Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Οπωροφόρες λέξεις’

Το φρούτο του Παραδείσου: μπανάνες και Μπανανίες

Posted by sarant στο 6 Μαρτίου, 2023

Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις. Πολλά από τα κεφάλαια του βιβλίου εκείνου είχαν προδημοσιευτεί στο ιστολόγιο, ύστερα τα ξαναδούλεψα και τα έβγαλα στο βιβλίο (το μακρινό 2013) και μετά τα ξαναδημοσίευσα, τα περισσότερα, εδώ. Όμως τούτο το κεφάλαιο, για τη μπανάνα, φαίνεται πως είχε ξεχαστεί και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στο ιστολόγιο (παρά μόνο ένα-δυο τμήματά του). Την παράλειψη την πήρα είδηση τις προάλλες και σήμερα επανορθώνω. 

Ο απαγορευμένος καρπός του Παραδείσου, σύμφωνα με τον θρύλο, είναι το μήλο, αλλά υπάρχει κι ένα άλλο φρούτο που κι αυτό έχει συνδεθεί με τον Παράδεισο και τον Αδάμ, που κι αυτό το βρίσκουμε όλο το χρόνο στην αγορά, που κι αυτό θεωρείται πολύ ωφέλιμο για την υγεία, και που ήταν κι αυτό απαγορευμένο, αλλά με διαφορετικό τρόπο από το μήλο και σε διαφορετική εποχή. Δεν έχει νόημα όμως να σας ταλαιπωρώ με αινίγματα. Το φρούτο αυτό είναι η μπανάνα.[1]

Βέβαια, η μπανάνα διαφέρει πολύ από το μήλο: μία πρώτη και ολοφάνερη διαφορά είναι το σχήμα. Μία δεύτερη, όχι και τόσο φανερή, που ίσως δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει, είναι ότι η μπανάνα δεν έχει σπόρους. Όπως και άλλα άσπερμα φυτά, πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες. Ωστόσο, αυτό ισχύει για τις ποικιλίες του εμπορίου ή, πιο σωστά, για την ποικιλία του εμπορίου, μια και είναι μόνο μία, η Κάβεντις (Cavendish). Η Κάβεντις δεσπόζει σήμερα· προπολεμικά, επικρατούσε μια άλλη ποικιλία, η Γκρο Μισέλ (Gros Michel), η οποία όμως αφανίστηκε περί το 1950, μέσα σε λίγα χρόνια, από έναν μύκητα. Η απάντηση των φυτοπαθολόγων ήταν η ποικιλία Κάβεντις. Σήμερα ένας άλλος μύκητας απειλεί να αφανίσει την Κάβεντις: επειδή τα φυτά είναι γενετικώς στείρα (από γενετική άποψη, όλες οι μπανάνες της ποικιλίας αυτής είναι το ίδιο φυτό, σε όλο τον κόσμο, είτε καλλιεργούνται στο Εκουαδόρ είτε στην Γκάνα είτε στις Φιλιππίνες!), είναι εξαιρετικά ευπαθή. «Αυτά παθαίνει όποιος δεν κάνει σεξ», είναι το αστείο που λένε μεταξύ τους οι βοτανολόγοι – αλλά βέβαια υπεύθυνες για το πρόβλημα είναι οι μεγάλες βιομηχανίες, μια και αυτές το δημιούργησαν. Από την άλλη, υπάρχουν χιλιάδες ποικιλίες μπανάνας στις τροπικές χώρες, πολλές από τις οποίες έχουν σπόρους. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Πατρίδα της μπανάνας είναι η Νότια και Νοτιοανατολική Ασία. Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, πρώτη φορά καλλιεργήθηκε στην Παπούα-Νέα Γουινέα ίσως και το 5000 π.Χ. Από εκεί εξαπλώθηκε προς την Ινδοκίνα και την Ινδία αλλά και προς τα άλλα νησιά του Ειρηνικού. Από την Ινδία, που αποτελεί και σήμερα ένα από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής άλλων ποικιλιών μπανάνας, εκτός από την Κάβεντις, διαδόθηκε στην Ανατολική Αφρική και μετά σε όλη την αφρικανική ήπειρο, και από τα Κανάρια Νησιά πέρασε, χάρη σ’ έναν μοναχό, στον Άγιο Δομίνικο το 1516, και λίγο αργότερα από τα νησιά της Καραϊβικής στην Αμερική. (Ορισμένοι υποστηρίζουν πάντως ότι η μπανάνα είχε φτάσει στη δυτική αμερικανική ήπειρο μέσω Πολυνησίας, πριν από τον Κολόμβο.)

Λέγεται ότι οι πρώτοι Ευρωπαίοι που δοκίμασαν μπανάνες ήταν οι στρατιώτες του Μεγαλέξανδρου, κατά την εκστρατεία στην Ινδία το 327 π.Χ., ή τουλάχιστον όσοι παρέβησαν τις διαταγές του, διότι, όπως μας πληροφορεί ο Πλίνιος,[2] ο Αλέξανδρος έδωσε αυστηρές διαταγές να μη φάνε τον περίεργο καρπό, που βέβαια δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν ήταν η μπανάνα. Ο Πλίνιος ονομάζει το δέντρο αυτό «πάλα» και λέει ότι το φύλλο του μοιάζει με φτερό πουλιού και ότι βγάζει γλυκύτατους καρπούς από τους οποίους τρέφονται οι σοφοί Ινδοί (οι γυμνοσοφιστές). Παρόμοια περιγραφή υπάρχει και στον Θεόφραστο, αλλά χωρίς αναφορά στον Αλέξανδρο.

Πάντως, οι μπανάνες καλλιεργούνταν στην Κύπρο την εποχή που έγραψε ο ιστορικός Ετιέν ντε Λουζινιάν (περί το 1580) και τότε ονομάζονταν μήλα του Παραδείσου. Ο Ιωάννης Γεννάδιος, που μας δίνει την πληροφορία αυτή, αναφέρει ότι στις αρχές του 20ού αιώνα η μπανανιά ονομαζόταν «συκιά του Αδάμ» στην Κύπρο. Γιατί; Διότι, σύμφωνα με πολλές αφηγήσεις, ο απαγορευμένος καρπός, ο οποίος –να θυμίσουμε– δεν κατονομάζεται στη Βίβλο, δεν ήταν μήλο αλλά μπανάνα, και τα φύλλα συκής με τα οποία σκεπάστηκαν οι πρωτόπλαστοι ήταν μπανανόφυλλα, τα οποία, εδώ που τα λέμε, είναι πολύ καταλληλότερα και χρησιμοποιούνται πράγματι για ένδυση.

Ο Λινναίος στο σύστημα ταξινόμησής του ονόμασε musa sapientum (των σοφών) την μπανάνα και musa paradisiaca (παραδείσια) ένα πολύ συγγενικό είδος, το πλαντάγο, για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω· δεν πρόκειται όμως για τις αρχαίες μούσες, αλλά για εκλατινισμό της αραβικής ονομασίας του καρπού. Στα αραβικά η μπανάνα λέγεται mauz, ενώ στα τούρκικα είναι muz.

Στις ευρωπαϊκές γλώσσες, η μπανάνα είναι, φυσικά, banana –με ελάχιστες παραλλαγές– λέξη που μπήκε στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο από τα ισπανικά ή τα πορτογαλικά, που με τη σειρά τους την είχαν πάρει από κάποια γλώσσα της περιοχής της Γουινέας στη Δυτική Αφρική. Ο Πορτογάλος εξερευνητής Garcia de Orta γράφει, το 1563, ότι «υπάρχουν στη Γουινέα και κάποια σύκα που οι ντόπιοι τα λένε bananas.» Στα ελληνικά η λέξη πρέπει να πέρασε κατά τον 19ο αιώνα, βέβαια στην καθαρεύουσα ως βανάνα.

Σε πολλές ισπανόφωνες χώρες, η μπανάνα λέγεται και platano, λέξη που ανάγεται στο ελληνικό πλατύς. Ωστόσο, αλλού η λέξη «platano» χρησιμοποιείται για το παρόμοιο με την μπανανιά δέντρο, το πλαντάγο, που δίνει καρπούς πολύ περισσότερο αμυλούχους παρά γλυκούς, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται κυρίως για μαγείρεμα.

Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, η μπανάνα ήταν πολυτέλεια για τις δυτικές χώρες, διότι οι αποστάσεις από την παραγωγή στην κατανάλωση ήταν απαγορευτικές. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, που σήμερα καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες, η μπανάνα έγινε πλατιά γνωστή στην έκθεση της Φιλαδέλφειας το 1876, στους εορτασμούς για τα 100 χρόνια της Ανεξαρτησίας.

Στην Ελλάδα του 1900 η μπανάνα ήταν γνωστή σαν εξωτική λιχουδιά· πότε-πότε  ερχόταν πεσκέσι από Έλληνες της Αιγύπτου, αλλά οι περισσότεροι μόνο ακουστά την είχαν∙ χαρακτηριστικά ο εκδότης Γ. Φέξης, γράφοντας στο Ημερολόγιο Σκόκου το 1902, παρομοιάζει το επάγγελμά του με την μπανάνα: «Και εν πρώτοις τι εστί εκδότης; Η λέξις είναι γνωστή βεβαίως, το πράγμα όμως είναι εντελώς σχεδόν άγνωστον για τους πολλούς. Ομοιάζει με την βανάναν, την οποίαν όλοι γνωρίζουν κατ’ όνομα, πολλοί ολίγοι όμως έφαγαν.»

Μπανάνες επιχειρήθηκε να καλλιεργηθούν στην Καλαμάτα και στα Επτάνησα, ενώ καλλιεργούνται στην Κρήτη (στις περιοχές Μεσσαράς και Άρβης). Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι επί δικτατορίας είχε για ένα διάστημα απαγορευτεί η εισαγωγή μπανάνας (για να προστατευτεί η παραγωγή των μήλων και των άλλων εγχώριων φρούτων), ενώ αργότερα οι εισαγόμενες μπανάνες επιβαρύνονταν με υψηλούς δασμούς. Οι μπανάνες Κρήτης δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό με τις πολύ μεγαλύτερες εισαγόμενες, αλλά με τη στροφή στη βιολογική καλλιέργεια ίσως εξασφαλίσουν νέο μέλλον.

