Τον τελευταίο καιρό, σε σχόλια του ιστολογίου, έγινε λόγος για τα Απομνημονεύματα του καραγκιοζοπαίχτη Σωτήρη Σπαθάρη, που εκδόθηκαν πριν από μερικούς μήνες από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Η έκδοση είναι υποδειγματική αν και ίσως προκαλεί δέος καθώς ξεπερνάει τις 700 σελίδες μεγάλου σχήματος. Ευτυχώς που εκδόθηκε από τις ΠΕΚ κι έτσι έγινε δυνατό να συγκρατηθεί η τιμή στα 22 ευρώ, ποσό βέβαια κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο έτσι κι αλλιώς.
Ο Σπαθάρης (1887-1974) ήταν ολιγογράμματος, και για να γράψει τα απομνημονεύματά του χρειάστηκε όχι μόνο την ενθάρρυνση αλλά και την πρακτική βοήθεια άλλων, χωρίς τους οποίους το εγχείρημα δεν θα είχε δει το φως. Και πάλι όμως, το έργο πέρασε πολλές περιπέτειες, που τις εξηγεί αναλυτικά ο επιμελητής τούτης της έκδοσης, ο Γιάννης Κόκκωνας, στην απαραίτητα εκτενή (125 σελίδες) εισαγωγή του.
Μάλιστα, ο Σπαθάρης έγραψε τα απομνημονεύματά του τρεις φορές. Την πρώτη το 1944, τη δεύτερη στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με τη βοήθεια του ποιητή Λάμπη Χρονόπουλου, και την τρίτη στα τέλη της δεκαετίας του 1950, που ήταν και η μόνη που είδε το φως της δημοσιότητας, το 1960, αρχικά σε προδημοσίευση στο περιοδικό Ταχυδρόμος και αμέσως μετά σε βιβλίο. Η έκδοση αυτή έχει κάνει πολλές ανατυπώσεις και κυκλοφορεί και σήμερα από τις εκδόσεις Άγρα (Απομνημονεύματα και η τέχνη του Καραγκιόζη).
Το βιβλίο που κυκλοφόρησε από την ΠΕΚ φέτος δεν περιλαμβάνει την «τρίτη γραφή» των απομνημονευμάτων του Σπαθάρη (που όπως είπαμε κυκλοφορεί σε βιβλίο εδώ και πολλά χρόνια) αλλά τις πρώτες δύο, που τα χειρόγραφά τους θεωρούνταν χαμένα και που βρέθηκαν τελευταία υστερα από διάφορες τυχερές συμπτώσεις, όπως εξηγεί στην εισαγωγή ο Γ. Κόκκωνας.
(Από την εισαγωγή έμαθα ότι ο Σπαθάρης μάλλον δεν γεννήθηκε το 1892 οπως θα δείτε να αναφέρεται στις περισσότερες πηγές, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, το 1887 όπως πειστικά εξηγεί ο Γ. Κόκκωνας).
Η δημοσίευση και της πρώτης και της δεύτερης γραφής δεν είναι περιττή πολυτέλεια, διότι τα κείμενα διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους (όπως και με την τρίτη γραφή) τόσο στη γλώσσα όσο και στο περιεχόμενο. Η δεύτερη γραφή είναι η εκτενέστερη. Για παράδειγμα, ο Σπαθάρης αναφέρει την παράσταση Καραγκιόζη που είχε ανεβάσει με θέμα τη δολοφονία του Αθανασόπουλου (το 1931 στου Χαροκόπου) και στις τρεις εκδοχές των Απομνημονευμάτων του. Αλλά στην πρώτη γραφή υπάρχει απλώς μια εν παρόδω αναφορά, στη δεύτερη ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο 1395 λέξεων ενώ στην τρίτη μια μικρή αφήγηση 410 λέξεων.
Διάλεξα να παρουσιάσω εδώ δυο κεφάλαια από τη δεύτερη γραφή (σελ. 406-414 του βιβλίου). Σε αυτά ο Σπαθάρης αφηγείται πώς γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, στη συνέχεια εκθέτει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ήδη από το 1930 για να παίζει Καραγκιόζη στις συνοικίες της Αθήνας, μετά λέει για το πώς τον προσέγγισε η σύζυγος του υπουργού Ζάννα (η Βιργινία Ζάννα, κόρη της Πηνελόπης Δέλτα) για να παίξει στο θέατρο Κεντρικό, τη γνωριμία του με τη συγγραφέα Έλλη Παπαδημητρίου και τέλος πώς έφτιαξε μια μικρή σκηνή Καραγκιόζη για το Θεατρικό Μουσείο.
Οπως γράφει ο επιμελητής του έργου, τα επεισόδια που διηγείται ο Σπαθάρης διαδραματίζονται το 1931-32, αλλά στο τελευταίο τμήμα του κειμένου κάνει μάλλον ένα άλμα στα 1938, αφού τότε ιδρύθηκε το Θεατρικό Μουσείο.
Δεν λέω περισσότερα, παραθέτω το κείμενο του Σπαθάρη. Στο τέλος εξηγώ μια λέξη.
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΤΣΑΡΟΥΧΗ
Όταν εγώ και το Τουρκάκι παίζαμε στην Κηφισιά, στη Μάνδρα του Παρδάλη και θεατρώνη μας είχαμε τον καραγκιοζοπαίχτη Ξάνθο, μόλις επαίξαμε καμιά εικοσαριά παραστάσεις, μια βραδιά που ’παιζα, ένα παλληκαράκι καλοντυμένο με περικάλεσε να τον αφήσω να μπει μες στη σκηνή, για να δει πώς παίζω. Όταν έφυγε, μου ’δωσε συγχαρητήρια για το καλό παίξιμο πού έκανα. Μ’ αυτός ό νέος μουσαφίρης μας ερχότανε κάθε βράδυ. Μια βραδιά μάς έφερε κι έναν ξένον καλλιτέχνη κι όταν ετελείωσε η παράσταση μου είπε: Κύριε Σπαθάρη, επειδή εμένα μού αρέσει πάρα πολύ το παίξιμό σου απ’ όλους τους άλλους καραγκιοζοπαίχτες που ‘χω δει, θέλω αύριο το πρωί να σε φωτογραφίσω μαζί με την σκηνή σου. Την άλλη μέρα η μηχανή του με φωτογράφισε και σε μια βδομάδα μου ’δωσε μια μεγάλη φωτογραφία που την έχω για ενθύμιο. Από τότες ερχότανε πότε μόνος του πότε με παρέα ταχτικά στο σπίτι μου, στην Κηφισιά, κι έβλεπε όλους τούς καραγκιόζηδες.