Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Νικόλαος Πολίτης’

Τον λύκο βλέπεις και τον ντορό γυρεύεις;

Posted by sarant στο 4 Ιανουαρίου, 2023

Ντορός ή τορός είναι τα ίχνη που αφήνει πίσω του το θήραμα και, ειδικότερα, η οσμή που αφήνει το θήραμα και που τη βρίσκουν τα κυνηγόσκυλα. Αλλά βέβαια, όταν έχεις μπροστά σου το άγριο ζώο, που μάλιστα είναι και απειλητικό, είναι περιττό να αναζητείς τα ίχνη. Ή αλλιώς, όταν βλέπεις τον ίδιο τον λύκο τι νόημα έχει να ψάχνεις τα αχνάρια του; Η παροιμία λέγεται όταν κάποιος αρνείται να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει την (δυσάρεστη) πραγματικότητα, όταν εθελοτυφλεί.

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως σημαίνει, περίπου, ό,τι και η στερεότυπη φράση «τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;»

Ο ντορός είναι λέξη με αμφίβολη ετυμολογία. Το ΛΚΝ δεν δίνει καμία, μόνο ένα σκέτο ερωτηματικό, ενώ το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει με επιφύλαξη ότι ίσως προέρχεται από το αλβανικό toruam που σημαίνει «ίχνος θηράματος» και δίνει και ως λιγότερο πιθανή την  προέλευση από τουρκ. töre «συνήθεια». Σημειώνω εδώ ότι ο Ν. Πολίτης θεωρεί ότι η λέξη «ντορός» ετυμολογείται από το αρχαίο «τορός».

Εκτός από την κυνηγετική χρήση του, μεταφορικά ντορός είναι η πεπατημένη, ο συνήθης και καθιερωμένος τρόπος διαβίωσης. Μπαίνω στον τορό/ντορό σημαίνει ότι αρχίζω να ακολουθώ ζωή λίγο-πολύ τυποποιημένη και τακτοποιημένη, εξού και η φράση «όταν παντρευτείς, θα μπεις στον ντορό».

Η λέξη υπάρχει σε όλα τα λεξικά. Αναρωτιέμαι όμως αν ξέρουν τη σημασία της οι νεότεροι (ας μας πουν στα σχόλια).

Ο ντορός δεν έχει καμιά σχέση, ετυμολογική ή σημασίας, με το σχεδόν ομόγραφό του, τον ντόρο. Ντόρος είναι ο θόρυβος, η φασαρία, αλλά και οι συζητήσεις και τα σχόλια που προκαλεί ένα γεγονός, θετικά ή αρνητικά, π.χ. Η καινούργια ταινία του έκανε μεγάλο ντόρο. Περιέργως, τα λεξικά προτείνουν (με επιφύλαξη) για ετυμολογία της λέξης «ντόρος» το αρχαίο «τορός», που ήταν επίθετο και σήμαινε «διαπεραστικός, διαυγής» (ήχος).

Να επιστρέψουμε στην παροιμία του τίτλου, που νομίζω πως είναι αρκετά ζωντανή και σήμερα -αν μη τι άλλο, την καταγράφει το σλανγκρ, με την εξήγηση «Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά», όπου θα προσπεράσουμε το «δευτερευόντων λεπτομερειών».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in πεζοπορία, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Χάρτες | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 91 Σχόλια »

Ο θεϊκός καρπός ξανά

Posted by sarant στο 20 Σεπτεμβρίου, 2022

Έχω ταξίδια αυτές τις μέρες, οπότε καταφεύγω στις επαναλήψεις, διότι, όπως λέγαμε τις προάλλες, πώς αλλιώς θα καταφέρω να κρατήσω αδιάσπαστο το σερί της καθημερινής δημοσίευσης;

Θα επαναλάβω λοιπόν ένα άρθρο για το σταφύλι, που είχε δημοσιευτεί το 2016, πριν από έξι χρόνια δηλαδή. Να σημειώσω ότι στο ιστολόγιο έχουμε επίσης δημοσιεύσει άρθρο για τη σταφίδα, καθώς και για τα φρασεολογικά του αμπελιού.

Λοιπόν, το σταφύλι είναι καρπός πανάρχαιος και πολύτιμος. Βρίσκεται μαζί μας από τη Νεολιθική εποχή. Ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσαμε να γράψουμε· για να μην πάρει μεγάλη έκταση το άρθρο δεν θα επεκταθούμε καθόλου στο κρασί (για το οποίο ακόμα δεν έχουμε βάλει άρθρο, και βεβαίως γι’ αυτό μπορεί να γραφτεί επίσης άλλο βιβλίο!) και θα κάνουμε την σχεδόν ιερόσυλη επιλογή να αντιμετωπίσουμε τα σταφύλια σαν ένα φρούτο όπως όλα τα άλλα, ενώ δεν είναι.

Οι αρχαιολόγοι μάς λένε ότι οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες κατανάλωναν σταφύλια, αρχικώς άγρια και μετά καλλιεργημένα, χωρίς να έχουν μάθει να φτιάχνουν κρασί. Οι αρχαίοι συνήθως θεωρούσαν ότι ο Διόνυσος εισήγαγε την άμπελο στην Ελλάδα και τούς έμαθε την τέχνη της οινοποιίας και προς τιμή του τελούσαν τα Διονύσια σε πολλές περιοχές. Στον Όμηρο η αμπελουργία ακμάζει, όπως μαρτυρούν επίθετα σαν το «πολυστάφυλος» και το «αμπελόεσσα» για μέρη κατάφυτα από αμπέλια. Αν και όχι από την αρχή, κάποια διαφοροποίηση των ποικιλιών σε επιτραπέζια σταφύλια και σταφύλια προς οινοποίηση υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα. Τα νωπά σταφύλια οι αρχαίοι τα διατηρούσαν περισσότερο χρόνο μέσα σε κρασί. Φυσικά, τα ξέραιναν κιόλας –αλλά στη σταφίδα έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο.

Οι αρχαίοι έλεγαν άμπελο το φυτό, ενώ για τον καρπό είχαν δυο λέξεις, βότρυς και σταφυλή. Η λέξη βότρυς, που θεωρείται προελληνικό δάνειο, σπάνια χρησιμοποιείται πια, και όταν χρησιμοποιείται σημαίνει το τσαμπί· αλλά η σταφυλή, μέσω του ελληνιστικού υποκοριστικού σταφύλιον έδωσε το δικό μας σταφύλι. Παρομοίως η άμπελος έδωσε το αμπέλι, αλλά αμπέλι σε μας είναι τόσο το μεμονωμένο φυτό, το κλήμα, όσο και, συχνότερα, η έκταση η φυτεμένη με τέτοια φυτά. Η λέξη κλήμα, πάλι, είναι επίσης αρχαία, αλλά στην αρχαιότητα σήμαινε τα κλαδιά του φυτού, που σήμερα τα λέμε κληματσίδες ή κληματόβεργες. Τη διάκριση τη βλέπουμε παραστατικά στο γνωστό ευαγγελικό χωρίο «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα» (Ιωάν. 15:5) δηλαδή ο Χριστός είναι το δέντρο και οι μαθητές τα κλαδιά. Το κλήμα προέρχεται από το ρ. κλω, σπάζω, απ’ όπου και το κλάσμα και η άλλη δύσοσμη λέξη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 131 Σχόλια »

Τι εστί βερίκοκο είπαμε;

Posted by sarant στο 14 Ιουνίου, 2022

Διότι βρισκόμαστε στην εποχή του βερίκοκου -και όχι μόνο. Στο ιστολόγιο αγαπάμε τα φρούτα κι έχουμε γράψει άρθρα για όλα σχεδόν τα οπωρικά, άρθρα που συμπεριλήφθηκαν στη συνέχεια στο βιβλίο «Οπωροφόρες λέξεις» (2013). Τα άρθρα εκείνα τα αναδημοσιεύω κάθε πέντε χρόνια περίπου, για να παίρνω μιαν  ανάσα από το μαγκανοπήγαδο της καθημερινής αρθρογραφίας. Οπότε, σήμερα που έχω και ταξίδι, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, που λέει το κλισέ, για να ξαναπαρουσιάσω το άρθρο για τα βερίκοκα, που τελευταία φορά το είχα (ανα)δημοσιεύσει το 2017, περίπου τέτοιες μέρες και τότε. Το εμπλουτίζω όμως λιγάκι, να διαφέρει από την προηγούμενη δημοσίευση, να μην αισθανθείτε ότι σας ρίχνω.

Άλλα φρούτα βρίσκονται σχεδόν ολοχρονίς στην αγορά, άλλα επί μήνες, άλλα όμως μόνο για λίγες εβδομάδες. Ένα απ’ αυτά τα τελευταία είναι τα βερίκοκα· ακόμα και σήμερα που με την εκμηδένιση των αποστάσεων ο πάγκος του μανάβη γεμίζει καρπούς από μακρινά μέρη, η εποχή του βερίκοκου είναι μάλλον σύντομη, κάτι εβδομάδες τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.

Αλλά, ας δούμε τι εστί βερίκοκο. Και ξεκινάω μ’ ένα πρόχειρο κουίζ. Ποια είναι η απώτερη καταγωγή της λέξης βερίκοκο; Ελληνική, λατινική, αραβική, ινδική ή άλλη; Αν υποθέσατε καταγωγή από την Ανατολή, λυπάμαι αλλά πέσατε έξω. Το φρούτο από την Ανατολή μάς ήρθε, η λέξη που το περιγράφει όχι, τουλάχιστον όχι η λέξη «βερίκοκο». Το βερίκοκο είναι λέξη που έχει περάσει από σαράντα κύματα.

Η σημερινή του επιστημονική ονομασία, στα λατινικά, είναι Prunus armeniaca, παναπεί «αρμένικο δαμάσκηνο» αλλά δεν είναι ούτε δαμάσκηνο ούτε αρμένικο. Οι εγκυκλοπαίδειες λένε πως πατρίδα του ήταν η Κίνα, αλλά είναι γεγονός πως οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι το γνώρισαν (από τις εκστρατείες του Μεγαλέξαντρου ή από τον Λούκουλλο) σαν είδος εισαγόμενο από την Αρμενία κι έτσι τα βερίκοκα τα είπαν armeniaca, αρμενιακά. Κι επειδή το βερίκοκο ωριμάζει νωρίτερα από άλλα παρόμοια φρούτα σαν το ροδάκινο, το είπαν praecoquium, πρώιμο. Η λέξη πέρασε και στα ελληνικά και οι δυο ονομασίες συνυπήρξαν για καιρό, αρμενιακά και πραικόκια (που το γράψαν και με δύο κάπα, πραικόκκια, παρετυμολογία με το κόκκος, που βαστάει ακόμα στη γραφή βερίκοκκο· όσο για την ακόμα συχνότερη ανορθόγραφη παραλλαγή με ύψιλον, βερύκοκκο ή βερύκοκο, δεν έχει καμιά βάση). Καθώς για τους Έλληνες δεν είχε ετυμολογική διαφάνεια η λέξη «πρεκόκια», ήταν εύκολο να εμφανιστεί και τύπος «βρεκόκια». Λέει κάπου ο Διοσκουρίδης, αφού περιγράψει τα περσικά μήλα (δηλ. τα ροδάκινα):

τὰ δὲ μικρότερα, καλούμενα δὲ Ἀρμενιακά, Ῥωμαιστὶ δὲ βρεκόκκια, εὐστομώτερα τῶν προειρημένων ἐστίν.

Διαβάζοντας κανείς τους διάφορους γιατρούς συγγραφείς της ελληνιστικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας, βλέπει να χρησιμοποιούνται για τα βερίκοκα οι εξής ονομασίες: πραικόκκια, πρεκόκια, βρεκόκια, βερεκόκια, βερικόκκια, βερίκοκκα: η αλυσίδα της εξέλιξης της λέξης διαγράφεται αρκετά καλά. Κι έτσι, από τα πραικόκκια που οι έλληνες της ελληνιστικής εποχής τα αντιλαμβάνονταν σαν λέξη λατινική, φτάσαμε στα βερίκοκκα. Η κατάσταση είναι αρκετά μπερδεμένη, πάντως, διότι τυχαίνει ακόμα και ο ίδιος συγγραφέας άλλοτε να θεωρεί τα πραικόκκια συνώνυμα των αρμενιακών και άλλοτε διαφορετικό καρπό.

Έχουμε φτάσει στο βερεκόκκιο ή βερικόκιο της ύστερης αρχαιότητας. Τη λέξη τη δανείζονται οι άραβες, ως μπαρκούκ, ή μάλλον αλ-μπαρκούκ με το άρθρο κι έχει σημασία εδώ το άρθρο, διότι έτσι περνάει η λέξη στα ισπανικά με την κατάκτηση της Ισπανίας από τους Άραβες: albaricoque, και από εκεί στα καταλάνικα abercoc, στα ιταλικά albicocca, στα γαλλικά abricot, στα αγγλικά apricot.

Το αστείο είναι ότι αφού διαδόθηκε η λέξη σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, το barquq στις αραβικές χώρες άλλαξε σημασία και σήμερα σημαίνει «δαμάσκηνο», ενώ το βερίκοκο λέγεται μισμίς.

Να πούμε εδώ ότι ενώ η Δυτική και Βόρεια Ευρώπη έχει ονομασίες για το βερίκοκο που παράγονται από το barquq, το παλιό armeniacum επιβιώνει σε ορισμένες σλαβικές γλώσσες. Πράγματι, από το armeniacum προέκυψε το ιταλ. armellino, που σήμερα ελάχιστα λέγεται στην Ιταλία, έδωσε όμως το γερμανικό Μarille, απ’ όπου το τσέχικο merunka, το πολωνικό morela, το σερβοκροάτικο marelica και μερικά ακόμα.

Στα ελληνικά έχουμε κι άλλες ονομασίες για τα βερίκοκα. Τα λέμε «καϊσιά», που είναι τουρκικό δάνειο (kaysi). Η ρουμάνικη, η βουλγάρικη και η σερβική λέξη για τα βερίκοκα είναι επίσης δάνειο από το kaysi. Στο στρατό είχα γνωρίσει έναν Καϊσίδη κι έναν Βερικοκίδη. Θαρρώ πρόκειται για το ίδιο επίθετο, μόνο που οι πρόσφυγες πρόγονοι του δεύτερου έτυχαν σε πιο δραστήριο ληξίαρχο. Να πω πάντως ότι σε μερικά μέρη καϊσιά αποκαλούνται όχι όλα τα βερίκοκα αλλά μια ιδιαίτερη ποικιλία τους.

Επίσης, τα βερίκοκα τα λένε, π.χ. στη Θράκη, ζερντέλια ή ζαρταλούδια ή ζέρδελα (ή άλλες παραλλαγές). Όλα αυτά είναι από τα τούρκικα επίσης, zerdali, λέξη που προέρχεται από τα πέρσικα, όπου zardalu είναι το βερίκοκο, κατά λέξη, το «κίτρινο δαμάσκηνο» (zar ο κίτρινος). Από εκεί και ο γλωσσοδέτης: Ανέβηκα στην ζερδελιά, την μπερδελιά και την ζερδελομπερδελοκουκκιά, να κόψω ζέρδελα, μπέρδελα και ζερδελομπερδελόκουκκα. Στην Κύπρο τα λένε χρυσόμηλα.

Οι χώρες γύρω από τη Μεσόγειο παράγουν πολλά βερίκοκα –στη Βικιπαίδεια βρίσκω (στοιχεία 2017) πρώτη σε παραγωγή την Τουρκία, με σχεδόν το 1/4 της παγκόσμιας παραγωγής, και την Ελλάδα ενδέκατη στον κόσμο. Ο Καισάριος Δαπόντες στον Κανόνα περιεκτικό λέει πως τα καλύτερα βερίκοκα είναι της Δαμασκού, πράγμα το οποίο συμφωνεί με την τούρκικη παροιμία bundan iyisi Şam’da kayısı, που λέγεται για κάτι πολύ καλό: «το μόνο καλύτερο απ’ αυτό είναι ένα καϊσί από τη Δαμασκό». Από τη Δαμασκό βεβαίως είναι τα δαμάσκηνα, που τα έχουμε δει σε άλλο άρθρο. Πάντως, επειδή όλα τα φρούτα μπερδεύονται, στα πορτογαλικά το βερίκοκο λέγεται damasco, όπως και σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Οι δυο μεγάλες ποικιλίες βερίκοκου στην Ελλάδα είναι οι Διαμαντοπούλου και Μπεμπέκου. Για τη δεύτερη παραδίδεται ότι την παρουσίασε πρώτος ο παραγωγός Μπεμπέκος από την Ασίνη της Αργολίδας. Συνηθίζεται το όνομα του παραγωγού να δίνεται στην ποικιλία, αλλά, όπως είχε επισημάνει στο προηγούμενο άρθρο ο αείμνηστος φίλος μας ο Γς, υπάρχουν κι άλλες ποικιλίες βερικοκιάς με πιο φαντεζί ονόματα: Λαΐς, Νεφέλη, Νηρηίς, Τύρβη, Δαναΐς, Χαρίεσσα, Νεράϊδα κλπ

Η βερικοκιά είναι καρπός εξαιρετικά συγγενικός με την αμυγδαλιά, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται. Μάλιστα, σε ορισμένες ποικιλίες η ψίχα του κουκουτσιού είναι φαγώσιμη και δεν διαφέρει πολύ από το μύγδαλο, όπως έχει αποτυπωθεί στη μανάβικη κραυγή Σαράντα το βερίκοκο – και το κουκουτσι μύγδαλο. Στο προηγούμενο άρθρο μας, ο παλιός φίλος Σπαθόλουρο είχε βρει δημοσίευση σε εφημερίδα: Το αδόμενον υπό των οπωροπωλών: Σαράντα το βερίκοκο, ρίκο-ρίκο-ρίκοκο (Εμπρός 12/9/1906).

Μια και είπαμε το ρίκο-ρίκο-ρίκοκο, ταιριάζει να βάλουμε και την Αλίκη Βουγιουκλάκη να το τραγουδάει για τον Αντρέα Μπάρκουλη, που είχε μάγουλο βερίκοκο:

Στη φρασεολογία μας, η μοναδική εμφάνιση του βερίκοκου είναι στην παροιμιακή φράση που έβαλα στον τίτλο. Παλιότερα λεγόταν σαν απειλή σε κάποιον που κοκορεύεται ή που μας περιφρονεί: Θα σου δείξω εγώ τι εστί βερίκοκο ή Θα σε μάθω τι εστί βερίκοκο! και έτσι την καταγράφει στο γύρισμα του 20ού αιώνα ο Νικόλαος Πολίτης στη συλλογή του. Σήμερα, η σημασία ίσως έχει κάπως μετατοπιστεί, μια και ο Μπαμπινιώτης πλάι στην απειλή δίνει και τη σημασία της «επισήμανσης της ιδιαίτερης δυσκολίας ενός εγχειρήματος».

Το slang.gr αναφέρει ότι η φράση έχει συχνά σεξουαλικό υπονοούμενο, κάτι που δεν είναι αυθαίρετο, αφού πριν πενήντα χρόνια κιόλας, στο 10 του Καραγάτση, υπάρχει το εξής απόσπασμα, σε μια σκηνή όπου εργατοκόριτσα έχουν πιάσει κουβέντα για το σεξ: Οι πιο μικρές σώπαιναν τάχα ντροπιασμένες· με την έκφρασή τους όμως άφηναν να εννοηθεί ότι κάτι ήξεραν από βερίκοκο, κι ας προσποιούνταν την πάπια.

Περιδιαβάζοντας τα σώματα κειμένων βρίσκουμε κυρίως τη φρ. να χρησιμοποιείται ως απειλή, όχι πολύ διαφορετική από την «θα δεις/θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Άλλωστε, οι δυο σημασίες (απειλή / επισήμανση της ιδιαίτερης δυσκολίας ενός εγχειρήματος) τέμνονται. Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα «Νύχτες κι αυγές» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, υπάρχει κάποιος στρατηγός που ο αδελφός του, βουλευτής όντας, τις έφαγε στη Βουλή από έναν αντίπαλο βουλευτή. Οπότε ο στρατηγός στέλνει τον γιο του αντίπαλου βουλευτή στο μέτωπο λέγοντας: «Πήγαινε να μάθεις τι εστί βερίκοκο και να μάθει και ο πατέρας σου να σηκώνει μαγκούρα». Εδώ είναι και απειλή και επισήμανση της δυσκολίας.

H παλαιότερη ανεύρεση της φράσης, όπως είχε βρει το Σπαθόλουρο, είναι στον Ρωμηό του Σουρή, το 1891: Γράμμα που μας απέδειξε με γλαφυρά στοιχεία / το τι εστί βερύκοκο και τ’ είναι πειθαρχία.

Ποια είναι όμως η αρχή της φράσης «τι εστί βερίκοκο», δεν σας το είπα… διότι δεν το ξέρω. Ο Νικόλαος Πολίτης λέει ότι πιθανόν στην αρχή της φράσης να κρύβεται μύθος λησμονημένος. Η δική μου εικασία είναι ότι πιθανόν να πρωτοείπε «θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο» ένας νοικοκύρης που έπιασε κάποιον να του κλέβει τα βερίκοκα. Αλλά αυτό είναι σκέτη εικασία. Οπότε, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν έχουμε ακόμα μάθει τι εστί βερίκοκο, εκτός κι αν καταφύγουμε στον κυκλικό ορισμό που υπάρχει στο γλωσσάριο του πανέξυπνου βιβλίου Ο πάγος του Ξένου Μάζαρη και του Στράτου Μπουλαλάκη: Βερίκοκο είναι αυτό που εστί!

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , | 94 Σχόλια »

Ασθενής και οδοιπόρος, ούτε ωδιπόρος, ούτε διπόρος!

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2022

Παρασκευή σήμερα, πολλοί νηστεύουν, ακόμα κι αν δεν κρατάνε τη Σαρακοστή. Οπότε, ταιριάζει να επαναλάβω ένα παλιό μου άρθρο, που όμως έχω κάμποσα χρόνια να το βάλω στο ιστολόγιο (τελευταία φορά ήταν το 2015).

Υπάρχει όμως κι άλλος λόγος που αποφάσισα την επαναδημοσίευση και όχι μόνο επειδή έχουμε Σαρακοστή. Την περασμένη Παρασκευή, ο Άδωνης Γεωργιάδης, που είχε πάει στη Θεσσαλονίκη για το προσυνέδριο του κόμματος, στάθηκε να φάει ένα πιτόγυρο και θεώρησε καλό να το ανεβάσει στο Φέισμπουκ.

Οπότε, σχολίασα κι εγώ χαριτολογώντας, ότι για κάποιον που πλασάρει ευσέβεια, είναι αμάρτημα να τρώει κρέα μέσα στη Σαρακοστή. Και πρόσθεσα: «Και μη μου πείτε «ασθενής και οδοιπόρος», διότι τώρα με τα αεροπλάνα σε μια ώρα είσαι στο σπίτι σου».

Τι ήταν να το γράψω; Μέσα στο πρώτο τρίωρο είχα ίσαμε δέκα απαντήσεις ότι «το σωστό είναι ωδιπόρος και σημαίνει την έγκυο» ή ότι «είναι μύθος το οδοιπόρος, κανονικά είναι ωδειπόρος» ή (σπανιότερα αυτό) «το σωστό είναι διπόρος και σημαίνει την έγκυο γυναίκα».

Σημειώστε ότι τα αντιρρητικά αυτά σχόλια προέρχονταν εξίσου από φίλους του Άδωνη και από αντιπάλους του -κάποιοι δηλ. μου έγραψαν «ρε αγράμματε συριζαίε, ωδειπόρος είναι το σωστό» ενώ κάποιοι άλλοι «όλα καλά και συμφωνώ μαζί σου, αλλά εγώ ξέρω ότι είναι ωδιπόρος και εννοεί την έγκυο».

Οπότε, βλέποντας πόσο μεγάλη απήχηση έχει ο μύθος, σκέφτομαι ότι δεν είναι άσκοπο να επαναλάβω αυτό το παλιό μου άρθρο. Όχι ότι τρέφω την αυταπάτη πως εγώ μόνος μου θα πάω κόντρα στο ποτάμι, αλλά κι ενας να πειστεί κακό δεν είναι.

Την παροιμιώδη φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» την ξέρουμε όλοι μας. Εδώ και μερικά χρόνια κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο η άποψη ότι η φράση αυτή είναι παρεφθαρμένη ή χαλκευμένη, και ότι το σωστό είναι «ασθενής και διπόρος». Άλλοι έχουν προτείνει άλλες λέξεις αντί για τον οδοιπόρο: ωδιπόρος, ωδειπόρος, ωδυπόρος. Υποτίθεται πως όλες αυτές οι λέξεις (διπόρος, ωδιπόρος, ωδειπόρος κτλ.) σημαίνουν την εγκυμονούσα ή τη θηλάζουσα γυναίκα. Εγώ ισχυρίζομαι ότι όλες αυτές οι λέξεις είναι ανύπαρκτες και ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ακόμα μύθο.

Η φήμη για την ανύπαρκτη λέξη «διπόρος» προϋπήρχε, αλλά εμφανίστηκε στις στήλες των εφημερίδων πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2006, η τότε υπουργός εξωτερικών κ. Μπακογιάννη βρισκόταν σε επίσκεψη στην Ουάσινγκτον· σε παραπολιτική στήλη εφημερίδας δημοσιεύτηκε ότι έφαγε φιλέτο σε κάποιο επίσημο γεύμα, αν και ήταν Σαρακοστή· ο σχολιογράφος πρόσθεσε τη γνωστή παροιμιώδη φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει».

Σε επόμενο φύλλο, ο σχολιογράφος της εφημερίδας πληροφόρησε τους αναγνώστες του ότι:

Η κυρία Λυδία Ιωαννίδου-Μουζάκα, δημοτική σύμβουλος Αθηναίων και επίκουρη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής με πληροφορεί ότι η πραγματική φράση είναι “ασθενής και διπόρος αμαρτίαν ουκ έχει”, όπου “διπόρος” είναι η θηλάζουσα γυνή. Η παραφθορά, γράφει, έχει γίνει από τους παλιούς αγωγιάτες, εμπόρους και ταξιδιώτες που ταξίδευαν ημέρες πολλές με τα καραβάνια και έψαχναν για δικαιολογίες.

Η κυρία Ιωαννίδου-Μουζάκα, αν και καθηγήτρια Ιατρικής, δεν έκρινε αναγκαίο να παραθέσει πηγές που θα τεκμηρίωναν την άποψή της. Βέβαια, η άποψη δεν είναι δική της, κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια σε καφενειακό επίπεδο. Κάποιος τη θυμάται από έναν καθηγητή του στο γυμνάσιο, άλλος την έχει ακούσει από τον λοχαγό του στο στρατό, παράλλος από το κατηχητικό. Τώρα με το Διαδίκτυο, την έχω δει σε μερικά ιστολόγια, ενώ πριν από πέντε χρόνια που είχε πρωτοδημοσιευτεό αυτό το άρθρο, ο μακαρίτης πια Γιάννης Καλαμίτσης στον Real FΜ είχε επαναλάβει, με το έμπα της Σαρακοστής, ότι, τάχαμου, το σωστό είναι διπόρος.

Εγώ έχω πολύ σοβαρές αντιρρήσεις και πιστεύω πως πρόκειται για μύθο.

Καταρχήν (ή καταρχάς αν επιμένετε πολύ), λέξη «διπόρος» δεν υπάρχει. Όταν λέμε δεν υπάρχει, εννοούμε βέβαια ότι δεν τη βρίσκουμε στα λεξικά και στα σώματα της ελληνικής γραμματείας. Λέξη «διπόρος» λοιπόν δεν υπάρχει ούτε στα σύγχρονα λεξικά (Τριανταφυλλίδη, Μπαμπινιώτη), ούτε στου Δημητράκου που περιλαμβάνει και τις αρχαίες λέξεις, ούτε στο Λίντελ Σκοτ που είναι το λεξικό της αρχαίας, ούτε στο λεξικό του Λάμπε που έχει αποδελτιώσει πατερικά κείμενα, ούτε στο TLG που έχει όλα τα σωζόμενα κείμενα της αρχαίας γραμματείας. Δεν υπάρχει, τελεία και παύλα. Διότι, αν μια λόγια λέξη δεν βρίσκεται στα λεξικά, ούτε στο σώμα της αρχαίας γραμματείας, ούτε μαρτυρείται έμμεσα από μεταγενέστερους τύπους, πώς μάθαμε την ύπαρξή της; Μας πήρε τηλέφωνο ο Ιωάννης Χρυσόστομος και μας την είπε;

Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει λέξη διπόρος, διότι στην ελληνική τα σύνθετα με το δι- ανεβάζουν τον τόνο. Αυτός που έχει δύο πτυχές είναι δίπτυχος, αυτός που έχει δύο πόδια είναι δίποδος, αυτός που έχει δύο χώρους είναι δίχωρος και ούτω καθεξής. Αυτός λοιπόν που έχει δύο πόρους είναι δίπορος, όχι διπόρος. Λέξη «δίπορος» μπορεί να υπάρξει, και υπάρχει.

Μα καλά, δεν θα μπορούσε να κατεβεί ο τόνος χάριν του μέτρου; θα ρωτήσετε. Δεν το βρίσκω τόσο πιθανό, αλλά, έτσι για χάρη της συζήτησης ας υποθέσουμε ότι ο τόνος κατέβηκε για κάποιο λόγο. Όμως, τι σημαίνει δίπορος; Η λέξη «δίπορος» εμφανίζεται μία και μοναδική φορά στο σύνολο της αρχαίας γραμματείας, στις Τρωάδες του Ευριπίδη: δίπορον κορυφάν ίσθμιον (στίχος 1097) και σημαίνει, προφανέστατα, την περιοχή που έχει δυο περάσματα. Πουθενά δεν βρήκα, παρ’ όλο που έψαξα με μεγάλη επιμέλεια, κάποιο χωρίο που να συνδέει τη λέξη δίπορος με τις θηλάζουσες γυναίκες!

Επομένως, η δήθεν σωστή φράση «ασθενής και διπόρος» είναι κατασκευασμένη εκ των υστέρων και έγινε από την επιθυμία να διορθωθεί η γνωστή σε όλους μας παροιμιώδης φράση. Και αφού η φράση είναι παροιμιώδης, ας δούμε τι λέει γι’ αυτήν ο Νικόλαος Πολίτης στο μνημειώδες έργο του. Είμαστε τυχεροί, γιατί τη φράση την έχει καταλογογραφήσει στο λήμμα ‘αμαρτία’ κι έτσι υπάρχει στο εκδομένο τμήμα του έργου του, που φτάνει έως την αρχή του γράμματος Ε, ενώ το υπόλοιπο μένει να σκονίζεται σε κάποια υπόγεια προς δόξαν του ελληνικού κράτους που δεν μπορούσε να διαθέσει για ένα έργο εθνικής σημασίας το ένα εκατοστό απ’ όσα φάγανε οι… επιχειρηματίες της ηλεκτρικής ενέργειας. Λοιπόν, ο Πολίτης (τον μεταφράζω σε νεότερα ελληνικά), αφού χαρακτηρίσει «κοινότατη» τη φράση, λέει:

Η παροιμία σημαίνει ότι επιτρέπεται να καταλύουν τη νηστεία, χωρίς να αμαρτήσουν, ο ασθενής, για θεραπεία της νόσου, και ο οδοιπόρος, λόγω της δυσχέρειας να προμηθευτεί τα αναγκαία.
Και συνεχίζει: Από την αρχαΐζουσα γλώσσα φαίνεται να είναι εκκλησιαστικό ρητό, αγνοώ όμως πόθεν ελήφθη.
Και προσθέτει: Η ορθόδοξη εκκλησία συγχωρεί την κατάλυση της νηστείας στους ασθενείς και στις λεχώνες: «Η νηστεία επενοήθη δια το σώμα ταπεινώσαι. Ει ουν το σώμα εν ταπεινώσει εστί και ασθενεία, οφείλει μεταλαβείν, καθώς βούλεται και δύναται βαστάσαι, τροφής και ποτού (Τιμόθεος Αλεξανδρείας).
Τέλος, παραθέτει μια ρώσικη παροιμία: Τον οδοιπόρο ο Θεός συγχωρεί.

Πράγματι, η φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» δεν είναι αυθεντικά εκκλησιαστική, δεν υπάρχει σε πατερικό ή άλλο κείμενο. Πρόκειται για μεταγενέστερη παροιμιώδη φράση, απόσταγμα λαϊκής σοφίας παρόμοιο με τη ρώσικη παροιμία που δίνει ο Πολίτης. Άλλη παροιμιώδης φράση με «διπόρο» δεν υπήρξε ποτέ. Η εξαίρεση του οδοιπόρου από την υποχρέωση της νηστείας μπορεί να μην κατοχυρώνεται από την εκκλησία, βρήκε όμως ισχυρότατη απήχηση στη ζωή, αφού μέχρι αρκετά πρόσφατα τα χερσαία ταξίδια ήταν μακρόχρονες και δύσκολες υποθέσεις. Παρεμπιπτόντως, στο Ισλάμ οι ταξιδιώτες εξαιρούνται από την υποχρέωση της νηστείας.

Πάντως, τα εκκλησιαστικά κείμενα που βρήκα για το θέμα της νηστείας εξαιρούν μόνο τους ασθενείς (εκτός ει μη δι’ ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο, λέει ο 69ος αποστολικός κανόνας) και δεν κάνουν λόγο για άλλες εξαιρέσιμες κατηγορίες. Μάλιστα, στην πρώτη ομιλία «Περί νηστείας», ο Μέγας Βασίλειος ούτε τους ασθενείς εξαιρεί από την υποχρέωση της νηστείας, την οποία θεωρεί ευεργετική για την υγεία, αφού, όπως λέει, τη διατάζουν και οι γιατροί:  Καὶ μὴν τοῖς ἀσθενοῦσιν οὐχὶ βρωμάτων ποικιλίαν, ἀλλ’ ἀσιτίαν καὶ ἔνδειαν οἶδα τοὺς ἰατροὺς ἐπιτάσσοντας. Αλλά αυτό είναι, ας πούμε, προσωπική του άποψη. Την ίδια εποχή ο Ιωάννης Χρυσόστομος έγραφε λέει ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα κατηγορήσει κάποιον που εξαιτίας σωματικής ασθένειας δεν μπορεί να νηστέψει. Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω αναδιφήσει το σύνολο των εκκλησιαστικών κειμένων, κάθε άλλο. Ωστόσο, δεν μπόρεσα να βρω κανένα χωρίο που να εξαιρεί ρητά τις θηλάζουσες από την υποχρέωση της νηστείας. Φαντάζομαι πως το θέμα θα ήταν ελαφρώς ταμπού για την εκκλησία και θα περνούσε στο ντούκου. Και το απόσπασμα που δίνει ο Νικόλαος Πολίτης δεν μου φαίνεται να κατονομάζει ρητά τις λεχώνες, εκτός κι αν η λοχεία θεωρείται ταπείνωση.

Αυτά για τον «διπόρο».

Επίσης, πρόσφατα (ξανα)κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο μια άλλη θεωρία, που δεν δέχεται τον «οδοιπόρο» αλλά υποστηρίζει ότι η τάχαμου σωστή λέξη είναι «ωδιπόρος». Η εκδοχή αυτή αναπτύσσεται σε άρθρο του αρχιμανδρίτη Γεωργίου Χρυσοστόμου, και πρόσφατα αναδημοσιεύτηκε σε αρκετούς θρησκευτικούς ιστότοπους και ιστολόγια (π.χ. εδώ). [Στο μεταξύ, ο αρχιμανδρίτης Χρυσοστόμου έχει πλέον γίνει μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης].

Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, όσοι λένε «ασθενής και οδοιπόρος» παρανοούν την έννοια της φράσης από άγνοια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ο κ. αρχιμανδρίτης, που ξέρει αρχαία, μας λέει ότι η σωστή λέξη είναι «ωδιπόρος». Το δεύτερο συνθετικό είναι το πράγματι πολύ κοινό -πόρος, ενώ για το α’ συνθετικό μας λέει:

H λέξη όμως «ωδι» προέρχεται από το ρήμα «ωδίνω», που έχει αρκετές σημασίες (κυριολεκτικά): Έχω ωδίνες, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ, αλλά και (μεταφορικά) επιθυμώ πάρα πολύ να φάω, κάτι όπως η εγκυμονούσα, κάνω κάτι να τρέμει, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Aντιλεξικόν ή Oνομαστικόν της Nεοελληνικής Γλώσσης, εκδ. β’, Aθήναι 1990). Πόσες φορές λοιπόν έχουμε ακούσει ότι η έγκυος γυναίκα ζητά να φάει κάτι, για να μην «ρίξει» το παιδί, να μην αποβάλλει;

Η ανύπαρκτη λέξη «ωδιπόρος» έχει τα ίδια προβλήματα με την ανύπαρκτη λέξη «διπόρος». Πρώτον, δεν υπάρχει, δεν καταγράφεται πουθενά. Σε κανένα λεξικό, σε κανένα σύγγραμμα, σε καμιά επιγραφή. Δεύτερον, δεν θα μπορούσε να υπάρξει τέτοια λέξη. Ακόμα κι αν συνθέταν οι αρχαίοι μια λέξη από το «ωδίνω» και το «πόρος», η λέξη αυτή θα ήταν «ωδινοπόρος» (προσέξτε ότι υπάρχει στα αρχαία λέξη «ωδινολύτης»).

Τα τελευταία χρόνια έχω δει επίσης να «διορθώνουν» το «ασθενής και οδοιπόρος» υποστηρίζοντας ότι το «σωστό» είναι «ωδειπόρος». Και αυτή όμως η λέξη, ο ωδειπόρος, που δεν μας εξηγούν γιατί να σημαίνει την έγκυο γυναίκα και πώς ετυμολογείται, είναι εξίσου ανύπαρκτη. Δεν υπάρχει πουθενά, και κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να υπάρξει, αφού δεν βλέπω να είναι κανονικά σχηματισμένη.

Οπότε, τόσο τον ωδειπόρο όσο και τον ωδιπόρο πρέπει να τον στείλουμε στον κάλαθο των αχρήστων, παρέα με τον διπόρο, καθώς και με τον οιδιπόρο, τον ωδυπόρο, τον ωδοιπόρο, τον διφόρο και όλες τις άλλες παραλλαγές που σκαρφίζονται διάφοροι προσπαθώντας να αμφισβητήσουν το ολοφάνερο «οδοιπόρος».

Θα μου πείτε, γιατί να καταφύγει κανείς σε τέτοιες γλωσσικές ακροβασίες για να αμφισβητήσει μια τόσο γνωστή παροιμία; Εδώ υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη, είναι αυτή που είχε εκθέσει ο φίλος Μπουκανιέρος σε σχόλιό του στο παλιότερο άρθρο. Δηλαδή, ότι οι λογιότατοι ενοχλούνται όταν υπάρχουν λόγιες εκφράσεις που τις χρησιμοποιεί ο πολύς λαός και τις καταλαβαίνει, διότι κάτι τέτοιο τούς δημιουργεί υπαρξιακό πρόβλημα. Οπότε, βάζουν τα δυνατά τους να ανακαλύψουν ή να κατασκευάσουν κάποιο λάθος στην κοινόχρηστη λόγια έκφραση, να την αποδείξουν σώνει και καλά λαθεμένη. Κάτι ανάλογο άλλωστε έχει γίνει πολλές φορές, π.χ. στο παν μέτρον άριστον, τους ασκούς του Αιόλου, τις καλένδες κτλ.

Πολύ οξυδερκής παρατήρηση αυτή -πιστεύω πως διατηρεί γενικά την αξία της, όμως στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι ανάγκη να πάμε τόσο μακριά. Ο αρχιμανδρίτης αρθρογράφος το λέει καθαρά, υπάρχει σοβαρός λόγος που η φράση «ασθενής και οδοιπόρος» ενοχλεί: Aκόμη και εάν το κείμενο εννοούσε «οδοιπόρο» και όχι «ωδιπόρο», θα δικαιολογούνταν η κατάλυση μόνον στην περίπτωση που αυτός ο (τέλος πάντων) «οδοιπόρος» ήταν κάποιος που περπάτησε επί πολλές ώρες, κατάκοπος και εξαντλημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού. Φτάνουμε όμως στο σημείο να απαλλάσσονται από τη νηστεία και όσοι πηγαίνουν μία εκδρομή. Δεν νηστεύουν με τη δικαιολογία ότι ταξίδεψαν(η έμφαση δική του). Η εκκλησία δηλαδή δεν θέλει να επικαλούνται τη φράση κάποιοι και να «λουφάρουν», που θα λέγαμε στο στρατό, τη νηστεία. Βέβαια, η φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» είναι έκφραση λαϊκής σοφίας, όχι θρησκευτικός κανόνας.

Σπεύδω να διευκρινίσω πως το δικό μου ενδιαφέρον δεν είναι θρησκευτικό, είναι φιλολογικό. Και φιλολογικά κρίνοντας, ανακεφαλαιώνω: Λέξη διπόρος ή ωδιπόρος δεν υπάρχει, η μόνη μορφή της παροιμίας είναι «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει».

Λίγα ακόμα για την πιθανή προέλευση της φράσης. Είπα πιο πάνω ότι στο Ισλάμ οι ταξιδιώτες εξαιρούνται από την υποχρέωση της νηστείας. Συγκεκριμένα, όπως μου υπέδειξε πρόσφατα φίλος του ιστολογίου, το Κοράνι, στη σούρα 2, εδάφιο 184 λέει: Όποιος από σας είναι άρρωστος ή ταξιδεύει, να νηστέψει ίσο αριθμό ημερών άλλη φορά. Αλλά αν δεν μπορείτε να υπομείνετε τη νηστεία, υπάρχει η αντιστάθμιση να δώσετε τροφή σ’ έναν φτωχό. Θα μπορούσε λοιπόν μέσα στην Τουρκοκρατία, να διαμορφώθηκε η φράση «ασθενής και οδοιπόρος…» υπό την επήρεια της ισλαμικής διδασκαλίας, αν και τίποτα δεν αποκλείει τον ανεξάρτητο σχηματισμό -υπάρχει άλλωστε και η ρώσικη παροιμία που είδαμε πιο πάνω.

Όσο για τη συγκεκριμένη διατύπωση της παροιμίας, η μεν κατάληξη «αμαρτίαν ουκ έχει» είναι συχνή σε εκκλησιαστικά συμφραζόμενα, αλλά και η συνύπαρξη ασθένειας και οδοιπορίας στην ίδια φράση απαντά σε αρκετούς βυζαντινούς. Ας πούμε, στον Ιωάννη Καντακουζηνό διαβάζουμε κάποιοι έκαναν μια επίσκεψη «και γῆρας καὶ σωματικὴν ἀσθένειαν καὶ τοὺς πρὸς τὴν ὁδοιπορίαν πόνους παριδόντες», ενώ σε επιστολή του Νικ. Μυστικού ότι «καὶ οὐ δειλιῶμεν τὸ γῆρας οὔτε τὴν ἀσθένειαν οὔτε τὴν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ταλαιπωρίαν».

Κλείνοντας, παρακαλώ θερμά: Αν κάποιος από τους αγαπητούς αναγνώστες μπορεί να τεκμηριώσει ότι υπάρχει λέξη «διπόρος» ή «ωδιπόρος» ή «ωδειπόρος» ή κάποια παρεμφερής λέξη με τη σημασία της εγκύου ή της θηλάζουσας γυναίκας, τον παρακαλώ θερμά να με βγάλει από την πλάνη. Έως τότε όμως δικαιούμαι να θεωρώ μύθο τον διπόρο, τον ωδιπόρο και τον οιδιπόρο -και επαναλαμβάνω ότι «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία δεν έχει».

Aλλά θα επικαλεστώ και την αυθεντία. Την παροιμία «ασθενής και οδοιπόρος» στην πατροπαράδοτα γνωστή μορφή της την υποστηρίζει και ανώτατος εκκλησιαστικός, ο μητροπολίτης Ηλείας Γερμανός, ο οποίος σε άρθρο του αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Μερικές φορές κάποιοι συνάνθρωποί μας, δια διαφόρους λόγους, δημιουργούν προβλήματα σε θέματα, που είναι σαφή και απλά, ώστε να προκαλείται σύγχυσις στην ζωή μας.

Έτσι τελευταίως εμφανίζονται κάποιοι θεολογικοφιλολογούντες, οι οποίοι ανεκάλυψαν τάχα ότι αυτό που λέει και κατανοεί ο λαός μας αιώνες τώρα δια την νηστείαν, ακολουθώντας την Κανονική παράδοσι των πατέρων μας, ότι δηλαδή «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει», είναι τάχα λανθασμένον και ότι το ορθόν είναι να λέμε και να γράφωμε «ασθενής και ωδει(ι) πόρος (η διπόρος) αμαρτίαν ουκ έχει».

Και συνεχίζοντας ο σεβασμιότατος εκθέτει αναλυτικά και τεκμηριωμένα για ποιο λόγο η λαϊκή παροιμία αναφέρεται όντως στους οδοιπόρους: αφενός ότι οι λέξεις ωδειπόρος, ωδιπόρος κτλ. δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό, οπότε πώς τις πληροφορήθηκε ο λαός; και αφετέρου διότι η έννοια του οδοιπόρου είναι σύμφωνη και με τους ιερούς κανόνες και με την παράδοση της εκκλησίας (διαβάστε τα εδώ).

Οπότε, αν δεν πιστεύετε εμένα, πιστέψτε τον μητροπολίτη κ. Γερμανό: το σωστό είναι «Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει»!

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Γλωσσικοί μύθοι, Επαναλήψεις, Θρησκεία, Λαογραφία, Παροιμίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 101 Σχόλια »

Χρόνια πολλά στον Αντώνη και στην Αντωνία!

Posted by sarant στο 17 Ιανουαρίου, 2022

Σήμερα έχουμε 17 Ιανουαρίου, του αγίου Αντωνίου -γιορτάζουν ο Αντώνης και η Αντωνία λοιπόν. Οπότε, ταιριάζει να τους αφιερώσουμε το σήμερινό άρθρο, υπό τύπον δώρου.

Θα το ξέρετε ότι στο ιστολόγιο συνηθίζουμε να δημοσιεύουμε άρθρα, αφιερωμένα σε ονόματα, τη μέρα της γιορτής τους, και με τον καιρό έχουμε καλύψει τα περισσότερα διαδεδομένα αντρικά και γυναικεία ονόματα -τη Μαρία και την Άννα, τον Δημήτρη και τη Δήμητρα, τον Γιάννη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Κώστα και την Ελένη, τον Στέλιο και τη Στέλλα, τον Χρίστο (ή Χρήστο) και την Κατερίνα. Από τα λιγότερο συχνά έχουμε αφιερώσει άρθρο στον Σπύρο και στον Θανάση (που γιορτάζει αύριο) και στον Σταύρο, ενώ παλιότερα στον Θωμά, στον Στέφανο και στον Χαράλαμπο. Τελευταίο τέτοιο άρθρο ήταν, πέρυσι το καλοκαίρι, στην Παρασκευή και τον Παρασκευά.

Σύμφωνα με μια κατάταξη των ελληνικών ονομάτων, το ανδρικό όνομα Αντώνης είναι από τα ονόματα μεσαίας συχνότητας: έρχεται στην 16η θέση, ανάμεσα στον Σπύρο και στον Μανώλη. Το γυναικείο Αντωνία είναι κάπως λιγότερο συχνό, αφού βρίσκεται στην 38η θέση των γυναικείων, ανάμεσα στη Νίκη και στην Ουρανία.

Ετυμολογικά, το όνομα Αντώνιος (η επίσημη μορφή του) είναι λατινικής προέλευσης. Θα θυμάστε από την ιστορία τον Μάρκο Αντώνιο, που ήταν μέλος της τριανδρίας στη Ρώμη μετά τη δολοφονία του Καίσαρα και έγινε εραστής της Κλεοπάτρας -και βέβαια το καβαφικό «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον».

Στην αρχαία Ρώμη, το όνομα Antonius ήταν οικογενειακό όνομα (gens), αντίστοιχο ας πούμε του δικού μας επωνύμου, αν και οι Ρωμαίοι είχαν και τρίτο όνομα, το cognomen, που κι αυτό στο επώνυμο αντιστοιχεί. Το οικογενειακό όνομα δείχνει την καταγωγή από έναν κοινό πρόγονο και οι Αντώνιοι της Ρώμης ήθελαν να κατάγονται από τον Ηρακλή: «ἦν δὲ καὶ λόγος παλαιὸς Ἡρακλείδας εἶναι τοὺς Ἀντωνίους, ἀπ’ Ἄντωνος παιδὸς Ἡρακλέους γεγονότας», όπως λέει ο Πλούταρχος στον Βίο του Αντωνίου. Η ετυμολογία του ονόματος στα λατινικά είναι άγνωστη -πιθανώς ετρουσκικής αρχής, λένε τα λεξικά.

Στα ελληνικά ο Αντώνης είναι το δεύτερο συχνότερο όνομα λατινικής προέλευσης. Το πρώτο, αρκετά συχνότερο, σας το αφήνω για κουίζ.

Με τον χριστιανισμό, το όνομα έγινε δημοφιλές χάρη στον άγιο Αντώνιο (έζησε περίπου από το 250 ως το 356) που ήταν ο θεμελιωτής του μοναχισμού στην Ανατολή και που ασκήτεψε στην έρημο επί πολλές δεκαετίες, όπου έγινε στόχος του πονηρού πνεύματος, που του έστελνε λάγνες οπτασίες για να τον κάνει να αμαρτήσει ή εξαπέλυε εναντίον του σμήνος δαιμόνων.

Αυτά τα έγραψε ο μέγας Αθανάσιος στον βίο του Αντωνίου, που έγινε εξαιρετικά δημοφιλές ανάγνωσμα, ίσως λόγω των σκανδαλιστικών λεπτομερειών. Το θέμα του Πειρασμού του αγίου Αντωνίου ενέπνευσε πολλούς πίνακες από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα, αλλά και αργότερα, μέχρι και τον Σαλβατόρ Νταλί. Διάλεξα, για να συνοδέψω το άρθρο μας, έναν νεανικό πίνακα του Μιχαήλ Άγγελου (αντιγραφή απο χαρακτικό του Σονγκάουερ).

Σε αυτόν τον πίνακα, Άγγελοι ξεκίνησαν να ανυψώσουν τον Άγιο Αντώνιο στους ουρανούς, αλλά έπεσαν σε ενέδρα δαιμόνων, οι οποίοι προσπαθούν να αρπάξουν τον άγιο. Φοβερά πράγματα.

Οπότε, το όνομα έγινε δημοφιλές σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως την Ιταλία και την Ισπανία (κάπου ειδα ότι το Antonio ειναι το δεύτερο συχνότερο αντρικό όνομα στην Ισπανία). Στην Αγγλία υπάρχει η παραλλαγή Anthony, αντί του Antony -αυτό το h προστέθηκε τον 17ο αιώνα όταν κάποιος λόγιος ετυμολόγησε το όνομα από το ελληνικό άνθος (anth-). Στην Αγγλία το 1944 το Anthony ήταν το 6ο δημοφιλέστερο ανδρικό όνομα, αλλά έκτοτε έχει υποχωρήσει σε δημοτικότητα. Πολύ κοινό και το χαϊδευτικό Tony (ο Αντώνης Αμπατιέλος ήταν γνωστός ως Tony στην Αγγλία). Το όνομα υπάρχει και στις σλαβικές χώρες -ο Τσέχοφ ας πούμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εορταστικά, Ημερολογιακά, Ονόματα, Παροιμίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 205 Σχόλια »

Όποιος βιάζεται σκοντάφτει

Posted by sarant στο 3 Φεβρουαρίου, 2021

Το σημερινό άρθρο το είχα κατά νου να το γράψω εδώ και πολλές μέρες, αφού παίρνω την αφορμή από μια δήλωση που είχε κάνει πριν απο ένα μήνα σχεδόν ο πρωθυπουργός, αναφερόμενος στην παρατηρούμενη καθυστέρηση των εμβολιασμών. Μεσολάβησαν όμως διάφορα άλλα και το αμέλησα. Το ξαναπιάνω σήμερα, αφού στο μεν γλωσσικό σκέλος δεν έχει αλλάξει τίποτε, αλλά ούτε και στο σκέλος των εμβολιασμών έχει καλυφθεί η αρχική καθυστέρηση, το αντίθετο μάλιστα.

Βέβαια, δεν βαραινει την κυβέρνηση η καθυστέρηση -είναι φαινόμενο πανευρωπαϊκό ή, για να το πούμε ακριβέστερα, πανενωσιακό, αφού στην Ευρώπη είναι βεβαίως και το Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο όμως μπορεί πλέον να κάνει τα δικά του κουμάντα κι έτσι είναι η μοναδική χώρα από τους κάποτε 28 εταίρους που θα μπορέσει να πλησιάσει ή και να πετύχει τον στόχο που είχε αρχικά τεθεί, δηλαδή να έχει εμβολιαστεί το 70% του πληθυσμού έως τον Σεπτέμβριο. Αντίθετα, για τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ ο στόχος αυτός, αν τηρηθούν οι σημερινοί ρυθμοί εμβολιασμού, θα επιτευχθεί το 2023 ή το 2024. Και βέβαια, κατά πάσα πιθανότητα οι σημερινοί ρυθμοί θα επιταχυνθούν, αυτό είναι σχεδόν βέβαιο, αλλά και πάλι όλα δείχνουν ότι μέσα στο 2021 δεν θα έχουμε πετύχει ικανοποιητικό επίπεδο εμβολιασμού, κάτι που σημαίνει μάλλον άλλη μια χαμένη χρονιά για τον τουρισμό και πολλές ακόμα δραστηριότητες. Κακά τα ψέματα, η όλη διαχείριση της πανδημίας από την ΕΕ ήταν απογοητευτική.

Αλλά ξεστράτισα. Έλεγα για μια φραση του πρωθυπουργού, που μου δίνει το έναυσμα για το σημερινό άρθρο. Πράγματι, πριν από ένα σχεδόν μήνα, ο κ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει:

Όπως, άλλωστε, λέει και ο σοφός ελληνικός λαός μας, όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Δεν έχει νόημα να επιταχύνουμε περαιτέρω, όταν τα εμβόλια που έχουν αδειοδοτηθεί μέχρι σήμερα είναι μόλις δύο, οι διαθέσιμες δομές ακόμα σχετικά περιορισμένες και φυσικά η όλη επιχείρηση αποτελεί κάτι πρωτόγνωρο για τη χώρα μας και φυσικά για τον υπόλοιπο κόσμο. Επενδύουμε στην ασφάλεια και τη μεθοδικότητα και σε αυτό το πλαίσιο μετά την αρχική δοκιμαστική φάση -στην οποία είχαν ενταχθεί 9 νοσοκομεία- η πρώτη φάση των εμβολιασμών ξεκίνησε στις 4 Ιανουαρίου και λήγει στις 20 αυτού του μήνα.”

Η αναφορά στον «σοφό ελληνικό λαό μας» αξίζει κάποια ανάλυση -θα επανέλθω όμως σε αυτό αργότερα, έστω και διά πληρεξουσίου. Προς το παρόν, στέκομαι στην παροιμία, που είναι από τις πολύ γνωστές γνωμικές παροιμίες και μας συμβουλεύει να αποφεύγουμε τις βιαστικές ενέργειες.

Ο Ν. Πολίτης στον 3ο τόμο των Παροιμιών του (από τις οποίες, ως γνωστόν, έχουν εκδοθεί μονο 4 τόμοι, δηλ. περίπου το 1/5, προς δόξαν του ελληνικού κράτους) καταγράφει βέβαια την πασίγνωστη αυτή παροιμία και σημειώνει πολλά ανάλογα σε αλλες γλώσσες, μερικά πανομοιότυπα, όπως το γερμανικό Wer schnell ist mit Füssen, wird stolpern ή το ρουμάνικο. Δεν θα σκεφτούμε δανεισμό -σε τόσο στοιχειώδη πράγματα, οι ομοιότητες είναι αναμενόμενες. Άνθρωποι είναι κι οι Γερμανοί, και σκοντάφτουν κι αυτοί.

Ο Πολίτης καταγράφει επίσης ένα σωρό παραλλαγές, με διαφορετικό το δεύτερο ρήμα:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Παροιμίες, Πανδημικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , | 166 Σχόλια »

Χρόνια πολλά στους Γιάννηδες και πάλι!

Posted by sarant στο 7 Ιανουαρίου, 2021

Μια και γιορτάζει η μισή Ελλάδα, κι επειδή ετοιμάζω ταξίδι, αναδημοσιεύω επικαιροποιημένο ένα παλιότερο άρθρο του ιστολογίου.

Σήμερα είναι τ’ Αγιαννιού, η μέρα που κλείνει το γιορταστικό δωδεκάμερο, γιορταστική για τους Γιάννηδες και τις Ιωάννες αλλά ελαφρώς αποτρόπαιη για τον μαθητόκοσμο στα χρόνια μου, αφού ήταν η μέρα που ανοίγαν τα σχολεία -αν και εδώ και κάμποσα χρόνια τα σχολεία άνοιγαν στις 8 του μήνα, ενώ φέτος ο κορονιός επέβαλε να ανοίξουν στις 11 -και όχι όλα.

Να το πούμε πιο σωστά, και σήμερα είναι τ’ Αγιαννιού, διότι ο Άι Γιάννης ο Πρόδρομος ή Βαπτιστής, αυτόν γιορτάζουμε σήμερα, έχει πεντέξι μέρες δικές του στο εορτολόγιο -αν έχεις βαφτίσει τον γιο του Θεού, έχεις φαντάζομαι και κάποια προνόμια. Έτσι, η εκκλησία γιορτάζει επίσης τον ‘Αι Γιάννη τον Πρόδρομο και στις 24 Φεβρουαρίου, 25 Μαΐου, 24 Ιουνίου, 29 Αυγούστου και 23 Σεπτεμβρίου, αν και το eortologio.gr προφανώς αντιπαθεί τις πολλαπλές γιορτές κι έτσι αναφέρει μόνο τις 7 Ιανουαρίου. Πέρα από τον Βαπτιστή όμως έχουμε κι άλλους Ιωάννηδες που άγιασαν και που έχουν κι αυτοί τη γιορτή τους, ας πούμε ο Άι Γιάννης ο Ρώσος, που γιορτάζει στις 27 Μαΐου ή ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (ο ευαγγελιστής Ιωάννης), που γιορτάζει στις 8 Μαΐου και στις 26 Σεπτεμβρίου, ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος στις 13 Νοεμβρίου, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στις 4 Δεκεμβρίου, και σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι.

Σχετικά μ’ αυτή την πολυεορτία των Γιάννηδων υπάρχει και μια αστεία ιστορία που έλεγε ο παππούς μου, για έναν νεοφώτιστο χριστιανό που βαφτίστηκε Ιωάννης και ύστερα οι φίλοι του απαιτούσαν να τους κάνει το τραπέζι κάθε φορά που γιόρταζε και κάποιος άγιος Ιωάννης, δηλαδή κάθε τρεις και λίγο. Σε σχέση με αυτό, πάντως, να πω ότι δεν έχω γνωρίσει κάποιον Γιάννη που να γιορτάζει άλλη μέρα και όχι στις 7 Ιανουαρίου -αν εσείς ξέρετε, πείτε το στα σχόλια.

Πριν όμως προχωρήσουμε, να πούμε ότι σήμερα, εκτός από τον Γιάννη και την Ιωάννα, γιορτάζει και ο Πρόδρομος και το όνομα αυτό, αν και πολύ λιγότερο διαδεδομένο, έχει αξιόλογη ιστορία αφού μας φτάνει μέχρι στον Μποδοσάκη, όπως έχουμε δει σε παλιότερο άρθρο.

Ο Γιάννης δεν είναι το κοινότερο ελληνικό όνομα, αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, έχει με πολύ μεγάλη διαφορά τη μεγαλύτερη παρουσία στην παροιμιολογία μας. Σύμφωνα με έρευνα για τη συχνότητα των ελληνικών ονομάτων, από τα αντρικά ελληνικα ονόματα, ο Γιώργος είναι με διαφορά το κοινότερο, ενώ ο Γιάννης έρχεται αρκετά πιο πίσω, στην τέταρτη θέση, αν και πολύ κοντά στον Κώστα και τον Δημήτρη, θα λέγαμε μέσα στα όρια του στατιστικού λάθους (οπότε είναι ίσως ασφαλέστερο να πούμε πως δεν είναι σαφές ποιο από τα τρία ονόματα, Γιάννης, Κώστας ή Δημήτρης, έχει τη δεύτερη θέση).

Κι όμως, για τον Γιώργο οι παροιμίες είναι σχετικά λιγοστές, το ίδιο και για τον Κώστα ή τον Δημήτρη, ενώ για τον Γιάννη ξεπερνούν τις πενήντα, και μάλιστα πολλές είναι πασίγνωστες.

Αυτή η απόκλιση δύσκολα εξηγείται. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η πολυεορτία (τη λέξη αυτή προ ολίγου την έφτιαξα, δεν ξέρω αν υπάρχει) των Γιάννηδων παίζει κάποιο ρόλο, ιδίως αν σκεφτούμε ότι ο Γιώργος έχει μία γιορτή, κι αυτήν κινητή, αφού συχνά την επισκιάζει το Πάσχα και την αναγκάζει να μετακινηθεί. Δεν αποκλείεται όμως παλαιότερα, τότε που διαμορφώθηκαν οι παροιμίες αυτές, δηλαδή πριν από 4-5 αιώνες, το όνομα Γιάννης να ήταν πολύ συχνότερο από σήμερα, και αυτό να εξηγεί τις πολλές παροιμίες.

Αυτό είναι σκέτη εικασία μου· το βέβαιο είναι πως ο Γιάννης (και αντίστοιχα για τις γυναίκες η Μαρία) είναι το αρχετυπικό αντρικό όνομα. Και ίσως επειδή οι Γιάννηδες, σαν πλειοψηφούντες, έγιναν στόχος των άλλων που δεν λέγονταν Γιάννηδες, γιαννάκης λέγεται ο αγαθούλης, ο άπειρος, τόσο στην πολιτική ζωή όσο και στο στρατό όπου οι νεοσύλλεκτοι λέγονται γιαννάκια, στραβόγιαννοι, γιάννηδες. Να σημειώσουμε επίσης ότι στην παλιότερη αργκό γιάννηδες λέγονταν οι λωποδύτες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Επετειακά, Λαογραφία, Ονόματα, Παροιμίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 140 Σχόλια »

Τα σπουδαία λάχανα και άλλοι νατσουλισμοί

Posted by sarant στο 22 Νοεμβρίου, 2018

Θα κουβεντιάσουμε σήμερα ένα θέμα που επανειλημμένα έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, τις ευφάνταστες αλλά εντελώς αβάσιμες θεωρίες για τη γέννηση παροιμιακών φράσεων.

Όπως έχω ξαναπεί, ο άνθρωπος είναι πλάσμα φιλέρευνο και θέλει να αναζητεί και να βρίσκει αιτίες και απαρχές -γι’ αυτό και η ετυμολογία γοητεύει τόσο πολύ τον μέσο άνθρωπο πολύ περισσότερο από τους άλλους κλάδους της γλωσσολογίας (αυστηρά μιλώντας, η ετυμολογία είναι τομέας της ιστορικής γλωσσολογίας, που είναι κλάδος της γλωσσολογίας).

Όπως με τις λέξεις, έτσι και με τις φράσεις. Πολλοί θέλουν να μάθουν «γιατί το λέμε έτσι» -γιατί, ας πούμε, λέμε «του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι» ή «τον χόρεψε στο ταψί».

Σε μερικές περιπτώσεις, είναι φανερό πως έχουμε μια παρομοίωση, αυτονόητη ή εύκολα εξηγήσιμη, πχ «κοκκίνισε σαν παντζάρι» ή «κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι». Άλλοτε, μπορούμε να εντοπίσουμε με ακρίβεια την αιτία γέννησης της φράσης, και μαζί και τη χρονολογία της: για παράδειγμα, η φράση “έγινε Λούης”, για κάποιον που έφυγε γρήγορα, ολοφάνερα ανάγεται στη νίκη του Σπύρου Λούη στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896, που τόσο είχε ενθουσιάσει τους θεατές. Παρόμοια, η φράση “έγινε της Κορέας”, από τον πόλεμο στη δεκαετία του 1950, στον οποίο συμμετείχε και ελληνικό απόσπασμα.

Επίσης, κάποιες φορές έχουμε φράση κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται άκαιρα, όταν είναι πολύ αργά για να φέρει αποτέλεσμα, λέμε ότι έγινε “κατόπιν εορτής”. Η φράση είναι ήδη λόγϊα στη διατύπωση, οπότε δεν θα μας παραξενέψει ότι βρίσκεται σε αρχαίο κείμενο, και συγκεκριμένα διασώζεται στον Πλάτωνα (Γοργ. 447a): «Ἀλλ’ ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν καὶ ὑστεροῦμεν;» που δείχνει ότι ήταν ήδη παροιμιακή.

Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές είναι σπάνιες. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουμε κάποια απτή ένδειξη για την αρχή μιας παγιωμένης φράσης. Όπως και με την ετυμολογία των λέξεων, όπου κάποιοι αρέσκονται να προτείνουν ευφάνταστες αλλά αστήρικτες εξηγήσεις, συνήθως ετυμολογώντας ελληνοπρεπώς ξένες ή δάνειες λέξεις, κατά το πρότυπο του Γκας Πορτοκάλος, έτσι και στην εξήγηση των φράσεων πολλοί αναζητούν εντυπωσιακές εκδοχές, που συνήθως συνδέονται με κάποιο ιστορικό πρόσωπο.

Πριν από μερικές δεκαετίες, ένας δημοσιογράφος με έφεση προς τις εντυπωσιακές ιστορίες, ο Τάκης Νατσούλης εξέδωσε ολόκληρο βιβλίο, το λεγόμενο Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αρκετές επανεκδόσεις και ανατυπώσεις. Ο Νατσούλης έχει κάνει πολλή δουλειά στην αποδελτίωση πηγών και στη συγκέντρωση υλικού και σε αρκετά σημεία παραθέτει σωστές εξηγήσεις παροιμιακών εκφράσεων, που μερικές έχουν δοθεί από άλλους μελετητές. Όμως είχε το ελάττωμα, στις φράσεις για τις οποίες δεν μπορούσε να βρει εξήγηση στη φρασεολογική βιβλιογραφία, να εφευρίσει μια δική του, συνήθως πολύ ευφάνταστη αλλά σχεδόν πάντοτε ατεκμηρίωτη.

Την τάση αυτή την έχω ονομάσει νατσουλισμό στο ιστολόγιο. Κάποιες φορές έχω μπορέσει να ανασκευάσω με ατράνταχτα επιχειρηματα τις νατσουλικές κατασκευές, ιδίως όταν η φράση υπάρχει και σε ξένες γλώσσες (άρα είναι κάπως δύσκολο να γεννήθηκε από ένα επεισόδιο πχ της επανάστασης του 1821) ή όταν ο Νατσούλης δίνει μια χρονολογία και είμαι τυχερός να βρω την έκφραση σε παλιότερο κείμενο. Αλλά αυτό είναι σπάνιο.

