Οι νεκροί από το δυστύχημα στα Τέμπη έχουν φτάσει τους 57, αριθμός που δεν αποκλείεται να αυξηθεί αφού ακόμα βγάζουν διαμελισμένα πτώματα από τα πρώτα βαγόνια του επιβατικού τρένου. Στο φοβερό δυστύχημα αφιερώσαμε το χτεσινό μας άρθρο και κανονικά σήμερα θα έπρεπε να πούμε κάτι άλλο και ν’ αλλάξουμε παραστάσεις -θα έπρεπε, αλλά δεν είχα όρεξη να γράψω για κάποιο εντελώς άλλο θέμα.
Οπότε, σκέφτηκα μια μέση λύση: να μη γράψω πάλι για το δυστύχημα, αλλά να λεξιλογήσω για τον σιδηρόδρομο και τα τρένα, σήμερα που τελειώνει η βδομάδα και από Δευτέρα να ξεκινήσουμε την καινούργια βδομάδα με κάτι φρέσκο.
Για το τρένο και τον σιδηρόδρομο δεν έχουμε λεξιλογήσει, αν και έχουμε αφιερώσει ένα άρθρο, σχετικά πρόσφατα στην ορθογραφία της λέξης, δηλ. τραίνο ή τρένο, ενώ παλιότερα είχαμε φιλοξενήσει μια συνεργασία φίλου σιδηροδρομικού για το λεξιλόγιο του σιδηροδρόμου. Το άρθρο αυτό το θυμήθηκα χτες, που άκουσα στο ραδιόφωνο ότι, στο πλαίσιο της περικοπής θέσεων στον ΟΣΕ, καταργήθηκαν πριν από μερικά χρόνια θέσεις «πασαγιοφυλάκων» -και στο λεξιλόγιο που λέμε θα δείτε ότι «πασάγιο» είναι η ισόπεδη διάβαση.
Η λέξη «σιδηρόδρομος» εμφανίζεται στα ελληνικά ως μεταφραστικό δάνειο του γαλλ. chemin de fer, λένε τα λεξικά (υπάρχει και το όμοιο γερμανικό Eisenbahn). Στον Μπαμπινιώτη δίνεται χρονολογία εμφάνισης το 1833, μια πληροφορία αντλημένη από τον Κουμανούδη, ο οποίος σημειώνει ότι βρήκε τη λέξη στους Ελληνικούς κώδικες, που είναι μια συλλογή νομολογίας, στην έκδοση του 1833. Κάπως παράξενο το βλέπω να υπήρχε τόσο παλιός ελληνικός νόμος που να μνημονεύει τον σιδηρόδρομο, αλλά δεν μπορώ να το αποκλείσω. (Βέβαια, chemin de fer υπήρχε και πριν από την ατμομηχανή, στα ορυχεία, από τον 18ο αιώνα κιόλας).
Η παλαιότερη ανεύρεση της λέξης «σιδηρόδρομος» που βρήκα εγώ μέσω Google books χρονολογείται από το 1842, στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού «Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων» του 1842, πριν έρθει σιδηρόδρομος στην Ελλάδα.
Η εικόνα δείχνει ένα όρυγμα του «εκ Λισερπάλου εις Μαγκεστρίαν» σιδηροδρόμου. Μαγκεστρία είναι το Μάντσεστερ και Λισέρπαλον είναι περιέργως το Λίβερπουλ. Το «Όρος των Ελαιών» είναι το Olive Mount αγγλιστί, και υπάρχει άρθρο στη Βικιπαίδεια για το όρυγμα αυτό. Ελιές δεν υπάρχουν στο Λίβερπουλ απ’ όσο ξέρω, αλλά έτσι ονομαζόταν μια έπαυλη στην περιοχή.
Ο νόμος για τον σιδηρόδρομο Αθηνών-Πειραιώς ψηφίζεται το 1855. Ο Κουμανούδης στη Συναγωγή νέων λέξεων σημειώνει: Η λέξις ει και ένεκα του εν αυτή δρόμου ουχί κυριολεκτική, όμως εξενίκησεν εν τη κοινή, επειδή η οδός προ αιώνων είχεν εκλείψη από τα στόματα του λαού.
