Πολλές φορες έχουμε αναφερθεί σε άρθρα του ιστολογίου στα επαγγελματικά θηλυκά ουσιαστικά και στους έμφυλους τύπους (π.χ. βουλεύτρια/βουλευτίνα, δικάστρια).
Το ίδιο θα κάνουμε και στο σημερινό άρθρο αλλά με μια διαφορά: δεν θα αναπτύξω εγώ τις απόψεις μου αλλά θα αναδημοσιεύω ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Αθηνόραμα, στο οποίο τοποθετουνται δυο γυναίκες γλωσσολόγοι για το θέμα αυτό -αλλά όχι μόνο: η συζήτηση πιάνει επίσης το γενικότερο θέμα της φεμινιστικής γλωσσολογίας, την άφυλη κατάληξη @ κτλ.
Κατά σύμπτωση το ιστολόγιο έχει αναδημοσιεύσει πριν από οχτώ χρόνια ένα άλλο άρθρο στο οποίο γίνεται η ίδια (προφανής) παρατήρηση: γιατί είναι απολύτως αποδεκτός ο τύπος «χορεύτρια» αλλά ο τύπος «βουλεύτρια» συναντά τόσες αντιδράσεις; Είναι άραγε μόνο η αμηχανία απέναντι στο νέο; Δεν νομίζω. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αντιρρήσεις αφορούν τους έμφυλους τύπους σε επαγγέλματα «κύρους». Η βουλεύτρια ενοχλεί, όχι η χορεύτρια. Η δικάστρια, όχι η παρουσιάστρια. (Υπάρχει επίσης και πολιτική διάσταση καθώς ο τύπος ‘βουλεύτρια’ θεωρείται από κάποιους «πατέντα του ΣΥΡΙΖΑ». Βέβαια στις επικείμενες εκλογές στην Κύπρο βλέπω αρκετές υποψήφιες του δεξιού ΔΗΣΥ να αυτοπροσδιορίζονται υποψήφιες βουλεύτριες). Αλλά σήμερα δεν θα πω τα δικά μου, συν τοις άλλοις διότι οι δυο συνεντεύξεις είναι εκτενείς. Παραθέτω λοιπόν τις δυο συνεντεύξεις και στο τέλος κάνω ένα σύντομο σχόλιο.
Η εισαγωγή από τη δημοσιογράφο Δέσποινα Ζευκιλή:
Είναι η χρήση τύπων όπως πρυτάνισσα και προεδρίνα υποτιμητικές ή μπορούν να γίνουν εργαλεία γυναικείας ενδυνάμωσης; Μπορούμε να είμαστε και κοσμητόρισσες εκτός από μαγείρισσες, βουλεύτριες εκτός από χορεύτριες; Γιατί δεν είναι αποδεκτή η φράση ο άνθρωπος θηλάζει τα μωρά του;
Η γλώσσα συνεχίζει να αντικατοπτρίζει, να κατασκευάζει και να συντηρεί την ανδρική κυριαρχία και αρκεί να ανατρέξεις σε ένα λεξικό και να συγκρίνεις τις αρνητικές λέξεις που έχουν ως παράγωγο τη γυναίκα και τις θετικές που έχουν ως παράγωγο τον άντρα για να πειστείς.
Η φεμινιστική γλωσσολογία έχει εργαστεί συστηματικά στην κατεύθυνση της εξάλειψης του γλωσσικού σεξισμού και στην Ελλάδα, στο επίπεδο της επίσημης γλώσσας όμως, αυτής που μιλάμε καθημερινά, μένουν πολλά να γίνουν. Άλλωστε, ακόμη και καταξιωμένες γυναίκες εξακολουθούμε να έχουμε αντιστάσεις στη χρήση θηλυκών εκδοχών λέξεων που σχετίζονται συνήθως με αξιώματα εξουσίας.
Μιλήσαμε με την Αγγελική Αλβανούδη, διδακτόρισσα Γλωσσολογίας, διδάσκουσα στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και με την Σταυρούλα Τσιπλάκου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου για τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας σε σχέση με ζητήματα ισότητας και ζητήσαμε τη γνώμη τους για το τι μπορεί να γίνει στην πράξη προς την κατεύθυνση της εξάλειψης του γλωσσικού σεξισμού.
Κοινή παραδοχή είναι ότι η γλώσσα παρέχει τα εργαλεία για την ερμηνεία ενός πιο «θηλυκού» κόσμου, η υιοθέτησή τους όμως καθορίζεται με βάση τις στάσεις και τις ιδεολογίες μας και είναι θέμα καθημερινής διεκδίκησης.
Α. Η συζήτηση με την Αγγελική Αλβανούδη
Πώς η γλώσσα αντικατοπτρίζει, κατασκευάζει και συντηρεί την ανδρική κυριαρχία;
Στο επίπεδο του γλωσσικού συστήματος ή της γραμματικής η γλώσσα κατασκευάζει το φύλο και αναπαράγει την ανδρική κυριαρχία μέσω του γραμματικού και λεξικού γένους. Το γραμματικό γένος είναι μια εγγενής ιδιότητα του ουσιαστικού που ελέγχει τη γραμματική συμφωνία μεταξύ ουσιαστικού, άρθρου, επιθέτου, αντωνυμίας, ρήματος ή αριθμητικού. Στην ελληνική γλώσσα το γραμματικό γένος σημαδεύει όλα τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τις παθητικές μετοχές και ορισμένες αντωνυμίες και διακρίνεται σε τρεις τάξεις κλιτικών παραδειγμάτων: το αρσενικό, το θηλυκό και το ουδέτερο.
Στην αναφορά στον άψυχο κόσμο οι τρεις κλίσεις δεν είναι σημασιολογικά αιτιολογημένες, δηλαδή δεν υπάρχει κάποια «κρυφή λογική» πίσω από το ότι ο ουρανός είναι αρσενικός, η θάλασσα θηλυκή και το βουνό ουδέτερο. Και τα τρία ουσιαστικά δηλώνουν στοιχεία της φύσης αλλά έχουν διαφορετικά γένη. Ωστόσο, στην αναφορά σε ανθρώπινα όντα η κατηγορία του αρσενικού και θηλυκού γένους είναι σημασιολογικά αιτιολογημένες, καθώς ουσιαστικά που δηλώνουν ανθρώπινα όντα αρσενικού φύλου ανήκουν μορφολογικά στην πρώτη κλίση (π.χ. φοιτητής, αθλητής), ενώ ουσιαστικά που δηλώνουν ανθρώπινα όντα θηλυκού φύλου ανήκουν μορφολογικά στη δεύτερη κλίση (π.χ. φοιτήτρια, αθλήτρια).
Εδώ η απόδοση της τιμής του γένους βασίζεται σε σημασιακά κριτήρια, συγκεκριμένα στο βιολογικό φύλο του προσώπου αναφοράς. Το βιολογικό φύλο (στα αγγλικά sex) αναφέρεται σε βιολογικές/ανατομικές διαφορές αντρών και γυναικών, στο δίπολο αρσενικού/θηλυκού. Πάνω σε αυτό το δίπολο χτίζεται το κοινωνικό φύλο (social gender), δηλαδή κοινωνικά, πολιτισμικά και ψυχολογικά φαινόμενα που συνδέονται με τις γυναίκες και τους άντρες. Στην ελληνική γλώσσα το φύλο σημαδεύεται γραμματικά αλλά και λεξικά. Για παράδειγμα, τα ουσιαστικά αγόρι και κορίτσι είναι ουδέτερου γραμματικού γένους αλλά σημαδεύονται λεξικά ως προς το αρσενικό και θηλυκό φύλο αντίστοιχα. Όταν χρησιμοποιούμε λέξεις που σημαδεύουν το φύλο γραμματικά ή λεξικά, κατηγοριοποιούμε τον εαυτό μας ή άλλα πρόσωπα ως γυναίκες ή ως άντρες. Αυτός ο έμφυλος διαχωρισμός όμως γίνεται στη βάση της ιεραρχίας κι εδώ ξεκινά το πρόβλημα του γλωσσικού σεξισμού, δηλαδή της άνισης αντιμετώπισης των γυναικών μέσω της γλώσσας.