Την αφορμή για το σημερινό άρθρο την παίρνω από μια πρόσφατη επιστολή στην Καθημερινή, που την υπογράφει ο αγαπητότατος Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, στον οποίο χρωστάμε, πρώτο ανάμεσα σε πολλά, την κριτική έκδοση του Παπαδιαμάντη.
Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ, αλλά είναι πολύ σύντομη, οπότε την παραθέτω ολόκληρη:
Με τους «πειραμένους» ή τους πεπειραμένους;
Κύριε διευθυντά
Σε κείμενο τακτικού συνεργάτη σας διαβάζω: «Ετσι που στο τέλος μπερδεύεται όποιος δεν είναι εξαρχής πεισμένος ότι οι ‘’δικοί μας’’ έχουν πάντα δίκιο» («Κ», Τετάρτη 23 Νοεμβρίου, σελ. 13).
Ασφαλώς ημπορούμε τις περισσότερες φορές να παραλείπουμε τον αναδιπλασιασμό του παρακειμένου και να λέμε ή να γράφουμε «λυμένος», «σωσμένος», «θαμμένος», «θωρακισμένος» κ.λπ. Είναι πάντως βέβαιο ότι κανένα ελληνικό αφτί δεν θα άντεχε το «δομένος» αντί του «δεδομένος», «πειραμένος» αντί του «πεπειραμένος» ή «κτημένος» αντί του «κεκτημένος».
Δεν ισχυρίζομαι ότι το «πεισμένος» είναι εξίσου ανατριχιαστικό και απαράδεκτο. Παρά ταύτα δεν θα τολμούσα μιλώντας ή γράφοντας να του αφαιρέσω τον αναδιπλασιασμό.
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο σεβαστός Ν.Δ.Τ. (που είναι φιλόλογος, μάχιμος όσο υπηρετούσε) δηλώνει ότι τον ενοχλεί η παράλειψη του αναδιπλασιασμού στον τύπο «πεισμένος» της μετοχής παρακειμένου και θα προτιμούσε τον αναδιπλασιασμένο τύπο «πεπεισμένος».
Πολύ σωστά αναγνωρίζει ότι τις περισσότερες φορές ο αναδιπλασιασμός παραλείπεται, παραθέτοντας ορισμένα παραδείγματα, αλλά βέβαια, συνεχίζει, υπάρχουν περιπτώσεις όπου κανένας δεν θα ανεχόταν παράλειψη του αναδιπλασιασμού.
Εύστοχα επίσης τοποθετεί την περίπτωση του πεισμένος/πεπεισμένος ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα (παράλειψη του αναδιπλασιασμού – υποχρεωτικός αναδιπλασιασμός) αλλά θεωρεί πως βρίσκεται κοντά στον υποχρεωτικό αναδιπλασιασμό μια και ο ίδιος «δεν θα τολμούσε» να πει ή να γράψει μη αναδιπλασιασμένο τον τύπο («πεισμένος»).
Κατά σύμπτωση, ένας άλλος πολύ αγαπημένος μου διανοούμενος έχει ασχοληθεί με το ίδιο θέμα. Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας το 1947 είχε μια εβδομαδιαία στήλη στον Ριζοσπάστη, όπου σχολίαζε γλωσσικά φαινόμενα -κάτι σαν τα δικά μας σαββατιάτικα μεζεδάκια. Εκεί είχε επικρίνει για υπερβάλλοντα δημοτικιστικό ζήλο τον συντάκτη αριστερού εντύπου που έγραψε «πεισμένος» και είχε συστήσει να διατηρείται ο αναδιπλασιασμένος τύπος (πεπεισμένος) «όπου δεν μπορούμε να το αποφύγουμε» αφού είναι «αναγκαίο κακό για τη δημοτική».
Εγώ πάντως, στα δικά μου κείμενα, όπως βλέπω, χρησιμοποιώ και τους δύο τύπους (πεισμένος / πεπεισμένος), ίσως περισσότερο τον μη διπλασιασμένο, πεισμένος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως έχω προγράψει τους αναδιπλασιασμούς γενικώς -ούτε θα πω «πειραμένος», για να χρησιμοποιήσω ένα από τα παραδείγματα του Ν.Δ.Τ., ούτε θα κοιτάξω να δω αν μπορώ να τον αποφύγω, όπως φαίνεται να συμβουλεύει ο Κοτζιούλας.
Κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στις δυο κατηγορίες («όχι αναδιπλασιασμός» και «πάντα αναδιπλασιασμός») υπάρχει και μια τρίτη, «προαιρετικός αναδιπλασιασμός», ίσως πιο ολιγομελής. Επίσης, το ποια ρήματα ανήκουν στην μία ή την άλλη κατηγορία είναι κάτι που εξελίσσεται, όπως και η γλώσσα. Θυμάμαι έναν διάλογο από τις εφημερίδες, γύρω στο 1923, παναπεί πριν από 100 περίπου χρόνια, ανάμεσα στον Ν. Λαπαθιώτη και τον Κώστα Παρορίτη. Είχε προτείνει ο Λαπαθιώτης να συγκροτηθεί μια «εκλελεγμένη» επιτροπή, για κάποιο θέμα των λογοτεχνών. «Ψυχή μου αναδιπλασιασμός!» σχολίασε ο Παρορίτης, και ο Λαπαθιώτης, που κι αυτός δημοτική έγραφε, απάντησε πως μια χαρά στέκει ο αναδιπλασιασμός. Σήμερα θαρρώ πως λίγοι θα συμφωνούσαν μαζί του, τουλάχιστον στην Ελλάδα (Στην Κύπρο βλέπω πως ο τύπος χρησιμοποιείται και σήμερα).
Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αναδιπλασιασμός, στα αρχαία ελληνικά, είναι η επανάληψη του αρχικού συμφώνου τοιυ ρήματος, συνοδευόμενου από το ε, στους συντελικούς χρόνους. Στα αρχαία, δεν ήταν μόνο η μετοχή του παρακειμένου που έπαιρνε αναδιπλασιασμό, αλλά όλοι οι τύποι του (μονολεκτικού στα αρχαία) παρακειμένου και υπερσυντέλικου: λελυμένος, αλλά επίσης λέλυκα και ελελύκειν.
Δεν έπαιρναν αναδιπλασιασμό όλα τα ρήματα. Όσα άρχιζαν από φωνήεν, ή από ρ, ζ, ξ, ψ ή από δύο ή τρία σύμφωνα έπαιρναν απλή αύξηση, αν και υπήρχε κόντρα εξαίρεση, διότι τα ρήματα που είχαν δεύτερο σύμφωνο υγρό (λ, ρ) αναδιπλασιάζονταν. Έτσι, εσκαμμένος, εστραμμένος αλλά κεκλιμένος. Επίσης, τα ρήματα από θ,φ,χ αναδιπλασιάζονταν με τα αντίστοιχα κλειστά σύμφωνα: τεθλασμένη, πεφυσιωμένος, κεχαριτωμένη.
Ο Μπαμπινιώτης έχει ένα πλαίσιο στο λεξικό του, όπου τα λέει καλά: Μερικές μετοχές μεσοπαθητικού παρακειμένου έχουν διατηρήσει -όταν χρησιμοποιούνται ως ονόματα (επίθετα ή ουσιαστικά) ή για υφολογικές διακρίσεις σε λογιότερο ή πιο τυπικό κείμενο- τον αναδιπλασιασμό που είχαν στην αρχαία και τη λόγια γλωσσική παράδοση όλες ανεξαιρέτως οι μετοχές του μεσοπαθητικού παρακειμένου.
Σε κάποια ρήματα, ο αναδιπλασιασμένος τύπος της μετοχής εμφανίζεται μόνο σε κάποιες στερεότυπες χρήσεις ή σε απολιθώματα, ενώ για τις άλλες υπάρχει ο απλός τύπος. Θωρακισμένο αυτοκίνητο, αλλά υπηρετώ στα Τεθωρακισμένα. Χαίρε Κεχαριτωμένη αλλά χαριτωμένη κοπέλα, υπερέβη τα εσκαμμένα, αλλά σκαμμένο χωράφι, κεκλεισμένων των θυρών αλλά κλεισμένη θέση. Σε αυτές άλλωστε τις περιπτώσεις, η μετοχή, όπως λέει ο Μπαμπινιώτης, χρησιμοποιείται ως όνομα. Το τετριμμένο (πχ επιχείρημα) είναι επίθετο, το τριμμένο τυρί είναι μετοχή, τυρί που το τρίψαμε.
Παρόμοια, ως ονόματα χρησιμοποιούνται: το κεκλιμένο επίπεδο, η τεθλασμένη, ο σεσημασμένος κακοποιός, η πεπατημένη, ο επιτετραμμένος, η τετμημένη, η τεταγμένη, η δεδηλωμένη, το δεδικασμένο, τα δεδομένα (και το γεγονός, εδώ που τα λέμε) κτλ.
Κάποιοι χρησιμοποιούν αναδιπλασιασμό και με ρήματα που κανονικά δεν τον εμφανίζουν, για φιγούρα ή ειρωνικά. Ας πούμε, πριν από μερικά χρόνια είχα δει το ειρωνικό «η πεπολιτισμένη Δύση». Αυτό βέβαια γραφόταν και λεγόταν στην καθαρεύουσα του 19ου αιώνα, ή έως και το πρώτο μισό του 20ού, αλλά σήμερα πολύ λίγο.
Όπως το κεκλιμένο επίπεδο, έχουμε και μερικά άλλα ζευγάρια επιθέτου-ουσιαστικού με αναδιπλασιασμό, σε στερεότυπες φράσεις: διακεκαυμένη ζώνη, κεκτημένα δικαιώματα, κεκορεσμένο διάλυμα -μπορούμε να προσθέσουμε κι άλλα. Ωστόσο, έχω ακούσει για κορεσμένο διάλυμα, μπορεί και να το έλεγα κι εγώ σε μιαν άλλη ζωή που ήμουνα χημικός. Από την άλλη, το πεπιεσμένο χαρτί και ο πεπιεσμένος αέρας αντέχουν, ενώ όλοι λένε «είμαι πολύ πιεσμένος σήμερα».
Σε άλλες περιπτώσεις, είναι θέμα ύφους. Εδώ εντάσσω εγώ τον πεισμένο/πεπεισμένο. Για κάποιον που διαγράφτηκε (ή διεγράφη) από ένα κόμμα, λέμε «ο διαγραμμένος», λέμε όμως και «ο διαγεγραμμένος» (και «ο διεγραμμένος» έχω δει, που κανονικά δεν δικαιολογείται). Άλλα σύνθετα του ίδιου ρήματος έχουν πιο ανθεκτικούς αναδιπλασιασμούς: εγγεγραμμένος, αναγεγραμμένος, προσγεγραμμένος, περιγεγραμμένος, καταγεγραμμένος, προδιαγεγραμμένος. Αλλά γραμμένος, αντιγραμμένος και προγραμμένος
Κλείνω με μιαν αυτοτιμωρία, αντιγράφω από τον Μπαμπινιώτη έναν μακρότατο κατάλογο με ρήματα που παίρνουν αναδιπλασιασμό. Καλά να πάθω (αλλά καλά που υπάρχει και οσιάρ):
(αναπετάννυμι) αναπεπταμένος
(βάλλω, επιβάλλω, συμβάλλω…) επιβεβλημένος, συμβεβλημένος, καταβεβλημένος, προσβεβλημένος, μεταβεβλημένος, διαβεβλημένος, περιβεβλημένος. παρεμβεβλημένος, αποβεβλημένος,
(βαρώ / βαρύνω, επιβαρύνω) βεβαρημένος / επιβεβαρυμμένος,
(βιάζω) βεβιασμένος,
(γλύφω, εγγλύφω) παλαιότ. γεγλυμμένος, παλαιότ. εγγεγλυμμένος,
(γράφω, εγγράφω, υπογράφω…) εγγεγραμμένος, υπογεγραμμένος, διαγεγραμμένος, καταγεγραμμένος, περιγεγραμμένος, προδιαγεγραμμένος, αναγεγραμμένος, επιγεγραμμένος, παραγεγραμμένος, προγεγραμμένος, προσγεγραμμένος,
(δεικνύω, ενδείκνυται, αποδεικνύω) ενδεδειγμένος, αποδεδειγμένος,
(δέω, συνδέω, προσδέω) συνδεδεμένος, προσδεδεμένος,
(δηλώνω) δεδηλωμένος,
(δικάζω, επιδικάζω, προδικάζω) δεδικασμένος, επιδεδικασμένος, προδεδικασμένος,
(διδάσκω) παλαιότ. δεδιδαγμένος,
(δίδω, διαδίδω, εκδίδω) δεδομένος / δεδομένα (όχι δεδόμενα!), διαδεδομένος, εκδεδομένος,
(δουλεύω) δεδουλευμένα.
(εκλέγω) παλαιότ. εκλελεγμένος.
(εκφράζω) εκπεφρασμένος,
(ενδύω) ενδεδυμένος,
(εντέλλομαι) εντεταλμένος,
(επιτηδεύω) παλαιότ. επιτετηδευμένος,
(επιτρέπω) επιτετραμμένος,
(θέτω. εκθέτω, διαθέτω, αναθέτω…) τεθειμένος, διατεθειμένος, ανατεθειμένος, κατατεθειμένος, μετατεθειμένος, εκτεθειμένος, συντεθειμένος, παρατεθειμένος, παρεντεθειμένος, αποσυντεθειμένος, προστεθειμένος,
(θλίβω) τεθλιμμένος,
(θλω) τεθλασμένος,
(καίω, διακαίω) κεκαυμένος, διακεκαυμένος,
(καλύπτω, συγκαλύπτω) κεκαλυμμένος, συγκεκαλυμμένος,
(κανονίζω) κεκανονισμένος,
(κεράννυμι) κεκραμένος,
(κηρύσσω) κεκηρυγμένος,
(κινδυνεύω) παλαιότ. παρακεκινδυνευμένος,
(κλείνω) κεκλεισμένος,
(κλίνω) κεκλιμένος,
(κορέννυμι) κεκορεσμένος,
(κόπτω, διακόπτω, συγκόπτω…) διακεκομμένος, συγκεκομμένος. παλαιότ. αποκεκομμένος, περικεκομμένος,
(κρίνω, εγκρίνω, διακρίνω, συγκρίνω) εγκεκριμένος, διακεκριμένος. συγκεκριμένος,
(κτώμαι) κεκτημένος / κεκτημένα,
(κυρώνω) κεκυρωμένος,
(λαμβάνω, καταλαμβάνω, αναλαμβάνω…) ειλημμένος (< *εσληβμένος. με ανομοιωτική αποβολή τού δασέος φθόγγου, < «σε-σληβ-μένος), κατειλημμένος, ανειλημμένος, προκατειλημμένος, επανειλημμένος,
(λέγω) ειρημένος,
(λειαίνω) παλαιότ. λελειασμένος,
(λείπω, εγκαταλείπω) εγκαταλελειμμένος,
(λύω, διαλύω, αναλύω) λελυμένος, παλαιότ. διαλελυμένος, παλαιότ. αναλελυμένος,
(λογίζω) λελογισμένος,
(μαρτυρώ) παλαιότ. μεμαρτυρημένος,
(μειγνύω, αναμειγνύω, προσμειγνύω) αναμεμιγμένος, προσμεμιγμένος.
(μονώ) μεμονωμένος,
(μυώ) μεμυημένος.
(νομίζω) νενομισμένος,
(παιδεύω) πεπαιδευμένος,
(παλαιώ) πεπαλαιωμένος,
(πατώ) πεπατημένος / πεπατημένη,
(παραδέχομαι) παραδεδεγμένος,
(περιπλέκω) περιπεπλεγμένος,
(περώ) πεπερασμένος,
(πιέζω) πεπιεσμένος,
(πιστεύω, διαπιστεύω) διαπεπιστευμένος,
(πλανώ) παλαιότ. πεπλανημένος,
(ποικίλλω) πεποικιλμένος,
(προσκαλώ) προσκεκλημένος,
(προχωρώ) προκεχωρημένος,
(πτύσσω) ανεπτυγμένος, συνεπτυγμένος,
(σημαίνω) σεσημασμένος,
(σπω) απεσπασμένος, διεσπασμένος.
(συμφωνώ) συμπεφωνημένος / συμπεφωνημένα,
(τάσσω, διατάσσω, εντάσσω…) διατεταγμένος, εντεταγμένος, συντεταγμένος, παρατεταγμένος,
(τείνω, εκτείνω, παρατείνω…) τεταμένος, εκτεταμένος, παρατεταμένος, παρεκτεταμένος, προτεταμένος, εντεταμένος,
(τελώ) τετελεσμένος,
(τέμνω, κατατέμνω, συντέμνω…) τετμημένος, κατατετμημένος, συντετμημένος, περιτετμημένος,
(τήκω) τετηγμένος,
(τρίβω) τετριμμένος,
(φιλώ) πεφιλημένος,
(αρχ. φυσιώ) πεφυσιωμένος,
(χέω, συγχέω, διαχέω) συγκεχυμένος, διακεχυμένος.
Για λόγους πληρότητας, βάζω και τις «μετοχές με αύξηση» από τη συνέχεια του ίδιου πλαισίου.
Μετοχές με αύξηση. Πρόκειται για μερικές μετοχές από ρήματα που αρχίζουν από φωνήεν ή από ρ, ζ, ξ, ψ, δύο σύμφωνα (πλπν κ, π, t, β, δ, γ. φ. θ. χ + υγρό) ή από τρία σύμφωνα. Τέτοιες μετοχές είναι: (αγγέλλω, εξαγγέλλω. καταγγέλλω) εξηγγελμένος. κατηγγελμένος, (αγιάζω) ηγιασμένος, προηγιασμένος, (άγω, προάγω, εισάγω, παράγω…) προηγμένος, εισηγμένος, παρηγμένος, (αιρώ, διαιρώ, συναιρώ) διηρημένος, συνηρημένος, (αισχύνω, καταισχύνω) κατησχυμμένος, (αίρω, επαίρομαι) επηρμένος, (αμαρτάνω) ημαρτημένος, (αναγνωρίζω) ανεγνωρισμένος, (απαρχαιώνω) απηρχαιωμένος, (άπτω, συνάπτω, εξάπτω) συνημμένος, εξημμένος, (αρτώ, αναρτώ, προσαρτώ…) ανηρτημένος, προσηρτημένος, συνηρτημένος, (καταρτίζω) κατηρτισμένος, (ασκώ, εξασκώ) ησκημένος, εξησκημένος, (αυξάνω, επαυξάνω, προσαυξάνω) ηυξημένος, επηυξημένος, προσηυξημένος, (γιγνώσκω) εγνωσμένος, απεγνωσμένος. (ελέγχω) ηλεγμένος, (θέλω) ηθελημένος, (ενώνω) ηνωμένος, (ζητώ, εκζητώ) εξεζητημένος, (ελίσσω, εξελίσσω) εξειλιγμένος, (ίημι, ανίημι) ανειμένος, (οικώ, κατοικώ) κατωκημένος, (οίχομαι, παροίχομαι) παρωχημένος, (πτύσσω, αναπτύσσω, συμπτύσσω) ανεπτυγμένος, συνεπτυγμένος, (ρίπτω) ερριμμένος, (ρώννυμι) ερρωμένος, (σκάπτω, ανασκάπτω) εσκαμμένος, ανεσκαμμένος, (σκέπτομαι) εοκεμμένος, (σκοτίζω) εσκοτισμένος, (σπείρω, διασπείρω, εγκατασπείρω…) διεσπαρμένος, κατεσπαρμένος, εγκατεσπαρμένος, (σπεύδω) εσπευσμένος, (σταυρώνω) εσταυρωμένος, (στέλλω, συστέλλω, αποστέλλω…) συνεσταλμένος, απεσταλμένος, διεσταλμένος, (στέφω) εστεμμένος, (στεγάζω) εστεγασμένος, (στρέφω, διαστρέφω, καταστρέφω…) διεστραμμένος. κατεστραμμένος, ανεστραμ-μένος, αντεστραμμένος, (σφάλλω) εσφαλμένος, (-σχομαι, υπόσχομαι) υπεσχημένος, (φθείρω, διαφθείρω, παραφθείρω) διεφθαρμένος, παρεφθαρμένος.
Θα προσέξατε ένα λαθάκι, τα απεσπασμένος και διεσπασμένος (ρήμα σπω) δεν είναι αναδιπλασιασμός αλλά μετοχή με αύξηση.
Βέβαια, δεν θα συμφωνήσουμε όλοι με τον κ. Μπαμπινιώτη σε όλες τις περιπτώσεις -ας πούμε δεν νομίζω ότι λέμε συχνά «λελυμένος», ενώ πάντοτε λέμε συμβεβλημένος. Τέλος πάντων εξαρτάται και από το ύφος. Περιμένω δικά σας σχόλια για μετοχές που ο πίνακας τις έχει αναδιπλασιασμένες αλλά εσείς τις χρησιμοποιείτε απλές. Δεν εννοώ αυτές που έχουν την ένδειξη «παλαιότ.», όπου οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι δεν τις αναδιπλασιάζουν.
Εγώ θα έβαζα, όπως είπα, το λελυμένος, που δεν το λέω ποτέ, το διαγραμμένος, που ήδη το ανάφερα, αλλά και «καταγραμμένος». Κάποτε λέω «αναπτυγμένος», ποτέ δεν θα έλεγα «κεκηρυγμένος», ενώ, όπως είπα, χρησιμοποιώ και το «πεισμένος» και το «πεπεισμένος».
Το οποίο «πεπεισμένος» λείπει περιέργως από τον κατάλογο του Μπαμπινιώτη, παρόλο που στο λήμμα «πείθω» αναφέρεται ο τύπος, ενώ υπάρχει και ιδιαίτερο λήμμα «πεπεισμένος». Λείπει άλλωστε από τον κατάλογο και ο πεπειραμένος, που σημαίνει ότι δεν είναι πλήρης ο κατάλογος.
Οπότε, δεύτερο ζητούμενο για τα σχόλιά σας:
Μπορείτε να βρείτε άλλες μετοχές με αναδιπλασιασμό, που να χρησιμοποιούνται στη σημερινή γλώσσα, όπως οι πεπεισμένος και πεπειραμένος, αλλά να λείπουν από τον πίνακα;