Την Κυριακή που μας πέρασε πήγα στη Λυρική, στον Νιάρχο, και είδα τον Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ, την τελευταία παράσταση αυτού του ανεβάσματος, σε συμπαραγωγή με την όπερα του Γκέτεμποργκ. Ο Ντον Τζοβάνι είναι η αγαπημένη μου όπερα και η μοναδική που την ξέρω απέξω και μ’ αρέσει να την τραγουδάω στο αυτοκίνητο (όταν είμαι μόνος).
Όπως και ο Ριγολέτος του Βέρντι, για τον οποίο είχα γράψει στις αρχές του καλοκαιριού, έτσι και ο Ντον Τζοβάνι είναι μία από τις πιο πολυπαιγμένες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου, συχνά στην πρώτη δεκάδα των πιο πολυπαιγμένων έργων παγκοσμίως, ένας κατάλογος βέβαια που αδικεί κάποιες εξαιρετικές όπερες.
Ο Μότσαρτ έγραψε τον Ντον Τζοβάνι σε λιμπρέτο του δαιμόνιου Βενετσιάνου Λορέντζο ντα Πόντε στον οποίο οφείλουμε επίσης τα λιμπρέτα των Γάμων του Φίγκαρο και του Έτσι κάνουν όλες. Η πρεμιέρα δόθηκε στην Πράγα, στις 29 Οκτωβρίου 1787. Υπάρχουν διάφορες ιστορίες σχετικά με την πρεμιέρα αυτή, ας πούμε ότι όταν ο Μότσαρτ πήγε στην Πράγα στις αρχές Οκτωβρίου συνάντησε εκεί, εκτός από τον ντα Πόντε και τον Τζάκομο Καζανόβα και μάλιστα ότι συζήτησαν λεπτομέρειες της πλοκής του έργου -το μόνο βέβαιο είναι οτι ο Καζανόβα γνώριζε τον ντα Πόντε και ότι βρισκόταν εκείνη την εποχή επίσης στην Πράγα. Μια άλλη μπεντροβάτη ιστορία λέει ότι ο Μότσαρτ ολοκλήρωσε την εισαγωγή της όπερας μόλις τα ξημερώματα της πρεμιέρας, ύστερα από ένα ιστορικό ξενύχτι, και ότι όταν οι παρτιτούρες έφτασαν στους μουσικούς το μελάνι δεν είχε προφτάσει να στεγνώσει.
Η πρεμιέρα ήταν μια αποθέωση και οι ευγενείς της Πράγας προσπάθησαν να κρατήσουν κοντά τους τον Μότσαρτ, αλλά εκείνος βιαζόταν να επιστρέψει στη Βιέννη (ο Γκλουκ ήταν ετοιμοθάνατος και οι μνηστήρες για τη θέση του πολλοί). Η όπερα παίχτηκε τον επόμενο χρόνο στη Βιέννη, με αρκετές αλλαγές για τις οποίες θα μιλήσω αργότερα.
Το λιμπρέτο βασίζεται στην ιστορία του Δον Ζουάν, που έχει περάσει και στη γλώσσα μας σαν συνώνυμο του γυναικοκατακτητή. Πρώτος που δραματοποίησε την ιστορία αυτή, που πρέπει να κυκλοφορούσε από πιο παλιά, ήταν ο Ισπανός Τίρσο ντε Μολίνα στις αρχές του 17ου αιώνα, με το θεατρικό έργο El burlador de Sevilla y convidado de piedra (Ο ξεγελαστής [σικ, ρε] της Σεβίλλης και ο πέτρινος καλεσμένος), όπου ο ήρωας ονομάζεται Δον Χουάν Τενόριο. Ακολούθησε ο Μολιέρος με το θεατρικό Dom Juan, και το ίδιο θέμα το έχουν αξιοποιήσει δεκάδες άλλοι συγγραφείς πριν και μετά την όπερα του Μότσαρτ. Αλλά και ειδικά στις όπερες, ο Μότσαρτ δεν είναι πρώτος, αφού προηγήθηκε τον Φλεβάρη του 1787 στη Βενετία ένας άλλος Ντον Τζοβάνι, του συνθέτη Τζουζέπε Γκατζανίγκα, σε λιμπρέτο του Μπερτάτι -ο ντα Πόντε βασίστηκε σαφώς στο λιμπρέτο του Μπερτάτι, αλλά αν διαβάσετε αντικριστά τα δυο λιμπρέτα βλέπετε τις μικρολεπτομέρειες που ξεχωρίζουν τον μεγαλοφυή δημιουργό από τον τίμιο μάστορα.
Την υπόθεση θα την ξέρετε αλλά να τη διηγηθούμε. Στην αρχή, βλέπουμε τον Λεπορέλο, τον υπηρέτη του Ντον Τζοβάνι να περιμένει έξω από ένα μέγαρο. Μέσα στο μέγαρο, ο Ντον Τζοβάνι προσπαθεί να κατακτήσει την ντόνα Άννα. Επεμβαίνει ο πατέρας της, ο γηραιός Κομεντατόρε (Διοικητής) και τον προσκαλεί σε μονομαχία. Ο Ντον Τζοβάνι δεν θέλει, αλλά τελικά συγκρούονται και τον σκοτώνει. Η Ντόνα Άννα με τον μνηστήρα της, τον Ντον Οτάβιο ορκίζονται εκδίκηση -αλλά δεν έχουν δει καθαρά τον δράστη. Ο Ντον Τζοβάνι με τον Λεπορέλο συναντάει μια παλιά του αγαπημένη, την Ντόνα Ελβίρα, που της είχε υποσχεθεί γάμο σε άλλη πόλη και την εγκατέλειψε. Καταφέρνει να την ξεφορτωθεί με τη συνέργεια του Λεπορέλο. Πέφτουν πάνω σ’ έναν χωριάτικο γάμο, όπου ο Ντον Τζοβάνι προσκαλεί το ζευγάρι στο αρχοντικό του, κάμπτοντας με τον τσαμπουκά του ιππότη τις αντιρρήσεις του γαμπρού, του Μαζέτο, και εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να ξεμοναχιάσει τη νύφη, την Τζερλίνα.
Πριν όμως συμβεί το ανεπανόρθωτο, ενσκήπτει η Ντόνα Ελβίρα και του κάνει χαλάστρα. Πάνω στην ώρα εμφανίζονται και η Ντόνα Άννα με τον Οτάβιο, που ξέρουν τον Ντον Τζοβάνι για αξιότιμο αριστοκράτη. Ωστόσο, από τον τρόπο που μιλάει και κινείται. η Ντόνα Άννα καταλαβαίνει ότι έχει μπροστά της τον φονιά του Διοικητή και παρολίγο βιαστή της. Ακολουθούν διάφορες περιπέτειες χωρίς ο Ντον Τζοβάνι να καταφέρνει να κατακτήσει την Τζερλίνα και χωρίς οι άλλοι να καταφέρουν να τον ξεσκεπάσουν -ανάμεσα στ’ άλλα, ο Ντον Τζοβάνι ανταλλάσσει ρούχα με τον Λεπορέλο και τον στέλνει να κάνει καντάδα στη Ντόνα Ελβίρα ώστε εκείνος μασκαρεμένος να σαγηνεύσει την υπηρέτριά της.
Ενώ ο Ντον Τζοβάνι διηγείται στον Λεπορέλο τα κατορθώματά του, ακούει μια σπηλαιώδη φωνή να τον μέμφεται. Όσο κι αν είναι απίστευτο, η φωνή προέρχεται από το άγαλμα του δολοφονημένου Διοικητή. Αψηφώντας το υπερφυσικό, ο Ντον Τζοβάνι καλεί το άγαλμα για δείπνο. Ετοιμάζει ένα λουκούλειο δείπνο με τα καλύτερα εδέσματα. Εκείνη τη στιγμή καταφθάνει η Ντόνα Ελβίρα που τον εκλιπαρεί να αλλάξει ζωή, εκείνος την αποπέμπει, εκείνη κάνει να φυγει αλλά γυρίζει έντρομη. Ο Λεπορέλο πάει στην εξώπορτα να δει περί τίνος πρόκειται και επιστρέφει κι αυτός κάτωχρος: έχει έρθει το άγαλμα στο δείπνο.
Το άγαλμα δηλώνει ότι δεν θα γευτεί τα εδέσματα των θνητών, αλλά ανταποδίδει την πρόσκληση και καλεί τον Ντον Τζοβάνι για δείπνο. Εκείνος, πάντα θαρραλέος δέχεται, του δίνει το χέρι και αμέσως τον κυριεύουν απερίγραπτα ρίγη. Μετανιώνεις αχρείε; του λέει το άγαλμα. Όχι, γεροξεμωραμένε, απαντάει εκείνος. Κι όταν αρνείται οριστικά αυτή την τελευταία ευκαιρία, έρχονται οι δαίμονες και τον παίρνουν στην Κόλαση.
Μετά, όλοι οι άλλοι ήρωες του έργου ξαναβρίσκουν τον Λεπορέλο, ο οποίος ασθμαίνοντας τούς περιγράφει τα απίστευτα που διαδραματίστηκαν και στο τέλος όλοι χαίρονται που έφυγε από τη μέση «εκείνος που έκανε κακό» και ανακοινώνουν τα σχέδιά τους για το μέλλον.
Η παράσταση της Λυρικής ήταν διεθνής: σκηνοθέτης ο Βρετανός Τζον Φούλτζεϊμς, διευθυντής ορχήστρας ο Σλοβάκος Οντρέι Όλος, η διανομή όμως ελληνική, με εξαίρεση την Ελβίρα (Τσέλια Κοστέα). Εδώ το τρέιλερ της παράστασης: