Τις προάλλες η φίλη μας το Κιγκέρι αναφέρθηκε, παρεμπιπτόντως, στη φάβα που μαγείρευε, και τότε σκέφτηκα ότι δεν έχουμε αφιερώσει άρθρο στο έδεσμα αυτό, παρόλο που έχει, πέρα από το γαστρονομικό, και σημαντικό λεξιλογικό και φρασεολογικό ενδιαφέρον. Πριν από μερικά χρόνια είχαμε βέβαια βάλει ένα διήγημα, Φάβα αποκριάτικα, του φίλου μας του Δημήτρη Μαρτίνου, αλλά εδώ λεξιλογούμε, οπότε χρειάζεται και λεξιλογική πραγμάτευση και δεν αρκούν τα όσα είχαμε αναφέρει παρεμπιπτόντως σε ένα παλιότερο άρθρο μας για τα κουκιά.
Τη φάβα την ξέρουμε όλοι για φαγητό, με λάδι και κρεμμύδι, όπως στη φωτογραφία -που τη δανείστηκα από κάποιον ιστότοπο με συνταγές μαγειρικής.
Αλλά αυτός ο νόστιμος κίτρινος πολτός φτιάχνεται από κάποιο όσπριο, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, αλλά εδώ υπάρχει ένα μπέρδεμα. Υπάρχει φάβα που φτιάχνεται από σπόρους μπιζελιού, αρακά, υπάρχει και η φάβα που φτιάχνεται από λαθούρι, όπως η φάβα της Σαντορίνης. Αυτή η κίτρινη φάβα είναι η πιο συνηθισμένη στην Ελλάδα, όμως διαβάζω ότι στην Αμοργό τη φάβα τη φτιάχνουν από αρακά -για τον οποίο αρακά ή μπιζέλι χρωστάμε άρθρο.
Μια και στον αρακά θα αφιερώσουμε χωριστό άρθρο, στο σημερινό άρθρο θα εστιαστούμε στη φάβα από λαθούρι -πάντως, τα λεξιλογικά και τα άλλα στοιχεία αφορούν εξίσου όλες τις ποικιλίες του εδέσματος. Να πούμε πάντως ότι φάβα μπορεί επίσης να φτιαχτεί και από κουκιά.
Η φάβα Σαντορίνης είναι ΠΟΠ και στη σχετική σελίδα της Κομισιόν διαβάζουμε:
Η Φάβα Σαντορίνης ΠΟΠ παράγεται από τους σπόρους του Lathyrus clymenum L., ενός ανθοφόρου φυτού που καλλιεργείται σε οκτώ από τα νησιά των Κυκλάδων στο Νότιο Αιγαίο. Από τη σπορά μέχρι τη συσκευασία, όλα τα στάδια της παραγωγής πραγματοποιούνται στα νησιά, με τη χρήση τοπικών μεθόδων που ξεκίνησαν χιλιετίες πριν.
Το τελικό προϊόν έχει τη μορφή μικρών χρυσών δίσκων. Όταν μαγειρεύονται, αποκτούν βελούδινη υφή και γλυκιά γεύση, και αποτελούν την τέλεια βάση για μια ποικιλία φαγητών ή καταναλώνονται με τη μορφή μιας νόστιμης σαλάτας.
Το ψυχανθές αυτό, το Lathyrus clymenum, λέγεται ελληνικά «Λάθυρος το κλύμενον» (ή, λαϊκότερα, ισπανικός βίκος). Aλλά όταν αγοράζουμε από το σουπερμάρκετ φάβα για να φτιάξουμε, δεν αγοράζουμε λαθούρι ή λάθυρο, αγοράζουμε φάβα -δηλαδή, φάβα λέγεται επίσης ο κατάλληλα προετοιμασμένος (κομμένος, σπασμένος κτλ.) καρπός του λαθουριού, που τον μαγειρεύουμε για να φτιάξουμε φάβα.
Το λεξικό μάς λέει ότι η φάβα είναι λέξη της ελληνιστικής εποχής, δάνειο από τα λατινικά. Μάλιστα, αρχικά η λέξη ήταν γένους ουδετέρου, το φάβα του φάβατος, δάνειο από το λατινικό faba, το οποίο ήταν γένους θηλυκού και σήμαινε κάποιο είδος οσπρίου, φασολιού ή κουκιού. Στα ελληνικά, φάβα ήταν αρχικά το κουκί.
Για παράδειγμα, σε ιατρικό κείμενο του 2ου αιώνα μΧ βρίσκω το εξής γιατροσόφι «προς όρχεων φλεγμονάς»:
Κυμίνου, φάβατος μεγάλου ἀποζέματος, σταφίδος ἐκγεγιγαρτισμένης·
ταῦτα λείου καὶ ἐπίβαλλε μέλιτος ὀλίγον καὶ ἐλαίου καὶ κατάπλασσε, ἀνακρεμνῶν ἐπιδέσμῳ· εἰ δὲ πολλὴ ᾖ ἡ φλεγμονή, προκατάντλει, ἀνηθελαίῳ θερμαίνων.
Εκτός από το φάβα, στο λεξιλόγιο της εποχής έχουμε επίσης το φαβατάριον (γαβάθα όπου μαγειρεύονταν τα κουκιά), το φαβάτον (αλεύρι ή γλύκισμα από κουκιά) ή το ανθρωπωνύμιο Φαβάς.