Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος’

Η ανακάλυψη της «Νοσταλγίας του Γιάννη»

Posted by sarant στο 14 Μαΐου, 2023

Στα τέλη Απριλίου ήμουν καλεσμένος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών σε μια από τις  «Παπαδιαμαντικές  βραδιές της». Μίλησα για το πώς είχα την τύχη να ανακαλύψω το ανεύρετο έως το 2012 διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που το παρουσίασα εδώ στο ιστολόγιο πρώτα και ύστερα, το 2014, το εξέδωσα σε βιβλίο από τις  εκδόσεις Ερατώ. Η εκδήλωση, πρέπει να πω, έγινε διαδικτυακά. Σε σχόλιά σας εδώ με προτρέψατε να  δημοσιεύσω την ομιλία στο ιστολόγιο, και αυτό κάνω σήμερα. Να πω ότι η όλη συζήτηση έχει καταγραφεί (να  το πούμε «μαγνητοσκοπηθεί»; αλλά είναι σε ψηφιακό μέσο) και το βίντεο κάποια στιγμή θα ανέβει στον ιστότοπο της ΕΠΣ, και τότε θα το προσθέσω κι εγώ στο ιστολόγιο, αλλά προς το παρόν θα αρκεστούμε στη γραπτή ομιλία.

Με μια διαφορά. Από τη  συζήτηση  προέκυψε ότι είχα ένα  λαθάκι στις χρονολογίες της εφημερίδας Αλήθεια, οπότε εδώ διορθώνω την εισήγησή μου, και την παρουσιάζω όπως θα την είχα δώσει αν ήξερα εξαρχής αυτό το στοιχείο.

Τέλος, αν σας γεννηθεί απορία να διαβάσετε το διήγημα, θα το βρείτε ή στο παραπάνω λινκ ή σε μεταγενέστερη δημοσίευση.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Καλησπέρα σας, σας ευχαριστώ που συνδεθήκατε απόψε εδώ, ευχαριστώ και την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών που μου έκανε την τόσο τιμητική πρόσκληση να σας μιλήσω, και ιδίως τον καθηγητή Λάμπρο Βαρελά που ανάλαβε όλα τα διαδικαστικά. Κι αν οι διαδικτυακές συζητήσεις μέσω Ζουμ μας θυμίζουν τις ζοφερές μέρες του εγκλεισμού και της πανδημίας, στην περίπτωσή μας η διαδικτυακή επικοινωνία βοηθάει να γεφυρωθούν οι αποστάσεις -διότι πρέπει να πω ότι σας μιλάω από το Λουξεμβούργο, όπου εργάζομαι ως μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Δεν θα έλεγα ότι είμαι «παπαδιαμαντιστής» ή ειδικός στον Παπαδιαμάντη παρόλο που βέβαια αγαπώ πολύ το έργο του, που το έχω συνδέσει με ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όταν, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μετά το φαγητό, ο παππούς μου έπαιρνε έναν τόμο από τη μαυροντυμένη έκδοση του Βαλέτα και διάβαζε κάποιο διήγημά του, από τα εύκολα, ας πούμε την Υπηρέτρα. Μεγαλώνοντας διάβασα όλο το έργο του Ππδ και μάλιστα έχω αποδελτιώσει τις παροιμιακές και ιδιωματικές εκφράσεις που εμφανίζονται στα διηγήματά του, μια εργασία που έγινε με την παρότρυνση του καθ. Μιχάλη Μερακλή πριν από πολλά χρόνια και που το μόνο πρακτικό της αποτέλεσμα ήταν ένα μικρό άρθρο στη Νέα Εστία («Ο Ππδ ως πρωτογενής μαρτυρία»).

Τα τελευταία 14 χρόνια έχω το ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, www.sarantakos.com, στο οποίο δημοσιεύω συχνά διηγήματα του Ππδ αλλά και γλωσσικά άρθρα στα οποία κάποτε εμφανίζονται λέξεις του Παπαδιαμάντη.

Επίσης, έχω την ιδιοτροπία να μαζεύω και να αναδιφώ παλιά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, είμαι αρχειοδίφης ή αρχειοπόντικας. Η συλλογή μου είναι κυρίως ηλεκτρονική και όχι υλική όπως του φίλου μου του Γιώργου Ζεβελάκη, κάτι που βολεύει όταν μοιράζεις τη ζωή σου σε δύο χώρες. Μεγάλη μου χαρά είναι όταν ανακαλύπτω, σε αυτά τα παλιά έντυπα, κάποιο λογοτέχνημα, ποίημα ή διήγημα, που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο και άγνωστο στο κοινό -και το διαμάντι του στέμματος ανάμεσα στα ευρήματά μου είναι βέβαια το διήγημα του Ππδ για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα.

Το καλό της ηλεκτρονικής συλλογής είναι ότι μπορείς πολύ εύκολα να τη μοιράζεσαι με άλλους που έχουν το ίδιο πάθος, την ίδια πετριά αν προτιμάτε. Έτσι, μια μέρα του 2012 ο Γιώργος Μιχαηλίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής με τον οποίο είχα γνωριμία, μου χάρισε ένα στικάκι με διάφορα λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά, που είχε φωτογραφήσει από διάφορες βιβλιοθήκες, ανάμεσά τους και πολλά τεύχη (όχι όμως πλήρες σώμα) του περιοδικού Οικογένεια των ετών 1927-1931.

Η Οικογένεια ήταν λαϊκό εβδομαδιαίο περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται το 1926. Την έβγαζε ο Κώστας Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν λαϊκότερη και αισθηματικότερη, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη. Μάλιστα, το 1931 η Οικογένεια καθιέρωσε και ταχτική εβδομαδιαία φιλολογική σελίδα (που την υπέγραφε ο Γιώργος Κοτζιούλας με το ψευδώνυμο Σημ, Χαμ και Ιάφεθ), κάτι που ποτέ δεν αξιώθηκε ν’ αποκτήσει το ποιοτικότερο Μπουκέτο. Πλήρες σώμα του περιοδικού δεν έχω εντοπίσει σε καμιά βιβλιοθήκη· αν βρεθεί, μπορεί να έρθουν κάμποσα διαμάντια στο φως.

Με ενδιέφερε η Οικογένεια, επειδή εκείνον τον καιρό αναζητούσα αθησαύριστες δημοσιεύσεις του Ναπ. Λαπαθιώτη. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν έχει πολλά κοινά με τον Παπαδιαμάντη, αλλά πάντως τον αγαπούσε, και έγραψε στον θάνατό του ένα μικρό εξάστιχο ποίημα, που αξίζει να το διαβάσουμε

Απόκοσμο αγριολούλουδον απά στο ρημοκλήσι,
όπου μακριά από τη ζωή -τη Ζωή βαθιοκοιτούσε
και τ’ Όνειρον αγνάντευε, στου λιβανιού τα θάμπη
Ολόφωτο να λάμπει
Και τα ματόφυλλα στο φως του Γήλιου τα ‘χε κλείσει.
(Απόκοσμο Αγριολούλουδον απά σε ρημοκλήσι)

ενώ έχει επίσης γράψει ένα διήγημα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής.

Και όσον αφορά τον Λαπαθιώτη, τα ευρήματά μου σε εκείνα τα τεύχη της Οικογένειας ήταν μάλλον ισχνά. Ωστόσο, καθώς φυλλομετρούσα τα παλιά τεύχη (ίσως μου πείτε πως είναι άστοχη η επιλογή του ρήματος, αφού δεν άγγιζα σελίδες) έβλεπα διάφορα άλλα ενδιαφέροντα, που τα σημείωνα με το μολυβάκι μου σ’ ένα χαρτί.

[Να κάνω μια παρένθεση. Παρά την ασύλληπτη πρόοδο της τεχνολογίας, η αναδίφηση παλιών περιοδικών και εφημερίδων γίνεται ακόμα, αναγκαστικά, με τον παλιό τρόπο, δηλαδή φυλλομετρώντας μία προς μία τις σελίδες, που βέβαια στις παλιές εφημερίδες είναι πολύ μεγαλύτερες και πυκνότερες από τις σημερινές, ενώ οι μηχανές αναζήτησης, με λίγες εξαιρέσεις, είναι μάλλον αναξιόπιστες. Αν αναζητήσετε στα σώματα του Σκριπ και του Εμπρός, που υπάρχουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το όνομα Παπαδιαμάντης θα πάρετε δεκάδες αποτελέσματα, που όμως τα περισσότερα αφορούν τον Παπαδιαμαντόπουλο, που ήταν τότε στρατιωτικός στην υπηρεσία του Βασιλέως κι έτσι το όνομά του εμφανιζόταν συνεχώς στις εφημερίδες! Οπότε, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναζήτηση γίνεται αλά παλαιά]

Τότε είδα και το διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Παπαδιαμάντη -αυτό που βλέπετε. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, διότι νόμιζα πως είναι γνωστό και καταγραμμένο -το μπέρδευα, ομολογώ, με ένα άλλο διήγημα που έχει Γιάννη στον τίτλο του, το «Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη».

Αλλά ύστερα από λίγο επέστρεψα στο τεύχος εκείνο, διάβασα την αρχή του διηγήματος που δεν μου έλεγε τίποτε, κατέβασα από τη βιβλιοθήκη τον πέμπτο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, διέτρεξα τον κατάλογο και, με τον σφυγμό να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά, συνειδητοποίησα ότι έχω στα χέρια μου ένα αθησαύριστο, άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 46 Σχόλια »

Πεισμένοι και πεπεισμένοι

Posted by sarant στο 16 Δεκεμβρίου, 2022

Την αφορμή για το σημερινό άρθρο την παίρνω από μια πρόσφατη επιστολή στην Καθημερινή, που την υπογράφει ο αγαπητότατος Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, στον οποίο χρωστάμε, πρώτο ανάμεσα σε πολλά, την κριτική έκδοση του Παπαδιαμάντη.

Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ, αλλά είναι πολύ σύντομη, οπότε την παραθέτω ολόκληρη:

Με τους «πειραμένους» ή τους πεπειραμένους; 

Κύριε διευθυντά
Σε κείμενο τακτικού συνεργάτη σας διαβάζω: «Ετσι που στο τέλος μπερδεύεται όποιος δεν είναι εξαρχής πεισμένος ότι οι ‘’δικοί μας’’ έχουν πάντα δίκιο» («Κ», Τετάρτη 23 Νοεμβρίου, σελ. 13).

Διατρέχω τον κίνδυνο να θεωρηθώ γεροπαράξενος, ωστόσο ομολογώ ότι η μετοχή παρακειμένου «πεισμένος» με ενοχλεί.

Ασφαλώς ημπορούμε τις περισσότερες φορές να παραλείπουμε τον αναδιπλασιασμό του παρακειμένου και να λέμε ή να γράφουμε «λυμένος», «σωσμένος», «θαμμένος», «θωρακισμένος» κ.λπ. Είναι πάντως βέβαιο ότι κανένα ελληνικό αφτί δεν θα άντεχε το «δομένος» αντί του «δεδομένος», «πειραμένος» αντί του «πεπειραμένος» ή «κτημένος» αντί του «κεκτημένος».

Δεν ισχυρίζομαι ότι το «πεισμένος» είναι εξίσου ανατριχιαστικό και απαράδεκτο. Παρά ταύτα δεν θα τολμούσα μιλώντας ή γράφοντας να του αφαιρέσω τον αναδιπλασιασμό.

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ο σεβαστός Ν.Δ.Τ. (που είναι φιλόλογος, μάχιμος όσο υπηρετούσε) δηλώνει ότι τον ενοχλεί η παράλειψη του αναδιπλασιασμού στον τύπο «πεισμένος» της μετοχής παρακειμένου και θα προτιμούσε τον αναδιπλασιασμένο τύπο «πεπεισμένος».

Πολύ σωστά αναγνωρίζει ότι τις περισσότερες φορές ο αναδιπλασιασμός παραλείπεται, παραθέτοντας ορισμένα παραδείγματα, αλλά βέβαια, συνεχίζει, υπάρχουν περιπτώσεις όπου κανένας δεν θα ανεχόταν παράλειψη του αναδιπλασιασμού.

Εύστοχα επίσης τοποθετεί την περίπτωση του πεισμένος/πεπεισμένος ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα (παράλειψη του αναδιπλασιασμού – υποχρεωτικός αναδιπλασιασμός) αλλά θεωρεί πως βρίσκεται κοντά στον υποχρεωτικό αναδιπλασιασμό μια και ο ίδιος «δεν θα τολμούσε» να πει ή να γράψει μη αναδιπλασιασμένο τον τύπο («πεισμένος»).

Κατά σύμπτωση, ένας άλλος πολύ αγαπημένος μου διανοούμενος έχει ασχοληθεί με το ίδιο θέμα. Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας το 1947 είχε μια εβδομαδιαία στήλη στον Ριζοσπάστη, όπου σχολίαζε γλωσσικά φαινόμενα -κάτι σαν τα δικά μας σαββατιάτικα μεζεδάκια. Εκεί είχε επικρίνει για υπερβάλλοντα δημοτικιστικό ζήλο τον συντάκτη αριστερού εντύπου που έγραψε «πεισμένος» και είχε συστήσει να διατηρείται ο αναδιπλασιασμένος τύπος (πεπεισμένος) «όπου δεν μπορούμε να το αποφύγουμε» αφού είναι «αναγκαίο κακό για τη δημοτική».

Εγώ πάντως, στα δικά μου κείμενα, όπως βλέπω, χρησιμοποιώ και τους δύο τύπους (πεισμένος / πεπεισμένος), ίσως περισσότερο τον μη διπλασιασμένο, πεισμένος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως έχω προγράψει τους αναδιπλασιασμούς γενικώς -ούτε θα πω «πειραμένος», για να χρησιμοποιήσω ένα από τα παραδείγματα του Ν.Δ.Τ., ούτε θα κοιτάξω να δω αν μπορώ να τον αποφύγω, όπως φαίνεται να συμβουλεύει ο Κοτζιούλας.

Κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στις δυο κατηγορίες («όχι αναδιπλασιασμός» και «πάντα αναδιπλασιασμός») υπάρχει και μια τρίτη, «προαιρετικός αναδιπλασιασμός», ίσως πιο ολιγομελής. Επίσης, το ποια ρήματα ανήκουν στην μία ή την άλλη κατηγορία είναι κάτι που εξελίσσεται, όπως και η γλώσσα. Θυμάμαι έναν διάλογο από τις εφημερίδες, γύρω στο 1923, παναπεί πριν από 100 περίπου χρόνια, ανάμεσα στον Ν. Λαπαθιώτη και τον Κώστα Παρορίτη. Είχε προτείνει ο Λαπαθιώτης να συγκροτηθεί μια «εκλελεγμένη» επιτροπή, για κάποιο θέμα των λογοτεχνών. «Ψυχή μου αναδιπλασιασμός!» σχολίασε ο Παρορίτης, και ο Λαπαθιώτης, που κι αυτός δημοτική έγραφε, απάντησε πως μια χαρά στέκει ο αναδιπλασιασμός. Σήμερα θαρρώ πως λίγοι θα συμφωνούσαν μαζί του, τουλάχιστον στην Ελλάδα (Στην Κύπρο βλέπω πως ο τύπος χρησιμοποιείται και σήμερα).

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αναδιπλασιασμός, στα αρχαία ελληνικά,  είναι η επανάληψη του αρχικού συμφώνου τοιυ ρήματος, συνοδευόμενου από το ε, στους συντελικούς χρόνους. Στα αρχαία, δεν ήταν μόνο η μετοχή του παρακειμένου που έπαιρνε αναδιπλασιασμό, αλλά όλοι οι τύποι του (μονολεκτικού στα αρχαία) παρακειμένου και υπερσυντέλικου: λελυμένος, αλλά επίσης λέλυκα και ελελύκειν.

Δεν έπαιρναν αναδιπλασιασμό όλα τα ρήματα. Όσα άρχιζαν από φωνήεν, ή από ρ, ζ, ξ, ψ ή από δύο ή τρία σύμφωνα έπαιρναν απλή αύξηση, αν και υπήρχε κόντρα εξαίρεση, διότι τα ρήματα που είχαν δεύτερο σύμφωνο υγρό (λ, ρ) αναδιπλασιάζονταν. Έτσι, εσκαμμένος, εστραμμένος αλλά κεκλιμένος. Επίσης, τα ρήματα από θ,φ,χ αναδιπλασιάζονταν με τα αντίστοιχα κλειστά σύμφωνα: τεθλασμένη, πεφυσιωμένος, κεχαριτωμένη.

Ο Μπαμπινιώτης έχει ένα πλαίσιο στο λεξικό του, όπου τα λέει καλά: Μερικές μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου έχουν διατηρήσει -όταν χρησιμοποιούνται ως ονόματα (επίθετα ή ουσιαστικά) ή για υφολογικές διακρίσεις σε λογιότερο ή πιο τυπικό κείμενο- τον αναδιπλασιασμό που είχαν στην αρχαία και τη λόγια γλωσσική παράδοση όλες ανεξαιρέτως οι μετοχές του μεσοπαθητικού παρακειμένου.

Σε κάποια ρήματα, ο αναδιπλασιασμένος τύπος της μετοχής εμφανίζεται μόνο σε κάποιες στερεότυπες χρήσεις ή σε απολιθώματα, ενώ για τις άλλες υπάρχει ο απλός τύπος. Θωρακισμένο αυτοκίνητο, αλλά υπηρετώ στα Τεθωρακισμένα. Χαίρε Κεχαριτωμένη αλλά χαριτωμένη κοπέλα, υπερέβη τα εσκαμμένα, αλλά σκαμμένο χωράφι, κεκλεισμένων των θυρών αλλά κλεισμένη θέση. Σε αυτές άλλωστε τις περιπτώσεις, η μετοχή, όπως λέει ο Μπαμπινιώτης, χρησιμοποιείται ως όνομα. Το τετριμμένο (πχ επιχείρημα) είναι επίθετο, το τριμμένο τυρί είναι μετοχή, τυρί που το τρίψαμε.

Παρόμοια, ως ονόματα χρησιμοποιούνται: το κεκλιμένο επίπεδο, η τεθλασμένη, ο σεσημασμένος κακοποιός, η πεπατημένη, ο επιτετραμμένος, η τετμημένη, η τεταγμένη, η δεδηλωμένη, το δεδικασμένο, τα δεδομένα (και το γεγονός, εδώ που τα λέμε) κτλ.

Κάποιοι χρησιμοποιούν αναδιπλασιασμό και με ρήματα που κανονικά δεν τον εμφανίζουν, για φιγούρα ή ειρωνικά. Ας πούμε, πριν από μερικά χρόνια είχα δει το ειρωνικό «η πεπολιτισμένη Δύση». Αυτό βέβαια γραφόταν και λεγόταν στην καθαρεύουσα του 19ου αιώνα, ή έως και το πρώτο μισό του 20ού, αλλά σήμερα πολύ λίγο.

Όπως το κεκλιμένο επίπεδο, έχουμε και μερικά άλλα ζευγάρια επιθέτου-ουσιαστικού με αναδιπλασιασμό, σε στερεότυπες φράσεις: διακεκαυμένη ζώνη, κεκτημένα δικαιώματα, κεκορεσμένο διάλυμα -μπορούμε να προσθέσουμε κι άλλα. Ωστόσο, έχω ακούσει για κορεσμένο διάλυμα, μπορεί και να το έλεγα κι εγώ σε μιαν άλλη ζωή που ήμουνα χημικός. Από την άλλη, το πεπιεσμένο χαρτί και ο πεπιεσμένος αέρας αντέχουν, ενώ όλοι λένε «είμαι πολύ πιεσμένος σήμερα».

Σε άλλες περιπτώσεις, είναι θέμα ύφους. Εδώ εντάσσω εγώ τον πεισμένο/πεπεισμένο. Για κάποιον που διαγράφτηκε (ή διεγράφη) από ένα κόμμα, λέμε «ο διαγραμμένος», λέμε όμως και «ο διαγεγραμμένος» (και «ο διεγραμμένος» έχω δει, που κανονικά δεν δικαιολογείται). Άλλα σύνθετα του ίδιου ρήματος έχουν πιο ανθεκτικούς αναδιπλασιασμούς: εγγεγραμμένος, αναγεγραμμένος, προσγεγραμμένος, περιγεγραμμένος, καταγεγραμμένος, προδιαγεγραμμένος. Αλλά γραμμένος, αντιγραμμένος και προγραμμένος

Κλείνω με μιαν αυτοτιμωρία, αντιγράφω από τον Μπαμπινιώτη έναν μακρότατο κατάλογο με ρήματα που παίρνουν αναδιπλασιασμό. Καλά να πάθω (αλλά καλά που υπάρχει και οσιάρ):

(αναπετάννυμι) αναπεπταμένος

(βάλλω, επιβάλλω, συμβάλλω…) επιβεβλημένος, συμβεβλημένος, καταβεβλημένος, προσβεβλημένος, μεταβεβλημένος, διαβεβλημένος, περιβεβλημένος. παρεμβεβλημένος, αποβεβλημένος,

(βαρώ / βαρύνω, επιβαρύνω) βεβαρημένος / επιβεβαρυμμένος,

(βιάζω) βεβιασμένος,

(γλύφω, εγγλύφω) παλαιότ. γεγλυμμένος, παλαιότ. εγγεγλυμμένος,

(γράφω, εγγράφω, υπογράφω…) εγγεγραμμένος, υπογεγραμμένος, διαγεγραμμένος, καταγεγραμμένος, περιγεγραμμένος, προδιαγεγραμμένος, αναγεγραμμένος, επιγεγραμμένος, παραγεγραμμένος, προγεγραμμένος, προσγεγραμμένος,

(δεικνύω, ενδείκνυται, αποδεικνύω) ενδεδειγμένος, αποδεδειγμένος,

(δέω, συνδέω, προσδέω) συνδεδεμένος, προσδεδεμένος,

(δηλώνω) δεδηλωμένος,

(δικάζω, επιδικάζω, προδικάζω) δεδικασμένος, επιδεδικασμένος, προδεδικασμένος,

(διδάσκω) παλαιότ. δεδιδαγμένος,

(δίδω, διαδίδω, εκδίδω) δεδομένος / δεδομένα (όχι δεδόμενα!), διαδεδομένος, εκδεδομένος,

(δουλεύω) δεδου­λευμένα.

(εκλέγω) παλαιότ. εκλελεγμένος.

(εκφράζω) εκπεφρασμένος,

(ενδύω) ενδεδυμένος,

(εντέλλομαι) εντεταλμένος,

(επιτηδεύω) παλαιότ. επιτετηδευμένος,

(επιτρέπω) επιτετραμμένος,

(θέτω. εκθέτω, διαθέτω, αναθέ­τω…) τεθειμένος, διατεθειμένος, ανατεθειμένος, κατατεθειμένος, μετατεθειμέ­νος, εκτεθειμένος, συντεθειμένος, παρατεθειμένος, παρεντεθειμένος, αποσυ­ντεθειμένος, προστεθειμένος,

(θλίβω) τεθλιμμένος,

(θλω) τεθλασμένος,

(καίω, διακαίω) κεκαυμένος, διακεκαυμένος,

(καλύπτω, συγκαλύπτω) κεκαλυμμένος, συγκεκαλυμμένος,

(κανονίζω) κεκανονισμένος,

(κεράννυμι) κεκραμένος,

(κηρύσσω) κεκηρυγμένος,

(κινδυνεύω) παλαιότ. παρακεκινδυνευμένος,

(κλεί­νω) κεκλεισμένος,

(κλίνω) κεκλιμένος,

(κορέννυμι) κεκορεσμένος,

(κόπτω, δια­κόπτω, συγκόπτω…) διακεκομμένος, συγκεκομμένος. παλαιότ. αποκεκομμένος, περικεκομμένος,

(κρίνω, εγκρίνω, διακρίνω, συγκρίνω) εγκεκριμένος, δια­κεκριμένος. συγκεκριμένος,

(κτώμαι) κεκτημένος / κεκτημένα,

(κυρώνω) κεκυρωμένος,

(λαμβάνω, καταλαμβάνω, αναλαμβάνω…) ειλημμένος (< *εσληβμένος. με ανομοιωτική αποβολή τού δασέος φθόγγου, < «σε-σληβ-μένος), κατειλημμένος, ανειλημμένος, προκατειλημμένος, επανειλημμένος,

(λέγω) ειρημένος,

(λειαίνω) παλαιότ. λελειασμένος,

(λείπω, εγκαταλείπω) εγκαταλελειμμένος,

(λύω, διαλύω, αναλύω) λελυμένος, παλαιότ. διαλελυμένος, παλαι­ότ. αναλελυμένος,

(λογίζω) λελογισμένος,

(μαρτυρώ) παλαιότ. μεμαρτυρημένος,

(μειγνύω, αναμειγνύω, προσμειγνύω) αναμεμιγμένος, προσμεμιγμένος.

(μονώ) μεμονωμένος,

(μυώ) μεμυημένος.

(νομίζω) νενομισμένος,

(παιδεύω) πεπαιδευμένος,

(παλαιώ) πεπαλαιωμένος,

(πατώ) πεπατημένος / πεπατημένη,

(παραδέχομαι) παραδεδεγμένος,

(περιπλέκω) περιπεπλεγμένος,

(περώ) πεπε­ρασμένος,

(πιέζω) πεπιεσμένος,

(πιστεύω, διαπιστεύω) διαπεπιστευμένος,

(πλανώ) παλαιότ. πεπλανημένος,

(ποικίλλω) πεποικιλμένος,

(προσκαλώ) προ­σκεκλημένος,

(προχωρώ) προκεχωρημένος,

(πτύσσω) ανεπτυγμένος, συνε­πτυγμένος,

(σημαίνω) σεσημασμένος,

(σπω) απεσπασμένος, διεσπασμένος.

(συμφωνώ) συμπεφωνημένος / συμπεφωνημένα,

(τάσσω, διατάσσω, εντάσ­σω…) διατεταγμένος, εντεταγμένος, συντεταγμένος, παρατεταγμένος,

(τείνω, εκτείνω, παρατείνω…) τεταμένος, εκτεταμένος, παρατεταμένος, παρεκτεταμένος, προτεταμένος, εντεταμένος,

(τελώ) τετελεσμένος,

(τέμνω, κατατέμνω, συντέμνω…) τετμημένος, κατατετμημένος, συντετμημένος, περιτετμημένος,

(τήκω) τετηγμένος,

(τρίβω) τετριμμένος,

(φιλώ) πεφιλημένος,

(αρχ. φυσιώ) πεφυσιωμένος,

(χέω, συγχέω, διαχέω) συγκεχυμένος, διακεχυμένος.

Για λόγους πληρότητας, βάζω και τις «μετοχές με αύξηση» από τη συνέχεια του ίδιου πλαισίου.

Μετοχές με αύξηση. Πρόκειται για μερικές μετοχές από ρήματα που αρχίζουν από φωνήεν ή από ρ, ζ, ξ, ψ, δύο σύμφωνα (πλπν κ, π, t, β, δ, γ. φ. θ. χ + υγρό) ή από τρία σύμφωνα. Τέτοιες μετοχές είναι: (αγγέλλω, εξαγ­γέλλω. καταγγέλλω) εξηγγελμένος. κατηγγελμένος, (αγιάζω) ηγιασμένος, προηγιασμένος, (άγω, προάγω, εισάγω, παράγω…) προηγμένος, εισηγμένος, παρηγμένος, (αιρώ, διαιρώ, συναιρώ) διηρημένος, συνηρημένος, (αισχύνω, καταισχύνω) κατησχυμμένος, (αίρω, επαίρομαι) επηρμένος, (αμαρτάνω) ημαρ­τημένος, (αναγνωρίζω) ανεγνωρισμένος, (απαρχαιώνω) απηρχαιωμένος, (άπτω, συνάπτω, εξάπτω) συνημμένος, εξημμένος, (αρτώ, αναρτώ, προσαρ­τώ…) ανηρτημένος, προσηρτημένος, συνηρτημένος, (καταρτίζω) κατηρτισμένος, (ασκώ, εξασκώ) ησκημένος, εξησκημένος, (αυξάνω, επαυξάνω, προσαυξά­νω) ηυξημένος, επηυξημένος, προσηυξημένος, (γιγνώσκω) εγνωσμένος, απε­γνωσμένος. (ελέγχω) ηλεγμένος, (θέλω) ηθελημένος, (ενώνω) ηνωμένος, (ζητώ, εκζητώ) εξεζητημένος, (ελίσσω, εξελίσσω) εξειλιγμένος, (ίημι, ανίημι) ανειμένος, (οικώ, κατοικώ) κατωκημένος, (οίχομαι, παροίχομαι) παρωχημένος, (πτύσσω, αναπτύσσω, συμπτύσσω) ανεπτυγμένος, συνεπτυγμένος, (ρίπτω) ερριμμένος, (ρώννυμι) ερρωμένος, (σκάπτω, ανασκάπτω) εσκαμμένος, ανε­σκαμμένος, (σκέπτομαι) εοκεμμένος, (σκοτίζω) εσκοτισμένος, (σπείρω, διασπείρω, εγκατασπείρω…) διεσπαρμένος, κατεσπαρμένος, εγκατεσπαρμένος, (σπεύδω) εσπευσμένος, (σταυρώνω) εσταυρωμένος, (στέλλω, συστέλλω, αποστέλλω…) συνεσταλμένος, απεσταλμένος, διεσταλμένος, (στέφω) εστεμ­μένος, (στεγάζω) εστεγασμένος, (στρέφω, διαστρέφω, καταστρέφω…) διε­στραμμένος. κατεστραμμένος, ανεστραμ-μένος, αντεστραμμένος, (σφάλλω) εσφαλμένος, (-σχομαι, υπόσχομαι) υπεσχημένος, (φθείρω, διαφθείρω, παρα­φθείρω) διεφθαρμένος, παρεφθαρμένος.

Θα προσέξατε ένα λαθάκι, τα απεσπασμένος και διεσπασμένος (ρήμα σπω) δεν είναι αναδιπλασιασμός αλλά μετοχή με αύξηση. 

Βέβαια, δεν θα συμφωνήσουμε όλοι με τον κ. Μπαμπινιώτη σε όλες τις περιπτώσεις -ας πούμε δεν νομίζω ότι λέμε συχνά «λελυμένος», ενώ πάντοτε λέμε συμβεβλημένος. Τέλος πάντων εξαρτάται και από το ύφος. Περιμένω δικά σας σχόλια για μετοχές που ο πίνακας τις έχει αναδιπλασιασμένες αλλά εσείς τις χρησιμοποιείτε απλές. Δεν εννοώ αυτές που έχουν την ένδειξη «παλαιότ.», όπου οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι δεν τις αναδιπλασιάζουν.

Εγώ θα έβαζα, όπως είπα, το λελυμένος, που δεν το λέω ποτέ, το διαγραμμένος, που ήδη το ανάφερα, αλλά και «καταγραμμένος». Κάποτε λέω «αναπτυγμένος», ποτέ δεν θα έλεγα «κεκηρυγμένος», ενώ, όπως είπα, χρησιμοποιώ και το «πεισμένος» και το «πεπεισμένος».

Το οποίο «πεπεισμένος» λείπει περιέργως από τον κατάλογο του Μπαμπινιώτη, παρόλο που στο λήμμα «πείθω» αναφέρεται ο τύπος, ενώ υπάρχει και ιδιαίτερο λήμμα «πεπεισμένος». Λείπει άλλωστε από τον κατάλογο και ο πεπειραμένος, που σημαίνει ότι δεν είναι πλήρης ο κατάλογος.

Οπότε, δεύτερο ζητούμενο για τα σχόλιά σας:

Μπορείτε να βρείτε άλλες μετοχές με αναδιπλασιασμό, που να χρησιμοποιούνται στη σημερινή γλώσσα, όπως οι πεπεισμένος και πεπειραμένος, αλλά να λείπουν από τον πίνακα;

Posted in Γραμματική, Εφημεριδογραφικά, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 133 Σχόλια »

Ο γείτονας με το λαγούτο (αθηναϊκό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 23 Οκτωβρίου, 2022

Τις προηγούμενες Κυριακές είχαμε θέματα από τη μικρασιατική καταστροφή με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων. Το σημερινό διήγημα έχει απλώς ήρωα Μικρασιάτη, ή, όπως τον λέει ο Παπαδιαμάντης, Τουρκομερίτη.

Είναι ένα από τα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με σκηνές από τη ζωή της φτωχολογιάς της Αθήνας στο γύρισμα του 20ού αιώνα (γράφτηκε το 1900). Παρόλο που δεν έχει θέμα χριστουγεννιάτικο, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σκριπ στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της, στις 25 Δεκεμβρίου 1900. Μάλιστα, είναι ένα από τα λίγα παπαδιαμαντικά διηγήματα του οποίου η πρώτη δημοσίευση ήταν ανεύρετη όταν ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος έκανε την κριτική του έκδοση -δεν ξέρω αν έχει βρεθεί στη συνέχεια, πάντως στην Εθνική Βιβλιοθήκη το φύλλο της 25/12 δεν υπάρχει, ενώ στο φύλλο της προηγούμενης μέρας βλέπουμε την αναγγελία του διηγήματος.

Πέρα από τον «γείτονα με το λαγούτο», τον τουρκομερίτη Βαγγέλη, οι άλλοι πρωταγωνιστές του διηγήματος είναι όλες γυναίκες, που νοικιάζουν ετοιμόρροπα δωματιάκια σε μια κοινή αυλή. Ο Παπαδιαμάντης μεταφέρει τους μικροκαβγάδες τους με οξυμένο αυτί -θυμίζει, από την άποψη αυτή τις Κουκλοπαντρειές, ένα άλλο αθηναϊκό διήγημα.

Ο Παπαδιαμάντης έμεινε πολλά χρόνια στου Ψυρρή, στην οδό Αριστοφάνους. Η μάντρα με τις κάμαρες του σημερινού διηγήματος βρίσκεται, σύμφωνα με το διήγημα, σε μια μικρή πάροδο ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση. Εδώ εννοείται η βρύση του Τάτση (δηλαδή του Τάκη, αν σκεφτούμε τον παλαιοαθηναϊκό τσιτακισμό) που βρίσκεται στη σημερινή οδό Τάκη, εκεί κοντά. Η Βλασαρού, όπου μετακόμισε ο Βαγγέλης, είναι εκκλησία και γειτονιά που απαλλοτριώθηκε και κατεδαφίστηκε στη δεκ 1930 με τις ανασκαφές της αρχαίας και της ρωμαϊκής αγοράς.

Έχει ενδιαφέρον ότι ο Βαγγέλης τραγουδάει «κουτσαβάκικα» τραγούδια. Οι φίλοι του ρεμπέτικου θα αναγνωρίσουν στίχους αδέσποτων και παραδοσιακών τραγουδιών. Επίσης, χρησιμοποιεί και μερικές τουρκικές παροιμίες, αλλά τις εξηγεί αμέσως πριν ή μετά.

Σημειώνω ότι την εποχή εκείνη οι δάσκαλοι (και γενικώς οι δημόσιοι υπάλληλοι) δεν ήταν μόνιμοι, κι έτσι ήταν χρήσιμο ή και απαραίτητο για τον διορισμό το λάδωμα κάποιου, οπως αναφέρεται και στην κατακλείδα του διηγήματος.

Εξηγώ μερικές λέξεις στο τέλος. Το κείμενο το έχω πάρει από τον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών.

Μπορείτε επίσης να ακούσετε το διήγημα, εδώ.

 

Ὁ Γείτονας μὲ τὸ λαγοῦτο (1900)

Ὁ νέος νοικάρης ποὺ εἶχεν ἐνοικιάσει τὴν κάμαραν τὴν μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, εἶχεν ἕνα μεγάλο λαγοῦτο, μακρύ, πλατύ. Ἔκυπτε διὰ νὰ ξεκλειδώσῃ τὴν θύραν του, κρατῶν ὑπὸ μάλης τὸ λαγοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔψαυε τὸ ἔδαφος.

Ποτὲ δὲν ἤρχετο ὡρισμένην ὥραν εἰς τὸ δωμάτιόν του. Πότε πολὺ ἐνωρίς, πότε πολὺ ἀργά, ἄλλοτε ἔλειπεν ὅλην τὴν νύκτα κ᾽ ἐκοιμᾶτο τὴν ἡμέραν. Πότε ἦτον νηστικός, πότε ἐφαίνετο νὰ εἶναι «ἀποκαής»*. Δὲν εἶναι βέβαιον ἂν ἔπινε χασίς, φαίνεται ὅμως ὅτι ἔπινε πολὺ ρακί. Ἦτον Τουρκομερίτης. Ὠνομάζετο Βαγγέλης.

Τὰ ἄλλα οἰκήματα, ἓξ-ἑπτὰ δωμάτια χαμόγεια, εἰς γραμμήν, ὅλα παμπάλαια, τρῶγλαι, ἄλλα χωρὶς παράθυρα, ὅλα σχεδὸν μὲ σαθροὺς τοὺς τοίχους, κατείχοντο ἀπὸ διαφόρους. Ὑπῆρχον δύο ἢ τρεῖς μπεκιάρηδες, μία οἰκογένεια μὲ πέντε ἢ ἓξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, ἡ Κατερνιὼ ἡ Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζῶσα κατὰ τὸ φαινόμενον ὁλομόναχη· καὶ τὸ μέσα δωμάτιον εἰς τὸν μυχὸν τῆς αὐλῆς κατεῖχεν ἡ σπιτονοικοκυρὰ κυρα-Γιάνναινα, χήρα μὲ τὴν κόρην της, τὴν Δημητρούλαν. Ἡ μάνδρα μὲ τὰ πενιχρὰ οἰκήματα ἔκειτο εἴς τινα πάροδον, ἀνάμεσα στοῦ Ψυρρῆ καὶ στοῦ Τάτση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθηναιογραφία, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , | 98 Σχόλια »

Εξοχική Λαμπρή, πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη

Posted by sarant στο 24 Απριλίου, 2022

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα του Πάσχα ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.

Και φέτος θα τηρήσουμε το έθιμο, και μάλιστα με ένα διήγημα που έχει στον τίτλο του τη μέρα, τη Λαμπρή και έχει καθαρά πασχαλινό χρώμα.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε την 1.4.1890 στην εφημερίδα «Εφημερίς» με τον υπότιτλο Παιδικαί αναμνήσεις. Το κείμενο το πήρα από τον ιστότοπο papadiamantis.org. Με αστερίσκο επισημαίνονται κάποια λεξιλογικά που τα επεξηγώ στο τέλος. Για ένα από αυτά, την έκφραση «να αποσώνει τα παιδιά» έχει γίνει αρκετή συζήτηση.

ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

ΠΑΙΔΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες*, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Ὅλα αὐτὰ διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δύο ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθῆ· ὁ δὲ παπα-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾽ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντικρὺ ἐκτεινομένας ἀκτάς, ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπαροίκους, τοὺς «κουκκουβίνους ἢ κουκκοσκιάχτες»*, ὅπως τοὺς ὠνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα· ἀλλὰ κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθῆ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπί τινας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπα-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορειοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν, ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.

Τινὲς εἶπον γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν· ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναῖκά του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, χωρικὸς ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπ᾽ ἔξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα», καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε», ― οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπεν ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.

Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως, ἦτο ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτο «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μέ τινας τῶν ἐξωμεριτῶν, καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτο ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾽ ἀποσώνῃ* τὰ παιδιὰ» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὗτος, ὡς οἱ πλεῖστοι τοῦ γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εορταστικά, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , | 120 Σχόλια »

Οδός Αφάντων (ένα αφήγημα του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου)

Posted by sarant στο 25 Ιουλίου, 2021

Μου έστειλαν προ καιρού το πρώτο τεύχος ενός νέου λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Αντίθετα Ρεύματα, με εκδότη τον Λεωνίδα Ιωαννίδη.

Το περιοδικό εκδίδεται στη Χαλκίδα, κάτι που το υπαινίσσεται και ο τίτλος του. Όπως αναφέρει ο εκδότης στο σημείωμά του: Σαλπάρουμε λοιπόν απ’ το λιμάνι μας -τη Χαλκίδα, και πλέουμε καταμεσής στα επικίνδυνα αντίθετα ρεύματα του Εύριπου, που πολλά βαπόρια έχουνε παρασύρει στα βράχια. Αλλά εμείς τα ξορκίσαμε. Βαφτίσαμε το καραβάκι «Αντίθετα Ρεύματα».

Το περιοδικό θα είναι τριμηνιαίο («περίπου», κατά το σημείωμα του εκδότη) οπότε ίσως αυτές τις μέρες να κυκλοφορήσει και δεύτερο τεύχος, αν και ομολογώ πως δεν βρήκα κάποια παρουσία του περιοδικού στον Ιστό για περισσότερες πληροφορίες.

Στο πρώτο τεύχος υπάρχουν αρκετές αξιόλογες συνεργασίες, όπως του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη με τέσσερα ποιήματα και συνέντευξη -το ένα από τα ποιήματα το βρήκα να αναδημοσιεύεται εδώ.

Στο οπισθόφυλλο, δυο στροφές από το ποίημα «Φαντασία» του Γιάννη Σκαρίμπα.

Διάλεξα να παρουσιάσω ένα σύντομο αφήγημα του πολύ αγαπητού Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, επειδή μου αρέσουν τα πεζά με αναμνήσεις και τα πολεογραφικά κείμενα, και αυτό το αφήγημα συνδυάζει τα δυο αυτά στοιχεία. Αγαπώ βέβαια και τον Παπαδιαμάντη, όπως και τον Σκαρίμπα, οπότε το καλό τριτώνει διότι ο Τριανταφυλλόπουλος έχει εντάξει παπαδιαμαντικές και σκαριμπικές λέξεις στα κείμενά του γενικώς, και στο πεζό αυτό ειδικώς.

Κεντρικός δρόμος της Χαλκίδας είναι η οδός Αβάντων. Ο Τριανταφυλλόπουλος παίρνει αφορμή από το λάθος κάποιου (μη Χαλκιδαίου, βεβαίως) που την πληκτρολόγησε «Αφάντων» και θυμάται πώς ήταν στο παρελθόν ο δρόμος αυτός καθώς και πολλούς γνωστούς και φίλους του, που τον περπατούσαν, και που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Οπότε, μας λέει, τελικά δικαιολογείται η παρονομασία.

Όπως λέει ο εκδότης στο σημείωμά του, το περιοδικό δέχεται το σύστημα τονισμού που προτιμά ο κάθε συνεργάτης, κι έτσι το πεζογράφημα του Ν.Δ.Τ. τυπώθηκε σε πολυτονικό αλλά σχεδόν όλα τα άλλα κείμενα είναι στο μονοτονικό. Στο δικό μας ιστολόγιο γενικά προτιμάμε το μονοτονικό, αλλά εδώ μονοτόνισα το κείμενο και για τεχνικούς λόγους. Κατά τα άλλα, διατήρησα την ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Στο τέλος του άρθρου, παραθέτω χάρτη της Χαλκίδας με σημειωμένη την οδό Αβάντων.

 

Oδός Αφάντων

Γελάσαμε στην αρχή η Λαμπρινή κι ελόγου μου με την παρανάγνωση Αφάντων αντί Αβάντων, ύστερα όμως σοβαρευτήκαμε. Πώς είχα την απαίτηση ο φοιτητής καν η φοιτήτρια που πληκτρο­λόγησαν το περί Σκαρίμπα παλαιό κείμενό μου να γνωρίζουν, εκεί στην Πάτρα, τους ομηρικούς Άβαντες της Χαλκίδας και την φερώνυμή τους οδό της πόλης;

Κατόπι χαμογέλασα αλλιώς: όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, η παρανάγνωση ήταν σωστή. Τουλάχιστον για έμενα και ενδεχομένως για όσους κουβαλούν χρόνια περισσότερα από ογδόντα. Ναι, οδός Αφάντων προσώπων, κτισμάτων και καταστάσεων.

*

Στα σχολικά, τα φοιτητικά και τα ναυτικά μου χρόνια η Αβάντων ήταν η κεντρική αρτηρία -η λέξη να εννοηθεί ανατομικά- της πόλης. Για τους περισσότερους συμπολίτες εκείνου του καιρού «νυφοπάζαρο». Χαρακτηρισμός απολύτως αποδεκτός από τη νε­ολαία των μεγάλων τάξεων των τότε Εξαταξίων Γυμνασίων Αρρένων και Θηλέων, από τούς λογής λογής φοιτητές -εκείνοι των στρατιωτικών σχολών με τις στολές τους- από τούς νεόκοπους μόνιμους ή έφεδρους αξιωματικούς, τούς ποδοσφαιριστές και κάθε είδους αθλητές της στεριάς και της θαλάσσου. Πού ’ναι τους τώρα;

Για εμένα, απελπισμένον από τούς δίχως ανταπόκριση έρωτές μου, η Αβάντων ήταν το μεγάλο αντιφάρμακο, αληθινά «οδός ονείρων», που δεν ήταν άλλα από τα βιβλία και τα περιοδικά. Εκεί το βιβλιοπωλείο του Πανταζή όπου γνώρισα τον Ιούλιο Βερν και λίγο παραπέρα, σχεδόν απέναντι από το ιερό του Αγίου Νικολάου, το νεώτερο του Μόσχου. Η προθήκη του, που θα λήστευα δίχως τύ­ψεις αν ήμουν θαρραλέος, ιρίδιζε χάρη στα μαγικά εξώφυλλα των νεανικών εκδόσεων Αλικιώτη. Παρέκει το κατάστημα Σιαμέλα, πού δεν το στιμάριζα για τα καραμελοειδή του αλλά γιατί ήταν πρα­κτορείο Τύπου. Φλετούραγε η καρδιά μου όταν, ε-πι-τέ-λους, έφτανε το πολυπόθητο νέο τεύχος, πάντοτε με συναρπαστικό εξώφυλλο, των κατά δυστυχίαν άτακτων και βραχύβιων «Προσκοπικών Σελίδων». Ωστόσο για τους αναγνωστικούς μου έρωτες εκείνων των χρόνων έχω αλλού μιλήσει. Τώρα απομένει να πω ότι τα κτίσματα και όσοι στεγάζονταν εκεί, οι διαμεσολαβητές των ονείρων μας, έχουν έκλείψει «ωσεί χόρτος».

Είπα «τα κτίσματα». Στην Αβάντων, εκεί που διασταυρώνεται με τη Βώκου, ήταν το σπίτι της Φιγιέττας Πνευματικού, ιδεατής και ιδανικής ερωμένης του Σκαρίμπα, που απήλθε νέα, αφού του πήρε τον νου. Μυθολογείται πως η αρχόντισσα κυρά τον δέχτηκε μια φορά στο σπίτι -ναι, εκεί στην Αβάντων- και τον έκαμε να χάσει τη λαλιά του με ένα «καλημέρα σας, κύριε Σκαρίμπα» και εκείνος κατέβηκε τις σκάλες με τα γόνατα να τρέμουν, πανευτυχής και τρισδυστυχισμένος. Φευγάτος πια κι αυτός, φευγάτο και το σπίτι.

Στην Αβάντων η Alliance Française, όπου φοίτησα χρόνια και χρόνια δίχως να προκόψω, κι ας πήρα την πρώτη χρονιά από τα χέρια του φιλοπαπαδιαμαντικού Οκταβίου Μερλιέ το πρώτο βραβείο. Στεγαζόταν η A.F. σε κτίριο που ήταν δίπλα στο Γυμνάσιο Αρρένων. Απέναντι από την πόρτα του Γυμνασίου το ποδηλατά­δικο του Παρασκευά, όπου χώνονταν κρυφά οι τελειόφοιτοι για να φουμάρουν. Πάει το ποδηλατάδικο, ο καιρός έδιωξε την A.F., αφά­νισε τον χώρο του Β’ Γυμνασίου Αρρένων.

Ωστόσο κάποτε ο χρόνος αποφασίζει να παίξει. Κολλητή σχεδόν στο αρχοντικό της Φιγιέττας ήταν μια παράγκα, όπου στεγαζόταν ο μικροπωλητής Παπίγκης. Δυστυχής άνθρωπος. Η στέγη της παράγκας, από λαμαρίνα, δεχόταν βροχή τις πέτρες της αλαναρίας που συνοδεύονταν από τον έμμετρο εμπαιγμό:

Σιδεροκέφαλε Παπίγκη Καραγκιόζη.

Η παράγκα σώζεται! Ό παλιός της όμως ένοικος και οι βασανιστές του ταξιδέψαν ανεπίστροφα.

 

*    *

Κατηφορίζω συχνά την Αβάντων. Μια κατεβασιά διαφορετική από εκείνη της παράλληλης Νεοφύτου. Στη Νεοφύτου τραγουδώ εντός μου προσκοπικά τραγούδια – εκεί βρίσκονταν η Πρώτη και η Τρίτη ομάδα Προσκόπων. Όταν κατεβαίνω, τώρα, την Αβάντων, παίζω τύμπανο με τη γλώσσα και τα δόντια μου. Φτάνοντας στο σημείο του πάλαι ποτέ αρχοντικού της Φιγιέττας, κάμνω νοερά στροφή της κεφαλής δεξιά, για να τιμήσω όχι το ίνδαλμα του Σκαρίμπα, αλλά την οικογένεια του Καλλισθένη Μουστάκα, που η θελκτική κόρη του Ασπασία παντρεύτηκε τον γοητευτικότατο αρχιτυμπανιστή της πόλης Χρήστο Αστερίου. Έτσι, τυμπανίζοντας, κατέβαινε κι εκείνος την Αβάντων με το σχολείο, μπορεί και να την ανέβαινε με τη φιλαρμονική, και ξέροντας ότι η Ασπασία ήταν πίσω από την χαραμάδα των παντζουριών έκανε τα μαγικά του με τα τυμπανόξυλα. Έφυγαν με τα σύννεφα.

Εξακολουθώ να κατηφορίζω. Στη μέση περίπου της Αβάντων, δεξιά όπως την κατεβαίνουμε, ήταν μια μάντρα όπου έπαιζε Καραγκιόζη ο Μάνθος ο Ψηλέας. Το φόρτε του ήταν οι ηρωικές παραστάσεις και οι «αποθεώσεις». Πού πήγαν εκείνα τα παλληκάρια;

Απόμεινε τάχα κανένας που να θυμάται ότι μ’ ένα φύσημα του Μπαρμπαγιώργου όλη ή φρουρά του σαραγιού – κι ο αρχηγός της Πεπόνιας- στρώνονταν στο χώμα;

 

*    *  *

Ανεβοκατεβαίνω και τώρα την Αβάντων. Πού και πού με χαιρετάει κάποιος ή κάποιοι, παλαιοί μαθητές και μαθήτριές μου. Οι συμμαθητές μου στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων άμοροι όλοι τους. Χρό­νια έχω ν’ αντιπλωρίσω έστω και έναν. Από το Β’ Γυμνάσιο βλέπω τους κάπως μεγαλύτερούς μου Απόστολο Τούντα, έφεδρο σημαι­οφόρο του Βασιλικού Ναυτικού όπως κι ελόγου μου και τον Γιάννη Καλαμακίδη, δικηγόρο και κάποτε σπουδαίο παίχτη του Ολυμπια­κού Χαλκίδος. Ευγνώμονες μαθητές του πατέρα μου. Συναντώ συχνά τον Νίκο Καθαροσπόρη, καλόν στα νιάτα παίχτη της καλα­θοσφαίρισης -στο ίδιο θρανίο της Όγδοης Γυμνασίου- και τον Παναγιώτη Μάγειρα, ποδοσφαιριστή το πάλαι και τραγουδιστή. Οι άλλοι πού δρα-να-πέ-τε-ψαν;

Ναι, ναι, το πέτυχε όποιος ή όποια πληκτρολόγησε το κείμενό μου! Οδός Αφάντων…

 

 

Posted in Αναμνήσεις, Παπαδιαμάντης, Περιοδικά, Πεζογραφία, Πολεογραφία | Με ετικέτα: , , , , | 95 Σχόλια »

Κοκκώνα θάλασσα (διήγημα του Αλέξ. Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 19 Απριλίου, 2020

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα της Λαμπρής ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.

Φέτος θα τηρήσουμε το έθιμο, αλλά με κάποια τροποποίηση. Αφού το φετινό Πάσχα είναι κάπως ιδιαίτερο, διάλεξα ένα παπαδιαμαντικό διήγημα που είναι τυπικά μόνο πασχαλινό. Δηλαδή, ενώ εκτυλίσσεται τις μέρες του Πάσχα περιγράφει άλλου είδους βάσανα, ναυτικά -δεν είναι σαν τον Αλιβάνιστο ή τον Λαμπριατικο ψάλτη, δηλαδή. Πάντως, ένας άλλος υπότιτλος του διηγήματος είναι «Το Πάσχα του καπετάνιου» οπότε πασχαλινό χρώμα υπάρχει.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900 στο περιοδικό «Το Περιοδικόν μας». Το Ταϊγάνι, που αναφέρεται στο διήγημα, είναι το σημερινό Ταγκανρόγκ, ρωσική πόλη στη Μαύρη Θάλασσα όπου υπήρχε μεγάλη ελληνική εμπορική παροικία -και η γενετειρα του Αντόν Τσέχοφ, θα γράψουμε κάποτε.

Θυμίζω και άλλα πασχαλινά αναγνώσματα που έχουμε δημοσιεύσει:

Αλ. Μωραϊτίδης, Άρατε πύλας

Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά

Παπαδιαμάντης, Ο αλιβάνιστος

Κώστας Βάρναλης, Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι

Εμμ. Ροΐδης, Τα κόκκινα αβγά

Ν. Λαπαθιώτης, Η θυσία

Και βέβαια, το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Χριστός Ανέστη και μακάρι του χρόνου να μας βρει όλους με τους αγαπημένους μας!

ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

ή ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΕΘΕΡΑΣ

-Μάινα κόντρα-φλόκο! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο! Μάινα όξου-φλόκο! Μπρούλια ράντα! μπρούλια μαΐστρα! μπρούλια τρίγκο.

Τις θα το επίστευεν, ότι από ένα μικρόν αμυδρόν μαυράδι έμελλε να εξέλθη τόση τρικυμία; Πώς από μίαν μικράν κηλίδα, την οποία προθύμως παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και ναυαγούν φιλοδοξίαι!

Ο ουρανός ήτον ως παμμεγίστη, άπειρος κανδήλα, ολίγω πρότερον. Η θάλασσα εκουφόβραζε, ως γιγαντιαία χύτρα επάνω εις σιγανήν φωτιάν. Πέραν εκεί, εις την άκρην όπου έφθανε το όμμα, ήσαν τα «θεμέλια» του ορίζοντος. Εκεί ήσαν μερικά «καθίσματα». Εκεί είχε φανεί κάτι θολόν και μαύρον. Ητον εκείνο το ρύγχος της τρικυμίας. Ο καπετάν Τζώνης το είδε, το διέκρινε, και την ανεγνώρισεν. Ολίγα λεπτά παρήλθον, και η τρικυμία ενεφανίσθη πάνοπλος, με όλους τους βρόντους και τας ηχούς της, με όλα τα ρίγη και τας φρικιάσεις των ανθρώπων και των κυμάτων.

-Μάινα γάμπιες! μάινα μέσα-φλόκο! αλέστα!… Τίρα μόλα!… Στα πόστα σας!

Από την κανδήλαν την αχανή εκείνην κατήλθεν η βοή, ο ροίβδος της λαίλαπος, και από το κουφόβρασμα το ύπουλον ανέβη ο ρόχθος της θαλάσσης, ζευχθέντα εις φοβερόν υμέναιον, προσοχθούντα επί της ελεεινής σανίδος, ήτον ως βέλασμα οιονεί από χιλιάδας και μυριάδας ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα· και ο Βορράς, ο χιονόμαλλος βασιλεύς των χειμώνων, τα έσπρωχνε και τα ήλαυνεν εμπρός, κατά τους βράχους πάντοτε και τας εσχατιάς· ζητούντα να εύρουν τέρμα και τέρμα δεν εύρισκον, ειμή την σανίδα την ταλαίπωρον· και την κατεπάτησαν, και την έκαμαν δρόμον, βόσκοντα την σκωρίαν της, λείχοντα τας πληγάς της, ροφώντα την δύναμίν της. Εν μέσω δε και υπεράνω όλης αυτής της πάλης και της βοής, την οποίαν συνετέλουν επαναβαίνοντα τ’ αχθοφόρα κύματα, αντήχει ως θρήνος οξύς το σφύριγμα των τροχαλιών όμοιον με την απηλπισμένην κραυγήν πτωχής ερημικής κόρης, σπαρασσομένης το δέμας, βιαζομένης την τιμήν, υπό φαύλων βιαστών εις έρημον τόπον, υπό το όμμα του πολυευσπλάχνου και παντοδυνάμου Κριτού του καθημένου επί των Χερουβίμ, του βλέποντος αβύσσους.

– Φίλα γάμπια! τιμόνι σοφράν!… Παίρνετε μπράτσα! ι-πόντα!

Από μπράτσο εις μπράτσο, από μαντάρι εις μαντάρι, επηδούσαν ακαταπαύστως οι ναύται, και ως αράχναι, ως μυίαι, εκολλούσαν στα διάφορα σχοινιά. Εν τοσοτούτω ο πλοίαρχος είχε διακρίνει μικρόν σημείον υφέσεως ήδη. Η φουρτούνα έμελλεν εξ άπαντος να «στρώσει». Θα ήτον ολιγώτερον σφοδρά και περισσότερον διαρκής.

-Πότζα-λα-μπάντα! Φίλα γάμπια! Τιμόνι σοφράν!… Μόλα γάμπια! μόλα μαΐστρα!

Η φουρτούνα έγινεν οριστικώς στρωτή, και επήλθε μικρά ανάπαυλα. Οι σύντροφοι εσπόγγιζον τον ιδρώτα των, την άχνην, τους αφρούς του κύματος.

Το βρίκιον έπλεε με μεγάλην ταχύτητα. Κατάρτια και πινά έτριζαν φοβερώς. Εφαίνοντο ότι «τώρα θα πέσουν».

Ο καπετάν Τζώνης ήναψε την πίπαν του, κι εστάθη ακουμβών επάνω στο παραπέτο της πρύμνης.

***

Δύο ναυτάκια επλησίασαν σιγά-σιγά κοντά εις τον πλοίαρχον. Δεν εφαίνοντο να ήσαν πολύ κουρασμένοι από την βάσανον, από την αγγαρείαν την οποίαν επέβαλεν η τρικυμία. Ήσαν ναυτομαραγκοί, από το Ταϊγάνι ερχόμενοι, μάλλον ως επιβάται.

-Ε, καπετάνιο, θα μας βγάλεις απ’ κάτ’ στην χώρα εμάς;

-Θα μας κάνεις, καπετάνιο, την χάρη;

-Κάλια τρίγκο!… Μόλα γάμπια, φλόκο! μόλα τρίγκο!

Ο πλοίαρχος ανέπνευσεν ανετώτερον, αφού έδωκε και το τελευταίον τούτο πρόσταγμα.

-Ε, καπετάνιο μ’ ;

-Να’ χεις πολλή ζωή, και καλά ταξίδια.

-Τι λέτε, παιδιά;

Ο καιρός είχε στρίψει, σοροκολεβάντης. Πώς να σηκώσει πλώρην το καράβι, να παραστρατίσει; Πώς να πλησιάσει εκεί που έλεγαν τα δύο ναυτόπουλα;

-Tώρα είναι καιρός, παιδιά, ν’ αρμενίζουμε καταπάν’ τον αέρα;

-Μας το’ ταξες, καπετάνιο.

-Μας το είπες, καραβοκύρη μ’.

-Ελέγαμε δα, αν ήτον καιρός, να μας πήγαινε σοφράν απ’ τα Ρημονήσια. Τότε, θα μας έδινε χέρι να ζυγώσουμε κατά ‘κει. Τώρα, ιδέτε πώς μας μπατάρει… και που μας σκαντζάρησε… και όλο μας ξεπέφτει.

Τα δύο ναυτομαραγκάκια έλαβον στάσιν. Ο ένας εκουνήθη επάνω εις το δεξιόν σκέλος του. Ο άλλος ετάνυσε τον αριστερόν βραχίονα.

-Αυτή δεν είναι καμμία φουρτούνα απ’ εκείνες, καπετάνιο, είπεν ο πρώτος, ο μεγαλύτερος και υψηλότερος των δύο, όστις έφερεν ήδη ψηλαφητόν μύστακα· αυτή δεν είναι μαύρη φουρτούνα, να ‘ρχεται από μακριά· είναι άσπρη φουρτούνα.

-Μάλιστα· αυτή είναι, συνεπλήρωσεν ο δεύτερος, ο έχων τον μύστακα επανθούντα – είναι άσπρη φουρτούνα, κι έρχεται από κοντά.

-Δεν είναι καμμιά φουρτούνα, κατάλαβες, αυτή, να ‘ρχεται απ’ αλάργα· κοίταξε τι κοκκώνα-θάλασσα, μπονάτσα-λάδι.

-Αλήθεια, υπεστήριξεν ο δεύτερος, άσπρη φορτούνα, μαθές· καμαρωμένη νύφη-θάλασσα.

Ο πλοίαρχος εμειδίασε λίαν καλόκαρδος. Αυτός ο οποίος ανεγνώριζε μακρόθεν το ρύγχος της τρικυμίας – τη μούρη της! – είχεν ανάγκην να λαμβάνει μαθήματα από τους νεωτέρους! Πλην δεν εθύμωσε.

-Χα χα χα! Πολλά ξέρετ’, εσείς τα Σκοπελιτάκια.

Οι δύο ναυτομαραγκοί κατήγοντο πράγματι από την Σκόπελον, την νήσον εκείνην ήτις εξασκεί γλυκείαν μαγείαν εφ’ όλων των τέκνων της, και μεταβάλλει εις φανατισμόν την αγάπην της πατρίδος· την νήσον, προς έπαινον της οποίας ο λόγιος και εμπνευσμένος υιός της Καισάριος ο Δαπόντες, συνέθεσε κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα ασματικόν κανόνα προς το Ανοίξω το στόμα μου, -κανόνα αρχόμενον από τας λέξεις «Κρασί Σκοπελίτικο».

Την νήσον των νοσταλγών, εις τους κόλπους της οποίας δια να επανέλθουν τα φιλόστοργα τέκνα της, επιβιβάζονται από το Ταϊγάνι, από την Βραΐλαν, από την Οδησσόν, πριν παγώσουν τα νερά, χειμώνα-καιρόν, ή ευρίσκουν άλλο μέσον πορείας, εάν επάγωσαν ήδη, και ταξιδεύουν δύο μήνας, τρεις μήνας – εις την εποχήν των ιστίων – μόνον δια ν’ αξιωθούν να φθάσουν εις την Σκόπελον δια να εορτάσουν τα Χριστούγεννα, ή διά να κάμουν αποκριές, και γίνουν «μουτσούνες».

Τώρα δεν ήρχοντο πλέον Χριστούγεννα, είχαν περάσει κι αι Απόκρεω. Ητο Μάρτιος μην, και ήρχετο το Πάσχα. Και πολλοί εκ των ξενιτευμένων είχον καταβεί εγκαίρως εις την πόλιν, όπως ημπόρεσαν.

Αν έκαμναν τόσην θυσίαν δια να προλάβουν την Απόκρεων, πόσω μεγαλυτέραν θα έκαμναν διά το Άγιον Πάσχα!

-Ας γίνει το θέλημα σας, είπε τέλος ο καπετάν Τζώνης. Έχετε ανθρώπους και σας καρτερούν, κι άμποτε να σας χαρούν, παιδιά… Εμένα, ποιός…

Εμορμύρισε, και πάραυτα εσιώπησε. Μικρόν νέφος μελαγχολίας εφάνη σκιάζον τους οφθαλμούς του· όμοιον μ’ εκείνο το οποίον γεννά την τρικυμίαν, και το οποίον οι Λυγκείς των θαλασσών βλέπουσιν εγκαίρως μακρόθεν.

-Τώρα θα κάμουμε – επανέλαβεν είτα ο πλοίαρχος – μια βόλτα ως τον κάβο εκεί, κι άλλη μια ως το νησάκι πέρα… κι εσείς αλέστα!… Πάρτε την σκαμπαβία, ρίξετε τα πράματα σας μέσα… πηδάτε σβέλτα κι εσείς και δυό κουπιά… και μεθαύριο, α θελ’ ο Θεός, μας στέλνετε τη σκαμπαβία πέρα, στο λιμάνι το δικό μας… Καλό κατευόδιο, παιδιά· με το καλό να κάνετε Λαμπρή!

-Ευχαριστούμε πολύ, καπετάνιο· με καλό να πας στο σπίτι σου· και καλά ταξίδια· μάλαμα το καρφί!

Υστερα από δύο ή τρεις βόλτες, τα δύο Σκοπελιτάκια κατεβίβασαν την αποσκευήν των εις την μεγάλην βάρκαν πηδώντες και χορεύοντες από την χαράν των, όσον και από την φουσκοθαλασσιάν των κυμάτων. Κατερριχήθησαν και αυτοί κάτω, έπτυσαν εις τας χείρας των, και έλαβον τας κώπας. Απείχον δύο ή τρία μίλια, καταντικρύ εις τον μώλον του λιμένος της πόλεώς των, και με σύντονον κωπηλασίαν δεν θ’ αργούσαν να φθάσουν.

–        Καλό κατευόδιο, παιδιά!

–        Καλά ταξίδια· και καλή Ανάσταση!

* * *

Όλην την νύκτα έπλεε το σκάφος με τα κύματα. Ο άνεμος είχε κοπάσει, και το απόγειον της νυκτός εφύσα ελαφρά! Το πρωί, με τα γλυκοχαράματα, ο πλοίαρχος εξημερώθη εις τον λιμένα της νήσου του.

Οι δύο εκείνοι γιγαντοφυείς αδελφοί, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, οίτινες είχον επιχειρήσει το πάλαι, ως διηγείται ο θείος Όμηρος, να βάλουν την Όσσαν επάνω εις τον Όλυμπον, και το Πήλιον επάνω εις την Όσσαν, διά να κάμουν σκάλαν ν’ ανεβούν εις τον ουρανόν, όταν ήσαν παιδία ανήλικα ακόμη, εγύμναζον τούς βραχίονάς των παίζοντες εις τον αιγιαλόν κάτω. Έπαιρναν μικρά χαλίκια πλακαρά, ανάλογα με το ανάστημά των και έκαμναν «ψωμάκια», ρίπτοντες ταύτα εις την θάλασσαν, δια κυματοειδούς κινήσεως του πήχεος και της χειρός, ως διά σφενδόνης.

Από τα χαλίκια εκείνα των δύο μικρών γιγάντων, τα οποία μετά πολλάς επιψαύσεις και πτήσεις επάνω εις τα κύματα, έπιπτον τέλος εις την θάλασσαν, από τα «ψωμάκια» εκείνα εφύτρωσαν και ανέθορον αι Σποράδες νήσοι αι κοσμούσαι το σμαράγδινον πέλαγος· η Σκίαθος, η Πεπάρηθος, η Αλόννησος, και τόσαι άλλαι.

Εις την δευτέραν των νήσων τούτων, την αλλάξασαν το όνομα, είχον αποβιβασθεί την εσπέραν της χθες οι δύο ναυτομαραγκοί. Εις την άλλην, την τελευταίαν προς δυσμάς, κατέπλευσεν ο καπετάν Τζώνης με το σκάφος του.

* * *

Πριν αράξει ακόμα το βρίκιον, καθώς έφερνε βόλτες εμπρός εις τον λιμένα, ανάμεσα εις τα τρία νησιά, εις τον κάβον της Πούντας, και γύρω-γύρω στα Μυρμήγκια, τας νανοφυείς υφάλους, που προέχουν δειλά τας μαύρας μικράς κεφαλάς των εν ώρα αμπώτιδος – έφερνε και ο πλοίαρχος βόλτες επάνω στο κατάστρωμα, ανάμεσα εις το ταμπούκιο της πρύμνης, κι εις την χονδρήν μπούμα, και εις την υψηλήν υαλόφρακτον θήκην της πυξίδος.

Το βλέμμα του διευθύνετο απλανές προς έν σημείον, ανάμεσα εις τα λευκά σπιτάκια του ωραίου χωρίου, του εσπαρμένου γραφικώς επί του λόφου, όπου διέπρεπεν εις το μέσον, ως φρουρός όρθιος με την λόγχην του υψηλά, το κωδωνοστάσιον του ναού της Παναγίας, οπόθεν εκτείνεται εις όλην την κοίλην παραθαλασσίαν ένθεν και ένθεν προς βορράν, και πάλιν αναφέρει τα κράσπεδα προς ανατολάς, επί της εσχατιάς του άλλου βραχώδους λόφου, του επιστεφομένου από τον ναΐσκον του Αγ. Νικολάου του Θαλασσινού.

Η οικία του πλοιάρχου ευρίσκετο επί του δυτικού λόφου, εις την Άνω συνοικίαν. Εκεί δε προσηλούτο μάλλον κατηφές το βλέμμα του.

Καθώς άραξε το πλοίον, ενώ το πλήρωμα ησχολείτο εις την συστολήν των ιστίων και την λοιπήν διευθέτησιν του σκάφους, κατέβη ο Τζώνης εις τον κοιτώνα του, κάτω εις την πρύμνην, βεβαίως διά ν’ αλλάξει και φορέσει κοσμιώτερα ενδύματα, πριν αποβεί εις την ξηράν και παρουσιάσει τα ναυτιλιακά του έγγραφα.

Πλην δεν εβιάσθη αμέσως ν’ αλλάξει, εφαίνετο μάλλον αισθανόμενος μεγάλην απροθυμίαν προς τούτο, και ως να επεθύμει αναβολήν, ει δυνατόν, της αναγκαίας αποβιβάσεως εις την ξηράν.

Από ένα συρτάρι έλαβε μίαν μικράν θήκην εκ ψευδαργύρου, και απ’ αυτήν έβγαλεν ένα χαρτί διπλωμένον. Δεν ήτο ούτε η υγειονομική πιστοποίησις ή άδεια απόπλου ή φορτωτική τις, ούτε το ημερολόγιόν του.

Το πλοίον ήρχετο από την Πόλιν κενόν φορτίου, και προσήγγιζεν εις τον γενέθλιον τόπον, προσχήματι μεν διότι ήγγιζε το Πάσχα, πράγματι δε διότι ο πλοίαρχος ησθάνετο αόριστον ανησυχίαν ως προς τα οικιακά του πράγματα.

Το χαρτίον, το οποίον εξήχθη από την θήκην, ήτο αρκετά τριμμένον, κι εφαίνετο να είχε διαβασθή πολλάκις. Ο πλοίαρχος το εξεδίπλωσε και ήρχισε να το διαβάζει – ίσως δι’ εκατοστήν φοράν.

«Γαμβρέ μου καπετάν Τζώνη, σε χαιρετώ.

»Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια το αίσιον, κτλ. Εγώ, γαμβρέ μου, ενόμιζα, όταν σου έδωκα την κόρην μου, πως εσύ ήσουν άνθρωπος απ’ ανθρώπους, μα ως τόσο βγήκα γελασμένη, και τουλόου σου αποδείχθης πως δεν έχεις φιλότιμο. Εμένα το κορίτσι μου ήτον απ’ το πρώτο σόι, κι όπου αρωτήσεις, μας ξέρουν όλοι τι είμαστε· οι Καχιωταίοι, με τ’ όνομα. Κι εγώ θάρρεψα πως κάτι ήσουν, κι άνοιξα τις πόρτες, και σ’ έβαλα στο σπίτι μου, κι εσύ βγήκες ένας άνθρωπος άχαρος και ανωφέλευτος. Στο γράμμα που είχες στείλει, είδα να γράφεις πως βαρέθηκες πλια να στέλνεις της γυναίκας σου, επειδής μας έχει όλους στο σπίτι και μας ταΐζεις, εμένα και τις δύο κόρες μου, κι ότι πως τουλόου σου επίστεψες πως επήρες μιά κι’ επήρες τέσσερες… (Εδώ υπήρχε μία μεγάλη μουντζούρα, σχεδόν πέρα-πέρα, εις τα τρία τέταρτα ενός στίχου της επιστολής· εάν ο πλοίαρχος ήτον αρκετά περίεργος, θα διέκρινε τας λέξεις «που να σε πάρουν τέσσεροι.» Φαίνεται ότι η υπαγορεύουσα μετεμελήθη, και παρήγγειλεν εις την γράφουσαν να σβήσει την φράσιν.) κι ότι δε βαστάς ν’ ακούς να γελά ο κόσμος με τα καμώματά μας. Αγέλαστος κι αγλύκατος που είσαι! Και τι έστειλες, κακόμοιρε, της γυναίκας σου, και το χτυπάς; Μήπως έστειλες και συ δυό πήχες χρυσάφι, ή το ποδογύρι το χρυσό, ή το φουστάνι τ’ ατλαζένιο ή της έβαλες την κορώνα, ή της έστειλες κανένα ακριβό διαμαντικό ή άλλο τίποτες; Τόσα χρόνια, ασπρού πράμα από σένα δεν είδε. Κι αν είχες φιλότιμο, έπρεπε να το συλλογιστείς μόνος σου, να πεις, στο σπίτι που μβήκες, που δεν ήσουν άξιος να φιλήσεις το ψαθί του σκαλοπατιού.

»Καλά το λένε, ποτέ να μην κατεβαίνει ο άνθρωπος απ’ την σκάλα του. Εγώ θέλησα να κατεβώ, και σ’ επήρα σένανε, κι ενόμιζα πως θα βγεις άνθρωπος να μου το γνωρίσεις, μα γελάστηκα. Κι εσύ δεν έστειλες ούτε μισή ντουζίνα κουταλάκια του γλυκού της γυναίκας σου, και δεν της ψώνισες ποτέ σου μιαν ασημένια κούπα, έναν καλόν καθρέφτη, ένα σκρίνι, ένα λαχουρί, ένα τίποτες. Και δεν της πήρες ποτέ σου μιαν καλή καρφίτσα, ή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρι, ή ένα μαλαμοκαπνισμένονε σταυρό, ή ένα βραχιόλι, ή άλλο τίποτες. Άλλο απ’ το ασημένιο δακτυλίδι, και το ρολόι με την καδένα, και μια καρφίτσα σκέτη, και τα σκουλαρίκια που την εφίλεψες πριν την στεφανωθείς, και τα βραχιόλια που της έστειλες την πρώτη χρονιά, και μια κούπα του γλυκού με δυο πιατάκια, και κουταλάκια αρζαντό, άλλο τίποτες δεν της ψώνισες.

»Και γράφεις ότι πως βαρέθηκες τάχα τα έξοδα, και πως τάχα μας ταΐζεις όλες στο σπίτι. Εμείς στο σπίτι της κόρης μου δεν καθόμαστε, μόνο συντροφιά της κάνουμε, να μην μένει μονάχη της με τα δυό μικρά παιδιά της· κι η κόρη μου μονάχη της κλαίει σαν κάμουμε να φύγουμε, και μας περικαλεί να μένουμε πάντα κοντά της. Και του λόου σου σαν έρχεσαι στο χωριό, πάλι εμείς συντροφιά τής κάνουμε, και στο σπίτι μας μαζωνόμαστε πάντα. Κι αν δεν σ’ αρέσει, κάνεις καλά να την χωρίσεις την κόρη μου, κι άφσε και τα δυό παιδιά, εμείς τ’ αναθρέφουμε. Ει δε μη και θέλεις πάλε να μένει μονάχη της στο σπίτι η γυναίκα σου, τότες φρόντισε να της πάρεις δούλα, να της στέλνεις και λίρες πολλές, για να ζωοθρέφεται αυτή και τα παιδιά της, με τη δούλα μαζί· γιατί εμείς όλες τις δουλειές τις κάνουμε τζάμπα, κι ασπρού πράμα απ’ αυτήν κι από τ’ εσένα ποτές μας δεν είδαμε. Αλλοιώς, φωτιά και μπούλμπερη ό,τι κι αν κάμεις, κι ο κόσμος θα γελάσει με τ’ εσένανε…»

Η επιστολή εξηκολούθει σχεδόν εις δύο σελίδας ακόμη με τον αυτόν τόνον, και εις παν ήμισυ σελίδος επανελάμβανεν ως έγγιστα τα αυτά. Πεντάκις τουλάχιστον υπήρχε εν τω κειμένω η υπόμνησις διά το «σόι» και την κοινωνικήν βαθμίδα. Ο χαρακτήρ ήτο λεπτός αλλ’ άκομψος, προφανώς κορασίδος, μαθητρίας του σχολείου, πλην δε άλλων ανορθογραφιών είχε γδό αντί δυό, παιγδά αντί παιδιά, μνά (μιά) και φωτχά (φωτιά).

Ο καπετάν Τζώνης και άλλοτε το είχεν αναγνωρίσει ότι ήτο «κοριτσίσιο γράψιμο», ίσως μάλιστα υπέθετε μετά βεβαιότητος και ποία μικρά γειτονοπούλα να το είχε γράψει, καθ’ υπαγόρευσιν της γραίας. Και τώρα, μετά την τελευταίαν ανάγνωσιν, εψιθύρισεν:

-Επόμενο είναι, τώρα που βγαίνουν και τα κορίτσια μας φωστήρες απ’ τα σκολειά, να βρίσκουν κι οι πεθεράδες μας γραμματικούς για να γράφουν τέτοια γράμματα!

Δεν επανέφερε το χειρόγραφον εις την θήκην, εξ ης το είχε λάβει, αλλά το έβαλεν εις την από-μέσα τσέπην ενός καθαρίου μαύρου επανωφορίου, το οποίον εκρέματο πλησίον εκεί, δίπλα εις την κοκέταν του ύπνου του. Συγχρόνως δε ήρχισε ν’ αλλάζει τα ενδύματά του και συνεχίζων μεγαλοφώνως τους λογισμούς του επανέλαβε:

-Τώρα, αν ήξευρεν η ίδια γράμματα, θα έγραφε ποτέ τέτοιο γράμμα;… Η μήπως θα έγραφε… χειρότερο;

Ίσως ήθελε να είπει ότι ο υπαγορεύων, μη έχων συνείδησιν ότι γράφει κάτι τι, αλλά μόνον ότι το λέγει, δύναται να υπαγορεύει εύκολα ό,τι δήποτε· ενώ, ο γράφων καθ’ υπαγόρευσιν, και μάλιστα αν είναι ανήλικος, αδυνατεί να σταθμήσει την ευθύνην, ευρίσκει δε το πράγμα απλώς αστείον και καινοπρεπές. Ή μήπως τουναντίον συμβαίνει, και ο υπαγορεύων, επειδή εκφώνως απαγγέλλει, αισθάνεται τούτο ως χαλινόν εγκρατείας, ενώ αν ο ίδιος έγραφε, θα ησθάνετο ως να έπραττέ τι εν παραβύστω και άνευ μαρτύρων;

Εφόρεσε το ίδιον εκείνο επανωφόρι, εις το θυλάκιον του οποίου είχε βάλει το γράμμα της πενθεράς. Την ιδίαν στιγμήν, ως να μεταμελήθη, με βίαιον κίνημα ανέσυρε το γράμμα, το έσχισεν αμελώς, διπλωμένον όπως ήτον, εις τέμαχια, και τα έρριψε κάτω.

Φαίνεται ότι ο μούτσος, όταν κατέβη να σκουπίσει, μετά την αναχώρησιν του πλοιάρχου, εύρε τα τεμάχια, και τα εμάζεψεν. Επειδή δε είχε συνήθειαν να προσπαθεί να διαβάζει ό,τι βρει, διά να μη ξεχνά τον συλλαβισμόν, τον οποίον είχε μάθει εις το δημοτικόν σχολείον, συνηρμολόγησε τα τεμάχια, και ήρχισε να το συλλαβίζει.

Ο πλοίαρχος έλαβε τα ναυτιλιακά του έγγραφα, και ητοιμάσθη να εξελθη εις ξηράν, εκάλεσεν τον λοστρόμον, και του έκαμε συστάσεις να κρύψη ό,τι ήτον δια κρύψιμον, «επειδή τώρα-τώρα θα’ ρθουν τα φαραώνια· όπου κι’ αν είναι, πλάκωσαν!» – και να φυλάξει εις πρόχειρον μέρος μόνον γαλέτες και κρέας σαλάδο, και ό,τι άλλο είχαν, το οποίον δεν ημπορούσε χωρίς άλλο να γλυτώσει από τα «φαραώνια».

Ενώ ο λοστρόμος ησχολείτο εις τας ετοιμασίας αυτάς, κάτω εις τον θαλαμίσκον, ήκουσε κατά τινα στιγμήν τον πλοίαρχον να μορμυρίζει, μασών τας λέξεις:

-Το παπά και το λιλί!…λιλί και παπά!… μόνον αυτά έχουν στο νου τους!

-Τι λες, καπετάνιο; τον ηρώτησεν ο ναύκληρος.

Ο πλοίαρχος εδάγκασε τα χείλη, ως μην θέλων να προδώσει τους λογισμούς του· είτα πάλιν εφαιδρύνθη, και είπε:

-Τι να πω, καημένε γερο-Νικόλα, και συ; Να, ατλαζένιο φουστάνι, ποδογύρι χρυσό, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χαλκάδες στη μύτη, και τα ρέστα… Της έφερες εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά της γριάς σου ή της κόρης σου;

-Τώρα, μ’ αυτά τα κεσάτια, καπετάνιο! μήπως μπορεί κανείς να κάμει και τίποτα μπακοτίλια, να βγάλει κανένα λεπτό; Πώς να γλυτώσει απ’ τα φαραώνια, που έλεγες τώρα;

-Αλλοίμονο σου, κακόμοιρε! θα σε βγάλει έξω κι’ εσένα, καθώς…

Και έκοψεν αποτόμως την ομιλίαν.

Η βάρκα η μικρή, καθελκυσθείσα εις την θάλασσαν, επερίμενε τον πλοίαρχον. Κατέβη και με δύο κωπηλατούντας ναύτας προσήγγισεν εις την ξηράν.

Ο Δημήτρης της Σοφούλας – ούτως εκαλείτο κοινώς ο γερο-Φτελιανός – και αν επαύετο, δεν έφευγε ποτέ από την νήσον. Πρώην φύλαξ του υγειονομείου, του λοιμοκαθαρτηρίου, κτλ., και γνωρίζων από γραφειοκρατικήν αγγαρείαν, και τυραννίαν, εχρησίμευεν εις όλους τους λιμενάρχας, υγειονόμους και τελώνας, οίτινες τον είχον ως «δεξί χέρι». Ούτος επερίμενε τον πλοίαρχον εις την «καραντίναν». Ο Δημήτρης έβαλε τα γυαλιά του, έκυψε, και ανέγνωσε την πιστοποίησιν κτλ. χωρίς να θίξει το χαρτίον. Υπέβαλε τον πλοίαρχον εις τινας διατυπώσεις, του απηύθυνεν ερωτήσεις τινάς, και συγχρόνως εδήλωσεν ότι δεν χρειάζεται «εξομολόγησις» επειδή ο λόγος του πλοιάρχου αρκεί· είτα έτεινε την χείρα και προσείπε πρώτος το «Καλώς ώρισες».

Πάραυτα, με την επιστροφήν της βάρκας εις το πλοίον, επέβησαν επ’ αυτής τελωνοφύλακες, λιμενοφύλακες, και λοιποί· ούτοι ήσαν τα «φαραώνια», όπως τους ωνόμαζεν ο καπετάν Τζώνης, και απήρχοντο εις το πλοίον δια την απαραίτητον «επίσκεψιν». Είχον δε πολύ μεγάλα και πλατιά αμαυρού χρώματος μανδήλια, και τσέπες πολύ βαθειές. Τα μανδήλια ταύτα ήσαν το μόνον είδος το οποίον ηγόραζαν ποτέ· ελέγετο μάλιστα ότι τα παρήγγελλον ειδικώς, δεν ηξεύρω εις ποίον εργοστάσιον.

Ο πλοίαρχος θα επεθύμει μάλλον να επιστρέψει εν συνοδία αυτών οπίσω εις το πλοίον. Αλλ’ εκείνοι φιλοφρόνως του είπον:

– Μην πειράζεσαι, καπετάνιο, να’ ρθης τουλόγου σου· τα καταφέρνουμε πολύ καλά, εμείς, με το λοστρόμο· ίσως να θέλεις να πας στο σπίτι σου.

Να πάει στο σπίτι του! Καθώς πρωτύτερα θα επροτίμα να βραδύνει ν’ αποβιβασθεί εις την ξηράν, ούτω και τώρα θα ηύχετο ν’ αργήσει να πάει στο σπίτι του! Εκάθισεν εις το πρώτον καφενεδάκι της παραθαλασσίας, κι εδέχετο τας δεξιώσεις και τα «καλώς ωρίσατε» όλων των ανθρώπων της αγοράς, των συναδέλφων θαλασσινών και των χερσαίων, των εντοπίων και των ξένων. Εκάπνισεν ναργιλέν, έπιε δύο καφέδες, δεν ηθέλησε να πίει παραπάνω από ένα ρακί δια τα «μουσαφιρλίκια» – μ’ όλον ότι θα επεθύμει να ημπορούσε να πίει!

Τέλος «έκαμε καρδιά» κι εσηκώθη να πάει στο σπίτι του.

***

Ολίγας ημέρας μετά το Πάσχα, ο πλοίαρχος Τζώνης επεβιβάζετο εκ νέου διά ν’ αποπλεύσει.

Ο καιρός εφαίνετο άσχημος. Συννεφιασμένος ήτον ο ουρανός και άστατοι άνεμοι έπνεον. Την ώραν που έφθασεν ο πλοίαρχος εις το πλοίον, ενώ τούτο ήτον στα πανιά κι έκαμνε βόλτες, ο γερο-Νικόλας ο ναύκληρος ίστατο παρά την πρύμνην, κι εκοίταζεν ανήσυχος κατά τον κόλπον, όπου θα έστρεφε πρώραν μετ’ ολίγον το σκάφος.

-Μπουρίνια θα’ χουμε καπετάνιο, είπε.

-Μπουρίνια! τόσο καλύτερα είπεν ωσάν αφηρημένος ο πλοίαρχος.

-Τι λες!

-Θεός να μας φυλάει απ’ τις μπόρες της στεριάς, γερο-Νικόλα.

Ο ναύκληρος τον εκοίταξε περιέργως, επειδή κάτι ήξευρεν ή υπώπτευεν. Εν τούτοις δεν είχον γνωσθεί πολλά πράγματα εις το χωρίον, όσον αφορά τα οικιακά του πλοιάρχου. Ο ίδιος ήτον κρυφός, επειδή εντρέπετο τον κόσμον, και δεν ήθελε να γνωρίζουν οι άλλοι τίποτε όσον απέβλεπε τα της αριστεράς πλευράς του. Από την πεθεράν του κάτι θα ηδύνατο να διαδοθεί, αλλ’ ο καπετάν Τζώνης δεν εχωράτευε.

Διηγούντο ότι μίαν εσπέραν, τώρα τα Λαμπρόγιορτα, εις την οικίαν του, ο ίδιος είχε πιάσει την πεθεράν του από τον λαιμόν. Πλην δεν το έκαμε δια να την πνίξει, άπαγε! – καθώς διεμαρτύρετο ο ίδιος προς έναν φίλον του πολύ πιστόν και πολύ κριτικόν – αλλά μόνον δια να πνίξει τας φωνάς της. Επειδή έβγαζεν, η ευλογημένη, κάτι φωνάς οξείας, υστερικάς, ανοήτους. Ύστερον ηκούσθησαν κλαυθμοί, κατόπιν επήλθον πολλά σιούτ σιούτ πολύ σύντονα και επιτακτικά, και τέλος σιωπή άκρα.

Ολα ταύτα τα έκαμνε διά να μην τον ακούσει η γειτονιά και μάθει τίποτε ο κόσμος· επειδή η γειτονιά ουδέν άλλο είναι ειμή κατάσκοπος, και ο κόσμος τύραννος, βασανιστής ανηλεής – καθώς διεβεβαίου τον φίλον του – επειδή εντρέπετο, πολύ εντρέπετο τους φίλους και τον ίδιον εαυτόν του.

Και όλα ταύτα, όλαι αυταί αι οικιακαί σκηναί, δεν ήσαν μεγάλα πράγματα· ουδέ υπήρχε, την αλήθειαν να είπωμεν, μώμος τις ή βαθεία κηλίς εις την οικίαν. Μόνον μικρολογίαι, παράπονα, η αιωνία εχθρά της ησυχίας των ανδρογύνων, η γκρίνια, η απαίσιος γκρίνια!

Τέλος, τα πράγματα είχον ησυχάσει· και η σύζυγος υπεσχέθη εις το μέλλον να είναι φρονιμωτέρα από την μητέρα της. Και ο Τζώνης επεβιβάζετο εις το πλοίον του, διά να ταξιδεύσει.

