Την Κυριακή βάζω συνήθως θέμα λογοτεχνικό, έτσι και σήμερα λοιπόν· το σημερινό θέμα είναι μικροφιλολογικό και το έχω δανειστεί από το βιβλίο του κύπριου λογίου Σάββα Παύλου «Μικροφιλολογικά και άλλα». Εγώ πρόσθεσα κάποιο υλικό και σχόλια, αλλά η βασική ιδέα είναι του Σ. Παύλου. Να πω ότι ο Σ.Π. είναι από τα ιδρυτικά μέλη και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του πολύ καλού κυπριακού περιοδικού Μικροφιλολογικά, στο οποίο έχω δημοσιεύσει μερικά… μικροφιλολογικά.
Η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου (1897-1977), ποιήτρια και πεζογράφος, γεννήθηκε στην Πρέβεζα και μεγάλωσε στη Λευκάδα και στην Αθήνα. Από μια αδικία της φιλολογικής ιστορίας, έχει μείνει κυρίως γνωστή όχι από το έργο της αλλά από έναν στίχο του Καρυωτάκη, ο οποίος, στο ποίημα «Σταδιοδρομία» φαντάζεται τ’ όνομά του να φιγουράρει τυπωμένο πλάι στο όνομα της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου:
Tη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
«Oι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
θα γράψουν οι εφημερίδες.
«Kλεαρέτη Δίπλα-Mαλάμου»
και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου.
(…)
Το ποίημα περιλαμβάνεται στην τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη, τα Ελεγεία και σάτιρες, προδημοσιεύτηκε όμως λίγους μήνες πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου, στην εφημερίδα Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος, μια βραχύβια αλλά ποιοτική κυριακάτικη εφημερίδα (σαν περιοδικό) που έβγαινε το 1927 από τον οργανισμό Λαμπράκη. Είχε εκλεκτή φιλολογική ύλη με συνεργασίες των γνωστότερων Ελλήνων λογοτεχνών της εποχής. Εκεί λοιπόν, στις 20 Νοεμβρίου 1927, ο Καρυωτάκης δημοσίευσε δύο ποιήματά της μελλοντικής του συλλογής, αναγγέλλοντας ταυτόχρονα την έκδοσή της. Κατά σύμπτωση, και τα δυο ποιήματα ήταν σαρκαστικά προς δύο ομοτέχνους του: τον Μιλτιάδη Μαλακάση το δεύτερο, την Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου το πρώτο.
Όπως παρατηρεί και ο Παύλου, ο σαρκασμός προς τον Μαλακάση είναι δηκτικότερος, προς την Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου πιο ήπιος. Από την άλλη, ο Καρυωτάκης κρίνει σκόπιμο να βάλει απολογητική υποσημείωση στην οποία διευκρινίζει: «Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο«. Για την Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, καμιά υποσημείωση, καμιά αναγνώριση στο έργο της. Να σημειώσω εδώ ότι η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου ήταν επίσης συνεργάτρια της Κυριακής. Τον Ιούλιο του 1927 είχε δημοσιεύσει ένα δικό της διήγημα, ενώ στο προηγούμενο τεύχος από τη δημοσίευση του Καρυωτάκη υπήρχε ένα διήγημα του Ταγκόρ σε δική της μετάφραση. Ο Μαλακάσης, βέβαια, ήταν γενικά αναγνωρισμένος ποιητής, τιμημένος με αριστεία, κόντευε τα εξήντα.
Ο Μαλακάσης πάντως, παρά τη διευκρίνιση, πληγώθηκε από το ποίημα. Ο Καρυωτάκης ίσως να μετάνιωσε· δεν αρκέστηκε στην υποσημείωση, αλλά δυο μέρες μετά τη δημοσίευση έστειλε μια σύντομη επιστολή στον Μαλακάση, όπου χαρακτήρισε «μια τρέλα» το ποίημά του, τρέλα στην οποία τον παρέσυραν «κυρίως οι δυνατότητες της ομοιοκαταληξίας»
Τα ίδια του τα είπε και διά ζώσης σε μια συνάντησή τους τον Μάη του 1928. Στις αναμνήσεις κάποιου άλλου λογίου [αυτό το προσθέτω εγώ, αλλά δεν θυμάμαι περισσότερες λεπτομέρειες] διάβασα ότι όταν επισκέφτηκε, γύρω στο 1940, τον γηραιό πια Μαλακάση, εκείνος έσπευσε με πρώτη ευκαιρία να του δείξει την επιστολή του Καρυωτάκη και να τον πληροφορήσει ότι ο Καρυωτάκης είχε μετανιώσει για την «τρέλα» του.
Δίνω τον λόγο στον Σάββα Παύλου:
Πρέπει να αναλογιστούμε όλοι μας την πίκρα της ευγενούς δέσποινας, ποιήτριας και πεζογράφου Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου από την Πρέβεζα, όταν την γνωρίζανε σε κάποιον και παρατηρούσε κάποτε το σπίθισμα, λίγο πειρακτικό, στη ματιά του, σημάδι πως ήξερε, θυμήθηκε και, μόλις ακούστηκε το όνομα της, ο στίχος «και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομα μου» ταίριαξε αμέσως στο μυαλό του.
Πρέπει να αναλογιστούμε όλοι μας τη μοναξιά της ευγενούς δέσποινας, ποιήτριας και πεζογράφου Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου (1897-1977), όταν συνειδητοποίησε (αλήθεια, πότε; στη δεκαετία του ’50, του ’70 ή απ’ τα χρόνια του ’30;) πως η αναγγελία του θανάτου της στις εφημερίδες (γι’ αυτό, λοιπόν, όλο και ανέβαλλε;) θα προκαλούσε το ερώτημα στους πολλούς: «Ποια είναι (ή, μάλλον, ήταν) αυτή;», και οι επαΐοντες θα έσπευδαν, περιχαρείς για την απόδειξη των γνώσεων τους, να πληροφορήσουν πως «είν’ αυτή που…» αναφέροντας απλώς τους δύο (ευκολομνημόνευτους, άλλωστε) στίχους του Κώστα Καρυωτάκη.
Όμως, κάποτε η μοίρα παίζει σκληρά παιγνίδια. Πέντε μήνες μετά τη δημοσίευση της «Σταδιοδρομίας», ο Καρυωτάκης μετατίθεται στην Πρέβεζα, τη γενέτειρα της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου, εκεί όπου στις 21 Ιουλίου θα ρίξει τον εκκωφαντικό πυροβολισμό του. Δικαιοσύνη, θα έλεγε κάποιος φίλος σεφερικός.
Όμως, πανεπιστημιακοί και άλλοι διοργανώνουν συνέδρια στην Πρέβεζα για τον Καρυωτάκη, ο δήμαρχος και οι αρχές τούς δεξιώνονται, η πόλη τιμά όχι την ποιήτρια που ανέθρεψε, αλλά τον ποιητή που σκότωσε.
Μένω πεισματικός και πάλιν. Η Λευκωσία σβήνει τα φώτα της σιγά σιγά. Αρχίζω κι απόψε να τακτοποιώ τη συντροφιά -ως-το-πρωί, να καλώ φίλους που ανωφέλετα κατέληξαν, την Κλεαρέτη χωρίς γενέτειρα, τα τραγούδια που άδοξα κατέπεσαν.
Και, κάποτε, κάποιος θα βρει αυτό το χαρτί, θ’ αναλογιστεί ποιος τό ‘γραψε: Ποιος; Χαμένος κι αυτός για τα χαμένα.
Εγώ μια σχολαστική διόρθωση έχω μόνο να κάνω, ή μάλλον μια σχολαστική συμπλήρωση: ίσως η Πρέβεζα δεν τίμησε την ποιήτρια που γέννησε, την τίμησε όμως η Λευκάδα που την ανέθρεψε. Στο Μποσκέτο, το πάρκο κοντά στο λιμάνι, θα βρείτε την προτομή της ανάμεσα σε άλλες προτομές λευκαδιτών λογοτεχνών, μοναδική γυναικεία παρουσία πλάι στον Βαλαωρίτη, τον Σικελιανό, και τον Λευκάδιο Χερν, τον λευκαδίτη που έγινε εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας με τ’ όνομα Γιακούμο Κοϊζούμι.

Μερικά ποιήματα της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου έχω στην παλιά μου σελίδα (εδώ το γράμμα Δ, ψάξτε με αλφαβητική σειρά στη σελίδα).
Να προσθέσω ένα ακόμα, δημοσιευμένο στον Νουμά το 1914:
Πνέμα του ολέθρου πέρασε, συντρόφι του πολέμου
και ρήμαξε τον τόπο.
Με τη γοργάδα επέρασε του κεραυνού.
Και του τρανού του ανασασμού η παγωνιά η χαλάστρα,
θανάτου αφήκε μούδιασμα στη γύρω πλατωσιά.
Στ’ αποκαΐδια των σπιτιών και στους σωρούς τη στάχτη
παραπονιάρικοι καημοί πνιχτά μοιρολογάνε.
Των πατημένων χωραφιών τα νιοβγαλμένα φύτρα,
βραχνάς τα δέρνει ασήκωτος, το φονικό ποδάρι.
Σωροί-σωροί τα πτώματα κι η ματωμένη λάσπη…
Στο κρύο και στην ερημιά, σα φίδι η ανατριχίλα
σιωπηλά γλιστράει.
Κι ένα κεφάλι απόμερα, μ’ ολάνοιχτα τα μάτια
κοιτάζοντας ψηλά,
έτσι βουβό κι ασάλευτο, λες πως αναθυμιέται
του ρημαγμένου σπιτικού την πονοπνίχτρα γλύκα,
στο τζάκι τη φωτιά….
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »