Θα συνεχίσουμε και σήμερα με το μακεδονικό (και όχι «το σκοπιανό», ανεξάρτητα από το όνομα της γειτονικής χώρας: διότι για τη Μακεδονία γίνεται λόγος), κι ας υπάρχει επικάλυψη με προηγούμενα σχετικά άρθρα μας.
Ο φίλος ποιητής Γιάννης Πατίλης (που πριν από λιγο καιρό είχαμε φιλοξενήσει ένα άρθρο του για την εκπαίδευση) μού έστειλε άρθρο του δημοσιευμένο το 1992 στην εφημερίδα «Εποχή». Καθώς το 1992 δεν είναι πια και τόσο μακρινό ύστερα από το ακροδεξιάς κοπής συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύω το άρθρο αυτό σήμερα -στην αρχή προβληματίστηκα μήπως το βάλω την Κυριακή διότι έχει και φιλολογικό ενδιαφέρον, αλλά τελικά έκρινα ότι ταιριάζει περισσότερο εδώ.
Φιλολογικό ενδιαφέρον έχει επειδή πραγματεύεται ένα θέμα που ήταν βέβαια λιγότερο γνωστό το 1992 απ’ ό,τι είναι σήμερα, την περίφημη φράση «Μοναχά Μακεντόν ορτοντόξ» στο κεφάλαιο «Ζάβαλη Μάικω» της Ζωής εν τάφω του Μυριβήλη, μια φράση που την αφαίρεσε ο Μυριβήλης από μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου του. Κατά σύμπτωση, το κεφάλαιο αυτό περιλαμβανεται και σήμερα στα σχολικά βιβλία, αλλά έχει αφαιρεθεί και η προηγούμενη φράση, που λέει ότι οι χωριάτες της περιοχής του Μοναστηριού δεν θέλουν να είναι μήτε Μπουλγκάρ, μήτε Σρρπ, μήτε Γκρρτς.
Ένα μόνο πράγμα να προσθέσω πριν παραθέσω το άρθρο του Γιάννη Πατίλη. Η περιοχή του Μοναστηριού ανήκε, πριν από τον πόλεμο, στη Σερβία. Μόλις μπήκε η Βουλγαρία στον πόλεμο με τη μεριά των Κεντρικών Δυνάμεων, η Σερβία δεν μπορούσε να αντέξει τις διμέτωπες συγκρούσεις (αφού δεχόταν ήδη τις αυστριακές επιθέσεις από βορρά) και κατέρρευσε. Η Βουλγαρία προσάρτησε τα εδάφη αυτά και, θεωρώντας τους κατοίκους για Βουλγάρους, έντυσε στο χακί τους νέους στρατεύσιμης ηλικίας. Τα υπολείμματα του σέρβικου στρατού πέρασαν διά χιόνος και σιδήρου την Αλβανία και διαπεραιώθηκαν στην Κέρκυρα κι αφού ανασυγκροτήθηκαν και περιέθαλψαν τους τραυματίες τους οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, που ήταν πια υπό τον έλεγχο της Αντάντ, και επιτέθηκαν κατά των βουλγαρικών θέσεων απελευθερώνοντας κάποια εδάφη. Έτσι, το χωριό της Άντσως είχε πια ξαναπεράσει στον έλεγχο της Σερβίας και της Αντάντ, αλλά οι νέοι της περιοχής είχαν στρατολογηθεί από τους Βουλγάρους και πολεμούσαν (ίσως όχι με τη θέλησή τους) από την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων.
(Και μια σχολαστική επισήμανση: Προς το τέλος υπάρχει ένα παράθεμα από τον Τσαρούχη, όπου χρησιμοποιείται ο τύπος «έχει παράγει», που δεν είναι σωστος -ή έχει παραγάγει στα αμαληκιτικά, ή έχει παράξει λέμε. Δεν ξέρω αν είναι λάθος του Τσαρούχη -δεν έχω το βιβλίο αυτο- ή της εφημερίδας, οπότε περιορίστηκα να βάλω ένα sic).
Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ»
(Πρώτη δημοσίευση, Εποχή 4 Μαΐου 1992)
Πλάνη δεύτερη: «Σλαβομακεδόνες» και «Σλαβομακεδονική Γλώσσα». Οι όροι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με κάποια εθνότητα. Χρησιμοποιήθηκαν έντεχνα για να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός των Σκοπιανών ότι οι ίδιοι δεν είναι ούτε Έλληνες, ούτε Σέρβοι, ούτε Βούλγαροι…
Ν. Μάρτης (εφ. Το Βήμα, 22/3/92).
Μια απροσδόκητη μαρτυρία για το «μακεδονικό» φέρνει στην επιφάνεια αυτών των ταραγμένων ημερών η ανατύπωση της Α’ έκδοσης της Ζωής εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη από το Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» (Αθήνα, 1991). Όπως μας πληροφορεί το Σημείωμα του Εκδότη στην πρόσφατη ανατύπωση: «Ο Μυριβήλης ξεκινά το σχεδίασμα της Ζωής εν τάφω στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Μοναστήρι της Σερβίας. Ένα κεφάλαιο αυτής της σχεδιαζόμενης πρώτης έκδοσης δημοσιεύεται το 1917 στην εφημερίδα Νέα Ελλάδα της Θεσσαλονίκης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το κείμενο της πρώτης έκδοσης δημοσιεύεται σε συνέχεια στην εφημερίδα Καμπάνα (…) που εκδίδει ο ίδιος ο Μυριβήλης στη Μυτιλήνη από τις 27 Μαρτίου 1923», ενώ το κείμενο «αυτής της Α’ έκδοσης κυκλοφορεί υπό μορφήν βιβλίου για πρώτη φορά στη Μυτιλήνη την 1η Απριλίου 1924, από την «Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη της Καμπάνας»(…).»
Εξαιρετικό εθνολογικό ενδιαφέρον για το περιεχόμενο της συνείδησης των ντόπιων κατοίκων της περιοχής Μοναστηριού παρουσιάζει η σελίδα που αναδημοσιεύουμε παρακάτω. Ο πλασματικός αφηγητής, που απηχεί ωστόσο προσωπικές εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα από τη συμμετοχή του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Α’ Παγκ. Πολέμου στο μακεδονικό μέτωπο, βρίσκεται υπό ανάρρωση φιλοξενούμενος σε αγροτόσπιτο της περιοχής Μοναστηριού παραμονές της μεγάλης μάχης του Σκρα (Μάιος 1918). Στο σπίτι αυτό ο ταλαιπωρημένος στρατιώτης βρίσκει για λίγες μέρες οικογενειακή γαλήνη και στοργή, ιδιαίτερα στο πρόσωπο της σπιτονοικοκυράς του, της Άντσως. Με αφορμή την περιγραφή του ιδιαίτερου χαρακτήρα της γυναίκας αυτής ο αφηγητής θα κάνει μια μικρή παρέκβαση προκειμένου να μιλήσει γενικότερα για τον ψυχικό και ιδεολογικό κόσμο των κατοίκων της περιοχής:
Να τώρα κι ο ακριβός θησαυρός που ξεσκάλιξα μες στη χωριάτικη τη «βάρβαρη» αυτή ψυχή, που ’ναι αμόλευτη και παρθενικιά σαν τ’ απάτητο χιόνι μιας βουνοκορφής. Η Αντσω έχει δυο γιους στρατιώτες. Κι οι στρατιώτες αυτοί είναι μες στους οχτρούς που βρίσκονται αντίκρυ μας στα χαρακώματα του Περιστεριού. Αυτοί εδώ οι χωριάτες, που τη γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα κι οι Βουργάροι κι οι Σέρβοι, αντιπαθούνε τους πρώτους γιατί τους πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του «Ορθοδόξου Πατριάρχη της Πόλης». Γιατί η ιδέα του απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια θαμπή μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνου σ’ αυτό τον απλοϊκό χριστιανικό κόσμο. Έπειτα οι τάφοι των παλιώ τους προεστών έχουνε πάνω στις πέτρες σκαλισμένα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα που ’ναι γραμμένα πάνου στα σκεβρωμένα κονίσματά τους, και στα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία των εκκλησιώ τους. Ωστόσο, δε θέλουν να ’ναι μήτε «Μπουλγκάρ», μήτε «Σρρπ», μήτε «Γκρρτς». Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ».
Το απόσπασμα αυτό, σε αρκετά παραλλαγμένη μορφή (ο Μυριβήλης τροποποιούσε συνεχώς το κείμενο της Ζωής εν τάφω στις αλλεπάλληλες εκδόσεις του), είχαμε χρησιμοποιήσει —όπως το είχαμε βρει στη δέκατη τρίτη έκδοση από την «Εστία», το 1956— σε παλιό τεύχος του Πλανόδιου (αρ. 10, Ιούλιος 1989), προκειμένου να ψέξουμε μια «εθνοκεντρικής» εμπνεύσεως λογοκριτική χρήση του σε σχολικό βιβλίο που κυκλοφορεί. Οι συντάκτες του σχολικού ανθολογίου είχαν περικόψει, μεταξύ άλλων, την φράση «Μολαταύτα δε θέλουν να ’ναι μήτε Μπουλγκάρ μήτε Σρρπ μήτε Γκρρτς». Τώρα, με την ανατύπωση της Α’ έκδοσης από την «Εστία», διαπιστώνουμε με έκπληξή μας πως το κείμενο λογόκρινε κι ο ίδιος ο Μυριβήλης! Η τόσο εύγλωττη φρασούλα Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ» δεν υπάρχει πουθενά στην έκδοση του ’56. (Θα άξιζε τον κόπο μια μικρή έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποια έκδοση την αφαιρεί ο κατόπιν υπερεθνικιστής συγγραφέας. Μήπως μετά την υιοθέτηση από το Κ.Κ.Ε. των περί του «μακεδονικού» βουλγαρικής εμπνεύσεως θέσεων της Γ’ Διεθνούς;…).

Δεξιά η πρώτη έκδοση του 1924, αριστερά η «οριστική» του 1956.
Η παραπάνω μαρτυρία της Α’ έκδοσης είναι σημαντική (ως μαρτυρία ενδεικτική, βέβαια, και όχι ως γενικό συμπέρασμα και «οριστική» αλήθεια για την εθνολογική σύνθεση της περιοχής) για τους εξής ευνόητους λόγους: Πρώτον διότι είναι αρκετά παλιά, πριν ακόμη διαμορφωθούν στα Βαλκάνια οι κρατικές οντότητες όπως τις γνωρίσαμε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Δεύτερον διότι αποτελεί αντίληψη ενός απαίδευτου αγροτικού λαϊκού στοιχείου και όχι κάποιων καλλιεργημένων τάξεων, και Τρίτον διότι ο χρόνος στον οποίον ανατρέχει, Άνοιξη του 1918, είναι τελείως ανύποπτος ως προς τη σημερινή πτυχή του «μακεδονικού» ζητήματος (σλαβομακεδονική εθνότητα κ.λπ.): όχι μόνον διότι δεν υπήρχε τότε ως οντότητα η ομόσπονδη σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας του Τίτο, ούτε καν είχε δημιουργηθεί το πρόπλασμα της χθεσινής —πλέον— Γιουγκοσλαβίας, το Βασίλειο, δηλαδή, των Σέρβων Κροατών και Σλοβένων, το οποίο ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1918, αλλά πρωτίστως διότι οι μόνοι δρώντες εθνικισμοί την εποχή εκείνη στη Μακεδονία ήταν ο σέρβικός, ο βουλγαρικός κι ο ελληνικός, το δε «μακεδονικό», όπως το γνωρίσαμε από την ιστορία μας, υπήρξε το πεδίο μιας ακραίας αιματηρής αντιπαλότητας ανάμεσα στους δύο τελευταίους.
Ας δούμε, λοιπόν, από πιο κοντά, τι λέει η μαρτυρία μας:
- Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν δική τους γλώσσα («τη γλώσσα τους») την οποία ωστόσο καταλαβαίνουν «περίφημα» και οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι. (Είναι προφανής η σλαβική βάση του ιδιώματος και ο μικτός του χαρακτήρας, δεν πρόκειται ωστόσο ούτε για «βουλγάρικα» ούτε για «σέρβικα», αλλιώς ο αφηγητής θα το δήλωνε και δεν θα χρησιμοποιούσε την έκφραση: «τη γλώσσα τους»).
- Οι Βούλγαροι τους στρατολόγησαν βίαια (διότι για λόγους προφανείς τους θεωρούν ομοεθνείς τους), αυτό δε αποτελεί αιτία μίσους των κατοίκων της περιοχής προς τους Βουλγάρους.
- Οι Σέρβοι τους κακομεταχειρίζονται επειδή τους θεωρούν Βουλγάρους, και αυτό αποτελεί μια πρόσθετη αιτία μίσους προς τους Σέρβους αυτή τη φορά.
- Βλέπουν συμπαθητικά τους Έλληνες ως ομοδόξους, και φυσικά επειδή δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη κάποιος αντίπαλος προς το εθνικό τους αίσθημα ελληνικός εθνικισμός. (Δεν είχε ακόμη γεννηθεί ο κ. Μάρτης για να τους παραχωρήσει με κυνική ευκολία στη βουλγάρικη προπαγάνδα: «είναι ύποπτος ο όψιμος ισχυρισμός του κ. Γκλιγκόρωφ ότι είναι Σλάβοι, ενώ πρόκειται περί Βουλγάρων…», βλ. εφ. Το Βήμα, οπ.π.).
- Έχουν σαφέστατη εθνική συνείδηση την οποία —ως να διέβλεπαν την αθλιότητα του μέλλοντος— διατυπώνουν μ’ ένα εμφατικό σχήμα εκ παραλλήλου και αρνητικά και θετικά: Δεν θέλουν να ’ναι μήτε Βούλγαροι («Μπουλγκάρ»), μήτε Σέρβοι («Σρρπ»), μήτε Έλληνες («Γκρρτς»). Το μόνο που θέλουν να ’ναι είναι Μακεδόνες ορθόδοξοι («Μακεντόν ορτοντόξ»). Κι έχουν σημασία τα εισαγωγικά στο κείμενο γιατί μεταφέρουν αυτολεξεί —στο ιδίωμά τους— διατυπώσεις. Επίσης, ίσως δεν είναι περιττό να τονίσουμε πως ο προσδιορισμός εδω «Μακεδόνες» έχει σαφέστατα εθνολογικό και όχι γεωγραφικό περιεχόμενο.
Μολονότι το παραπάνω κείμενο συνιστά μια μεμονωμένη μαρτυρία και δεν είμαστε ιστορικοί ώστε να τη διασταυρώσουμε —όπως θα ’πρεπε— να την αντιπαραβάλουμε και να την ελέγξουμε σ’ όλο το διαχρονικό της —έκτοτε— άξονα προς πλήθος άλλες, εντούτοις δεν παύει ως ίχνος να νεύει προς ένα πραγματικό προηγούμενο και να μας υποχρεώνει να είμαστε πιο προσεκτικοί στις κατηγορηματικές διατυπώσεις μας περί μακεδονικής συνείδησης -φαντάσματος ή περί ονόματος- «πουκάμισο αδειανό» για κάποιους (όπως ο Μ. Πλωρίτης στο Βήμα της 8/3/92). Ούτε, βέβαια, πιστεύουμε πως είναι αρκετό ως προηγούμενο (και παρούσης ακόμη μιας σύγχρονης μακεδονικής συνείδησης στην περιοχή – την ύπαρξη της οποίας δεν έχουμε κανένα λόγο να απορρίπτουμε a priori) για την ίδρυση ενός Μακεδονικού Κράτους, που όχι μόνο αποσιωπά τη μη μακεδονική, μη ορθόδοξη συνείδηση των πολυπληθών αλβανόφωνων μουσουλμάνων της περιοχής και μονοπωλεί παγκοσμίως την μακεδονική συνείδηση έναντι των Ελλήνων Μακεδόνων (:εμείς δεν θα πούμε πως όλοι οι Μακεδόνες είναι Έλληνες επειδή έχουμε τη θεμελιώδη προκατάληψη της Εθνολογίας πως το περιεχόμενο της συνείδησης ενός λαού καθορίζεται από εκείνο που πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του και όχι από αυτό που διατείνονται οι άλλοι γι’ αυτόν), αλλά κυρίως γιατί ανοίγει την πόρτα μεγάλων ανατροπών και ξένων επεμβάσεων στα Βαλκάνια. Θέλουμε να πούμε, δηλαδή, πως το πρόβλημα υπάρχει και είναι πραγματικό, και δεν πρόκειται για κάποια φαντασίωση ενός κάποιου κ. Γκλιγκόρωφ. Πρόβλημα που οφείλει να το λύσει η πολιτική, ιδιαιτέρως η ελληνική, η μακαρίως και ανθελληνικώς επί δεκαετίες υπνώττουσα.
Αλλά η ευαισθησία μας βρίσκεται, και πρέπει να βρίσκεται, και αλλού. Είναι τόσο αγνές οι θέσεις μας και οι πρακτικές μας; Οι θέσεις και οι πρακτικές των σοβαρών ελλήνων διανοουμένων αρθρογραφούντων πάνω στο «μακεδονικό»; Αυτή η άμωμη σιγουριά τους; Δεν μας λέει τίποτα η απάλειψη των φράσεων που σημειώσαμε παραπάνω από το σχολικό αναγνωστικό; Από ένα βιβλίο μάλιστα —τη Ζωή εν τάφω— που κατέχει ηγεμονική θέση στον εθνικό λογοτεχνικό κανόνα;… Δεν μας λέει τίποτε η αυτολογοκρισία του Μυριβήλη;… Ή μήπως συνιστά «επεξεργασία ύφους» η αφαίρεση μιας πραγματολογικής αναφοράς που όταν πρωτοδιατυπωνόταν δεν φαινόταν να την καλύπτει καμιά σκοπιμότητα και δεν επρόκειτο να ξενίσει φυσικά κανένα;
Ή μήπως δεν πρέπει να μας λέει τίποτα, η χθεσινή ακόμη στο κύριο άρθρο της Καθημερινής (29/3/92) αναφορά: Τα τοπία αλλοιώθηκαν και άλλαξαν, τα τοπωνύμια όμως είναι και σήμερα πανάρχαια και ζωντανά: Η Τίρυνθα, η Κόρινθος, η Επίδαυρος, ο Λυκαβηττός, ο Υμηττός, η Λέσβος, η Κύπρος, η Λάρισα, η Δωδώνη, οι Δελφοί, η Αγχίαλος, η Σμύρνη, η Κασσάνδρα, η Αλικαρνασσός, η Θεσσαλονίκη, ο Όλυμπος, το Δίον και χιλιάδες άλλα είναι ονόματα ανέκαθεν ελληνικά… Αφού και το τελευταίο εγχειρίδιο Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας, αν ανοίγανε, θα βλέπανε ότι τα ονόματα, τουλάχιστον, Τίρυνθα, Κόρινθος, Λυκαβηττός, Υμηττός, Λάρισα δεν ήταν ανέκαθεν ελληνικά, αλλά προελληνικά… Όπως δεν ήταν ανέκαθεν ελληνικά και τα οίνος, έλαιον, βασιλεύς και θάλασσα1 – κι αυτό ακόμη το ελληνικότατο λουλούδι αρβανίτικο είναι (κι ας «ανθίζουν» καντήλες οι «πάσχοντες από την ανίατον Ελλαδικήν Πατριδουρίαν», όπως έλεγε κι ο Περικλής Γιαννόπουλος)… Κι ωστόσο ελληνικότατα όλα αυτά, αφού το βίωμα του χρήστη (κι η «φαντασιακή του θέσμιση» της γλώσσας) είναι αυτό που δίνει ταυτότητα στις λέξεις… Ας τα προσέχουνε αυτά οι γράφοντες για τί τα Τίρυνθα, Κόρινθος, Λυκαβηττός και Λάρισα ίσως δεν είναι άλλο από μικρές Μακεδονίες που τις αισθάνθηκαν «ελληνικές» όσοι πραγματικοί άνθρωποι που αισθανόντουσαν «Έλληνες» έζησαν τις πραγματικές τους ζωές σ’ αυτές.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
«Είναι πιο σύμφωνος με μένα ο ελληνικός πολιτισμός. Άλλοι θα βρίσκουν πιο ενδιαφέροντες άλλους πολιτισμούς· εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία μας. Οι αξιολογήσεις είναι πιο μάταιες και από τα ιδανικά μας. Όλοι οι πολιτισμοί είναι απαραίτητοι σ’ αυτούς που τους έχουν. Δεν υπάρχουν πολιτισμοί καλοί ή κακοί. Είναι σύμφωνοι ή όχι με το λαό που τους έχει παράγει [sic]. Το διεθνές κριτήριο του πολιτισμού βρίσκει καλούς τους πολιτισμούς ή όχι, ανάλογα με τα συμφέροντά του. Η μανία της αξιολογήσεως είναι σκέτη κουταμάρα. Αυτός που λέει ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανώτερος από τον αγγλικό ή το γαλλικό πολιτισμό δεν λέει τίποτα. Ένας πολιτισμός ταιριάζει στον καθένα ή δεν ταιριάζει (…)».
(Γιάννης Τσαρούχης από το: Αλέξης Σαββάκης, «Διάλογοι με τον Τσαρούχη», βλ. περ. Το παραμιλητό, αρ. 11, Χειμώνας 1991-92, σελ. 185-186).
Υ Γ. του Συντάκτη: Μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε ν’ αναρωτιόμαστε κατά πόσον μας ταιριάζει πράγματι ο ελληνικός πολιτισμός που δήθεν υπερασπίζουμε;…
1: «Η πρωτοελληνική πρέπει να είχε στενές επαφές με τις άλλες κρητομηκυναϊκές γλώσσες, που μερικές δίχως άλλο θα ήταν καλλιεργημένες περισσότερο απ’ αυτήν, πρέπει δε να δανείστηκε απ’ αυτές πλήθος λέξεις. Υπολογίζεται πως τουλάχιστο το 40% του αρχαίου ελληνικού λεξιλογίου είναι ξενικής, δηλαδή μη ελληνικής, προέλευσης. Να μερικά παραδείγματα: οίνος, έλαιον, κηρός, πλίνθος, σωλήν, χαλκός, κασσίτερος, μόλυβδος, χρυσός, σίδηρος, ξίφος, θάλασσα, κυβερνώ, σάκκος, κάπηλος, βασιλεύς, τύραννος, άναξ, βωμός, φόρμιγξ». George Thomson, Η Ελληνική Γλώσσα, Αρχαία και Νέα Εκδοτικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα, 1964, σελ. 76).