Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Σκιάθος’

Τ’ αερικό στο δέντρο (πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 16 Απριλίου, 2023

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα του Πάσχα ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.

Και φέτος θα τηρήσουμε το έθιμο, και μάλιστα εις διπλούν, διότι και αύριο έχουμε ένα θέμα σχετικό με τον Παπαδιαμάντη, αν και όχι διήγημα.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907 στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας, στο οποίο ο Παπαδιαμάντης είχε δημοσιεύσει συνολικά πάνω από δέκα διηγήματα. Το κείμενο το πήρα από τον ιστότοπο papadiamantis.org. Με αστερίσκο επισημαίνονται δυο λέξεις, καραβίζω δηλ. ρίχνω στο νερό καραβάκια από ξύλο ή χαρτί, και κότσικα, που είναι οι καρποί του κότσικα, άγριου φυλλοβόλου δέντρου, όπως λέει το γλωσσάρι των Απάντων του Παπαδιαμάντη.

O Παπαδιαμάντης αφηγείται ένα επεισόδιο της παιδικής του ηλικίας, μια κατάρα που φαίνεται να έπιασε.

Στο τέλος του διηγήματος παραθέτω κατάλογο των άλλων πασχαλινών λογοτεχνημάτων που έχουμε παρουσιάσει κατά καιρούς στο ιστολόγιο. Όπως θα δείτε, τα τρία πρώτα χρόνια δεν είχαμε πασχαλινό αφήγημα διότι τότε δεν με είχε πιάσει η μανία της καθημερινής δημοσίευσης και το Πάσχα έπαιρνα άδεια. Μετά όμως ήρθε το μνημόνιο και καταργήθηκαν οι άδειες.

Τ’ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Κάτω στὰ Βουρλίδια, καθὼς κατηφορίζεις ἀπὸ τὶς Βίγλες, ἀνάμεσα Πλατάνα καὶ Πετράλωνο, σιμὰ στῆς Γανωτίνας τὸν Μύλον, ἐκεῖ κατεβαίνει τὸ ρεῦμα χείμαρρος, νᾶμα, δρόσος καὶ ἴαμα, ἀπὸ τὰ ὄρη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εὐφροσύνη ὀρνέων, ἐπαύλεις Σειρήνων, καὶ καλάμη καὶ χλόη· ἐκεῖ τὸ ὄμμα ἀπολαύει γωνίαν παραδείσου, καὶ ἡ ψυχὴ δροσίζεται, ὡς σώφρων Ἄννα, κινοῦσα τὰ χείλη εἰς προσευχήν, χωρὶς ν᾿ ἀκούεται ἡ φωνή της, φωνὴ μυστηριωδῶς ψιθυρίζουσα εἰς τὴν καρδίαν: Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς, θέρος καὶ ἔαρ σὺ ἔπλασας αὐτά.

Τέσσαρα ἢ πέντε καλύβια ἀγροτῶν καὶ βοσκῶν, ἀντικρύζοντα εἰς ἄλληλα, ἦσαν κτισμένα ἐπὶ τῶν κλιτύων ἔνθεν κ᾿ ἔνθεν τῆς κοιλάδος. Ὅλα τ᾿ ἀνήλικα παιδία τῶν ἀγροδιαίτων αὐτῶν οἰκογενειῶν συνηγελάζοντο καθημερινῶς πρὸς τὸ βάθος τῆς ρεματιᾶς, κυλιόμενα μέσα εἰς τὰ παχέα χόρτα, ἀνάμεσα εἰς τὰς πυκνὰς λόχμας καὶ τοὺς καλαμῶνας, παίζοντα εἰς τὸν ἴσκιον τῶν βαθυφύλλων δένδρων, τὰ ὁποῖα ἠγκαλίζετο ὁ κισσὸς ἀπὸ τῆς ρίζης σπειροειδῶς ἀνέρπων μέχρι τῆς κορυφῆς, σιμὰ εἰς τὸ διαυγὲς ρεῦμα τοῦ ὁποίου ἠκούετο ὁ ψίθυρος, κελαρύζων βαθιὰ εἰς τὴν ψυχήν, ἐνῶ ἡ αὔρα ἔσειε μυστικὰ τοὺς βαθυπρασίνους θάμνους, κ᾿ οἱ παπαροῦνες ἔβαπτον μὲ κόκκινα στίγματα ὅλα τὰ κατηφορικὰ χωράφια γύρω, ἐν μέσῳ πληθύος ἄλλων ποικιλοχρώμων ἀνθέων, ὁποὺ ἐνθύμιζαν τὸ ᾆσμα τὸ ψαλὲν εἰς τὰς ἐκκλησίας τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν σεβάσμιον: «ἀνεδήσω στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι· καὶ τὴν χλαῖναν τὴν κοκκίνην ἐφόρεσας…» Κ᾿ ἐκεῖ τὰ πετεινὰ εὐφραινόμενα ἐπετοῦσαν ἀπὸ κλάδον εἰς κλάδον, ἀνταποκρινόμενα φαιδρῶς μὲ τὰ κελαδήματά των εἰς τὰς χαρμοσύνους τῶν παιδίων κραυγάς.

Ἦσαν ὁ Στάθης κι ὁ Λευθέρης τῆς Κρατήρας, δίδυμα ἑπτὰ ἐτῶν, κι ὁ Γιώργης κ᾿ ἡ Μαλάμω τοῦ Καρυοφύλλη, ἑπτὰ καὶ ἓξ ἐτῶν, κι ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου, ὀκταέτης, κι ὁ Χαράλαμπος καὶ τὸ Τσιτσὼ τοῦ Καλλιμάνη, ἓξ καὶ πέντε ἐτῶν, ὅλα χαρούμενα, παίζοντα μέσα εἰς τὰς λόχμας, πηδῶντα τὰ μικρὰ χανδάκια, καραβίζοντα* φύλλα δένδρων ἢ ξυλάρια εἰς τὸ νερὸν τοῦ ρύακος. Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, μία μικρὰ σπεῖρα ἀπὸ μάγκας τῆς πολίχνης, ἡλικίας ἀπὸ δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ἐτῶν, εἶχεν ἐξέλθει εἰς ἐκδρομὴν ἀνὰ τὴν κοιλάδα, διὰ νὰ κόψουν βέργες ἴσως, διὰ νὰ φάγουν κότσικα* ἀνθοβολοῦντα εἰς τὰς λόχμας, διὰ νὰ κλέψουν ρόδα ἀπὸ τὰς αἱμασιὰς καὶ τοὺς φράκτας τῶν περιβολίων, ἢ διὰ νὰ κυνηγήσουν φωλεὰς πουλιῶν ἀναρριχώμενοι εἰς τὰ δένδρα. Ἡ συμμορία εἰσέβαλε θορυβωδῶς μέσα εἰς τὰ Βουρλίδια, ἠκούοντο αἱ ἄγριαι φωναί της μακράν, ἀτακτοῦσαν κ᾿ ἐκτυποῦσαν τοὺς θάμνους καὶ κατέβαλλον τὰς καλαμιὰς εἰς τὸ ἔδαφος. Ἡ μικρὰ ἀγέλη τῶν χωρικῶν παιδίων, ἅμα εἶδε καὶ ἤκουσε τὴν σπεῖραν τῶν παιδίων τῆς πόλεως, τὰ ὁποῖα ἦσαν πολὺ μεγαλύτερα τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ ἀνάστημα ―ἐφαίνοντο δὲ ἀγριώτερα ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀγροδιαίτων τῆς κοιλάδος― ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον καὶ ραγδαίαν φυγήν.

Οἱ μάγκαι τῆς πόλεως ἔμειναν κύριοι τοῦ πεδίου, ἀμαχητεί. Εἷς μόνος ἐκ τῆς σπείρας των, ὁ Μιχάλης ὁ Βεργής, κρατῶν μακρὰν βέργαν τὴν ὁποίαν ἀρτίως εἶχε κόψει ἀπὸ ἓν δένδρον καὶ τὴν εἶχε πελεκήσει μὲ τὸν γκέκαν, τὸν κυρτὸν σουγιάν του, εὐχαριστήθη νὰ κυνηγήσῃ ἓν παιδάριον ἐκ τῆς συνοδίας, τὸν Κῶτσον τοῦ Κοντονίκου, ὅστις εἶχε μικρὰν χωλότητα εἰς τὸν ἀριστερὸν πόδα κι ἀργοπατοῦσε, μείνας τελευταῖος ἀπὸ ὅλην τὴν ἀγέλην τὴν παθοῦσαν τὸ πανικὸν πάθημα. Ὁ Μιχάλης ὁ Βεργὴς τὸν ἔφθασε, τὸν ἔψαυσε μὲ τὴν μακρὰν ράβδον, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ κάτω, ἂν δὲν εἶχε πέσει ἤδη ἀπὸ τὸν φόβον του, πρὶν τὸν φθάσῃ ἡ βέργα τοῦ Μιχάλη. Τὸ παιδίον, ἀρχίσαν νὰ κραυγάζῃ καὶ πρὶν πέσῃ, ἔβαλε σπαρακτικὰς φωνὰς ἀφοῦ ἔπεσε, κ᾿ ἐβάρεσεν, ὡς φαίνεται, εἰς τὸ πόδι του τὸ πονεμένον. Ὅλαι αἱ ἠχοὶ τῶν κοίλων βράχων, καὶ τῶν ἀπορρώγων κρημνῶν καὶ τῶν καθέτων κλιτύων τῆς βαθείας κοιλάδος, ἐξύπνησαν ἀπὸ τὰς κραυγὰς τοῦ μικροῦ Κώτσου, καθὼς εἶχε πέσει ἀνὰ τὸ ὀλισθηρὸν χῶμα, δίπλα εἰς τὸν ὑγρὸν χορταριασμένον βράχον, ἄνωθεν τοῦ ρεύματος.

Ἀπὸ τὸ ἀντικρινὸν καλύβι, τὸ πλησιέστερον εἰς τὸν βράχον τὸν βρεχόμενον ἀπὸ τὸν ρύακα, κάτω ἀπὸ τὴν φυλλάδα τῶν κισσοειδῶν θάμνων καὶ τὸ σύμπλεγμα τῆς ἀγραμπελιᾶς καὶ τῶν αἰγοκλημάτων, ἐξῆλθεν ἡ γρια-Κοντονίκαινα, ἡ μάμμη τοῦ μικροῦ Κώτσου. Εἶχεν ἀποθάνει ἡ νύμφη της πρὸ χρόνων, καὶ αὐτὴ εἶχεν ἀναθρέψει τὸ παιδίον, καὶ τὸ ἠγάπα ὡς «δυὸ φορὲς παιδί της». Χωρὶς νὰ ἐξακριβώσῃ καλὰ τί εἶχε συμβῆ, ἤρκει ὅτι εἶδε τὸν Μιχάλην νὰ κρατῇ ἀκόμη τεταμένην τὴν βέργαν του, καὶ τὸ παιδίον νὰ κεῖται χαμαί, ᾐσθάνθη ὅτι τὸ ἐγγόνι της εἶχε πάθει κακόν τι ἀπὸ τὸν μάγκαν τῆς πόλεως, καὶ ἤρχισε συνάπτουσα τὰς χεῖρας νὰ ὀνειδίζῃ καὶ νὰ καταρᾶται:

―Ἀρὲ σύ, σκύλε ἀγαρηνέ, τί ἔκαμες!… Τί σοῦ ἔφταιξε τὸ παιδί, τὸ σακάτικο, καὶ τὸ κυνηγᾷς;… Κακὸ ἀερικὸ νὰ σοῦ ᾽ρθῃ ἀπάνω σου, νὰ σὲ μαράνῃ, σὰν ἐκεῖνο τὸ δεντρί, ἐκεῖ!…

*
* *

Ὅλη ἡ μικρὰ συμμορία τῶν ἀγυιοπαίδων τότε, μὲ ἓν βλέμμα καὶ μὲ ἓν κίνημα ἀπέβλεψεν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἔδειξε διὰ τῆς χειρονομίας της ἡ γραῖα. Ὑπῆρχε τῷ ὄντι μία κηλὶς εἰς τὴν φαιδρὰν πασχαλινὴν εἰκόνα τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς καλλονῆς. Ἓν δένδρον, ἀχλαδιά, ἵστατο ἐκεῖ, ἐπὶ τοῦ κατωφεροῦς τῆς κλιτύος, μὲ μαραμένα φύλλα καὶ ἄνθη, μὲ χρῶμα τέφρας καὶ σποδοῦ ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ τῶν κλώνων του· πολύκλαδον κούτσουρον, ἀπειλητικόν, παραπονεμένον. Εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του, καὶ τὸ εἶχε μαράνει διὰ μιᾶς, προώρως, ἐν πλήρει ἀνθήσει. Ἵστατο ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων δένδρων, ὡς φάντασμα ἐν μέσῳ ζώντων.

Τὰ παιδία ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἡ πικρὰ ἀρὰ τῆς γραίας, καὶ τὸ θέαμα τοῦ ἀπεξηραμμένου δένδρου, τὰ κατεπτόησεν. Ἀλλ᾿ ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ ἔμεινε τελευταῖος, ὀπίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καθὼς εἶχε μείνει πρὸ ὀλίγων λεπτῶν, τελευταῖος ἀπὸ τὴν συνοδίαν του, ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου.

*
* *

Τὴν νύκτα ἐκείνην, νύκτα Ἀναστάσεως, ἡ Ἀνάστασις ἐτελεῖτο εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁι-Γιώργη τῆς Χριστοδουλίτσας, κείμενον χίλια βήματα ἄνω ἀπὸ τὸν ἀνήφορον τοῦ λόφου, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὰ τέσσαρα Καλύβια τῆς κοιλάδος τῶν Βουρλιδίων. Ἐκεῖ ἀνήφθησαν φαιδραὶ λαμπάδες ἀνάμεσα εἰς τὰ δένδρα, κάτω ἀπὸ τὰ γλυκὰ λάμποντα ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, πρὶν ἀνατείλῃ ἀκόμη ἡ σελήνη. Καὶ ἦσαν ἐκεῖ ὅλοι οἱ βοσκοὶ κ᾿ οἱ βοσκοποῦλες τοῦ διαμερίσματος, φοροῦσαι τὰ στολίδια των τὰ πασχαλινά, εὐφραινόμεναι καὶ ἀπολαύουσαι τὴν ἄρρητον χαρὰν καὶ εὐωδίαν τοῦ Πάσχα.

Εἰς τὸ τέλος τῆς χαρμοσύνου Λειτουργίας, ὅλοι οἱ ἀγρόται, χριστιανοὶ καὶ χριστιαναί, ἐμετάλαβαν ἐκ «τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος». Ἀλλ᾿ ἡ γρια-Κοντονίκαινα εἶχεν ἐξομολογηθῆ εἰς τὸν παπα-Ἡσύχιον πρὶν ἀρχίσῃ ἀκόμη ἡ ἱερὰ ἀκολουθία.

Ὁ παπὰς ἠρνήθη νὰ τὴν μεταλάβῃ. Διηγήθη δύο ἢ τρία ἀληθῆ γεγονότα, πῶς, πρὸ ὀλίγων χρόνων, ἡ γρια-Κυρατσούλα τὸ Μοσχοβάκι (ἀποθανοῦσα τῷ 1864), ἐνῷ ἐπήγαινεν ἕνα πρωὶ εἰς τὸ σπίτι τοῦ γυιοῦ της, ἐσπρώχθη καθ᾿ ὁδὸν ἀπὸ ἓν ἄτακτον παιδίον, υἱὸν οἰκογενείας, τὸν Εὐτυχῆ τοῦ Παυλίνη, καὶ πεσοῦσα ἐπάνω εἰς τὴν κοπτερὰν γωνίαν μιᾶς οἰκοδομῆς ―τοῦ δημοτικοῦ Σχολείου― ἔθραυσε τὴν μίαν τῶν πλευρῶν της. Ἡ γραῖα ἐξέφερεν ἕνα γογγυσμόν, μίαν ἀράν: «νὰ κοπῇ τὸ χεράκι του!» Καὶ ὕστερον ἀπὸ χρόνους, ὁ Εὐτυχὴς τοῦ Παυλίνη, ὅταν ἔγινεν ἀνήρ, ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὅπου εἶχε διατρίψει ἐπὶ καιρὸν ἐμπορευόμενος, μ᾿ ἕνα καὶ μόνον χέρι. Εἶχε χάσει τὴν δεξιάν του χεῖρα ἐν ὥρᾳ συμπλοκῆς, τίς οἶδεν, ἴσως ἐκ μέθης. «Τώρα, τί ἐκέρδισεν ἡ γρια-Κυρατσούλα;» προσέθηκεν ὁ ἱερεύς. Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος.

Παλαιότερον ἀκόμη, ἡ γρια-Σινιώρα, ἡ μήτηρ αὐτῆς τῆς Κυρατσούλας, ἐπέζη ὀγδοηκοντοῦτις, ἐνῶ καὶ οἱ τρεῖς υἱοί της ἱερομόναχοι, μονάζοντες εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κουνίστραν ―ὁ παπα-Καλλίνικος, ὁ παπα-Ἰωσήφ, καὶ ὁ παπα-Εὐγένιος― εἶχον προαποθάνει. Μίαν τῶν ἡμερῶν ὁ προεστὼς τοῦ χωρίου, ὁ γερο-Καλοειδής, τὴν ἐνώχλησε καὶ τῆς εἶπεν: «Ἐσύ, γριὰ στρίγλα, ποὺ ἐψωμόφαες καὶ τοὺς τρεῖς γυιούς σου, καὶ σὺ ἀκόμη ζῇς!…» Ἡ γρια-Σινιώρα ἐταράχθη, ἔγινε κάτωχρος, καὶ τρέμουσα εἶπεν: «Ὅπως μ᾿ ἐτάραξε, νὰ τὸν ταράξῃ!» Ὀλίγῳ ὕστερον, τρεῖς υἱοὶ τοῦ γερο-Καλοειδῆ ἐχάθησαν, ὁ εἷς ἀπὸ πνιγμόν, ἄλλος ἀπὸ συγκοπήν, καὶ ὁ τρίτος ἀπὸ πῦρ, καὶ ὁ γηραιὸς πατήρ των ἐπέζη ἀκόμη. «Τώρα τί ἐκέρδισεν ἡ γρια-Σινιώρα;… Εὐλογεῖτε, καὶ μὴ καταρᾶσθε, εἶπεν ὁ Κύριος…»

Ποῦ νὰ μᾶς ξεσυνερισθῇ ὁ Θεός! εἶπεν ὁ ἱερεύς. Εἶναι μεγάλη ἡ μακροθυμία του. Εὐτυχῶς δὲν μᾶς ξεσυνερίζεται, ἀλλ᾿ ὅμως συμβαίνουν κάποτε, εἰ καὶ σπανίως, παράδοξα πράγματα, τὰ ὁποῖα εἶναι προωρισμένα νὰ χρησιμεύσουν ὡς παραδείγματα. Στὰ χίλια ἕνα! Τὸ καλὸν εἶναι νὰ φυλάγῃ κανεὶς τὸν θυμόν του καὶ τὴν γλῶσσάν του, καὶ ἂν τυχὸν ἀδικῆται, «ἕκαστος ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν».

Καὶ μάλιστα, ἐπέφερεν ὁ παπα-Ἡσύχιος, «χρονιάρα μέρα», τοιαύτην ὑψηλὴν καὶ πανσέβαστον ἡμέραν, ὑπερέχουσαν πασῶν τῶν ἡμερῶν, ὅπως τὸ Μέγα Σάββατον, πρέπει μεγάλως νὰ προσέχῃ τις, ὅπως μὴ ἐξέλθῃ κατάρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Πολλάκις δὲ ἡ τιμωρία φαίνεται δυσανάλογος πρὸς τὸ πταῖσμα, καὶ φαίνεται ὡς νὰ ἔγινε πρὸς τιμωρίαν ὄχι τόσον τοῦ πρώτου πταίστου, ὅσον ἐκείνου ὅστις ἐβαρυθύμησε, καὶ ἐχολώθη, καὶ ἀφῆκε πικρὰν κατάραν νὰ ἐκφύγῃ τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων του.

*
* *

Περὶ τὰ μέσα τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος ἦλθεν εἰς τὰ Καλύβια τὸ ἄγγελμα ὅτι ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ εἶχε πέσει αἰφνιδίως ἄρρωστος ἀπὸ τὸ δειλινὸν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καὶ μετὰ συνεχῆ πυρετὸν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, καὶ μετὰ κόπου ἀναπνέων. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του, καὶ τὸν ἐμάρανε.

Εὐλογεῖτε, καὶ μὴ καταρᾶσθε, εἶπεν ὁ Χριστός.

ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

2012

Η θυσία, μια πασχαλινή ιστορία του Ν. Λαπαθιώτη

2013

Τα κόκκινα αβγά του Εμμ. Ροΐδη

2014

Χωρίς στεφάνι (Παπαδιαμάντης)

2015

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη (Κ. Βάρναλης)

Τα πειράγματα (Α. Καρκαβίτσας)

2016

Ο αλιβάνιστος, ένα πασχαλινό του Παπαδιαμάντη

2017

Παιδική Πασχαλιά (Αλέξ. Παπαδιαμάντης)

Ο Ιούδας όπως τον είδε ο Κώστας Βάρναλης

2018

Το Πάσχα του 1967 (φουτουριστικόν διήγημα)

Άρατε πύλας (διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)

Εκδρομαί (χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη)

2019

Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη

Η νοσταλγία του Γιάννη (πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

2020

Κοκκώνα θάλασσα (διήγημα του Αλέξ. Παπαδιαμάντη)

2021

Μεγάλη Πέμπτη του 1923 στ’ Αργοστόλι (αφήγημα του Δημήτρη Λουκάτου)

Το σπρεσόμπρικο (διήγημα του Αλεξαντρή Παπαδοδιαμαντάκη)

Ο επιτάφιος του καμπούρη (πασχαλινό διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου)

2022

Tα κόκκινα αυγά (Ροΐδης και Ξενόπουλος)

Εξοχική Λαμπρή, πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη

Το Πάσχα του φυγόδικου

Advertisement

Posted in Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , | 105 Σχόλια »

Έρμη στα ξένα (διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη) και ένα επίμετρο

Posted by sarant στο 30 Ιανουαρίου, 2022

Πολλές φορές έχουμε βάλει στο ιστολόγιο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, συνήθως όμως αυτό γίνεται σε χρονιάρες μέρες, Χριστούγεννα ή Πάσχα. Το σημερινό διήγημα δεν αναφέρεται σε κάποια γιορτή. Διάλεξα να το παρουσιάσω όχι μόνο για τη λογοτεχνική του αξία αλλά επειδή θέλω, στο επίμετρο, να παρουσιάσω κάποια πραγματολογικά στοιχεία για το διήγημα. Όμως πρώτα να το διαβάσετε και μετά να προχωρήσετε στο επίμετρο, εκτός βέβαια αν ξέρετε και θυμάστε καλά το διήγημα.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων εν Κωνσταντινουπόλει» το 1906 και χωρίζεται σε τρία μέρη, αν και δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο.

Παίρνω το κείμενο από τον ιστότοπο papadiamantis.net (δηλαδή από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου).

Ἔρμη στὰ ξένα (1906)

«Ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς.» (Δαυίδ)

Α’

Διατί ἐπῆγες, ψυχή, εἰς τὸν Μέγα-Γιαλόν, ἀντικρὺ εἰς τὴν ἁπλωτήν, ἀτελείωτην ἄμμον, ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζει τὸ μέγα βορεινὸν πέλαγος ―ὅπου τὸ κῦμα ἀγριωπόν, ἔξαλλον, ἀδιαλλάκτως πληγώνει τὴν ἀκτήν― πῶς ἐπαραμόνευσες νὰ εὕρῃς γαληνιῶσαν τὴν θάλασσαν, ὅπου ἡ Σειρήν, βαθιὰ εἰς τὰ ἄντρα ἀδελφωμένη μὲ τὴν Ἠχώ, θρηνῳδεῖ τ᾿ ᾄσματά της, καὶ οἱ Τρίτωνες, κρυμμένοι εἰς τὰς πρασινωπὰς πτυχὰς τῶν ἀπατήτων θαλάμων, σπανίως τολμῶσι ν᾿ ἀνακύψωσιν ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα; Ἐχρειάζετο κλίνη μαλακή, λεία θάλασσα, διὰ νὰ πέσῃς νὰ κοιμηθῇς τὸν ὕπνον τῶν αἰωνίων ὀνείρων!…

*
* *

Βεβαίως, ἂν ἦτον ἄλλη καμμιὰ «μερακλίδισσα» ἢ «ἀσίκισσα», ἀνάμεσα εἰς τὰς νέας τοῦ θαλασσινοῦ χωρίου, ἦτον κ᾿ ἡ Ἀρχοντούλα, τὴν ὁποίαν ὁ Γιαννάκης, χλωμήν, λεπτήν, μελαχροινήν, ἀγάπησεν ὄχι διὰ κάλλος προκλητικόν, ἀλλ᾿ ἀπὸ μυστηριώδη ἕλξιν καὶ ἀόριστον ψυχικὴν συνάφειαν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅταν ὁ Γιαννάκης τ᾿ Ἀργυροῦ ἦτον ἐρωτευμένος λίαν σοβαρῶς μὲ τὴν Ἀρχοντούλαν, καὶ ἠναγκάζετο, περὶ τὰ τέλη τοῦ θέρους, πρὶν ἔβγῃ ἀκόμη ὁ Αὔγουστος, ἐπειδὴ ἔληγεν ἡ ἄδειά του, νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Αἴγυπτον, τὸ τραγούδι, τὸ ὁποῖον τῆς ἔστελνε, πίσω ἀπ᾿ τὸ κάσαρο* τοῦ βαποριοῦ (ὁπόθεν κάποτε ἐν διαχύσει στενοχωρίας ἔρριπτεν ὁλοκλήρους δαμιτζάνας μὲ οἶνον, σπονδὴν εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ πιθαράκια μὲ λάδι, διὰ νὰ γαληνιάσῃ τὸ κῦμα) ἦτον τὸ ἑξῆς:

«Ἡ (τ᾿ ὄνομα τοῦ χωρίου) κ᾿ ἡ Αἴγυπτος, Θέ μου, καὶ νά ᾽ταν ἕνα!»

Κατὰ τὸ βραχὺ ἐντούτοις διάστημα τῶν δύο μηνῶν, ὁποὺ ἔμενεν ὁ Γιαννάκης εἰς τὴν πατρίδα, κατὰ τριετίαν ὅταν ἤρχετο ἡ περίοδος τῆς ἀδείας του, ὅλ᾿ αἱ ἡμέραι κ᾿ αἱ νύκτες, εἰς τὸ μικρὸν χωρίον, ἐγίνοντο ἕνα. Ὅλος ὁ κόσμος ἠναγκάζετο νὰ συνεορτάζῃ καὶ νὰ συγχορεύῃ μαζὶ μὲ τὸν νέον συμπαθῆ μερακλήν. Τῶν καπηλείων καὶ λοιπῶν μαγαζείων ἡ κατανάλωσις ηὔξανεν εἰς τὸ διπλάσιον· βιολιτζῆδες, λαουτιέρηδες, δὲν εὐκαιροῦσαν, δὲν ἀνέπνεαν ἐπὶ δύο μῆνας. Συνήθως «τὸ ἔκανε βδομαδιάτικο». Ἐμίσθωνε δυὸ ζυγιὲς βιολιά, λαγοῦτα, μπουζούκια, κλαρινέτα, φλάουτα, κ᾿ ἐξενυχτοῦσεν. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν Πέμπτην τὸ βράδυ, ἐξακολουθοῦσε τὴν Παρασκευὴν καὶ τὸ Σάββατον, προελάμβανε τὸν Τριαδικόν, τὸν ὄρθρον τῆς Κυριακῆς, πρὶν ἐξυπνήσουν τὰ γραΐδια νὰ τρέξουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἐποίκιλλε τὴν μονοτονίαν τῶν καθημερινῶν, ηὔξανε τῆς Κυριακῆς τὴν φαιδρότητα κ᾿ ἐξύπνα ὅλους τοὺς χωρικοὺς καὶ τοὺς ἐργατικοὺς τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας.

*
* *

Τέλος, τὴν ἄλλην φοράν, ὅταν ἦλθεν ἡ σειρὰ τῆς ἀδείας του, ἐτελέσθη ὁ γάμος. Ὅλον τὸ χωρίον ἐπανηγύριζεν ἐπὶ δεκαπενθήμερον. Οἱ γαμήλιοι κῶμοι, τὰ πιστρόφια*, οἱ ἐπιθαλάμιοι, μόλις ἐκόπασαν τὴν τρίτην ἑβδομάδα. Ὁ Γιαννάκης ἐπῆρε τώρα τὴν ἀγάπην του μαζί του εἰς τὴν Αἴγυπτον, καί, τέλος, τὸ μικρὸν θαλασσινὸν χωρίον καὶ ἡ χώρα τῶν Φαραὼ «ἔγιναν ἕνα», κατὰ τὴν διάπυρον εὐχὴν τοῦ νέου.

Ὁ υἱὸς τ᾿ Ἀργυροῦ εἶχεν, ἀληθινά, πλοῦτον καὶ θησαυρὸν ἐκεῖ κάτω. Περὶ τὰς δύο λίρας εἰσόδημα τὴν ἡμέραν. Μὲ ὅλην τὴν φοβερὰν σπατάλην, τὰ περισσεύματα δὲν τοῦ ἔλειπαν, καὶ ὅταν ἀνὰ τριετίαν ἐπανήρχετο πάλιν εἰς τὸ χωρίον, μὲ τὴν γυναῖκά του, καὶ τὴν μικρὰν Δεσπούλαν, τὴν μοναχοκόρην του, ἡ Ἀρχοντούλα ἐξέπληττε μὲ τὴν πολυτέλειάν της, κ᾿ ἐπροκάλει ὅλων τῶν γυναικῶν τὴν ζήλειαν.

Ἀφοῦ ἐπάλιωσεν ὁπωσοῦν τὸ ἀνδρόγυνον, τελευταῖον, κατὰ Ἰούνιον τοῦ 19…, ἦλθον εἰς τὸ χωρίον συνοδευόμενοι καὶ ἀπὸ ἓν τέταρτον πρόσωπον. Κατὰ τὰ προλαβόντα ταξίδια, ἡ Ἀρχοντούλα εἶχε προσπαθήσει νὰ εὕρῃ κανὲν πτωχοκόριτσον, καὶ νὰ τὸ πάρῃ μαζί της, ὡς ψυχοκόρην ἢ ὑπηρέτριαν. Πλὴν τὸ πρᾶγμα ἦτο τόσον δύσκολον! Τὰ κορίτσια τοῦ θαλασσινοῦ χωρίου εἶχον εὐχὴν καὶ κατάραν, νὰ μὴ πηγαίνουν ποτὲ δοῦλες ἢ «παραπαῖδες».

Κάτω, εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἡ οἰκογένεια εἶχε προσλάβει κατὰ καιροὺς διαφόρους ὑπηρετρίας ἀπὸ τὸν τόπον. Ἀλλὰ καμμίαν δὲν εἶχον φέρει μαζὶ εἰς τὴν πατρίδα των. Τὴν τελευταία φοράν, ἡ Ἀρχοντούλα ἔφερε μαζί της μίαν μεγαλόσωμον ὡραίαν κόρην, ὣς δεκαοκτὼ ἐτῶν, ὑπερήφανα ἐνδυμένην, καὶ κάτι παραπάνω ἀπὸ καμαριέραν ἢ γκουβερνάνταν φαινομένην.

Τὸ πρῶτον πονηρὸν σχόλιον εἰς τὴν γειτονιάν, ὅπου κατέλυεν ὁ Γιαννάκης εἰς τὴν ὡραίαν μικρὰν οἰκίαν του ―ὑψηλά, στὸν Ἐπάνω Μαχαλάν― τὸ ἐξέφερεν ἡ θεια-Σειραΐνα ἡ Παπαδούλαινα, ἅμα εἶδε τὴν ξένην συνοδὸν τῆς Ἀρχοντούλας, διατυπώσασα ὡς ἑξῆς τὴν πρακτικὴν γνώμην της:

― Δὲ συφέρνει, πλιό, παιδάκι μ᾿, ἡ δούλα νὰ εἶναι ὀμορφότερη ἀπ᾿ τὴν κυρά.

Τὸ γνωμικὸν ἤχησεν ὡς προφητεία εἰς τὰ ὦτα τῆς Ἀχτῶς, τῆς κυριωτέρας ἀπ᾿ ὅλες τὶς θειάδες τῆς Ἀρχοντούλας, ἥτις πάραυτα ἤρχισε νὰ «ὁρμηνεύῃ» τὴν ἀνεψιάν της.

― Τά*, τ᾿ ἤτανε;… Τί τὴν ἤθελες νὰ τὴν πάρῃς μαζί σου; Κοτζὰμ ἀναρρούσα*, κορίτζι μ᾿!… Τ᾿ εἶν᾿ αὐτήνη;… Πῶς μαθές; Σοῦ χρειαζότανε μιὰ φοβερή, ἀνεράιδα, νὰ τὴν κουβαλήσῃς ἐδῶ, ἀπ᾿ τὸ Πόρτο, θὰ πῶ*; ἔχετε τόσες δουλειές, μαθές, καὶ δὲ συφτάνεστε*; Ἢ ἔχεις τὰ πολλὰ παιδιά, γλέπεις; Χαθήκανε τὰ φτωχοκόριτσα ἐδῶ νὰ σὲ παραπιάσουνε καὶ νὰ σὲ δουλέψουνε, σὲ οὗλα τὰ πάντα;… Τί τὴν ἤθελες, τὴ Βδοκιά, θὰ πῶ; (ἡ Ἀχτὼ δὲν εἶχεν ἀκούσει ἀκόμη τὸ ὄνομα τῆς ξένης, ἀλλ᾿ ἔσπευσεν αὐθαιρέτως νὰ τὴν ὀνοματίσῃ οὕτω). Τί σοῦ χρειαζόταν ἡ Μαρουσώ; (ἄλλο πάλιν ὄνομα τῆς ἔδιδε). Μὲ ὅσα κομμάτια θὰ σοῦ χαλνᾷ μποροῦσες νὰ χορτάσῃς μισὸ κοπάδι ἀπ᾿ τὰ φτωχοκόριτσα τοῦ μαχαλᾶ σας!… Θέλεις πέντε τόπια τσίτι γιὰ νὰ τὴν ντύσῃς κοτζὰμ ἀφοράδα ὣς κεῖ ἀπάνω, θὰ πῶ… καὶ νὰ μὴ βαστᾷ ἀπ᾿ τὴν Τρίτ᾿ ὣς τὴν Τετράδη… Μὲ πέντε πηχόπουλα ἀρμενόπανο μποροῦσες νὰ ντύσῃς ἕνα τσομπανόπουλο, φτωχὸ κορίτσι… καὶ νά ᾽ναι σκλάβος… νὰ σοῦ λέῃ κ᾿ εὐχαριστῶ!… Τί τὴν ἤθελες τὴ Συνοδιά, ἐγὼ θαμάζουμαι*· τί τὴν ἤθελες;

Β’

Τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Κορυφαίων Ἀποστόλων, τὸ δειλινόν, εἷς στενὸς φίλος τοῦ Γιαννάκη, ἀχώριστος, ἐνῷ εὑρίσκοντο ὁμοῦ εἰς ἓν σχεδὸν ἐξοχικὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἄκρην τῆς πολίχνης, ἀντικρὺ στὸ βουνόν, ἔβλεπε κάπως ἀνήσυχον τὸν φίλον του. Ἐφαίνετο οὗτος ν᾿ ἀλλοφρονῇ, καὶ κάπως σύννους, ἐκοίταζε διὰ τοῦ δυτικοῦ παραθύρου ἔξω. Τὸ παράθυρον ἀντίκρυζε μὲ τὸ ἀστυνομικὸν γραφεῖον τοῦ τόπου. Αἴφνης δύο νεαροὶ «ταχτικοί», ἀστυφύλακες οἱ αὐτοί, ἐπλησίασαν, καὶ ὁ εἷς ἔκαμε νεῦμα εἰς τὸν Γιαννάκην. Ὁ νέος ἐξῆλθε, καὶ ὁ φίλος του τὸν εἶδε νὰ ὁμιλῇ ταπεινῇ τῇ φωνῇ μὲ τοὺς δύο χωροφύλακας. Μετὰ μίαν στιγμὴν καὶ οἱ τρεῖς διευθύνθησαν διὰ τοῦ στενοῦ δρομίσκου πρὸς τὸ βόρειον μέρος.

Ὁ φίλος, ἀπὸ ἀνήσυχον ἐνδιαφέρον, προέκυψε διὰ τοῦ παραθύρου καὶ εἶδε τοὺς τρεῖς νὰ σταθοῦν εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δρομίσκου, παρὰ τὴν καμπήν, ἔξωθεν παλαιοῦ κτιρίου ἐλαιοτριβείου, καὶ νὰ συνομιλοῦν μὲ ἕνα τέταρτον, ὅστις ἦτο ἀδραγάτης, ἤτοι ἀγροφύλαξ τοῦ Δήμου, μὲ χωρικὸν ἔνδυμα, μὲ πέδιλα ἀπὸ φασκιές, καὶ ζωσμένος σελάχι μὲ πιστόλια καὶ μαχαίρας. Ὁ Γιαννάκης, ἴσως διότι ὑπώπτευε τὴν ἀνήσυχον περιέργειαν τοῦ ἐν τῷ καπηλείῳ, ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ἰδὼν τὸν φίλον του νὰ τὸν κοιτάζῃ διὰ τοῦ παραθύρου, ἔκαμε νεῦμα ὅτι θὰ ὑπάγῃ ὀλίγον παραέξω, καὶ μὲ τὴν φωνὴν ἔκραξε μόνον:

― Μὲ συγχωρεῖς!…

Πάραυτα καὶ οἱ τέσσαρες ἔγιναν ἄφαντοι ὄπισθεν τῆς καμπῆς τοῦ δρόμου.

*
* *

Τὸ πῶς καὶ διατί ἡ Ἀρχοντούλα εἶχε πεισθῆ νὰ φέρῃ μαζί της ἀπὸ τὸ «Πόρτο» ἐκείνην τὴν εὐμορφοκαμωμένην μεγαλόσωμον «ἀναρρούσα», εἶναι ἄδηλον. Φαίνεται ὅτι, ὅπως ὁ σύζυγός της, ἠγάπα κι αὐτὴ τὴν ἐπίδειξιν, καὶ ἤθελε νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς της.

Διότι, εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ Ἀρχοντούλα ἐχάνετο ἐμπρὸς εἰς τὴν ξένην. Ἡ τελευταία ἦτο πράγματι θαλαμηπόλος κατὰ τὸν εὐρωπαϊκὸν τρόπον, κ᾿ ἐκτὸς ὅτι ἦτο εὐμορφοπλασμένη, ἦτο φύσις φιλόκαλος, καὶ προσέτι ὁ ἀφέντης της ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὴν ἔχῃ πολὺ καλὰ στολισμένην, ὡς ἐπίτιμον συντρόφισσαν ἀνωτέρας περιωπῆς.

Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον διετύπωσεν ὡς ἀπόφθεγμα ἡ πεπειραμένη γειτόνισσα, ἡ Παπαδούλαινα, ἡ φιλαυτία θὰ εἶχεν ἐμποδίσει τὴν Ἀρχοντούλαν νὰ τὸ σκεφθῇ ἢ νὰ τὸ παραδεχθῇ. Οἱ λόγοι ὅμως, τοὺς ὁποίους ἀνέπτυξε μὲ τόσην εὐγλωττίαν ἡ θεία της, ἡ Ἀχτίτσα, τῆς ἔκαμαν, ἀληθινά, βαθεῖαν ἐντύπωσιν. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ κυρὰ ἤρχισεν ἀπὸ τὴν ἰδίαν στιγμὴν νὰ ζηλεύῃ τὴν θαλαμηπόλον της. Ὅπως ἐγνώσθη ἀργότερα, δυσάρεστοι σκηναὶ συνέβησαν μεταξὺ τῶν δύο συζύγων.

Αἱ γειτόνισσαι, αἱ ἐξαδέλφαι, αἱ συγγενεῖς γύρω-γύρω, κάτι ἄκουσαν, ἄκρες-μέσες, ἀπὸ τὰς σκηνὰς ταύτας. Ἡ κακὴ περιέργεια, ἡ ἀργολογία, ἡ πολυπραγμοσύνη, μεγάλως συνετέλεσαν εἰς τὸ νὰ φαρμακευθῇ ἡ διχόνοια τοῦ ἀνδρογύνου. Ὑποβολαί, μωροπιστία, ξυπνητὰ ὄνειρα, ὅλα ἔπαιξαν μέρος πλησίον τῆς ἰσχνῆς καὶ νευροπαθοῦς γυναικός! Ἐφαντάζετο ὅτι ἔβλεπε τὸν σύζυγόν της εἰς ἐρωτικὰς διαχύσεις μὲ τὴν κόρην, ὅ,τι τῆς ἔλεγαν τὸ ἐπίστευε, καὶ μάλιστα ὑπερεθεμάτιζεν αὐτή, βεβαιοῦσα ὅτι ἐγίνοντο χειρότερα παρ᾿ ὅσα ἔλεγεν ἡ γειτονιά. Διηγεῖτο, καὶ τὸ ἐπίστευεν, ὅτι εἶδε μὲ τὰ μάτια της ἐρωτικὰς περιπτύξεις, κ᾿ ἔκαμνεν ὅρκους. Καὶ αὐτὴ μὲν τὸ ἐπίστευεν ἄκουσα, ὅσοι δὲ τὴν ἤκουον ἐπροθυμοῦντο νὰ τὴν πιστεύσουν.

Τέλος, τὸ δειλινὸν ἐκεῖνο τῆς 29 Ἰουνίου, ἡ ἀτυχὴς Βανθούλα ―ἡ κόρη, ἐντοσούτῳ, ἦτον, ὅσον ἠδύνατο, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, νὰ κρίνῃ τις, σεμνοπρεπής, ἁπλοϊκή, ἀξιόλογος, λίαν ἐργατική, περίφημος ράπτρια, κ᾿ ἔξοχος μαγείρισσα― τὸ ἀπόγευμα, λέγω, τῆς ἑορτασίμου ἐκείνης ἡμέρας, ἡ κόρη εἶχε γίνει ἄφαντη. Καὶ ὅταν ὁ τέως σύντροφός του ἀπὸ τὸ καπηλεῖον ἔβλεπε τὸν Γιαννάκην μαζὶ μὲ τοὺς δύο ταχτικοὺς καὶ μὲ τὸν ἀδραγάτην νὰ διευθύνωνται δρομαῖοι πρὸς τὰ Λιβάδια, ἡ νέα εἶχε φύγει εἰς τὰ βουνά. Οἱ τρεῖς νομᾶτοι, οἵτινες ἀπὸ δύο ὡρῶν ἐζήτουν τὰ ἴχνη της, εἶχον φέρει νύξεις τινὰς σχετικὰς εἰς τὸν ἀφέντην της, καὶ οὗτος τοὺς ἠκολούθησε τρέχων πρὸς ἀνεύρεσιν τῆς φυγάδος. Αὐτὸς ἦτον ὁ λόγος δι᾿ ὃν τόσον ἀνήσυχος καὶ σύννους ἐφαίνετο πρὸ μικροῦ ὁ σπλαγχνικὸς νέος.

*
* *

Τέλος, ἡ κόρη ἀνευρέθη, ἀλλὰ δὲν ἔμελλε ν᾿ ἀνευρίσκεται ἐπ᾿ ἄπειρον. Εἶχε καταφύγει εἰς τὴν καλύβην πτωχῶν ἀγροτῶν, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ὅπου δύο βοσκοποῦλες τὴν ἐκοίταζαν ἀπλήστως, καὶ τῆς ἔδωκαν γάλα νὰ πίῃ. Μετὰ πολλὰς παρακλήσεις, ἡ κυρία της ἐπείσθη νὰ δεχθῇ προσωρινῶς τὴν ξένην εἰς τὴν οἰκίαν της, πλὴν ἀπῄτει νὰ τὴν στείλουν παρευθὺς εἰς τὴν ἰδίαν πατρίδα της. Ἐφαίνετο τόσον παράλογος ἡ ἀπαίτησίς της, ἥτις ἀπεδείκνυε μόνον τὴν τρελὴν ἀνυπομονησίαν της. Διότι ἐντὸς μηνὸς ἢ ὀλίγον περισσότερον τὸ ἀνδρόγυνον ἔμελλε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον, κ᾿ ἐκεῖ, ἂν δὲν τῆς ἤρεσκε τῆς κυρίας ἡ καμαριέρα, καλῶς κ᾿ εὐσχήμως θ᾿ ἀπηλλάσσετο αὐτῆς. Ἀλλ᾿ ἡ Ἀρχοντούλα δὲν ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ ὀρθὸν λόγον. Ἔβλεπε ζωντανὰς ὀπτασίας, καὶ ἡ εἰκὼν τῶν ἐρωτικῶν περιπτύξεων εἶχε κολλήσει ἐμπρός της, ζωγραφιστὴ καὶ παγία εἰς τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν της.

Ἡ κόρη, εἶχε κι αὐτὴ τοὺς λόγους της· δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ συνοδευομένη ἀπὸ ἄλλο πρόσωπον, ὁσονδήποτε εὐυπόληπτον, ἄγνωστον τέως αὐτῇ. Ἔλεγεν: «Ὁ ἀφέντης μ᾿ ἔφερεν, ὁ ἀφέντης θὰ μὲ πάῃ». Ἡ κυρά της ἐσκύλιαζεν, ὅταν ἤκουε τοῦτο. Τὸ ἐξήγει ὡς ἀπαίτησιν τάχα τῆς κόρης ὅπως τὴν συνοδεύσῃ κατ᾿ ἰδίαν ὁ κύριός της. Καὶ ὅμως, ἡ ταλαίπωρος νέα, δὲν ἔλεγε τοῦτο. Ἐνόει ὅτι ὁ ἀφέντης, τουτέστι, καὶ μὲ ὅλην ἴσως τὴν οἰκογένειαν, ὅταν θὰ ἐπανέκαμπεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, τότε μόνον θὰ τὴν προέπεμπε μέχρι τοῦ τόπου της, τῆς ἀφετηρίας ὁπόθεν τὴν εἶχε παραλάβει.

Ἐπ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἐν τῷ μεταξύ, ἡ Βανθούλα εἶχε μείνει εἰς τὴν οἰκίαν μιᾶς πτωχῆς χήρας, συγγενοῦς τοῦ Γιαννάκη. Ἀλλ᾿ ἡ Ἀρχόντω δὲν ἦτο ἀναπαυμένη. Ἐφαντάζετο συνεντεύξεις, ἐν ἀσφαλείᾳ, τοῦ συζύγου της, ὑπὸ τὴν ξένην στέγην κ᾿ ἐπροτίμα νὰ ἔχῃ τὴν ξένην ὑπὸ τὰ ὄμματά της. Ὅθεν, ἐνῷ πρότερον τὴν ἐδίωκε, τώρα τὴν ἐβίαζε νὰ μένῃ πλησίον της.

Γ’

Εἰς τὴν βορείαν παραθαλασσίαν τοῦ Μεγάλου Γιαλοῦ, ἡ οἰκογένεια εἶχε κάμει ἐκδρομὴν ἀναψυχῆς μιᾷ τῶν ἡμερῶν, περὶ τὰ μέσα τοῦ Ἰουλίου. Ἡ Βανθούλα ἔμαθε καλὰ τὸν δρόμον καὶ ὅλη ἡ ὡραία τοποθεσία τῆς ἐνετυπώθη εἰς τὴν μνήμην της.

Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς σκηνὰς ἀκόμη ―καὶ κατόπιν ἀπὸ τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ὅλον τὸ χωρίον ἐπήγαινε διὰ θαλάσσης, μὲ τὰς βρατσέρας τὰς σημαιοστολισμένας καὶ τὰ κότερα― ἡ Βανθούλα εἶχε κάμει μεγάλην ἐπίδειξιν ἐκεῖ, καὶ ὅλ᾿ οἱ νέοι τοῦ χωρίου παρ᾿ ὀλίγον τὴν ἐρωτεύοντο (ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἐσκέφθη ἐν τῷ μεταξύ:

― «Δὲ βρίσκεται κανένας νὰ τὴν κλέψῃ, θὰ πῶ, νὰ τὴν ξεφορτωθῇ ἡ Ἀρχοντούλα!»

Πλήν, ἡ εὐχή της δὲν εἰσηκούσθη)· ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, τὴν παραμονὴν τῆς Πρωταυγουστιᾶς, οἱ φίλοι του εἶδαν τὸν Γιαννάκην, ὄχι ἀνήσυχον ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐξημμένον, πρησκοματιασμένον, κλαμένον…

Τὸν εἶδαν καὶ πάραυτα τὸν ἔχασαν. Δύο ἐξ αὐτῶν, οἱ ἐνθερμότεροι, ἔτρεξαν κατόπιν του.

Συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἀδραγάτην, καὶ ἀπὸ δύο νομάτους τῆς χωροφυλακῆς, ἔτρεχεν, ἔτρεχε… Μόλις πρὸ μιᾶς ὥρας εἶχε μάθει τὴν ἐξαφάνισίν της. Καὶ κατὰ ποῦ νὰ τρέξῃ; Δύο γυναῖκες, εὑρισκόμεναι εἰς τ᾿ ἀμπέλια τους, ὅπου εἶχαν ἀρχίσει τότε νὰ ρίπτουν εἰς τὶς λιάστρες τὰ σῦκα, εἶπαν ὅτι τὴν εἶδαν, καταμεσήμερο, κ᾿ ἐσκιάχτηκαν, νὰ τρέχῃ τὸν ἀνήφορο, σὰν ἀνεράιδα…

Ὁ Γιαννάκης ἐσκέφθη: «Ἴσως νὰ ἐπῆγε κατὰ τὸν Μέγα-Γιαλό… Ἐκεῖ θὰ θυμᾶται τὸν δρόμο…»

*
* *

Ἡ Αἰγυπτία ἔφυγε τὸ πάλαι εἰς τὴν ἔρημον. Πολὺ πλέον δυστυχὴς ἀπὸ ἐκείνην, ἡ πτωχὴ ξένη παιδίσκη, ἡ Βανθούλα, δὲν εἶχε καρπὸν οὔτε εἰς τοὺς κόλπους οὔτε εἰς τὰ σπλάγχνα της. Καὶ δὲν ἐπαρουσιάσθη ὁ Ἄγγελος Κυρίου νὰ τῆς δώσῃ ἀσκὸν ὕδατος, διὰ νὰ δροσισθῇ… Αὐτὴ μόνη ἔπεσε νὰ εὕρῃ δρόσον εἰς τὴν ἅλμην τοῦ πελάγους, εἰς τὰ πικρὰ κύματα, ὅπου ὁ Γιάννης ὁ Πατσοστάθης, βοσκὸς ἀπὸ τὸ βουνόν, εἶδεν ἐπί τινας στιγμὰς τὴν λευκὴν ἐσθῆτα νὰ κυματίζῃ εἰς τὴν αὔραν, εἶτα νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα καὶ πάλιν νὰ ἐπιπλέῃ εἰς τὸν ἀφρόν.

Τὴν πρωίαν τῆς Πρωταυγουστιᾶς μία βάρκα ἔφερε τὸ νεκρὸν σῶμα καὶ τὸ ἀπεβίβασεν εἰς τὴν προκυμαίαν… Ὤ! τί σπαραγμός! Ξένη, ἔρμη στὰ ξένα, εὗρε τὸν πικρὸν θάνατον ἑκουσίως εἰς τὴν ἅλμην τοῦ κύματος… Οἱ ἰατροὶ τοῦ τόπου εὗρον ἕρμαιον, καὶ τὸ διεξεδίκησαν. Οἱ ἱερεῖς ὄχι. Δὲν ἦτο κανεὶς ἰσχυρὸς ἐνδιαφερόμενος, διὰ νὰ ἐκβιάσῃ τὴν «ἐλαστικότητα» τῶν νόμων καὶ τῶν κανόνων, διὰ νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν τὰ νεῦρα καὶ τὰ κόκκαλα τῶν ἀνθρωπαρέσκων, τὰ ὁποῖα μέλλει νὰ διασκορπίσῃ ὁ Θεός.

Μόνον πέντε ἢ ἓξ γερόντισσαι, πτωχαὶ χῆραι, δύο ἢ τρεῖς κόραι τοῦ λαοῦ, τρεῖς δωδεκάδες ἀγυιοπαίδων, κ᾿ οἱ δύο νεαροὶ χωροφύλακες, συνώδευσαν τὸν Γιαννάκην εἰς τὸ κοιμητήριον, ὄπισθεν τοῦ σκεπασμένου νεκροκραβάτου.

Ὁ φίλος, τοῦ ἐξοχικοῦ καπηλείου, εἶπε τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός», τὸ «Μετὰ πνευμάτων», Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν δούλην σου, τρίς, κ᾿ ἐτελείωσε.

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ πραγματολογικό

Διαβάσαμε λοιπόν την ιστορία της «έρμης στα ξένα», της υπηρέτριας που έκανε το λάθος να είναι πιο όμορφη από την κυρά της, με αποτέλεσμα τα κουτσομπολιά του χωριού να ξυπνήσουν αισθήματα ζήλιας στην τελευταία -και τελικά να οδηγήσουν στον χαμό της κοπέλας.

Φαίνεται πως ο Παπαδιαμάντης βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα. Στο 5ο τεύχος του περιοδικού Άνθρωπος (Οκτ. 2021-Ιαν.2022) η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου δημοσιεύει το ενδιαφέρον άρθρο «Παπαδιαμαντικοί ήρωες στα ψιλά των εφημερίδων», στο οποίο, αναμεσα σε άλλα, ταυτοποιεί τους ήρωες του διηγήματος. Από αυτή την έξοχη μελέτη θα αντλήσω το υλικό για όσα ακολουθούν.

Υπαρκτό λοιπόν πρόσωπο είναι ο Γιαννάκης τ’ Αργυρού, που ήταν επιστήθιος φίλος του Παπαδιαμάντη και εμφανίζεται και σε άλλα παπαδιαμαντικά διηγήματα (Άσπρη σαν το χιόνι, Αγάπη στον κρεμνό). Πρόκειται για τον Γιαννάκη Καβούρη (1855-1919), γιο του καπετάν Αργύρη Καβούρη, ο οποίος, όπως μας λέει και το διήγημα, ήταν πλοηγός στο Σουέζ, με αποδοχές απίστευτες για τα ελληνικά δεδομένα. Όπως τον περιγράφει στο διήγημα «Αγάπη στον κρεμνό» ο Παπαδιαμάντης:

Ὁ Γιαννάκης τ᾿ Ἀργυροῦ, ὁ φίλος μου, διέτριβε καὶ αὐτὸς ἀπὸ χρόνων περὶ τὸ Σουέζ, εἰς Ἰσμαηλίαν, καὶ ἦτο ὀνομαστὸς πιλότος τῆς Γαλλικῆς Ἑταιρείας, ἔχων ἀποδοχὰς ἴσας περίπου μὲ τὰς τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος, εἶχε δὲ ἔλθει τότε ἐπ᾿ ἀδείᾳ εἰς τὴν πατρίδα. … Διότι εἴχομεν κάμει ὁμοῦ παμπόλλους ἐξοχικὰς ἐκδρομὰς κατὰ τὰ θέρη, ἀνὰ τρία ἔτη, ὅταν εἶχεν αὐτὸς τρίμηνον ἄδειαν ἀπουσίας ἀπὸ τὴν Ἑταιρείαν τοῦ Σουέζ, καὶ συνέπιπτε νὰ ἔλθω κ᾿ ἐγὼ τὸ θέρος εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μας

Ο γάμος του Γιαννάκη, που τα γλέντια του τα περιγράφει σε αυτό το διήγημα ο Παπαδιαμάντης, έγινε το 1890, μας λέει η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου. Το πραγματικό όνομα της συζύγου του ήταν Ματώ, και όχι Αρχοντούλα, όπως στο διήγημα. Αρχόντω ονομαζόταν η αδελφή του Γιαννάκη Καβούρη, που είχε παντρευτεί τον πρωτοξάδελφο του Παπαδιαμάντη, τον Γεώργιο Αλέξ. Οικονόμου, που ήταν επίσης πλοηγός στο Σουέζ.

Ο καπτα-Γιαννάκης Καβούρης λοιπόν ήταν επιστήθιος φίλος του Παπαδιαμάντη, και σύμφωνα με μαρτυρίες Σκιαθιτών που τους γνώρισαν, ο Καβούρης ήταν από τους κυριότερους συντρόφους του Παπαδιαμάντη στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τον γυρισμό του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, όταν και ο Καβούρης είχε γυρίσει συνταξιούχος πια στο νησί -σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θανάση Φροντιστή «έπαιρνε απίστευτα για τα ελληνικά κριτήρια μεγάλη σύνταξη, σχετικά καλλιεργημένος κι αυτός, γλωσσομαθής, όχι όμως με ιδιαίτερη εκκλησιαστική κλίση, από πολύ πλούσια οικογένεια, αργόσχολος και πότης … εξαιρετικά καλοζωισμένος … ήτανε φίλος των εξοχικών εκδρομών, υπό τον όρον όπως παράλληλα με την καλή παρέα και το καλό κρασί, να έχει και πλούσια προετοιμασία»

Ο καπτα-Γιαννάκης επέστρεφε στη Σκιάθο, με άδεια, τρεις μήνες κάθε τρία χρόνια όπως λέει ο Παπαδιαμάντης (αν και με άλλη μαρτυρία «ήρχετο με κονζέ κάθε χρόνο και παρεθέριζε»). Το 1903 ήταν ένα από αυτά τα καλοκαίρια, αλλά αυτή τη φορά ο πλοίαρχος δεν επέστρεψε μόνο με τη γυναίκα και την κόρη του, αλλά και με μία «μεγαλόσωμον ωραίαν κόρην».

Κατά σύμπτωση, τον Ιούνιο του 1903 είχε επιστρέψει στο γενέθλιο νησί και ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από απουσία τεσσεράμισι χρόνων. Είχε μαζί του τους δυο τόμους του έργου The History of the Greek Revolution του Thomas Gordon για να το μεταφράσει, αλλά δεν μπόρεσε να συγκεντρωθεί, ίσως εξαιτίας της παρουσίας του φίλου του. «Ένεκα των περιστάσεων, το θέρος ολίγον επροχώρησα εις τον Γόρδωνα», έγραψε τον Σεπτέμβριο στον Γιάννη Βλαχογιάννη (που του είχε αναθέσει τη μετάφραση).

Δεν ξέρουμε φυσικά τα πραγματικά περιστατικά του θανάτου της κοπέλας, όμως η Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου βρήκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ειδήσεις του πνιγμού της (προσθέτω από το αρχείο μου τη μία είδηση, η άλλη βρίσκεται ονλάιν)

Ευρέθη πνιγμένη

ΒΟΛΟΣ, 7 Αυγούστου. Καθά αναφέρει ο αστυνόμος Σκιάθου η υπηρέτρια του Ι. Καβούρη Ευδοκία Θεοδοσίου εκ Πάτμου ετών 20, εξαφανισθείσα εκ της οικίας ευρέθη σήμερον το απόγευμα πνιγμένη εις θέσιν Μέγα Γιαλό της Σκιάθου (Σκριπ, 8.8.1903, σ. 3).

Τρεις πνιγμένοι

[…] Εις την θέσιν Μέγας Γιαλός της Σκιάθου ευρέθη πνιγμένη η εικοσαέτις υπηρέτρια του κ. Ι. Καβούρη Ευδοκία Αθανασίου εκ Πατρών (Ακρόπολις, 8.8.1903, σ. 1).

Βλέπουμε ότι το επώνυμο της άτυχης κοπέλας διαφέρει, όπως και ο τόπος καταγωγής της. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, κατά 99,5% το «Πατρών» είναι τυπογραφικό λάθος ή λάθος ανάγνωσης αντί για «Πάτμου», διότι ξέρουμε ότι κατεξοχήν στην Αίγυπτο πήγαιναν παραδουλεύτρες από τα (τότε τουρκικά) Δωδεκάνησα, όπως άλλωστε και χιλιάδες μετανάστες.

Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα ονομάζει όχι Ευδοκία αλλά Ευανθία (Βανθούλα) την κοπέλα, παραλλάζοντας δηλαδή ελαφρά το πραγματικό της όνομα. Όμως και το πραγματικό όνομα εμφανίζεται στο διήγημα («Βδοκιά»), ανάμεσα στα πολλά ονόματα που αναφέρει στον απολαυστικά γραμμένο μονόλογό της η φιτιλιάρα θεία Αχτώ.

Να σημειωθεί ότι ο Παπαδιαμάντης ονομάζει «Αιγυπτία» στο διήγημα την άτυχη κοπέλα, αλλά βέβαια η κοπέλα Ελληνίδα ήταν -είναι όμως συνηθισμένο να αποκαλείται κάποιος ξενιτεμένος με το όνομα του τόπου στον οποίο έχει ξενιτευτεί. Τους μετανάστες στην Αμερική, όταν επέστρεφαν πίσω είτε παροδικά είτε μόνιμα, τους έλεγαν Αμερικάνους (και υπάρχει και διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο Αμερικάνος»).

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Λ. Τριανταφυλλοπούλου και το «σχεδὸν ἐξοχικὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἄκρην τῆς πολίχνης» είναι πραγματικό, είναι το οινοπωλείο-παντοπωλείο «Η μουριά» του Σαραφιανού, το οποίο εμφανίζεται και σε άλλα παπαδιαμαντικά διηγήματα, μεταξύ των οποίων και στη «Νοσταλγία του Γιάννη», που είχα την τιμή και τη χαρά να ανακαλύψω πριν απο μερικά χρόνια.

Κάτι τελευταίο, που δεν το θίγει η Λ. Τρ. στη μελέτη της -είχε άραγε διαβάσει ο καπτα-Γιαννάκης Καβούρης το διήγημα του Παπαδιαμάντη; Αυτό δεν θα το μάθουμε βέβαια ποτέ, αν και δεν το θεωρώ πολύ πιθανό, αφού το διήγημα δημοσιεύτηκε σε έντυπο της Κωνσταντινούπολης, και βέβαια δεν κυκλοφόρησε σε βιβλίο -όπως και κανένα άλλο διήγημα του μεγάλου μας συγγραφέα όσο αυτός ζούσε.

 

Posted in Διηγήματα, Μικροφιλολογικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , | 181 Σχόλια »

Η δασκαλομάνα (σχολικό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 12 Σεπτεμβρίου, 2021

Ανοίγουν αύριο τα σχολεία, παρά τις αμφιβολίες και τις δυσκολίες της πανδημίας και παρά τις κτιριακές και άλλες ελλείψεις. Αν αφιερώναμε ένα άρθρο στο θέμα, θα εστιάζαμε μάλλον στο δεύτερο σκέλος της παραπάνω πρότασης, αλλά σήμερα που είναι Κυριακή, και το ιστολόγιο δημοσιεύει ύλη λογοτεχνική, θα εστιαστούμε στο πρώτο σκέλος: ανοίγουν τα σχολεία, και θα βάλουμε ένα διήγημα με θέμα σχολικό, ένα από τα κλασικά του Παπαδιαμάντη, που έχει και αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Η δασκαλομάνα λοιπόν, όπως αποκαλούσαν τον δάσκαλο του χωριού επειδή ήταν μεγαλόσωμος και πληθωρικός. Το διήγημα μάς το διάβαζε, όταν ήμασταν μικρά, ο παππούς μου, και από τότε θυμάμαι τα σπαρταριστά αποσπάσματα με τις παρανοήσεις των παιδιών, και ιδίως την απορία του μαθητή γιατί το βιβλίο της Γεωγραφίας λέει ότι τα Επτάνησα είναι επτά ενώ στο μέτρημα έβγαιναν δέκα, καθώς για ορισμένα νησιά αναφέρονταν δυο ονομασίες. (Κι επειδή το βιβλίο λέει ότι τα Επτάνησα ήταν βρετανικό προτεκτοράτο, Ιόνιος Πολιτεία, αυτό σημαίνει πως είναι γραμμένο πριν από το 1864 -είπαμε, έχει βιωματικά στοιχεία το διήγημα).

Όταν το διάβασα μεγαλύτερος το διήγημα, στάθηκα περισσότερο στην εξήγηση που έδωσαν τα μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής (που προσλάμβανε και τον δάσκαλο, άλλωστε) σχετικά με την αποστολή του σχολείου. Δεν είναι για να μαθαίνει γράμματα στα παιδιά, αλλά για να αφήνουν κάπου οι γονείς τα παιδιά τους. Και κάτι άλλο που με γοητεύει στο διήγημα, είναι η γλώσσα των διαλόγων, γνήσια σκιαθίτικη.

Το διήγημα το παραθέτω με την ορθογραφία του πρωτοτύπου (περίπου) αλλά μονοτονισμένο. Ωστόσο, η μεταγραφή, που είχε γίνει στον παλιό μου ιστότοπο, έχει πολλά λαθάκια -αυτός που το πληκτρολόγησε, ασυναίσθητα προσάρμοζε στη σημερινή γλώσσα. Μερικά τα διόρθωσα, άλλα θα μου ξέφυγαν. Προς στιγμή σκέφτηκα να παραθέσω την πολυτονισμένη μορφή του διηγήματος, όπως υπάρχει στο papadiamantis.net, επειδή όμως και αυτή έχει τουλάχιστον δύο τυπογραφικά λάθη, προτίμησα να ανεβάσω τη μονοτονισμένη, μήπως και διορθωθεί, και την πάρει διορθωμένη η Βικιθήκη, που τώρα έχει την αδιόρθωτη μονοτονισμένη.

Η ΔΑΣΚΑΛΟΜΑΝΝΑ
Παλαιαί σημειώσεις

Ακούστε εμέ να σας πω! Να μην ανοίγετε χαρτί!…Να μην ακούτε το δάσκαλο!…Να μη φοβάστε τσ πατεράδες σας!…Να δέρνετε τσ μαννάδες σας!..

Ούτως ηγόρευε προς θορυβώδη όμιλον δεκαετών και δωδεκαετών παιδίων, αναβάς επί του τελευταίου θρανίου, του απωτάτου από της δασκαλοκαθέδρας, ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης, είς των μεγαλυτέρων μαθητών. Εφοίτα από επταετίας και ήτο ήδη δεκαπενταετής, αλλά μόλις είχε μάθει να διαβάζει συλλαβιστά. Ενθυμούμενος τα παλαιά εκείνα χρόνια, δεν έπαυε να οικτείρει την παρούσαν κατάστασιν του σχολείου, όπου όλα τα παιδιά ήσαν μικρά, όλο σμαρίδα, όλο αθερίνα. Πρώτα ήσαν όλο μεγάλοι. «Πού να ήσαστε σεις τον καιρό που ήτον ο άλλος ο δάσκαλος που πέθανε, ο Φλάσκος, Φλάσκο – μπιμπίνος, ο κιτρινιάρης!». Και σείων την κεφαλήν, διηγείτο προς τους μικρούς μαθητάς, οίτινες τον ήκουον εκπέμποντες μεγάλα επιφωνήματα θαυμασμού, πώς ο Τζώρτζης ο Σγούρας, δεκαοκτώ χρόνων, υψηλός, με ανωρθωμένα σγουρά μαλλιά, τα οποία δεν ηδύνατο να διευθετήσει το κτένιον, έδειρε μίαν φοράν τον άλλον διδάσκαλον, «το Φλάσκο, Φλάσκο – μπιμπίνο, τον κιτρινιάρη», πολιορκήσας αυτόν όπισθεν της δασκαλοκαθέδρας, και κατενεγκών τρεις σφιγκτούς γρόνθους κατά του στέρνου του, διότι ο διδάσκαλος ηπείλησε να τον κλείσει εις το κάτωθεν της δασκαλοκαθέδρας σωφρονιστήριον, όπου έβοσκον βλατούδες και ψαλίδες πολυποδαρούσες και όχι ολίγοι ποντικοί. Πώς ο διδάσκαλος είχε συγκαλέσει την επιτροπήν και απήτει την αποβολήν του Τζώρτζη, αλλ’ η επιτροπή αντέτεινε, μη θέλουσα να δυσαρεστήσει τους οικείους τού μεγαλοσώμου και φριξότριχος μαθητού. Πώς παραδόξως, δηλ. λίαν ευλόγως, ο Τζώρτζης ευρέθη σύμφωνος με τον διδάσκαλον εις το κεφάλαιον τούτο, καθόσον, αφού επί δεκαετίαν είχε φοιτήσει εις το σχολείον, και μόλις είχε μάθει να συλλαβίζει (μόνον ότι συνέχεε κάποτε το η με το π και το ζ με το ξ), ησθάνετο νυν ακατάσχετον πόθον να διαρρήξει  τ’ αφόρητα εκείνα δεσμά και να εμβαρκάρει με το καράβι του θείου του! Ίσως μάλιστα δι’ αυτό το έκαμεν, έδειρε τον διδάσκαλον επίτηδες διά να τον αποβάλουν. Και τότε η επιτροπή έπεισε τους οικείους του να τον αποσύρωσιν ευσχήμως.

Τοιαύτα τινά πορίσματα της αλληλοδιδακτικής μεθόδου υπέβαλλε συχνά εις την μελέτην των συμμαθητών του ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης. Την ημέραν δ’ εκείνην είχεν αναβεί επί του θρανίου και απήγγελλε διδαχήν την οποίαν ο διδάσκαλος, κύπτων επί της τραπέζης του, πνιγομένων των λέξεων εν μέσω του θορύβου, δεν ήκουεν, ουδ’ έβλεπε καν τον υψηλόν μαθητήν όστις προς την δασκαλοκαθέδραν βλέπων (ο διδάσκαλος εκάθητο ενώπιον τραπέζης κάτω της δασκαλοκαθέδρας), επροφυλάσσετο, και ήτο έτοιμος να πηδήσει κάτω του θρανίου, αν ο διδάσκαλος έστρεφε το βλέμμα προς τα εδώ.

Ταύτα συνέβαινον καθ’ όν χρόνον ο διδάσκαλος, μεγαλόσωμος με ηρακλείους ώμους και βραχίονας, επικαλούμενος συνήθως η «Δασκαλομάννα», προ μικρού είχεν εισέλθει εις το σχολείον, και σχετική ησυχία επεκράτει μεθ’ υποκώφου βοής, ομοία με την φουσκοθαλασσιάν. Αλλά προ ημισείας ώρας, εάν τις διήρχετο εις απόστασιν διακοσίων βημάτων έξωθεν του σχολείου, θα ενόμιζεν ότι ήτο θηριοτροφείον ειδικόν δια θώας της ερήμου, και δι’ άλλα ανήσυχα αγρίμια. Τα παιδία εχόρευαν, επήδων, εσκίρτων, εφώναζαν, διεπληκτίζοντο, εγέλων, έκλαιον. Ήτο θέρος και καύσων πνιγηρός. Παμμιγής βοή ανήρχετο διά των οκτώ ανοικτών μεγάλων παραθύρων, εχόντων όλα σχεδόν τα υαλία σπασμένα και τα πλείστα παραθυρόφυλλα φαγωμένα, τους στροφείς εσκωριασμένους. Τα θρανία χωλά, κινούμενα, χορεύοντα, εφαίνοντο ως σχεδίαι πλέουσαι εντός του κύματος των παιδικών κεφαλών. Η διδασκαλική έδρα, υψηλή, με τα φατνώματα σαπρά, κεχηνότα, ωμοίαζε με βάρκαν ξουριασμένην μακράν του λιμένος υπό του ανέμου. Ο πρωτόσχολος, γυμνόπους, ελαφρά και μετά προφυλάξεως πατών, διά να μη βυθισθεί και εμπέσει παρ’ αξίαν εις το πειθαρχείον, πότε γελών και πότε σοβαρευόμενος, προσεπάθει να επιβάλει σιωπήν. Αλλά την σφυρίκτραν, το έτερον σύμβολον του αξιώματός του, την είχε κλέψει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης, και δι’ αυτής εξέβαλλε μανιώδεις συριγμούς, παρωδών τον απόντα διδάσκαλον. Έμεινε μόνον εις τον πρωτόσχολον η βέργα, το κυριώτερον όπλον του, αλλά και ταύτην την εξουδετέρωσεν ο Γιωργός ο Χατζηδημήτρης, ο Στρατής ο Καραθύμιος και άλλοι τολμηροί παίδες, ανοίξαντες κρυφίως την θύραν του σωφρονιστηρίου, όπου ήξευραν, ότι είχεν ταμιευμένην ο διδάσκαλος την δέσμην του, και αρπάσαντες πολλές βέργες, τας οποίας εμοίρασαν εις τους συμμαθητάς των, κρατήσαντες τας λιγυρωτέρας και τσουχτερωτέρας δι εαυτούς˙ τότε ήρχισε μάχη και άλλοι μαθηταί απέσπασαν τους δείκτας από του τοίχου, άλλοι κατεβίβασαν τους τηλεγράφους από της καθέτου σανίδος των θρανίων και κυνηγούμενοι έτυπτον αλλήλους.

Τέλος εισήλθεν ο διδάσκαλος με το τσιγάρον εις το στόμα, και ο πρωτόσχολος έκραξεν, εις προσοχήν! Ο διδάσκαλος ήτο μεγαλόσωμος, υψίκορμος, εύσαρκος, αλλά ταχύς κι ευκίνητος. Ήρχετο από την αρραβωνιαστικήν του, όπου τρις ή τετράκις της ημέρας, παραιτών το Σχολείον εις την τύχην του, απήρχετο εις επίσκεψιν. Άλλοτε το Σχολείον είχε και βοηθόν, αλλά τελευταίον το δημοτικόν συμβούλιον δεν εψήφισεν ή ο νομάρχης δεν ενέκρινε το κονδύλιον χάριν οικονομίας.

Ο διδάσκαλος, καπνίζων το τσιγάρον του, εσήμανε τον κώδωνα κι εζήτησε να εξετάσει μίαν των ανωτέρων κλάσεων. Προσήλθον έξ ή επτά παιδία και τα ηρώτησε:

– Την εμάθετε την ιερά ιστορία ;

Τα παιδία, αντί ν’ απαντήσωσιν, έκυψαν εις το βιβλίον των, και προσεπάθουν να κλέψωσι τίποτε εκ του προχείρου. Μόνον την στιγμήν εκείνη ενόησαν ότι δεν είχαν μελετήσει τίποτε εκ της Αριστουρίας, καθώς την ωνόμαζαν.

Το πρώτον παιδίον, το οποίον ηθέλησε να εξετάσει ο διδάσκαλος, εκράτει Γεωγραφίαν αντί Ιεράς Ιστορίας.

– Πού είναι η Ιερά Ιστορία σου ;

– Δάσκαλε, εψέλλισε το παιδίον, κάμνον το σχήμα, με τον δάκτυλον εις το ωτίον, την έχασα την Αρ-ιστορία μου.

– Αμελή! Κακοήθη! Άτακτε! ωρμάθιασεν ο διδάσκαλος, κι εκοκκίνισε δι’ ελαφρού ραπίσματος την παρειάν του μαθητού. Άλλοτε εκτύπα πολύ γερώτερα, έσπαζε μάλιστα βέργες εις την ράχιν των παιδίων. Αλλ’ αφότου ηρραβωνίσθη, δεν του ήρεσκε πλέον να κτυπά.

Μετέβη εις τον δεύτερον.

– «Τις έκτισε τον κόσμον;»

Το παιδίον απήντησεν:

– «Ο Θεός έκτισε τον κόσμον εις έξ ημέρας με μόνον τον λόγον αυτού».

– Πολύ ωραία! είπεν ο διδάσκαλος· και αποταθείς προς τον τρίτον:

– «Τις ήτον ο πρώτος άνθρωπος;»

– «Ο πρώτος άνθρωπος ήτον ο Αδάμ», απήντησε το παιδίον.

– Καλά, είπεν ο διδάσκαλος. Και είτα ηρώτησε τον τέταρτον:

– «Τις και πόθεν τον έκτισεν;»

Ο τέταρτος απεκρίθη:

– «Διά τας αμαρτίας του Αδάμ κατεστάθησαν όλοι οι άνθρωποι αμαρτωλοί και θνητοί».

– Πολύ καλά, μπράβο! είπεν ο διδάσκαλος, όστις την στιγμήν εκείνην ακριβώς είχε τον νουν του εις την αρραβωνιαστικήν του.

Είτα επανέλαβε:

– Τώρα ας μεταβώμεν εις την Γεωγραφίαν.

Οι επτά μαθηταί έρριψαν εις το βάθος του φύλακός των, όν είχον ανηρτημένον υπό την αριστερήν μασχάλην, τας Ιεράς Ιστορίας των, κι εξήγαγον τας Γεωγραφίας. Ήνοιξαν τα βιβλιάρια και ήρχισαν να ψιθυρίζωσιν αναγινώσκοντες με τα χείλη, ώστε απετελείτο μεν μία βοή, αλλ’ ουδεμία λέξις διεκρίνετο. Ο μεγαλύτερος την ηλικίαν, όστις ήτο και ο ερμηνευτής της κλάσεως, μεταβάς προς τον τοίχον εξεκρέμασε τον χάρτην, και κομίσας τόν απέθηκεν επί της μικράς τραπέζης, προ της οποίας ηρέσκετο να κάθηται ο διδάσκαλος, δυσκόλως αποφασίζων να πατήσει με τα μακρά και πλατύτατα υποδήματά του επί των σεσαθρωμένων σανίδων της υψηλής δασκαλοκαθέδρας.

Ο διδάσκαλος ήναψε δεύτερον τσιγάρον, και ήρχισε να εξετάζει εις την Γεωγραφίαν.

– «Εκ πόσων νήσων αποτελείται η Επτάνησος;»

Ο πρώτος των μαθητών απήντησεν:

– «Η Επτάνησος ή Ιόνιος Πολιτεία αποτελείται εξ επτά νήσων».

– Πολύ καλά, είπεν ο διδάσκαλος.

Είτα στραφείς προς τον δεύτερον μαθητήν:

– «Εις ποίαν εξουσίαν υπόκειται η Επτάνησος;»

Ο δεύτερος απεκρίθη απνευστί.

– «Η Επτάνησος υπόκειται πολιτικώς εις την προστασίαν της Μεγάλης Βρεττανίας και διοικείται δι’ αρμοστού εδρεύοντος εν Κερκύρα, όπου εδρεύει και η Ιόνιος Βουλή, υφίσταται δε και αξία λόγου Ακαδημία.

– Εύγε, πολύ ωραία! επεδοκίμασεν ο διδάσκαλος.

Αποταθείς δε προς τον τρίτον μαθητήν, απήγγειλεν:

– «Ειπέ μοι τα ονόματα των επτά νήσων, εξ ων η Επτάνησος αποτελείται».

Ο τρίτος μαθητής απήντησεν απνευστί και ομαλή τη φωνή, χωρίς να υπεμφαίνει στίξιν ή παρένθεσιν.

– «Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Αγία Μαύρα, Παξοί, Ιθάκη, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος, και Κύθηρα, Τσερίγον».

– Πολύ καλά, επένευσε και πάλιν ο διδάσκαλος. Αύριον να μελετήσετε από δω ως εκεί. (Κι εχάραξε με τον όνυχά του επί του βιβλίου). Ιεράν Ιστορίαν να κάμετε επανάληψιν το ίδιο, και τρεις αράδες παρακάτω, προσέθηκεν ιδών ότι ελησμόνησε ν’ αλλάξει το μάθημα εις την Ιεράν Ιστορίαν. Πηγαίνετε τώρα!

Έν των παιδίων είχεν υψώσει τον δάκτυλον, εις σημείον ότι κάτι ήθελε να ειπεί.

– Τι θέλεις εσύ; ηρώτησεν ανυπομόνως ο διδάσκαλος.

– Δάσκαλε, είπε, φέρον την χείρα εις το ούς το παιδίον, γιατί ενώ το χαρτί μας μέσα λέει ότι η Επτάνησος αποτελείται από επτά νήσους, ύστερα βγαίνουν δέκα στο μέτρημα ;

– Τάς εμέτρησες εσύ ;

– Τές εμέτρησα, να!

Και ήρχισε να μετρεί επί των δακτύλων του, « Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Αγία Μαύρα» κτλ.

Οι άλλοι συμμαθηταί του εγέλων εν χορώ διά την πολυπραγμοσύνην του. Το βέβαιον είναι ότι ουδέποτε είχαν υποπτευθεί ότι είχον οιανδήποτε έννοιαν αι λέξεις, όσαι ήσαν τυπωμέναι εντός των βιβλίων των. Ως δια να «μην τους χαλάσει την καρδιά», επειδή εγέλων, ο διδάσκαλος έσπευσε ν’ απαντήσει:

– Αυτά θα τα μάθετε όταν…

Ίσως ήθελε να είπει «όταν θα πάτε στο ελληνικό Σχολείο». Αλλά διεκόπη. Την στιγμή εκείνην επέσυρε την προσοχήν του ο θόρυβος, όν είχε προκαλέσει ο Γιαννιός  ο Βρυκολακάκης εις το τελευταίον θρανίον. Ο διδάσκαλος ηγέρθη, εσφύριξε δυνατά με την σφυρίκτραν του, εκτύπησε με την βέργαν επί του πρώτου χωλού θρανίου, έρριψεν το τσιγάρον του. Εκοίταξε το ωρολόγιόν του, είδεν, ότι ήτο ενδεκάτη παρά τέταρτον, και διέταξε τον πρωτόσχολον να σημάνει την κατ’ ενορίας κατάταξιν, όπως ψαλεί το σύνηθες άσμα της εξόδου και παύσει το πρωϊνόν μάθημα.

* * *

Ό, τι καθίστα τον διδάσκαλον δυστυχή, ήτο ο περιορισμός τον οποίον είχεν επιβάλει εις τον εαυτόν του, αφ’ ότου ηρραβωνίσθη, να φορεί κατά το θέρος το σακκάκι του. Εστενοχωρείτο απιστεύτως και υπέφερε φοβερά από τον καύσωνα. Κατά τα προλαβόντα θέρη, όχι μόνον οίκοι, ένθα εκάπνιζε το μακρόν του τσιμπούκι, αλλά και εις την οδόν, όπου ενεφανίζετο με το τσιγάρον εις το στόμα, και εις το καφενείον, όπου εκάπνιζε δύο ή τρείς ναργιλέδες την ημέραν, παντού επαρουσιάζετο με τα μανίκια του υποκαμίσου λευκά, με μακρόν γελέκο μισοκουμβωμένον, αναδεικνύον ανέτως τον πελώριον και εμπροσθοκλινή κορμόν του. Έκάπνιζεν ένα ναργιλέ το πρωί, είτα μόλις άφηνεν από την χείρα το μαρκούτσι, και πάραυτα ήναπτε το τσιγάρον, κοιτάζων άμα το ωρολόγιόν του και εγειρόμενος ίνα απέλθει. Είτα έλεγεν : «Ας πιω κι ένα ρώμι». Έπινε και δύο ρώμια και είτα μετέβαινεν εις το σχολείον, όπου έμενε πάντοτε «με τα μανίκια».  Εις τας εξετάσεις, περί τα τέλη Ιουλίου ή περί τας αρχάς Αυγούστου, επαρουσιάζετο ενώπιον της αξιοτίμου επιτροπής «με τα μανίκια». Κατά τας περυσινάς εξετάσεις, ο δήμαρχος μόλις τον είχε πείσει, μετά πολλάς νουθεσίας και επιπλήξεις, να φορέσει το σακκάκι του˙ το εφόρεσεν αλλά αφού πρώτον απέβαλε το γελέκον.