Όμως, παρόλο που μπήκε αργά στη ζωή μας, η μπανάνα έχει καταφέρει να εισχωρήσει στο λεξιλόγιο και στη φρασεολογία των ευρωπαϊκών γλωσσών, αν και περισσότερο, π.χ., της αγγλικής παρά της ελληνικής. Στα γαλλικά avoir la banane σημαίνει είμαι σε φόρμα, χαρούμενος, ενώ στα αγγλικά υπάρχει η έκφραση to go bananas, που σημαίνει τρελαίνομαι, μου λασκάρει η βίδα. Εμείς δεν έχουμε έκφραση για την μπανάνα, έχουμε όμως για τη φλούδα της: «πάτησε την μπανανόφλουδα», λέμε για κάποιον που έπεσε στην παγίδα που κάποιος άλλος του έστησε. Παλιότερα, πριν διαδοθούν οι μπανάνες, χρησιμοποιούσαμε την πεπονόφλουδα για την ίδια ιδέα. Εννοείται ότι η εικόνα του ανθρώπου που πατάει μπανανόφλουδα και σωριάζεται φαρδύς-πλατύς αποτελεί, από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, ακόμα και πριν από τον Σαρλό, μόνιμη πηγή γέλιου, και ότι παρόμοιες εκφράσεις υπάρχουν σε πολλές άλλες γλώσσες.

Ακόμα, μπανάνα λέγεται ένας τύπος βύσματος, αλλά και εκείνο το τσαντάκι που φορούν πολλοί άντρες γύρω από τη μέση τους το καλοκαίρι με κλειδιά, κινητό, αναπτήρα και άλλα χρειώδη. Έτσι λέγεται και ένα φουσκωτό σύνεργο της θαλάσσιας ψυχαγωγίας. Τέλος, υπάρχει η φράση της αργκό «Την μπανάνα σου και στο κλουβί σου», που υπονοεί ότι ο συνομιλητής μας δεν είναι άνθρωπος αλλά μαϊμού.

Φυσικά, οι μπανάνες αποτελούν ολοφάνερο φαλλικό σύμβολο, που πολλές φορές έχει εκφραστεί σαφώς, όπως στο περίφημο εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Βέλβετ Αντεργκράουντ (1967), σχεδιασμένο από τον Άντι Γουόρχολ. Πιο παλιά, η Ζοζεφίν Μπέικερ είχε προκαλέσει σάλο όταν εμφανίστηκε στη σκηνή του Φολί Μπερζέρ, το 1927 πρώτη φορά, με ένα τολμηρό φουστάνι από (ψεύτικες) μπανάνες.

Αν όμως οι μπανάνες ξεκίνησαν από τη Νοτιοανατολική Ασία, σήμερα το μεγάλο κέντρο εξαγωγικής παραγωγής μπανάνας είναι η Λατινική Αμερική. (Οι μπανάνες της Ινδίας και της Αφρικής, που ανήκουν άλλωστε και σε άλλες ποικιλίες, καταναλώνονται τοπικά.) Για χάρη της μπανάνας, ή πιο σωστά για χάρη του κέρδους από την μπανάνα, οι πολυεθνικές βιομηχανίες αποψίλωσαν τροπικά δάση, έστρωσαν σιδηροτροχιές, έχτισαν πόλεις. Τα μπανανόπλοια ήταν τα πρώτα πλοία με ψυκτικούς θαλάμους και οι βιομηχανίες μπανάνας οι πρώτες που χρησιμοποίησαν ελεγχόμενη ατμόσφαιρα για να επιβραδύνουν την ωρίμαση του καρπού.

Στις ΗΠΑ οι μπανάνες έκαναν θραύση, μια και προσφέρονταν πολύ φτηνότερα από τα μήλα (το 1913 δώδεκα μπανάνες κόστιζαν όσο δύο μήλα). Οι εταιρείες μπορούσαν να πουλάνε τόσο φτηνά, επειδή αγόραζαν σε εξευτελιστική τιμή τεράστιες εκτάσεις στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική, έχοντας εξασφαλίσει πάμφθηνη εργατική δύναμη από τους αγρότες τους οποίους είχαν ξεριζώσει από τις εστίες τους. Φυσικά, για να γίνει αυτό χρειάζονταν τη συναίνεση των ντόπιων πολιτικών ελίτ, εννοείται με το αζημίωτο. Ο όρος «banana republic» επινοήθηκε από τον Αμερικανό συγγραφέα Ο. Χένρι, ο οποίος είχε ζήσει λίγα χρόνια στην Ονδούρα στις αρχές του 20ού αιώνα. Στα ελληνικά τον αποδίδουμε συνήθως ως μπανανία, αν και θα το βρείτε επίσης ως δημοκρατία της μπανάνας.

Μπανανία είναι μια μικρή χώρα, που εξαρτάται από τη γεωργική της παραγωγή, συνήθως ενός μόνο προϊόντος, και που κυβερνιέται δικτατορικά ή κατ’ επίφαση δημοκρατικά από μια διεφθαρμένη πλουτοκρατία ευεπίφορη στις πιέσεις του ξένου παράγοντα. Αρχετυπικές μπανανίες ήταν η Ονδούρα και η Γουατεμάλα κι αυτό δεν είναι μόνο σχήμα λόγου: όταν το 1954 ο δημοφιλής πρόεδρος Άρμπενθ προχώρησε σε αγροτικές μεταρρυθμίσεις στη Γουατεμάλα που έθιγαν τα συμφέροντα της Γιουνάιτεντ Φρουτ, η CIA οργάνωσε πραξικόπημα που τον ανέτρεψε. Η ταινία του Γούντυ Άλλεν Μπανάνες (1971) βοήθησε τον όρο να εδραιωθεί. Αυτό δεν ήταν πάντως το πρώτο αίμα που χύθηκε για χάρη της Γιουνάιτεντ Φρουτ. Όταν τον Δεκέμβριο του 1928 οι εργάτες στις μπανανοφυτείες της Κολομβίας κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας να δουλεύουν οκτώ ώρες την ημέρα και έξι μέρες την εβδομάδα, η Γιουνάιτεντ Φρουτ και η κυβέρνηση των ΗΠΑ απείλησαν με εισβολή των πεζοναυτών, Τελικά ο κολομβιανός στρατός χτύπησε τους απεργούς, Η σφαγή της μπανάνας, όπως την ονόμασαν, είχε δεκάδες ή εκατοντάδες νεκρούς (ίσως πολύ περισσότερους από τους 47 επίσημα αναγνωρισμένους) και απαθανατίστηκε μυθιστορηματικά από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στα Εκατό χρόνια μοναξιάς. Ο Πάμπλο Νερούδα τιτλοφόρησε «Γιουνάιτεντ Φρουτ» μια ενότητα του Κάντο Χενεράλ. Το 1975, όταν αποκαλύφθηκε ότι η εταιρεία είχε δωροδοκήσει τον πρόεδρο της Ονδούρας για να μειώσει τους φόρους στην μπανανοκαλλιέργεια, ο τότε πρόεδρός της, Έλι Μπλακ, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του γραφείου του, στον 44ο όροφο, κρατώντας μάλιστα τον χαρτοφύλακά του. Σήμερα η Γιουνάιτεντ Φρουτ έχει μετονομαστεί σε Τσικίτα.

Ο όρος «μπανανία» πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά (ως «μπανάνια») στα τέλη του 1961, όταν ο δημοσιογράφος Σάιρους Σουλτσμπέργκερ έγραψε στους  New York Times για μια Banania, της οποίας η πολιτική κατάσταση θύμιζε τις ελληνικές εκλογές βίας και νοθείας του Οκτωβρίου του 1961. Ο ελληνικός Τύπος ανέδειξε το θέμα, αλλά ο Σουλτσμπέργκερ διευκρίνισε ότι δεν εννοούσε την Ελλάδα.

Στη σημερινή χρήση ο όρος «μπανανία» έχει χάσει τα αρχικά γεωγραφικά του γνωρίσματα και αναφέρεται σε μια χώρα όπου το κράτος δεν λειτουργεί και οι νόμοι δεν εφαρμόζονται· δεν είναι σπάνιο να χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια από Έλληνες για την Ελλάδα – κάτι που άρχισε επί δικτατορίας.

 

[1]  Πολλά στοιχεία του κεφαλαίου αυτού είναι παρμένα από το βιβλίο του Dan Koeppel, Banana: The Fate of the Fruit that Changed the World (2008).

[2] Φυσική Ιστορία, Βιβλίο 12, Κεφ. 12.

Advertisement

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , | 172 Σχόλια »

Φράπες, γκρέιπ φρουτ και τα υπόλοιπα εσπεριδοειδή, ξανά

Posted by sarant στο 20 Νοεμβρίου, 2020

Ταξίδευα χτες οπότε δεν προλάβαινα να γράψω φρέσκο άρθρο. Στις περιπτώσεις αυτές συχνά καταφεύγω στη δοκιμασμένη λύση της επανάληψης κι αυτό θα κάνω και σήμερα.

Το άρθρο που θα διαβάσετε είχε πρωτοδημοσιευτεί πριν απο έξι χρόνια, πάλι Νοέμβρη μήνα, αφού τον Νοέμβριο τα εσπεριδοειδή βρίσκονται στην εποχή τους -εννοώ πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο, αφού αρχικά το είχα συμπεριλάβει στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις, του 2013.

Σε προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου (και αντίστοιχα άρθρα του ιστολογίου) παρουσιάστηκαν τα πορτοκάλια, τα λεμόνια και οι φτωχοί συγγενείς τους, νεράντζια και κίτρα· σε άλλο άρθρο είπαμε και για το μανταρίνι. Όμως υπάρχουν και άλλα εσπεριδοειδή, που θα μας απασχολήσουν λιγότερο, μια και δεν κατέχουν κεντρική θέση στη ζωή μας ή στην κουλτούρα μας.

Και ξεκινάμε από το γκρέιπ-φρουτ, το οποίο, παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έχει μπει ορμητικά στη ζωή μας, ούτε ντόπιο όνομα δεν αξιώθηκε να αποκτήσει – είναι το πιο διαδεδομένο στην Ελλάδα φρούτο που έχει διατηρήσει ασυμμόρφωτο και άκλιτο το ξένο του όνομα (οι ανανάδες και οι μπανάνες κλίνονται, βλέπετε, ενώ το μάνγκο είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένο). Λοιπόν, στα ελληνικά είναι δάνειο από το αγγλικό grape-fruit, που το είπαν έτσι επειδή οι καρποί του φυτρώνουν σε τσαμπιά στις άκρες των κλαδιών.

Φράπα, αγγλιστί pomelo

Αν δεν βρίσκετε πολύ εύστοχη την αγγλική ονομασία, δεν είστε ο μόνος· μάλιστα διαβάζω ότι έχουν γίνει επανειλημμένες προσπάθειες να καθιερωθεί άλλο όνομα, αλλά απέτυχαν, γιατί έχει πια ριζώσει. Αλλά, όπως θα δούμε πιο κάτω, και η επίσημη βοτανική ονομασία αναφέρεται στο τσαμπί.

Στις Αντίλλες, που είναι η πατρίδα του, και συγκεκριμένα στα νησιά Μπαρμπάντος, το είπαν αρχικά «απαγορευμένο καρπό», πράγμα που αντανακλάται και στο βοτανικό του όνομα, Citrus paradisi. Ωστόσο, το γκρέιπ-φρουτ προέκυψε από διασταύρωση ανάμεσα στο πορτοκάλι και στη φράπα, που είναι καρπός ιθαγενής της Νοτιοανατολικής Ασίας. Κάπως τα μπλέξαμε τα πράγματα, οπότε ας τα πάρουμε με τη σειρά, όσο κι αν είναι μπερδεμένα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 156 Σχόλια »

Το πανάρχαιο φρούτο (επανάληψη)

Posted by sarant στο 21 Σεπτεμβρίου, 2018

Μια και είναι στην εποχή τους αυτόν τον καιρό, σκέφτηκα σήμερα να επαναλάβω, επαυξημένο με τα δικά σας σχόλια, ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί εδώ πριν από πέντε χρόνια, και που επίσης έχει περιληφθεί στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«.

Μερικά φρούτα ήρθαν στα μέρη μας τους τελευταίους μόνο αιώνες, χάρη στην πρόοδο των συγκοινωνιών, άλλα τα έφεραν από τον Νέο Κόσμο μετά το ταξίδι του Κολόμβου, άλλα έφτασαν στους βυζαντινούς ή τους ελληνιστικούς καιρούς, μερικά όμως ήταν «πάντοτε» εδώ· το πάντοτε να μην το πάρουμε τοις μετρητοίς, αλλά πάντως από πολύ παλιά. Ένα τέτοιο πανάρχαιο φρούτο, που είχε περάσει στο περιθώριο, αν και τα τελευταία χρόνια έχει τραβήξει και πάλι το ενδιαφέρον, είναι το ρόδι.

Το ρόδι βγαίνει απ’ τη ροδιά (Punica granatum), αλλά και η ροδιά βγαίνει, ετυμολογικά εννοώ, από το ρόδι. Εξηγούμαι. Οι αρχαίοι, το δέντρο το έλεγαν ροιά, και το ρόδι ήταν ρόα. Από το υποκοριστικό, ροΐδιον, που είναι της ελληνιστικής εποχής, βγήκε αργότερα ο τύπος ρόιδι, και ρόιδο, και σήμερα ρόδι. Από το νεότερο ρόδι, ονομάστηκε ξανά ροδιά το δέντρο. Στην Κύπρο τη λένε και ροβιά, ενώ στην Κρήτη ρόγδι και ρογδιά.

Η ροδιά είναι από τα οπωροφόρα δέντρα που απαντούν στον Όμηρο: Όγχναι (αχλαδιές) και ροιαί και μηλέαι αγλαόκαρποι (Οδύσσεια, η 114). Πριν προχωρήσω, να διευκρινίσω ότι επιστημονικά η ροδιά θεωρείται θάμνος και όχι δέντρο –αλλά ασφαλώς αυτό ενδιαφέρει περισσότερο τους βοτανολόγους. Για την ετυμολογία της λέξης δεν υπάρχει ομοφωνία, αλλά τα λεξικά προκρίνουν την σύνδεση με το ρήμα ρέω, πιθανώς λόγω των καθαρτικών ιδιοτήτων του ροδιού.

Στην αρχαιότητα υπήρχε και μια άλλη ελληνική λέξη για τη ροδιά, σίδη ή σίδα, όπως την έλεγαν οι Βοιωτοί αλλά και οι Κρήτες. Υπάρχει κι ένα γουστόζικο ανέκδοτο στον Αθήναιο. Μια εποχή, Αθηναίοι και Θηβαίοι φιλονικούσαν σε ποιον ανήκει μια περιοχή, που λεγόταν Σίδαι. Ο Επαμεινώνδας λοιπόν έβγαλε από τον κόρφο του ένα ρόδι και ρώτησε τους Αθηναίους, πώς το λένε. Ρόαν, του απάντησαν. Αλλ’ ημείς σίδαν, απάντησε εκείνος και νίκησε.

Στην ελληνική μυθολογία το ρόδι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, αν θυμηθούμε τον μύθο της Περσεφόνης, που την έκλεψε ο Πλούτωνας στον κάτω κόσμο, και εκεί την ξεγέλασε και της έδωσε να φάει έξι σπυριά ροδιού, και γι’ αυτό η κόρη της Δήμητρας αναγκάστηκε να μένει έξι μήνες το χρόνο στον Άδη (και αυτούς τους μήνες έχουμε χειμώνα· σε άλλες παραλλαγές του μύθου γίνεται λόγος για λιγότερα σπυριά και μήνες).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , | 190 Σχόλια »

Ο Μεξικανός δικηγόρος

Posted by sarant στο 3 Σεπτεμβρίου, 2018

Παρά τον τίτλο του, το άρθρο δεν είναι αφιερωμένο σε κάποιον Μεξικάνο νομικό, έναν Χουάν Γκονζάλες Ρίος ας πούμε, αλλά στον καρπό της φωτογραφίας, το αβοκάντο. Γιατί το λέω Μεξικάνο και δικηγόρο, θα το δούμε παρακάτω.

Tο ιστολόγιο αγαπά τα φρούτα και κατά καιρούς δημοσιεύουμε και αναδημοσιεύουμε άρθρα για τα οπωρικά, που άλλωστε έχουν συμπεριληφθεί στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις» (2013).

Είναι φρούτο το αβοκάντο ή λαχανικό; Θα απαντήσουμε από τη σκοπιά του καταναλωτή, όχι του γεωπόνου. Εφόσον τρώγεται κυρίως σε σαλάτες και καρυκευμένο, θα το βάλουμε στην ίδια περίπου κατηγορία με τη ντομάτα, άρα στα λαχανικά θα το κατατάξουμε. Ωστόσο, στο βιβλίο μου που αναφέρω παραπάνω, έχω συμπεριλάβει ένα κεφάλαιο για τον ανανά και άλλα εξωτικά φρούτα, και σ’ αυτό χώρεσα και μια παραγραφούλα για το αβοκάντο. Στο σημερινό άρθρο, η παραγραφούλα μετατρέπεται σε αρθράκι.

Λοιπόν, το αβοκάντο είναι καρπός ιθαγενής του Μεξικού, και φυσικά υπάρχει σε πολλές ποικιλίες που δεν είναι όλες γνωστές στα δικά μας τα μέρη. Ακόμα και σήμερα, που η καλλιέργειά του έχει εξαπλωθεί σε όλες τις (κατάλληλες) περιοχές του κόσμου, το Μεξικό αντιπροσωπεύει το 34% της παραγωγής αβοκάντο, ενώ μεγάλη παραγωγή έχουν επίσης η Δομινικανή Δημοκρατία, το Περού, η Κολομβία αλλά και η Ινδονησία.

Στη γλώσσα Ναχουάτλ, δηλαδή τη γλώσσα των Αζτέκων, ο καρπός αυτός, που ήταν βασικός για τη διατροφή τους, ονομαζόταν ahuacatl, το οποίο, με το συμπάθιο, θα πει όρχις. Ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματος του καρπού και επειδή τα αβοκάντο φυτρώνουν σε ζευγάρια. Στα μεξικάνικα ισπανικά έγινε aguacate. Την αζτέκικη ονομασία τη βρίσκουμε και στη σάλτσα γουακαμόλε, που φτιάχνεται από αβοκάντο. Η αρχική της ονομασία ήταν ahuacamolli.

Το όνομα του καρπού στα καστιλιάνικα ισπανικά έγινε avocado και παρασυσχετίστηκε με τη λέξη abogado (δικηγόρος). Στα αγγλικά έγινε avocado, απ’ όπου το είπαμε κι εμείς αβοκάντο. Στα γαλλικά, ο καρπός λέγεται avocat, ακριβώς το ίδιο όπως και ο δικηγόρος! Όμως δεν τα μπερδεύουν οι Γάλλοι, κι έτσι στα σουπερμάρκετ, στα καφάσια με τα αβοκάντο, δεν θα βρείτε κανέναν δικηγόρο να πουλιέται.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 190 Σχόλια »

Το ώριμο φρούτο ξανά

Posted by sarant στο 4 Ιουλίου, 2018

Μπήκε για τα καλά το καλοκαίρι, κι ας μας εκνεύρισε ο Ιούμβριος, κι ακόμα δεν έχουμε κεράσει ένα φρουτάκι. Ο λόγος είναι ότι τα άρθρα για τα οπωρικά, που πρώτα παρουσιάστηκαν στο ιστολόγιο και στη συνέχεια αποτέλεσαν το βιβλίο Οπωροφόρες λέξεις το 2013, έχουν όλα σχεδόν αναδημοσιευτεί στο ιστολόγιο σχετικά πρόσφατα, πριν από 2 ή 3 χρόνια δηλαδή και φροντίζω ν’ αποφεύγω τις τόσο κοντινές επαναλήψεις. Όλα σχεδόν όμως, όχι όλα. Έτσι σήμερα αναδημοσιεύω ένα άρθρο που πρωτοδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο πριν από τέσσερα χρόνια, πάλι Ιούλιο μήνα, όπως αρμόζει σε φρούτο της εποχής. Πάντως, για να μην παραπονιούνται και οι ισχυρομνήμονες, έχω προσθέσει κάμποσο υλικό που δεν υπήρχε στην πρώτη δημοσίευση, κυρίως ενσωματώνοντας δικά σας σχόλια αλλά όχι μόνο.

Ποιο είναι το ώριμο φρούτο; Μη σας παραπλανά ο τίτλος, όταν λέω για ώριμο φρούτο δεν υπαινίσσομαι την οποιαδήποτε κυβέρνηση και δεν έχω στο νου μου τη λεγόμενη «θεωρία του ώριμου φρούτου», σύμφωνα με την οποία αυτό που πρέπει να κάνει η οποιαδήποτε αντιπολίτευση είναι να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να περιμένει την κυβέρνηση να καταρρεύσει μόνη της, από τις δικές της αδυναμίες, όπως μόνος του πέφτει από το κλαδί του δέντρου ο καρπός σαν έρθει η ώρα του. Το σημερινό άρθρο δεν ασχολείται με την πολιτική.

Φρούτα υπάρχουν άγουρα, ώριμα και υπερώριμα –φυσικά, ανάλογα με την εποχή στην οποία βρίσκονται– αλλά υπάρχει κι ένα φρούτο που είναι πάντοτε ώριμο! Με το δίκιο σας θα μου πείτε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο· αδύνατο στη φύση, όχι όμως στη γλώσσα. Εννοώ ότι υπάρχει ένα φρούτο που το ίδιο του το όνομα δηλώνει απλώς ότι είναι ώριμο. Είναι το πεπόνι.

Στα νέα ελληνικά το λέμε πεπόνι, στην ελληνιστική εποχή ήταν πεπόνιον, υποκοριστικό του αρχαίου πέπων· η αρχική σημασία της λέξης πέπων είναι ακριβώς «ώριμος καρπός». Προέρχεται από το ρήμα πέσσω που σημαίνει ψήνω, ωριμάζω, αλλά και χωνεύω – και η πέψη από εκεί προέρχεται. Αρχικά το πέπων έπαιζε ρόλο επιθέτου στα αρχαία, μια και η πλήρης ονομασία ήταν «σίκυος πέπων» (στον Ιπποκράτη). Πρέπει να πούμε ότι καθόλου βέβαιοι δεν είμαστε τι είδους ώριμος καρπός ήταν αυτός ο «σίκυος» της κλασικής εποχής,  ωστόσο από τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι τα πεπόνια ήταν γνωστά κατά την αρχαιότητα στην Ελλάδα.

Κάποια στιγμή το επίθετο «πέπων» ουσιαστικοποιήθηκε και έμεινε μόνο του. Ο Φρύνιχος, ο συντηρητικός αττικιστής δάσκαλος του 2ου αιώνα μ.Χ., συμβούλευε τους μαθητές του να μην χρησιμοποιούν τη λέξη «πέπων» προκειμένου να αναφερθούν στον συγκεκριμένο καρπό, τον σίκυο, διότι πέπων είναι ο οποιοσδήποτε ώριμος καρπός, αλλά ήδη η γλώσσα είχε προχωρήσει αφήνοντας τον Φρύνιχο έξι αιώνες πίσω – το έχουν πάθει αυτό πολλοί δάσκαλοι ανά τους αιώνες…

Τα πεπόνια στα αγγλικά και στα γαλλικά λέγονται melon, λέξη που ανάγεται στο λατινικό melo, σύντμηση του melopepo, το οποίο είναι δάνειο από το ελληνικό μηλοπέπων. Ποιος ακριβώς καρπός ήταν το melopepo και πάλι δεν ξέρουμε, ίσως κάποιο κολοκυθοειδές. Σύμφωνα με τα περισσότερα λεξικά, ο μηλοπέπων των δικών μας αρχαίων ήταν το πεπόνι, αλλά ο Γεννάδιος στο Φυτολογικό λεξικό του λέει ότι οι μηλοπέπονες του Διοσκουρίδη και του Γαληνού πιθανόν ήταν καρπούζια. Δεν αποκλείεται η ίδια λέξη να χρησιμοποιήθηκε και για τα δυο φρούτα, θα έλεγα. Κατά τον Dalby, ο μηλοπέπων ήταν το πεπόνι, ή κάποια ποικιλία του, αν και ορισμένες περιγραφές ταιριάζουν και στα καρπούζια. Γενικά, να παρατηρήσω ότι με την κακή συνήθεια που είχαν οι αρχαίοι να χρησιμοποιούν ίδιες λέξεις για διαφορετικούς καρπούς, δεν ξέρουμε ποιες αναφορές στα κείμενα αφορούν αγγούρια, ποιες κολοκύθια, ποιες καρπούζια και ποιες πεπόνια.

Για να κάνουμε μια φυτολογική παρένθεση, πεπόνια, καρπούζια, αγγούρια και κολοκύθια ανήκουν όλα στην ίδια βοτανική οικογένεια, Cucurbitaceae, ενώ μέσα στην οικογένεια τα πεπόνια πιο πολύ συγγενεύουν με τα αγγούρια, αφού ανήκουν στο ίδιο γένος, Cucumis, ενώ το κολοκύθι είναι άλλο γένος (Cucurbita) και το καρπούζι επίσης άλλο (Citrullus).

Πάντως, στα βυζαντινά κείμενα υπάρχουν πολλές αναφορές σε πεπόνια, στον δε Πωρικολόγο, το σατιρικό κείμενο του 13ου-14ου αιώνα, διαβάζουμε ότι ο πέπων εχλεμπονίασεν. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, η «μάγκικη» λέξη «χλεμπονιάζω» (απ’ όπου και ο χαρακτηρισμός «χλεμπονιάρης», που τον χρησιμοποιούσε συχνά ο Τσιφόρος) είναι στην πραγματικότητα βυζαντινή, άλλωστε χλεμπόνα είναι το υπερώριμο αγγούρι ή πεπόνι ή κολοκύθι που έχει πάρει αρρωστημένο, χλωμό χρώμα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 144 Σχόλια »

Ο θεϊκός καρπός

Posted by sarant στο 29 Αυγούστου, 2016

Το σημερινό άρθρο εκπληρώνει μια περυσινήν υπόσχεση. Πέρυσι τον Αύγουστο, παρουσιάζοντας το χρονογράφημα του Βάρναλη «Το σαββατιανό σταφύλι«, έγραφα: Στο ιστολόγιο έχουμε ανεβάσει πολλά άρθρα για διάφορα οπωρικά, λείπει όμως ένα άρθρο για το σταφύλι γενικώς. Έχουμε όμως δημοσιεύσει άρθρο για τη σταφίδα, καθώς και για τα φρασεολογικά του αμπελιού. Οπότε, ας συμπληρωθεί η τριάδα με το σαββατιανό και με μιαν άλλη ευκαιρία θα δημοσιεύσουμε και το γενικό άρθρο.

800px-Grapes Η άλλη ευκαιρία ήρθε τώρα, οπότε το σημερινό άρθρο, που αποτελεί αναδημοσίευση του αντίστοιχου κεφαλαίου από το βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«, είναι αφιερωμένο σε αυτόν τον θεϊκό καρπό.

Καρπός πανάρχαιος και πολύτιμος το σταφύλι, βρίσκεται μαζί μας από τη Νεολιθική εποχή. Ολόκληρο βιβλίο θα μπορούσαμε να γράψουμε· για να μην πάρει μεγάλη έκταση το άρθρο δεν θα επεκταθούμε καθόλου στο κρασί (για το οποίο μπορεί να γραφτεί άλλο βιβλίο!) και θα κάνουμε την σχεδόν ιερόσυλη επιλογή να αντιμετωπίσουμε τα σταφύλια σαν ένα φρούτο όπως όλα τα άλλα, ενώ δεν είναι.

Οι αρχαιολόγοι μάς λένε ότι οι άνθρωποι για πολλούς αιώνες κατανάλωναν σταφύλια, αρχικώς άγρια και μετά καλλιεργημένα, χωρίς να έχουν μάθει να φτιάχνουν κρασί. Οι αρχαίοι συνήθως θεωρούσαν ότι ο Διόνυσος εισήγαγε την άμπελο στην Ελλάδα και τούς έμαθε την τέχνη της οινοποιίας και προς τιμή του τελούσαν τα Διονύσια σε πολλές περιοχές. Στον Όμηρο η αμπελουργία ακμάζει, όπως μαρτυρούν επίθετα σαν το «πολυστάφυλος» και το «αμπελόεσσα» για μέρη κατάφυτα από αμπέλια. Αν και όχι από την αρχή, κάποια διαφοροποίηση των ποικιλιών σε επιτραπέζια σταφύλια και σταφύλια προς οινοποίηση υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα. Τα νωπά σταφύλια οι αρχαίοι τα διατηρούσαν περισσότερο χρόνο μέσα σε κρασί. Φυσικά, τα ξέραιναν κιόλας –αλλά στη σταφίδα έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 198 Σχόλια »

Το πονηρό φρούτο

Posted by sarant στο 17 Αυγούστου, 2016

Είναι η εποχή τους και συνειδητοποιώ ότι δεν έχω δημοσιεύσει, τόσα χρόνια, άρθρο για τον πανάρχαιο αυτόν καρπό -εννοώ τα σύκα. Βέβαια, έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο άρθρα για την προέλευση της λέξης ‘συκοφάντης’ ή για την ετυμολογία του συκωτιού ή για την έκφραση ‘λέω τα σύκα σύκα’, αλλά σε αυτό καθαυτό το σύκο δεν έχω βάλει άρθρο.

Οπότε επανορθώνω σήμερα, παίρνοντας το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις» -προσθέτω μερικά λινκ και ορισμένες λεπτομέρειες.

sykaΤα σύκα είναι από τους πρώτους καρπούς που μάζεψε και λίγο αργότερα καλλιέργησε ο άνθρωπος και ανήκει, μαζί με την ελιά και το σταφύλι, στην τριάδα των μεσογειακών καρπών. Η παρουσία του στο διαιτολόγιο και γενικά στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων ήταν εντονότατη, πολύ περισσότερο που οι αρχαίοι δεν γνώριζαν μια σειρά από τροφές που σήμερα θεωρούνται αναπόσπαστα στοιχεία της ελληνικής κουζίνας. Το σύκο ήταν πολύτιμο και για έναν ακόμη λόγο: διατηρείται καλά και πολύ όταν ξεραθεί. Συχνά το δείπνο των αρχαίων Αθηναίων ήταν ένα πιάτο ξερά σύκα, που επειδή περιέχουν πολλά ζάχαρα έχουν μεγάλη θερμιδική αξία.

Συκιές υπάρχουν κιόλας στον Όμηρο: στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, όταν ο Λαέρτης ζητάει σημάδι από τον Οδυσσέα ότι είναι γιος του, αυτός του θυμίζει πως του είχε χαρίσει, σαν ήταν παιδί, δεκατρείς αχλαδιές, δέκα μηλιές και σαράντα συκιές. Νωρίτερα, στη χώρα των Φαιάκων, ανάμεσα στα άλλα οπωροφόρα υπάρχουν και «συκέαι γλυκεραί». Τα αττικά σύκα εθεωρούντο περιζήτητα και τη φήμη τους αντανακλά η (αναληθής, όπως φαίνεται) ιστορία που οι περισσότεροι από εμάς μάθαμε στο σχολείο, για τον νόμο που απαγόρευε την εξαγωγή τους και τους συκοφάντες που, υποτίθεται, κατέδιδαν όσους τα έβγαζαν από την Αττική παράνομα.

Τέτοιος νόμος ή ψήφισμα δεν έχει βρεθεί πουθενά, και δεν θα είχε και πολύ νόημα, αφού σύκα είχε σε αφθονία όλη η Ελλάδα. Πώς όμως προέκυψε η λέξη συκοφάντης; Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες, αλλά η πιο πειστική φαίνεται να είναι ότι συκοφάντες ονομάζονταν αυτοί που αποκάλυπταν όσους είχαν σύκα κρυμμένα στα ρούχα τους, δηλαδή μια ασήμαντη μικροκλοπή, και κατ’ επέκταση όσοι κατέδιδαν ασήμαντες πράξεις και στη συνέχεια έκαναν ψευδείς καταγγελίες. Η εκδοχή αυτή δεν είναι απίθανη· πράγματι, στα συμπόσια πολλοί παράσιτοι θα έφευγαν έχοντας κρύψει ξερά σύκα και άλλα τραγήματα στο ιμάτιό τους. (Για μια επισκόπηση των θεωριών σχετικά με την προέλευση της λέξης, δείτε το παλιότερο άρθρο μας -όμως και τα σχόλια είναι σημαντικά).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθυροστομίες, Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 224 Σχόλια »

Κοσκινίζοντας τις (Οπωροφόρες) λέξεις

Posted by sarant στο 29 Δεκεμβρίου, 2015

kosk2Την προηγούμενη Δευτέρα, στις 21 του μηνός, είχα τη χαρά να παρουσιάσω το βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις» στη Νέα Σμύρνη, στο συνεργατικό παντοπωλείο «Το κόσκινο» (Χρυσουπόλεως 23 και Σεβαστείας).

Πρόκειται για ένα καινούργιο κατάστημα που άνοιξε πολύ πρόσφατα στη γειτονιά, και, αν κατάλαβα καλά, έχει δημιουργηθεί μέσα από πρωτοβουλίες διάθεσης προϊόντων «χωρίς μεσάζοντες». Ο Γιώργος Αγγελόπουλος λοιπόν, διάβασε το βιβλίο, του άρεσε, και με κάλεσε να δώσω την ομιλία -και αφού βρισκόμουν στην Ελλάδα δεν είπα όχι, πολύ περισσότερο που το παντοπωλείο βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου, σε απόσταση μικρότερη από ενάμισι χιλιόμετρο.

Θα μου πείτε, παντοπωλείο; Γιατί όχι, για ένα βιβλίο που αναφέρεται σε φαγώσιμα -με έναν διαφορετικό τρόπο βέβαια. Αλλά σε παντοπωλείο διαφορετικό, που φιλοδοξεί να κάνει κι άλλες εκδηλώσεις, από παρουσιάσεις βιβλίων έως επιδείξεις π.χ. πώς φτιάχνεται τυρί φέτα.

Τελικά, χωρέσαμε στο Κόσκινο, αν και αρκετοί στάθηκαν όρθιοι -υπήρχε κι ένα τεράστιο κάρο, αυθεντικό μανάβικο, μέσα στο μαγαζί, που έπιανε αρκετόν χώρο. Είδα παλιούς φίλους, είδα φίλους του πατέρα μου, ήρθαν φίλοι του ιστολογίου και παιδιά από το slang.gr. Θα παραθέσω στα επόμενα την ομιλία μου, που δεν διέφερε πολύ από ανάλογες ομιλίες που έχω κάνει σε παρουσιάσεις του ίδιου βιβλίου, αλλά θα προτάξω ένα κομμάτι, άσχετο με το βιβλίο αλλά σχετικό με το κατάστημα που με φιλοξενούσε, που το ανέφερα, εκτός χειρογράφου (αλλά με κάποια προετοιμασία) κατά τη συζήτηση με το κοινό, σαν παράδειγμα του πώς φτιάχνεται η ιστορία μιας λέξης -κάτι σαν άρθρο του ιστολογίου με θέμα το κόσκινο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εκδηλώσεις, Ιστορίες λέξεων, Παρουσίαση βιβλίου, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , | 94 Σχόλια »

Λεξιλογώντας στη λαϊκή

Posted by sarant στο 25 Μαΐου, 2015

Στο δρόμο μας, οδό Ήβης Αθανασιάδου στο Παλιό Φάληρο, δυο τετράγωνα πάνω απ’ το σπίτι μου, έχει λαϊκή κάθε Παρασκευή, τους μονούς μήνες -τους ζυγούς η αγορά μεταφέρεται στον παράλληλο δρόμο, τη Νηρηίδων. Εκτός λάθους, η λαϊκή γίνεται σ’ αυτούς τους δυο δρόμους από τότε που τη θυμάμαι, ίσως πάνω από πενήντα χρόνια. Δεν είναι πολύ μεγάλη η λαϊκή, πιάνει τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα στο μάκρος. Στην αρχή της έχει καναδυό πάγκους με ψάρια, στο τέλος πάγκους με υφάσματα και είδη νοικοκυριού, και στο ενδιάμεσο, στον κύριο όγκο της αγοράς, βρίσκεις οπωροκηπευτικά. Μπορεί να μη φτάνει την αίγλη της λαϊκής της Καλλιδρομίου, αλλά δεν είναι και του πεταματού.

Μου αρέσει να πηγαίνω στη λαϊκή, μέσα στα χρώματα και τις φωνές -και βέβαια, μια από τις καλύτερες εποχές είναι ακριβώς ο Μάης, που τα οπωρικά έχουν την τιμητική τους. Και επειδή εδώ λεξιλογούμε, προχτές που πήγα στη λαϊκή να ψωνίσω αποφάσισα να το συνδυάσω και να λεξιλογήσω, να καταγράψω δηλαδή τα ταμπελάκια που έχουν οι παραγωγοί πάνω στην πραμάτεια τους. Είναι άλλωστε ένα θέμα που μ’ αρέσει, όπως θα έχετε διαπιστώσει όσοι παρακολουθείτε τα άρθρα που βάζω κατά καιρούς για φρούτα και λαχανικά (τα πρώτα έχουν μπει και στο βιβλίο μου Οπωροφόρες λέξεις).

Να καταγράψω, αλλά πώς; Σε μπλοκάκι δεν είναι πρακτικό, να βγάλω φωτογραφίες μπορεί και να μην άρεσε στους πουλητάδες, πήρα λοιπόν το σμαρτόφωνό μου και, όπως περπατούσα, απάγγελνα χαμηλόφωνα ό,τι διάβαζα στα ταμπελάκια, τάχα πως τηλεφωνάω -για αληθοφάνεια, κάθε τόσο έλεγα κι ένα δυνατότερο «ναι, ναι» ή «θα σε πάρω εγώ». Μετά, έκανα την απομαγνητοφώνηση.

Ένα πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι ταυτόχρονα καταγράφονται και τα συνθήματα, οι στερεότυπες ή όχι φράσεις με τις οποίες οι πουλητάδες διαλαλούνε την πραμάτεια τους και προσπαθούν να προσελκύσουν τον πελάτη. Δεν είχα τον σκοπό να τις καταγράψω αυτές, παρόλο που μπορεί να είναι και πιο ενδιαφέρον θέμα από τις ταμπέλες -αλλά αφού προέκυψε, τις έγραψα και τις έβαλα με πλάγια για να ξεχωρίζουν. Όμως, επειδή πήγα νωρίς στη λαϊκή και δεν είχε πολύ κόσμο, και τα διαλαλήματα δεν ήταν πάρα πολλά -ή δεν τα έγραψε καθαρά το σμαρτόφωνο.

Ιδού λοιπόν η απομαγνητοφώνηση. Σε αγκύλες βάζω διάφορες επεξηγήσεις.

Σαραβάδες Ελλάδος [Μια λέξη που δεν την ήξερα. Γκουγκλίζοντας βρίσκω πως είναι άλλο όνομα για τους σαλούβαρδους]

Μελανούρια Ελλάδος Λαβράκια ντόπια

Ορίστε παιδιά, και γόπα και σαφρίδι.

Πολύ καλά τα ψαράκια!

Γαύρος πρωινός Χοντρός γαύρος Μπαλάδες Ελλάδος

Πατάτες Νάξος γνήσιες νόστιμες.

Αχαΐας φούρνου ελληνικές. Δεν μαυρίζουν στο τηγάνι

Αχαΐας πολύ νόστιμες

Γνήσιες!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λεξικογραφικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , | 187 Σχόλια »

Γκρέιπ-φρουτ, φράπες και τα υπόλοιπα εσπεριδοειδή

Posted by sarant στο 5 Νοεμβρίου, 2014

Kαθώς χτες το απόγευμα είχα την παρουσίαση του βιβλίου μου Οπωροφόρες λέξεις στην Κηφισιά, δεν προλάβαινα να γράψω φρέσκο άρθρο, οπότε αναδημοσιεύω σήμερα ένα κεφάλαιο από το βιβλίο αυτό, ένα κεφάλαιο που δεν έχει παρουσιαστεί στο ιστολόγιο.

250px-Citrus_grandis_-_Honey_White

Φράπα, pomelo αγγλιστί

Πρόκειται για το κεφάλαιο που αφορά τα «υπόλοιπα» εσπεριδοειδή. Σε προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου (και αντίστοιχα άρθρα του ιστολογίου) παρουσιάστηκαν τα πορτοκάλια, τα λεμόνια και οι φτωχοί συγγενείς τους, νεράντζια και κίτρα· σε άλλο άρθρο είπαμε και για το μανταρίνι. Όμως υπάρχουν και άλλα εσπεριδοειδή, που θα μας απασχολήσουν λιγότερο, μια και δεν κατέχουν κεντρική θέση στη ζωή μας ή στην κουλτούρα μας.

Για παράδειγμα, το γκρέιπ-φρουτ, παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έχει μπει ορμητικά στη ζωή μας, ούτε ντόπιο όνομα δεν αξιώθηκε να αποκτήσει – είναι το πιο διαδεδομένο στην Ελλάδα φρούτο που έχει διατηρήσει ασυμμόρφωτο και άκλιτο το ξένο του όνομα (οι ανανάδες και οι μπανάνες κλίνονται, βλέπετε, ενώ το μάνγκο είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένο). Λοιπόν, στα ελληνικά είναι δάνειο από το αγγλικό grape-fruit, που το είπαν έτσι επειδή οι καρποί του φυτρώνουν σε τσαμπιά στις άκρες των κλαδιών.

Αν δεν βρίσκετε πολύ εύστοχη την αγγλική ονομασία, δεν είστε ο μόνος· μάλιστα διαβάζω ότι έχουν γίνει επανειλημμένες προσπάθειες να καθιερωθεί άλλο όνομα, αλλά απέτυχαν, γιατί έχει πια ριζώσει.

Στις Αντίλλες, που είναι η πατρίδα του, και συγκεκριμένα στα νησιά Μπαρμπάντος, το είπαν αρχικά «απαγορευμένο καρπό», πράγμα που αντανακλάται και στο βοτανικό του όνομα, Citrus paradisi. Ωστόσο, το γκρέιπ-φρουτ προέκυψε από διασταύρωση ανάμεσα στο πορτοκάλι και στη φράπα, που είναι καρπός ιθαγενής της Νοτιοανατολικής Ασίας. Κάπως τα μπλέξαμε τα πράγματα, οπότε ας τα πάρουμε με τη σειρά, όσο κι αν είναι μπερδεμένα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , | 104 Σχόλια »

Οι ελληνικές φράουλες

Posted by sarant στο 14 Οκτωβρίου, 2014

Για να ευλογήσω λίγο τα γένια μου, θυμίζω ότι στις 4 Νοεμβρίου, μέρα Τρίτη, θα παρουσιάσω το βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις», στους «Αμμωνίτες», Κέντρο ΓΑΙΑ, Όθωνος 100 Κηφισιά, σε εκδήλωση των Φίλων Μουσείου Γουλανδρή. Και σαν πρόγευση της μελλοντικής εκείνης παρουσίασης, σκέφτομαι σήμερα να παρουσιάσω ένα κεφάλαιο από το βιβλίο. Βέβαια τα περισσότερα κεφάλαιά του έχουν ήδη παρουσιαστεί από το ιστολόγιο -και ωφελήθηκαν πολύ από αυτή την πρώτη δημοσίευση, αφού μπόρεσα και λάθη να διορθώσω αλλά και τα καλύτερα σχόλια να ενσωματώσω, οπότε στο βιβλίο είναι πολύ βελτιωμένα. Πάντως, έχουν μείνει αδημοσίευτα κάμποσα κεφάλαια και σήμερα θα παρουσιάσω ένα από αυτά, ένα από τα μικρότερα κεφάλαια του βιβλίου, για ένα περιφρονημένο φρούτο. Εδώ προσθέτω μερικά πράγματα, λινκ και άλλα, και κάνω και κάποιες αλλαγές τεχνικού, ας πούμε, χαρακτήρα.

koumaraΜιλώντας για ελληνικές φράουλες δεν εννοούμε βέβαια τις φράουλες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα, στα ματωμένα θερμοκήπια της Μανωλάδας. Δεν κυριολεκτεί ο τίτλος, ούτε  ξέρω αν είναι δόκιμος αυτός ο χαρακτηρισμός, πάντως τον χρησιμοποιούσαν οι πλανόδιοι που τα μάζευαν από Πεντέλη και Πάρνηθα και τα πουλούσαν στην Αθήνα κάθε φθινόπωρο εκεί γύρω στα 1920, όπως τουλάχιστον διαβάζω σε εφημερίδες της εποχής. Εννοώ τα κούμαρα, που μπορούμε να τα θεωρήσουμε αυτόχθονα καρπό, αφού είναι από πολύ παλιά μαζί μας: σπόροι τους έχουν βρεθεί στη νεολιθική Λέρνα.

Στο άρθρο που αφιέρωσα στη φράουλα, είπαμε ότι οι αρχαίοι τα κούμαρα τα έλεγαν «χαμαικέρασο». Ωστόσο, αυτή ήταν μία μόνο από τις ονομασίες· τα έλεγαν επίσης μιμαίκυλα, ονομασία που έχει επιβιώσει στο διαλεκτικό «μεμαίντζουλα» (στην Κύμη). Αρχαίο είναι και το κόμαρος, ονομασία της κουμαριάς, εξού και το σημερινό όνομα του καρπού.

 

Σήμερα τα κούμαρα είναι καρπός περιφρονημένος, αλλά εξαιτίας της ιστορίας θα τους αφιερώσω ειδικό κεφάλαιο αντί να τα στριμώξω μαζί με τα άλλα φρούτα του δάσους, παρόλο που ποτέ δεν καλλιεργήθηκαν και πάντοτε από το δάσος τον μαζεύαμε. Και οι Άγγλοι επισήμαναν την ομοιότητα με τις φράουλες, γι’ αυτό και τα κούμαρα τα ονομάζουν «tree strawberries», φράουλες του δέντρου, και την κουμαριά strawberry tree, φραουλόδεντρο, όπως άλλωστε και οι Γερμανοί που τη λένε Erdbeerbaum.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Ιστορίες λέξεων, Συγκριτικά γλωσσικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , | 156 Σχόλια »

Το ώριμο φρούτο

Posted by sarant στο 30 Ιουλίου, 2014

Peponia01Μη σας παραπλανά ο τίτλος, όταν λέω για ώριμο φρούτο δεν υπαινίσσομαι την κυβέρνηση και δεν έχω στο νου μου τη λεγόμενη «θεωρία του ώριμου φρούτου», σύμφωνα με την οποία η αντιπολίτευση πρέπει να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να περιμένει την κυβέρνηση να καταρρεύσει μόνη της, από τις δικές της αντιφάσεις και αδυναμίες, όπως μόνος του πέφτει από το κλαδί του δέντρου ο καρπός σαν έρθει η ώρα του. Το σημερινό άρθρο δεν ασχολείται με την πολιτική.

Απλώς, τις προάλλες ένας εκλεκτός φίλος του ιστολογίου παραπονέθηκε ότι, ενώ έχουμε μπει προ πολλού στο καλοκαίρι, το ιστολόγιο δεν έχει κεράσει «ούτε ένα φρουτάκι» τους αναγνώστες του, οπότε σκέφτηκα σήμερα να επανορθώσω την παράλειψη αυτή και να δημοσιεύσω ένα κεφάλαιο από το περσινό βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις» (κυκλοφορεί ακόμα, αν πιάσατε το υπονοούμενο). Πολλά κεφάλαια του βιβλίου αυτού είχαν δημοσιευτεί στο ιστολόγιο πριν συμπεριληφθούν (ξαναδουλεμένα και βελτιωμένα) στο βιβλίο, ενώ κάποια τα αναδημοσίευσα εδώ μετά την έκδοση, υπάρχουν όμως και κάμποσα που δεν τα έχω βάλει καθόλου στο ιστολόγιο, και ένα από αυτά διάλεξα για να σας τρατάρω σήμερα: ένα ώριμο φρούτο.

Φρούτα υπάρχουν άγουρα, ώριμα και υπερώριμα –φυσικά, ανάλογα με την εποχή στην οποία βρίσκονται– αλλά υπάρχει κι ένα φρούτο που είναι πάντοτε ώριμο! Με το δίκιο σας θα μου πείτε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο· αδύνατο στη φύση, όχι όμως στη γλώσσα. Εννοώ ότι υπάρχει ένα φρούτο που το ίδιο του το όνομα δηλώνει απλώς ότι είναι ώριμο. Είναι το πεπόνι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , | 180 Σχόλια »

Αναπληροφόρηση στις Οπωροφόρες λέξεις

Posted by sarant στο 6 Δεκεμβρίου, 2013

Σήμερα ο Νικοκύρης του ιστολογίου γιορτάζει και δέχεται βεβαίως επισκέψεις στο διαδικτυακό κονάκι του, και αφού είναι η ατμόσφαιρα εορταστική και ευφρόσυνη είχα αρχικά σκεφτεί να δημοσιεύσω ένα άρθρο για δώρα, εννοώ για βιβλία-δώρα, διότι ο καθένας στο είδος του. Όμως τελικά προτίμησα το άρθρο το σχετικό με τα δώρα να το αναβάλω για την επόμενη εβδομάδα, ενμέρει και για τεχνικούς λόγους, και σήμερα, αφού γιορτάζω που γιορτάζω, να ευλογήσω λίγο (λίγο ακόμα;) τα γένια μου και να αφιερώσω το άρθρο σε ένα φετινό βιβλίο μου, τις Οπωροφόρες λέξεις και στην αναπληροφόρηση σχετικά μ΄ αυτό.

Για να αρχίσουμε από την αρχή, δηλαδή από τον τίτλο του σημερινού άρθρου, με τον όρο “αναπληροφόρηση” εννοώ αυτό που λέμε ελληνικά feedback, αλλά με τη μεταφορική του σημασία, όχι την κυριολεκτική (οπότε λέγεται ανατροφοδότηση) ή την οιονεί κυριολεκτική (οπότε λέγεται ανάδραση) στις θετικές επιστήμες. Εδώ μιλάμε για το φίντμπακ με τη σημασία “γνώμες, παρατηρήσεις, σχόλια”, αλλά επειδή οι λέξεις αυτές είναι πολύ γενικές νομίζω ότι δεν ταιριάζουν και προσωπικά προτιμώ την αναπληροφόρηση, έστω κι αν η λέξη δεν νομίζω να έχει λεξικογραφηθεί. (Το θέμα έχει φυσικά συζητηθεί στη Λεξιλογία).

Θα παρουσιάσω λοιπόν την αναπληροφόρηση που έχω πάρει από έναν εκλεκτό φίλο του ιστολογίου, ο οποίος έκανε τον κόπο να διαβάσει το βιβλίο με χαρτί και μολύβι και να μου γράψει όσα συνειρμικά του έρχονταν στο νου καθώς διάβαζε τα επιμέρους κεφάλαια. Αφενός με τιμά που αφιέρωσε τόση προσοχή στο βιβλίο μου, αφετέρου βρίσκω ότι έχουν αξία τα σχόλιά του και γι’ αυτό τα παραθέτω πιο κάτω. Ο ίδιος φίλος είχε ήδη σχολιάσει με παρόμοιο τρόπο ένα προηγούμενο βιβλίο μου, τις Λέξεις που χάνονται, και τα σχόλιά του τα είχα δημοσιεύσει εδώ.

Πριν όμως παρουσιάσω τα σχόλια του φίλου για τις Οπωροφόρες λέξεις, να διορθώσω μιαν αδικία που έκανα. Εννοώ την εκδήλωση παρουσίασης των Οπωροφόρων λέξεων στον Ιανό, που έγινε στις 30 Οκτωβρίου φέτος. Έφτιαξα λοιπόν μια σελίδα αφιερωμένη στην εκδήλωση εκείνη, αλλά επειδή τις αμέσως επόμενες μέρες είχα απίστευτα πολλά πράγματα να κάνω δεν βρήκα καιρό να συμπληρώσω τη σελίδα, παρόλο που το υλικό το είχα. Τελικά χτες αξιώθηκα να προσθέσω το υλικό στη σελίδα της εκδήλωσης, όπου μπορείτε να διαβάσετε την ομιλία του συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου, την ομιλία του Δημοσθένη Κερασίδη, που ήταν και ο επιμελητής του βιβλίου, και όσα είπα εγώ. Επίσης έχω ανεβάσει φωτογραφίες από την εκδήλωση, που τράβηξαν φίλοι -προς το παρόν τις ανέβασα στην Picasa, δεν ξέρω αν υπάρχει πιο βολική υπηρεσία.

Προχωράω τώρα σε αποσπάσματα από το γράμμα του φίλου Άρη, με αναπληροφόρηση στις Οπωροφόρες λέξεις -σε μια-δυο περιπτώσεις έχω βάλει και δικό μου σχόλιο μέσα σε αγκύλες.

Κατ’ αρχήν, μολονότι έχουν περάσει 55 ολόκληρα χρόνια από τότε, θυμάμαι σαν τώρα την ραδιοφωνική εκπομπή στο πάλαί ποτε Ενόπλων (για ποιον λόγο οι ένοπλες δυνάμεις στην χώρα μας είχαν δικό τους ραδιοφωνικό σταθμό ποτέ μου δεν κατάλαβα), προφανώς φθινοπωρινή, στην οποία η χαρακτηριστική φωνή του Στέφανου Ληναίου, νεαρού ηθοποιού τότε, σε ραδιοφωνικό χρονογράφημα της εποχής μάς πληροφορούσε ότι «το φθινόπωρο φθίνουν αι οπώραι και γι’ αυτό ονομάσθηκε έτσι».  Το θυμήθηκα διαβάζοντας την σχετική παρατήρησή σου, στην σελίδα 9.

Ας πάρουμε τώρα τα φρούτα με την σειρά εμφανίσεως στο βιβλίο¨.

Μήλο. (α) Ακόμη και σάπιο είναι χρήσιμο: ονοματίζει ένα χρώμα το «σάπιο μήλο». (β) Ο δαιμόνιος Ευγένιος Τριβιζάς, στην «Φρουτοπία» του λογοπαίζει ονομάζοντας έναν ήρωα «Ο Αιμίλιος το μήλο». (γ) Ο Ναζίμ Χικμέτ κλείνει το πασίγνωστο ποίημα «»Αν η μισή μου καρδιά» μεταφρασμένο από τον Γιάννη Ρίτσο και μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο  με τις λέξεις «…ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου».

http://www.youtube.com/watch?v=D4Wz0pc1ZVQ

(δ) Το μήλο αναφέρει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο ποίημά του, που μελοποίησε ο Νότης Μαυρουδής.

http://www.youtube.com/watch?v=AajOh2qamiA

Κυδώνι: Πριν από μισό αιώνα, για να καταδείξει κάποιος πόσο δύσκολο  ήταν ένα εγχείρημα χρησιμοποιούσε την φράση «για να το κάνεις αυτό πρέπει να έχεις (μετά συγχωρήσεως) κώλο από κυδώνι».  Δεν ξέρει γιατί.

Σύκο. (α) Όταν ήμουν παιδί, σαν «αντινανουρίσμα» για να με ξυπνήσουν ευχάριστα, η μεν γιαγιά μου έλεγε μια φράση που συνηθιζόταν στην πατρίδα της, την Μενεμένη «καλκ, αγάμ, σαμπάχ ολντού, μπακλαβά τσαμούρ ολντού» (σήκω αγά μου, ξημέρωσε, ο μπακλαβάς θα λασπώσει» ενώ η Κουλουριώτισσα μητέρα μου μού τραγουδούσε χαρούμενα «σήκω, σήκω, σήκω σήκω, να σου δώσω ένα σύκο». 

(β) Ο Διονύσης Σαββόπουλος στους αριστοφανικούς Αχαρνής υποδηλώνει την ανδρική ανατομική λεπτομέρεια στον στίχο »με δυο μεγάλα σύκα».

Κεράσι: (α) Με ξύλο της κερασιάς έφτιαχναν εκτός από μπαστούνια και έπιπλα (β) Στην δεκαετία του ’50, συνηθισμένο στολίδι στα κοριτσίστικα και γυναικεία ψάθινα καπέλα που φορούσαν το καλοκαίρι ήταν ένα ζευγάρι κατακόκκινα κεράσια με πράσινο φυλλαράκι, ψεύτικα βεβαίως. (γ) Στην Παναγία του Σουμελά, στο Βέρμιο, στο περίβολο του ναού, στην αριστερή πλευρά υπάρχουν δύο μεγάλες πετροκερασιές. Κόβεις και τρως. (δ) ο μεγάλος μπελάς να φτιάξεις γλυκό βύσσινο είναι να αφαιρέσεις το κουκούτσι χωρίς να στραπατσάρεις την σάρκα. Παλιά η δουλειά γινόταν με μια φουρκέτα για τα μαλλιά, σήμερα με την ειδική πένσα που πουλάνε στα μαγαζιά.

 Φραγκοσυκιά: (α) Το πρόθεμα φραγκομου θύμισε τους φραγκοράφτες, που πρόλαβα στην δεκαετία του ’50 με το μεγάλο φραγκοραφτάδικο ψαλίδι τους για να κόβουν το ύφασμα πάνω στον πάγκο. (β) Αν κόψεις ένα φύλο-«ρακέτα» και χώσεις το μισό στο χώμα, θα φυτρώσει ένα νέο φυτό. (γ) Διόλου τυχαία βρίσκουμε φραγκοσυκιές δίπλα σε φράχτες που ενισχύουν το  «οχυρωματικό» έργο τους.

 Φράουλα: Εκτός από το λεμόνι, η κλασική γεύση γρανίτας. Προσοχή: Κάποιοι  πουλάνε γιαλαντζί γρανίτα φράουλα μέσα σε ένα γυάλινο διαφανές σκεύος  με αναδευτήρα. Πρόκειται για παγωμένο ζαχαρόνερο βαμμένο ροζ, καμιά σχέση με φράουλα. Την γνήσια στο Αιάκειο.

 Κούμαρα: Μέχρι και την δεκαετία του ’50, το φθινόπωρο εμφανίζονταν στις γειτονιές πλανόδιοι πωλητές με ένα πανέρι γεμάτο κούμαρα. Τα πουλούσαν σε χωνάκια που έφτιαχναν στη στιγμή από κομμάτια εφημερίδας. Πελάτες ήταν η πιτσιρικαρία, ανάμεσά τους κι εγώ.  

 Βερίκοκο: (α) Δύο είναι οι δημοφιλέστερες ποικιλίες, Διαμαντοπούλου (μικροί και ευώδεις καρποί) και Μπεμπέκου (μεγάλοι και τραγανοί). (β) Είχα γείτονα με το επίθετο Καίσης ενώ Βερίκοκος είναι γνωστός έμπορος πλακών οικοδομής, στην Εθνική οδό.  (γ) Στην φτώχεια της δεκαετίας του ’50 τα περισσότερα παιχνίδια ήσαν αυτοσχέδια φτιαγμένα με την πλούσια φαντασία μας. Τρίβαμε το πλάι του κουκουτσιού σε μια πέτρα, υγραίνοντας την κάθε τόσο με λίγο σάλιο, ώσπου να γίνει τρύπα σε μέγεθος ρυζιού. Αφαιρούσαμε με μια πρόκα την ψίχα του κι έτσι φτιάχναμε σφυρικτράκι. (δ) Μεγαλύτερος στην ηλικία ξάδελφος μού διηγείτο ότι στη κατοχή η γιαγιά μας καθώς τον κουβαλούσε νήπιο στην πλάτη, έσκυψε και μάζεψε από το δρόμο ένα κουκούτσι από βερίκοκο. ‘Οταν έφτασαν σπίτι, το τσάκισε με μια πέτρα και του το έδωσε να το φάει.

 Κορόμηλα: Στην ορεινή Κορινθία, μια γλυκιά και μυρωδάτη παραλλαγή σε κίτρινο χρώμα, τα ονομάζουν βαρδάκια. Στην Κορινθία συναντάται και το επίθετο Βαρδάκας. [Νομίζω όμως ότι το επώνυμο Βαρδάκας είναι από το μπαρδάκι, που σημαίνει λαγήνι, σταμνί. Τα κορόμηλα, πάλι, έχω ακούσει να τα λένε βαρδάσια].

 Ροδάκινα: (α) Τα λεμονάτα τα βρίσκεις συχνά στην αγορά.  (β) Γίνονται υπέροχη κομπόστα, το κλασικό πεσκέσι σε ασθενή στο νοσοκομείο.

 Πεπόνι:  (α) Από την χλεμπόνα και ο χλεμπονιάρης, ο κιτρινιάρης. (β) παροιμιακά, υπάρχει και το «αυτός  κρατάει και το μαχαίρι και το πεπόνι», παναπεί έχει όλα τα ατού και κάνει κουμάντο.  (γ) Στην δεκαετία του ’50 οι μανάβηδες φώναζαν «καρπούζια με την μάχαιρα, πεπόνια με την βούλα». Στην πρώτη περίπτωση, έσχιζαν με το μαχαίρι  το καρπούζι μέχρι την μέση και το ζουλούσαν έτσι ώστε να δεις πως μέσα είναι κόκκινο, χωρίς να δοκιμάσεις. Στην δεύτερη, με τρεις μικρές μαχαιριές αφαιρούσαν ένα τμήμα του πεπονιού και σου το έδιναν να το δοκιμάσεις για να πειστείς πως είναι γλυκό. Τεχνικές μάρκετινγκ μιας εποχής…(δ) Όταν ξεραθούν οι σπόροι το πεπονιού γίνονταν πασατέμπος (ε) Το melon είναι και ο τύπος καπέλου που φορούσαν οι Χοντρός-Λιγνός. (στ) το άνοστο πεπόνι λέγεται περιφρονητικά κολοκύθι, εξ ού και η απάντηση ερωτώμενου αν του αρέσει το πεπόνι που τρώει «για τηγάνισμα καλό είναι».

 Καρπούζι: Η φλούδα του γίνεται και γλυκό του κουταλιού.

 Λεμόνι: (α) Γυναικείο όνομα,  Λεμονιά. (β) Το παραδοσιακό Ποντιακό τραγούδι «Η Λεμόνα»   

http://www.youtube.com/watch?v=KrtO32QB_SY

και οι στίχοι του.

Πορτοκάλι: (α) Παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού γίνεται είτε η φλούδα του είτε η φλούδα με σάρκα μαζί. Τριμμένη η φλούδα αρωματίζει πολλά γλυκά. (β) Τα προδικτατορικά νεράντζια-πολεμοφόδια έφεραν και μισοβυθισμένα στη σάρκα ξυραφάκια για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. (γ) Ποικιλίες πορτοκαλιών που δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη είναι τα ντόλτσα (ή ντόρτσα)  με γλυκιά γεύση και τα σαγκουίνια, αμφότερα με λατινογενή ονομασία. Θυμάμαι χαρακτηριστική σκηνή σε μηχανουργείο του Πειραιά, το 1955, ο παραγιός έλεγε στον εργοδηγό τρώγοντας ένα πορτοκάλι: «τα Κρητικά τα πορτοκάλια, μάστορη, είναι του αιμάτου» εντυπωσιασμένος από το κόκκινο χρώμα του.

 Μανταρίνι: Όταν έγραφα εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, εκτός από το στυλό μου είχα πάντα μαζί μου ένα πακετάκι καραμέλες Μαντρινό Παυλίδου (δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη) που μασουλούσα ακατάπαυστα. Πολλά χρόνια αργότερα διάβασα κάπου ότι η κατανάλωση ζάχαρης σε ώρα πνευματικής εργασίας βοηθάει τον εγκέφαλο να δουλέψει καλλίτερα.    

Σταφύλι: (α) Έχουμε τον μυθικό Στάφυλο όπως και την παραλία Στάφυλος στην Σκόπελο, αλλά και τους ιατρικούς όρους  σταφυλή (στο λαιμό μας) και τον σταφυλόκοκκο.  (β) περιέργως, τρυγώ τα ώριμα σταφύλια της κληματαριάς μου στους Αγίους της Αίγινας λίγο πριν τον δεκαπενταύγουστο (με το νέο ημερολόγιο φυσικά).  

 Σταφίδα: (α) Παλαιότερα υπήρχε και ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (ΑΣΟ) (οι περισσότεροι την μάθαμε από τα σταυρόλεξα), που μεριμνούσε για το προϊόν.  (β) Σήμερα, στις πλαγιές της ορεινής Κορινθίας, βλέπεις τον Σεπτέμβρη τα διπλωμένα μεγάλα νάιλον έτοιμα να σκεπάσουν την σταφίδα που ξεραίνεται στον ήλιο, αν πιάσει βροχή. (γ) Η θρεψίνη, (πολτός σταφίδας) ήταν διάσημη στην δεκαετία του ’50 λόγω της θρεπτικότητάς της, πολύτιμης εκείνα τα χρόνια, και περίφημη παιδική λιχουδιά, που την αλείφαμε στο ψωμί. Μετά, εκτοπίστηκε από τα ποικιλώνυμα βιομηχανικά προϊόντα.  Πριν από χρόνια βρήκα κάπου και αγόρασα ένα κουτί θρεψίνη για να δοκιμάσει ο μικρός τότε γιος μου. Ούτε που της έδωσε καμιά σημασία. Τελικά, την έφαγα όλη μόνος μου…

Μπανάνα: (α) Σήμερα πουλιέται με το κιλό αλλά στην δεκαετία του ’50, ήταν σπάνιο είδος και πουλιόταν με το κομμάτι, όπως τα μήλα στο Λονδίνο. (β) Επί δικτατορίας, πουλιόταν παράνομα από φορτηγάκια στα πάρκινγκ της εθνικής οδού. (γ) Αστεία γίνονται και με τα προϊόντα-μαϊμού. «Το ταΐζεις μπανάνες;» πειράζει κάποιος τον φίλο του που μοστράρει το νεοαποκτηθέν γιαλαντζί  Ρόλεξ.

 Μούρα: (α) «Ο Μοριάς… πήρε το όνομά του από την Μορέα» και το καλαματιανό μαντήλι έγινε διάσημο εξ αιτίας της σηροτροφίας που αναπτύχθηκε στην περιοχή.  (β) Η μουριά είναι φημισμένη για την παχιά σκιά της. Οι μισές ταβέρνες στην Ελλάδα έχουν το προσωνύμιο «Η μουριά» ή «Οι μουριές» εξ αιτίας των δένδρων αυτών που φύτευαν τότε στην αυλή για να σκιάζουν τα «τραπεζάκια έξω» τους θερινούς μήνες.  

 Καρύδια: Για πολλά χρόνια τα καρύδια ήσαν και προσφιλές παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν όπως οι γκαζές.

 Κάστανα: (α) Κλασική η αναφορά του κάστανου στον ανδρικό  προστάτη που έχει την μορφή του. (β) Για το ψήσιμο των κάστανων στο τζάκι υπάρχει τώρα και η ειδική σχάρα , η καστανιέρα (πώς αλλιώς να την πω;) (γ) Προφανώς οι καστανιέτες έχουν άλλη ετυμολογία.
[Και όμως όχι, οι καστανιέτες προέρχονται από το ισπανικό castaneta (με περισπωμένη, tilde, στο n), που ανάγεται στο κάστανο, ίσως επειδή αυτά τα χειροκρόταλα μοιάζουν με κάστανα]

(δ) Υπάρχει και η καστάνια (μηχανολογικός όρος):

(ε) και η καστανιά,  το σκεύος μεταφοράς φαγητού, που αντικατέστησε το τάπερ. Η παλιά ήταν από αλουμίνιο και το καπάκι της έφερε λάστιχο, για στεγανοποίηση, και κλείδωνε με τρία «μανταλάκια». Η εργατιά κάθε πρωί με αυτό μετέφερε το φαγητό στο τόπο εργασίας.

 Φουντούκι: (α) «Λεφτοκάρε» ποντιακά (β) Και η Μερέντα Παυλίδη έχει ως πρώτη ύλη το φουντούκι.  

 Αμύγδαλο: Από την Βενετική mandola ίσως και το μαντολίνο που έχει σχήμα αμυγδάλου (ο Μπαμπινιώτης διαφωνεί).

 Αιγινίτικο φιστίκι: (α) Στα περίφημα νεανικά πάρτι της δεκαετίας του ’50 και του ’60 το χύμα βερμούτ συνοδευόταν από φιστίκια, όχι όμως τα ακριβά Αιγινίτικα αλλά τα φτηνά αράπικα. Τα αιγινίτικα πωλούνταν στα περίπτερα σε μασούρια από σελοφάν (απλησίαστα αλλά νοστιμότατα τα άτιμα…). (β) Καθότι λάτρης των γλυκών αλλά τεμπέλης στην ζαχαροπλαστική, έμαθα μια απλούστατη, πολίτικη συνταγή για μπακλαβά με αιγινίτικο φιστίκι, που  ανάρτησα στο ιστολόγιό μου:
Φοίνικες: Παλαιότερα, στις εθνικές εορτές, οι είσοδοι των σχολείων, δημοτικών και γυμνασίων, στολίζονταν εκατέρωθεν με δυο φύλλα φοίνικα, που στερεώνονταν όρθια. 

Τζίτζιφα: Δυστυχώς απουσιάζουν από  ως άνω λεκτικό οπωρώνα. Και πώς να μην απουσιάζουν αφού σήμερα δεν τα ξέρει κανείς. Κάποτε όμως δεν ήταν έτσι.  Πολλές αυλές είχαν την τζιτζιφιά τους, όπως η δική μας. Κάθε άνοιξη απολάμβανα το λεπτό άρωμα από τα ανθάκια τους. Ύστερα έβλεπα τον πράσινο σκληρό καρπό, σαν ελιά, με τσιτωμένη φλούδα, που ωριμάζοντας κιτρίνιζε, μαλάκωνε και η λεπτή φλούδα ζάρωνε. Τότε τον έτρωγα, φτύνοντας μακριά το μακρόστενο κουκούτσι. Σήμερα διασώζεται μόνο ως τοπωνύμιο, Τζιτζιφιές, στο Νέο Φάληρο, αν και πολύ αμφιβάλλω αν είναι γνωστό στους νεότερους.   

Posted in Αναπληροφόρηση, Διαφημίσεις, Εκδηλώσεις, Παρουσίαση βιβλίου, Περιαυτομπλογκίες | Με ετικέτα: , , , , | 94 Σχόλια »

Το πανάρχαιο φρούτο

Posted by sarant στο 30 Οκτωβρίου, 2013

Όπως σας έχω πει ίσαμε εξηνταπέντε φορές, σήμερα στις 6 το απόγευμα, στον Ιανό, γίνεται η παρουσίαση του βιβλίου μου «Οπωροφόρες λέξεις» (εκδόσεις Κλειδάριθμος). Θα μιλήσουν ο συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου (που έχει γράψει και τα Οπωροφόρα της Αθήνας) και ο επιμελητής του βιβλίου Δημοσθένης Κερασίδης, που έχει γράψει και μια πολύ τιμητική κριτική του βιβλίου. Θα είμαι κι εγώ και μάλιστα θα διαβάσω και κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο.

Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από άρθρα που έβαζα στο ιστολόγιο κατά καιρούς -που βέβαια τα ξαναδούλεψα πολύ ενόψει της έκδοσης, επωφελούμενος και από τα δικά σας σχόλια και τις διορθώσεις. Ωστόσο, όταν πήρα πια την απόφαση να βγει βιβλίο, διαπίστωσα ότι έπρεπε να γράψω και άλλα άρθρα, πέρα από αυτά που είχαν δημοσιευτεί στο ιστολόγιο, έτσι που να καλύπτεται όλο το φάσμα των οπωρικών και των ξηρών καρπών. Σήμερα λοιπόν, με την ευκαιρία της παρουσίασης, αναδημοσιεύω εδώ ένα από αυτά τα φρέσκα άρθρα, για να γίνει και η αντίστροφη πορεία, όχι από το ιστολόγιο στο βιβλίο αλλά και από το βιβλίο στο ιστολόγιο.

Το πανάρχαιο φρούτο

 

Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται
τη συννεφιά του κόσμου;

                                    Οδυσσέας Ελύτης, Η τρελή ροδιά

 

Pomegranate02_editΜερικά φρούτα ήρθαν στα μέρη μας τους τελευταίους μόνο αιώνες, χάρη στην πρόοδο των συγκοινωνιών, άλλα τα έφεραν από τον Νέο Κόσμο μετά το ταξίδι του Κολόμβου, άλλα έφτασαν στους βυζαντινούς ή τους ελληνιστικούς καιρούς, μερικά όμως ήταν «πάντοτε» εδώ· το πάντοτε να μην το πάρουμε τοις μετρητοίς, αλλά πάντως από πολύ παλιά. Ένα τέτοιο πανάρχαιο φρούτο, που είχε περάσει στο περιθώριο, αν και τα τελευταία χρόνια έχει τραβήξει και πάλι το ενδιαφέρον, είναι το ρόδι.

Το ρόδι βγαίνει απ’ τη ροδιά (Punica granatum), αλλά και η ροδιά βγαίνει, ετυμολογικά εννοώ, από το ρόδι. Εξηγούμαι. Οι αρχαίοι, το δέντρο το έλεγαν ροιά, και το ρόδι ήταν ρόα. Από το υποκοριστικό, ροΐδιον, που είναι της ελληνιστικής εποχής, βγήκε αργότερα ο τύπος ρόιδι, και ρόιδο, και σήμερα ρόδι. Από το νεότερο ρόδι, ονομάστηκε ξανά το δέντρο σε ροδιά. Στην Κύπρο τη λένε και ροβιά. Η ροδιά είναι από τα οπωροφόρα δέντρα που απαντούν στον Όμηρο: Όγχναι (αχλαδιές) και ροιαί και μηλέαι αγλαόκαρποι (Οδύσσεια, η 114). Πριν προχωρήσω, να διευκρινίσω ότι επιστημονικά η ροδιά θεωρείται θάμνος και όχι δέντρο –αλλά ασφαλώς αυτό ενδιαφέρει περισσότερο τους βοτανολόγους. Για την ετυμολογία της λέξης δεν υπάρχει ομοφωνία, αλλά τα λεξικά προκρίνουν την σύνδεση με το ρήμα ρέω, πιθανώς λόγω των καθαρτικών ιδιοτήτων του ροδιού.

Στην αρχαιότητα υπήρχε και μια άλλη ελληνική λέξη για τη ροδιά, σίδη ή σίδα, όπως την έλεγαν οι Βοιωτοί αλλά και οι Κρήτες. Υπάρχει κι ένα γουστόζικο ανέκδοτο στον Αθήναιο, μια εποχή που Αθηναίοι και Θηβαίοι φιλονικούσαν σε ποιον ανήκει μια περιοχή, που λεγόταν Σίδαι. Ο Επαμεινώνδας λοιπόν έβγαλε από τον κόρφο του ένα ρόδι και ρώτησε τους Αθηναίους, πώς το λένε. Ρόαν, του απάντησαν. Αλλ’ ημείς σίδαν, απάντησε εκείνος και νίκησε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 77 Σχόλια »