Για την αυριανή επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αναδημοσιεύω, με λιγοστές τροποποιήσεις, ένα άρθρο που είχαμε δημοσιεύσει πριν από έξι χρόνια τέτοιες μέρες. Η επανάληψη δεν είναι ίσως άσκοπη.
Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες σαράντα πέντε χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, σε μια Ελλάδα που εδώ και οχτώ χρόνια βρισκεται σε κρίση, όπως βαθιά κρίση βίωνε και το 1973 το δικτατορικό καθεστώς, κρίση την οποία είχε προσπαθήσει να εκτονώσει και να αποφύγει με την προσπάθεια ελεγχόμενης επιστροφής σε μια μορφή κοινοβουλευτικής ζωής, με την ανακήρυξη προεδρικής δημοκρατίας και την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Σπ. Μαρκεζίνη, μια προσπάθεια που ματαιώθηκε με τη φοιτητική εξέγερση και την αιματηρή καταστολή που ακολούθησε -μια βδομάδα μετά, η ομάδα Ιωαννίδη ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και έβαλε τέρμα στα πειράματα εκδημοκρατισμού.
Η κρίση που περνάμε σήμερα έχει, αναμενόμενα ίσως, θέσει υπό αμφισβήτηση και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Βέβαια, η βασική θέση της αμφισβήτησης, δηλαδή ότι η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» εξαργύρωσε τη συμμετοχή της στον αντιδικτατορικόν αγώνα με την αναρρίχηση σε πολιτειακά αξιώματα, δεν είναι καινούργια, ακούγεται εδώ και πολλά χρόνια, απλώς τώρα ακούγεται περισσότερο.
Πιστεύω πως η θέση αυτή, που την ακούει κανείς και από καλοπροαίρετους ανθρώπους, είναι μακριά από την αλήθεια. Δεν θα αρνηθώ ότι πολλοί πρωταγωνιστές του φοιτητικού αντιδικτατορικού αγώνα κατέλαβαν υπουργικά αξιώματα ή βουλευτικές και κρατικές θέσεις, αλλά αυτοί ήταν η εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας. Αν εξετάσουμε τον κατάλογο των μελών της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου, θα δούμε ότι από τα 33 τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της μόνο 6-7 κατέλαβαν τέτοιες θέσεις και αξιώματα σε όλα αυτά τα χρόνια, ποσοστό που το βρίσκω μικρό. Θα έλεγα μάλιστα ότι, σε σύγκριση με άλλα αντιστασιακά και αντικαθεστωτικά κινήματα, οι φοιτητές του αντιδικτατορικού αγώνα κατέλαβαν μάλλον λιγοστές θέσεις και οπωσδήποτε όχι κορυφαίες -μέχρι στιγμής, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει υπάρξει Πρόεδρος ή πρωθυπουργός ή έστω αρχηγός αξιωματικής αντιπολίτευσης που να βγήκε από το φοιτητικό κίνημα του 1973, ενώ υπήρξε από τις (εντελώς ξεχασμένες) φοιτητικές απεργίες του 1907 (ο Γεώργιος Παπανδρέου) ή από τις μαθητικές κινητοποιήσεις των αρχών του 1990 (ο Αλέξης Τσίπρας), για να μην πάμε στον Χάβελ, τον Βαλέσα, ή στους εκατοντάδες γκωλικούς στη Γαλλία μετά το 1945. Αυτό βέβαια έχει να κάνει και με το ότι η δικτατορία κατέρρευσε και δεν ανατράπηκε, και ότι τη διαδέχτηκε ένα καθεστώς στο οποίο κυριαρχούσε ένα κόμμα που στεκόταν αμήχανο και δύσπιστο απέναντι στον μαχητικό αντιδικτατορικό αγώνα, στον οποίο ελάχιστα στελέχη του είχαν πάρει ενεργό μέρος.
Στο κάτω-κάτω, δεν είναι άτοπο, αφύσικο ή κατακριτέο αν, από μια ομάδα εικοσάχρονων που ασχολούνται έντονα με τους πολιτικούς αγώνες κάποιοι φτάσουν, τριάντα χρόνια μετά, σε υψηλά αξιώματα. Για όσους δεν ανήκουν στην άρχουσα τάξη, ώστε να κληρονομούν τη βουλευτική έδρα από τον πατέρα τους ή να την εξασφαλίζουν αβρόχοις ποσί από τον κομματικοκρατικό μηχανισμό μόλις τελειώσουν το Κολέγιο και το Χάρβαρντ, η συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα είναι ο συνήθης τρόπος ενασχόλησης με την πολιτική, αλλά φαίνεται θεωρούμε αφύσικο να αναδεικνύεται κανείς χωρίς να χρησιμοποιεί τον πατροπαράδοτο τρόπο των γόνων της άρχουσας τάξης.