Εφέτος οι μαθηταί, μετά τον αρραβώνα του διδασκάλου, εύρον μεν πλείονα άνεσιν και ακολασίαν εν τω σχολείω, αλλ’ υπέφεραν στερηθέντες άλλων προσφιλών ψυχαγωγιών. Καθ’ όλον το έαρ, ο διδάσκαλος τυρβάζων περί την αρραβωνιαστικήν του, δεν τους ωδήγησεν ούτε δις να παίξωσιν εις τα λιβάδια, ούτε τρις καθ’ όλον το θέρος να κολυμβήσωσιν εις την Αμμουδιάν. Μεγάλη χαρά και αγαλλίασις ήτο άλλοτε ανά τα ημικύκλια, ότε διεδίδετο από κλάσεως εις κλάσιν, ως σύνθημα, η μαγική λέξις «Θα μας πάει ο δάσκαλος να παίξουμε! Θα μας πάει ο δάσκαλος να κολυμβήσουμε!». Ο γλυκύς ούτος ψίθυρος αντικαθίστα πάσαν ανάγνωσιν και πάντα επίπονον συλλαβισμόν.

Εξήρχοντο ανά δύο κρατούμενοι, μετά φαιδρού συνεχούς βόμβου, και μετέβαινον εις την χλοεράν πεδιάδα παρά την εσχατιάν της πολίχνης. Εκεί διανεμόμενοι εις δεκαπέντε ή είκοσιν ομάδας, έπαιζον επί μίαν ώραν, περί την δύσιν του ηλίου, το σκλαβάκι και άλλας παιδιάς. Εν τω μεταξύ ο διδάσκαλος, με τας χείρας οπίσω, με την βέργαν κρεμασμένην όπισθεν του σκέλους, με την σφυρίκτραν ανηρτημένην επί του στέρνου, περιήρχετο από κήπου εις κήπον, από σικυώνος εις άμπελον, καλησπερίζων τους ασχολουμένους εις το πότισμα των φυτών ιδιοκτήτας, λαμβάνων πληροφορίας και δίδων συμβουλάς. Είτα επανήρχετο εις το κοπάδι του, εσφύριζεν οξύ σφύριγμα και εν τω άμα έπαυον αι παιδιαί, και οι μαθηταί απεπέμποντο κατά συνοικίας. Τούτο συνέβαινε μέχρι του Μαΐου μηνός. Κατά δε Ιούνιον μετέβαινον εις το κολύμβημα. Οι μικροί παίδες εγυμνούντο και επέβαινον εις το κύμα. Η Αμμουδιά ήτο αβαθής εις απόστασιν είκοσι μέτρων από της παραλίας. Οι μικροί μαθηταί επροχώρουν εκατόν πενήντα και πλέον βήματα πριν φθάσωσιν εις την μέσην. Άμα έφθανον έως εκεί, εστρέφοντο προς την γην και, επιστομιζόμενοι εις το κύμα, εμάνθανον πρακτικώς να κολυμβώσιν, θίγοντες με τον αριστερόν πόδα την άμμον, προς την παραλίαν βαίνοντες. Ο διδάσκαλος εξηπλούτο επί τινος όχθου παρά την οδόν, ακουμβών την ράχιν επί βράχου, με τα λευκά του πλατέα μανίκια, κι εκάπνιζε το βραχύ τσιμπουκάκι του, το οποίον είχεν εις την τσέπην δια τας εξοχικάς εκδρομάς. Εφορολόγει εις βερύκοκκα, απίδια και πρώιμα μοσχάτα σταφύλια τας φιλοτίμους οικοκυράς, τας επιστρεφούσας με τα κομψά και εύπλεκτα καλαθάκια των εκ του αγρού ή της αμπέλου. Είτα εσφύριζε, και οι μικροί κολυμβηταί, οίτινες έκαμναν θαυμασίας προόδους, απέβαινον αναγκαστικώς εις την ξηράν, δυσφορούντες επί τη αποτόμω διακοπή του τόσον μαλακού και ξυπνητού ονείρου των.

* * *

Φεύ! μετά έν έτος ακόμη, ο διδάσκαλος ήτο πάλιν με τα μανίκια του υποκαμίσου, αλλά μανίκια παρέχοντα την εντύπωσιν καμιζόλας ή γιακέτας, τόσον βαθύχροα βαμμένα, τόσον μαύρα ήσαν. Ο διδάσκαλος είχεν απογοητευθεί διπλήν απογοήτευσιν, την εκ του θαλάμου και την εκ του θανάτου. Εισήρχετο κατηφής αλλά και μετ’ εγκαρτερήσεως εις το σχολείον, αφού εσήμαινεν επί μακρόν με βραχνήν φωνήν ο σπασμένος κώδων, ο ανηρτημένος από δύο ορθίων ξύλων έξω της θύρας, τον οποίον φαγωμένον ήδη όντα από την σκωρίαν, όταν αφηρέθη από παλαιόν ερημοκκλήσιον, οι μαθηταί είχον σπάσει διά της υπερβολικής και παρακαίρου χρήσεως, ή διά χαλίκων ριπτομένων εξωδίκως – εν ώρα σχολής των μαθημάτων. Ήρχιζε την καθημερινήν ασχολίαν του σοβαρός και αυστηρός. Επρόσεχε συντόνως όταν εξήταζε, και είτα ανέπτυσσεν αντί να σημειώνει απλώς το παρακάτω. Εζήτει εις το έργον του βάλσαμον κατά της διπλής πληγής, της εκ του στεφανώματος και εκ της χηρείας. Είχεν υποβάλει συντόνους αναφοράς εις τον δήμαρχον, όστις, πείσας και το συμβούλιον να ψηφίσει τα έξοδα, απεφάσισε τέλος να διατάξει την επισκευήν της διαρρεούσης στέγης, των φαγωμένων παραθυροφύλλων, της σαπράς δασκαλοκαθέδρας και του πατώματος. Ολίγα τινά χωλά θρανία τα εκάρφωσε με τας χείρας του ο διδάσκαλος, άλλα πέντε ή έξ αντικατέστησαν οι ξυλουργοί. Είχε διατάξει να καθαρίσωσι το υπό την δασκαλοκαθέδραν σωφρονιστήριον, εκεί όπου έβοσκαν εν πάση ανέσει πολυάριθμοι ψαλίδες, βλατούδες και ποντικοί. Είχε κάμει νέαν και πλουσίαν προμήθειαν από δεσμίδας βεργών, και είχεν αρχίσει «να τες βρέχει» πάλιν γερά, καθώς άλλοτε. Είχεν απαιτήσει από την Εφορευτικήν Επιτροπήν την αποβολήν ως «ανεπιδέκτου μαθήσεως» του Γιαννιού του Βρυκολακάκη, του Στρατή του Χατζηδημήτρη, και δύο ή τριών άλλων, αλλ’ εις τούτο εύρε την επιτροπήν αντιπράττουσαν.

«Το σκολειό (κατά την θεωρίαν, την οποίαν ανέπτυσσε μεν έν των μελών της επιτροπής, ησπάζοντο δε οι πλείστοι των γονέων), το σκολειό, ας υποθέσουμε, δεν έγινε για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα, δηλαδή. Έγινε για να μαζώνουνται οι κλήρες, τα παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα. Πώς μπορεί, το λοιπόν, ένας γονιός να τα έχει μπελά απ’ το πρωί ως το βράδυ; Και πού συφτάνεται ένας φτωχός να τα θρέψει; Μπορεί να τα χορταίνει κομμάτια; Μήπως χορταίνουν, οι διαόλοι, ποτέ ; Και είναι ικανή μια χήρα γυναίκα να τρέχει από γιαλό σε γιαλό, από βράχο σε βράχο, για να τα συμμαζώνει; Γιατί πληρώνεται ο δάσκαλος : Για να έχει το βάρος αυτό, να είναι οι γονιοί ήσυχοι. Όταν είναι συμμαζωμένα εκεί-δά, μες στο σκολειό, γλυτώνει ο γονιός και καμπόσα κομμάτια παραδείγματος χάριν. Ας τρώνε τα θρανία, που είναι ξύλινα, ας τρώνε τους πίνακας και τα χαρτιά τους, τους τοίχους και το πάτωμα, για να είναι οι νοικοκυραίοι ησυχώτεροι για τες αχλαδιές των, τες βερυκοκκιές των, τες συκιές και τ’ αμπέλια των. Η κάθεμιά πανδρεμένη, το λοιπόν, πρέπει να έχει μέρος για να ξεφορτώνεται την κλήρα της, που οι πλιότεροι άνδρες λείπουν χρόνο-χρονικής, η καθεμιά χήρα πρέπει να έχει μέρος για να ρίχνει το στρίγλικό της, τ’ αρφανό της. Η καθεμιά αρχόντισσα να έχει μέρος για να βάζει τον πάπο της, το χήνο της, κι η καθεμιά φτωχή, το θάρρος της και την απαντοχή της. Αυτά, δάσκαλε».  Ο διδάσκαλος δεν είχεν όρεξιν ν’ αντείπει εις ταύτα, αλλ’ απλώς αφωσιώθη εις το έργον, ως να εζήτει παρηγορίαν διά το πενθος του. Την τετάρτην ημέραν μετά την κηδείαν της ατυχούς, ότε αύτη αρρωστήσασα αιφνιδίως απέθανε τεσσαράκοντα ημέρας μετά τον γάμον, εισήλθε, πρώτην φοράν από του δυστυχήματος, εις το σχολείον, στυγνός και σιωπηλός. Μετά την συνήθη δέησιν, ο πρωτόσχολος διέταξεν εκ νέου εις προσοχήν! Τα παιδία παρετάχθησαν με τα νώτα προς τον τοίχον, κατά μήκος των τεσσάρων τοίχων του σχολείου. Ο διδάσκαλος, με τας χείρας οπίσω, κρατών την βέργαν του, ήρχισε την επιθεώρησιν. Τα παιδία, άνιπτα τα πλείστα, όπως ήσαν συνηθισμένα, έπτυον εις τα παλάμας των, ύγραινον κι έτριβον τας χείρας με τον σίελον, διά να φανώσι νιμμένα. Αλλ’ ο χηρευμένος διδάσκαλος έκυπτεν, έβλεπε καλώς, και όπου ανεκάλυπτε την πρόχειρον διά σιέλου νίψιν, επέσκηπτεν οργίλως με την βέργαν του κι έσπαζε τας σιελωμένας χείρας. Κατά το τέλος της επιθεωρήσεως απηύθυνε σύντομον νουθεσίαν, προλέγων, ότι, όποιον ανακαλύψει εις το εξής άνιπτον θα τον αφήσει νηστικόν τρείς ημέρας και τρείς νύκτας εις το σωφρονιστήριον, να τον φάγουν οι βλατούδες. Εφυλάττετο καλώς, μη εκφέρει ως απειλήν την αποβολήν, όπως θα έπραττε ξένος μη γνωρίζων τα ήθη του τόπου, διότι εγνώριζε κάλλιστα, ότι οι μικροί διάβολοι εγέλων με την απειλήν ταύτην, ήν ενόμιζον ως ευτυχίαν και ελευθερίαν. Επίσης τους είπεν ότι «όσοι έχουν παπούτσια, να τα φορούν εις το εξής, όταν θα πηγαίνουν εις το σχολείον».

* * *

Τοιαύτα τινά παιδαγωγικά, και όχι καθ’ ολοκληρίαν αψυχολόγητα, εδίδασκεν ο πτωχός διδάσκαλος εις τους μικρούς μαθητάς του. Την ημέραν  εκείνην το πρωινόν μάθημα παρετάθη έως την δωδεκάτην ακριβώς. Οι παίδες ησθάνθησαν τον ζυγόν, και από της δεκάτης ώρας επείνων ήδη φοβερά, όσοι δεν είχαν προβλέψει το πρωί να κλέψωσι τεμάχιον άρτου από της πατρικής οικίας. Το πράγμα ήτο επικίνδυνον άλλως, διότι ο διδάσκαλος ήτο ικανός, όπως και άλλοτε, πριν συνάψει τον τόσον ατυχή αρραβώνα, έπραττε, να ψάξει εις τες τσέπες των μαθητών, και να ρίψει τα τεμάχια του άρτου εις τάς όρνιθας, τας βοσκούσας κατ’ αγέλας εις το προαύλιον.

Τέλος εσήμανε μεσημβρία. Ο πρωτόσχολος εσύριξε, και οι μαθηταί ανά δύο εκ των χειρών κρατούμενοι ήρχισαν να ψάλλωσι το :

Παύει πλέον η μελέτη κι ο καιρός της προσευχής …

Λεξιλόγιο

Ξουριασμένη είναι η βάρκα που το κύμα την έχει παρασύρει έξω από το λιμάνι (από το εξορίζω)

Βλατούδες είναι οι κατσαρίδες

Posted in Διηγήματα, Εκπαίδευση, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , | 129 Σχόλια »

Βάζουν ακόμα μαναφούκια;

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2021

Στο προχτεσινό μας άρθρο είχαμε δει δυο γράμματα κλεφταρματολών προς τις αρχές της Λευκάδας. Σε ένα από αυτά, ο Γιάννης Παραβόλας γράφει: «σας περικαλώ να μην ακούετε τα μονοφίκικα ψέματα». Ο Σπ. Ασδραχάς που εξέδωσε την επιστολή διορθώνει σε «μονοφιλίκικα», λέξη που την εξηγεί ότι σημαίνει «μεροληπτικά».

Είχα γράψει ότι κατά τη γνώμη μου η διόρθωση είναι λάθος. Λέξη «μονοφιλίκικα» δεν νομίζω να υπάρχει. Όμως τύπος «μονοφίκικα» μπορεί να υπάρχει. Θα πρόκειται για παράλληλο τύπο του «μαναφούκικα» δηλ. συκοφαντικά. Μαναφούκι (από τουρκ. münafik) είναι η συκοφαντία, η διαβολή. Συνήθως στον πληθυντικό, «βάζω μαναφούκια» θα πει συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον.

Αυτά είχα γράψει προχτές. Μια φίλη του ιστολογίου μού έστειλε χτες μέιλ όπου μου λέει ότι τη λέξη μαναφούκια την έλεγε η γιαγιά της και μου ζητάει περισσότερες λεπτομέρειες διότι, όπως λέει, στο slang.gr δίνεται όχι τουρκική αλλά λατινική ετυμολογία. Της έγραψα μερικά πράγματα αλλά ύστερα σκέφτηκα, στο πνεύμα εξοικονόμησης πόρων που πρέπει να μας διακρίνει αυτή τη δύσκολη για την οικονομία μας περίοδο, να αναβαθμίσω την απάντηση προς τη φίλη μας σε άρθρο (ή έστω σε αρθράκι) ελπίζοντας οτι δεν θα το βρείτε (πολύ) βαρετό.

Λοιπόν, μαναφούκια είναι οι ραδιουργίες, οι συκοφαντίες, οι διαβολές. Η λέξη αυτή, που κανένα γενικό λεξικό δεν την έχει καταγράψει, συνηθως εμφανίζεται στον πληθυντικό και πολύ συχνά συντάσσεται με το ρήμα «βάζω». Βάζω μαναφούκια σημαίνει «διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον». Τη λέξη την έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται» αλλά εδώ θα πω περισσότερα.

Το slang.gr καταγράφει τη λέξη αλλά την ετυμολογεί ευφάνταστα: από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Ωραίο σαν ιστορία αλλά δεν ισχύει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ετυμολογικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 93 Σχόλια »

Στο Χριστό στο κάστρο (χριστουγεννιάτικο διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 25 Δεκεμβρίου, 2020

Χριστούγεννα σήμερα και το ιστολόγιο συνηθίζει τις χρονιάρες αυτές μέρες να δημοσιεύει διηγήματα του Παπαδιαμάντη ή έστω παπαδιαμαντικού ύφους και κλίματος -κάτι που το έμαθα από τα παιδικά μου χρόνια όταν ο παππούς έπαιρνε έναν από τους τόμους της έκδοσης του Βαλέτα και μάς διάβαζε κάτι.

Σήμερα θα τηρήσουμε την παράδοση με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ο λόγος που δεν το είχα δημοσιεύσει ως τώρα είναι το μέγεθός του, αλλά φέτος που ο γιορτασμός γίνεται με περιορισμούς ίσως περισσεύει χρόνος για ανάγνωση. Εννοώ το διήγημα Στο Χριστό στο Κάστρο, που γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 1891 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία της α’ εξαμηνίας του 1892 (το οποίο υποθέτω πως θα κυκλοφορούσε ήδη τις τελευταίες μέρες του 1891).

Θυμίζω ότι «το Κάστρο» είναι η παλιά ερειπωμένη χώρα της Σκιάθου, στην οποία αναφερθήκαμε πρόσφατα με την ευκαιρία του διηγήματος «Τα κρούσματα«.

Στο διήγημα αυτό έχουμε αναφερθεί κάποιες φορές με αφορμή τις παρανοήσεις της εκκλησιαστικής γλώσσας από τον ψάλτη, τον κυρ Αλεξανδρή, και τα πειράγματα του παπά Φραγκούλη.

Παίρνω το κείμενο από τον παπαδιαμαντικό ιστότοπο papadiamantis.net, δηλαδή από τον δεύτερο τόμο της κριτικής έκδοσης του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου. Στο τελος εξηγώ κάποιες λέξεις.

(Μια έκτακτη είδηση για τους σκακιστες: Σήμερα, από τις 4 έως τις 5 το απόγευμα, από τον Ρ/Σ/ «105,5 Στο Κόκκινο», έκτακτη σκακιστική εκπομπή με προσκεκλημένο τον Χρήστο Κόκκορη, τρεις φορές πρωταθλητή Ελλάδας, ο οποίος θα αναφερθεί στις αναμετρήσεις με τους μεγάλους μετρ εκείνης της εποχής, ανάμεσά τους και τον Σοβιετικό παγκόσμιο πρωταθλητή Μποτβίνικ και θα μιλήσει για την τιμωρία του με ισόβιο αποκλεισμό από τη Χούντα).

Καλά Χριστούγεννα σε όλους!

ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

― Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς, τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾽ στὸ Κάστρο, τ᾽μ πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο· τ᾽ ἀκούσατε;

Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων κ᾽ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186… Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δύο ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πίῃ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἑξηκοντοῦτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.

― Τ᾽ ἀκούσαμε κ᾽ ἡμεῖς, παπά, ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος· ἔτσ᾽ εἴπανε.

― Τί, εἴπανε; Εἶναι σίγουρο, σᾶς λέω, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Φραγκούλης. Οἱ βλοημένοι, δὲ θὰ βάλουν ποτὲ γνώση. Ἐπῆγαν μὲ τέτοιον καιρὸ νὰ κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν᾽ ἀπ᾽ τοῦ Κουρούπη τὰ κατσάβραχα, στὸ Στοιβωτό, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ γίδι νὰ πατήσῃ. Καλὰ νὰ τὰ παθαίνουν!

― Μυαλὸ δὲν ἔχουν, αὐτὸς οὑ κόσμους, θὰ πῶ*, εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ. Τώρα οἱ ἀθρῶποι γινῆκαν ἀπόκοτοι.

― Νὰ εἴχανε τάχα τίποτα κ᾽μπάνια μαζί τς; εἶπεν ἡ παπαδιά.

― Ποιὸς τοὺ ξέρ᾽; εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ.

― Θὰ εἴχανε, θὰ εἴχανε κουμπάνια*, ὑπέλαβεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. Ἀλλιῶς δὲ γένεται. Πήγανε μὲ τὰ ζεμπίλια τους γεμᾶτα. Καὶ τουφέκι θὰ εἶχαν, καὶ θηλειὲς σταίνουν γιὰ τὰ κοτσύφια. Εἶχαν πάρει κι ἁλάτι μπόλικο μαζί τους, γιὰ νὰ τ᾽ ἁλατίσουν γιὰ τὰ Χριστούγεννα.

― Τώρα Χριστούγεννα θὰ κάμουν ἀπάν᾽ στὸ Στοιβωτὸ τάχα; εἶπε μετ᾽ οἴκτου ἡ παπαδιά.

― Νὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς ἔφερνε βοήθεια; ἐψιθύρισεν ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐφαίνετο κάτι μελετῶν μέσα του.

Ἦτον ἕως πενηνταπέντε ἐτῶν ὁ ἱερεύς, μεσαιπόλιος*, ὑψηλός, ἀκμαῖος καὶ μὲ ἀγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εἰς τὴν νεότητά του ὑπῆρξε ναυτικός, κ᾽ ἐφαίνετο διατηρῶν ἀκόμη λανθανούσας δυνάμεις, ἦτο δὲ τολμηρὸς καὶ ἀκάματος.

― Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάμουνε; εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. Ἀπ᾽ τὴ στεριὰ ὁ τόπος δὲν πατιέται. Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νὰ κάμῃ τέτοια βαρυχειμωνιά. Ὁ Ἅις Θανάσης ἔγιν᾽ ἕνα μὲ τὰ Καμπιά. Ἡ Μυγδαλιὰ δὲν ξεχωρίζει ἀπ᾽ τοῦ Κουρούπη.

Ὁ Πανάγος ὠνόμαζε τέσσαρας ἀπεχούσας ἀλλήλων κορυφὰς τῆς νήσου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐπανέλαβεν ἐρωτηματικῶς:

― Κι ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, μαστρο-Πανάγο;

― Ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, παπά, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ*. Ὅλο καὶ φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Ποῦ μπορεῖς νὰ ξεμυτίσῃς ὄξ᾽ ἀπ᾽ τὸ λιμάνι, κατὰ τ᾽ Ἀσπρόνησο!

― Ἀπὸ Σοφρὰν τὸ ξέρω, Πανάγο, μὰ ἀπὸ Σταβέτ;

Ὁ ἱερεὺς ἐπρόφερεν οὕτω τοὺς ὅρους Sopra vento καὶ Sotto vento, ἤτοι τὸ ὑπερήνεμον καὶ ὑπήνεμον, ἐννοῶν εἰδικώτερον τὸ βορειανατολικὸν καὶ τὸ μεσημβρινοδυτικόν.

― Ἀπὸ Σταβέτ, παπὰ… μὰ εἶναι φόβος μήν τονε γυρίσῃ στὸ μαΐστρο.

― Μὰ… τότε πρέπει νὰ πέσουμε νὰ πεθάνουμε, εἶπεν ὡς ἐν συμπεράσματι ὁ ἱερεύς. Δὲν εἶναι λόγια αὐτά, Πανάγο.

―Ἔ! παπά μ᾽, ὁ καθένας τώρα ἔχει τὸ λογαριασμό τ᾽. Δὲν πάει ἄλλος νὰ βάλῃ τὸ κεφάλι του στὸν τρουβά, κατάλαβες, γιὰ νὰ γλυτώσ᾽ ἐσένα.

Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐστέναξεν, ὡς νὰ ᾤκτειρε τὴν ἰδιοτέλειαν καὶ μικροψυχίαν, ἧς ζῶσα ἠχὼ ἐγίνετο ὁ Πανάγος.

― Καὶ τί θὰ πάθουνε, τὸ κάτω κάτω; ἐπανέλαβεν, ὡς διὰ ν᾽ ἀναπαύσῃ τὴν συνείδησίν του ὁ μαραγκός. Νά, θὰ εἶναι χωμένοι σὲ καμμιὰ σπηλιά, τσακμάκι θά ᾽χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι νὰ μοῦ ᾽χε κ᾽ ἐμὲ ἡ Πανάγαινα ἀπόψε στὴν παραστιά μου τὴ φωτιὰ ποὺ θέν᾽ ἔχουν αὐτοί. Γιὰ μιὰ βδομάδα, πάντα* θὰ εἴχανε κουμπάνια, καὶ δὲν εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ πέντε μέρες ποὺ ἀγρίεψε ὁ χειμώνας.

― Νὰ πήγαινε τώρα κανένας νὰ λειτουργήσῃ τὸ Χριστό, στὸ Κάστρο, ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεύς, θὰ εἶχε διπλὸ μισθό, ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε κι αὐτοὺς βοήθεια. Πέρσι ποὺ ἦταν ἐλαφρότερος ὁ χειμώνας, δὲν πήγαμε… Φέτος ποὺ εἶναι βαρὺς…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , | 121 Σχόλια »

Τα κρούσματα (διήγημα)

Posted by sarant στο 6 Δεκεμβρίου, 2020

Κάνω μια ζαβολιά στο σημερινό λογοτεχνικό μας άρθρο. Δεν αναφέρω το όνομα του συγγραφέα, κι αυτό βέβαια σκόπιμα: για να δείτε τίτλο «Τα κρούσματα» και να σκεφτείτε ότι πρόκειται για φρέσκο διήγημα, γραμμένο μέσα στην πανδημία -που μιλάει για ασυμπτωτικά κρούσματα, για τεστ, για το δίλημμα ενός θρησκευτικού ή πολιτικού ηγέτη που κάποιος στενός συνεργάτης του βρέθηκε θετικός… αλλά όχι.

Θα υπάρχουν διηγήματα γραμμένα μέσα στην πανδημία και για την πανδημία, κι αν ξέρετε κανένα καλό να μου το συστήσετε να το βάλω καμιά Κυριακή, αλλά το σημερινό, παρά τον τίτλο του, δεν έχει σχέση με τον κορονιό ούτε με άλλον ιό ή άλλην πανδημία. Κι η λέξη, άλλωστε, του τίτλου έχει άλλη σημασία -αν και τα τότε κρούσματα επίσης φόβο προκαλούσαν.

Το διήγημα είναι του Παπαδιαμάντη, και «Τα κρούσματα» είναι τα φαντάσματα ή τα στοιχειά, όπως τα λέγανε στη Σκιάθο. Και το διήγημα είναι σκιαθίτικο. Περιγράφει μια διανυκτέρευση στο «χωριό», το Κάστρο, τον παλιό και ερειπωμένο πια οχυρωμένο οικισμό όπου κατοικούσαν τα παλιά χρόνια οι Σκιαθίτες (για τον φόβο των πειρατών) πριν τον εγκαταλείψουν για την παραθαλάσσια σημερινή πόλη. Στο έργο του ο Παπαδιαμάντης συχνά αναφέρεται στο Κάστρο. Ο ίδιος δεν το πρόλαβε ζωντανό, αφού οι Σκιαθίτες το εγκατέλειψαν το 1829, όμως το πρόλαβαν οι Σκιαθίτες της προηγούμενης απ’ αυτόν γενιάς. Αυτό θα το δούμε και στο σημερινό διήγημα.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903 στο περιοδικό Παναθήναια. Το κείμενο το πήρα απο τον ιστότοπο papadiamantis.net και το μεταφέρω αυτούσιο, χωρίς μονοτονισμό ή άλλες επεμβασεις. Εξηγώ κάποιες λαϊκές λέξεις με αστερίσκο, όχι όμως τις καθαρευουσιάνικες που είναι πολλές στην αρχή. Αξίζει να μην αποθαρρυνθεί κανείς από την κακοτράχαλη αρχαΐζουσα αρχή -μόλις γίνει λόγος για ζωντανούς ανθρώπους γλυκαίνει το ύφος και γίνεται πιο προσιτή η γλώσσα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , | 173 Σχόλια »

Η νοσταλγία του Γιάννη (πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 29 Απριλίου, 2019

Δεύτερη μέρα σήμερα του Πάσχα, μέρα αργίας. Συνεχίζουμε λοιπόν στο ιστολόγιο με ανάγνωσμα λογοτεχνικό και πασχαλινό -ή μάλλον μεταπασχαλινό, όπως θα δείτε.

Χτες βάλαμε αφήγημα για τον Παπαδιαμάντη, σήμερα θα δούμε ένα διήγημα του ίδιου του Παπαδιαμάντη, αλλά διαφορετικό από τα άλλα. Το διήγημα που θα παρουσιάσω σήμερα έχει την ιδιαιτερότητα ότι προστέθηκε στο παπαδιαμαντικό κόρπους τα τελευταία χρόνια, διότι ήταν αθησαύριστο και είχα τη μεγάλη χαρά και τιμή να το ανακαλύψω τυχαία, καθώς αναδιφούσα παλαιά σώματα του περιοδικού Οικογένεια. Όλη την ιστορία της ανακάλυψης την παρουσιάζω σε παλιότερο άρθρο του ιστολογίου, το 2012 (τότε δεν είχε επιβεβαιωθεί απολύτως η γνησιότητα του διηγήματος).

Αργότερα, το διήγημα κυκλοφόρησε και σε ξεχωριστό τομίδιο από τις εκδόσεις Ερατώ, και πλέον έχει προστεθεί και επίσημα στο σώμα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, η 172η ψηφίδα.

Το διήγημα εκτυλίσσεται στη Σκιάθο -αυτό δηλώνεται έμμεσα, από το τοπωνύμιο Βουρλίδια, που το βρίσκουμε και σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη (πχ. στα «Συμβάντα στο μύλο») αλλά και από το πρόσωπο του ταβερνιάρη Σαραφιανού, ο οποίος επίσης εμφανίζεται σε άλλα διηγήματα (π.χ. στο «Σπιτάκι στο λιβάδι»). Ο Θωμάς Σαραφιανός ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Σε δημοσιογραφικό του άρθρο, ο Παπαδιαμάντης επαινεί το μοσχάτο κρασί που σερβίρεται στο «οινοπωλείον και παντοπωλείον Η Μουργιά του Θωμά Σαραφιανού εις την Σκίαθον».

Κατ’ εξαίρεση, το κείμενο το παραθέτω σε πολυτονικό. Ελπίζω αυτό να μην προκαλέσει πολλά προβλήματα σε όσους έχουν κινητές συσκευές -αλλά αυτοί μπορούν να το διαβάσουν και εδώ.

 

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 82 Σχόλια »

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη (διήγημα του Κώστα Βάρναλη)

Posted by sarant στο 25 Δεκεμβρίου, 2018

Το σημερινό διήγημα είναι επανάληψη. Το είχαμε αρχικά δημοσιεύσει το 2009, έκρινα όμως ότι αξίζει μιαν αναδημοσίευση. Σε αυτή τη νέα δημοσίευση έκανα μερικές διορθώσεις στο κείμενο (έχοντας μπροστά μου και την πρώτη δημοσίευση σε εφημερίδα, απ’ όπου και το πορτρέτο του Παπαδιαμάντη), πρόσθεσα μερικά πράγματα στην εισαγωγή και έβαλα και ένα επίμετρο.

Όταν ήμουν μικρός, την παραμονή των Χριστουγέννων ο παππούς μου άνοιγε έναν από τους τόμους του Παπαδιαμάντη, στην έκδοση του Βαλέτα τότε και διάβαζε κάποιο χριστουγεννιάτικο διήγημα. Παρά την καθαρεύουσα, κάτι πρέπει να πιάναμε ή ίσως μας άρεσε η μορφή του, πάντως το έθιμο το αγαπούσαμε.

Εδώ στο ιστολόγιο τηρούμε αυτή την παράδοση ανεβάζοντας χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Το σημερινό όμως διήγημα δεν είναι του Παπαδιαμάντη αλλά «εις υφος Παπαδιαμάντη» -του Κώστα Βάρναλη. Ο Βάρναλης σαν ήταν νέος είχε γνωρίσει τον Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή -την πρώτη μάλιστα φορά, πριν συστηθούν, ο Βάρναλης είχε φωναχτά διαμαρτυρηθεί στο καφενείο για τις αλλεπαλληλες γενικές ενός άρθρου της εφημερίδας («όλο γκέων, γκέων, γκέων»), με τρόπο που είχε εξοργίσει τον Παπαδιαμάντη. Το είχε βάρος αυτό στη συνείδησή του, επειδή τον εκτιμούσε βαθύτατα.

Ο Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές. Πήρα το κείμενο από την έκδοση του Κέδρου «Πεζός Λόγος» και το μονοτόνισα. Αγνοώ αν το «Καλοκαιρής» (το παπαδιαμαντικώς σωστό είναι Καλοσκαιρής) είναι λάθος του τυπογράφου ή αβλεψία τού Βάρναλη, πάντως υπάρχει έτσι στην εφημερίδα όπου έγινε η πρώτη δημοσίευση. Διορθώνω επίσης το «ορυγάς» σε «ωρυγάς».

Tο διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 23.12.1950 στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος, κεντροαριστερή εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν με καθημερινό χρονογράφημα ο Κώστας Βάρναλης από τον Απρίλιο του 1950 έως το καλοκαίρι του 1953 (μάλιστα, η πρώτη του συνεργασία ήταν ένα άλλο παπαδιαμαντικό, πασχαλινό, που ελπίζω να θυμηθώ να το παρουσιάσω το Πάσχα). Το περίεργο είναι ότι η δημοσίευση αυτή έχει τον υπότιτλο «Αναμνησεις του κ. Κώστα Βάρναλη» -ενώ πρόκειται σαφώς για διήγημα.

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη

Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Διηγήματα, Επαναλήψεις, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , | 149 Σχόλια »

Χριστούγεννα στον ύπνον μου (διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)

Posted by sarant στο 23 Δεκεμβρίου, 2018

Προπαραμονή σήμερα, οπότε το διήγημα που θα βάλουμε θα είναι χριστουγεννιάτικο. Συνηθίζουμε στο ιστολόγιο αυτές τις μέρες τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, όμως ένας φίλος μού ζήτησε, αν γίνεται, να βάλουμε ένα διήγημα του άλλου Αλέξανδρου της Σκιάθου και των γραμμάτων μας, του Μωραϊτίδη, που είναι άλλωστε ξάδερφος του Παπαδιαμάντη. Διάλεξα λοιπόν ένα διήγημα του Μωραϊτίδη, που έχει μιαν ιδιομορφία: ότι ανάμεσα στα πρόσωπα εμφανίζεται και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης. Το διήγημα υπάρχει στο Project Gutenberg αλλά έκανα αντιβολή με την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου (εκδόσεις Στιγμή) και εντόπισα αρκετές διαφορές.

Η πρώτη δημοσίευση έγινε στην Ακρόπολι στις 25 Δεκεμβρίου 1898 -πριν από 120 χρόνια! Το διήγημα ξεκινάει ως αθηναϊκό, αφού οι δυο εξάδελφοι, ο Μωραϊτίδης που αφηγείται και ο Παπαδιαμάντης, γιορτάζουν τα Χριστούγεννα παρέα με τον φίλο τους τον ιεροψάλτη του Νεκροταφείου, αλλά στο τέλος μετατρέπεται σε σκιαθίτικο, αφού ο αφηγητής περιγράφει ένα όνειρο που είδε.

Ορισμένα σημεία του διηγήματος, όπως η αντίθεση μεταξυ παραδοσιακών και νεωτεριστών σχετικά με τον εορτασμό των Χριστουγέννων, μού είναι εντελώς ξένα κι έτσι δεν θα επιχειρήσω να τα εξιχνιάσω. Υπάρχει και κάποιο αθηναιογραφικό ενδιαφέρον στις περιγραφές -ας πούμε, η «εκκλησία του αγίου Δανιήλ» με τους εργάτες των ελαιοτριβείων είναι σχεδόν σίγουρα στον Βοτανικό.

Στο τέλος σχολιάζω πεντέξι λέξεις -αφήνοντας και μιαν απορία. Πάντως, αν και δεν θέλω να σας επηρεάσω, εμένα ο Παπαδιαμάντης με συγκινεί περισσότερο.

Χριστούγεννα στον ύπνον μου

Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον;

Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν’ ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδες —ένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα. Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος». Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι. — Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων. Οι πιστοί συνηγμένοι πανηγυρικώς  — Χριστός Γεννάται! — Οι ψάλται υπό ιδιαιτέρου ενθουσιασμού κατεχόμενοι. — Δεύτε ίδωμεν πιστοί. — Ο αχώρητος παντί — Ήχοι καθ’ εκάστην αδόμενοι εν ταις μοναίς, και σπανιώτατα ακουόμενοι εν τω κόσμω. — Παν σπάνιον επιθυμητόν. — Και να συρίζη ίσως ο βορράς. — Και να είνε σκοτία έξω. Και να πίπτη χιών. — Δόξα εν υψίστοις θεώ. — Ανατολή Ανατολών. — Επί γης ειρήνη. — Οποία ουράνιος απόλαυσις!

Και όμως η ώρα παρήρχετο χωρίς ν’ ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού, ένα γλυκύλαλον, ένα αργυρόηχον κώδωνα. Είδον από του παραθύρου. Το άστρον της Ανατολής, έκλαμπρον, μέγα, ο Αστέρας, έφεγγε, καταυγάζων τον ουρανόν. Εχάραζε πλέον — μου εφάνη. — Εγεννήθη ο Χριστός! Ηκροαζόμην. Ούτε κώδων, ούτε ήχος. Η πόλις εκοιμάτο ως να μη εξημέρωνε χαράς ημέρα. Είχε χιονίσει προ δύο ημερών και ήδη προμηνύεται ημέρα ευήλιος. Αίθρία εν ουρανώ. Πώς λάμπει ο Αστέρας, το άστρον της Ανατολής! Προς στιγμήν μου εφάνη ότι είδον και τους τρεις μάγους, τρεις εφίππους Χαλδαίους με τα βασιλικά στέμματα, με τα σκήπτρα και τα δώρα, ελαύνοντας δρόμω εξ Ανατολών. Από την Ακρόπολιν τάχα. Είποντο του αστέρος. Ήσαν τρία μεγάλα νέφη, άτινα κατεδίωκεν ο απηλιώτης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθηναιογραφία, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , | 80 Σχόλια »

Άρατε πύλας (διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2018

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα της Λαμπρής ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά. Φέτος, επιμένω με Σκιάθο αλλά διαλέγω τον άλλο Αλέξανδρο, τον εξάδελφο του Παπαδιαμάντη, τον Μωραϊτίδη.

Το διήγημα είναι και κατά κάποιο τρόπο (ιστολογικώς) επίκαιρο, αφού πριν από τέσσερις μέρες δημοσιεύσαμε άρθρο που αναφέρεται στο ίδιο θρησκευτικό δρώμενο που περιγράφει και ο Μωραϊτίδης στο διήγημα.

Το κείμενο υπάρχει στο Διαδίκτυο, εγώ το πήρα από το sansimera.gr όπου ήταν ήδη μονοτονισμένο. Έκανα αντιπαραβολή με την έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου και διόρθωσα κάμποσες αβλεψίες. Δεν εκσυγχρονίζω την ορθογραφία (που πάντως την έχει εκσυγχρονίσει κάπως ο Ν.Δ.Τ., π.χ. είνε σε είναι, έγεινε σε έγινε κτλ.) παρά μόνο το «κ'» σε «κι».

Η καθαρεύουσα του Μωραϊτίδη είναι πιο βαριά (και με πολυ λιγότερες ιδιωματικές ανάσες) από του Παπαδιαμάντη. Σημειώνω με αστερίσκο μερικές λέξεις που τις εξηγώ στο τέλος.

Θυμίζω και άλλα πασχαλινά αναγνώσματα που έχουμε δημοσιεύσει:

Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά

Παπαδιαμάντης, Ο αλιβάνιστος

Κώστας Βάρναλης, Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι

Εμμ. Ροΐδης, Τα κόκκινα αβγά

Ν. Λαπαθιώτης, Η θυσία

Και βέβαια, το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Χριστός Ανέστη!

«Άρατε πύλας…»

Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κι ευώδες Πάσχα. Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κι έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις τις πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον. Ίσως συνετέλεσε και η έκτακτος δροσερά άνοιξις του έτους εκείνου του αλησμονήτου. Τα αηδόνια είχαν έλθει τόσον εγγύς εις την κωμόπολιν, ώστε μερικά αφόβως εισέδυσαν και εις το πυκνόν του ναΐσκου κηπάριον και συνώδευον και εκείνα με την μαγευτικήν μελωδίαν των το γλυκύλαλον «Χριστός Ανέστη». Το καέν θυμίαμα, υπάρχουν στιγμαί, που νομίζω πως το αισθάνομαι ακόμη κατά τινα μυστικήν όλως απάτην. Έλεγαν πως ήτο θυμίαμα από την Αγίαν Άνναν, Σκήτην του Άθωνος, γνωστήν διά την αρετήν των ερημιτών αυτής. Αλλ’ ίσως και τα πάμπολλα τριαντάφυλλα του κηπαρίου της Εκκλησίας προσέφερον και αυτά εν αναλογία το άρωμά των το μεθυστικόν. Και ήσαν τόσα πολλά το έτος εκείνο!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Λογοτεχνία, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , | 143 Σχόλια »

Δασκαλιό χωρίς δασκάλους

Posted by sarant στο 2 Φεβρουαρίου, 2018

Όταν ήμουν μικρός, πέρασα μερικά καλοκαίρια με τον παππού και τη γιαγιά στο Τολό, το παραθαλάσσιο χωριό κοντά στο Ναύπλιο. Παλιότερα πήγαιναν στο Ξυλόκαστρο, αλλά ο παππούς, που είχε τη μέση του, διάλεξε το Τολό επειδή είχε πιο ζεστή θάλασσα, καθώς βρίσκεται σ’ έναν μάλλον κλειστό κόλπο.

Απέναντί μας είχαμε ένα πολύ μικρό νησάκι, όπου πήγαινες και κολυμπώντας -εκεί κόβαμε φραγκόσυκα. Πιο δίπλα, ήταν ένα σαφώς μεγαλύτερο νησί, η Ρόμβη, ακατοίκητο κι αυτό -κάποιοι έβοσκαν κατσίκια. Πισω από τη Ρόμβη, και αθέατο από το Τολό, ήταν ένα μικρότερο νησάκι, το Δασκαλιό, όπου πήγαιναν για ψάρεμα οι ντόπιοι. Καναδυό φορές μάς είχε πάρει κι εμάς ο κυρ Χρήστος με τη βάρκα.

Το Δασκαλιό του Τολού δεν είναι ούτε το μόνο ούτε καν το γνωστότερο μ’ αυτό το όνομα. Οι παπαδιαμαντιστές θα ξέρουν το Δασκαλιό (Δασκαλειό το έγραφε συνήθως ο Παπαδιαμάντης), το «μικρόν φαιοπρασινίζον νησίδιον», έτσι το χαρακτηρίζει στον «Βαρδιάνο στα σπόρκα», που μαζί με άλλα κλείνουν το λιμάνι της Σκιάθου. Δασκαλιό υπάρχει και στην Κερατέα, νησάκι που έδωσε το όνομά του στο λιμάνι και στον παραθαλάσσιο οικισμό, υπάρχει έξω από τον Πόρο, στις Αλκυονίδες νήσους στον Κορινθιακό και σε πολλά άλλα μέρη. Στη Βικιπαίδεια αναφέρονται δεκατέσσερα νησιά ή ακτογραφικά χαρακτηριστικά με αυτό το όνομα, ενώ θα λείπουν κάμποσα ακόμα -το βέβαιο είναι πως λείπει ακόμα ένα Δασκαλιό, αυτό για το οποίο θα σας μιλήσω τώρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαιολογία, Γεωγραφία, Ετυμολογικά, Παπαδιαμάντης, Τοπωνύμια, νησιά | Με ετικέτα: , , , , , , | 188 Σχόλια »

Της Κοκκώνας το σπίτι (διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 24 Δεκεμβρίου, 2017

Κυριακή σήμερα, άρα λογοτεχνία. Παραμονή Χριστουγέννων, που τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα. Τις μέρες των Χριστουγέννων το ιστολόγιο συνηθίζει να βάζει Παπαδιαμάντη, μια παράδοση που την κληρονόμησα από την παιδική μου ηλικία, όταν μας τον διάβαζε ο παππούς στο γιορτινό τραπέζι.

Ο συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων βοήθησε στην επιλογή του σημερινού άρθρου: θα παρουσιάσω ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη σχετικό όχι απλώς με τα Χριστούγεννα, αλλ’ ειδικά με τα Κάλαντα.

Φυσικά είναι γνωστό διήγημα, το είχα ανεβάσει το 2007-8 στον παλιό μου ιστότοπο, και το μεταφέρω από εδώ.

Έχω κάνει μερικό εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας, πέρα από το μονοτονικό. Διατήρησα την παλιά ορθογραφία στη λ. Κοκκώνα, που σήμερα τη γράφουμε «κοκόνα». Κοκόνα λέμε ( ; ) μια κυρία αρχοντικής καταγωγής ή γυναίκα μαθημένη στην άνεση και στην πολυτέλεια, ενώ είναι και χαϊδευτική προσφώνηση, όμως εδώ εννοεί μια Ρωμιά από την Πόλη, που για χάρη της άρχισε να χτίζεται το σπίτι στη Σκιάθο -πράγματι, η λέξη χρησιμοποιόταν κατεξοχήν για τις Ρωμιές της Πόλης.

Δεν βρίσκω δύσκολες λέξεις στο διήγημα αλλά αν κάτι σας φαίνεται άγνωστο ή δυσνόητο ρωτήστε. Υπάρχουν αρκετά σημεία άξια γλωσσικού σχολιασμού, ακόμα και στην πρώτη προταση, όπου ο δρόμος χαρακτηρίζεται «περαστικός» (δηλαδή πολυσύχναστος), μια σημασία που την καταγράφει το ΛΚΝ με την ένδειξη «παρωχημένη» αλλά όχι ο Μπαμπινιώτης.

ΤΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Δεν ήτον δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ’ εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω. Λιθόστρωτον ανηφορικόν, από κάτω απ’ της Σταματρίζαινας το σπίτι έως επάνω εις τον ναόν της Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα, κάθε βήμα και άσθμα. Εφούσκωνεν, εκοντανάσαινε κανείς διά ν’ αναβεί, εγλιστρούσε διά να καταβεί.

Αμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παλιόσπιτον του γερο-Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον. Κάτω έχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην, σημειούμενος από ολίγους έρποντας θάμνους εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο εις το σκότος της νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι ή και σκαλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες ως να έλθει η ώρα να εισβάλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων. Το κύμα υποκώφως εφλοίσβιζεν εις τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από προχθές, μαλακώσας την εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε τες αποθαλασσιές του έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος βασιλεύς του χειμώνος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , | 115 Σχόλια »

Ο αλιβάνιστος, ένα πασχαλινό του Παπαδιαμάντη

Posted by sarant στο 1 Μαΐου, 2016

Τις μεγάλες τις γιορτές, πιο πολύ τα Χριστούγεννα αλλά και το Πάσχα, τις έχω συνδέσει με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και συχνά βάζω κείμενά του τέτοιες μέρες -για παράδειγμα, πρόπερσι το Πάσχα είχα βάλει το διήγημά του «Χωρίς στεφάνι«, ένα πασχαλινό αθηναϊκό, μαύρο και όχι χαρμόσυνο, διήγημα. Πέρυσι, διάλεξα ένα κομμάτι όχι του Παπαδιαμάντη, αλλά για τον Παπαδιαμάντη, από έναν άλλον μεγάλο τεχνίτη των γραμμάτων μας, τον Κώστα Βάρναλη: το χρονογράφημα «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη».

Φέτος επιστρέφω στην πεπατημένη, δηλαδή βάζω ένα ακόμα από τα πασχαλινά του Παπαδιαμάντη, τον «Αλιβάνιστο». Βέβαια, το κείμενο υπάρχει στο Διαδίκτυο. Το πήρα μονοτονισμένο και έκανα κάποιον εκσυγχρονισμό στην ορθογραφία. Στο τέλος προσθέτω ελάχιστα λεξιλογικά.

Εξαιτίας της σημερινής γιορτής, το Μηνολόγιο του Μαΐου θα δημοσιευτεί αύριο. Το ιστολόγιο σας εύχεται ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

 

Ο αλιβάνιστος

Αφού εβάδισαν επί τινα ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θειά Μολώτα, κι η Φωλιώ της Πέρδικας, κι η Αφέντρα της Σταματηρίζαινας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους. Η ψυχή κι η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού.

Το δροσερόν νάμα εξέρχεται από μίαν σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται. Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας, και το γλυκύ κελάρυσμα του νερού αναμιγνύεται με το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων. Η θεια Μολώτα, αφού έπιεν άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής, εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου διά να ξαποστάσει. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την βρύσιν, παρά την ρίζαν του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια, τα οποία έφεραν μαζί των, διά να τα γεμίσουν. Είτα, αφού έπιαν και αυταί νερόν, εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας, η άλλη κατέναντι, κι άρχισαν να ομιλούν.

– Πώς αλγεί παπάς; είπεν η θεια Μολώτα.

Η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά και τα άρθρα και άλλα μόρια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , | 111 Σχόλια »

Πώς (δεν) ξεθάφτηκε ο Παπαδιαμάντης

Posted by sarant στο 18 Φεβρουαρίου, 2016

Στο άρθρο του περασμένου Σαββάτου είχα αναφερθεί και στην κόντρα του παρουσιαστή Κ. Μπογδάνου με τον δήμαρχο Ζακύνθου, με αφορμή τα όσα είπε ο πρώτος για τον Διονύσιο Σολωμό, χωρίς ωστόσο να μπω στην ουσία του θέματος. Σε συνέχεια αυτής της αντιπαράθεσης, ο παρουσιαστής προσκάλεσε τη Δευτέρα στην εκπομπή του τον συγγραφέα (και τ. βουλευτή) Πέτρο Τατσόπουλο για μια συζήτηση που ξεκίνησε από αυτή τη διένεξη αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα.

Στη συζήτηση αυτή, ο Π. Τατσόπουλος ανέφερε ως γεγονός κάτι που μου φαίνεται ότι δεν αληθεύει -και επειδή το άκουσε αρκετός κόσμος, και αφού ένας από τους σκοπούς του ιστολογίου είναι και η αναζήτηση της αλήθειας και η ανασκευή μύθων ειδικά σε σχέση με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, θέλω να αφιερώσω το σημερινό άρθρο σε αυτό.

Το θέμα το έχω ήδη συζητήσει στο Φέισμπουκ, και μάλιστα με συμμετοχή του άμεσα εμπλεκόμενου, αλλά οι συζητήσεις του Φέισμπουκ έχουν το κακό ότι δεν διατηρούνται στην επιφάνεια και δεν γκουγκλίζονται (όταν γίνονται σε προσωπικές σελίδες), οπότε μεταφέρω εδώ κάποια πράγματα.

Λοιπόν, στην εκπομπή της Δευτέρας 15/2, ο Πέτρος Τατσόπουλος, που είναι πολύ καλός συζητητής κατά τη γνώμη μου, υποστήριξε ότι τις μεγάλες μορφές σαν τον Σολωμό δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε σαν ιερές αγελάδες, ότι έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, άρα και ελαττώματα. Και συνέχισε λέγοντας πως ο Σολωμός ήταν «ένας βασανισμένος άνθρωπος, όπως εξίσου βασανισμένος άνθρωπος ήταν ο Παπαδιαμάντης».

Φτάνουμε στο σημείο που μας ενδιαφέρει. Λέει ο Τατσόπουλος (απομαγνητοφωνώ):

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μύθοι, Μεταμπλόγκειν, Παπαδιαμάντης, Τηλεοπτικά, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 236 Σχόλια »