Γίνεται σήμερα στο Τατόι η κηδεία του τέως βασιλιά. Ένα τραγούδι που έχει έρθει στην επικαιρότητα αυτές τις μέρες, μια και μιλάει και για τον Τέως και για το Τατόι, είναι το Ο καραγκιόζης και ο Τέως του Σταύρου Ξαρχάκου.
Το τραγούδι αυτό ανοίγει τον δίσκο Ακούσατε ακούσατε του Ξαρχάκου (1992) και είναι το μοναδικό καινούργιο από τα 20 τραγούδια του δίσκου. Καινούργιο εν μέρει, διότι η μουσική είναι ίδια με το «Της Αμύνης τα παιδιά» από το Ρεμπέτικο του Ξαρχάκου, αλλά οι στίχοι είναι καινούργιοι, του Νίκου Γκάτσου. Τραγουδάει ο καραγκιοζοπαίχτης Ευγένιος Σπαθάρης και οι Νίκος Μαραγκόπουλος και Κώστας Τσίγκος. Η παραγωγή του δίσκου ήταν του Σκάι (ήταν την εποχή που ο πατήρ Μητσοτάκης είχε αποκαλέσει χαμαιτυπείο αυτό τον ραδιοφωνικό σταθμό). Να το ακούσουμε:
Και οι στίχοι του Γκάτσου:
Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη
Παντού κερδίζω κι ας μη κρατάω κόζι
Κι αν κάνω κουτσουκέλες κάπου κάπου
Το’χω στο αίμα μου πάππου προς πάππου
Γεια σου μάνα μου Ελλάς
Είμαι κλεφτοφουκαράς
Μα δε μοιάζω με τους άλλους
Τους τρανούς και τους μεγάλους
Πού’χουνε μακρύ το χέρι
Και κρατάνε και μαχαίρι
Ούτε μοιάζω με τον μάγκα
Που όταν ξέμεινε από φράγκα
Σήκωσε όλο το Τατόι
Να πουλάει και να τρώει
Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη
Δε με τρομάζουνε μασόνοι και μαφιόζοι
Φοβάμαι μόνο κάθε πολιτσμάνο
Μη με γραπώσει στην κουτσουκέλα επάνω
Γεια σου μάνα μου Ελλάς
Είμαι κλεφτοφουκαράς
Μα δεν έχω νταραβέρια
Με της τράκας τα ξεφτέρια
Πού’χουν υπουργούς μαζί τους
Και το κράτος μαγαζί τους
Μένω πάντα τελευταίος
Μα δε μοιάζω με τον Τέως
Που του είπαν τα χρυσά μου
Ό,τι θες εσύ πασά μου
Πέρα από τη ρητή αναφορά στον Τέως στο τέλος, υπάρχει και η έμμεση αλλά εύγλωττη για τον μάγκα «που σήκωσε όλο το Τατόι να πουλάει και να τρώει» -ήταν νωπή η αρπαγή των θησαυρών μέσα στα 9 κοντέινερ, το 1991 και πάλι, όχι τυχαία, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη.
Ο Καραγκιόζης του Γκάτσου παραδέχεται ότι κάνει «κουτσουκέλες κάπου κάπου» και φοβάται μονάχα τον πολιτσμάνο, μην τον γραπώσει «στην κουτσουκέλα απάνω». Να σταθούμε σ’ αυτή τη λέξη.
Κατά το ΛΚΝ, κουτσουκέλα είναι «η ζημιά που κάνουμε σε κπ., όταν εκμεταλλευτούμε την εμπιστοσύνη του» και χαρακτηρίζεται λέξη «του προφορικού λόγου. Στον Μπαμπινιώτη είναι «η πονηρή και κρυφή πράξη, η κατεργαριά». Στο Χρηστικό: «Κατεργαριά, μικρή απάτη, συζυγική απιστία» (και χαρακτηρίζεται επίσης του προφ. λόγου). Στο ΜΗΛΝΕΓ: 1. Ύπουλη πράξη, απάτη που γίνεται κρυφά εις βάρος κάποιου, ύστερα από εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του, με αποτέλεσμα να τον ζημιώνει, να τον βλάπτει (πρβ. κατεργαριά, λαδιά, παρασπονδία). Ειδικότερα, η ερωτική απιστία. Και 2. Άστοχη, ανόητη πράξη.
Οι ορισμοί δεν συμπίπτουν, αλλά έχουν αρκετά κοινά σημεία. Τη σημασία της συζυγικής απιστίας την έχω επισημάνει κι εγώ σε ζωντανή χρήση, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -στο Τουίτερ οι περισσότερες αναφορές αφορούν είτε συζυγικές απιστίες είτε ατασθαλίες αξιωματούχων. Συχνά, όπως και στο τραγούδι που ακούσαμε, υπάρχει μια χροιά μετριασμού όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη, σα να λέμε «δεν είναι και τίποτα το σοβαρό».
Πώς ετυμολογείται η κουτσουκέλα; Το πρώτο μισό της ηχεί κάπως τουρκικό (κιουτσούκ θα πει μικρός) αλλά η κατάληξη ακούγεται ιταλική, ή ίσως γαλλική -κάποτε την έγραφα couchouquelle για να της προσδώσω γαλλικό τίτλο ευγενείας, αν και βέβαια το ch προφέρεται στα γαλλικά σ παχύ. Το ΛΚΝ δεν δίνει ετυμολογία, αλλά ο Μπαμπινιώτης μας λέει ότι προήλθε με αντιμετάθεση από την κουκουτσέλα (γραφ. κουκουτζέλα), που είναι το κουκουνάρι του πεύκου. Θυμάμαι εδώ ότι στον Μεσοπόλεμο στη Μυτιλήνη αγόραζαν για το μαγκάλι κωκ ή πυρήνα (ελιοκούκουτσα από το ελαιοτριβείο) ή γουγουτζέλες δηλαδή κουκουνάρες.
Αλλά νοηματικά πώς φτάσαμε από την κουκουνάρα στη μικροαπάτη; Ίσως θα βοηθούσε να χρονολογήσουμε τη λέξη, να πάμε πιο πίσω από τα καινούργια λεξικά μας.
Στο λεξικό της λαϊκής του Δαγκίτση αλλά και στο λεξικό της πιάτσας του Καπετανάκη, έργα που έχουν συνταχθεί τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, βρίσκουμε, και στα δύο, τον τύπο «κουτσικέλα». Ο Δαγκίτσης δίνει τις σημασίες «παράτολμη απερισκεψία· απάτη, κατεργαριά· σφάλμα, παραστράτημα».
Στον Τρελαντώνη της Πηνελόπης Δέλτα ο όρος χρησιμοποιείται, με σαφή χροιά μετριασμού και συμπάθειας, για τις αταξίες και τις ζαβολιές του ομώνυμου ήρωα.
Στον Ηπίτη (αρχές 20ού αιώνα) δίνονται οι σημασίες 1. το στραβοπάτημα 2. πράξις (ή λόγος) άνόητος, και αξιόποινος, ή ανοησία. Ο Ηπίτης δίνει τα γαλλικά αντίστοιχα faux pas, sottise, pas de clerc, boulette, τα ίδια ακριβώς και το κάπως παλιότερο ελληνογαλλικό λεξικό του Άγγ. Βλάχου.
Στο γαλλοελληνικό λεξικό του Daviers, στα μέσα του 19ου αιώνα, στο λήμμα sornettes δίνονται ως αντίστοιχα τα: φλυαρίες, μωρολογίες, κουτσουκέλες, φρύγανα.
Στον Βασιλικό, το θεατρικό έργο του ζακυνθινού Αντωνίου Μάτεση, ο Γερασιμάκης πνέει μένεα εναντίον του Γλωσσίδη: Μου έχει πολλές κουτσουκέλες γιαναμένες διά να τες υποφέρω. Το κουτσουκέλα ο επιμελητής το εξηγεί «κόλπο, ατιμία», ενώ το «γιαναμένες» δεν το εξηγεί, αλλά είναι μετοχή του γίνομαι, ζακυθινός τύπος που τον καταγράφει το ΙΛΝΕ -καμωμένες θα λέγαμε σήμερα.
Ατιμίες, αλλά μάλλον φάρσες θα τις λέγαμε, αφού συνεχίζει ο Γερασιμάκης: Μου εξαναθύμισε όλα τα περασμένα η ατιμία που εμπρός μου έκαμες του ξαδέλφου μου, να του πετάξεις τη σκούφια στα βούλουκα [στις λάσπες], να την τσολοπατήσεις και να μου δώσεις εμέ ένα φάσκελο, που σου επαραπονέθηκα.
Μπορούμε όμως να πάμε και πιο πίσω. Οι κουτσουκέλες υπάρχουν στο λεξικό του Σομαβέρα (αρχές 18ου αι.), λημματογραφημένες στον πληθυντικό: κουτζουκέλαις: pastocchie, panzane, δηλαδή επιπόλαιες κουβέντες, παραμύθια, ψέματα. H πρώτη λέξη έχει και τη χροιά του δόλου, ψέματα που αποβλέπουν σε εξαπάτηση.
Και ακόμα πιο πίσω, η λέξη εμφανίζεται στο θρησκευτικό δράμα Ευγένα (1646) του ζακυνθινού Θεόδ. Μοντσελέζε. Ο Κριαράς παραθέτει το (όχι πολύ διαφωτιστικό) απόσπασμα: Ε την, εδώ οπόρχεται μαζί με την κοπέλα – Βαστά και τ’ άσπρα μετ’ αυτή – όμορφη κουτσουκέλα! και εξηγεί «απάτη, κατεργαριά», ίσως επηρεασμένος από τη σημερινή σημασία. Ο Κριαράς θεωρεί άγνωστης ετυμολογίας τη λέξη και συνεχίζει: Για μια απίθανη ετυμολογία, καθώς και για τη χρήση της λέξης βλ. Θ. Παπαδόπουλο [Δαβίδ, σ. 171]». Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω την αντιστοιχία στη βιβλιογραφία του λεξικού και κρίμα διότι θα μαθαίναμε κάτι για τη χρήση της λέξης. Ο Θ[εόδωρος] Παπαδόπουλος (υπογράφει και ως Παπαδόπουλλος) ήταν κύπριος μελετητής.
Στην Επιτομή του λεξικού Κριαρά, που συντάχθηκε αργότερα, προστίθεται η ετυμολογία από κουκουτσέλα με αντιμετάθεση, και αποδίδεται ρητά στον Τάσο Καραναστάση, που συνεπιμελήθηκε την Επιτομή. Στο λεξικό υπάρχουν επίσης τα λήμματα κουκουτσέλα και κουκουζέλα, με σημασία κουκουνάρι.
Πώς λοιπόν, για να ξαναθέσω το ερώτημα, φτάσαμε από το κουκουνάρι στη μικροαπάτη; Η απόσταση φαίνεται δύσκολο να γεφυρωθεί, αλλά οι ενδιάμεσες σημασίες, που εξαντλητικά παράθεσα, ίσως υποδεικνύουν τη διαδρομή.
Τους πρώτους αιώνες, η σημασία της λ. κουτσουκέλα φαίνεται να είναι πιο κοντά σε φλυαρίες και ανόητα λόγια (έτσι στον Σομαβέρα) ή σε φάρσες (έτσι στον Βασιλικό). Η σημασία της μωρολογίας καταγράφεται ίσαμε τα λεξικά του 1850, αλλά εν μέρει και στον Ηπίτη.
Αλλά από τα ανόητα και ψεύτικα λόγια ως τη μικροαπάτη δεν είναι μακριά η απόσταση, ούτε από το στραβοπάτημα στην κατεργαριά.
Το να παρομοιαστούν τα κουκουνάρια/κουτσουκέλες, ευτελή δηλαδή και άνευ μεγάλης σημασίας πράγματα, παραπροϊόντα, με επιπόλαια, ανόητα ή αναληθή λόγια δεν είναι διόλου απίθανο. Να θυμηθούμε πως με παρόμοια σημασία είδαμε να χρησιμοποιούνται και τα φρύγανα, ξερόκλαδα δηλαδή.
Θα βοηθούσε να είχαμε κι άλλες παλιότερες ανευρέσεις της λέξης, βέβαια. Υπολογίζω και στη δική σας βοήθεια στα σχόλια.
Όσο για τις κουτσουκέλες του Τέως, με τη σημασία πια που δίνουν νεότερα λεξικά, χωρίς χροιά μετριασμού, δηλ. πονηρή και κρυφή πράξη, ζημιά σε κάποιον με εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του, ε, τις αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο. Είπαμε, αφού είναι ο τελευταίος ας είναι ελαφρύ το χώμα.
Και πώς αλλιώς να τα πούμε, αφού δημοσιεύονται στις 15 του μηνός; (Βασικά, δεν έβρισκα καλύτερο τίτλο, και είδα ότι αυτόν δεν τον έχω χρησιμοποιήσει άλλη φορά, τουλάχιστον για Οκτώβρη μήνα).
* Και ξεκινάω με μια οθονιά από την ΕΡΤ, όπου βέβαια το αξιοσημείωτο στο σουπεράκι δεν είναι η αβλεψία στο επώνυμο, Σαπνουντζάκη αντί Σαπουντζάκη, αλλά η κωμική αρχαιοκλισιά στο όνομα Ζωζούς.
Κατά τη γνώμη μου, τόσο τα αρχαία γυναικεία ονόματα σε -ώ, όπως πχ Κλειώ, όσο και τα νεότερα, όπως Μαριγώ ή Ζωζώ, πρέπει να κλίνονται με τον νεοελληνικό τρόπο, της Κλειώς, της Μαριγώς, της Ζωζώς, τουλάχιστον όταν αναφέρονται σε σημερινά πρόσωπα.
Μπορούμε να κάνουμε διάκριση όταν πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα, κι έτσι να πούμε «η ποίηση της Σαπφούς» αλλά «η φωνή της Σαπφώς Νοταρά», αλλά, όπως έχω πει, οι όμορφες διακρίσεις όμορφα καίγονται -κι έτσι βλέπουμε ολοένα και περισσότερο την αρχαιόκλιτη γενική και για σημερινά πρόσωπα, ίσως επειδή προσφέρει κύρος («Οι συνταγές της Αργυρούς Μπαρμπαρήγου»). Κι όμως, ο Αγαπητός Τσοπανάκης, μεταφράζοντας πριν από δεκαετίες τη γραμματολογία του Άλμπιν Λέσκι είχε επιλέξει να κλίνει και τους αρχαίους νεότροπα, της Σαπφώς και του Αριστοφάνη -και πολύ καλά έκανε.
Τώρα, έχουμε τη Ζωζού και την Αργυρού.
* Η ΟΠΠΕ (Ομάδα Παρακολούθησης Πρωτοσέλιδων Εστίας) έβγαλε λαβράκι σε πρόσφατο άρθρο του Μαν. Κοττάκη:
Ο αρθρογράφος αναφέρεται στο γνωστό τραγούδι «Ο κυρ Παντελής» και το αποδίδει «στον αείμνηστο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα», ενώ και οι πέτρες ξέρουν πως είναι του Πάνου Τζαβέλλα!
Σαν αντίβαρο, ας πούμε, παρουσιάζω σήμερα ένα σκίτσο του Μποστ, δημοσιευμένο στην Αυγή τον Μάρτιο του 1964, το οποίο σχολιάζει σαρκαστικά την αγγλοαμερικανική ειδησεογραφία για εγκλήματα των Ελληνοκυπρίων κατά των Τουρκοκυπρίων. Βεβαίως εγκλήματα γίνονταν και από τις δύο πλευρές -αλλά οι επίσημες στατιστικές για τα θύματα των βιαιοτήτων της περιόδου 1963-64 δίνουν αρκετά περισσότερους τουρκοκύπριους νεκρούς.
Στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιεύσει και άλλα δύο σκίτσα του Μποστ από την ίδια περίοδο, ένα για την αρχή των ταραχών και ένα για τους βομβαρδισμούς στην Τυλληρία. Ο Μποστ εκφράζει τη θέση της ΕΔΑ, που έχοντας καταγγείλει τις συμφωνίες Λονδίνου-Ζυρίχης, συντασσόταν απόλυτα στη συνέχεια με τους χειρισμούς του Μακαρίου, τον οποίο άλλωστε υποστήριζε ανεπιφύλακτα την ίδια περίοδο και το ΑΚΕΛ.
Το σκίτσο δημοσιεύτηκε στην Αυγή την 1η Μαρτίου 1964, δύο εβδομάδες μετά τις εκλογές της 16.2.64 που είχαν αναδείξει κυβέρνηση την Ένωση Κέντρου με το εντυπωσιακό ποσοστό 53%.
Σύμφωνα με την παλιά παροιμία, ο μπακάλης σαν φτωχύνει, τα παλιά τεφτέρια πιάνει. Το κάνει αυτό με την ελπίδα πως μπορεί ν’ ανακαλύψει τίποτα ξεχασμένα βερεσέδια, που τα είχε θεωρήσει ανάξια λόγου τον καιρό των παχιών αγελάδων ή που τα είχε παραβλέψει.
Κι εγώ τον μπακάλη της παροιμίας θα μιμηθώ, όχι επειδή φτώχυνα παρά γιατί ταξιδεύω -κι επειδή ασθενής και οδοιπόρος άρθρο δεν μπορεί να γράψει, το σημερινό μας άρθρο, και καναδυό επόμενα, θα είναι επαναλήψεις ή τέλος πάντων κονσέρβες.
Επαναλαμβάνω σήμερα λοιπόν ένα άρθρο που, ακριβώς, μιλάει για τα παλιά τεφτέρια, από ετυμολογική όμως άποψη, διότι η ιστορία της λέξης είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα. Το αρχικό άρθρο είχε δημοσιευτεί το μακρινό 2009, οπότε ελπίζω πως δεν θα το θυμούνται όλοι οι σημερινοί αναγνώστες. Έχω όμως προσθέσει κάμποσα που δεν υπήρχαν στην πρώτη δημοσίευση, που ήταν αμιγώς ετυμολογική, και έχω ενσωματώσει κάποια από τα σχόλια της πρώτης δημοσίευσης.
Η διφθέρα στα αρχαία σήμαινε αρχικά το δέρμα το κατεργασμένο, το πετσί. Είναι λέξη πολύ παλιά, αφού στα μυκηναϊκά υπάρχει ένας dipteraporo (διφθεροφόρος;). Προέρχεται από το ρήμα δέφω, το οποίο σήμαινε «κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το», όπως λέει το Λίντελ Σκοτ, κι αν πήγε το μυαλό σας στο πονηρό καλώς πήγε. Οι αρχαίοι έλεγαν δέφομαι ή δέφω εαυτόν γι’ αυτή τη χρήση. Σε ένα ασεβέστατο απόσπασμα του κωμικού Εύβουλου για τον τρωικό πόλεμο, διαβάζουμε ότι οι Αχαιοί δεν είχαν εταίρες μαζί τους κι έτσι «εαυτούς δ’ έδεφον ενιαυτούς δέκα».
Το αρχαίο δέφω, πάντως, με την αθώα σημασία του, έχει διατηρηθεί στη σημερινή βυρσοδεψία και στις δεψικές ουσίες της χημείας. Με την άλλη σημασία του δεν έχει διατηρηθεί, αν και ένας φίλος του παππού μου είχε τη συνήθεια να αποκαλεί «δέπτορες» όλους τους ημιμαθείς ενοχλητικούς που συναντούσε, ενίοτε μάλιστα και να τους συστήνει, «από εδώ ο κύριος τάδε, δέπτωρ της φιλοσοφίας». Το έχω αναστήσει κι εδώ, πρόσφατα, με παραλλαγή. Αλλά παρεκτρέπομαι, με περισσότερες από μία σημασίες.
Η διφθέρα δεν ήταν μόνο το πετσί, ήταν επίσης και το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφική ύλη, η περγαμηνή. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι οι Ίωνες αποκαλούν διφθέρες και τους παπύρους, διότι τον παλιό καιρό που δεν είχαν παπύρους (βύβλους) έγραφαν πάνω σε κατεργασμένα δέρματα (διφθέρας) αιγοπροβάτων κι έτσι το όνομα έμεινε. Και πολλοί βάρβαροι γράφουν σε τέτοιες διφθέρες, μας λέει:
Ήμασταν τότε δεκαπέντε χρονών, μπορεί δεκάξι, το καλοκαίρι του 75, και τις δύσκολες ώρες με το λιοπύρι μαζευόμασταν στο σπίτι του Νίκου που είχε δροσιά, έβαζε ο Νίκος δίσκους στο πικάπ, ακούγαμε, παίζαμε τάβλι, συζητούσαμε.
Κι ένας από τους δίσκους που ακούγαμε συχνότερα ήταν και το Νυν και αεί του Ξαρχάκου, που είχε βγει πριν από μερικούς μήνες -το είχαμε λιώσει εκείνο το βινύλιο. Στίχοι του Γκάτσου, τραγουδούσε η Βίκυ Μοσχολιού και ο Νίκος Δημητράτος, που δεν είχε τη συνέχεια που του άξιζε. Τον πέτυχα πολλά χρόνια αργότερα, να τραγουδάει σε ένα παιδικό θέατρο που είχα πάει τις μικρές (όταν ήταν μικρές), ύστερα πάει κι αυτός.
Μια μέρα, καθώς ακούγαμε για εικοστή φορά τον δίσκο, ρωτάει ο Αντρέας:
– Ρε σείς, τι είναι η λιόστρα;
Κανείς δεν ήξερε, κι όμως ήταν στον τίτλο ενός από τα τραγούδια:
Σήμερα είναι Δευτέρα του Θωμά, που τη θεωρούσα αποφράδα μέρα όταν ήμουν μαθητής, και φαντάζομαι και σήμερα έτσι θα τη θεωρούν τα παιδιά. Αλλά η ονομασία της μέρας είναι καταχρηστική: ο Θωμάς δεν γιορτάζει σήμερα, χτες ήταν η γιορτή του -αλλά χτες, Κυριακή του Θωμά, ήταν αργία, οπότε σε σχολεία και γραφεία οι ευχές θα δοθούν σήμερα. Το ιστολόγιο δεν είχε αργία, αλλά την Κυριακή έχει δικό του πρόγραμμα, οπότε θα ευχηθεί τον Θωμά σήμερα.
Μόνο τον Θωμά; Όχι, υπάρχει και η Θωμαή, αλλά είναι πολύ σπανιότερο σαν όνομα. Όχι ότι ο Θωμάς είναι όνομα ιδιαίτερα συχνό: στην έρευνα του Χάρη Φουνταλή για τη συχνότητα των ελληνικών ονομάτων ο Θωμάς είναι 26ος στους άντρες (ανάμεσα στον Σωτήρη και τον Στέφανο) -δεν το λες και πολύ συχνό. Η Θωμαή όμως είναι στην 96η θέση στις γυναίκες, σαφώς σπανιότερη.
Ο Θωμάς ανήκει σε μια κατηγορία ονομάτων, συνήθως δισύλλαβων, που δεν έχουν διαδεδομένο χαϊδευτικό, γιατί δεν υπάρχει η ανάγκη για υποκορισμό αφού το όνομα είναι σύντομο -άλλα ονόματα της κατηγορίας αυτής είναι ο Σταύρος, ο Παύλος, ο Λουκάς, ο Λάμπρος, ο τρισύλλαβος Άγγελος και άλλα. Βέβαια, στην εποχή μας η χρήση ανεπίσημων τύπων ονομάτων (ξέρετε, Νίκος αντί Νικόλαος, Γιάννης αντί Ιωάννης κτλ.) έχει συρρικνωθεί αρκετά, ενώ απειλούνται με εξαφάνιση οι ανεπίσημοι τύποι που έχουν υποκορισμό (Τάκης, Λάκης, Μάκης κτλ.). Μια αιτία είναι ότι η μωροφιλοδοξία των μανάδων και των μπαμπάδων δεν ανέχεται ο κανακάρης τους να είναι σκέτος Κώστας ή (θού Κύριε) Αλέκος’ όχι! θέλουμε το όνομα ακέραιο, πολυσύλλαβο, αρχοντικό -και μεγαλώνουμε, τόχω ξαναγράψει, γενιές άνεργων αυτοκρατόρων, Κωνσταντίνους, Αλέξανδρους και.. Ιωάννηδες. Ο άλλος λόγος, που δεν τον έχω ξαναγράψει αλλά νομίζω πως ισχύει, είναι ότι πολλές φορές δίνουμε το όνομά μας με τον επίσημο τύπο σε διάφορες υπηρεσίες, από τις κρατικές μέχρι το ιμέιλ μας, κι αυτό μας συνοδεύει και εμφανίζεται παντού -και εδραιώνεται. Τέλος της παρένθεσης όμως.
Ούτε έχω υπόψη μου πολλές τοπικές παραλλαγές του ονόματος του Θωμά, ή τουλάχιστον δεν μου έρχονται στο νου. Υπάρχει το ηπειρώτικο «Σιώμος» (έχει δώσει και επίθετο), όπως επίσης και το κυπριακό Τουμάζος, που πρέπει να είναι επιρροή από τα ιταλικά. Αν ξέρετε κι άλλες τοπικές παραλλαγές, ευχαρίστως να τις δούμε στα σχόλια.
Ο πρώτος Θωμάς στην ελληνική γλώσσα ήταν ο μαθητής του Ιησού, και το όνομα Θωμάς ετυμολογείται από το αραμαϊκό te’oma που θα πει «δίδυμος». Ο απόστολος Θωμάς δεν λεγόταν Θωμάς, αλλά Ιούδας -και ήταν δίδυμος. Από τα ελληνικά της Βίβλου το όνομα πέρασε στις υπόλοιπες γλώσσες της Ευρώπης, όπου το Θ συνήθως αποδόθηκε Τ -με εξαίρεση τα ρώσικα, που το ελληνικό Θ το μετατρέπουν σε Φ και ο Θωμάς είναι Φομά. Η εντύπωσή μου ήταν ότι το αγγλικό Τόμας (και Τομ) είναι αρκετά συχνότερο, αλλά σε κάτι ιστοσελίδες που ανέτρεξα είδα ότι και στις ΗΠΑ το όνομα Thomas τώρα βρίσκεται στην 27η θέση -ενώ τον 19ο αιώνα ήταν στην πρώτη δεκάδα.
Μια φορά, λέει το ανέκδοτο, που μπορεί να είναι κι αληθινό, μπορεί όμως και μπεντροβάτο, ένας αρχάριος συγγραφέας επισκέφτηκε κάποιον αναγνωρισμένο συνάδελφό του, ίσως τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, και του έδωσε ένα πάκο χειρόγραφα, το καινούργιο του μυθιστόρημα, που μόλις το είχε τελειώσει. Ζήτησε από τον Σο να του βρει έναν ωραίο και ταιριαστό τίτλο για το έργο. Ο Σο τον ευχαρίστησε για την τιμή, του υποσχέθηκε πως θα διάβαζε το μυθιστόρημα με ενδιαφέρον, έβαλε το χειρόγραφο σε ένα συρτάρι και… το ξέχασε.
Σε δέκα μέρες, ας πούμε, γυρίζει πίσω ο λεγάμενος, όλος προσμονή. Ο Σο που είχε εντελώς ξεχάσει το θέμα του ζήτησε συγνώμη, ότι κάτι έκτακτο του έτυχε, και τον παρακάλεσε να περάσει την επόμενη εβδομάδα. Αυτή η ιστορία μπορεί να επαναλήφθηκε κανα-δυο φορές, πάντως το χειρόγραφο (ήταν και κοτζάμ γκουμούτσα) έμενε αδιάβαστο του συρταριού τα βάθη και το μυθιστόρημα έμενε κι αυτό ατιτλοφόρητο.
Ώσπου στην τέταρτη ή την πέμπτη επίσκεψη του συγγραφέα, είδε κι απόειδε ο Σο και τον ρωτάει: