Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Ο βενετσιάνικος καθρέφτης’

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 8 (τέλος)

Posted by sarant στο 2 Σεπτεμβρίου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η σημερινή συνέχεια είναι η όγδοη και τελευταία. Η προηγούμενη, έβδομη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό. Mαθαίνουν ότι η Ματίνα έπαθε σοκ ενώ κοίταζε παλιές φωτογραφίες ανταρτών από το αρχείο των οικοδεσποτών της, ενώ επίσης μαθαίνουν ότι υπήρξε ένας προδότης στην ομάδα των ανταρτών που έδρασε στο χωριό στην τελευταία φάση των εκκαθαρίσεων το 1949.

Σήμερα έχουμε το τέλος του διηγήματος.

 

ΠΕΝΤΕ

Το πρωί, κατά τις εννέα, αφού πήραμε όλοι μαζί το πρωινό μας, αποχαιρετήσαμε τους οικοδεσπότες μας, τους ευχαρίστησα εκ μέρους του Συλλόγου μας για τη φιλοξενία τους και υποσχέθηκα να στείλουμε σύντομα άλλο συνεργείο να ολοκληρώσει την καταγραφή των αρχείων. Με την Αναστασία πήραμε τη Ματίνα και φύγαμε. Το αυτοκίνητο της Ματίνας ήταν μικρό αλλά με δυνατή μηχανή, καινούργια λάστιχα και αξιόπιστα φρένα. Εξοικειώθηκα με την πρώτη στο χειρισμό του. Είπα στην Αναστασία να καθίσει δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, αλλά εκείνη ζήτησε να καθίσει μαζί με τη Ματίνα στις πίσω θέσεις. Την έβλεπα από το καθρεφτάκι του οδηγού να την φροντίζει με αληθινή τρυφερότητα.

Η Ματίνα δεν είχε αλλάξει ούτε στάση ούτε έκφραση. Αφηνόταν στις φροντίδες μας χωρίς καμιά αντίδραση Τις κουβέντες που έκανα με την Αναστασία σα να μην τις άκουγε, αλλά όπως είχα παρατηρήσει χτες και όπως με διαβεβαίωσε ο γιατρός, η ακοή της ήταν περίφημη. Όταν σε μιαν ισόπεδη διασταύρωση με το τρένο σταθήκαμε περιμένοντας τον συρμό, παρατήρησα πως όταν άκουσε το σφύριγμά του στράφηκε αμέσως προς το μέρος από όπου ακούστηκε και όταν πέρασε μπροστά μας, τα μάτια της το παρακολούθησαν ώσπου χάθηκε.

Η Αναστασία, χωρίς να πάψει να έχει στο νου της τη Ματίνα, μιλούσε συνεχώς. Ίσως από αντίδραση στην κατάθλιψη που ένοιωσε μ΄ αυτό που έγινε, ίσως γιατί ενδόμυχα χαιρόταν που θα γύριζε στην Αθήνα και την παρέα της, κελαηδούσε ασταμάτητα. Και σε μένα έκανε καλό ν΄ακούω τη φωνή της και τα όσα έλεγε.

«Που λέτε κύριε Δημήτρη, τόσον καιρό στο Σύλλογο, δεν είχα καταλάβει πόσο σπουδαία γυναίκα είναι η Ματίνα. Στη διαδρομή που ερχόμαστε, αλλά και στο χωριό την κατάλαβα. Με περνάει τόσα χρόνια, που θα μπορούσε να ήταν όχι μάνα μου αλλά και γιαγιά μου κι όμως σε πολλά σημεία είναι πιο νέα από μένα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , | 98 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 7

Posted by sarant στο 18 Αυγούστου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έβδομη. Η προηγούμενη, έκτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό. Mαθαίνουν ότι η Ματίνα έπαθε σοκ ενώ κοίταζε παλιές φωτογραφίες ανταρτών από το αρχείο των οικοδεσποτών της.

Σήμερα ολοκληρώνουμε το τέταρτο κεφάλαιο. Ακολουθεί το πέμπτο και τελευταίο -σήμερα λοιπόν έχουμε την προτελευταία συνέχεια.

Η συζήτηση με τον οικοδεσπότη μας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά εγώ ήθελα να μάθω τι απέγινε ο γιος του. Δίσταζα όμως να τον ρωτήσω. Σα να μάντεψε τις σκέψεις μου, μου είπε τη συνέχεια

«Το χωριό μας ήταν έδρα τάγματος της 54ης Ταξιαρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Τώρα, μεταξύ μας, τι τα θέλανε αυτά; Πήγαν να φτιάξουν κανονικό στρατό χωρίς να διαθέτουν αξιωματικούς. Τους έμπειρους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ, οι ίδιοι τους έστειλαν να τεθούν στη διάθεση του Στρατού κι αυτοί τους εξόρισαν στη Νάξο, απ΄ όπου μια χούφτα μόνο δραπέτευσαν, με τον συνταγματάρχη Κούκουρα επικεφαλής  και κατάφεραν και βγήκαν στο βουνό. Οι άλλοι μείνανε στη Νάξο και μετά τους έστειλαν στη Μακρόνησο. Ο Βλάσης μου δεν ήταν της Σχολής Ευελπίδων, ούτε είχε κάνει αξιωματικός στον παλιό στρατό. Ήταν άλλωστε πολύ μικρός τότε. Είχε όμως πολεμήσει στον ΕΛΑΣ και με πρόταση της διοικήσεως της Μεραρχίας πήγε στη Σχολή Αξιωματικών, η οποία λειτουργούσε στο κοντινό χωριό, το Μοναστήρι, και ονομάστηκε ανθυπολοχαγός.

»Είχα την τύχη να γνωρίσω τον διοικητή της Σχολής, τον Κώστα τον Κανελλόπουλο, ένα πραγματικό παλικάρι. Ήταν υπολοχαγός του Στρατού, πολέμησε στην Αλβανία, συνέχισε με τον ΕΛΑΣ και κατόπιν με τον Δημοκρατικό Στρατό. Τέρας μορφώσεως, πολύ ζεστός άνθρωπος  και ταυτόχρονα πολύ διορατικός και οξύνους. Όπως μου είχε εκμυστηρευθεί, όταν μετά τη Βάρκιζα άρχισαν οι διωγμοί των Χιτών κατά των αριστερών είχε προτείνει στην ηγεσία της Αριστεράς στην Πελοπόννησο να οργανώσουν ένα είδος Αυτοάμυνας, όχι απέναντι της Χωροφυλακής και του Στρατού, αλλά εναντίον των παρακρατικών. Είχε προτείνει τότε να απευθύνουν τελεσίγραφο προς τους Χίτες: «Έναν δικό μας σκοτώνετε; Δύο δικούς σας θα σκοτώνουμε εμείς. Έναν πιάνετε και φυλακίζετε; Δύο θα πιάνουμε ομήρους εμείς». Δυστυχώς η τότε ηγεσία είχε αυταπάτες για ομαλές εξελίξεις και απέρριψε την εισήγησή του ως εξτρεμιστική. Αυτά έγιναν το 1946. Ύστερα τον έστειλαν στο Μπούλκες, από όπου επανήλθε με τον Γκιουζέλη και το επιτελείο του. Στην αρχή ήταν επιτελάρχης της Μεραρχίας αλλά, μετά την αποτυχία των επιθέσεων κατά της Δημητσάνας και της Ζαχάρως, ο Γκιουζέλης τον υποβίβασε, αναθέτοντας του τη Διοίκηση της Σχολής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , , , | 123 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 6

Posted by sarant στο 4 Αυγούστου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έκτη. Η προηγούμενη, πέμπτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό. Mαθαίνουν ότι η Ματίνα έπαθε σοκ ενώ κοίταζε παλιές φωτογραφίες ανταρτών από το αρχείο των οικοδεσποτών της.

Σήμερα μπαίνουμε στο τέταρτο κεφάλαιο, που και αυτό θα το χωρίσω σε δυο συνέχεις. Ακολουθεί το πέμπτο και τελευταίο.

4

Την επομένη, ειδοποιημένος από τον κύριο Στάθη, ήρθε ξανά να μας δει ο γιατρός. Ήταν περίπου τριανταπέντε χρονών, τέλειωνε το αγροτικό του και έλπιζε να διοριστεί στο Κέντρο Υγείας της Βυτίνας.

«Τι να σας πω. Εγώ είμαι γενικός παθολόγος και παρόμοιο περιστατικό δεν έχω ξανασυναντήσει. Κλινικώς δεν παρουσιάζει καμία βλάβη. Είμαι δε βέβαιος πως βλέπει και ακούει περίφημα. Μόνο που δεν συμμετέχει σε τίποτα. Δέχθηκε τις εξετάσεις που της έκανα, χωρίς καμιά αντίδραση, αλλά και χωρίς καμιά δικιά της ανταπόκριση. Φοβάμαι πως αντιμετωπίζουμε περίπτωση βαριάς αντιδραστικής κατάθλιψης ή κάποια σοβαρή μορφή καταληψίας. Μήπως θα έπρεπε να την πάμε μερικές μέρες στο νοσοκομείο της Τρίπολης, να την παρακολουθήσουν νευρολόγοι ή ψυχίατροι, που δε διαθέτει το Κέντρο Υγείας;»

«Νομίζω πως είναι καλύτερα να τη μεταφέρουμε στην Αθήνα, όπου και καλύτερη περίθαλψη θα έχει και κοντά στους δικούς της θα βρίσκεται».

«Μου φαίνεται πως έχετε δίκιο. Πάντως μπορεί να ταξιδέψει και τέσσερις και πέντε ώρες, χωρίς κίνδυνο».

Το τελευταίο εικοσιτετράωρο στη Δροσοπηγή το περάσαμε με την Αναστασία εξετάζοντας τις φωτογραφίες και κάποια σχετικά μ΄ αυτές έγγραφα, που ανακαλύψαμε στο αρχείο. Για ολοκλήρωση της μελέτης του αρχείου και καταγραφής του δεν γινόταν φυσικά λόγος. Για την ώρα περιοριστήκαμε να ταχτοποιήσουμε φωτογραφίες και έγγραφα, χωρίσαμε όσα είχαν ψηφιοποιηθεί και αποθηκευθεί στο σκληρό δίσκο του φορητού υπολογιστή και στην ψηφιακή κάμερα, από όσα μέναν αθησαύριστα. Ίσως να έρχονταν αργότερα κάποιοι άλλοι από το Σύλλογο για να την συμπληρώσουν την καταγραφή.

 

Η Δροσοπηγή ήταν έδρα τάγματος της 54ης Ταξιαρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Κώστας είχε βαθμό υπολοχαγού και διοικούσε μια διλοχία και ο Βλάσης ήταν ανθυπολοχαγός και υποδιοικητής. Σε ένα έγγραφο, που είχε τον χαρακτηρισμό «απόρρητο», μια παράγραφός του μου έκανε εντύπωση, όπως θα έκανε εντύπωση και σε κάποιον άλλον που τη διάβασε πριν από μένα, γιατί ήταν υπογραμμισμένη με κόκκινο μολύβι:

«Χρειάζεται ιδιαίτερη επαγρύπνηση, αναφορικά με τους επιστρατευόμενους αλλά ακόμη περισσότερη με τους εθελοντές ή τους αυτόμολους. Πληροφορίες από άλλες μονάδες αναφέρουν περιπτώσεις ατόμων, που παρουσιάστηκαν σαν εθελοντές ή αυτόμολοι, στην πραγματικότητα όμως ήταν κατάσκοποι ή πράκτορες των Μ/Φ».

Η τελευταία συντομογραφία σήμαινε βεβαίως «μοναρχοφασιστών». Αναλόγως στην άλλη πλευρά για τους αντάρτες χρησιμοποιούσαν τη συντομογραφία Κ/Σ, δηλαδή «κομμουνιστοσυμμορίται». Όπως γράφει κάποιος ιστορικός της εποχής, ο πόλεμος γινόταν με συντομογραφίες.

Ξεφύλλισα και το μικρό τεφτεράκι, όπου κατέγραφε, δίκην ημερολογίου, τις σκέψεις του ο Βλάσης. Σε ένα σημείο του διάβασα.

Μυστήριος μου φαίνεται ο καινούργιος μαχητής. Όλο ρωτά για πρόσωπα και πράματα. Όταν δεν έχει υπηρεσία, όλο κινείται. Άλλοτε τριγυρίζει στα γραφεία κι άλλοτε φέρνει γύρα το χωριό, σαν κάτι ή κάποιον να αναζητά. Ενημέρωσα τη Διοίκηση και είπα στον Ηλία και το Δημητρό να μην τον χάνουν από τα μάτια τους. Ο Κώστας όμως με διαβεβαιώνει πως πρέπει να είναι εντάξει. Τον ξέρει από την Κατοχή. Εδώ που τα λέμε, παρά τις επιφυλάξεις μου, και σε μένα δεν έχει κάνει άσκημη εντύπωση. Είναι πειθαρχικός, πρόθυμος, εύθυμος, ξέρει ένα σωρό τραγούδια του αγώνα και έχει ωραία φωνή.

Στα διαλείμματα κουβέντιαζα με τους οικοδεσπότες μας. Είχαν πάρει ενεργό μέρος στην Αντίσταση και υπέφεραν στον Εμφύλιο κατά τον οποίο φυλακίστηκε ο Στάθης και λεηλατήθηκε το σπίτι τους. Γλίτωσαν χάρη στις γνωριμίες του πεθερού του, του στρατηγού. Με κάποια έκπληξη διαπίστωσα πως και οι τρεις οικοδεσπότες μας ζούσαν σε μια κατάσταση ψευδαισθήσεων. Γι΄ αυτούς ο αγώνας, που ξεκίνησε από την Αντίσταση και συνεχίστηκε με τον Εμφύλιο, δεν έχει τελειώσει. Τον συνεχίζουν κάποιοι, μεταξύ των οποίων ο Βλάσης, που γι΄ αυτούς εξακολουθεί να ζει, κάπου στην Κούβα ή στη Λατινική Αμερική. Και αυτές τις ψευδαισθήσεις τις διατηρούσε όχι μόνο η κυρία Ουρανία, που οπωσδήποτε από χρόνια τώρα ζει αποτραβηγμένη στον κόσμο της, αλλά και η πρακτική και ρεαλίστρια Παρασκευή, ακόμα και ο κύριος Στάθης κι ας βεβαίωνε πως ήταν αθεράπευτα ορθολογιστής. Όπως μου είπε σε μια από αυτές τις συζητήσεις:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εθνική αντίσταση, Εμφύλιος, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , | 111 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 5

Posted by sarant στο 21 Ιουλίου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η σημερινή συνέχεια είναι η πέμπτη. Η προηγούμενη, τέταρτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό.

Bρισκόμαστε στο τρίτο κεφάλαιο όπου ο αφηγητής επισκέπτεται την Αρκαδία και το σπίτι όπου φιλοξενείται η άρρωστη Ματίνα. Γνωρίζονται με την Αναστασία, τη νεαρή συνεργάτρια της Ματίνας, και τους γηραιούς οικοδεσπότες, τον Στάθη και την Ουρανία.

Καθώς συζητούσαμε με την Αναστασία ήρθε και ο οικοδεσπότης. Σηκώθηκα να τον χαιρετίσω. Ήταν ένας ψηλός ξερακιανός γέρος, ευθυτενής, με ζωηρό βλέμμα, που δεν πρόδιδε τα χρόνια του, γιατί υπολόγισα πως θα πλησίαζε τα ενενήντα.

«Έχω ακούσει για σας και για την προσπάθεια που κάνετε με τον Σύλλογό σας, για να διασωθεί η ιστορική μνήμη. Η καημένη η Ματίνα με ενημέρωσε πλήρως».

Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα μου. Είχε διάθεση για κουβέντα.

«Δεν ξέρετε πόσο καλό μάς έκανε η παρουσία της Ματίνας και της Αναστασίας στο σπίτι μας. Τα τελευταία χρόνια μένουμε μονάχα οι τρεις μας η Ουρανία, η Παρασκευή κι εγώ. Τρεις κούκοι, τρεις γέροι κούκοι για την ακρίβεια. Η επίσκεψή τους μας έκανε πολύ καλό, γιατί δεν ήταν μονάχα η παρουσία νέων ανθρώπων, ήταν η ζωντάνια και η ανοιχτή καρδιά τους. Σας λέω, ξαναζωντανέψαμε. Και δεν ήταν μόνο η παρουσία τους, ήταν και το αντικείμενο της επίσκεψης τους. Εμείς όλα αυτά τα ντοκουμέντα και τις φωτογραφίες τα φυλάγαμε τόσα χρόνια τώρα ως κόρην οφθαλμού. Όχι μόνο σαν αγαπημένα ενθύμια, πιο πολύ σαν ιερά κειμήλια. Είναι βλέπετε ό,τι χειροπιαστό μας έμεινε από μιαν αξέχαστη περίοδο της ζωής μας. Κάποιοι συγχωριανοί μου φιλοδοξούν να φτιάσουν κάποτε μουσείο της εποχής εκείνης και να τα βάλουν εκεί. Γι΄ αυτό και στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον κύριο πρόεδρο του Συλλόγου σας, του τόνισα πως δε θα ήθελα να τα αποχωριστώ, αλλά προθύμως να τα θέσω στη διάθεσή σας εδώ, επί τόπου. Έτσι, ήρθαν οι καλές αυτές κοπέλες. Και τώρα να τύχει αυτό το ακατανόητο».

Τον μονόλογό του διέκοψε η εμφάνιση της γυναίκας του. Ήταν μια αδύνατη, μάλλον μικροκαμωμένη γριούλα, που εντούτοις στο ρυτιδωμένο πρόσωπό της διασώζονταν ίχνη παλιάς ομορφιάς. Συμπέρανα πως στα νιάτα της θα πρέπει να ήταν καλλονή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εθνική αντίσταση, Εμφύλιος, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , | 74 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 4

Posted by sarant στο 7 Ιουλίου, 2020

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η προηγούμενη, τρίτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό.

Αφού κάναμε κάποιες αναδρομές στο παρελθόν, σήμερα περνάμε στο τρίτο κεφάλαιο όπου ο αφηγητής επισκέπτεται την Αρκαδία και το σπίτι όπου φιλοξενείται η άρρωστη Ματίνα. Και αυτό το κεφάλαιο είναι μεγάλο, οπότε το χωρίζουμε σε δύο μέρη.

Την Παρασκευή το μεσημέρι, αφού έφαγα κάτι ελαφρό και πήρα μαζί μου τα σάντουιτς και το θερμός με τον καφέ, που μου ετοίμασε η Κική, πήγα στην αφετηρία των υπεραστικών  λεωφορείων Πελοποννήσου, στη λεωφόρο Κηφισού και βρήκα θέση στο λεωφορείο που έφευγε στις δύο. Η διαδρομή δεν ήταν κουραστική, μάλλον ευχάριστη, αν εξαιρέσεις την άθλια μουσική που ακουγόταν συνεχώς από το μεγάφωνο του λεωφορείου. Τα καινούργια λεωφορεία των ΚΤΕΛ είναι πολύ άνετα και οι δρόμοι, τουλάχιστον ώς την Τρίπολη, καλοφτιαγμένοι.

Σε όλη τη διαδρομή συλλογιζόμουνα τι μπορεί να έπαθε η Ματίνα. Ο γιατρός απέκλεισε το εγκεφαλικό, αλλά μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σ’ έναν νεαρό που κάνει το αγροτικό του; Να έπαθε ξαφνικά άνοια; Δεν ήξερα αν αυτό το παθαίνει κανείς απότομα ή είναι αποτέλεσμα βραδείας εξέλιξης. Πίστευα πως συνήθως το δεύτερο συμβαίνει. Και το μόνο που δε θα μπορούσα να φανταστώ ήταν να πάθει άνοια η Ματίνα. Θυμήθηκα τις συζητήσεις που είχαμε τα τελευταία χρόνια.

«Τι τα θες» μου είχε πει μια φορά, «δε θα μπορέσω ποτέ να συμβιβαστώ με όσα γίνονται γύρω μας. Όσο δούλευα, οι απαιτήσεις της δουλειάς και οι άλλες δραστηριότητές μου, με απορροφούσαν και δεν έδινα σημασία στα εκφυλιστικά φαινόμενα, που πάνε να κυριαρχήσουν στην κοινωνία μας. Δεν είμαι γκρινιάρα λόγω ηλικίας, σαν κάποιους συνομηλίκους μας, που επικρίνουν τη νεολαία για το φέρσιμο, το ντύσιμο ή τη φρασεολογία της. Όχι, αυτά τα καταλαβαίνω και τα αποδέχομαι. Άλλωστε στον καιρό μας κάπως ανάλογα φερνόμασταν κι εμείς. Εκείνο που με στεναχωρεί είναι η φυγοπονία και ο ευδαιμονισμός που έχουν κυριεύσει τους νέους. Φοβάμαι πως αυτό εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους.

»Στο Σύλλογο πάλι η αναδρομή στα αρχεία και τα ντοκουμέντα εκείνης της εποχής, από τη μια με αναζωογονεί –είναι κάτι που μ’ αρέσει– κι από την άλλη με πικραίνει. Δε σου κρύβω πως ώρες ώρες σκέφτομαι “τι θες και τα ανασκαλεύεις; Καλύτερα να τα ξεχάσουμε. Ποιόν ενδιαφέρουν τώρα πια οι ήρωες και οι εξάρσεις;” Ύστερα όμως θυμάμαι τα μάτια του Κώστα, όταν με αποχαιρετούσε, θυμάμαι τη ζωντάνια και το κέφι όλων αυτών των παιδιών που χάθηκαν και λέω πως δεν είναι δυνατό, δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχάσουμε. Αν ξεχάσουμε αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους, θα είναι σαn να σκοτώθηκαν για δεύτερη φορά. Δεν είναι κρίμα; Γι’ αυτό κάποτε σκέφτηκα ν’ ασχοληθώ με το γράψιμο. Είναι ένα είδος φυγής. Νιώθω να πνίγομαι έτσι που ζω. Είναι κάτι που δεν το αντέχω. Και συ μου λες πως είμαι μια χαρά βολεμένη…»

Και το πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση τέτοιας θλίψης, που πάντα θα τη θυμάμαι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , | 142 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 2

Posted by sarant στο 9 Ιουνίου, 2020

Από την προπερασμένη Τρίτη άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η προηγούμενη, πρώτη συνέχεια είναι εδώ.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου νοσηλεύεται.

Σήμερα περνάμε στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου η δράση δεν προχωρεί, αλλά ο αφηγητής θυμάται συζητήσεις, στις οποίες είχε πάρει μέρος και η Ματίνα, για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, που τότε ήταν νωπή η κατάρρευση/ανατροπή του.

Το κεφάλαιο αυτό είναι μεγάλο κι έτσι το διαίρεσα σε δύο τμήματα.

 

2

Αυτά γίνανε Τετάρτη και επειδή την επομένη είχαμε το «παρά-ΚΑΠΗ», όπως λέει χωρατεύοντας ο Μιχάλης τις τακτικές εβδομαδιαίες συνάξεις μας στην «Αίγλη» του Ζαππείου, αποφάσισα να φύγω την Παρασκευή. Είχα σκεφτεί να πάω με το αμάξι μου, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Κικής, που φρονεί πως είμαι πολύ μεγάλος πια, για να οδηγώ πολλές ώρες και σε άγνωστες διαδρομές. Έδωσα μια ψευτομάχη και φυσικά, τελικά υποχώρησα, για τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι το απόφθεγμα του Μιχάλη, που το έχω ενστερνιστεί: «Ο έξυπνος σύζυγος κάνει πάντα, και με απολύτως ελεύθερη βούληση, αυτό που θέλει η γυναίκα του». Ο δεύτερος είναι πως όντως με κουράζει η πολύωρη οδήγηση. Και ο τρίτος και κυριότερος, η σκέψη πως δεν ήξερα αν η Αναστασία οδηγούσε και θα μπορούσε να φέρει πίσω το αμάξι της Ματίνας, μια και η τελευταία δε θα πρέπει να ήταν σε θέση να οδηγήσει.

Στη συζήτηση που είχαμε στην «Αίγλη» οι οχτώ φίλοι, θυμηθήκαμε πολλά σχετικά με τη Ματίνα. Η εικασία του Γιάννη, πως πρόκειται για κάτι το ψυχολογικό, απορρίφθηκε γιατί όλοι συμφωνήσαμε πως είναι μια χαρά βολεμένη. Έχει δικό της σπίτι στη Νέα Σμύρνη, ένα εξοχικό από κοινού με την αδερφή της στο Δήλεσι και παίρνει καλή σύνταξη. Δεν της λείπει τίποτα κι ας μην έκανε δική της οικογένεια.

Εκείνη την ώρα συμφώνησα κι εγώ πως δεν πρέπει να είναι ψυχολογική η αιτία, αλλά όταν το ξανασκέφτηκα άρχισα να έχω αμφιβολίες. Και σε μένα είχε διηγηθεί αρκετά από τη ζωή της η Ματίνα, καθώς είμαι από τους πιο παλιούς και στενούς φίλους της. Παρά τη ζωηράδα, τη ζωντάνια, την ενεργητικότητά και γενικώς την ιλαρή διάθεσή της, είχα διαγνώσει πως πίσω από την όψη αυτή κρυβόταν μια βαθιά μελαγχολία και απογοήτευση, που πάντα μου έκανε εντύπωση. Και αυτό το είχα παρατηρήσει πολύ πριν το ’89. Πολλές φορές μου έλεγε:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος, Κομμουνιστικό κίνημα | Με ετικέτα: , | 58 Σχόλια »

Ο βενετσιάνικος καθρέφτης (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 26 Μαΐου, 2020

Τους αμέσως προηγούμενους μήνες δημοσίευσα στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τις δύο πρώτες νουβέλες από το βιβλίο «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Σήμερα αρχίζω να δημοσιεύω την τρίτη νουβέλα, που ο τίτλος της είναι ίδιος με τον τίτλο του βιβλίου: Ο βενετσιάνικος καθρέφτης. Θα ολοκληρωθεί, όπως λογαριάζω, σε 5-6 συνεχειες.

Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995 και έχει επίσης αυτοβιογραφικό χρώμα, αφού ο πατέρας μου πράγματι μετά την συνταξιοδότησή του αφιέρωνε πολύ χρόνο στην ΕΔΙΑ, Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος και μέλος του Δ.Σ., με πρόεδρο τον επίσης αείμνηστο Βαρδή Βαρδινογιάννη.

Το διήγημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη της αγωνίστριας Άννας Τεριακή-Σολωμού

 

1

Η είδηση πως η Ματίνα έπαθε κάτι σοβαρό –είπανε εγκεφαλικό ή αμνησία ή κάτι παρόμοιο– έπεσε στην παρέα μας σαν κεραυνός. Ήταν το μόνο που δεν περιμέναμε ν’ ακούσουμε, για τη Ματίνα εννοείται, γιατί πολλοί άλλοι φίλοι μας έχουν πάθει όχι μόνο εγκεφαλικά επεισόδια, αλλά πολύ χειρότερα συμβάντα και κάποιοι έχουν αποδημήσει οριστικά και αμετάκλητα. Ώρες ώρες, στις ταχτικές εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις μας, παρομοιάζω την παρέα μας με στρατιωτική μονάδα αποδεκατισμένη από τη μάχη της ζωής. Παρόντες οχτώ, απόντες έντεκα: έξι νεκροί τρεις τραυματίες (ένας κατάκοιτος, δύο με ημιπληγία) και δύο αιχμάλωτοι (σε οίκο ευγηρίας).

Η Ματίνα όμως; Αδύνατο να το χωρέσει ο νους μας. Μ’ όλο που πέρασε τα εξηνταπέντε, εξακολουθεί να έχει μια ζωτικότητα που καταπλήσσει. Πάντοτε με μυαλό  ζωντανό και πνεύμα σπινθηροβόλο. Έχει κρατήσει όλη τη φλόγα εκείνης της γενιάς, τη ζωντάνια και το κέφι της. Η «αειθαλής επονίτισσα», έτσι τη λέγαμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος | Με ετικέτα: , , , | 96 Σχόλια »

Νύχτα αγρύπνιας (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 5 (τέλος)

Posted by sarant στο 12 Μαΐου, 2020

Πριν από δυο μήνες άρχισα, κόντρα στην επικαιρότητα, να δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Νύχτα αγρύπνιας» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, το δεύτερο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Κανονικά οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη. H προηγούμενη τέταρτη συνέχεια βρίσκεται εδώ.

Ο αφηγητής, ο πατέρας μου, με δυο συναδέλφους του μηχανικούς της ΑΤΕ, έχουν ξεκινήσει για επαγγελματικό ταξίδι στην Αρκαδία. Η δράση εκτυλίσσεται το 1985. Σήμερα το διήγημα τελειώνει με το τέταρτο κεφάλαιο. Θυμίζω ότι οι οι τρεις φίλοι αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα στο καφενείο ενός μικρού χωριού και, για να περάσει η ώρα, έλεγαν ιστορίες με φαντάσματα και στη συνέχεια συζήτησαν για τον εμφύλιο στην Πελοπόννησο. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε κι ένας παράξενος γεράκος.

4

Το πρωί της άλλης μέρας ξυπνήσαμε κι οι τρεις πιασμένοι. Όσο κοιμόμασταν τα κούτσουρα στη σόμπα είχαν καεί και από το κρύο είχαμε γίνει σαν αρχαία αγάλματα. Θυμήθηκα τον νυχτερινό τρελόγερο αλλά κοιτάζοντας γύρω δεν τον είδα πουθενά. Θα πήγε σπίτι του να κοιμηθεί, συμπέρανα. Ο καφετζής, που αποδείχτηκε πως την έβγαλε πολύ ωραία σκεπασμένος με μια βελέντζα σ’ ένα ντιβάνι, στο πίσω μέρος του μαγαζιού, άναψε τη σόμπα και μας έφτιαξε τσάι του βουνού, που μας το σέρβιρε με μέλι, παξιμάδια, ελιές και τυρί φέτα. Το ζεστό ποτό μας συνέφερε κάπως.

«Πώς τη βγάλατε;» μας ρώτησε γελαστός.

«Πώς ήθελες να τη βγάλουμε; Σπαρτιάτικα» του απάντησε κακόκεφα ο Γιάννης.

«Θα τη θυμάμαι αυτή τη νύχτα στην Ασφάκα» είπε ο Ουμβέρτος.

Εκείνη την ώρα μπήκε κι ο νταλικέρης, φρέσκος φρέσκος και κεφάτος.

«Καλημερίζω την παρέα» μάς λέει και κάθισε στη σόμπα. «Φτιάξε μου ένα διπλό καφέ με ολίγη» παράγγειλε.

Θυμήθηκα τότε πως ο γέρος είχε μπει μόλις έφυγε ο νταλικέρης.

«Εκείνος ο γέρος, πού να πήγε; Φαίνεται πως έφυγε την ώρα που κοιμόμουνα. Αλήθεια, ντόπιος είναι;» ρώτησα τον καφετζή

«Ποιος γέρος;» απόρησε αυτός.

«Εκείνος ο κοντός, που μπήκε μόλις βγήκε το παλικάρι από δω» του λέω δείχνοντας τον οδηγό.

«Δεν καταλαβαίνω, δεν μπήκε κανένας. Είδες εσύ κανένα γέρο να μπαίνει την ώρα που έβγαινες;» ρώτησε τον νταλικέρη.

«Ψυχή δεν είδα. Όταν ανέβηκα στην καμπίνα όλο το χωριό κοιμόταν. Τα σπίτια ήταν κατασκότεινα».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: | 38 Σχόλια »

Νύχτα αγρύπνιας (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 4

Posted by sarant στο 28 Απριλίου, 2020

Πριν από ένα μήνα άρχισα, κόντρα στην επικαιρότητα, να δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Νύχτα αγρύπνιας» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, το δεύτερο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Κανονικά οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη. H προηγούμενη τρίτη συνέχεια βρίσκεται εδώ.

Ο αφηγητής, ο πατέρας μου, με δυο συναδέλφους του μηχανικούς της ΑΤΕ, έχουν ξεκινήσει για επαγγελματικό ταξίδι στην Αρκαδία. Η δράση εκτυλίσσεται το 1985. Τελειώσαμε το δεύτερο κεφάλαιο, όταν οι τρεις φίλοι αναγκάζονται να περάσουν τη νύχτα στο καφενείο ενός μικρού χωριού και, για να περάσει η ώρα, λένε ιστορίες με φαντάσματα και στη συνέχεια συζητούν για τον εμφύλιο στην Πελοπόννησο.

3

Η κουβέντα δεν προχώρησε άλλο. Οι εξηγήσεις που έδωσε ο Γιάννης καταλάγιασαν λίγο την έξαρσή μας. Νυστάζαμε κιόλας. Κόντευαν μεσάνυχτα.

Επηρεασμένος από αυτά που μόλις είχα ακούσει, έπεσα σε συλλογή. Σκεφτόμουνα πως τα σπίτια έχουν ένα είδος προσωπικότητας, κάτι σαν «ζωή». Όχι τίποτα το μεταφυσικό, αλλά στη συνείδηση ή το υποσυνείδητο των ανθρώπων που έζησαν μέσα ή κοντά σε ένα σπίτι, πρέπει να  έχει απομείνει κάτι από τα συμβάντα που έγιναν σ’ αυτό. Είτε χαρούμενα: γλέντια, γάμοι και χαρές, παιχνίδια παιδιών, είτε λυπητερά: αρρώστιες και θάνατοι, σκοτωμοί και βασανιστήρια. Έχω δει πολλά σπίτια, κλειστά και έρημα, που αποπνέουν όμως κάτι σαν γαλήνη, έναν αέρα ευτυχίας θα έλεγες και άλλα πάλι, επίσης κλειστά και έρημα, που σε τρομάζουν, με την ατμόσφαιρα της αγριότητας που τα περικυκλώνει. Αυτή την εντύπωση μου έκανε το κατάκλειστο, μεγάλο σκοτεινό σπίτι, μόλις το πρωτοείδα, έστω κι αν δεν το παρατήρησα προσεχτικά.

Στο μεταξύ ο νταλικέρης σηκώθηκε, έκλεισε καλά το τζάκετ του, σήκωσε τα πέτα του, φόρεσε το κασκέτο του, κατέβασε τα πλευρικά αυτιά του, μας καληνύχτισε και βγήκε. Καθώς άνοιξε την πόρτα ένα παγωμένο ρεύμα αέρα τρύπωσε στο καφενείο. Ανατρίχιασα. Ευτυχώς η πόρτα έκλεισε αμέσως. Έριξα ένα κούτσουρο στη σόμπα και τράβηξα την καρέκλα μου πιο κοντά της. Ο Γιάννης κοίταξε προς την πόρτα, που είχε κλείσει πίσω από τον νταλικέρη και είπε μονάχα:

«Θα ξεπαγιάσει μέσα στο φορτηγό, ο φουκαράς».

Ο Ουμβέρτος δεν απάντησε. Είχε αποκοιμηθεί πάνω στην καρέκλα του. Ο καφετζής, που  λαγοκοιμόταν κι αυτός ακουμπισμένος πάνω στο τεζιάκι του, σήκωσε το κεφάλι του κι είπε νυσταγμένα:

«Έχει κουβέρτες μέσα στην καμπίνα του».

Κι αμέσως ξανακοιμήθηκε. Σε λίγο είδα τον Γιάννη να κουτουλάει από τη νύστα. Ίσως να αποκοιμόμουν κι εγώ πάνω στην άβολη καρέκλα μου, αν δεν άκουγα ξαφνικά μιαν άγνωστη φωνή να λέει:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Κατοχή, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: | 68 Σχόλια »

Νύχτα αγρύπνιας (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 3

Posted by sarant στο 14 Απριλίου, 2020

Πριν από ένα μήνα άρχισα, έστω και κόντρα στην επικαιρότητα, να δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Νύχτα αγρύπνιας» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, το δεύτερο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Κανονικά οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη, αλλά η προηγούμενη δεύτερη συνέχεια κατ’ εξαίρεση είχε δημοσιευτεί Πέμπτη.

Ο αφηγητής, ο πατέρας μου, με δυο συναδέλφους του μηχανικούς της ΑΤΕ, έχουν ξεκινήσει για επαγγελματικό ταξίδι στην Αρκαδία. Η δράση εκτυλίσσεται το 1985. Bρισκόμαστε στο δεύτερο κεφάλαιο, όταν οι τρεις φίλοι αναγκάζονται να περάσουν τη νύχτα στο καφενείο ενός μικρού χωριού και, για να περάσει η ώρα, λένε ιστορίες με φαντάσματα.

[Είδα πως η συζήτηση βάρυνε και ο νταλικέρης έδειχνε να αδημονεί ακούγοντάς τους. Πιστός στο πνεύμα της «ομάδας των αποβλήτων» προσπάθησα να λαφρύνω λίγο την κουβέντα μας.]

«Μια που το έφερε η κουβέντα στα φαντάσματα, στο δικό μου χωριό, ξέρετε, βγαίνουνε τρία φαντάσματα ή ξωτικά, όπως τα λένε εκεί. Το ένα είναι ενός χωριανού, που ύστερα από ένα φόνο που έκανε στα νιάτα του, έφυγε στην Αμερική αλλά εκεί έγινε γκάνγκστερ και στο τέλος τον απελάσανε και τον ξαναστείλανε πίσω και κάποιος τον εσκότωσε σ’ ένα γδικιωμό. Το φάντασμά του το έβλεπε ταχτικά ο Μήτσακας που είχε μια ταβέρνα στο χωριό. Όπως έλεγε του θείου μου, το φάντασμα ερχόταν να τον δει αργά το βράδυ, σαν έφευγε και ο τελευταίος πελάτης, την ώρα που αυτός, πιωμένος κανονικά, έκλεινε την ταβέρνα. Πιάνανε κουβέντα ανηφορίζοντας προς το σπίτι του. Όταν πλησιάζανε εκεί, γινότανε ταραχή. Το μουλάρι χλιμίντριζε, τα βόδια μουκανίζανε, τα σκυλιά αλυχτούσαν και οι κούροι [κόκορες] κράζανε. Απ’ όξω από το σπίτι το φάντασμα σταματούσε. “Να μην έρθω πιο κοντά και σκιαχτεί η γυναίκα σου” έλεγε και χανόταν στο σκοτάδι.

»Το δεύτερο φάντασμα ήταν ένα “τυλιχταρούδι”, ένα βρέφος φασκιωμένο δηλαδή, που έβγαινε τη νύχτα, όταν είχε πανσέληνο, στη ρεματιά δίπλα στο χωριό μας. Αλίμονο στον ανύποπτο διαβάτη που θα προσπαθούσε να το πάρει στα χέρια του. Έχανε τα συλλοϊκά του.

»Το τρίτο τέλος φάντασμα ήταν “μεσημερίτης”, από κείνα δηλαδή που παρουσιάζονται ντάλα μεσημέρι, κατακαλόκαιρο, σε χαλάσματα ή βράχους που πυρπολεί ο ήλιος ή στις σπάνιες πηγές του τόπου. Ο δικός μας μεσημερίτης εμφανιζόταν στη βρύση, που είναι κοντά στο μοναστήρι του Αϊ-Νικόλα. Ήταν ένας γέρος με μακριά γένια, που πρόβαλε μέσα από το νερό κι αν έκανες το λάθος και του μιλούσες, αυτός μεν χωνόταν πίσω στην πηγή και χανόταν, εσύ δε έχανες τη μιλιά σου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Κατοχή, Μάνη, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , | 110 Σχόλια »

Νύχτα αγρύπνιας (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 2

Posted by sarant στο 2 Απριλίου, 2020

Πριν από δυο βδομάδες άρχισα, έστω και κόντρα στην επικαιρότητα, να δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Νύχτα αγρύπνιας» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, το δεύτερο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Κανονικά οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη, οπότε η σημερινή δεύτερη συνέχεια ήταν να δημοσιευτεί προχτές, μετατέθηκε όμως εξαιτίας της ανάγκης να αποδοθεί τιμή στον Μανώλη Γλέζο.