-Τι με κοιτάζεις, γερο-Νικόλα; είπε. Μήπως δεν υπάρχουν τάχα μπόρες και στην στεριά;… Πιό καλή είν’ η θάλασσα… Κοκκώνα θάλασσα, μιά φορά!

Και ο πλοίαρχος εκάγχασε.

-Γιά θυμήσου, είπε, τα δύο εκείνα παιδιά, τα Σκοπελιτάκια, που τους δώκαμε την σκαμπαβία τις προάλλες στο πέλαγο, για να παν στον τόπο τους… Δεν τους άκουσες εσύ τι νόστιμα τα έλεγαν: «Ασπρη φουρτούνα, κοκκώνα θάλασσα, νύφη καμαρωμένη!» Πώς δεν είπαν και πεθερά!

Ο γερο-Νικόλας εγέλα.

-Τι γελάς; άκουσες κανένα παράξενο; Μάλιστα· κοκκώνα θάλασσα… πεθερά.

Ο ναύκληρος εκάγχασεν ακρατήτως.

-Μα τι γελάς; Μα βέβαια… κοκκώνα θαλ…

Ο πλοίαρχος ηθέλησε καταρχάς να είπει: «Κοκκώνα-θάλασσα, φουρτούνα-πεθερά».

Αλλ’ εδάγκασε την γλώσσαν του, και διώρθωσε μεγαλοφώνως:

-Μάλιστα· φουρτούνα-θάλασσα, κοκκώνα-πεθερά!

(1900)

Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).

 

Posted in Διηγήματα, Ναυτικά, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 143 Σχόλια »

Ποιος έφερε την κουκουβάγια;

Posted by sarant στο 5 Νοεμβρίου, 2019

Ένα μικρό άρθρο σήμερα, όχι για τις κουκουβάγιες γενικώς αλλά για μια παροιμιακή φράση με κουκουβάγιες -ή έστω με γλαύκα, όπως λεγόταν στα αρχαία.

Εννοώ βέβαια την παροιμιακή φράση «γλαύκα ες Αθήνας» ή τις διάφορες νεότερες παραλλαγές της που συμμορφώνονται περισσότερο με τη σημερινή γλώσσα.

Συμφωνα με το ΛΚΝ, «κομίζω γλαύκα εις Αθήνας» σημαίνει «παρουσιάζω ως καινούργιο κάτι πασίγνωστο». Παρόμοιον ορισμό δίνουν και τα άλλα λεξικά.

Στο λεξικό Μπαμπινιώτη διαβάζω ότι η φράση, που είναι ήδη αρχαία, «οφείλεται στο γεγονός ότι τα νομίσματα της αρχαίας Αθήνας ονομάζονταν γλαύκες, επειδή έφεραν παραστάσεις γλαύκας, συμβόλου της θεάς Αθηνάς, και επομένως το να τα φέρνει κανείς στην Αθήνα ήταν εντελώς άσκοπο».

Δεν είμαι βέβαιος ότι είναι σωστή αυτή η εξήγηση -τα νομίσματα ποτέ δεν είναι άσκοπο να τα φέρνει κανείς. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η παροιμιακή φράση εμφανίζεται πρώτη φορά στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, στον στίχο 301. Όρνιθες είναι τα πουλιά, όχι οι σημερινές όρνιθες, και στην κωμωδία του Αριστοφάνη εμφανίζονται πολλά και διάφορα είδη πουλιών και σχολιάζονται αναλόγως.

Και «χαὐτηί γε γλαῦξ», λέει ο Έποπας, «τούτη εδώ είναι κουκουβάγια», κι ο Ευελπίδης του λέει: τί φῄς; τίς γλαῦκ᾽ Ἀθήναζ᾽ ἤγαγεν; -αναφερει απλώς, χαριτολογώντας, την παροιμιακή φράση που ήταν ήδη γνωστή και σε χρήση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Αθηναιογραφία, Λεξικογραφικά, Παροιμίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 127 Σχόλια »

Άρατε πύλας (διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2018

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα της Λαμπρής ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά. Φέτος, επιμένω με Σκιάθο αλλά διαλέγω τον άλλο Αλέξανδρο, τον εξάδελφο του Παπαδιαμάντη, τον Μωραϊτίδη.

Το διήγημα είναι και κατά κάποιο τρόπο (ιστολογικώς) επίκαιρο, αφού πριν από τέσσερις μέρες δημοσιεύσαμε άρθρο που αναφέρεται στο ίδιο θρησκευτικό δρώμενο που περιγράφει και ο Μωραϊτίδης στο διήγημα.

Το κείμενο υπάρχει στο Διαδίκτυο, εγώ το πήρα από το sansimera.gr όπου ήταν ήδη μονοτονισμένο. Έκανα αντιπαραβολή με την έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου και διόρθωσα κάμποσες αβλεψίες. Δεν εκσυγχρονίζω την ορθογραφία (που πάντως την έχει εκσυγχρονίσει κάπως ο Ν.Δ.Τ., π.χ. είνε σε είναι, έγεινε σε έγινε κτλ.) παρά μόνο το «κ'» σε «κι».

Η καθαρεύουσα του Μωραϊτίδη είναι πιο βαριά (και με πολυ λιγότερες ιδιωματικές ανάσες) από του Παπαδιαμάντη. Σημειώνω με αστερίσκο μερικές λέξεις που τις εξηγώ στο τέλος.

Θυμίζω και άλλα πασχαλινά αναγνώσματα που έχουμε δημοσιεύσει:

Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά

Παπαδιαμάντης, Ο αλιβάνιστος

Κώστας Βάρναλης, Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι

Εμμ. Ροΐδης, Τα κόκκινα αβγά

Ν. Λαπαθιώτης, Η θυσία

Και βέβαια, το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Χριστός Ανέστη!

«Άρατε πύλας…»

Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κι ευώδες Πάσχα. Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κι έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις τις πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον. Ίσως συνετέλεσε και η έκτακτος δροσερά άνοιξις του έτους εκείνου του αλησμονήτου. Τα αηδόνια είχαν έλθει τόσον εγγύς εις την κωμόπολιν, ώστε μερικά αφόβως εισέδυσαν και εις το πυκνόν του ναΐσκου κηπάριον και συνώδευον και εκείνα με την μαγευτικήν μελωδίαν των το γλυκύλαλον «Χριστός Ανέστη». Το καέν θυμίαμα, υπάρχουν στιγμαί, που νομίζω πως το αισθάνομαι ακόμη κατά τινα μυστικήν όλως απάτην. Έλεγαν πως ήτο θυμίαμα από την Αγίαν Άνναν, Σκήτην του Άθωνος, γνωστήν διά την αρετήν των ερημιτών αυτής. Αλλ’ ίσως και τα πάμπολλα τριαντάφυλλα του κηπαρίου της Εκκλησίας προσέφερον και αυτά εν αναλογία το άρωμά των το μεθυστικόν. Και ήσαν τόσα πολλά το έτος εκείνο!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Λογοτεχνία, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , | 143 Σχόλια »

Φώτα ολόφωτα (διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 6 Ιανουαρίου, 2017

Αργία σήμερα, αλλά και αρχή της τρομολαγνικά διαφημισμένης κακοκαιρίας, ταιριάζει λοιπόν να βάλουμε ένα διήγημα, και μάλιστα με θέμα μια κακοκαιρία που έτυχε μια τέτοια μέρα: τα «Φώτα ολόφωτα» του Παπαδιαμάντη.

Μια βάρκα κινδυνεύει να ναυαγήσει ενώ η γυναίκα του βαρκάρη βασανίζεται με τις ωδίνες μιας δύσκολης γέννας. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τη σκηνή από τη σκοπιά της μητέρας του βαρκάρη, της Πλανταρούς. Σε κάποια σημεία, η ειρωνεία σφάζει: «φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδίον, δια να ασφαλισθεί η κληρονομία της προικός» (αν η μητέρα πέθαινε πάνω στη γέννα μαζί με το παιδί, η προίκα θα επέστρεφε στην πατρική της οικογένεια -αν όμως το παιδί επιζούσε θα την κρατούσε ο πατέρας του παιδιού).

Για να λεξιλογήσουμε λίγο, στο τέλος του διηγήματος ο Παπαδιαμάντης βάζει ένα μωρό παιδί να ζητάει «βρυν», που είναι κλείσιμο ματιού στις Νεφέλες του Αριστοφάνη (όπως λέει και ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, εξαριστοφανίζει το ‘μπρου’ του νηπίου).

Επίσης, σε κάποιο σημείο διαβάζουμε πως το νεογέννητο είχε «βλέμμα τεθηπός», που ακούγεται λίγο σαν σπασμένα περσικά. Πρόκειται για το ουδέτερο της μετοχής παρακειμένου (τεθηπώς) του ρήματος ‘τέθηπα’, ενός ρήματος που δεν έχει ενεστώτα (διότι ο παρακείμενος έχει ενεστωτική σημασία). Τεθηπός θα πει κατάπληκτο, είναι λέξη που την έχει ξαναχρησιμοποιήσει ο Παπαδιαμάντης.

Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε τέτοια μέρα [ημερολογιακά] πριν από 123 χρόνια, δηλαδή στις 6 Ιανουαρίου 1894 στην Ακρόπολι. Αν έχετε περιέργεια, εδώ είναι η πρώτη δημοσίευση. Το πήρα από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, μονοτόνισα και εκσυγχρόνισα λίγο περισσότερο την ορθογραφία.

 

ΦΩΤΑ-ΟΛΟΦΩΤΑ

Εκινδύνευε να βυθισθεί εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμει, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίει εκατόν καράβια και να μη χορτάσει. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα, δια να μην αρμενίζει κατεπάν’ τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κι εδοκίμαζε να κάμει βόλτες. Του κάκου. Μετ’ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμει την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέσει εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθεί κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’αρμενίσει τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγεί, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εορταστικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 276 Σχόλια »

Γουτού γουπατού (διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 25 Δεκεμβρίου, 2016

papadiamantis_05Χριστούγεννα σήμερα, το ιστολόγιο εύχεται χρόνια πολλά σε όλους τους φίλους και επισκέπτες. Μέρα γιορτής, μου αρέσει να συνεχίζω μια παλιά συνήθεια, από τότε που ο παππούς μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή την παραμονή έπαιρνε έναν μαυροντυμένο τόμο από τους πέντε του Βαλέτα και διάβαζε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη.  Παρά την καθαρεύουσα, κάτι πρέπει να πιάναμε ή ίσως μας άρεσε η μορφή του παππού όπως διάβαζε, πάντως το έθιμο το αγαπούσαμε. Οπότε, καθιέρωσα κι εγώ στις γιορτές να βάζω ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα.

Στα πρώτα Χριστούγεννα του ιστολογίου είχα ανεβάσει  «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη», ένα διήγημα σε παπαδιαμαντικό ύφος του Βάρναλη, το 2010 ένα άλλο παπαδιαμαντικό του Τάσου Βουρνά, το 2011 το Χριστόψωμο του Παπαδιαμάντη, ενώ το 2012 έσπασε η παράδοση και έβαλα τα Κάλαντα του Λαπαθιώτη. To 2013 επανήλθα στην πεπατημένη, με ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, τον «Αμερικάνο», το ίδιο και πρόπερσι, που έβαλα τα «Χριστούγεννα του τεμπέλη«. Πέρυσι παρουσίασα το γνωστότερο ίσως χριστουγεννιάτικο διήγημα του κυρ Αλέξαντρου, τη Σταχομαζώχτρα.

Το φετινό διήγημα παρεκκλίνει κατά μερικές μοίρες από την πεπατημένη, αφού το διήγημα που θα διαβάσετε δεν είναι αυστηρά χριστουγεννιάτικο, είναι πρωτοχρονιάτικο. Θα θεωρήσουμε όμως ενιαίο σύνολο το εορταστικό δωδεκάμερο.

Φυσικά, ξέρω ότι πρόκειται για ένα διήγημα αρκετά γνωστό, που έχει ανθολογηθεί επανειλημμένα, οπότε αρκετοί θα το έχετε διαβάσει, και επειδή έχει θέμα πρωτότυπο εικάζω ότι θα το θυμάστε. Ωστόσο, τα Χριστούγεννα είναι γιορτή που την περνάμε με τους οικείους μας, και τούτο θαρρώ ισχύει και για τα διαβάσματά μας, οπότε αν ξαναδιαβάσουμε την ιστορία του Μανώλη του Ταπόη μπορεί να βρούμε κάτι που το είχαμε προσπεράσει πρωτύτερα.

Το «Γουτού Γουπατού» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά την πρωτοχρονιά του 1899 στην Ακρόπολι -είπαμε, είναι διήγημα πρωτοχρονιάτικο. Πήρα το κείμενο απο την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου και εκσυγχρόνισα λίγο περισσότερο την ορθογραφία. Στο τέλος έχω βάλει μερικά λεξιλογικά.

Να σημειωθεί ότι το διήγημα έχει δώσει το όνομα σε παιδικό σταθμό, ενώ μπορείτε επίσης να το ακούσετε από τον Αντώνη Μουλά.

ΓΟΥΤΟΥ ΓΟΥΠΑΤΟΥ

Τον επετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον εχλεύαζον τα κορίτσια της γειτονιάς, τον εφοβούντο τα νήπια  και τα βρέφη. Τον έλεγαν κοινώς «ο Ταπόης» ή «ο Μανώλης το Ταπόι».

— Ο Ταπόης! Να, ο Ταπόης έρχεται…

Φόβος και τρόμος εκολλούσε τα άκακα βρέφη εις το άκουσμα του ονόματος τούτου. Η νεολαία του χωρίου, οι θαμώνες των μαγαζιών και των καφενείων, δεν έπαυαν ποτέ να τον  πειράζουν.

— Είσ’ ένα χταπόδι, καημένε Μανωλιό· είσαι χταπόδι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εορταστικά, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , | 112 Σχόλια »

Η σταχομαζώχτρα, χριστουγεννιάτικο διήγημα του Παπαδιαμάντη

Posted by sarant στο 25 Δεκεμβρίου, 2015

papadiamantis_05Χριστούγεννα σήμερα, το ιστολόγιο εύχεται χρόνια πολλά σε όλους τους φίλους και επισκέπτες. Μέρα γιορτής, μου αρέσει να συνεχίζω μια παλιά συνήθεια, από τότε που ο παππούς μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή την παραμονή έπαιρνε έναν μαυροντυμένο τόμο από τους πέντε του Βαλέτα και διάβαζε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη.  Παρά την καθαρεύουσα, κάτι πρέπει να πιάναμε ή ίσως μας άρεσε η μορφή του παππού όπως διάβαζε, πάντως το έθιμο το αγαπούσαμε. Οπότε, καθιέρωσα κι εγώ στις γιορτές να βάζω ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα.

Στα πρώτα Χριστούγεννα του ιστολογίου είχα ανεβάσει  «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη», ένα διήγημα σε παπαδιαμαντικό ύφος του Βάρναλη, το 2010 ένα άλλο παπαδιαμαντικό του Τάσου Βουρνά, το 2011 το Χριστόψωμο του Παπαδιαμάντη, ενώ το 2012 έσπασε η παράδοση και έβαλα τα Κάλαντα του Λαπαθιώτη. To 2013 επανήλθα στην πεπατημένη, με ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, τον «Αμερικάνο», το ίδιο και πέρυσι, που έβαλα τα «Χριστούγεννα του τεμπέλη«. Και φέτος συνεχίζω παπαδιαμαντικά και μάλιστα με το γνωστότερο ίσως χριστουγεννιάτικο διήγημα του κυρ Αλέξαντρου, τη Σταχομαζώχτρα.

Φυσικά, ξέρω ότι πρόκειται για ένα διήγημα που ποτέ δεν έλειψε από τα «Νεοελληνικά αναγνώσματα» του σχολείου ή από τις παιδικές ανθολογίες, οπότε όλοι σχεδόν θα το έχετε διαβάσει. Ωστόσο, τα Χριστούγεννα είναι γιορτή που την περνάμε με τους οικείους μας, και τούτο θαρρώ ισχύει και για τα διαβάσματά μας, οπότε αν ξαναδιαβάσουμε την ιστορία της θεια-Αχτίτσας μπορεί να βρούμε κάτι που το είχαμε προσπεράσει πρωτύτερα.

(Κάπου είχα συναντήσει και μια αισχρή παρωδία της παραγράφου που έχει τη φράση «οι φ’στάνες», αλλά δεν τη βρίσκω -και δεν ξέρω κι αν ταιριάζει στο πνεύμα της ημέρας. Το αναφέρω όμως σαν ένδειξη της δημοτικότητας του διηγήματος).

Η Σταχομαζώχτρα δημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1889 στην Εφημερίδα του Κορομηλά, είναι δηλαδή από τα σχετικώς πρώιμα διηγήματα του Παπαδιαμάντη -χρονολογικά είναι μόλις το έβδομο, αν θεωρήσουμε πρώτο διήγημα τη νουβέλα «Χρήστος Μηλιόνης» (1885), πιο σωστά όμως είναι το έκτο, με πρώτο το Χριστόψωμο του 1887, που κι αυτό χριστουγεννιάτικο είναι. Αν κανείς έχει περιέργεια να δει την πρώτη δημοσίευση, με την αλλοπρόσαλλη ορθογραφία της εποχής (στην κριτική έκδοση ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος την έχει αρκετά εκσυγχρονίσει, και καλά έκανε) μπορεί να δει εδώ την πρώτη σελίδα και εδώ τη δεύτερη.

Να προσέξουμε τη φράση «εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί» (όπου ξενιτεύονται οι σουρτούκηδες, κατά τον πονηρό μπαρμπα-Μαργαρίτη). Πρόκειται για έκφραση που τη χρησιμοποιεί και αλλού ο Παπαδιαμάντης, αλλά και άλλοι συγγραφείς, π.χ. Βιζυηνός, και δηλώνει πολύ μακρινή χώρα, αλλά και αφιλόξενη. Πιθανώς στη γέννηση της φράσης να συντέλεσαν λαϊκά αναγνώσματα για μακρινές εξωτικές χώρες. 

Ο Συριανός έμπορος χαρακτηρίζει «σίγουρο παρά, αρζάν κοντάν» τη συναλλαγματική του ξενιτεμένου -argent comptant, μετρητό χρήμα. Να προσέξουμε επίσης στην αρχή του διηγήματος πώς ο Παπαδιαμάντης παρεμβάλλει στην αφήγηση, που είναι σε καθαρεύουσα, φράσεις λαϊκές, ιδίως του ‘γυναικείου ιδιώματος’, σε αυθεντική λαϊκή γλώσσα (το λαμπρό τ’ να βγει, που νάρθουν τα μαντάτα του κτλ.)

Το κείμενο το πήρα από το sansimera.gr κι έκανα μερικές διορθώσεις όπως το διάβαζα, αλλά θα μου έχουν ξεφύγει λαθάκια -δεν έκανα συστηματική αντιπαραβολή με την κριτική έκδοση.

Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

Μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των Χριστουγέννων του 187.., την θειά-Αχτίτσα, φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επετειακά, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , | 66 Σχόλια »

Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου

Posted by sarant στο 16 Αυγούστου, 2015

Ξέρουμε ότι ο Παπαδιαμάντης έχει γράψει άφθονα χριστουγεννιάτικα διηγήματα (του τα ζητούσαν άλλωστε και οι εφημερίδες) και άλλα τόσα πασχαλινά, όμως και στο καλοκαιρινό Πάσχα, εννοώ τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, έχει αφιερώσει ένα διήγημα, που θα το παρουσιάσω σήμερα: τον Ρεμβασμό του Δεκαπενταυγούστου, γραμμένο το 1906 και αρχικά δημοσιευμένο στο πρωτοποριακό περιοδικό Παναθήναια του Κ. Μιχαηλίδη.

Ο Ρεμβασμός υπάρχει στο Διαδίκτυο, τόσο σε πολυτονικό όσο και σε μονοτονικό με φριχτά λάθη. Εδώ τον ανεβάζω από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, αλλά μονοτονισμένον, όχι όμως με το χέρι παρά με αυτόματο μηχανάκι, που κρατάει τους τόνους στα μονοσύλλαβα -κι έτσι θα μπορέσουν να διαβάσουν το κείμενο κι όσοι μπαίνουν από κινητό ή ταμπλέτα.

Ο ήρωας του διηγήματος, ο πρώην μεγαλοκτηματίας Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας πρέπει να είναι υπαρκτό πρόσωπο -για τον ίδιον και τα χτήματά του γίνεται λόγος, αν θυμάμαι καλά, και σε άλλο διήγημα του Παπαδιαμάντη, τα Φραγκλέικα. Νομίζω μάλιστα (αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω τώρα) ότι απόγονός του είναι ο Ιωάννης Φραγκούλας που έδωσε πριν από μερικές δεκαετίες τέσσερις τόμους με σκιαθίτικα μελετήματα.

Να προσεχτεί ότι ο γερο-Φραγκούλας, ο «αξιότιμος πρεσβύτης» που καπνίζει το τσιμπούκι του με τον «ηλέκτρινον μαμέν» του, δηλαδή το κεχριμπαρένιο (ήλεκτρον) επιστόμιο (τουρκ. ιmame) δεν ήταν «και πολύ γέρων»: ίσαμε πενηνταπέντε χρονών -πάνω κάτω δηλαδή όσο κι ο νικοκύρης του ιστολογίου (αλλά εγώ δεν καπνίζω πια). Και ο Παπαδιαμάντης όμως, όταν δημοσιεύτηκε το διήγημα, στην ίδια ηλικία βρισκόταν, ακριβώς στα 55.

Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου

Ανάμεσα εις συντρίμματα καί ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων εν μέσω αγριοσυκών, μορεών μέ ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν πρός μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν τής νήσου, όπου τήν νύκτα επόμενον ήτο νά βγαίνουν καί πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τόν ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις τήν ερημίαν, θρηνούσαι τό πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των εις τόν επάνω κόσμον ― εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος τής Παναγίας τής Πρέκλας. Δέν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δέν υπήρχε στέγη καί άσυλον, εις όλον τό οροπέδιον εκείνο, παρά τήν απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε, καί εις τό προαύλιον τού ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών τήν ξυλείαν, όσην ηδυνήθη νά εύρη, καί τινας λίθους από τά τόσα τριγύρω ερείπια, διά νά στεγάζεται προχείρως εκεί καί καπνίζη ακατακρίτως τό τσιμπούκι του, μέ τόν ηλέκτρινον μαμέν, έξω τού ναού, ο φιλέρημος γέρων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επετειακά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 42 Σχόλια »

Γαργάλατα, 50 χρόνια μετά

Posted by sarant στο 12 Ιουλίου, 2015

Τις επόμενες μέρες συμπληρώνονται 50 χρόνια από τα Ιουλιανά, οπότε ξαναδημοσιεύω σήμερα, με αλλαγές και προσθήκες, ένα άρθρο που είχα παρουσιάσει τέτοιον καιρό πριν από 5 χρόνια, για ένα φιλολογικό θέμα με έντονες πολιτικές προεκτάσεις ή για ένα πολιτικό θέμα με έντονες φιλολογικές προεκτάσεις, και ταυτόχρονα για έναν από τους πιο ανθεκτικούς μικρομύθους της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Το κείμενο είναι αρκετά εκτενές,  -αλλά Κυριακή είναι, υπάρχει περισσότερος καιρός για διάβασμα- ενώ βέβαια ζητάω συγνώμη και από τους τακτικούς αναγνώστες που θα έχουν ήδη διαβάσει το κείμενο στην πρώτη του μορφή.

Λέγοντας Αποστασία ή Ιουλιανά εννοούμε βέβαια την περίοδο πολιτικής ανωμαλίας που ακολούθησε την αποπομπή της εκλεγμένης κυβέρνησης Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965· η αποστασία συντελέστηκε σε τρία κύματα και ολοκληρώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου 1965 όταν ο τρίτος κατά σειρά πρωθυπουργός, ο Στέφανος Στεφανόπουλος, μπόρεσε να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία 152 βουλευτών· οι δυο πρώτοι αποστάτες πρωθυπουργοί, ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας και ο Ηλίας Τσιριμώκος δεν είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν τον μαγικό αριθμό.

Στις εβδομήντα ταραγμένες μέρες του καλοκαιριού του 1965, οι αποστάτες της Ένωσης Κέντρου έγιναν στόχος αιχμηρής λαϊκής σάτιρας και λοιδορίας, απόλυτα δικαιολογημένης, τόσο κατά τις διαδηλώσεις όσο και από τις εφημερίδες του Κέντρου και της Αριστεράς. Ο πρώτος αποστάτης πρωθυπουργός, ο Γεώργιος  Αθανασιάδης-Νόβας (1893-1987), που ήταν Πρόεδρος της Βουλής πριν αποστατήσει, έμοιαζε ιδανικός για στόχος της σάτιρας: είχε αστείο όνομα που προσφερόταν για ένα σωρό λογοπαίγνια (Καζανόβας, μποσα-νόβα, νοβοκαΐνη κτλ.) και κάμποσες συνήθειες που προσφέρονταν για διακωμώδηση: ήταν ένας ηλικιωμένος αριστοκράτης της επαρχίας, υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους και στο τελετουργικό, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, φορούσε άσπρα κοστούμια και απαραιτήτως παπιγιόν, έγραφε ποιήματα. Όλα αυτά τα περιέλαβαν στο στόχαστρό τους ευθυμογράφοι, επιθεωρησιογράφοι και αυτοσχέδιοι λαϊκοί σατιριστές και τον έκαναν ρεζίλι τον φτωχό τον Νόβα. Και καλά του έκαναν, τότε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Επετειακά, Εφημεριδογραφικά, Πρόσφατη ιστορία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | 75 Σχόλια »

Ο τζιτζιλόμης είναι κύριος!

Posted by sarant στο 2 Απριλίου, 2015

Η εφημερίδα Χρονικά της Δυτικής Μακεδονίας βγαίνει κάθε βδομάδα στα Γρεβενά, σε χαρτί. Στο Διαδίκτυο δεν κυκλοφορεί, αλλά έχω αλληλογραφία εδώ και καιρό με τον Αντώνη Παπαβασιλείου, που τη βγάζει, μιαν αλληλογραφία που ξεκίνησε από την κοινή μας αγάπη για τον Παπαδιαμάντη.

Τις προάλλες, ο Αντώνης μού έστειλε μια επιστολή αναγνώστη στην εφημερίδα του (όχι τυχαίου αναγνώστη), από την οποία αναδεικνύεται μια ωραία λέξη που δεν την έχουν τα λεξικά, και που μας δίνει το υλικό για το σημερινό μας άρθρο.

Στα Χρονικά δημοσιεύεται η τακτική στήλη του π. Κων. Καλλιανού από τη Σκόπελο. Σε ένα πρόσφατο φύλλο, στο άρθρο με τίτλο Οι ξεχασμένες λέξεις, που ήταν αφιερωμένο σε λέξεις και φράσεις που θυμόταν ο αρθρογράφος από τη γιαγιά του, υπήρχε και το εξής απόσπασμα:

Επίσης όταν τρώγαμε, έλεγε: «Να μην είσι τζιτζιλόμ’ς [μίζερος] στου φαΐ. Ό,τ δίν’ ου Θεός».

Από αυτή τη λέξη, τζιτζιλόμ’ς, πήρε το έναυσμα ο αγαπητός Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, που του οφείλουμε την οριστική κριτική έκδοση του Παπαδιαμάντη, οπως και την ανακάλυψη τόσων άγνωστων μεταφράσεών του, και όλα τα άλλα, και έστειλε στην εφημερίδα την εξής επιστολή (που δημοσιεύεται με την άδειά του):

Κύριε Διευθυντὰ,

Μὲ τὸν πατέρα Κων. Ν. Καλλιανὸ ἔχουμε κοινὲς ἀγάπες, τοὺς κοντονησιῶτες του Ἀλέξανδρους τῆς Σκιάθου, τοὺς ὁποίους τόσο συχνὰ μνημονεύει, ὄχι μόνο στὰ γραπτά του ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον του θυσιαστηρίου.

Χαίρομαι, λοιπόν, ποὺ ἡ συνεργασία του μὲ τὰ “Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας” εἶναι τακτικὴ καὶ ἀποπνέει πάντοτε τὸ ἄρωμα μίας ἄλλης Σκοπέλου, μυστικῆς καὶ ἀόρατης ἴσως, ὅμως ὑπαρκτῆς.

Γλωττοθήρας ἐλόγου μου, λεξιθηρικὰ τὰ Χρονικά, ἀποφασίζω, λοιπόν, νὰ σχολιάσω τὴ λέξη «τζιτζιλόμ’ς», ποὺ συνάντησα στὸ σημείωμα «Οἱ ξεχασμένες λέξεις» τοῦ π. Κ.Ν.Κ. (Χρ. Δυτ. Μακεδονίας, φ.619, 23-1-2015). Ὅλη ἡ φράση τῆς γιαγιᾶς τοῦ π. Κ. εἶναι: “Νὰ μὴν εἶσι τζιτζιλόμ’ς (μίζερος) στού φαΐ. Ὅ,τ’ διν οὑ Θιός». Ὁ ἀείμνηστος λόγιος Σκιαθίτης Χρῆστος Β. Χειμώνας, σὲ κάποιο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Μὲ τοῦ Βορηᾶ τὰ κύματα», ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν «τζιτζιλόμ’ς» (ἴσως ἐκεῖνος ἔγραφε «τζιτζιλούμ’ς»). Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ λέξη ἐπιχωρίαζε στὶς Βόρειες Σποράδες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ετυμολογικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , | 140 Σχόλια »