Το σημερινό σημείωμα βασίζεται σε ένα άρθρο που δημοσίευσε στο Φέισμπουκ ο φίλος μας ο Ρογήρος. Το διάβασα, μου άρεσε, και πάνω στη συζήτηση ένας άλλος φίλος έκανε ένα σχόλιο που μου έδωσε πάσα, οπότε έτσι γεννήθηκε το σημερινό άρθρο, συλλογικό προϊόν να πούμε. Αλλά τα πρωτεία ανήκουν στον Ρογήρο.
Γεννημένος κατά πάσα πιθανότητα λίγα χρόνια πριν από το 1400, ο Πέτρος Κουερίνι ήταν παιδί μιας από τις πλέον επιφανείς οικογένειες της ενετικής αριστοκρατίας. Για χρόνια ήταν εγκατεστημένος στον Χάνδακα της Κρήτης, μια και, εκτός των άλλων, ήταν άρχοντας των Δαφνών και του Τεμένους (τότε Καστέλ Τέμινι, επί τουρκοκρατίας Κανλί Καστέλι, σήμερα Προφήτης Ηλίας). Τα φέουδά του παρήγαν κυρίως το γλυκό κρασί που έμεινε γνωστό με την ονομασία Μαλβαζία.
Στις 25 Απριλίου 1431, ο Πέτρος σάλπαρε από τον Χάνδακα με το πλοίο του, την Κουερίνα. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με 800 βαρέλια μαλβαζία, μπαχαρικά, βαμβάκι, κερί και στυπτηρία. Συγκυβερνήτες του Κουερίνι ήταν ο Νικόλαος Ντε Μικέλ κι ο Χριστόφορος Φιοραβάντε. Το πλοίο είχε ως προορισμό του ταξιδιού του τα πλούσια λιμάνια της Φλάνδρας όπου ο Κουερίνι θα διέθετε τα προϊόντα του φορτίου.
Όσο το πλοίο έπλεε στη Μεσόγειο, το ταξίδι δεν επεφύλασσε απρόοπτα. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν στον Ατλαντικό. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1431, ενώ η Κουερίνα έπλεε ανοιχτά των ακτών της Γαλικίας, καταιγίδες και σφοδροί άνεμοι έβγαλαν το σκάφος από την πορεία του. Τα θαλάσσια ρεύματα παρέσυραν το πλοίο μακριά στον Βορρά, πέρα από τον Αρκτικό Κύκλο. Τον Δεκέμβριο το πλοίο ναυάγησε. Το πλήρωμα χωρίστηκε σε δύο ομάδες και η καθεμία ξεκίνησε στη λέμβο της αναζητώντας τη σωτηρία.