήρε από το χέρι, την πήγε στη μάνα του.

— Μητέρα, η κόρη σου, είπε.

Η κοπέλα έσκυψε, φίλησε το χέρι της γριάς και στάθηκε πάλι και περίμενε.

Η μάνα την κοίταζε, αμίλητη. Τη γρυπή μύτη, τα χοντρά χείλια, τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια. Τη χρυσή αλυσιδίτσα που της έζωνε το λαιμό.

— Βαφτίστηκες; ρώτησε η γριά, χωρίς ν’ απλώσει το χέρι.

— Βαφτίστηκε, αποκρίθηκε ο Κοσμάς. Να ο σταυρός. Πήρε και τ’ όνομά σου, μητέρα. Χρυσούλα.

Τράβηξε την αλυσιδίτσα κι ανέβηκε από το στήθος, ζεστό, ένα χρυσό σταυρουλάκι.

— Καλώς όρισες! είπε η μάνα και της άγγιξε με κάποιο δισταγμό το κεφάλι.

Ο Κοσμάς άρχισε να τρογυρίζει στο σπίτι κι ήταν η καρδιά του βαριά· ανέβαινε, κατέβαινε, χάδευε αμίλητος τις πόρτες, τα παλιά έπιπλα, το τεράστιο ρολόι του τοίχου, τις ασημένιες πιστόλες τις προγονικές δίπλα στα κονίσματα.

— Κι ο παππούς; ρώτησε.

— Πέρα, στο χωριό· κείτεται του θανατά.

Οι δυο γυναίκες κάθισαν στο μακρύ παμπάλαιο καναπέ. Η μάνα κοίταζε έξω από το κλειστό παράθυρο, τη χαλικοστρω­μένη αυλή, τις γλάστρες το βασιλικό και πάνω από το πηγάδι την κληματαριά φορτωμένη αγουρίδες. Κάποτε έριχνε και μια λοξή ματιά στην κοπέλα. «Τι να της πω;» συλλογίζουνταν. «Άλλη ράτσα, άλλος θεός την έπλασε αυτή, δεν τη θέλω!» Κι η κοπέλα έβλεπε πέρα από την αυλή, πάνω από την κληματαριά, απέρα­ντους κάμπους χιονισμένους, μαύρες έρημες φάμπρικες και δάση κρουσταλλεμένα και καβαλάρηδες με γυμνά σπαθιά που έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών και μάζωναν τους Οβραίους… Και τα χιόνια έλιωναν από το ζεστό αίμα, γίνουνταν λάσπη, και τα κοπάδια, άντρες και γυναικόπαιδα, έσερναν φωνές, μάζωναν τους μπόγους και τα παιδιά τους κι έτρεχαν…

Στράφηκε· είδε τη γριά που την κοίταζε. Έκαμε να της χαμογελάσει, δεν μπόρεσε· τα μάτια της ξαφνικά είχαν βουρ­κώσει. Η γριά τη λυπήθηκε.

— Τι συλλογιέσαι; τη ρώτησε, την πατρίδα σου; Πού γεννήθηκες;

— Μακριά, μακριά, στην Πολωνία. Σε μια μαύρη πολιτεία, με φάμπρικες.

— Τι κάνουν;

— Κανόνια, αεροπλάνα, μηχανές… Μα ο πατέρας μου…

Ήθελε να πει: «Δε μόλευε τα χέρια του φτιάνοντας μηχανές

να σκοτώνουν ανθρώπους, ήταν ραβίνος…» μα πρόλαβε και κρατήθηκε.

— Ο πατέρας σου, τι; ρώτησε η γριά.

— Ήταν καλός άνθρωπος, αποκρίθηκε η κοπέλα στενά­ζοντας.

Η γριά σηκώθηκε, βγήκε στην αυλή, έκοψε ένα κλωνί βασιλικό, το ’δωκε στην κοπέλα.

—Έχετε σεις βασιλικό; ρώτησε.

-Όχι.

— Φύτρωσε στον τάφο του Χριστού, είπε η γριά και σώπασε.

Ωστόσο κατάφταναν οι θείοι, οι θείες, οι γειτόνισσες. Γέμισε

το σπίτι. Είχαν ξεχάσει το γέρο, όλοι χαίρουνταν για τον ερχομό του γιου. Και κοίταζαν τη γυναίκα του από την κορυφή ως στα νύχια, σαν ένα όμορφο ζώο περίεργο κι ανησυχαστικό.

Η κυρα-Κατίγκω έσκυψε στο αυτί της γειτόνισσάς της:

— Είδες τι μυρωδιά που βγάνει; είπε. Για ζύγωσε κοντά της.

— Οβραΐλα, μουρμούρισε η γειτόνισσα και σούφρωσε τα χείλια. Έτσι μυρίζουν αυτές.

Ο Κοσμάς, μια στιγμή περνώντας, είδε τη γυναίκα του και την πόνεσε. Σαν πληγωμένος κύκνος του φάνηκε ανάμεσα σ’ ένα κοπάδι χήνες, πάπιες και καρακάξες. Όλες άπλωναν το λαιμό και την κοίταζαν, έβγαναν μερικές φωνές και τραβούσαν πάλι το λαιμό τους πίσω· και σώπαιναν.

— Άκου πώς τσίρισε το καντήλι! είπε άξαφνα μια γριά και σταυροκοπήθηκε. Κύριε ελέησον!

Όλες στράφηκαν κατά τη γωνιά του καναπέ, όπου άγριο, ασάλευτο μέσα στο μεσόφωτο, έλαμπε το κόκκινο μάτι του καντηλιού.

— Ο γέρος! μουρμούρισε μια παχουλή γυναικούλα και χλώμιασε.

— Πού;

— Να, εκεί, στη γωνιά του καναπέ, διπλοπόδι.

— Άνοιξε το παράθυρο να φύγει! ακούστηκαν τρομαγμένες φωνές.

Μια γριά γαντζώθηκε από το παράθυρο της αυλής, το άνοιξε’ μπήκε ο ήλιος.

— Βλέπεις τώρα τίποτα, κυρα-Πηνελόπη;

Η στρουμπουλή γειτονοπούλα έκαμε το σταυρό της:

— Δόξα σοι ο Θεός, είπε· έφυγε!

Η Μαρία έφερε τους καφέδες. Μαραμένη, στριμμένη, με μια μαύρη κορδέλα στο λαιμό, για να κρύβει τις ζάρες. Κοίταξε τη Χρυσούλα με μίσος· ήταν πιο νέα, πιο όμορφη και της είχε πάρει τον αδερφό της.

Ο Κοσμάς πλαντούσε. Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, πήρε τους δρόμους. Ήλιος βαρύς, αποσυνθέτουνταν οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φρούτα βρομούσαν και μύριζαν οι δρόμοι. Χαλάσματα, μαγαζιά ετοιμόρροπα, τριμμένα σακάκια, μπαλωμένα παντα­λόνια, φάτσες ρημαγμένες από την πείνα. Μέσα από ψαρά γένια και βουλιαγμένα μάγουλα αναγνώριζε με τρόμο παλιούς συμμαθητές κι άλλαζε δρόμο. «Δε με νοιάζει ο θάνατος», συλλογίζουνταν, «με νοιάζει η φθορά· αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…» Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο.

Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της μα δε θα ’ταν η δική του· θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα ’ταν η δική του νιότη…

Αγαπημένο Κάστρο, μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, γεράσαμε…

……..

Γλωσσάρι

απόγειος: για άνεμο που πνέει από τη στεριά, από την ξηρά, που είναι στεριανός

μαυρολογώ: αποκτώ μελανή απόχρωση, γίνομαι σκοτεινός, σκούρος

ασπρολογώ: φαίνομαι άσπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητά μου

διανεύω: κινούμαι ελαφρά, σαλεύω

ανησυχαστικός: που προκαλεί ανησυχία, ανησυχητικός· επίφοβος

βεγγέρα: εσπερινή συγκέντρωση για συζήτηση και διασκέδαση

κατασκέπαση: η δυσκολία στην αναπνοή, αίσθημα έντονης δυσφορίας

στερνιάζω: αποθηκεύω, συσσωρεύω κάτι σε αποθηκευτικό χώρο, συγκεντρώνομαι σε ποσότητα

κλειώ: κλείνω κάτι, ενώνω κάτι με κάτι άλλο

μεντέρι: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ ή κρεβατιού, ντιβάνι

μετόχι: κτήμα με σπίτι

αρμάτα: οπλισμός, πανοπλία, πολυτελής ενδυμασία

τρανεύω: ολοκληρώνω τη σωματική ανάπτυξη· αυξάνω, μεγαλώνω’ γίνομαι τρανός

παντέρμος: που είναι εντελώς έρημος, εγκαταλειμμένος

μαχμουρλίδικος: που χαρακτηρίζεται από νωχέλεια, νωθρότητα, βαρυθυμία

θρύβω: διαλύω σε πολύ μικρά κομμάτια, θρυμματίζω, συντρίβω κάτι

ξεκρίνω: διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάτι, βλέπω

δοξαρωτός: που έχει σχήμα τόξου, τοξωτός, καμαρωτός

μολεύω: μολύνω κάποιον ή κάτι· μιαίνω

γρυπός: που είναι γαμψός, κυρτός, καμπύλος

μεσόφωτο: το αμυδρό φως της ατμόσφαιρας κατά το σούρουπο ή την αυγή· ημίφως

διπλοπόδι: καθιστά, με τις κνήμες διασταυρωμένες, οκλαδόν

πλαντώ: κρύβω, εξασθενίζω κάτι, δυσφορώ, δημιουργώ κλίμα δυσφορίας

κουρνιαχτός: σύννεφο σκόνης που σηκώνεται από το έδαφος

Μια δική μου παρατήρηση στο Γλωσσάρι. Δεν είναι κακό να εξηγούνται τύποι και λέξεις όπως ανησυχαστικός, βεγγέρα, διπλοπόδι, κουρνιαχτός, που τις βρίσκει κανείς σε κάθε λεξικό. Κάποιοι αναγνώστες, ίσως νεότεροι, μπορεί να αγνοούν τη σημασία τους ή να μην είναι βέβαιοι. Ωστόσο, είναι περίεργο, ενώ εξηγείται ο «ανησυχαστικός» και η «βεγγέρα» να μένουν χωρίς εξήγηση οι τζουτζέδες ή η λέξη «σύντοιχα».

Posted in Όχι στα λεξικά, Αθησαύριστα, Κρήτη, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 81 Σχόλια »

Βρετανικά μεζεδάκια

Posted by sarant στο 22 Οκτωβρίου, 2022

Που τα λέω έτσι, θα το καταλάβατε, εξαιτίας των εξελίξεων στη Μεγάλη Βρετανία με την παραίτηση της πρωθυπουργού Λιζ Τρας μόλις 44 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της.

Αυτή η τόσο σύντομη κατάρρευση προκάλεσε βέβαια πολλά σχόλια στα σόσιαλ και, έτσι όπως είναι διεθνοποιημένα, έφτασαν και σε μας τα μιμίδια που είχαν φτιάξει οι Άγγλοι σχολιαστές.

Παράδειγμα, η φωτογραφία της πρωθυπουργικής κατοικίας, στον διάσημο αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, με το λογότυπο του airbnb και τη λεζάντα «Τέλειο για σύντομη διαμονή».

Τώρα που γράφω, δεν βρίσκω το άλλο μιμίδιο με τη διαφήμιση του απορρυπαντικού πιάτων, όπου μία φιάλη «διαρκεί περισσότερο από τρεις ηγέτες των Συντηρητικών».

Στο Τουίτερ, ένας Βρετανός έγραψε:

Ο γιος μου έχει γνωρίσει στη ζωή του τέσσερις υπουργούς οικονομικών, τρεις υπουργούς εσωτερικών, δύο πρωθυπουργούς και δύο μονάρχες.

Είναι τεσσάρων μηνών.

Διότι βέβαια η Λιζ Τρας, που είχε τη συντομότερη πρωθυπουργική θητεία στην ιστορία του θεσμού (και στο Ηνωμένο Βασίλειο μετράει κάμποσους αιώνες), πρόλαβε, στο μικρό αυτό διάστημα, να θάψει τη μακροβιότερη εστεμμένη του στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου.

Κάποιοι θα πρόσθεταν ότι πρόλαβε επίσης να θάψει τη βρετανική οικονομία, την πολιτική της καριέρα και το κόμμα της, κι όλ’ αυτά μέσα σε 44 μόνο μέρες -όπως λένε και για τους υποψήφιους που πρωτεύουν στις εισαγωγικές χωρίς να στερηθούν τις διασκεδάσεις τους, «είχε πρόγραμμα»!

Για να τα λέμε όλα, η Λιζ Τρας ναι μεν παραιτήθηκε, αλλά θα μείνει στην πρωθυπουργία μερικές ακόμα μέρες -όχι πάντως πολλές αφού ως το τέλος του μήνα αναμένεται να έχει αναλάβει ο αντικαταστάτης της. Έτσι, οι 44 μέρες θα αυξηθούν λιγάκι. (Ωστόσο, φίλος γράφει ότι ήδη έχει ατύπως αναλάβει ο Τζέρεμι Χαντ υπηρεσιακός πρωθυπουργός). Σε κάθε περίπτωση, το ρεκόρ δεν απειλείται αφού ο ως τώρα βραχυβιότερος ήταν ο Τζορτζ Κάνινγκ, αυτός που τον κάναμε πλατεία Κάνιγγος, ο οποίος έμεινε στη θέση του 121 ημέρες, το 1827 -στην περίπτωσή του δεν παραιτήθηκε, πέθανε.

Και κάτι γλωσσικό. Γράφω πιο πάνω ότι η Τρας πρόλαβε να θάψει τη «μακροβιότερη εστεμμένη» στην ιστορία του ΗΒ. Βέβαια, η Ελισάβετ ήταν το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη θητεία στον βρετανικό θρόνο, όχι η γυναίκα με τη μεγαλύτερη θητεία, Κανονικά, αν ήθελα να το πω αυτό έπρεπε ίσως να χρησιμοποιήσω το αρσενικό, αλλά δεν μου αρέσει.

Για να πάρουμε ένα πιο κοντινό σε μας παράδειγμα, αν πούμε ότι σε μια τάξη γυμνασίου ο Κώστας είναι ο μαθητής με την καλύτερη βαθμολογία, εννοούμε απ’ όλη την τάξη. Αν πούμε ότι η Μαρία είναι η μαθήτρια με την καλύτερη βαθμολογία, τι εννοούμε; Πως περνάει όλα τα κορίτσια ή μήπως και τα αγόρια;

Θαρρώ πως το έχουμε συζητήσει ξανά αυτό, και μάλλον θα το ξανασυζητήσουμε.

* Τη φωτογραφία την είδα στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ.

Πρέπει να είναι από την Κύπρο, διότι στην Ελλάδα δεν έχουμε (νομίζω) κοινοτικά συμβούλια -αλλωστε την ανάρτησε μέλος της ομάδας που μένει στην Κύπρο.

Είναι πολύ γουστόζικο το ορθογραφικό λάθος «ενοποιών» αντί για «ενώπιόν» (μου).

Βέβαια, επειδή η φράση είναι στερεότυπη, θα περίμενε κανείς να τη γράφουν σωστά. Τι να πω, ίσως να είναι φτιαχτό το λάθος, για να γελάσουμε -μπεντροβάτο δηλαδή παρά αυθεντικό.

* Και συνεχίζω με κάτι σχετικό με τον θάνατο του Αλέξανδρου Νικολαΐδη, του ολυμπιονίκη που μας έκανε όλους να δακρύσουμε και να τον θαυμάσουμε με το αποχαιρετιστήριο μήνυμά του -αν και η συγκεκριμένη έκφραση εμφανίζεται συχνά.

Με ρωτάει φίλος του ιστολογίου: Διάβασα κάπου για τον Αλέξανδρο Νικολαΐδη, ο οποίος έχασε τη μάχη με τη ζωή μετά από δύο χρόνια σκληρής αναμέτρησης με τον καρκίνο.

Είναι λάθος ή κάνω εγώ λάθος; Η μάχη δόθηκε για τη ζωή -και δυστυχώς χάθηκε

Αν βάλετε στο γκουγκλ «μάχη με τη ζωή» θα δείτε ότι βγάζει πάρα πολλά αποτελέσματα. Πέρυσι που είχαμε άρθρο για τις 50 αποχρώσεις του θανάτου, είχα βάλει «έχασε τη μάχη με τη ζωή / με τον θάνατο», χωρίς να το προσέξω πολύ και στα σχόλια το επισήμαναν δυο-τρεις φίλοι και το διόρθωσα σε «έχασε τη μάχη για τη ζωή / με τον θάνατο».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεγάλη Βρετανία, Μεζεδάκια, Ορθογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , | 268 Σχόλια »

Μεσοκτωβριανά μεζεδάκια

Posted by sarant στο 15 Οκτωβρίου, 2022

Και πώς αλλιώς να τα πούμε, αφού δημοσιεύονται στις 15 του μηνός; (Βασικά, δεν έβρισκα καλύτερο τίτλο, και είδα ότι αυτόν δεν τον έχω χρησιμοποιήσει άλλη φορά, τουλάχιστον για Οκτώβρη μήνα).

* Και ξεκινάω με μια οθονιά από την ΕΡΤ, όπου βέβαια το αξιοσημείωτο στο σουπεράκι δεν είναι η αβλεψία στο επώνυμο, Σαπνουντζάκη αντί Σαπουντζάκη, αλλά η κωμική αρχαιοκλισιά στο όνομα Ζωζούς.

Κατά τη γνώμη μου, τόσο τα αρχαία γυναικεία ονόματα σε -ώ, όπως πχ Κλειώ, όσο και τα νεότερα, όπως Μαριγώ ή Ζωζώ, πρέπει να κλίνονται με τον νεοελληνικό τρόπο, της Κλειώς, της Μαριγώς, της Ζωζώς, τουλάχιστον όταν αναφέρονται σε σημερινά πρόσωπα.

Μπορούμε να κάνουμε διάκριση όταν πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα, κι έτσι να πούμε «η ποίηση της Σαπφούς» αλλά «η φωνή της Σαπφώς Νοταρά», αλλά, όπως έχω πει, οι όμορφες διακρίσεις όμορφα καίγονται -κι έτσι βλέπουμε ολοένα και περισσότερο την αρχαιόκλιτη γενική και για σημερινά πρόσωπα, ίσως επειδή προσφέρει κύρος («Οι συνταγές της Αργυρούς Μπαρμπαρήγου»). Κι όμως, ο Αγαπητός Τσοπανάκης, μεταφράζοντας πριν από δεκαετίες τη γραμματολογία του Άλμπιν Λέσκι είχε επιλέξει να κλίνει και τους αρχαίους νεότροπα, της Σαπφώς και του Αριστοφάνη -και πολύ καλά έκανε.

Τώρα, έχουμε τη Ζωζού και την Αργυρού.

* Η ΟΠΠΕ (Ομάδα Παρακολούθησης Πρωτοσέλιδων Εστίας) έβγαλε λαβράκι σε πρόσφατο άρθρο του Μαν. Κοττάκη:

Ο αρθρογράφος αναφέρεται στο γνωστό τραγούδι «Ο κυρ Παντελής» και το αποδίδει «στον αείμνηστο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα», ενώ και οι πέτρες ξέρουν πως είναι του Πάνου Τζαβέλλα!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Ορθογραφικά, Υπότιτλοι | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 191 Σχόλια »

Η γερμανική Κατοχή στην Αίγινα όπως τη θυμάμαι, όπως την έζησα (αφήγημα της Μαίρης Γαλάνη-Κρητικού)

Posted by sarant στο 7 Αυγούστου, 2022

Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες το 31ο τεύχος του περιοδικού Η Αιγιναία. Το τεύχος περιέχει αφιέρωμα σε σύγχρονους κεραμίστες που ζουν στην Αίγινα, αλλά εμείς εδώ, που λεξιλογούμε, θα σταθούμε σήμερα σε ένα αφήγημα της Μαίρης Γαλάνη-Κρητικού, με αναμνήσεις από τη γερμανική Κατοχή στην Αίγινα.

Η Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού, από τις προσωπικότητες της πολιτιστικής ζωής του νησιού, δημοσιογράφος και με σημαντικό έργο στο κέντημα, περιγράφει όσα έζησε σαν μικρό παιδί σε μια ευκατάστατη, αστική οικογένεια, σε ένα νησί που δοκιμάστηκε από την πείνα, καθώς η ντόπια αγροτική παραγωγή δεν επαρκούσε, όπως άλλωστε τα περισσότερα ελληνικά νησιά. Έχει ενδιαφέρον η αναφορά στο έργο των Γερμανών κατασκόπων καθώς και σε γνωστά πρόσωπα, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, που πέρασε την Κατοχή στην Αίγινα.

Kαι μια περίεργη σύμπτωση: Θυμάμαι πως ο πατέρας μου έλεγε ότι και στη Μυτιλήνη είχαν ένα θείο δώρο μέσα στην Κατοχή, όταν μια χρονιά γέμισε το λιμάνι ψάρια που τα ψάρευαν με την απόχη -αλλά όχι μικροσκοπικά, παρά παλαμίδες, φερμένες από τη Μαύρη Θάλασσα σε κοπάδια.

Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου κι αν έγινε κανένα λάθος στο OCR να με συμπαθάτε.

Η γερμανική Κατοχή στην Αίγινα όπως τη θυμάμαι, όπως την έζησα

Λίγο πριν έρθουν οι Γερμανοί

Οι καθημερινές εικόνες στην τηλεόραση από τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι γέροι και τα παιδιά που κλαίνε, οι αλλόφρονες μάνες με τα μωρά που τρέχουν να προφυλαχτούν, μου φέρνουν έντονα στη μνήμη μία σκηνή που έζησα στα τέσσερά μου χρόνια. Είμαστε στο 1940, ο πατέρας μου, γιατρός, πολεμάει στην Αλβανία, και η μητέρα μου με πλένει σ’ ένα μικρό μπανάκι στο δωμάτιό μου. Ξαφνικά ηχούν oι σειρήνες! Συναγερμός. Η μητέρα μου με αρπάζει τυλιγμένη σε μία κουβέρτα, ενώ εγώ ουρλιάζω. Τρέχοντας με τη γιαγιά μου, με κουβαλούν στο —ο Θεός να το κάνει — «καταφύγιο» του θείου μου Ρόδη, του φαρμακοποιού. Και μπαίνουμε όλοι οι απελπισμένοι κά­τω από ένα τεράστιο τραπέζι, σκεπασμένο από δεκάδες κουβέρτες. Τέτοια απελπισία! Και μετά χάος…

Υπάρχουν δύο φωτογραφίες από την εποχή εκείνη. Στη μία εί­μαι ντυμένη ευζωνάκι στην αυλή του σπιτιού μας και, αφού η μητέ­ρα μου με βάζει να φιλήσω την άκρη της φωτογραφίας, την στέλνει στην Αλβανία, στον πατέρα μου, γράφοντας από πίσω: «Η Μαιρούλα στον μπαμπούλη της για ανάμνηση των κεχωρισμένων Απόκρεων που περνούμε εις Αίγιναν». Πάνω πάνω γράφει: «Εδώ φίλησε η Μαιρούλα».

Στην άλλη φωτογραφία απεικονίζονται εθελόντριες κυρίες και δεσποινίδες της Αίγινας, που φροντίζουν τραυματίες από την Αλβα­νία στο σημερινό ξενοδοχείο «Μιράντα», τότε πρόχειρο νοσοκομείο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αίγινα, Αναμνήσεις, Κατοχή | Με ετικέτα: , , , , | 127 Σχόλια »

Όταν ο Σεφέρης είδε τον Αλέξη Ζορμπά στο σινεμά

Posted by sarant στο 25 Φεβρουαρίου, 2020

Κυκλοφόρησε πέρυσι ο τελευταίος τόμος των Ημερολογίων του Γιώργου Σεφέρη (Μέρες Θ’) που πιάνει τα ημερολόγια της περιόδου από 1 Φεβρουαρίου 1964 έως 11 Μαΐου 1971 -είναι η τελευταία εγγραφή, αν και ο ποιητής πέθανε τέσσερις μήνες αργότερα.

Μπορεί να γράψω και άλλο άρθρο για το σημαντικό αυτό βιβλίο, αλλά προς το παρόν θέλω να εστιαστώ σε μία μόνο εγγραφή, που με έχει προβληματίσει. Είναι σχετικά γνωστή, με την έννοια ότι αναδημοσιεύτηκε σε διάφορους ιστότοπους πέρυσι, οπότε ίσως να την ξέρετε, αλλά θαρρώ πως αξίζει να τη συζητήσουμε.

Eίναι η εγγραφή της 21.3.1965, η εξής:

Χτές είδαμε το Ζορμπά, το φίλμ του Κακογιάννη-Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη τη νύχτα και σήμερα πρωί. Όχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής, που ύστερα από βροντερές τυμπανοκρουσίες και παρασημοφορίες για την πρεμιέρα του στο Παρίσι, ανακαλύπτουν τώρα οι Έλληνες χωρίς να’ χουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Αλλά για την ανυπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζ., που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος. Δε με πειράζει ο σκοτωμός της χήρας – ούτε το πλιάτσικο στο σπίτι της ετοιμοθάνατης Ορτάνς. Όλα μπορεί να τα πει κανείς. Αν ένα χωριό στην Κρήτη ήταν κάποτε βάρβαρο, ήταν βάρβαρο· ποιος δεν ήταν βάρβαρος κάποτε –όλα μπορεί να τα πει κανείς– αλλά σ’ ένα έργο που διεκδικεί την ανθρωπιά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πώς εξαγοράζει κανείς αυτά που γράφει κι αν δεν τα λέει στο βρόντο. Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται είναι ο Καζαντζάκης. Και δεν βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσό μας. Έχω την εντύπωση πως είμαστε συνηθισμένοι στην ψευτιά χρόνια και αιώνες. Μας αρέσει. Δεν έχουμε δύναμη ν’ αντιδράσουμε.

Πρόκειται για την πασίγνωστη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με τον Άντονι Κουίν στον ρόλο του Ζορμπά. Η ταινία όπως βρίσκω στη Βικιπαίδεια) έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 14 Δεκεμβρίου 1964, δηλαδή όταν την είδε ο Σεφέρης είχε ήδη τρεις μηνες που προβαλλόταν στις αίθουσες.

Ο Σεφέρης δεν συμπαθούσε τον Καζαντζάκη. Σαν συγγραφείς και σαν άνθρωποι είναι τα δυο άκρα αντίθετα. Στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων του Καζαντζάκη βρίσκουμε το εξής:

Ο νεοελληνιστής καθηγητής στο King’s College (Λονδίνο) Ροντερίκ Μπιτόν έχει ασχοληθεί κυρίως με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και του Γιώργου Σεφέρη. «Δύο αντίθετοι πόλοι», σχολιάζει: «Ο Σεφέρης δεν τον χώνευε καθόλου. Πιστεύω, ζήλευε θανάσιμα τον Καζαντζάκη επειδή ο τελευταίος είχε την πολυτέλεια να ζει μόνο από το γράψιμο. Ίσως γι’αυτό τα περισσότερα απ’όσα έχει γράψει ο Καζαντζάκης δεν διαβάζονται. Ο Σεφέρης ήταν διπλωμάτης, ο οποίος όμως στις κρίσιμες στιγμές τον βρίσκουμε πάνω στη δουλειά και να φτάνει σε υψηλές θέσεις μεταπολεμικά. Θυμάμαι πάντως κάτι αστείο. Ο μεταφραστής του Καζαντζάκη, ο Πήτερ Μπιν, συνάντησε τον Σεφέρη σε ένα ταξίδι του τελευταίου στην Αμερική, επί χούντας. Όταν ο Μπιν του είπε ότι έχει μεταφράσει Καζαντζάκη, ο Σεφέρης έγινε έξαλλος: «Μα τι είναι πια αυτός ο Καζαντζάκης; Ένας τιποτένιος είναι.» (εφημερίδα Καθημερινή, 9 Ιανουαρίου 2011)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ημερολόγια, Κινηματογράφος, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 156 Σχόλια »

Μεζεδάκια με κίτρινα γιλέκα

Posted by sarant στο 8 Δεκεμβρίου, 2018

Καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές, θα αρχίζει στη Γαλλία, για τέταρτο Σάββατο στη σειρά, η κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων, για την οποία έχουν παρθεί πρωτοφανή μέτρα ασφαλείας μετά τα επεισόδια του περασμένου Σαββάτου.

Πέρα από την κινητοποίηση δεκάδων χιλιάδων αστυνομικών, αναβλήθηκαν ποδοσφαιρικοί αγώνες, τα σπουδαιότερα μουσεία του Παρισιού (του Λούβρου και άλλα πολλά) θα είναι κλειστά, ενώ δεν θα ανοίξουν ούτε οι ναοί της κατανάλωσης, δηλαδή πασίγνωστα πολυκαταστήματα όπως οι Γκαλερί Λαφαγιέτ ή άλλα που ειδικεύονται στα είδη πολυτελείας -και μάλιστα πολύ κοντά στην περίοδο των Χριστουγέννων.

Η συγκυρία εξηγεί την επιλογή του τιτλου του σημερινού μας πολυσυλλεκτικού άρθρου.

Βέβαια, συγκεντρώσεις και πορείες είχαμε και στην Αθήνα προχτές για τη δέκατη επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, φαίνεται όμως ότι τα επεισόδια δεν ήταν τόσα όσα θα ήθελαν κάποιοι, διότι κυκλοφόρησε ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα, και αναδημοσιεύτηκε και από γνωστούς πολιτικούς η εξης φωτογραφία με καμμένα αυτοκίνητα από την περιοχή Εξαρχείων (από την Κάνιγγος, ακριβέστερα).

Όμως, προχτές στην Κάνιγγος δεν κάηκε ούτε κάδος, πόσο μάλλον αυτοκίνητο. Η φωτογραφία είναι από τον Δεκέμβριο του 2008, όπως επισήμαναν πολλοί χρήστες, ανάμεσά τους και ο φωτογράφος Γιάννης Κέμμος που είχε τραβήξει μια πολύ παρόμοια πόζα από την ίδια ακριβώς περιοχή, τότε.

‘Ενα από τα μεγάλα προβλήματα της παραπληροφόρησης στο Διαδίκτυο είναι ακριβώς η ισοπέδωση του χρόνου και η παρουσιαση φωτογραφιών (και κειμένων) από άσχετες εποχές και άλλους τόπους σαν να αφορούν το εδώ και το τώρα. Και ο μεν πολιτικός μπορεί, από την κατακραυγή που εισέπραξε στο Τουίτερ, να κατέβασε την επίμαχη φωτογραφία (πήγα να γράψω «χαλκευμένη», αλλά δεν είναι η φωτογραφία χαλκευμένη, η χρήση του της γίνεται συνιστά τη χάλκευση) αλλά το ζήτημα είναι ότι παρόμοιες λαθροχειρίες έχουν πάρει πολύ μεγάλη διάδοση -όχι όμως μόνο στο Διαδίκτυο αφού, όπως θα θυμάστε, ο κορμοράνος του Κουβέιτ προερχόταν από πετρελαιοκηλίδα στη Βρετάνη.

* Πόσο καλά ελληνικά ξέρει ένας Τούρκος που κατηγορειται για λαθρεμπόριο; Διαβάζω στο in.gr για την υπόθεση του κυκλώματος που κατηγορείται για λαθρεμπορία χρυσού:

Από την πλευρά του ο Τούρκος συγκατηγορούμενος του ενεχυροδανειστή μέσω του δικηγόρου του Τάκη Μιχαλόλια αναφέρει: «Οι εις βάρος μου υπανιγμοί, πέραν του ότι βρίθουν ανακριβιών ειναι και αφελείς και πράξεις απελπισίας. Τελειώνω με μία φράση: Κάλλιον το σιγάν, του λαλείν. Τον περιμένουν εκπλήξεις. Θα ανταποκριθούμε σε οποιοδήποτε διαδικαστικό του αίτημα»

Όπως σχολιάζει ο φίλος που το έστειλε, πηγή είναι ο γνωστός δικηγόρος Τάκης Μιχαλόλιας, αδερφός του αρχηγού της Χρυσής Αυγής. Ο Τούρκος κατηγορούμενος δικαιολογείται να μην ξέρει δύσκολες λέξεις, ο Έλληνας δικηγόρος, όχι. Λέει
«κάλλιον το σιγάν του λαλείν» αλλά ακόμα πιο κάλλιον το αποφεύγειν δύσκολες λέξεις σε ξένες γλώσσες και κρείττον πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει (που λένε και οι ενεχυροδανειστές).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γαλλία, Επαγγελματικά θηλυκά, Λαθροχειρίες, Μαργαριτάρια, Μεζεδάκια, Φωτογραφίες | Με ετικέτα: , , , , , , | 243 Σχόλια »

Όλες οι τσάντες της Ευρώπης

Posted by sarant στο 3 Μαΐου, 2018

Τον Νοέμβρη που μας πέρασε είχα παρει μέρος στο 11ο Συνέδριο «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία» της ΕΛΕΤΟ -άλλωστε, την παρέμβασή μου τη δημοσίευσα και στο ιστολόγιο.

Στα συνέδρια, συνηθιζεται να μοιράζονται στους σύνεδρους τα υλικά του συνεδρίου, ας πούμε το βιβλίο με τις εισηγήσεις, ή το πρόγραμμα, μέσα σε κάποιον φάκελο ή ντοσιέ ή τσάντα με τον λογότυπο του συνεδρίου. Οι πανεπιστημιακοί φαντάζομαι πως θα έχουν μαζέψει ένα σωρό τέτοιες τσάντες -εγώ, που συνεδριάζομαι σπανίως, έχω λιγότερες.

Στο συνέδριο της ΕΛΕΤΟ μας έδωσαν μια πάνινη τσάντα (που είχε μέσα το πρόγραμμα του συνεδρίου και τον τόμο με τις εισηγήσεις) με… λεξιλογικό ενδιαφερον. Μόλις την είδα, είπα μέσα μου πως θα έγραφα άρθρο με την αφορμή αυτή, και αυτό ακριβώς κάνω σημερα.

Ιδού η μπροστινή όψη της τσάντας:

Όπως βλέπετε, πάνω στην τσάντα έχουν τυπωθεί οι διάφορες λέξεις που σημαινουν «τσάντα» στις 23 από τις 24 επίσημες γλώσσες της ΕΕ -αλλωστε, από την υπογραφή φαινεται ότι πρόκειται για παραγωγή της Διεύθυνσης Μετάφρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Οι λέξεις είναι οι εξής, ομαδοποιημένες σε ομόρριζα:

bag (Αγγλικά)

sac (Γαλλικά)
saco (Πορτογαλικά)
sacoşă (Ρουμάνικα)

Tasche (Γερμανικά)
taška (Σλοβάκικα)
nákupní taška (Τσέχικα)
tas (Ολλανδικά)

torba (Πολωνικά, Σλοβενικά αλλά και Κροάτικα)
торба (Βουλγαρικά)

borsa (Ιταλικά)
bolsa (Ισπανικά)

kassi (Φινλανδικά)
kasse (Σουηδικά)

kott (Εσθονικά)

mála (Γαελικά -της Ιρλανδίας δηλαδή)

pose (Δανέζικα)

soma (Λετονικά)

krepšys (Λιθουανικά)

basket (Μαλτέζικα)

vászonszatyor (Ουγγρικά)

τσάντα (Ελληνικά)

Οι επίσημες γλώσσες της ΕΕ είναι 24 αλλά προφανώς το σχέδιο της τσάντας θα φτιάχτηκε πριν γινει η ένταξη της Κροατίας (τον Ιούλιο του 2013). Πάντως, στα κροάτικα η τσάντα ειναι επίσης torba και το πρόσθεσα στον πίνακα για λόγους πληροτητας.

Κάθε τέτοιο εγχείρημα, να παραθέσεις δηλαδή μια λέξη σε πολλές γλώσσες, έχει βέβαια ενδιαφέρον αλλά έχει και μια αδυναμία, ότι συνήθως σε μια γλώσσα υπάρχουν αρκετές λέξεις που περιγράφουν ένα πράγμα ή μια έννοια, μεταξύ άλλων επειδή το πράγμα μπορεί να έχει αρκετά είδη και παραλλαγές. Τη σχολική τσάντα τη λέγαμε παλιότερα σάκα, στα χρόνια μου τουλάχιστον, σημερα ολοι κυκλοφορούν με σακίδιο, μια μορφή κρεμαστής τσάντας ειναι και το ταγάρι ενώ ο Καζαντζάκης όταν έγραφε την Οδύσεια κουβαλούσε τα χειρόγραφα σε μια βούργια. Φυσικά, πολλές λέξεις για το ιδιο πράγμα και τις παραλλαγές του υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες -για παράδειγμα, στα αγγλικά η κρεμαστή τσάντα του ώμου μπορεί να λεγεται satchel, το σακίδιο backpack και η στενή τσάντα χειρός για το γραφείο, που τη λέμε στα ελληνικά κάποτε ‘χαρτοφύλακα’, λεγεται briefcase ή attaché case.

