Το σημερινό σύντομο άρθρο έρχεται να διορθώσει μιαν ανακριβή πληροφορία που αντιλήφθηκα ότι κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο και για την οποία είμαι κι εγώ έμμεσα υπεύθυνος.
Ξέρουμε βέβαια τι είναι ο κοψοχέρης. Δεν είναι αυτός που έχει χάσει το χέρι του από κάποιο ατύχημα ή, παλιότερα, στον πόλεμο. Αυτός είναι ο μονόχειρας ή, αν θέλουμε να το πούμε πιο τραχιά, ο κουλοχέρης. Ο αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας είχε χάσει τα δάχτυλα και την παλάμη του δεξιού χεριού του το 1969 όταν εξερράγη ο εκρηκτικός μηχανισμός που κατασκεύαζε ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς. Αργότερα, όταν το ΠΑΣΟΚ άρχισε να μεταλλάσσεται σε αρχηγικό κόμμα και ο Καράγιωργας εξέφραζε από το βήμα κάποιου κομματικού οργάνου τις διαφωνίες του, οι οπαδοί του αρχηγού τού φώναξαν «Κάτσε κάτω κουλοχέρη!».
Βέβαια, η λέξη «κουλοχέρης» πολύ περισσότερο χρησιμοποιείται για τα μηχανήματα των καζίνων, όπου στοιχηματίζεις ρίχνοντας κέρματα -και μετά τραβάς το μοχλό και, αναλόγως, κερδίζεις ή χάνεις. Κι επειδή συνήθως χάνεις, τα μηχανάκια αυτά λέγονται και «ληστές με το ένα χέρι».
Αλλά πλατειάζω. Κοψοχέρης, έλεγα, δεν είναι αυτός που έχει χάσει το χέρι του, αλλά, «αυτός που έχει μετανιώσει για την ψήφο που έδωσε, που θα προτιμούσε να είχε κόψει το χέρι του παρά να είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή». Το έβαλα σε εισαγωγικά, επειδή είναι ο ορισμός από το ΛΚΝ.
Ασφαλώς τον παλιό καιρό, στα μεσαιωνικά χρόνια που δημιουργήθηκε η λέξη, κοψοχέρης ήταν μόνο αυτός που του είχε κοπεί το χέρι, ο μονόχειρας. Όμως, η νεότερη σημασία του μετανιωμένου ψηφοφόρου, έχει εκτοπίσει την κυριολεκτική.
Λοιπόν, τις προάλλες, σε έναν ιστότοπο όπου δημοσιεύονται σύντομα ενδιαφέροντα γλωσσικά σημειώματα, είδα το εξής: