Το σημερινό είναι το πέμπτο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε προχτές στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Να σημειωθεί ότι η οικογένεια του πατέρα μου έφυγαν από τη Μυτιλήνη για δυο χρόνια στη δεκαετία του 1930, και αυτό το απόσπασμα γράφεται μετά την επιστροφή τους, καλοκαίρι του 1936.
Σε λίγο άρχισαν να ξεμυτίζουν στον δρόμο τα παιδιά της γειτονιάς. Τα δυο μικρότερα κορίτσια του λιμενικού, που όπως έμαθα εκείνο το απόγεμα, τα λέγανε Θοδώρα τη μεγαλύτερη και Βαγγελία τη μικρότερη κι ένα ακόμα γειτονόπουλο που το φώναζαν Στράτο κι ήταν γιος του φούρναρη, άρχισαν να παίζουν ξυλίκι. Ξυλίκι το λέγαμε στην Αθήνα. Εδώ είχε ένα παράξενο όνομα που τό ‘χα ξεχάσει όσο έλειπα από το νησί και τώρα το ξανάκουγα: τό ΄λεγαν τσιλίκ-τσουμάκ.
Παιζόταν με δύο ξύλα, ένα μακρύ με λαβή και πλατιά κόψη από γερό ξύλο κι ένα κοντό, μυτερό στις δύο άκρες. Η «μάνα» ήταν μια πέτρα στη μέση του δρόμου. Έβαζες το κοντό ξύλο στη μάνα, ώστε να εξέχει λίγο η μια άκρη του και του ‘δινες μια με το μακρύ στην άκρη που εξείχε. Το κοντό ξύλο πέταγε τότε μακριά. Αν ήσουν επιδέξιος του ‘δινες και μια στον αέρα να πάει ακόμα μακρύτερα. Όπου έπεφτε μετρούσες την απόσταση από τη μάνα με βήματα. Οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να σταματήσουν το ξυλίκι με το στήθος ή να το αρπάξουν στον αέρα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όποιος κατάφερνε να πιάσει το ξυλίκι στον αέρα έπαιρνε και το μακρύ ξύλο και τη μάνα. Όποιος μάζευε 100 βήματα κέρδιζε.
Μ’ άρεσε πολύ το ξυλίκι κι απόμεινα να παρακολουθώ με ενδιαφέρον το παιχνίδι. Σημείωσα αμέσως την επιδεξιότητα των δύο μεγαλύτερων παιχτών, της Θοδώρας και του Στράτου. Είχαν κιόλας φτάσει η πρώτη στα 80 και ο δεύτερος 65 βήματα. Η Βαγγελία μονάχα μια φορά πήρε τη μάνα, έκανε 12 βήματα και την ξανάχασε, γιατί ο Στράτος άρπαξε αμέσως το ξυλίκι στον αέρα.