Αλλά αν αρχίσουμε να τσαντολογούμε δεν θα τελειώσουμε ποτέ -τα παραπάνω τα αναφέρω μόνο και μόνο για να πω ότι απο τον παραπάνω κατάλογο λέξεων δεν μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το αν υπάρχουν ομόρριζα μιας λέξης σε άλλες γλώσσες, διότι μπορεί να υπάρχουν και να μην αναφέρονται. Ας πούμε, αν κρίνουμε μόνο με βάση τον κατάλογο θα πούμε ότι η ελληνική «τσάντα» είναι ανάδελφη, κι όμως στα βουλγάρικα, πέρα από τη λέξη που δίνεται πιο πάνω υπάρχει και το αντίστοιχο της τσάντας, чанта.

Λοιπόν, έχω ομαδοποιήσει τις λέξεις σε ετυμολογικές οικογενειες και θα σχολιάσω κάποιες από αυτές.

Η δική μας η τσάντα είναι δάνειο από τα τουρκικά, çanta (όταν το c έχει τσιγκελάκι από κάτω στα τούρκικα, ç, προφέρεται τσ, ενώ όταν δεν έχει προφέρεται τζ, έτσι cam το τζάμι και çam το τσάμι, το πεύκο).

Η αγγλική bag είναι μάλλον παλαιοσκανδιναβικής ή παλαιογερμανικής προέλευσης και δεν φαίνεται να έχει αντίστοιχα σε άλλες λέξεις του καταλόγου.

Το γερμανικό Tasche κάνει διπλή βάρδια. Σημαινει «τσάντα», σημαίνει όμως και «τσέπη»: τα βιβλία τσέπης λέγονται Taschenbücher, ενώ Taschengeld (κατά λέξη «λεφτά τσέπης») είναι το χαρτζιλίκι. Η γερμανική λέξη ανάγεται στο παλαιογερμανικό tasca, taska αλλά πιο πέρα είναι άγνωστη η προέλευση. Συγγενικό και το ολλανδικό tas, ενώ τα τσεχοσλοβάκικα αντίστοιχα πρέπει να είναι δάνεια από τη γερμανική λέξη, που έχει επίσης περάσει στα ρώσικα.

Σε τρεις γλώσσες έχουμε το torba -τέσσερις μαζι με τα βουλγάρικα που απλώς γράφονται σε αλλο αλφάβητο. Πρόκειται για τουρκικό δάνειο, που το βρίσκουμε και στις άλλες γλώσσες της πρώην Γιουγκοσλαβίας (σλοβενικα, σέρβικα, ακατονόμαστα) αλλά βεβαίως και στα ελληνικά, όπου το τουρκικό torba έχει περάσει ως ντορβάς και τορβάς (και (ν)τουρβάς).

Στα σημερινά ελληνικά, ο τορβάς δεν είναι τσάντα αλλά υφαντή ή πάνινη σακούλα όπου βάζει ο γεωργός το ψωμί του, ταγάρι δηλαδή, ή την τροφη του ζώου, ταΐστρα δηλαδή. Όμως η λέξη πιο πολυ επιζεί χάρη στην παγιωμένη φράση «έβαλε το κεφάλι του στον τορβά», που τη λέμε όταν κάποιος εκτιθεται, διακινδυνεύει τη φήμη, την ακεραιότητα, ακόμα και τη ζωή του. Στον ντορβά βάζανε τα κεφάλια των επικηρυγμένων ληστών και τα προσκόμιζαν στις αρχές για να εισπράξουν το σχετικό ποσό. Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου έχει δηλώσει ότι το 2009 έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά για να σώσει την Ελλάδα. Το σλανγκρ αποδελτιώνει ενα ωραίο παράθεμα: Ποιος να δεχτεί να βάλει το κεφάλι του στον τορβά για ένα ζήτημα που ισορροπεί μεταξύ άγραφου εθιμικού δικαίου και καραμπινάτης παρανομίας;

Αλλά επιστρέφουμε στις άλλες λέξεις με τσάντες. Στα ισπανικά και στα ιταλικά έχουμε bolsa και borsa αντιστοίχως. Όπως γράψαμε σε σχετικά πρόσφατο άρθρο, οι λέξεις αυτές έχουν ελληνική αρχή. Από την αρχαία βύρσα, το δέρμα ζώου που το κατεργαζόμαστε (απ’ οπου και ο βυρσοδέψης), έχουμε το λατινικό bursa/ byrsa, που σημαίνει αρχικά δέρμα, και στη συνέχεια, στα μεσαιωνικά λατινικά, σημαίνει επίσης τον δερμάτινο σάκο, και αργότερα κατ’ επέκταση το πουγγί, που κι αυτό δερμάτινο ήταν, και κατ’ επέκταση το χρηματικό ποσό που προορίζεται να καλύψει τις ανάγκες μιας ομάδας ανθρώπων ή το επίδομα που χορηγείται σε κάποιον -απ’ όπου το bourse = υποτροφία.

Ταυτόχρονα, καθώς αναδύονται οι γλώσσες-επίγονοι της λατινικής, έχουμε τη λέξη borse/bourse στα γαλλικά με τη σημασία του πουγγιού, και borsa στα ιταλικά, ενώ εμφανίζεται και το παλαιοαγγλικό pursa (πουγγί) απ’ όπου το σημερινό purse, αρχικά πορτοφόλι (και αργότερα η γυναικεία τσάντα). Από εκεί και το bolsa/borsa για τις τσάντες, ενώ και στα πορτογαλικά υπάρχει η λέξη bolsa, αλλά αυτός που έφτιαξε τον κατάλογο λέξεων προτίμησε το επίσης κοινό saco, σαν εκπρόσωπο της πορτογαλικής.

Που μας φέρνει στην επόμενη οικογένεια, με το γαλλ. sac, το πορτογαλικό saco και το ρουμάνικο sacoşă, που και αυτή έχει ελληνικό ενδιαφέρον, αφού όλες αυτες οι λέξεις ανάγονται στο λατινικό saccus, το οποίο με τη σειρά του ανάγεται στο ελληνικό σάκκος ή σάκος -ήδη από την αρχαιότητα η λέξη γράφεται με δυο τρόπους αν και συχνότερο είναι το διπλό κ. Και φυσικά δεν είναι μόνο αυτές οι λέξεις, διότι υπάρχει και το αγγλικό sack, που έχει πάρει τόσες πολλές σημασίες που θα άξιζε άρθρο μόνο γι’ αυτες, ή το γερμανικό Sack ή το ολλανδικό Zak και άλλα πολλά ανάλογα.

Νιώθουμε βέβαια περηφάνεια που ολες αυτές οι λέξεις έχουν την αρχή τους στην ελληνική λέξη, αλλά κι αυτή δάνειο ειναι σύμφωνα με τα ετυμολογικά λεξικά και δη σημιτικό (πρβλ το σημερινό εβραϊκό saq) οπότε αν είναι να εισπράττουμε 5 σεντς του ευρώ κάθε φορά που οι αγγλογάλλοι γράφουν τη λέξη sac/sack κτλ. ισως θα πρέπει να δώσουμε ποσοστά και σε άλλους.

H τελευταία ετυμολογική μας οικογένεια είναι το σουηδικό kasse και το φιλανδικό kassi, που ισως ανάγονται στο λατινικό capsa (κουτί, θήκη) απ’ οπου και η δική μας κάψα, οχι του ήλιου αλλά του καψουλιού (αλλά και η κάσα).

Μας έμειναν οι ανεξάρτητοι μεμονωμένοι, αντιστοιχα της τσάντας σε διάφορες εξωτικές γλώσσες, που δεν τις κατέχω καθόλου και δεν μπορώ να τις διερευνήσω. Εξαίρεση το μαλτέζικο basket, που ολοφάνερα παραπέμπει στο αγγλικό (στο καλάθι, οχι στο άθλημα). Βρίσκω πάντως ότι οι Μαλτέζοι έχουν και τη λέξη bolza για την τσάντα (βλ. παραπάνω). Ίσως  υπάρχει μια συναρπαστική ιστορία για το πώς στα μαλτεζικα η λέξη για το καλάθι έφτασε να χρησιμοποιείται και για την τσάντα (αν και δεν είναι και τοσο μακριά οι σημασιες) αλλά αυτήν θα ταίριαζε περισσότερο να την αφηγηθεί ένα μαλτέζικο ιστολόγιο -ας μην μπούμε στα χωράφια του κι ας σταματήσουμε εδώ τον γύρο της Ευρωπης με μια τσάντα!

Posted in Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Συγκριτικά γλωσσικά | Με ετικέτα: , , , | 218 Σχόλια »

Ερντογανικά μεζεδάκια

Posted by sarant στο 9 Δεκεμβρίου, 2017

Προφανής ο τίτλος του σημερινού πολυσυλλεκτικού μας άρθρου, αφού η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου κυριάρχησε στις ειδήσεις της εβδομάδας που μας πέρασε -ενώ μάς χάρισε και κάμποσα από τα μεζεδάκια της πιατέλας.

Περιέργως δεν είδα πουθενά να συζητιέται το… φλέγον θέμα της προφοράς -και άρα της ακριβούς μεταγραφής- του επωνύμου του Τούρκου ηγέτη ενώ παλιότερα έχει συζητηθεί, τόσο στο ιστολόγιο όσο και ευρύτερα. Ο μουσαφίρης μας γράφεται Recep Tayyip Erdoğan, το οποίο συμβατικά το μεταγράφουμε Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρόλο που το ğ προφέρεται σχεδόν αδιόρατα ή και καθόλου, ενώ η λέξη τονίζεται στην πρώτη συλλαβή: ακριβέστερο θα ήταν ίσως το Έρντοαν αλλά ο Μήτσος το προφέρει Ερντογάν. (Εδώ που τα λέμε, και στο Ταγίπ το γ δεν προφέρεται και τόσο).

* Και μια και ξεκινάμε με την επίσκεψη Ερντογάν ξέρετε ποια τραγούδια ακούστηκαν κατά το επίσημο δείπνο που παρατέθηκε;

Σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, ακούστηκαν διεθνείς επιτυχίες Ελλήνων συνθετών, μεταξύ των οποίων και τα τραγούδια «Πάρε τη θλίψη μου μακριά», του Μάνου Χατζιδάκι και το «Μεταξύ Σύρου και Τζιάς»,  του Μίκη Θεοδωράκη!

Τι κι αν έγραψε ο Ελύτης (δικοί του είναι οι στίχοι) «Ανάμεσα Σύρο και Τζια«; Τα σαΐνια του Κομιστή δεν το έχουν ακούσει, είδαν τους μεταφρασμένους στα αγγλικά τίτλους στο πρόγραμμα της βραδιάς και ξαναμετέφρασαν προς τα ελληνικά -πάλι καλά που δεν το είπαν «Μεταξύ Σύρου και Κέας»!

Το δε τραγούδι του Χατζιδάκι έγινε εντελώς αγνώριστο. Δεν είναι βέβαια «Πάρε τη θλίψη μου μακριά» αλλά «Έλα πάρε μου τη λύπη«. Αλλά πού να ξέρουν από Χατζιδάκι οι κομιστές;

* Για την ίδια την επίσκεψη εγώ δεν θα γράψω, διότι σήμερα δεν σχολιάζω (πολύ) σοβαρά. Αν θέλετε λέτε εσείς τη γνώμη σας στα σχόλια. Ανεξάρτητα όμως από την εκτίμηση που έχει κανείς για την επίσκεψη Ερντογάν, νομίζω πως το βραβείο χάλκευσης ειδήσεων το κερδίζει ο δημοσιογράφος Θάνος Αθανασίου, που έγραψε το άρθρο με τον ευφάνταστο τίτλο:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διαφημίσεις, Επικαιρότητα, Κοτσανολόγιο, Λογοτεχνία, Μαργαριτάρια, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , | 130 Σχόλια »

Παροιμίες, παροιμιακές εκφράσεις και μετάφραση στο συνέδριο της ΕΛΕΤΟ

Posted by sarant στο 13 Νοεμβρίου, 2017

Την περασμένη βδομάδα έγινε στην Αθήνα το 11ο συνέδριο «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία» που το διοργάνωσε η ΕΛΕΤΟ, η Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας, με συνδιοργανωτές το ΕΚΠΑ, το ΑΠΘ, το ΤΕΕ και άλλους φορείς σχετικούς με τη γλώσσα και την ορολογία.

Είχα την τιμή και τη χαρά να πάρω μέρος στην ανοιχτή συζήτηση με την οποία έκλεισε το συνέδριο, το απόγευμα του Σαββάτου. Παρουσίασα μιαν εισήγηση την οποία θα δημοσιεύσω πιο κάτω. Στη συζήτηση πήραν επίσης μέρος με εισηγήσεις η φίλη μεταφράστρια και καθηγήτρια του ΑΠΘ Τιτίκα Δημητρούλια, ο ποιητής Κώστας Κουτσουρέλης, ο συγγραφέας και μαθηματικός Τεύκρος Μιχαηλίδης, η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ και μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα, ο φιλόλογος Γιώργος Τράπαλης και η φίλη και παλιά συνάδελφος Κατερίνα Τοράκη. Συντονιστής ήταν ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ Θ.Π.Τάσιος.

Όλες οι συζητήσεις ήταν πολύ ενδιαφέρουσες για καποιον που ασχολείται με τη γλώσσα και τη μετάφραση και δεν αποκλείεται στο μέλλον να παρουσιάσω από το ιστολόγιο και κάποιαν άλλη από αυτές. Αλλά και οι καθαυτό ανακοινώσεις του Συνεδρίου ήταν ενδιαφέρουσες αν και αναγνωρίζω πως απευθύνονταν σε μάλλον ειδικό κοινό. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ τις περιλήψεις -εμένα μου κίνησαν το ενδιαφέρον ιδίως η ανακοίνωση του γλωσσολόγου Ασημάκη Φλιάτουρα για τη λαϊκή και διαλεκτική ορολογία, καθώς και η ανακοίνωση του Παναγιώτη Κριμπά για τα ελληνογενή εκκλησιαστικά δάνεια στις ανατολικές σλαβικές γλώσσες.

Όμως και οι άλλες ανακοινώσεις είχαν κάτι ενδιαφέρον διότι, ακόμα κι αν κάποιος αισθάνεται απέχθεια για έναν τομέα, π.χ. για τον τραπεζικό τομέα, όταν είναι μεταφραστής είναι αναγκασμένος να έχει μια στοιχειώδη εξοικείωση με τη σχετική ορολογία διότι, απλούστατα, μπορεί αύριο να βρεθεί αντιμέτωπος με την ορολογία αυτή σε ένα κείμενο που θα κληθεί να το μεταφράσει.

Η ΕΛΕΤΟ εδώ και χρόνια υπηρετεί την ελληνική γλώσσα και ορολογία. Δεν συμφωνώ πάντοτε με τις προτάσεις της (και το έχω εκφράσει και δημόσια, πάνω από μία φορά, τόσο στο ιστολόγιο όσο και σε άλλα γλωσσικά φόρουμ) ωστόσο δεν είναι σωστό να περιμένεις να συμφωνείς απόλυτα με κάποιον για να συνεργαστείς μαζί του, αλλιώς το μόνο που θα κάνεις θα είναι να ειρωνεύεσαι από το Φέισμπουκ όσους προσπαθούν να προσφέρουν κάτι. Συνεργάζονται άλλωστε στενά με την ΕΛΕΤΟ αρκετοί επιφανείς Έλληνες γλωσσολόγοι, πολλοί από τους οποίους είχαν ανακοινώσεις στο πρόσφατο Συνέδριο. Η ΕΛΕΤΟ πρωταγωνιστεί επίσης στο Ελληνικό Δίκτυο Ορολογίας, στο οποίο συμμετέχω κι εγώ υπηρεσιακά, ένα δίκτυο που φιλοδοξεί να βοηθήσει στην καθιέρωση και χρήση κοινώς αποδεκτής ελληνικής ορολογίας.

Θα παρουσιάσω εδώ την εισήγησή μου, με βάση το γραπτό κείμενο που είχα ετοιμάσει. Οι τακτικοί αναγνώστες του ιστολογίου θα διαπιστώσουν πως αρκετά από αυτά που είπα είναι παρμένα από δύο άρθρα, ένα πρόσφατο και ένα παλαιότερο.

Στη συζήτηση που ακολούθησε, με βάση και τις εισηγήσεις άλλων συνεισηγητών, διατύπωσα την ευχή να γίνουν εργασίες αποδελτίωσης Ελλήνων λογοτεχνών με απώτερο σκοπό να συνταχθεί κάποτε ένα λεξικό που θα περιέχει όλες αυτές τις αποθησαυρισμένες λέξεις, που δεν τις έχουν (και καλώς δεν τις έχουν) τα γενικά λεξικά -κάτι τέτοιο είχε οραματιστεί, θαρρώ, ο Λίνος Πολίτης.

Παροιμίες, παροιμιακές εκφράσεις και μετάφραση

Οι παροιμίες και οι παροιμιακές εκφράσεις θέτουν ιδιαίτερες προκλήσεις στον μεταφραστή –και ιδίως τον μεταφραστή λογοτεχνίας, αφού αυτά τα σχήματα ευδοκιμούν κυρίως στην πεζογραφία και σε άλλα είδη έντεχνου πεζού λόγου (απομνημονεύματα, χρονογραφήματα κτλ.) Βέβαια, δεν είναι ομοιογενής η παρουσία τους –κάποιοι συγγραφείς αποφεύγουν παροιμίες και εκφράσεις ενώ άλλα έργα βρίθουν από παροιμιακό λόγο, όπως π.χ. το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή, από το οποίο και θα αντλήσω κάποια παραδείγματα στη συνέχεια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εκδηλώσεις, Μεταφραστικά, Ορολογία, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | 107 Σχόλια »

Ο Ρένος Αποστολίδης, ο Καζαντζάκης και οι συκοφαντίες

Posted by sarant στο 16 Μαΐου, 2017

Και σήμερα θα έχουμε άρθρο σχετικό με τον Καζαντζάκη, μετά το προχτεσινό που το αφιερώσαμε στην Οδύσειά του.  Σήμερα, παρόλο που δεν είναι Κυριακή, διότι το θέμα μας δεν είναι φιλολογικό όπως θα δείτε.

Με την πρόσφατη φασαρία για το χαμένο σίγμα της Οδύσειας του Καζαντζάκη, έγιναν στα κοινωνικά μέσα συζητήσεις για τον μεγάλο λογοτέχνη, και σε αυτές είδα να αναπαράγεται, και μάλιστα πάνω από μία φορά, κάτι που το θεωρώ ψευδές, αποτέλεσμα συκοφαντίας. Κι επειδή ένας βασικός σκοπός του ιστολογίου είναι ανασκευάζει μύθους, ψέματα και λαθροχειρίες, γράφω το σημερινό σημείωμα.

Λοιπόν, η άποψη που είδα να διατυπώνεται στις διαδικτυακές αυτές συζητήσεις είναι ότι, όταν έγινε η σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956, ο Καζαντζάκης χαιρέτισε τον σοβιετικό στρατό.

Η μοναδική πηγή γι’ αυτόν τον ισχυρισμό είναι μια τηλεοπτική συνέντευξη του Ρένου Αποστολίδη, που θα τη δούμε παρακάτω. Παλιότερα είχα αντέξει να δω αυτη την εκπομπή, που υπάρχει σε συνέχειες στο Γιουτούμπ και ειχα ερευνήσει το θέμα, χωρίς να βρω την παραμικρή τεκμηρίωση για τον ισχυρισμό του Αποστολίδη. Βλέποντας τώρα ότι ο ισχυρισμός έχει γίνει πιστευτός, αφού τον επανέλαβαν δυο ή τρεις διαφορετικοί συνομιλητές μου, αποφάσισα να γράψω το σημερινό άρθρο.

Πρέπει εκ προοιμίου να δηλώσω ότι έχω κάκιστη ιδέα για τον Ρένο Αποστολίδη (1924-2004), σε ηθικό κυρίως επίπεδο. Ο λόγος για τον οποίο έχω αυτή την κάκιστη ιδέα δεν είναι η αφόρητη έπαρσή του, που στάζει από την οθόνη μόλις τον δείτε να μιλάει για λίγο, δεν είναι ότι εισέβαλε στη Βουλή επικεφαλής ακροδεξιών τραμπούκων το 1964 ούτε ότι συνεργάστηκε με τη δικτατορία επιβάλλοντας σε όλες τις εφημερίδες να δημοσιεύουν διηγήματα από την ανθολογία του.

Αυτό που για μένα είναι ασυγχώρητο αμάρτημα είναι ότι το 1996, όταν ήταν αρχηγός της ΝΔ ο Μιλτιάδης Έβερτ, και γινόταν θόρυβος στις εφημερίδες για τα σαρδάμ του και την (υποτιθέμενη ή πραγματική, δεν θα το συζητήσω τώρα) πνευματική του ανεπάρκεια, ο Ρένος Αποστολίδης βγήκε και δήλωσε ότι είχε μαθητή τον 15χρονο Μιλτιάδη Έβερτ στο γυμνάσιο στην Ε’ Οκταταξίου και ότι ο μαθητής του ήταν «κάκιστος, ο χειρότερος που είχα στη ζωή μου», ότι έγραφε την Ιαπωνία «Η Απονία», ότι «δεν ήξερε το αλφάβητο» και ότι «είχε στίγματα ιδιωτείας». (Συνέντευξη του Ρένου στο περιοδικό Γυναίκα τχ. 1126 και τα ίδια στον ραδιοσταθμο Flash, με ευρεία αναδημοσίευση στον Τύπο της εποχής). Αυτά τα θεωρώ απαράδεκτα, όχι επειδή σαράντα χρόνια μετά είναι αδύνατο να αποδειχτούν αλλά διότι διαρρηγνύουν την ιερή σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον δάσκαλο και στον μαθητή -το βρίσκω χειρότερο από το να βγει ο ιερωμένος και να σχολιάσει δημόσια κάτι που έμαθε στην εξομολόγηση ή ο γιατρός να κοινολογήσει το ιστορικό του ασθενή του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εφημεριδογραφικά, Λαθροχειρίες, Πρόσφατη ιστορία, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 330 Σχόλια »

Αφού μας θύμισαν την Οδύσεια του Καζαντζάκη…

Posted by sarant στο 14 Μαΐου, 2017

Άλλο φιλολογικό άρθρο είχα σκοπό να δημοσιεύσω σήμερα, αλλά με άρπαξε από το μανίκι η επικαιρότητα -δεν γίνεται κάθε μέρα (παρα)πολιτικός καβγάς για ένα λογοτεχνικό έργο! Εννοώ βέβαια την Οδύσεια του Καζαντζάκη, που πολυτελές ομοιότυπο της πρώτης έκδοσης του 1938 χάρισε ο Αλέξης Τσίπρας στους Κινέζους επισήμους στο Πεκίνο. Το όλο θέμα θα περνούσε απαρατήρητο (ποιος προσέχει τα δώρα των επισήμων και ποιος τα θυμάται; ) αν δεν ήταν η παχυλή αμάθεια και η αντιπολιτευτική εμμονή των ανάξιων εραστών της αριστείας, που με μπροστάρη τον Σκάι και διάφορα στελέχη της ΝΔ βγήκαν στα κεραμίδια για να κράξουν τον… ανορθόγραφο τίτλο του βιβλίου ή το κακέκτυπο αντίτυπο που χάρισε ο Τσίπρας, δείχνοντας έτσι ότι αγνοούσαν πως ο Καζαντζάκης, πέρα από τη μετάφραση που έκανε στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου μαζί με τον Κακριδή, που είναι πασίγνωστη επειδή πολλές γενιές μαθητών τη διδάχτηκαν στο Γυμνάσιο, είχε επίσης γράψει κι ένα δικό του ποίημα, την Οδύσεια, ένα μνημειώδες αν μη τι άλλο για το μέγεθός του έργο με 33.333 στίχους (δηλαδή εκτενέστερο από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου μαζί).

Αυτήν την Οδύσεια ο Καζαντζάκης την έγραφε πολλά πολλά χρόνια -αν διαβάσετε τα 400 γράμματά του στον Πρεβελάκη θα δείτε τον διαρκή αγώνα και την αγωνία του. Ακόμα κι όταν έγραφε άλλα έργα, δούλευε παράλληλα και την Οδύσεια -για παράδειγμα, στην επιστολή αρ. 55, σταλμένη τον Ιούνιο του 1928 από τη Μόσχα, «Δουλεύω καλά και κάποτε γράφω σκορπιστά μερικούς στίχους Οδύσεια«. Ή, τον Ιούνιο του 1931 από το Gottesgab (Μπόζι Νταρ στα τσέχικα, πόλη της τότε Τσεχοσλοβακίας στα σύνορα με τη Γερμανία): «Γαλήνη, ήλιος, έλατα, μυρωδιά νιοθέριστου χόρτου -και μπροστά μου πάλι το πέλαγο της Οδύσειας«. Εφτά φορές θαρρώ έγραψε όλο το έργο από την αρχή, ώσπου να εκδοθεί το 1938, σε 301 αντίτυπα, σε μονοτονικό σύστημα και με απλοποιημένη ορθογραφία -χωρίς διπλά σύμφωνα, χωρίς αυ και ευ. Γι’ αυτό, Οδύσεια.

Στην Β’ έκδοση του 1957, τηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής, άρα πολυτονικό, διπλά σύμφωνα, αυ και ευ. Δεν είμαι ειδικός στον Καζαντζάκη και δεν ξέρω για ποιο λόγο έγινε αυτό. Την επιμέλεια την είχε ο Ε. Κάσδαγλης, πάντως, στον οποίο ο Καζαντζάκης έστελνε διαρκώς γράμματα από το εξωτερικό, δίνοντάς του εντολή να αλλάξει τον τάδε ή τον δείνα στίχο, ενώ του είχε δώσει και το ελεύθερο να κάνει μικροαλλαγές για λόγους μέτρου στο κείμενο. Από τότε, Οδύσσεια -στην τρέχουσα έκδοση που θα βρείτε στα βιβλιοπωλεία. Αλλά η πολυτελής επανεκτύπωση της πρωτης έκδοσης, που έγινε το 2006, κράτησε φυσικά τον αρχικό τίτλο -και αυτό το αντίτυπο δωρίστηκε στο Πεκίνο.

Δεν ξέρω αν έχει γίνει σύγκριση της πρώτης με τη δεύτερη έκδοση για να φανούν οι αλλαγές, ούτε αν έχουν σωθεί όλα τα προηγούμενα σχεδιάσματα του έργου. Κάποια αποσπάσματα έχουμε από τις προηγούμενες μορφές και για να πάρετε μια ιδέα, δίνω στο τέλος του άρθρου ένα μικρό κομμάτι. Οπωσδήποτε, το τεράστιο μέγεθος του έργου δυσχεραίνει τέτοιες μελέτες. Ούτε υπάρχει, θαρρώ, πλήρες γλωσσάρι της Οδύσειας, που θα ήταν ηράκλειο έργο. Ο Πρεβελάκης ξεκίνησε το 1932 να κάνει γλωσσάρι και τελείωσε το πρώτο μισό (ραψωδίες Α-Κ) βασισμένος όμως σε χειρόγραφο της Οδύσειας που τελικά υπέστη αρκετές τροποποιήσεις ώσπου να τυπωθεί. Έτσι το γλωσσάρι του, που μπορείτε να το βρείτε στο Διαδίκτυο ενταγμένο σε πανεπιστημιακή διατριβή, καταχωρεί και λέξεις που δεν συμπεριλήφθηκαν τελικά στην έκδοση του 1938.

Με την ευκαιρία, μια διευκρίνιση για τις λέξεις του Καζαντζάκη. Χτες, σε κάποια διαδικτυακή συζήτηση, είδα να διατυπώνεται η άποψη ότι «ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί χιλιάδες δικές του λέξεις». Δεν είναι ακριβές αυτό, παρά μόνο στις σύνθετες και παράγωγες λέξεις, όπου πράγματι ο Καζ. όπως και κάθε συγγραφέας φτιάχνει δικές του λέξεις -ας πούμε, δροσόκορμος (με δροσάτο κορμί) ή κυπαρισσοφραγή (φράχτης από κυπαρίσσια). Αλλά οι απλοί όροι είναι όλοι τους (όσους έχω τσεκάρει, τουλάχιστον) υπαρκτές λέξεις της νεοελληνικής και των διαλέκτων της. Σε κάποιο γράμμα προς τον Πρεβελάκη λέει ότι το πολύ να έχει πλάσει δέκα δικές του λέξεις στην Οδύσεια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Επικαιρότητα, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , | 229 Σχόλια »

Ο Ιούδας όπως τον είδε ο Κώστας Βάρναλης

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2017

Ακόμα η πασχαλινή αύρα δεν έχει φύγει, η μέρα είναι αργία με χαλαρούς ρυθμούς, σαν Κυριακή, οπότε ταιριάζει μια αναφορά στον τρόπο που είδε η λογοτεχνία τον Ιούδα Ισκαριώτη, τον μαθητή που πρόδωσε τον Ιησού. Παίρνω αφορμή από κάποια σχόλια που έγιναν στο προχτεσινό μας άρθρο που ήταν αφιερωμένο στο απεχθές έθιμο του καψίματος του Ιούδα.

Πολλοί λογοτέχνες προχώρησαν πέρα από τα όσα παραδίδονται στα Ευαγγέλια, είδαν την πράξη του Ιούδα όχι σαν προδοσία για το χρήμα αλλά σαν αποτέλεσμα άλυτων εσωτερικών αντιφάσεων. Το θέμα είναι εκτενές και δεν έχω σκοπό να το αναλύσω, απλώς θα αναφέρω τον τρόπο που είδε τον Ιούδα ο Νίκος Καζαντζάκης στον Τελευταίο πειρασμό ή ο Μπόρχες στο διήγημά του για τα τρία πρόσωπα του Ιούδα.

Όμως αντί για φιλολογική ανάλυση, προτιμώ να παραθέσω ένα ολόκληρο ποίημα, που δείχνει την πρόσληψη του Ιούδα από τον Κώστα Βάρναλη.

Θα διαβάσουμε σήμερα την ενότητα «Η αγωνία του Ιούδα» από το πρώτο μέρος των Σκλάβων Πολιορκημένων του Βάρναλη, μια εισαγωγή σε (ποιητικό) πεζό ακολουθούμενη από 13 πεντάστιχες στροφές. Θεωρώ ότι πρόκειται για ποίημα εκτυφλωτικής ποιητικής αρτιότητας στο δύσκολο πεντάστιχο που κι άλλη φορά το έχει χρησιμοποιήσει ο Βάρναλης στην ίδια ποιητική σύνθεση, και ιδίως στους «Πόνους της Παναγιάς». Στο τέλος σχολιάζω κάποια λεξιλογικά.

Η Αγωνία του Ιούδα
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφοβράση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθεια του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί. Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ ένα λόφον από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κι η απελπισιά καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του, καθώς τα σφίγγει, παίρνουνε, θαρρείς, το σκήμα του φιλιού.

Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, — αγκομαχώ!
Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αυτή, που αστράβει.

Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, —
την ερημιά βαρέθηκα κι η πόλη δε μας θέλει!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Πασχαλινά, Ποίηση | Με ετικέτα: , , | 79 Σχόλια »

Περί σκότους (δοκίμιο του Κώστα Βάρναλη)

Posted by sarant στο 26 Ιουνίου, 2016

Πριν από δεκαπέντε μέρες είχα παρουσιάσει στο ιστολόγιο μια παλιά συνέντευξη του ποιητή Κώστα Βάρναλη στον Γ. Κοτζιούλα και στο Μπουκέτο (1932). Στη συνέντευξη αυτή ο Βάρναλης είχε αναφερθεί και στον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό, και ο φίλος μας ο Κόρτο παρουσίασε κάποια αποσπάσματα από ένα δοκίμιο («Περί σκότους») που το έγραψε ο Βάρναλης το 1942, μέσα στην Κατοχή δηλαδή, και αργότερα το συμπεριέλαβε στα Αισθητικά-κριτικά του, όταν το 1956 εξέδωσε τα (όχι πλήρη πάντως) Άπαντά του.

Αρχικά, το δοκίμιο γράφτηκε υπό μορφή τεσσάρων χρονογραφημάτων, και ήταν ενταγμένο σε μια έντονη αντιπαράθεση που είχε ανάψει από τις στήλες των εφημερίδων για το σκοτεινό ύφος στη λογοτεχνία, με αφορμή τον Πρόλογο στον Λυρικό βίο του Σικελιανού ο οποίος είχε δημοσιευτεί πρωτύτερα στη Νέα Εστία (στο τεύχος της 1.9.42) και την αντίδραση του Παύλου Παλαιολόγου από το Ελεύθερον Βήμα,  ο οποίος είχε διαμαρτυρηθεί για το σκοτεινό ύφος του Σικελιανού. Στην αντιπαράθεση πήραν μέρος όλοι σχεδόν οι σημαντικοί λόγιοι της εποχής.

Δεν μπορώ να παρουσιάσω από εδώ την αντιπαράθεση -αρκεί να πω ότι ο Αλέξανδρος Αργυρίου, στην Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και της πρόσληψής της, αφιερώνει στο θέμα αυτό 14 μεγάλες σελίδες (σελ. 81-94) στις οποίες κεντρική θέση έχει το δοκίμιο του Βάρναλη και οι αντιδράσεις που αυτό γέννησε.

Να σημειώσω πάντως ότι ένας λόγος που ο Πρόλογος του Σικελιανού είχε φανεί σκοτεινός ήταν και ότι η λογοκρισία είχε διαγράψει κάποια αποσπάσματα, κυρίως όσα ανέφεραν ονόματα Ρώσων όπως του Πούσκιν και του Γκόγκολ (ήταν κανόνας απαράβατος να απαγορεύεται η αναφορά σε λογοτέχνες κρατών με τα οποία είχε πόλεμο η Γερμανία, και αυτό δεν έπιανε μόνο τους Σοβιετικούς αλλά και τους Ρώσους).

Να σημειώσω ακόμα ότι ο Βάρναλης αργότερα φάνηκε να μεταστρέφεται ως προς την αξιολόγηση του Σικελιανού και του Καζαντζάκη, αφού έγραψε (όπως τα μετέφερε πάλι ο φίλος μας ο Κόρτο):

Για Σικελιανό:
Ένας ποιητής τόσο πληθωρικός και μεγαλόστομος, τόσο αληθινός κι αυτάρκης, τόσο εμπνευσμένος κι αριστοτέχνης , που δεν έχει όμοιό του (…) Γιατί ο Σικελιανός είχε τη συνείδηση της ευθύνης απέναντι του Έθνους σαν ένας από τους πνευματικούς του ηγέτες. Και δεν πλεύρισε στον καιρό της κατοχής τον καταχτητή. Αλλά στάθηκε δίπλα στο λαό, που αγωνιζότανε για τη λευτεριά του (…)
Στο θαρραλέο, στον ακέραιο, στον Έλληνα, στον τίμιο πνευματικό πρωταγωνιστή του καιρού του, θα χρωστάει το Έθνος παντοτινήν ευγνωμοσύνη, τόσο παντοτινή κι αθάνατην, όσο το έργο του Ποιητή.

Για τον Καζαντζάκη:
Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, το έργο του είναι καταπληκτικό σε ποσότητα και σε ποιότητα. Σ’ όλα τα είδη του έντεχνου Λόγου στάθηκε θαυμαστός, αλλά πάντοτες έντεχνος. Έγραψε δεκάδες χιλιάδες στίχους και πεζά. Κι όλα με την αγωνία της «έκφρασης μη περαιτέρω». (Έτσι ορίζει το λογοτεχνικόν ωραίο ο Μπενεντέτο Κρότσε…)
Οι νέοι (κι οι γέροι) έχουνε να πάρουνε πολλά διδάγματα απ’ τον Καζαντζάκη…Γιατί κι αν είναι το έργο του μάλλον αρνητικό, έχει δυο μεγάλα προτερήματα, που το σώζουν από κάθε χαλασμό: την ελευθερία της συνείδησης και την περηφάνεια της ελευθερίας.

Κατά τα άλλα, το δοκίμιο μάς θυμίζει ότι και στα χρόνια της Κατοχής γίνονταν ουσιαστικές συζητήσεις και για πνευματικά ζητήματα, εκδίδονταν περιοδικά, ιδρύθηκε το Θέατρο Τέχνης του Κουν, υπήρχε δηλαδή αξιόλογη πνευματική κίνηση.

Παρουσιάζω λοιπόν το δοκίμιο του Βάρναλη, ολόκληρο παρόλο που είναι αρκετά εκτενές, και ευχαριστώ και πάλι τον φίλο μας τον Κόρτο που είχε την πρωτοβουλία αλλά και έκανε τον κόπο να το πληκτρολογήσει.

ΠΕΡΙ ΣΚΟΤΟΥΣ

Με δυσφορία ανακατεύομαι (κι αυτό μονάχ’ από δημοσιογραφικήν υποχρέωση) στην τελευταία συζήτηση περί σαφηνείας ή ασαφείας. Πρώτα – πρώτα γιατί μήτε ο καιρός μήτε ο τόπος είναι κατάλληλος για φιλολογικές συζητήσεις κι έπειτα γιατί φοβόμουνα μήπως η γνώμη μου αποδοθεί σ’ επαγγελματικήν αντιζηλία. Δηλώνω λοιπόν ευθύς από την αρχή, πως δεν έχω τίποτα να μοιράσω με κανέναν: ούτε τη γη με τον κ. Σικελιανό ούτε τον ουρανό με τον κ. Καζαντζάκη. Ομολογώ μάλιστα, πως είμ’ ένας από τους θερμότερους θαυμαστές των στίχων του κ. Σικελιανού, για να λείψει κάθε παρεξήγηση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Δοκίμια, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 94 Σχόλια »