Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω στο ιστολόγιο, όπως πάντα κάθε δεύτερη Τρίτη και σε συνέχειες, τη νουβέλα «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης» από το ομότιτλο βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.
Η σημερινή συνέχεια είναι η όγδοη και τελευταία. Η προηγούμενη, έβδομη συνέχεια είναι εδώ.
Όπως αναφέρει ο πατέρας μου στον πρόλογο του βιβλίου, η δράση εκτυλίσσεται το 1995. Tα μέλη ενός συλλόγου αντιστασιακών μαθαίνουν ότι η Ματίνα, δραστήριο μέλος του συλλόγου, έχει πάθει κάτι σοβαρό. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να την επισκεφτεί στην Αρκαδία όπου βρίσκεται -είχε πάει για να μαζέψει αρχειακό υλικό. Mαθαίνουν ότι η Ματίνα έπαθε σοκ ενώ κοίταζε παλιές φωτογραφίες ανταρτών από το αρχείο των οικοδεσποτών της, ενώ επίσης μαθαίνουν ότι υπήρξε ένας προδότης στην ομάδα των ανταρτών που έδρασε στο χωριό στην τελευταία φάση των εκκαθαρίσεων το 1949.
Σήμερα έχουμε το τέλος του διηγήματος.
ΠΕΝΤΕ
Το πρωί, κατά τις εννέα, αφού πήραμε όλοι μαζί το πρωινό μας, αποχαιρετήσαμε τους οικοδεσπότες μας, τους ευχαρίστησα εκ μέρους του Συλλόγου μας για τη φιλοξενία τους και υποσχέθηκα να στείλουμε σύντομα άλλο συνεργείο να ολοκληρώσει την καταγραφή των αρχείων. Με την Αναστασία πήραμε τη Ματίνα και φύγαμε. Το αυτοκίνητο της Ματίνας ήταν μικρό αλλά με δυνατή μηχανή, καινούργια λάστιχα και αξιόπιστα φρένα. Εξοικειώθηκα με την πρώτη στο χειρισμό του. Είπα στην Αναστασία να καθίσει δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού, αλλά εκείνη ζήτησε να καθίσει μαζί με τη Ματίνα στις πίσω θέσεις. Την έβλεπα από το καθρεφτάκι του οδηγού να την φροντίζει με αληθινή τρυφερότητα.
Η Ματίνα δεν είχε αλλάξει ούτε στάση ούτε έκφραση. Αφηνόταν στις φροντίδες μας χωρίς καμιά αντίδραση Τις κουβέντες που έκανα με την Αναστασία σα να μην τις άκουγε, αλλά όπως είχα παρατηρήσει χτες και όπως με διαβεβαίωσε ο γιατρός, η ακοή της ήταν περίφημη. Όταν σε μιαν ισόπεδη διασταύρωση με το τρένο σταθήκαμε περιμένοντας τον συρμό, παρατήρησα πως όταν άκουσε το σφύριγμά του στράφηκε αμέσως προς το μέρος από όπου ακούστηκε και όταν πέρασε μπροστά μας, τα μάτια της το παρακολούθησαν ώσπου χάθηκε.
Η Αναστασία, χωρίς να πάψει να έχει στο νου της τη Ματίνα, μιλούσε συνεχώς. Ίσως από αντίδραση στην κατάθλιψη που ένοιωσε μ΄ αυτό που έγινε, ίσως γιατί ενδόμυχα χαιρόταν που θα γύριζε στην Αθήνα και την παρέα της, κελαηδούσε ασταμάτητα. Και σε μένα έκανε καλό ν΄ακούω τη φωνή της και τα όσα έλεγε.
«Που λέτε κύριε Δημήτρη, τόσον καιρό στο Σύλλογο, δεν είχα καταλάβει πόσο σπουδαία γυναίκα είναι η Ματίνα. Στη διαδρομή που ερχόμαστε, αλλά και στο χωριό την κατάλαβα. Με περνάει τόσα χρόνια, που θα μπορούσε να ήταν όχι μάνα μου αλλά και γιαγιά μου κι όμως σε πολλά σημεία είναι πιο νέα από μένα.