Η πρώτη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Ο αφηγητής, ο πατέρας μου, με δυο συναδέλφους του μηχανικούς της ΑΤΕ, έχουν ξεκινήσει για επαγγελματικό ταξίδι στην Αρκαδία. Η δράση εκτυλίσσεται το 1985. Σήμερα μπαίνουμε στο δεύτερο κεφάλαιο.

2

Πληρώσαμε το λογαριασμό και μπήκαμε στο αμάξι. Ο Γιάννης κάθισε δίπλα μου και έχοντας έρθει στο κέφι από το κρασί που ήπιε, άρχισε να σιγοτραγουδά . Ως Πειραιώτης και μάλιστα από τα Ταμπούρια, έρεπε προς το ρεμπέτικο. Έτσι ξεκίνησε σότο βότσε με Τσιτσάνη και εμείς τον σιγοντάραμε. Ένα άλλο κοινό σημείο μας, που συνέβαλε πολύ στη φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ μας, εκτός από το αίσθημα του χιούμορ, που διαθέταμε και οι τρεις σε επάρκεια, ήταν πως μας άρεσαν το τραγούδι και το κρασί.

Στο μεταξύ όμως ο καιρός χάλασε. Ο λαμπρός και ζεστός ήλιος σκεπάστηκε με σύννεφα και σε λίγο άρχισε να βρέχει.

«Αυτό ήταν εκτός προγράμματος» γκρίνιαξε ο Ουμβέρτος. Το πρωί στην Αθήνα ήταν σχεδόν καλοκαίρι κι εδώ θαρρείς πως είμαστε στο Δεκέμβριο».

Στο μεταξύ η βροχή όλο και δυνάμωνε και στο τέλος έβρεχε με το τουλούμι. Οδηγούσα πολύ προσεχτικά, με τους υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουνε στο φουλ και τελικά άναψα το καλοριφέρ, γιατί οι ανάσες μας είχαν θαμπώσει τα τζάμια. Η βροχή δεν έδειχνε τάσεις ύφεσης. Αντίθετα οι συνεχείς αστραπές και βροντές δείχνανε πως θα συνεχιζόταν με την ίδια ένταση.

Τα πράματα χειροτέρεψαν όταν βγήκαμε από τον κύριο δρόμο Τρίπολης – Καλαμάτας και ακολουθήσαμε τον επαρχιακό που θα μας οδηγούσε στον προορισμό μας. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες και σε μισή ώρα βρεθήκαμε σε ένα απροσδόκητο μποτιλιάρισμα. Μπροστά μας πήγαιναν με πολύ μικρή ταχύτητα τουλάχιστον έξι αυτοκίνητα, δυο ΙΧ, τρία αγροτικά και μια νταλίκα. Περάσαμε εν πομπή τους δρόμους ενός πανάθλιου χωριού και στο τέλος ακινητοποιηθήκαμε, δυο χιλιόμετρα πιο κάτω. Βλαστημώντας μέσα μου για την αναποδιά, έριξα πάνω μου την καμπαρντίνα και βγήκα να δω τι συμβαίνει. Το ίδιο φαίνεται πως είχαν σκεφτεί και οι οδηγοί των προπορευόμενων οχημάτων, ο δε οδηγός της νταλίκας, που πήγαινε μπροστά μπροστά, μας εξήγησε την αιτία.

«Τα νερά πήρανε τη γέφυρα. Βρε ατυχία!»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Ογδόνταζ, Παραεπιστήμη, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , , | 120 Σχόλια »

Νύχτα αγρύπνιας (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 1

Posted by sarant στο 17 Μαρτίου, 2020

Κάπως «κόντρα στην επικαιρότητα», αρχίζω από σήμερα να δημοσιεύω, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, το διήγημα «Νύχτα αγρύπνιας» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το δεύτερο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Ήδη δημοσιεύσαμε το πρώτο διήγημα του βιβλίου, τη νουβέλα «Χθόνια Οδύσσεια» (εδώ η τελευταία συνέχεια). Τούτο το δεύτερο διήγημα είναι μικρότερο, λογαριάζω πως θα χρειαστεί 5 συνέχειες περίπου.

Η σημερινή πρώτη συνέχεια, που είναι όλο το πρώτο κεφάλαιο, έχει έντονο αυτοβιογραφικό χρώμα -τέτοια ήταν τα επαγγελματικά ταξίδια που έκανε ο πατέρας μου με την ομάδα των «απόβλητων», των μηχανικών της Αγροτικής Τράπεζας, ενώ και τα ονόματα των δυο συναδέλφων του είναι τα πραγματικά -άλλωστε αφιερώνει το διήγημα στη μνήμη του ενός, του Γιάννη Δαλέζιου. Η δράση εκτυλίσσεται το 1985.

Το ξέρω βέβαια ότι άλλον καημό δεν είχαμε από το να διαβάζουμε για συναδελφικά καλαμπούρια και παρατσούκλια, αλλά ίσως η αφήγηση αυτή μας περισπάσει από τη ζοφερήν επικαιρότητα -που άλλωστε θα την ξαναβρούμε αμέσως μετά, και στη ζωή μας και στο ιστολόγιο.

ΝΥΧΤΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ

 Στη μνήμη του Γιάννη Δαλέζιου

1

Εμένα, τον Γιάννη και τον Ουμβέρτο, στην Τράπεζα που δουλεύαμε μας έλεγαν «απόβλητους», όχι για κανέναν υποτιμητικό λόγο, αλλά γιατί αποτελούσαμε ομάδα εργασίας για την επεξεργασία των αποβλήτων των γεωργικών βιομηχανιών. Mας άρεσε πολύ η δουλειά που κάναμε και στάθηκε αφορμή να δεθούμε με κάτι περισσότερο από συναδελφικότητα, με αληθινή φιλία, μ’ όλο που και οι τρεις μας διαφέραμε τελείως, σχεδόν σε όλα: στον χαρακτήρα, στα γούστα, στη νοοτροπία και στην πολιτική τοποθέτηση. Εκεί που ταιριάζαμε ήταν στο ενδιαφέρον που είχαμε για τη δουλειά μας, καθώς συνδύαζε την έρευνα με την εφαρμογή. Μπορούσαμε να δούμε πολύ σύντομα τα αποτελέσματα των σχεδιασμών μας και επί πλέον μας έδινε την ευκαιρία να κάνουμε πολλά ταξίδια.

Στα τρία χρόνια που είχαμε συγκροτήσει αυτή την ομάδα, αλωνίσαμε την Ελλάδα. Ένα άλλο πλεονέκτημα που είχε η δουλειά μας, και για το οποίο μας ζήλευαν οι άλλοι συνάδελφοί,  ήταν η απόλυτη ελευθερία μας στον προγραμματισμό και την οργάνωση των υπηρεσιακών μεταβάσεών μας. Αφού συνεννοούμασταν με τη Βιομηχανία ή τον Συνεταιρισμό ή την Ένωση Συνεταιρισμών, που παρουσίαζαν σχετικό πρόβλημα, είχαμε το ελεύθερο να πράξουμε ό,τι κρίναμε απαραίτητο, ενημερώνοντας απλώς τον Διευθυντή της Υπηρεσίας Τεχνικών Έργων της Τράπεζας, για το πού θα πηγαίναμε και πόσο θα λείπαμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in παρατσούκλια, Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Ογδόνταζ, Πελοπόννησος | Με ετικέτα: , | 114 Σχόλια »

Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 7

Posted by sarant στο 18 Φεβρουαρίου, 2020

Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έβδομη. Η προηγούμενη βρίσκεται εδώ. Bρισκόμαστε στο τρίτο κεφάλαιο. Ο αφηγητής, ο Ηλίας, μαζί με τον επίτροπο, τον Γρηγόρη, περιπλανιώνται μέσα στη σπηλιά και βρίσκουν τον πυθμένα του αρχαίου Καιάδα.

Μείναμε κάμποσο στο νέο στέκι μας, αλλά τα τρόφιμά μας είχαν λιγοστέψει πολύ. Μας έμεναν δέκα κονσέρβες κρέας, πέντε γάλα και ένα σακούλι γαλέτες. Μόνο νερό είχαμε άφθονο. Τέλειωσαν και οι λάμες της ξυριστικής μηχανής και αναγκαστικά πάψαμε να ξυριζόμαστε. Κάποτε αποφασίσαμε να συνεχίσουμε. Η πορεία μας στη φάση αυτή, ήταν πραγματικός εφιάλτης. Δε βρήκαμε πουθενά κανένα φωτεινό άνοιγμα. Στο τέλος σώθηκε το πετρέλαιο και περπατούσαμε στα τυφλά, ανάβοντας μόνο σε αραιά διαστήματα ένα κερί. Από τα σπερματσέτα μας είχανε μείνει τρία και τα σπίρτα ήταν λιγοστά. Πραγματικά, τότε ένιωσα πως τα ψωμιά μας σώθηκαν, πως θα μέναμε για πάντα θαμμένοι στα έγκατα της γης. Ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσα μερόνυχτα περπατούσαμε στα σκοτάδια, όταν φτάσαμε πάλι σε μια λίμνη. Στο φέγγος του κεριού κατάλαβα πως ήταν πολύ μεγάλη. Πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες δύο που είχαμε βρει στο δρόμο μας.

«Νερό βρε Ηλία» άκουσα το Γρηγόρη να ψιθυρίζει. Καθώς το παγούρι μου είχε αδειάσει έσκυψα και το γέμισα από το νερό της λίμνης. Παραξενεμένος τον είδα να το φτύνει αμέσως

«Θάλασσα» μου λέει.

Δοκίμασα κι εγώ και είδα πως το νερό ήταν αλμυρό! Πού βρέθηκε θάλασσα τόσο βαθιά μέσα στο βουνό; Ή μήπως δεν ήμασταν τόσο βαθιά; Πήρα κουράγιο.

«Γρηγόρη» του λέω, «μου φαίνεται πως γλιτώσαμε. Φτάσαμε στη θάλασσα. Ξεκουράσου εδώ και θα προχωρήσω να δω πού είναι η έξοδος».

«Μην αργήσεις Ηλία, μη μ’ αφήσεις μονάχο» μου λέει, τόσο παρακλητικά, που τόνε λυπήθηκα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος | Με ετικέτα: , | 73 Σχόλια »

Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημήτρη Σαραντάκου) – 6

Posted by sarant στο 4 Φεβρουαρίου, 2020

Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου,  το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.

Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.

Η σημερινή συνέχεια είναι η έκτη. Η προηγούμενη βρίσκεται εδώ. Bρισκόμαστε στο τρίτο κεφάλαιο. Ο αφηγητής, ο Ηλίας, μαζί με τον επίτροπο, τον Γρηγόρη, βρίσκονται πάντοτε κρυμμένοι μέσα στη σπηλιά και ο Ηλίας εξερευνώντας την κάτι βρίσκει…

Πραγματικά σε μισή ώρα έφτασα σε ένα είδος θολωτό μπαλκόνι, όπου τέλειωνε ο διάδρομος.

Θαμπώθηκα πάλι από το φως της μέρας, μια που πάνω μου ήταν ο ανοιχτός ουρανός και από το χρώμα του κατάλαβα ότι σουρούπωνε. Πλήθος νυχτερίδες διασχίζανε τον αέρα μπροστά μου, ενώ ψηλότερα, κοράκια κι άλλα πουλιά φτεροκοπούσαν πάνω από τα βράχια για να κουρνιάσουν, όπως κάνουν όλα τα πουλιά πριν πέσει το σκοτάδι. Παρατηρούσα αχόρταγα γύρω μου, γιατί τόσες μέρες στο σκοτάδι είχα χάσει την αίσθηση του χώρου και τη χαρά να βλέπεις μακριά. Ήταν σα να βρισκόμουν στο θεωρείο ενός πέτρινου θεάτρου. Κάτω μου απλωνόταν μια σχεδόν επίπεδη έκταση, σαν να ήταν η πλατεία αυτού του θεάτρου, που την έκλειναν ολόγυρα πανύψηλοι κάθετοι βράχοι. Επιτέλους, σκέφτηκα, να λοιπόν που βγήκα έξω από τη σπηλιά.

Τρεις ώρες αργότερα έδινα αναφορά στον Γρηγόρη. Χάρηκε πολύ, που βρήκα μιαν έξοδο και ανακουφισμένοι, φάγαμε και  πέσαμε να κοιμηθούμε, για να πάρουμε δυνάμεις. Την επαύριο μας περίμεναν πάλι  μεταφορές και πολλά πηγαινέλα.

Όπως είχαμε καθιερώσει προχώρησα κουβαλώντας όσα μπορούσα να σηκώσω και τα απόθεσα στο «θεωρείο». Ο Γρηγόρης μόνο μια φορά έκανε τη διαδρομή, κουβαλώντας όσα μπορούσε να σηκώσει. Εγώ χρειάστηκε να την κάνω άλλες δυο φορές. Συνολικά η μεταφορά μας έφαγε εννιά ώρες και έτσι περιοριστήκαμε να φάμε για βράδυ και να κοιμηθούμε, για πρώτη φορά κάτω από έναστρο ουρανό. Για λόγους ασφαλείας δεν ανάψαμε φανάρια, αλλά είχαμε πια συνηθίσει να βλέπουμε στα σκοτεινά και μας βοηθούσε η λαμπρή αστροφεγγιά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Διηγήματα, Εμφύλιος | Με ετικέτα: , , | 92 Σχόλια »