Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Στρ. Μυριβήλης’

Ένα άλλο κάτι

Posted by sarant στο 4 Αυγούστου, 2022

Προσοχή, ο τίτλος δεν λέει για «κάτι άλλο», αλλά για «άλλο κάτι». Δεν θα μιλήσουμε λοιπόν για την αόριστη αντωνυμία «κάτι» που τόσο έντονη παρουσία έχει στη γλώσσα μας (π.χ. είναι κάτι στιγμές, έχεις κάτι που σε άλλη δεν το βρήκα, κάτι τρέχει στα γύφτικα, δυο δάχτυλα και κάτι, ξέρει κάτι λίγα αγγλικά, και κάτι παραπάνω).

Θα πούμε μόνο, έτσι παρεμπιπτόντως, πως αυτό το «κάτι», το πανταχού παρόν, εμφανίστηκε στη γλώσσα μας τη μεααιωνική εποχή και προέρχεται από το αρχαίο μόριο καν (με «ψιλή» και οξεία) και την αντωνυμία τι.

Ωστόσο, το σημερινό σημείωμα θα αφιερωθεί σε μιαν άλλη λέξη, ομόηχη και ομόγραφη, σε ένα άλλο κάτι λοιπόν. Η άλλη λέξη «κάτι» δεν υπάρχει στα σημερινά λεξικά, αλλά είναι ακόμα ζωντανή στη βόρεια ιδίως Ελλάδα. Στα σχόλια του σημερινού άρθρου θα μου πείτε αν την ξέρετε κι αν τη χρησιμοποιείτε.

Το κάτι είναι η πτυχή, η δίπλα, το πόσες φορές διπλώνουμε π.χ. ένα σεντόνι. «Κάνε τρία κάτια την πετσέτα για να χωρέσει». Είναι δάνειο από το τουρκικό kat (πτυχή).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Όχι στα λεξικά, Ορολογία, Πανδημικά | Με ετικέτα: , , , , | 92 Σχόλια »

Είκοσι λέξεις από τον Βασίλη τον Αρβανίτη

Posted by sarant στο 4 Ιανουαρίου, 2019

Μια εκδοτική συνήθεια που ακόμα διατηρείται, έστω κι αν φθίνει, είναι να εκδίδονται, στο τέλος της χρονιάς, συλλογές φιλολογικών και λογοτεχνικών κειμένων με τη λέξη «Ημερολόγιο» στον τίτλο τους, γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα ή τόπο. Ο Στρατής Φιλιππότης εκδίδει εδώ και πολλά χρόνια κάθε χρόνο το Αθηναϊκό ημερολόγιο ενώ ο Παναγιώτης Σκορδάς εκδίδει στη Μυτιλήνη το Λεσβιακό ημερολόγιο, με το οποίο συνεργάζομαι κι εγώ μερικές φορές, ως Μυτιληνιός δεύτερης γενιάς, στο πόδι του αείμνηστου πατέρα μου.

Στο Λεσβιακό ημερολόγιο 2019, που κυκλοφόρησε φέτος τον Δεκέμβριο, φιλοξενήθηκε κι ένα δικό μου κείμενο, που θα το παρουσιάσω σήμερα εδώ. Όπως συνηθίζω, είναι ένα κείμενο με λέξεις από ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο του Μυτιληνιού συγγραφέα Στράτη Μυριβήλη, λέξεις που δεν θα τις βρει ο αναγνώστης σε σημερινά λεξικά. Φυσικά κάποιες από αυτές περιλαμβάνονται και στο βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται».

Παραθέτω το άρθρο.

Είκοσι λέξεις από τον Βασίλη τον Αρβανίτη

Ο σημερινός αναγνώστης, ιδίως ο νεότερος, που θα θελήσει να διαβάσει ένα νεοελληνικό λογοτεχνικό έργο γραμμένο πριν από 100 περίπου χρόνια, στις αρχές του εικοστού αιώνα ή και στον μεσοπόλεμο, είναι πολύ πιθανό να συναντήσει δυσκολίες με αρκετές λέξεις που του είναι άγνωστες ή που για τη σημασία τους δεν είναι απόλυτα βέβαιος. Η δυσκολία είναι ακόμα μεγαλύτερη όταν στο λογοτεχνικό έργο χρησιμοποιείται ιδιωματικό λεξιλόγιο.

Κάτι τέτοιο είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού η γλώσσα εξελίσσεται, αλλά και η κοινωνία εξελίσσεται –και η αγροτική κοινωνία των αρχών του προηγούμενου αιώνα είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας. Ο φιλέρευνος αναγνώστης που συναντά άγνωστες λέξεις προστρέχει για βοήθεια στο λεξικό. Και τις λέξεις της καθαρεύουσας που πιθανόν να αγνοεί, θα τις βρει εύκολα ή λίγο πιο δύσκολα, αν όχι στα σημερινά σύγχρονα μεγάλα λεξικά μας (έχουμε τουλάχιστον τρία: το ΛΚΝ, του Μπαμπινιώτη και το Χρηστικό της Ακαδημίας, ενώ ένα τέταρτο, το ΜΗΛΝΕΓ είναι στα σκαριά) τότε σίγουρα σε παλαιότερα όπως του Δημητράκου.

Ωστόσο, για τις λαϊκές άγνωστες λέξεις, και πολύ περισσότερο για τις ιδιωματικές λέξεις, δύσκολα θα βρεθεί ανάλογη βοήθεια: οι λέξεις του τύπου αυτού αντιμετωπίζονταν κάπως περιφρονητικά από την παλαιότερη λεξικογραφία, κι έτσι δεν θα βρεθούν ούτε στα σύγχρονα λεξικά, αφού δεν λέγονται πια, ούτε στα παλιότερα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ετυμολογικά, Λογοτεχνία, Μυτιλήνη, Μυθιστόρημα, Ντοπιολαλιές | Με ετικέτα: , , , , | 245 Σχόλια »

Μετασυλλαλητηριακά μεζεδάκια

Posted by sarant στο 10 Φεβρουαρίου, 2018

Ο τίτλος αποτελεί το λιθαράκι του ιστολογίου στην προσπάθεια να φτάσουμε τα 5 εκατομμύρια λέξεις της ελληνικής γλώσσας -κάτι τέτοιο είχε ισχυριστεί πριν από μερικά χρόνια ο ακαδημαϊκός κ. Αντώνης Κουνάδης, και επειδή από 1ης Ιανουαρίου ο κ. Κουνάδης είναι Πρόεδρος της Ακαδημίας νομίζω ότι πρεπει να ανασκουμπωθούμε όλοι να πιάσουμε αυτόν τον στόχο. Είμαστε, χοντρικά, 10 εκατομμύρια Έλληνες, αν ο ένας στους δυο μας πλάσει μία καινούργια λέξη αυτομάτως εχουμε πιάσει τον στόχο, χώρια οι λέξεις που ήδη υπάρχουν. Εγώ πάντως το έκανα το καθήκον μου, σειρά δική σας. Επιπλέον, η λέξη «μετασυλλαλητηριακός» είναι εννεασύλλαβη, που δεν έχει και πολλές τέτοιες η γλώσσα μας.

Μετασυλλαλητηριακά επειδή γράφονται μετά το συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου για το οποίο επί της ουσίας τα είπαμε και δεν θα τα επαναλάβουμε εδώ, παρά μόνο θα αναφέρουμε τυχόν μεζεδάκια.

Για ποιο λόγο έγινε το συλλαλητήριο; Όπως λέει το σουπεράκι του Σκάει, «διαδηλώνουν κατά του όρου Μακεδονία από τα Σκόπια».

Ο χώρος στο σουπεράκι είναι περιορισμένος κι έτσι ίσως να φαγώθηκαν δυο λέξεις (πχ κατά της οικειοποίησης του όρου), πάντως το σουπεράκι είναι αμφίσημο, λες και υπάρχει όρος «Μακεδονία από τα Σκόπια» (θυμίζω ότι μια από τις πολλες σύνθετες ονομασίες που έχουν κατά καιρούς πέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι και η «Μακεδονία-Σκόπια»).

* Συνεχιζοντας μετασυλλαλητηριακά, πρόσεξα την αντιπαράθεση ανάμεσα στον Νίκο Φίλη και στον Άδωνη Γεωργιάδη, η οποία ακούμπησε θέματα με τα οποία έχουμε ασχοληθεί στο ιστολόγιο. Απαντώντας στον Ν. Φίλη, ο Άδωνης είπε: «Ο κ. Φίλης είπε απίστευτα πράγματα. Πρώτον και κυριότερον, δεν υπάρχει Σλαβομακεδονική γλώσσα, η γλώσσα τους είναι μια βουλγάρικη διάλεκτος. Ουδέποτε ο στρατής Μυριβήλης ή όποιο άλλο κείμενο της εποχής μέχρι το 1945 μιλούσε για Μακεδόνες. Μέχρι το 1945 που ο Τίτο ονοματίζει αυτό το χώρο Μακεδονία και εφευρίσκει Μακεδονικό έθνος και γλώσσα, δεν υπήρχε καμία αναφορά».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ποδόσφαιρο, Επιγραφές, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , , , | 194 Σχόλια »

Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ» (άρθρο του Γιάννη Πατίλη, 1992)

Posted by sarant στο 25 Ιανουαρίου, 2018

Θα συνεχίσουμε και σήμερα με το μακεδονικό (και όχι «το σκοπιανό», ανεξάρτητα από το όνομα της γειτονικής χώρας: διότι για τη Μακεδονία γίνεται λόγος), κι ας υπάρχει επικάλυψη με προηγούμενα σχετικά άρθρα μας.

Ο φίλος ποιητής Γιάννης Πατίλης (που πριν από λιγο καιρό είχαμε φιλοξενήσει ένα άρθρο του για την εκπαίδευση) μού έστειλε άρθρο του δημοσιευμένο το 1992 στην εφημερίδα «Εποχή». Καθώς το 1992 δεν είναι πια και τόσο μακρινό ύστερα από το ακροδεξιάς κοπής συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύω το άρθρο αυτό σήμερα -στην αρχή προβληματίστηκα μήπως το βάλω την Κυριακή διότι έχει και φιλολογικό ενδιαφέρον, αλλά τελικά έκρινα ότι ταιριάζει περισσότερο εδώ.

Φιλολογικό ενδιαφέρον έχει επειδή πραγματεύεται ένα θέμα που ήταν βέβαια λιγότερο γνωστό το 1992 απ’ ό,τι είναι σήμερα, την περίφημη φράση «Μοναχά Μακεντόν ορτοντόξ» στο κεφάλαιο «Ζάβαλη Μάικω» της Ζωής εν τάφω του Μυριβήλη, μια φράση που την αφαίρεσε ο Μυριβήλης από μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου του. Κατά σύμπτωση, το κεφάλαιο αυτό περιλαμβανεται και σήμερα στα σχολικά βιβλία, αλλά έχει αφαιρεθεί και η προηγούμενη φράση, που λέει ότι οι χωριάτες της περιοχής του Μοναστηριού δεν θέλουν να είναι μήτε Μπουλγκάρ, μήτε Σρρπ, μήτε Γκρρτς.

Ένα μόνο πράγμα να προσθέσω πριν παραθέσω το άρθρο του Γιάννη Πατίλη. Η περιοχή του Μοναστηριού ανήκε, πριν από τον πόλεμο, στη Σερβία. Μόλις μπήκε η Βουλγαρία στον πόλεμο με τη μεριά των Κεντρικών Δυνάμεων, η Σερβία δεν μπορούσε να αντέξει τις διμέτωπες συγκρούσεις (αφού δεχόταν ήδη τις αυστριακές επιθέσεις από βορρά) και κατέρρευσε. Η Βουλγαρία προσάρτησε τα εδάφη αυτά και, θεωρώντας τους κατοίκους για Βουλγάρους, έντυσε στο χακί τους νέους στρατεύσιμης ηλικίας. Τα υπολείμματα του σέρβικου στρατού πέρασαν διά χιόνος και σιδήρου την Αλβανία και διαπεραιώθηκαν στην Κέρκυρα κι αφού ανασυγκροτήθηκαν και περιέθαλψαν τους τραυματίες τους οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, που ήταν πια υπό τον έλεγχο της Αντάντ, και επιτέθηκαν κατά των βουλγαρικών θέσεων απελευθερώνοντας κάποια εδάφη. Έτσι, το χωριό της Άντσως είχε πια ξαναπεράσει στον έλεγχο της Σερβίας και της Αντάντ, αλλά οι νέοι της περιοχής είχαν στρατολογηθεί από τους Βουλγάρους και πολεμούσαν (ίσως όχι με τη θέλησή τους) από την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων.

(Και μια σχολαστική επισήμανση: Προς το τέλος υπάρχει ένα παράθεμα από τον Τσαρούχη, όπου χρησιμοποιείται ο τύπος «έχει παράγει», που δεν είναι σωστος -ή έχει παραγάγει στα αμαληκιτικά, ή έχει παράξει λέμε. Δεν ξέρω αν είναι λάθος του Τσαρούχη -δεν έχω το βιβλίο αυτο- ή της εφημερίδας, οπότε περιορίστηκα να βάλω ένα sic).

 

Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ»
(Πρώτη δημοσίευση, Εποχή 4 Μαΐου 1992)

Πλάνη δεύτερη: «Σλαβομακεδόνες» και «Σλαβομακεδονική Γλώσσα». Οι όροι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με κάποια εθνότητα. Χρησιμοποιήθηκαν έντεχνα για να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός των Σκοπιανών ότι οι ίδιοι δεν είναι ούτε Έλληνες, ούτε Σέρβοι, ούτε Βούλγαροι…

Ν. Μάρτης (εφ. Το Βήμα, 22/3/92).

Μια απροσδόκητη μαρτυρία για το «μακεδονικό» φέρνει στην επιφάνεια αυτών των ταραγμένων ημε­ρών η ανατύπωση της Α’ έκδοσης της Ζωής εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη από το Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» (Α­θήνα, 1991). Όπως μας πληροφορεί το Σημείωμα του Εκδότη στην πρόσφατη ανατύπωση: «Ο Μυριβήλης ξεκινά το σχεδίασμα της Ζωής εν τάφω στα χα­ρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέ­μου, στο Μοναστήρι της Σερβίας. Ένα κεφάλαιο αυτής της σχεδιαζόμενης πρώτης έκδοσης δημοσιεύεται το 1917 στην εφημερίδα Νέα Ελλάδα της Θεσσαλονίκης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το κείμενο της πρώτης έκ­δοσης δημοσιεύεται σε συνέχεια στην εφημερίδα Καμπάνα (…) που εκδίδει ο ίδιος ο Μυριβήλης στη Μυτιλήνη από τις 27 Μαρτίου 1923», ενώ το κείμενο «αυτής της Α’ έκδοσης κυκλοφορεί υπό μορφήν βιβλίου για πρώτη φορά στη Μυτιλήνη την 1η Απριλίου 1924, από την «Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη της Καμπάνας»(…).»

Εξαιρετικό εθνολογικό ενδιαφέρον για το περιεχόμενο της συνείδησης των ντόπιων κατοίκων της περιοχής Μονα­στηριού παρουσιάζει η σελίδα που ανα­δημοσιεύουμε παρακάτω. Ο πλασμα­τικός αφηγητής, που απηχεί ωστόσο προσωπικές εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα από τη συμμετοχή του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Α’ Παγκ. Πολέμου στο μακεδονικό μέτω­πο, βρίσκεται υπό ανάρρωση φιλοξε­νούμενος σε αγροτόσπιτο της περιοχής Μοναστηριού παραμονές της μεγάλης μάχης του Σκρα (Μάιος 1918). Στο σπί­τι αυτό ο ταλαιπωρημένος στρατιώτης βρίσκει για λίγες μέρες οικογενειακή γαλήνη και στοργή, ιδιαίτερα στο πρό­σωπο της σπιτονοικοκυράς του, της Άντσως. Με αφορμή την περιγραφή του ιδιαίτερου χαρακτήρα της γυναίκας αυ­τής ο αφηγητής θα κάνει μια μικρή πα­ρέκβαση προκειμένου να μιλήσει γενι­κότερα για τον ψυχικό και ιδεολογικό κόσμο των κατοίκων της περιοχής:

Να τώρα κι ο ακριβός θησαυρός που ξεσκάλιξα μες στη χωριάτικη τη «βάρ­βαρη» αυτή ψυχή, που ’ναι αμόλευτη και παρθενικιά σαν τ’ απάτητο χιόνι μιας βουνοκορφής. Η Αντσω έχει δυο γιους στρατιώτες. Κι οι στρατιώτες αυ­τοί είναι μες στους οχτρούς που βρί­σκονται αντίκρυ μας στα χαρακώμα­τα του Περιστεριού. Αυτοί εδώ οι χω­ριάτες, που τη γλώσσα τους την κατα­λαβαίνουν περίφημα κι οι Βουργάροι κι οι Σέρβοι, αντιπαθούνε τους πρώ­τους γιατί τους πήρανε τα παιδιά τους στο στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζουνται για Βουργάρους. Και κοιτάνε με αρκετά συμπαθητική περιέργεια εμάς τους πε­ραστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του «Ορθοδόξου Πα­τριάρχη της Πόλης». Γιατί η ιδέα του απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη μέσα σε μια θαμπή μυστικοπάθεια πολύ παρά­ξενη, πάνου σ’ αυτό τον απλοϊκό χρι­στιανικό κόσμο. Έπειτα οι τάφοι των παλιώ τους προεστών έχουνε πάνω στις πέτρες σκαλισμένα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα που ’ναι γραμμένα πάνου στα σκεβρωμένα κονίσματά τους, και στα παλιά εκκλησια­στικά βιβλία των εκκλησιώ τους. Ω­στόσο, δε θέλουν να ’ναι μήτε «Μπουλγκάρ», μήτε «Σρρπ», μήτε «Γκρρτς». Μοναχά «Μακεντόν ορτοντόξ».

Το απόσπασμα αυτό, σε αρκετά πα­ραλλαγμένη μορφή (ο Μυριβήλης τρο­ποποιούσε συνεχώς το κείμενο της Ζω­ής εν τάφω στις αλλεπάλληλες εκδό­σεις του), είχαμε χρησιμοποιήσει —όπως το είχαμε βρει στη δέκατη τρίτη έκδοση από την «Εστία», το 1956— σε παλιό τεύχος του Πλανόδιου (αρ. 10, Ιούλιος 1989), προκειμένου να ψέξου­με μια «εθνοκεντρικής» εμπνεύσεως λογοκριτική χρήση του σε σχολικό βι­βλίο που κυκλοφορεί. Οι συντάκτες του σχολικού ανθολογίου είχαν περικόψει, μεταξύ άλλων, την φράση «Μολαταύ­τα δε θέλουν να ’ναι μήτε Μπουλγκάρ μήτε Σρρπ μήτε Γκρρτς». Τώρα, με την ανατύπωση της Α’ έκδοσης από την «Εστία», διαπιστώνουμε με έκπληξή μας πως το κείμενο λογόκρινε κι ο ί­διος ο Μυριβήλης! Η τόσο εύγλωττη φρασούλα Μοναχά «Μακεντόν ορτον­τόξ» δεν υπάρχει πουθενά στην έκδο­ση του ’56. (Θα άξιζε τον κόπο μια μι­κρή έρευνα προκειμένου να διαπιστω­θεί σε ποια έκδοση την αφαιρεί ο κα­τόπιν υπερεθνικιστής συγγραφέας. Μή­πως μετά την υιοθέτηση από το Κ.Κ.Ε. των περί του «μακεδονικού» βουλγα­ρικής εμπνεύσεως θέσεων της Γ’ Διε­θνούς;…).

Δεξιά η πρώτη έκδοση του 1924, αριστερά η «οριστική» του 1956.

Η παραπάνω μαρτυρία της Α’ έκδο­σης είναι σημαντική (ως μαρτυρία εν­δεικτική, βέβαια, και όχι ως γενικό συμπέρασμα και «οριστική» αλήθεια για την εθνολογική σύνθεση της περιο­χής) για τους εξής ευνόητους λόγους: Πρώτον διότι είναι αρκετά παλιά, πριν ακόμη διαμορφωθούν στα Βαλκά­νια οι κρατικές οντότητες όπως τις γνωρίσαμε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πό­λεμο, Δεύτερον διότι αποτελεί αν­τίληψη ενός απαίδευτου αγροτικού λαϊ­κού στοιχείου και όχι κάποιων καλ­λιεργημένων τάξεων, και Τρίτον διότι ο χρόνος στον οποίον ανατρέχει, Άνοιξη του 1918, είναι τελείως ανύπο­πτος ως προς τη σημερινή πτυχή του «μακεδονικού» ζητήματος (σλαβομακεδονική εθνότητα κ.λπ.): όχι μόνον διότι δεν υπήρχε τότε ως οντότητα η ο­μόσπονδη σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας του Τίτο, ούτε καν εί­χε δημιουργηθεί το πρόπλασμα της χθε­σινής —πλέον— Γιουγκοσλαβίας, το Βασίλειο, δηλαδή, των Σέρβων Κροατών και Σλοβένων, το οποίο ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1918, αλλά πρωτίστως διότι οι μόνοι δρώντες εθνικισμοί την εποχή εκείνη στη Μακεδονία ήταν ο σέρβικός, ο βουλγαρικός κι ο ελληνικός, το δε «μακεδονικό», όπως το γνωρίσαμε από την ιστορία μας, υπήρ­ξε το πεδίο μιας ακραίας αιματηρής αντιπαλότητας ανάμεσα στους δύο τε­λευταίους.

Ας δούμε, λοιπόν, από πιο κοντά, τι λέει η μαρτυρία μας:

  1. Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν δι­κή τους γλώσσα («τη γλώσσα τους») την οποία ωστόσο καταλαβαίνουν «πε­ρίφημα» και οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι. (Είναι προφανής η σλαβική βάση του ιδιώματος και ο μικτός του χαρα­κτήρας, δεν πρόκειται ωστόσο ούτε για «βουλγάρικα» ούτε για «σέρβικα», αλ­λιώς ο αφηγητής θα το δήλωνε και δεν θα χρησιμοποιούσε την έκφραση: «τη γλώσσα τους»).
  2. Οι Βούλγαροι τους στρατολόγη­σαν βίαια (διότι για λόγους προφανείς τους θεωρούν ομοεθνείς τους), αυτό δε αποτελεί αιτία μίσους των κατοίκων της περιοχής προς τους Βουλγάρους.
  3. Οι Σέρβοι τους κακομεταχειρίζον­ται επειδή τους θεωρούν Βουλγάρους, και αυτό αποτελεί μια πρόσθετη αιτία μίσους προς τους Σέρβους αυτή τη φο­ρά.
  4. Βλέπουν συμπαθητικά τους Έλλη­νες ως ομοδόξους, και φυσικά επειδή δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη κάποιος αν­τίπαλος προς το εθνικό τους αίσθημα ελληνικός εθνικισμός. (Δεν είχε ακό­μη γεννηθεί ο κ. Μάρτης για να τους παραχωρήσει με κυνική ευκολία στη βουλγάρικη προπαγάνδα: «είναι ύπο­πτος ο όψιμος ισχυρισμός του κ. Γκλιγκόρωφ ότι είναι Σλάβοι, ενώ πρόκειται περί Βουλγάρων…», βλ. εφ. Το Βήμα, οπ.π.).
  5. Έχουν σαφέστατη εθνική συνείδη­ση την οποία —ως να διέβλεπαν την α­θλιότητα του μέλλοντος— διατυπώνουν μ’ ένα εμφατικό σχήμα εκ παραλλήλου και αρνητικά και θετικά: Δεν θέλουν να ’ναι μήτε Βούλγαροι («Μπουλγκάρ»), μήτε Σέρβοι («Σρρπ»), μήτε Έλληνες («Γκρρτς»). Το μόνο που θέ­λουν να ’ναι είναι Μακεδόνες ορθόδο­ξοι («Μακεντόν ορτοντόξ»). Κι έχουν σημασία τα εισαγωγικά στο κείμενο γιατί μεταφέρουν αυτολεξεί —στο ιδίω­μά τους— διατυπώσεις. Επίσης, ίσως δεν είναι περιττό να τονίσουμε πως ο προσδιορισμός εδω «Μακεδόνες» έχει σαφέστατα εθνολογικό και όχι γεωγρα­φικό περιεχόμενο.

Μολονότι το παραπάνω κείμενο συνιστά μια μεμονωμένη μαρτυρία και δεν είμαστε ιστορικοί ώ­στε να τη διασταυρώσουμε —όπως θα ’πρεπε— να την αντιπαραβάλουμε και να την ελέγξουμε σ’ όλο το διαχρονικό της —έκτοτε— άξονα προς πλήθος άλλες, εντούτοις δεν παύει ως ίχνος να νεύει προς ένα πραγματικό προηγούμε­νο και να μας υποχρεώνει να είμαστε πιο προσεκτικοί στις κατηγορηματικές διατυπώσεις μας περί μακεδονικής συ­νείδησης -φαντάσματος ή περί ονόματος- «πουκάμισο αδειανό» για κάποιους (όπως ο Μ. Πλωρίτης στο Βήμα της 8/3/92). Ούτε, βέβαια, πι­στεύουμε πως είναι αρκετό ως προη­γούμενο (και παρούσης ακόμη μιας σύγχρονης μακεδονικής συνείδησης στην περιοχή – την ύπαρξη της οποίας δεν έχουμε κανένα λόγο να απορρί­πτουμε a priori) για την ίδρυση ενός Μακεδονικού Κράτους, που όχι μόνο αποσιωπά τη μη μακεδονική, μη ορθό­δοξη συνείδηση των πολυπληθών αλ­βανόφωνων μουσουλμάνων της περιο­χής και μονοπωλεί παγκοσμίως την μακεδονική συνείδηση έναντι των Ελ­λήνων Μακεδόνων (:εμείς δεν θα πού­με πως όλοι οι Μακεδόνες είναι Έλλη­νες επειδή έχουμε τη θεμελιώδη προκα­τάληψη της Εθνολογίας πως το περιε­χόμενο της συνείδησης ενός λαού κα­θορίζεται από εκείνο που πιστεύει ο ί­διος για τον εαυτό του και όχι από αυ­τό που διατείνονται οι άλλοι γι’ αυτόν), αλλά κυρίως γιατί ανοίγει την πόρτα μεγάλων ανατροπών και ξένων επεμ­βάσεων στα Βαλκάνια. Θέλουμε να πούμε, δηλαδή, πως το πρόβλημα υ­πάρχει και είναι πραγματικό, και δεν πρόκειται για κάποια φαντασίωση ενός κάποιου κ. Γκλιγκόρωφ. Πρόβλημα που οφείλει να το λύσει η πολιτική, ι­διαιτέρως η ελληνική, η μακαρίως και ανθελληνικώς επί δεκαετίες υπνώττουσα.

Αλλά η ευαισθησία μας βρίσκεται, και πρέπει να βρίσκεται, και αλλού. Εί­ναι τόσο αγνές οι θέσεις μας και οι πρα­κτικές μας; Οι θέσεις και οι πρακτικές των σοβαρών ελλήνων διανοουμένων αρθρογραφούντων πάνω στο «μακεδο­νικό»; Αυτή η άμωμη σιγουριά τους; Δεν μας λέει τίποτα η απάλειψη των φράσεων που σημειώσαμε παραπάνω από το σχολικό αναγνωστικό; Από ένα βιβλίο μάλιστα —τη Ζωή εν τάφω— που κατέχει ηγεμονική θέση στον εθνικό λογοτεχνικό κανόνα;… Δεν μας λέει τίποτε η αυτολογοκρισία του Μυριβή­λη;… Ή μήπως συνιστά «επεξεργασία ύφους» η αφαίρεση μιας πραγματολογικής αναφοράς που όταν πρωτοδιατυπωνόταν δεν φαινόταν να την καλύπτει καμιά σκοπιμότητα και δεν επρόκειτο να ξενίσει φυσικά κανένα;

Ή μήπως δεν πρέπει να μας λέει τί­ποτα, η χθεσινή ακόμη στο κύριο άρ­θρο της Καθημερινής (29/3/92) αναφο­ρά: Τα τοπία αλλοιώθηκαν και άλλα­ξαν, τα τοπωνύμια όμως είναι και σή­μερα πανάρχαια και ζωντανά: Η Τίρυνθα, η Κόρινθος, η Επίδαυρος, ο Λυκα­βηττός, ο Υμηττός, η Λέσβος, η Κύ­προς, η Λάρισα, η Δωδώνη, οι Δελφοί, η Αγχίαλος, η Σμύρνη, η Κασσάνδρα, η Αλικαρνασσός, η Θεσσαλονίκη, ο Όλυμπος, το Δίον και χιλιάδες άλλα είναι ονόματα ανέκαθεν ελληνικά… Α­φού και το τελευταίο εγχειρίδιο Ιστο­ρίας της Ελληνικής Γλώσσας, αν ανοί­γανε, θα βλέπανε ότι τα ονόματα, του­λάχιστον, Τίρυνθα, Κόρινθος, Λυκα­βηττός, Υμηττός, Λάρισα δεν ήταν α­νέκαθεν ελληνικά, αλλά προελληνικά… Όπως δεν ήταν ανέκαθεν ελληνικά και τα οίνος, έλαιον, βασιλεύς και θάλασσα1 – κι αυτό ακόμη το ελληνικότατο λουλούδι αρβανίτικο εί­ναι (κι ας «ανθίζουν» καντήλες οι «πάσχοντες από την ανίατον Ελλαδικήν Πατριδουρίαν», όπως έλεγε κι ο Περι­κλής Γιαννόπουλος)… Κι ωστόσο ελληνικότατα όλα αυτά, αφού το βίωμα του χρήστη (κι η «φαντασιακή του θέσμιση» της γλώσσας) είναι αυτό που δίνει ταυτότητα στις λέξεις… Ας τα προσέχουνε αυτά οι γράφοντες για τί τα Τίρυνθα, Κόρινθος, Λυκαβηττός και Λάρισα ίσως δεν είναι άλλο από μι­κρές Μακεδονίες που τις αισθάνθηκαν «ελληνικές» όσοι πραγματικοί άνθρω­ποι που αισθανόντουσαν «Έλληνες» έζησαν τις πραγματικές τους ζωές σ’ αυ­τές.

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

«Είναι πιο σύμφωνος με μένα ο ελ­ληνικός πολιτισμός. Άλλοι θα βρί­σκουν πιο ενδιαφέροντες άλλους πολιτισμούς· εξαρτάται από την ιδιοσυγ­κρασία μας. Οι αξιολογήσεις είναι πιο μάταιες και από τα ιδανικά μας. Όλοι οι πολιτισμοί είναι απαραίτητοι σ’ αυ­τούς που τους έχουν. Δεν υπάρχουν πο­λιτισμοί καλοί ή κακοί. Είναι σύμφω­νοι ή όχι με το λαό που τους έχει πα­ράγει [sic]. Το διεθνές κριτήριο του πο­λιτισμού βρίσκει καλούς τους πολιτι­σμούς ή όχι, ανάλογα με τα συμφέροντά του. Η μανία της αξιολογήσεως εί­ναι σκέτη κουταμάρα. Αυτός που λέει ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανώ­τερος από τον αγγλικό ή το γαλλικό πολιτισμό δεν λέει τίποτα. Ένας πολι­τισμός ταιριάζει στον καθένα ή δεν ται­ριάζει (…)».

(Γιάννης Τσαρούχης από το: Αλέξης Σαββάκης, «Διάλογοι με τον Τσαρούχη», βλ. περ. Το παραμιλητό, αρ. 11, Χειμώνας 1991-92, σελ. 185-186).

Υ Γ. του Συντάκτη: Μήπως θα πρέ­πει να αρχίσουμε ν’ αναρωτιόμαστε κα­τά πόσον μας ταιριάζει πράγματι ο ελ­ληνικός πολιτισμός που δήθεν υπερα­σπίζουμε;…

1: «Η πρωτοελληνική πρέπει να είχε στενές επαφές με τις άλλες κρητομηκυναϊκές γλώσ­σες, που μερικές δίχως άλλο θα ήταν καλλιεργημένες περισσότερο απ’ αυτήν, πρέπει δε να δανείστηκε απ’ αυτές πλήθος λέξεις. Υπολογίζεται πως τουλάχιστο το 40% του αρχαίου ελληνικού λεξιλογίου είναι ξενικής, δηλαδή μη ελληνικής, προέλευσης. Να με­ρικά παραδείγματα: οίνος, έλαιον, κηρός, πλίνθος, σωλήν, χαλκός, κασσίτερος, μόλυ­βδος, χρυσός, σίδηρος, ξίφος, θάλασσα, κυβερ­νώ, σάκκος, κάπηλος, βασιλεύς, τύραννος, άναξ, βωμός, φόρμιγξ». George Thomson, Η Ελληνική Γλώσσα, Αρχαία και Νέα Εκδοτικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα, 1964, σελ. 76).

 

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Επικαιρότητα, Πρόσφατη ιστορία, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 490 Σχόλια »

Ώστε υπάρχουν ακόμα κουσελιάρηδες;

Posted by sarant στο 28 Ιουλίου, 2017

Είχα πει ότι το καλοκαίρι θα έχουμε και αρκετές επαναλήψεις παλιότερων άρθρων, αλλά ίσαμε τώρα αυτές μετριούνται στα δάχτυλα. Καθώς λοιπον μου έτυχε κάτι έκτακτο χτες, ανεβάζω σε επανάληψη ένα άρθρο του 2011, ελπίζοντας ότι οι παλιότεροι αναγνώστες θα το έχουν μισοξεχάσει στα έξι (και βάλε) χρόνια που έχουν περάσει.

Φυσικά, το άρθρο περιστρέφεται γύρω από τη λέξη του τίτλου, που ίσως να σας είναι άγνωστη.

Εγώ τη λέξη τη θυμάμαι από τον Καραγάτση· όταν την είχα διαβάσει, έφηβος τότε, είχα υποθέσει το νόημά της από τα συμφραζόμενα· πρέπει να υπάρχει στον Γιούγκερμαν, αλλά δεν παίρνω όρκο, πάντως γίνεται συζήτηση ανάμεσα σε δυο άντρες, κι ο ένας κατηγορεί τον άλλον ότι δεν έπρεπε να συμπεριφερθεί σαν «κουσελιάρικο γραΐδιο». Νομίζω μάλιστα ότι κι άλλη φορά έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη ο Καραγάτσης –αλλά δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα, διότι τα βιβλία του δεν φαίνεται να γκουγκλίζονται.

Θα ρωτήσετε, ποια μύγα με τσίμπησε και αποφάσισα σήμερα να αφιερώσω κοτζάμ άρθρο σ’ αυτή τη μάλλον σπάνια λέξη, που δεν υπάρχει στα σημερινά μεγάλα λεξικά μας; Απλώς, μια μέρα που ετοίμαζα το άρθρο με τα πολλά ου, σκέφτηκα τη λέξη κουσκουσούρης και κοιτάζοντας στον Πάπυρο, θυμήθηκα και τον κουσελιάρη, που είναι πολύ κοντά στο λεξικό, και που σημαίνει το ίδιο ακριβώς. Αλλά ακόμα δεν σας είπα τι είναι ο κουσελιάρης (και ο κουσκουσούρης), αν και βέβαια πολλοί θα το ξέρετε.

Κουσελιάρης λοιπόν είναι ο κουτσομπόλης, ο κακολόγος, ο συκοφάντης. Κουσέλι, το κουτσομπολιό, η κακολογία. Το ίδιο σημαίνει και ο κουσκουσούρης. Ο κουσελιάρης υπάρχει στα παλιότερα λεξικά, όχι όμως στο ΛΚΝ, ούτε στον Μπαμπινιώτη, ενώ στο Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη υπάρχει μόνο το κουσέλι. Ο κουσκουσούρης υπάρχει και στον Μπαμπινιώτη, όχι όμως στο ΛΚΝ.

Φυσικά, ο κουσελιάρης και το θηλυκό του, η κουσελιάρα, και το ουδέτερό του, το κουσελιάρικο, ολοφάνερα παράγονται από το κουσέλι, οπότε θα επικεντρωθούμε στη λέξη αυτή. Το κουσέλι, δηλαδή, όπως είπαμε, το κουτσομπολιό, πέρα από τα παραπάνω λεξικά, το βρίσκω και σε μερικά διαδικτυακά γλωσσάρια με τοπικές λέξεις –αλλά στην πραγματικότητα η λέξη, απ’ όσο ξέρω, αν και δεν είναι πανελλήνια, ακούγεται σε αρκετά μέρη: στα νησιά του Αιγαίου εξόν από την Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, καθώς και παλιότερα στη Σμύρνη, δηλαδή σε μέρη που υπήρχε ιταλική επιρροή. Ίσως από τους Κασιώτες, ακουγόταν και στην Αίγυπτο. Στη Βόρεια Ελλάδα δεν την έχω συναντήσει, αν τη λέτε και εκεί πάνω να μου το πείτε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , | 120 Σχόλια »

Το μπουζούκι του βασιβουζούκου

Posted by sarant στο 22 Φεβρουαρίου, 2017

basibozukchiefΟ κατατρεγμός της ομάδας του Ολυμπιακού από το διαιτητικό κατεστημένο έφτασε στο αποκορύφωμα την περασμένη Κυριακή, αναγκάζοντας ακόμα και τον μειλίχιο Σάββα Θεοδωρίδη, τον συνήθως ατάραχο και φλεγματικό, να διαμαρτυρηθεί έντονα: «Είναι ντροπή. Είναι πρωτόγνωρα αυτά τα πράγματα, που έγιναν εδώ. Ούτε από τους Μπαζιμπουζούκους δεν γίνονται όσα γίνονται εδώ σήμερα».

Αν οι διαμαρτυρίες του κυρίου Σάββα είναι δικαιολογημένες δεν το ξέρω, διότι δεν είδα το ματς. Ούτως ή άλλως όμως, εδώ δεν ποδοσφαιρολογούμε -απλώς παίρνουμε αφορμή από τη ρήση του κυρίου Σάββα, παίρνουμε ασίστ αν θέλετε, για το σημερινό μας άρθρο.

Την τελική πάσα βέβαια μάς την έδωσε ο φίλος μας ο Γιάννης Κ., ο οποίος μετέφερε χτες σε σχόλιό του τις δηλώσεις Σάββα και την αντίδραση αθλητικογράφου, ο οποίος, ακούγοντας τη λέξη «Μπασιμπουζούκοι» έγραψε:

Όλοι χρειάστηκε να ανοίξουν ένα λεξικό, ένα ίντερνετ, ένα κάτι βρε αδερφέ, για να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούσε ο Σάββας Θεοδωρίδης, όταν αναφέρθηκε στους περίφημους Μπαζιμπουζούκους.

Ο φίλος μας ο Γιάννης δεν είχε την ίδια άποψη: Για μας τους κάπως παλιότερους ο «βασιβουζούκος» ήταν συνηθισμένος χαρακτηρισμός στα χείλη των καθηγητών μας και των αξιωματικών μας, όταν ήμαστε στη δικαιοδοσία τους.

Θα συμφωνήσω μαζί του ως προς το ότι η λέξη είναι και σε μένα οικεία, αν και δεν την άκουγα τόσο συχνά από τους δικούς μου καθηγητές.

Οι βασιβουζούκοι ή, αν προτιμάτε, μπασιμπουζούκοι, ήταν άτακτοι στρατιώτες του οθωμανικού στρατού, συνήθως πεζικάριοι. Έπαιρναν όπλα και τροφή, αλλά όχι μισθό -αλλά είχαν το ελεύθερο να πλιατσικολογούν. Επειδή ήταν άτακτοι, δεν διακρίνονταν για την πειθαρχία τους αλλά για τη βιαιότητά τους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Κόμικς, Λεξικογραφικά, Μυτιλήνη, Μουσική, Οθωμανικά | Με ετικέτα: , , , , , | 198 Σχόλια »

Τα δεκατρία ντόμινα (Ναπολέων Λαπαθιώτης)

Posted by sarant στο 22 Φεβρουαρίου, 2015

pierrot1Κυριακή σήμερα, τελευταία της Αποκριάς, ταιριάζει να βάλω ένα αποκριάτικο διήγημα. Οι Απόκριες ήταν και η αγαπημένη γιορτή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, σύμφωνα με όσα διηγείται στην αυτοβιογραφία του. Πρόπερσι είχα ανεβάσει ένα τέτοιο διήγημά του, τον Πιερότο, που μετά το συμπεριέλαβα στον δεύτερο τόμο διηγημάτων του, Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες (Ερατώ 2013). Σήμερα παρουσιάζω ένα ακόμα αποκριάτικο διήγημα του Λαπαθιώτη, που πρόκειται να συμπεριληφθεί στον τρίτο και τελευταίο τόμο διηγημάτων του ποιητή, που θα κυκλοφορήσει καλώς εχόντων των πραγμάτων τους επόμενους μήνες.

Αν και σήμερα δεν λεξιλογούμε παρά παρεμπιπτόντως, να πούμε ότι ντόμινο είναι βέβαια το επιτραπέζιο παιχνίδι, είναι όμως και ένα είδος αποκριάτικης στολής (αυτό εδώ) που σκεπάζει όλο το σώμα, και που ήταν πολύ της μόδας σε προηγούμενους αιώνες -αλλά για τη λέξη «ντόμινο» και τις σημασίες της έχουμε ήδη γράψει.

Το διήγημα που θα δούμε σήμερα δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος (6.3.1927), ένα περιοδικό ποικίλης ύλης, αρκετή από την οποία ήταν λογοτεχνική, που έβγαινε σαν κυριακάτικο παράρτημα της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα, προγόνου του Βήματος, και που δεν κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Στη συνέχεια αναδημοσιεύτηκε, με αρκετές αλλά επουσιώδεις διαφορές, στο περιοδικό Καλλιτεχνική Ελλάδα, τχ. 1-3, Γενάρης-Μάρτης 1945, με τον επίτιτλο «Από τα κατάλοιπα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Το φιλόδοξο αλλά βραχύβιο αυτό περιοδικό, με διευθυντή τον Στρ. Μυριβήλη, εξέδωσε μόνο δύο τριπλά τεύχη. Ο Μυριβήλης είχε συνεργασίες του Λαπαθιώτη και στο άλλο περιοδικό του, τη Φιλολογική Κυριακή, που το είχε βγάλει το 1943, οπότε δεν αποκλείεται να είχε λάβει το διήγημα από τον Λαπαθιώτη όταν ακόμα αυτός ζούσε. Εδώ ακολουθώ τη δεύτερη δημοσίευση.

ΤΑ ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΝΤΟΜΙΝΑ

Ήταν περασμένα πια μεσάνυχτα, –μπορεί και τρεις η ώρα, το πρωί– κι η τρέλα του χορού είχε φτάσει πια στο κατακόρυφο, όταν τα δεκατρία μαύρα ντόμινα παρουσιαστήκανε στη σάλα, και στάθηκαν μαζί, κάπως παράμερα, δίπλα στην τετράφυλλη τη θύρα που χώριζε την κεντρική, πλημμυρισμένη σάλα απ’ το μακρύν τεράστιο διάδρομο.

Φορούσαν εντελώς όμοιο κοστούμι —μαύρο, με πυκνές νταντέλες γύρω και με μεγάλη φουντωτή κουκούλα– εξόν απ’ το μεσαίο, το ψηλότερο, που είχε, σα για διακριτικό του, στο πλευρό, στα χέρια και στα πόδια, πέντε μεγάλους φιόγκους ανοιχτούς, μ’ ένα χρώμα κόκκινο σαν αίμα.

Πώς μπήκαν, δεν κατάλαβε κανένας. Καθένας όμως απ’ τους καλεσμένους, σχημάτισε αμέσως την πεποίθηση, πως δεν μπορούσε παρά να ήταν, βέβαια, κάποιοι πολύ οικείοι του σπιτιού –πάρα πολύ οικείοι του σπιτιού– για να ρθουν με τόσο θάρρος, τέτοιαν ώρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επετειακά, Λαπαθιώτης, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , , | 81 Σχόλια »

Τρολ και κατσαπλιάδες

Posted by sarant στο 10 Απριλίου, 2014

Πολλά θέματα έχει η επικαιρότητα, αλλά θα προσπεράσω τον εθνικό θρίαμβο της Εξόδου στις Αγορές επειδή ένα άλλο θέμα της επικαιρότητας έχει και λεξιλογικό και ιντερνετικό ενδιαφέρον -στο κάτω-κάτω, τον θρίαμβο μπορούμε να τον συζητήσουμε και αύριο, και μεθαύριο, έτσι κι αλλιώς θα τον πληρώνουμε αρκετά χρόνια.

Αυτό το «άλλο» θέμα με το λεξιλογικό ενδιαφέρον είναι το αγανακτισμένο άρθρο που έγραψε προχτές στον ιστότοπο του κόμματός του ο αρχηγός του Ποταμιού κ. Σταύρος Θεοδωράκης, ένα άρθρο με τίτλο «Game of Trolls: Ρομαντικοί ναι, αφελείς όχι«, στο οποίο ο Ποταμάρχης ξιφουλκεί εναντίον των ψευδώνυμων «κατσαπλιάδων του διαδικτύου, που επιτίθενται στο κόμμα του στα κοινωνικά μέσα. Όπως λέει ο ίδιος: «Από τη μέρα που ξεκινήσαμε το Ποτάμι, στις 26 Φεβρουαρίου, κομματικά τρολλ δουλεύουν υπερωρίες. Καθημερινά στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης εκατοντάδες κατσαπλιάδες του διαδικτύου με ψευδώνυμα βάζουν στο στόχαστρο τους επίσημους λογαριασμούς μας σε Facebook και Twitter και επιτίθενται με ανυπόστατες κατηγορίες, βρισιές, ακόμη και με ευθείες απειλές. «Ασπίδα» του ενός κόμματος, «ανάχωμα» του άλλου κόμματος, ό,τι θέλει λέει ο καθένας ανάλογα από πού βγαίνει το μεροκάματο. Κάποιοι έφτασαν μέχρι να μοντάρουν χοντροκομμένα άλλες ερωτήσεις με άλλες απαντήσεις από συνεντεύξεις δικές μου ή από παρεμβάσεις ανθρώπων που στηρίζουν το Ποτάμι«.

Ομολογώ ότι μου προκάλεσε έκπληξη το ξέσπασμα του κ. Θεοδωράκη. Επειδή τριγυρνάω αρκετά (κάποιοι θα έλεγαν πολύ) στις ρούγες και στα σοκάκια του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων, δεν έχω σχηματίσει την ίδια εικόνα. Οι χρήστες που ειρωνεύονται το Ποτάμι ή του κάνουν κριτική δεν είναι ούτε «κομματικά τρολ» ούτε δουλεύουν «με δελτίο παροχής», όπως λέει πιο κάτω στο άρθρο του ο νεόκοπος πολιτικός αρχηγός: είναι χρήστες που υπογράφουν οι περισσότεροι με ονοματεπώνυμο ή με κάποιο σταθερό και αναγνωρίσιμο ψευδώνυμο και, το κυριότερο, δεν εμφανίστηκαν στη μπλογκόσφαιρα στις 26 Φεβρουαρίου, όπως νομίζει ο κ. Θεοδωράκης, αντίθετα πρόκειται για παλιούς σχολιαστές των κοινωνικών μέσων, γνωστούς σε όσους παροικούν τη διαδικτυακή Ιερουσαλήμ.

