Το σημερινό άρθρο είναι βελτιωμένη επανάληψη ενός παλιότερου, πολύ παλιότερου άρθρου μας, αφού εκείνη η πρώτη μορφή είχε δημοσιευτεί στο ιστολόγιο πριν από 11 χρόνια και 11 μήνες (και κάτι μέρες). Το θυμήθηκα τις προάλλες, που είχαμε κάνει λόγο για το μανίκι, τη μάνικα και άλλες λέξεις που προέρχονται από το λατινικό manus (που θα πει χέρι), μια και η μία από τις δύο αυτές λέξεις έχει την ίδια προέλευση. Όμως έχω ξαναδουλέψει το παλιό άρθρο του 2009, ενσωματώνοντας πολλά από τα σχόλια που είχαν γίνει τότε, ενώ παίρνω υπόψη και όσα είχα γράψει για τις δυο λέξεις του τίτλου στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται.
Αφορμή για το άρθρο, εννοώ στην πρώτη μορφή του, στάθηκε ένας διάλογος που είχε ο φίλος μου ο Θέμος με συνάδελφό του:
Έxω μία μνήμη USB κρεμασμένη στα κλειδιά μου που ανοίγει σα σουγιάς.Ένας συνάδελφος το είδε και με ρώτησε:
— Πως ανοίγει τούτο δω;
— Δύσκολα, του λέω. Είναι πολύ πίζουλο
— Δηλαδή; ρωτάει,
— Να ρε παιδί μου, δεν είναι καθόλου μαϊτζέβελο
Τις δύο αυτές λέξεις τις έλεγε ο πατέρας μου. Πρέπει να είναι τεχνικοί όροι, «της μαστοράντζας».
Και με ρώτησε ο φίλος μου από πού βγαίνουν οι λέξεις αυτές και ποια είναι η ακριβής σημασία τους.
Τη δεύτερη την ήξερα από τότε, την έλεγε ο παππούς μου, αν και χρησιμοποιούσε έναν άλλο τύπο, «μαντζόβολο». Μαντζόβολο λοιπόν ή μαϊτζέβελο ή μανιτζέβελο ή σμαϊτζέβελο (και άλλες παραλλαγές) είναι το βολικό, εύχρηστο πράγμα, ιδίως το εργαλείο που είναι εύκολο στον χειρισμό του.
Η λέξη ετυμολογείται από το ιταλικό maneggievole, που θα πει το ίδιο, από το ρ. maneggiare που σημαίνει «κουμαντάρω, χειρίζομαι», ομόρριζο με το αγγλικό manage, με απώτερη αρχή το λατινικό manus (χέρι). Υποθέτω ότι στον σχηματισμό του τύπου «μαντζόβολος» υπάρχει επιρροή από λέξεις όπως βολικός ή καλόβολος.
Προκειμένου για ανθρώπους, ο μανιτζέβελος είναι ο συνεννοήσιμος άνθρωπος, αλλά η αρχική σημασία πρέπει να είναι από τα εργαλεία. Υποθέτω ότι τα επίθετα Ματζάβελος, Ματζέβελος, Μαντζεβελάκης (για όποιους θυμούνται τον θρυλικό παράγοντα του Παναθηναϊκού) θα προέρχονται από αυτή τη λέξη.
Η λέξη είναι πανελλήνια και αρκετά διαδεδομένη, πολύ περισσότερο από άλλες, οπότε κακώς δεν περιλαμβάνεται σε κανένα γενικό λεξικό μας, ούτε καν στον Δημητράκο· δυστυχώς, οι λεξικογράφοι μας δεν αγαπούν να μουτζουρώνουν τα χέρια τους κι έτσι οι λέξεις της μαστοράντζας υποαντιπροσωπεύονται. Στο Λεξικό της πιάτσας του Καπετανάκη βρίσκω: «Μαϊτζέβελος: ο κόμοδος, ο βολικών διαστάσεων, ο ευκόλως τακτοποιούμενος, βολευόμενος».
Ωστόσο, δεν πρόκειται για μάγκικη λέξη. Χρησιμοποιείται ιδίως για εργαλεία, σκάφη, και στην εποχή μας για κινητά τηλέφωνα και διάφορα γκατζετάκια. Στην Κεφαλονιά, όπως είχα βρει, υπάρχει και κατάστημα ειδών μοντελισμού με τίτλο Μαϊτζέβελο, ωστόσο η λέξη είναι, το ξαναλέω, πανελλήνια.
Και είναι και ζωντανή στη χρήση, όπως μας πείθει μια περιήγηση στα σώματα κειμένων -ας πούμε, στη Λεξιλογία είχε αποδελτιωθεί άρθρο της αείμνηστης Ρίκας Βαγιάννη, με το εξής απόσπασμα:
Αυξηθήκαμε, πληθύναμε και κατακυριεύσαμε τη Γή, όπως ακριβώς μας διέταξε η Βίβλος. Και τώρα; Τι θα φάμε; Τι αέρα θα ανασάνουμε; Πώς στο καλό θα συνεννοηθούμε; Θα τα καταφέρουμε ή θά φάμε ο ένας τον άλλον; Ή μήπως θα αναλάβει η φύση, να «κουρέψει» τα ανθρώπινα νούμερα, μειώνοντάς τα σε κάτι πιο μανιτζέβελο (μπρρρ…)
Από το Επτά δις, να τ’ αφήσω; της Ρίκας Βαγιάνη
Τη λέξη «πίζουλος» δεν την ήξερα -βέβαια, από τον αρχικό διάλογο εύκολα συμπεραίνουμε ότι θα είναι περίπου το αντίθετο του μαϊτζέβελου.
Πρόκειται όμως για λέξη πολυσήμαντη. Πράγματι, πίζουλος είναι ο δύσχρηστος, είναι όμως και ο επικίνδυνος (πίζουλο λάβωμα στη μετάφραση της Ιλιάδας από Καζαντζάκη-Κακριδή), αλλά και το λεπτεπίλεπτο αντικείμενο, που σπάει ή χαλάει εύκολα, που θέλει προσοχή στη μεταχείρισή του· για ανθρώπους, πίζουλος είναι ο ζόρικος ή ο ιδιότροπος.
Ένα ικαριώτικο παραδοσιακό δίστιχο λέει:
Στο σπίτι μου καθόμουνα φρόνιμα και με τάξη
κι ο έρωτας ο πίζουλος ήρθε να με πειράξει
Εδώ, η σημασία είναι «μπελαλίδικος». Βλέπουμε λοιπόν ότι ο πίζουλος καλύπτει ευρύτερο σημασιακό φάσμα από τον μαϊτζέβελο.
Και αυτή η λέξη έχει ευρεία διάδοση στις μέρες μας, αλλά περιέργως δεν υπάρχει σε κανένα μεγάλο γενικό λεξικό μας. Τη βρίσκω στα Άτακτα του Κοραή, ο οποίος δίνει και την ετυμολογία της, από το επίζηλος, δηλ. περιζήτητος. Εκ πρώτης όψεως, η σημασιολογική απόσταση ανάμεσα στο εκλεκτό και στο δύσχρηστο είναι μεγάλη, όχι όμως αγεφύρωτη: το εκλεκτό και περιζήτητο συχνά είναι και εύθραυστο, οπότε γίνεται δύσχρηστο – και από εκεί η σημασία συχνά φτάνει και στο ζόρικο, στο δυσεπίλυτο, τελικά στο μπελαλίδικο.
Στον Εξηνταβελόνη, όπως μετέφρασε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος τον μολιερικό Φιλάργυρο, διαβάζουμε ότι «ο γάμος είναι πράγμα πολλά ’πίζηλον και χρειάζεται προσοχή».
Αλλά και στην πιο πρόσφατη Μεγάλη χίμαιρα του Καραγάτση διαβάζουμε ότι «η στεριά είναι πιο πίζουλη απ’ τη θάλασσα».
Η λέξη χρησιμοποιείται ακόμα στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο, στα νησιά, και ιδίως στην Κρήτη, όπου απαντά ο τύπος μπίζηλος με ηχηροποίηση του αρχικού π. Στο λεξικό του Πιτυκάκη βρίσκω τη φράση: «Μπίζηλα πράματα είναι τα φαρφουριά σερβίτσια, μόνο μην τα μεταπιάνεις και τα σπάσεις».
Περιμένω όμως και τα σχόλιά σας. Θα με ενδιέφερε να μάθω αν ξέρετε τις δυο λέξεις (και από ποιο μέρος της Ελλάδας) κι αν τις χρησιμοποιείτε, ώστε να δούμε και τη σημερινή διάδοση και χρήση του πίζουλου και του μαϊτζέβελου.