Επειδή έτυχε κάτι έκτακτο (όχι όμως σοβαρό), το άρθρο που ετοίμαζα για σήμερα δεν μπόρεσα να το γράψω, παρόλο που το πάλευα κάμποση ώρα -συμβαίνουν κάτι τέτοια, τι να κάνουμε. Στην αρχή σκέφτηκα να μη βάλω τίποτα, ύστερα είπα, αφού είμαστε σε περίοδο επαναλήψεων ας ανεβάσω κάτι από τα παλιά. Κι έτσι ανεβάζω ένα άρθρο που είχα δημοσιεύσει πρόπερσι, περίπου τέτοιες μέρες. Σε αντίθεση με άλλες επαναλήψεις των προηγούμενων ημερών, τούτη εδώ ανεβαίνει χωρίς καμιά προσθήκη ή αλλαγή, κοπυπαστηδόν, με εξαίρεση τη φωτογραφία. Δεν προλάβαινα να ενσωματώσω τα σχόλια που είχατε κάνει στο προηγούμενο άρθρο (που πολλά ήταν εξαιρετικά), ζητώ συγνώμη.
Αφορμή για το σημερινό άρθρο πήρα απο μια συζήτηση που έγινε στο φόρουμ της Λεξιλογίας, με τον Νίκο Λίγγρη και τον Δόκτορα Ζίμπενμαλ. Συζητούσαμε εκεί την ορολογία των γλωσσικών δανείων και των λοιπών φαινομένων και η κουβέντα ήρθε στο καραόκε, το οποίο, αν δεν το ξέρατε, έχει μέσα του ένα κομματάκι ελληνογενούς λέξης.
Αν δεν το ξέρετε, δύσκολα θα το μαντέψετε. Το καραόκε είναι φυσικά δάνειο από τα γιαπωνέζικα (μέσω των αγγλικών) και, όπως λένε τα λεξικά, αναλύεται σε δύο συνθετικά, το καρα και το όκε. Αυτό το όκε είναι συγκεκομμένος τύπος του okesutora, το οποίο, δύσκολα το μαντεύει κανείς, είναι η προσαρμογή του αγγλ. orchestra στα γιαπωνέζικα, το οποίο βεβαίως ανάγεται (μέσω λατινικών) στην ελληνική ορχήστρα. Και το πρώτο συνθετικό, το καρα- σημαίνει «άδειος, κενός». Επομένως, το καραόκε είναι «κενή ορχήστρα» -αν και δεν είμαι βέβαιος πώς το καταλαβαίνουν το «κενή»· ίσως χωρίς τραγουδιστή.