Συνεχίζω και τούτη την Κυριακή με λογοτεχνήματα σχετικά με τη Σμύρνη και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Κοσμάς Πολίτης, κατά κόσμον Πάρις Ταβελούδης (1888-1974), αφού είχε δώσει σημαντικό και πρωτοποριακό λογοτεχνικό έργο ήδη από τη δεκαετία του 30, όπως και πολύ αξιόλογο μεταφραστικό έργο στη συνέχεια (έχουμε δημοσιεύσει δείγμα δικής του μετάφρασης στον Δρόμο με τις φάμπρικες του Στάινμπεκ), μας χάρισε σε προχωρημένη πια ηλικία, το 1962, το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου», ένα αριστούργημα με αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία στη χαμένη πια Σμύρνη πριν από την Καταστροφή. Εύγλωττος είναι άλλωστε ο υπότιτλος, Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας.
Αξίζει να διαβάσετε αλλά και να ξαναδιαβάσετε το μυθιστόρημα αυτό του Πολίτη (απορώ που δεν έχει γίνει ταινία). Στη μέση του, υπάρχει ένα κεφάλαιο είκοσι σελίδων με τον τίτλο Πάροδος, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, που δεν ακολουθεί την πλοκή αλλά είναι ο μονόλογος ενός γέρου Σμυρνιού πρόσφυγα, περιβολάρη, του Γιακουμή, ο οποίος ύστερα από τις έντονες παρακλήσεις του συγγραφέα, του αφηγείται τις αναμνήσεις του από τη χαμένη πριν από σαράντα χρόνια πολιτεία. (Ο Γιακουμής εμφανίζεται στο μυθιστόρημα και πρωτύτερα, ως έφηβος).
Ένα σχετικά μικρό απόσπασμα από την Πάροδο δημοσιέψαμε πέρυσι, εκεί που ο αφηγητής περιγράφει τα τσερκένια, τους χαρταετούς της Σμύρνης -τώρα θα βάλω το υπόλοιπο, από το σημείο όπου αρχίζει η αφηγηση για την καταστροφή ως το τέλος του κεφαλαίου.
Μια σύμπτωση περίεργη είναι ότι και σε τούτη την αφήγηση, όπως και στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, που είδαμε την περασμένη Κυριακή, ο αφηγητής μέσα στον χαμό πηγαίνει να ξυριστεί σ’ ένα μπαρμπέρικο. Και τα δυο βιβλία άλλωστε κυκλοφόρησαν την ίδια εποχή. (Το μυθιστόρημα του Πολίτη δημοσιεύτηκε πρώτα στον Ταχυδρόμο σε συνέχειες, το 1962, κι έπειτα το 1963 σε βιβλίο).
Στο τέλος εξηγώ μερικές λέξεις. Η έκδοση που έχω στα χέρια μου (εκδόσεις Α. Καραβία, 1963) δεν έχει γλωσσάρι, αλλά η εκδοση της Εστίας, σε επιμέλεια του Πίτερ Μάκριτζ, σίγουρα θα έχει. Όμως δεν την έχω, οπότε όσες εξηγήσεις δώσω είναι δικές μου -και ίσως λαθεύουν κάπου.
Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, ήτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα πού είχε μπει ο τούρκικος στρατός. Η πολιτεία λούφαζε. Είχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος ήτανε, έχθρητα και άχτι —κι οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος ήτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της ’Ανατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Βλέπεις, ο Τούρκος μάς λογάριαζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ’ άρματα ενάντια στην πατρίδα —ενάντια στην Τουρκία, δηλαδή. Μιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά… και τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Μα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κι είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, υστερ’ από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να ’τανε για σένα. Και πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα —α[ν] με καταλαβαίνεις. Οι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Τσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.
Εκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δίκιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Έγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Τούρκοι είναι καλοί άνθρωποι, πως πρέπει ν’ ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τί θα πει —άκου, άκου! αυτές πού τρία χρόνια μάς πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλνανε τον Τούρκο στην Κόκκινη Μηλιά — να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη τής τούρκικιας πατρίδας —άκου, άκου! τα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες —φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε— ξεπορτίζανε παιδιά. Κάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν’ εύκολο να ξαναφτιάξεις. Κι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Αλέξαντρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Μα η Κατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σέ λιγάκι, φοβάσαι να μείνεις μονάχη ; Να πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.