Όταν δεν ξέρουν την αιτία της γέννησης μιας φράσης οι σοβαροί μελετητές το λένε. Ωστόσο, το φιλοθεάμον κοινό θέλει δράση, θέλει ιστορίες, θέλει βεβαιότητα -θέλει εκδοχές διατυπωμένες με παρρησία και στόμφο, όχι κουλτουριάρικα «δεν ξέρω, μπορεί να είναι αυτό, δεν είμαστε βέβαιοι». Κι έτσι, οι νατσουλισμοί έχουν μεγάλη απήχηση -κυριαρχούν, πιο σωστά.

Σε μια γλωσσική ομάδα, τα Υπογλώσσια, συζητήθηκε πρόσφατα ένα άρθρο για την προέλευση διάφορων φρασεων, που είναι ένα μπουκέτο από νατσουλικές εκδοχές. Σκέφτηκα να το παραθέσω ολόκληρο και ύστερα από κάθε έκφραση να προσθέτω επιγραμματικά την άποψή μου για το αν στέκει ή όχι η προτεινόμενη εκδοχή, αλλά είναι πάρα πολύ μεγάλο, αφού εξετάζει πάνω από 20 φράσεις. Οπότε διαλέγω σήμερα τις 11 πρώτες και ίσως άλλη φορά βάλω τις υπόλοιπες. Το αρθρο το αναδημοσιεύω από εδώ, αλλά κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο απαράλλαχτο εδώ και πολλά χρόνια.

ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ

Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν.ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε).

Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.

Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου: «Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως κόψη, πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη και ξεφούσκωσε σαν τόπι. Άλλαξαν χαζοί και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι. Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

Όπως και οι περισσότερες του άρθρου, η εξήγηση αυτή είναι παρμένη κοπυπαστηδόν από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη. Ο Νατσούλης δεν τεκμηριώνει πού παραδίδεται η ιστορία περί Μανώλη Μπατίνου και το στιχούργημά του. Δεν αποκλείω να συνέβη αυτό το επεισόδιο αλλά τούτο δεν σημαίνει πως η φράση γεννήθηκε απ’ αυτό. Πιθανότερο θεωρώ ο Μανώλης Μπατίνος, αν δεχτούμε ότι υπήρξε, να ήξερε τη φράση και να την χρησιμοποίησε θυμόσοφα στην περίπτωσή του.

Η φράση κατ’ εμέ είναι μία από τις πολλές παροιμιώδεις φράσεις που χρησιμοποιεί ένα όνομα για να κάνει ομοιοκαταληξία, όπως π.χ. Ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή, Με λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω, Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι, Είπα τον Δεσπότη Παναγιώτη κτλ. Εδώ το όνομα το διαλέγουμε έτσι που να κάνει ρίμα για να αυξηθεί το αισθητικό αποτέλεσμα, το ξάφνιασμα του ακροατή. Δεν υπήρχε κάποιος ονόματι Ρίζος που τα έλεγε πότε έτσι και πότε αλλιώς, το όνομα μπήκε για τη ρίμα.

Τη δυσπιστία μου την ενισχύει το γεγονός ότι η φράση «Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς» υπάρχει στον Α’ τόμο των Παροιμιών του Πολίτη και καταγράφεται σε διάφορες συλλογές λαογραφικού υλικού από τις τέσσερις γωνιές της Ελλάδας -κομμάτι δύσκολο να διαδόθηκε παντού από το επεισόδιο με τον Μανώλη Μπατίνο. Να σημειωθεί ότι υπάρχουν και παραλλαγές με άλλα ονόματα όπως

* Άλλαξεν ο Καπαλιός κι έβαλε την κάπα αλλιώς
* Άλλαξε ο Μιχαλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς
* Άλλαξε ο Μαρουλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς
ακόμα και Άλλαξε η χήνα κι έβαλε πάλι κείνα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 214 Σχόλια »

Με το βελόνι και με το σακί

Posted by sarant στο 12 Ιουνίου, 2018

Ποιο σακί και ποιο βελόνι, θα ρωτήσετε.

Στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη «Περαίωση», ο αστυνόμος Χαρίτος, έχει έναν φόνο να εξιχνιάσει και έχει μόλις πληροφορηθεί ένα στοιχείο που βοηθάει στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Όμως, αμέσως μετά το ευχάριστο αυτό νέο, χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει και μαθαίνει πως βρέθηκε και δεύτερο πτώμα. Οπότε λέει:

Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε πως τα καλά νέα έρχονται με το σταγονόμετρο, τα κακά με τον κουβά. Εγώ τρώω τώρα το δεύτερο μπουγέλο.

Η ρήση του πατρός Χαρίτου αποτελεί παραλλαγή μιας λαϊκής παροιμίας, ίσως μιας ομάδας παροιμιών, που σαν κεντρική ιδέα έχουν τη διαπίστωση ότι το κακό έρχεται εύκολα και γρήγορα αλλά φεύγει δύσκολα και βασανιστικά. Εδώ η εικόνα μεταδίδεται με τη βοηθεια του σταγονόμετρου και του κουβά, αλλά στις συλλογές παροιμιών βρίσκω να χρησιμοποιούνται άλλα αντικείμενα πολύ πιο κοντινά στην αγροτική, προβιομηχανική κοινωνία που διαμόρφωσε τη φρασεολογία μας.

Για παράδειγμα, στις (ημιτελείς) Παροιμίες του Ν. Πολίτη βρίσκουμε ότι «η αρρώστια με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει». Είναι εύκολη και γρήγορη η εισβολή της νόσου, γενικότερα του κακού, αλλά αργή και επίπονη η θεραπεία, η απαλλαγή από την αρρώστια.

Κι άλλες παραλλαγές χρησιμοποιούν παρεμφερείς εικόνες:

Η αρρώστια έρχεται με το τσουβάλι και φεύγει με την τρίχα

Η αρρώστια και η φτώχεια μπαίνουνε με το σακί και βγαίνουνε με το βελόνι

Η αρρώστια και η δυστυχιά με το σακκίν εμπαίνει με το βελόν’ εβγαίνει

Η αρρώστια με το μόδι μπαίνει και με την τρίχα βγαίνει -το μόδι είναι μέτρο χωρητικότητας, είδος κουβά να πούμε.

Η ευκολία με την οποία επέρχεται το κακό δίνεται με τον όγκο: σακί, τσουβάλι, μόδι, κουβάς, σε αντιδιαστολή με την απειροελάχιστη ποσότητα που μπορούν να αλαφρώσουν το βελόνι ή η τρίχα.

Ο Πολίτης παραθέτει αρκετά ανάλογα από άλλες γλώσσες, όπου η ίδια εικόνα εκφράζεται όχι με τον όγκο αλλά με την ταχύτητα:

Οι αρρώστιες έρχονται καβάλα και φεύγουν με τα πόδια (πχ στα γαλλικά: Les maladies viennent à cheval et s’ en retournent à pied). Το ίδιο και στα γερμανικά Krankheiten kommen zu Pferd und gehen zu Fuss.

Στα αγγλικα το ιδιο λέγεται για τις θέρμες: Agues come on horseback, but go away on foot

Υπάρχουν πάντως και εικόνες παρομοιες με τις ελληνικές, όπως στα γερμανικά Krankheit kommt libratim und geht weg unciatim, παναπεί: η αρρώστια έρχεται με τη λίτρα και φεύγει με την ουγκιά.

Και μια αραβική: Η αρρώστια έρχεται με το καντάρι και φεύγει με το δράμι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αστυνομική λογοτεχνία, Παροιμίες, Συγκριτικά γλωσσικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 167 Σχόλια »

Τι εστί βερίκοκο τελικά;

Posted by sarant στο 16 Ιουνίου, 2017

Τις προάλλες η φίλη μας η Λ. μας είπε ότι πεθύμησε κανένα φρουτάκι, εννοώντας τα άρθρα που βάζω κατά καιρούς για τα οπωρικά, που τα έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις» (2013). Ήρθε στα λόγια μου, αφού το έχω πει πως αυτή την περίοδο, δηλαδή ίσαμε τον Σεπτέμβρη, το μενού του ιστολογίου θα περιλαμβάνει αρκετές επαναλήψεις και γενικά ελαφρότερο πρόγραμμα. Οπότε, αναδημοσιεύω σήμερα ένα άρθρο του 2009 για ένα φρούτο που είναι η εποχή του, ξαναδουλεμένο όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο.

Άλλα φρούτα βρίσκονται σχεδόν ολοχρονίς στην αγορά, άλλα επί μήνες, άλλα όμως μόνο για λίγες εβδομάδες. Ένα απ’ αυτά τα τελευταία είναι τα βερίκοκα· ακόμα και σήμερα που με την εκμηδένιση των αποστάσεων ο πάγκος του μανάβη γεμίζει καρπούς από μακρινά μέρη, η εποχή του βερίκοκου είναι μάλλον σύντομη, κάτι εβδομάδες τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.

Αλλά, ας δούμε τι εστί βερίκοκο. Και ξεκινάω μ’ ένα πρόχειρο κουίζ. Ποια είναι η απώτερη καταγωγή της λέξης βερίκοκο; Ελληνική, λατινική, αραβική, ινδική ή άλλη; Αν υποθέσατε καταγωγή από την Ανατολή, λυπάμαι αλλά πέσατε έξω. Το φρούτο από την Ανατολή μάς ήρθε, η λέξη που το περιγράφει όχι, τουλάχιστον όχι η λέξη «βερίκοκο». Το βερίκοκο είναι λέξη που έχει περάσει από σαράντα κύματα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 120 Σχόλια »

Ο φτωχός συγγενής των φρούτων

Posted by sarant στο 14 Νοεμβρίου, 2016

Γυρίζοντας από τη Μάλτα, βρήκα ένα βουνό να με περιμένει -τις επόμενες μέρες και γενικότερα μέχρι την ανάπαυλα των γιορτών έχω πάρα πολλά τρεχάματα, οπότε θα συνεχίσω να καταφεύγω σε επαναλήψεις άρθρων συχνότερα απ’ όσο θα το ήθελα. Το σημερινό μας άρθρο είναι επανάληψη, αν και με διαφορετικό τίτλο, ενός παλιότερου άρθρου που είχε δημοσιευτεί πριν από 6 χρόνια -ελπίζω πως δεν θα το έχετε διαβάσει όλοι. Εδώ δημοσιεύω μια ξανακοιταγμένη και αρκετά αλλαγμένη μορφή, που είχε δημοσιευτεί στη συνέχεια στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«.

PearsΠριν από καναδυό μήνες είχα δημοσιεύσει εδώ ένα άρθρο για το μήλο, που το είχα χαρακτηρίσει, από γλωσσική άποψη, «βασιλιά των φρούτων». Μετά το μήλο έρχεται φυσιολογικά το αχλάδι· τα δυο φρούτα συχνά αναφέρονται μαζί, αλλά κατά τη γνώμη μου το δεύτερο είναι φτωχός συγγενής του πρώτου. Μπορεί το αχλάδι να αρέσει σε πολλούς, αλλά δύσκολα θα βρείτε άνθρωπο που να το αναφέρει σαν πρώτη του προτίμηση, νομίζω· ίσως πάλι να είμαι υποκειμενικός, διότι πρόκειται για ένα φρούτο που δεν μου πολυαρέσει.

Η αχλαδιά (Pyrus communis) βρίσκεται από την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο –στον Όμηρο είναι όγχνη (και το δέντρο και ο καρπός), ενώ τα επόμενα χρόνια το αχλάδι έλεγαν άπιον, αλλά ήδη από την ελληνιστική εποχή είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται το υποκοριστικό του, απίδιον. Η λέξη απίδι ακούγεται και σήμερα, σαν συνώνυμο του αχλαδιού, σε πολλά μέρη· αλλού, π.χ. σε πολλά μέρη της Κρήτης, απίδια λέγονται τα ντόπια είδη ενώ αχλάδια τα εισαγόμενα.

Η λέξη αχλάδι προέρχεται από το αρχαίο αχράς, η αχράς της αχράδος δηλαδή, λέξη που αρχικά φαίνεται ότι σήμαινε την άγρια παραλλαγή, το αγριάπιδο. Μάλιστα, στη συλλογή παροιμιών του Βάρνερ, που δημοσιεύτηκε στην Πόλη περί το 1650, βρίσκουμε μια παροιμία που έχει και τις δυο λέξεις μαζί: τ’ απίδια με παρακαλούν, κι αχλάδες θε να φάγω; -δηλαδή, αφού μπορώ να γευτώ κάτι το εκλεκτό, δεν υπάρχει λόγος να προτιμήσω κάτι υποδεέστερο· εδώ, οι αχλάδες είναι τα αγριάπιδα και τα απίδια είναι το εκλεκτό, καλλιεργημένο φρούτο (που το λέμε σήμερα αχλάδι).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 128 Σχόλια »

Ο θεϊκός καρπός

Posted by sarant στο 29 Αυγούστου, 2016

Το σημερινό άρθρο εκπληρώνει μια περυσινήν υπόσχεση. Πέρυσι τον Αύγουστο, παρουσιάζοντας το χρονογράφημα του Βάρναλη «Το σαββατιανό σταφύλι«, έγραφα: Στο ιστολόγιο έχουμε ανεβάσει πολλά άρθρα για διάφορα οπωρικά, λείπει όμως ένα άρθρο για το σταφύλι γενικώς. Έχουμε όμως δημοσιεύσει άρθρο για τη σταφίδα, καθώς και για τα φρασεολογικά του αμπελιού. Οπότε, ας συμπληρωθεί η τριάδα με το σαββατιανό και με μιαν άλλη ευκαιρία θα δημοσιεύσουμε και το γενικό άρθρο.

800px-Grapes Η άλλη ευκαιρία ήρθε τώρα, οπότε το σημερινό άρθρο, που αποτελεί αναδημοσίευση του αντίστοιχου κεφαλαίου από το βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«, είναι αφιερωμένο σε αυτόν τον θεϊκό καρπό.

Καρπός πανάρχαιος και πολύτιμος το σταφύλι, βρίσκεται μαζί μας από τη Νεολιθική εποχή. Ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσαμε να γράψουμε· για να μην πάρει μεγάλη έκταση το άρθρο δεν θα επεκταθούμε καθόλου στο κρασί (για το οποίο μπορεί να γραφτεί άλλο βιβλίο!) και θα κάνουμε την σχεδόν ιερόσυλη επιλογή να αντιμετωπίσουμε τα σταφύλια σαν ένα φρούτο όπως όλα τα άλλα, ενώ δεν είναι.

Οι αρχαιολόγοι μάς λένε ότι οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες κατανάλωναν σταφύλια, αρχικώς άγρια και μετά καλλιεργημένα, χωρίς να έχουν μάθει να φτιάχνουν κρασί. Οι αρχαίοι συνήθως θεωρούσαν ότι ο Διόνυσος εισήγαγε την άμπελο στην Ελλάδα και τούς έμαθε την τέχνη της οινοποιίας και προς τιμή του τελούσαν τα Διονύσια σε πολλές περιοχές. Στον Όμηρο η αμπελουργία ακμάζει, όπως μαρτυρούν επίθετα σαν το «πολυστάφυλος» και το «αμπελόεσσα» για μέρη κατάφυτα από αμπέλια. Αν και όχι από την αρχή, κάποια διαφοροποίηση των ποικιλιών σε επιτραπέζια σταφύλια και σταφύλια προς οινοποίηση υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα. Τα νωπά σταφύλια οι αρχαίοι τα διατηρούσαν περισσότερο χρόνο μέσα σε κρασί. Φυσικά, τα ξέραιναν κιόλας –αλλά στη σταφίδα έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 198 Σχόλια »

Δημοτικά τραγουδάκια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι

Posted by sarant στο 28 Αυγούστου, 2016

Κάπως παλιοκαιρίσιος ακούγεται ο τίτλος, δεν βρίσκετε; Αναμενόμενο είναι, μια και το χειρόγραφο που φέρει περίπου αυτόν τον τίτλο γράφτηκε τον προπερασμένον αιώνα. Λέω «περίπου αυτόν» διότι ολόκληρος ο τίτλος του χειρογράφου είναι «Δημοτικά τραγουδάκια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι (Κεφαλληνία – Επαρχία Πάλης) τους 1842», οπότε έχουμε και μια χρονολογική ένδειξη (αν και το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε αργότερα). Προσέξτε ότι λέει «τους 1842» και όχι «το 1842» διότι εννοεί «τους 1842 χρόνους» -ακουγόταν αυτό τότε.

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το χειρόγραφο για το οποίο σας μιλάω εκδόθηκε πρόσφατα σε βιβλίο από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια του καθηγητή Γιάννη Παπακώστα και του Παντελή Μπουκάλα. Πρόκειται για μια ανώνυμη συλλογή δημοτικών τραγουδιών και παροιμιών, που φέρει τον παραπάνω μακροσκελή τίτλο. Ο άγνωστος συλλογέας δεν αρκέστηκε στη συλλογή του υλικού, αλλά προχώρησε και σε σύντομο σχολιασμό του, με σχόλια που έδειχναν άνθρωπο λόγιο, βαθιά καλλιεργημένο και με ποιητική ευαισθησία αλλά και γνώση της μετρικής.

Ο Παπακώστας, γνωρίζοντας την πολύχρονη ενασχόληση του Μπουκάλα με το δημοτικό τραγούδι, του έδειξε τη συλλογή θέλοντας να εξακριβώσει αν είναι πρωτότυπη. Τελικά, η εμπλοκή του φίλου Παντελή στο εγχείρημα ήταν τέτοια που την έκδοση την πραγματοποίησαν και οι δυο από κοινού.

Έμενε να βρεθεί ο ανώνυμος συλλογέας των δημοτικών τραγουδιών. Ύστερα από κοπιαστικές έρευνες που εκτίθενται αναλυτικά στον πρόλογο (το κομμάτι αυτό διαβάζεται σχεδόν σαν αστυνομικό μυθιστόρημα!), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, πέρα από κάθε αμφιβολία, η συλλογή οφείλεται στον Ανδρέα Λασκαράτο (1811-1901), τον πολύ γνωστό Κεφαλλονίτη (και Ληξουριώτη) λόγιο, ποιητή και πεζογράφο. Αυτό βεβαίως αναβαθμίζει κατακόρυφα την αξία της συλλογής και δικαιολογεί και την έκδοσή της σε βιβλίο από έναν εκδοτικό οίκο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό και όχι μόνο στους ειδικούς. Είναι γνωστό από πολλές πηγές ότι ο Λασκαράτος στα νιάτα του μάζευε δημοτικά τραγούδια, είχε μάλιστα κάνει και ταξίδια για τον σκοπόν αυτό. Η ταύτισή του με τον ανώνυμο συλλογέα είναι απολύτως σίγουρη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικά τραγούδια, Λαογραφία, Παρουσίαση βιβλίου, Παροιμίες | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 108 Σχόλια »

Το πονηρό φρούτο

Posted by sarant στο 17 Αυγούστου, 2016

Είναι η εποχή τους και συνειδητοποιώ ότι δεν έχω δημοσιεύσει, τόσα χρόνια, άρθρο για τον πανάρχαιο αυτόν καρπό -εννοώ τα σύκα. Βέβαια, έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο άρθρα για την προέλευση της λέξης ‘συκοφάντης’ ή για την ετυμολογία του συκωτιού ή για την έκφραση ‘λέω τα σύκα σύκα’, αλλά σε αυτό καθαυτό το σύκο δεν έχω βάλει άρθρο.

Οπότε επανορθώνω σήμερα, παίρνοντας το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις» -προσθέτω μερικά λινκ και ορισμένες λεπτομέρειες.

sykaΤα σύκα είναι από τους πρώτους καρπούς που μάζεψε και λίγο αργότερα καλλιέργησε ο άνθρωπος και ανήκει, μαζί με την ελιά και το σταφύλι, στην τριάδα των μεσογειακών καρπών. Η παρουσία του στο διαιτολόγιο και γενικά στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων ήταν εντονότατη, πολύ περισσότερο που οι αρχαίοι δεν γνώριζαν μια σειρά από τροφές που σήμερα θεωρούνται αναπόσπαστα στοιχεία της ελληνικής κουζίνας. Το σύκο ήταν πολύτιμο και για έναν ακόμη λόγο: διατηρείται καλά και πολύ όταν ξεραθεί. Συχνά το δείπνο των αρχαίων Αθηναίων ήταν ένα πιάτο ξερά σύκα, που επειδή περιέχουν πολλά ζάχαρα έχουν μεγάλη θερμιδική αξία.

Συκιές υπάρχουν κιόλας στον Όμηρο: στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, όταν ο Λαέρτης ζητάει σημάδι από τον Οδυσσέα ότι είναι γιος του, αυτός του θυμίζει πως του είχε χαρίσει, σαν ήταν παιδί, δεκατρείς αχλαδιές, δέκα μηλιές και σαράντα συκιές. Νωρίτερα, στη χώρα των Φαιάκων, ανάμεσα στα άλλα οπωροφόρα υπάρχουν και «συκέαι γλυκεραί». Τα αττικά σύκα εθεωρούντο περιζήτητα και τη φήμη τους αντανακλά η (αναληθής, όπως φαίνεται) ιστορία που οι περισσότεροι από εμάς μάθαμε στο σχολείο, για τον νόμο που απαγόρευε την εξαγωγή τους και τους συκοφάντες που, υποτίθεται, κατέδιδαν όσους τα έβγαζαν από την Αττική παράνομα.

Τέτοιος νόμος ή ψήφισμα δεν έχει βρεθεί πουθενά, και δεν θα είχε και πολύ νόημα, αφού σύκα είχε σε αφθονία όλη η Ελλάδα. Πώς όμως προέκυψε η λέξη συκοφάντης; Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες, αλλά η πιο πειστική φαίνεται να είναι ότι συκοφάντες ονομάζονταν αυτοί που αποκάλυπταν όσους είχαν σύκα κρυμμένα στα ρούχα τους, δηλαδή μια ασήμαντη μικροκλοπή, και κατ’ επέκταση όσοι κατέδιδαν ασήμαντες πράξεις και στη συνέχεια έκαναν ψευδείς καταγγελίες. Η εκδοχή αυτή δεν είναι απίθανη· πράγματι, στα συμπόσια πολλοί παράσιτοι θα έφευγαν έχοντας κρύψει ξερά σύκα και άλλα τραγήματα στο ιμάτιό τους. (Για μια επισκόπηση των θεωριών σχετικά με την προέλευση της λέξης, δείτε το παλιότερο άρθρο μας -όμως και τα σχόλια είναι σημαντικά).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθυροστομίες, Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 224 Σχόλια »