Έπειτα, ο κ. Θεοδωράκης τσουβαλιάζει πολλά πράγματα, ισοπεδώνοντας τις μεταξύ τους διαφορές: άλλο είναι η πολιτική κριτική, άλλο είναι οι βρισιές, άλλο είναι η κοροϊδία, άλλο είναι τα μονταρισμένα στιγμιότυπα, αν υπάρχουν, και άλλο είναι το τρολάρισμα. Η εκτίμηση ότι το Ποτάμι θα λειτουργήσει σαν ανάχωμα για να συγκρατήσει τη μετακίνηση μιας μερίδας ψηφοφόρων προς τα αριστερά, μια εκτίμηση που την έκανα κι εγώ τις προάλλες, (ενυπόγραφα όμως, οπότε θα θεωρηθώ επώνυμος κατσαπλιάς και όχι ψευδώνυμος), δεν είναι ούτε βρισιά, ούτε χάλκευση, ούτε τρολάρισμα, είναι πολιτική εκτίμηση. Μπορεί να είναι άδικη, μπορεί να αποδειχτεί λαθεμένη, αλλά είναι εκτίμηση. Η κριτική ότι το Ποτάμι δεν έχει θέσεις για μια σειρά θέματα, είναι πολιτική κριτική’ ανάλογες κριτικές, συχνά πολύ πιο βίαιες, διατυπώνονται για όλα τα πολιτικά κόμματα, μια που η πολιτική αντιπαράθεση έχει οξυνθεί, αναπόφευκτα μάλλον, στα χρόνια της κρίσης. Δεν θα μπορούσε το Ποτάμι να προσδοκά ή να απαιτεί διαφορετική μεταχείριση απ’ ό,τι τα άλλα κόμματα. Κόμμα (θέλει να) είναι. Στο κάτω-κάτω, ένα νέο κόμμα που εξάπτει την περιέργεια είναι λογικό, για ένα διάστημα, να προσελκύει πάνω του τους προβολείς. Ε, δεν μπορεί η δημοσιότητα να είναι μόνο θετική -ακόμα και οι σταρ του σινεμά δέχονται και υβριστικές επιστολές καμιά φορά.

Και άλλα νέα κόμματα παρουσιάστηκαν τα τελευταία χρόνια, και μάλιστα κόμματα που έχουν δυσανάλογα μεγάλη παρουσία στο Διαδίκτυο και δέχτηκαν δριμύτατη κριτική και επιθέσεις -ας πούμε η Δημιουργία Ξανά του Θ. Τζήμερου. Ωστόσο, δεν θυμάμαι άλλον αρχηγό κόμματος να χάνει τόσο γρήγορα την ψυχραιμία του, σαράντα μόλις μέρες αφότου ανακοίνωσε με τυμπανοκρουσίες το εγχείρημά του. Τουλάχιστον ο κ. Τζήμερος το αντίστοιχο άρθρο (εκείνο που έλεγε πως είναι μικροτσούτσουνος) το έγραψε ύστερα από την εκλογική αποτυχία του κόμματός του, όχι πριν. Η πολιτική θέλει χοντρό πετσί -αν είναι να παθαίνεις έκρηξη επειδή κυκλοφόρησαν πέντε ανέκδοτα για σένα, δεν κάνεις για πολιτικός.

Όμως εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε θέλω να ασχοληθώ με τις δυο λέξεις που ξεχωρίζουν από τον φιλιππικό του κ. Θεοδωράκη: κατσαπλιάδες και τρολ. Περισσότερο με τη δεύτερη από αυτές, γιατί με την πρώτη έχω ήδη ασχοληθεί, σε άρθρο στο οποίο εξετάζω τη λέξη όπως χρησιμοποιόταν στον Εμφύλιο (δείτε και τα σχόλια).

Ο κατσαπλιάς, λοιπόν, κανονικά είναι ο κλέφτης, που κάνει πλιάτσικο, αλλά κυρίως είναι μειωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε για τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού κατά τον Εμφύλιο. (Κατά τον ορισμό του Στρ. Μυριβήλη: «Τι είναι ο κατσαπλιάς; Είναι αυτό το ον το άθλιο και άπατρι, το βρωμερό, το αιμοβόρο, το χωρίς συνείδηση και ανθρωπιά δίπουν, που χτυπά όταν σε βρει άοπλον και το βάζει στα πόδια»). Θ.Στη νεότερη χρήση, βέβαια, η λέξη σπάνια χρησιμοποιείται με την εμφυλιοπολεμική σημασία. Εικάζω ότι ο κ. Θ. τη χρησιμοποίησε σαν ασαφή μειωτικό χαρακτηρισμό, αλλά και πάλι με ενοχλεί το γεγονός ότι διάλεξε να χρησιμοποιήσει έναν διχαστικό χαρακτηρισμό, μια λέξη ιστορικά φορτισμένη, γεμάτη μίσος. (Ούτε είναι καθιερωμένος ή έστω συχνός ο όρος ΄κατσαπλιάδες του Διαδικτύου’. Εκτός από την αναφορά του κ. Θ. βρίσκω μόνο μία, σε ένα δύσοσμο δημοσιογραφικό ιστολόγιο, όπου γίνεται λόγος για ανώνυμους κατσαπλιάδες του Διαδικτύου.).

Ο κατσαπλιάς είναι λέξη που προβληματίζει τους λεξικογράφους, αφού είναι από τις δυσετυμολόγητες της γλώσσας μας (άγνωστης ετυμολογίας τη δίνει το ΛΚΝ). Κατά μία πειστική εκδοχή (που τη διατύπωσε ο γλωσσολόγος Θεόδωρος Μωυσιάδης στο επιστημονικό περιοδικό Γλωσσολογία) στην αρχή της λέξης πρέπει να βρίσκεται η λέξη πλιάτσικο (αλβανικής προέλευσης, plaçkë) και από τον τ. πλιάτσικας (που επιβιώνει ως επώνυμο) να έγινε εκφραστική αντιμετάθεση υπό την επίδραση των πολλών λέξεων και επωνύμων που αρχίζουν από κατσ- στην ελληνική γλώσσα (με έναν ενδιάμεσο τύπο όπως *κατσαπλιάτσικας). Μπορεί στο σχηματισμό να έχει επιδράσει και το τουρκικό kacak (φυγόδικος, δραπέτης), απ’ όπου και το κατσάκης.

Το τρολ, πάλι, είναι λέξη που μέσα σε λίγα χρόνια έγινε πασίγνωστη τουλάχιστον σε όσους κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο. Θα περίμενε κανείς να μην υπάρχει αμφιβολία για την προέλευση και τις πρώτες εμφανίσεις μιας τέτοιας λέξης, που γεννήθηκε σε περιβάλλον αποκλειστικά γραπτής και μάλιστα καταγραμμένης επικοινωνίας, όπως ήταν το Διαδίκτυο στην εποχή των πιονιέρων της δεκαετίας του 80, όμως στη Βικιπαίδεια διαβάζω ότι δεν υπάρχει μία κοινώς αποδεκτή θεωρία για την εμφάνιση του όρου στην ιντερνετική σλανγκ.

Βέβαια, η λέξη τρολ μας φέρνει στη σκανδιναβική μυθολογία, όπου τα τρολ ήταν μυθολογικά όντα. Στην αρχή ήταν γίγαντες, ύστερα η λέξη έφτασε να δηλώνει όντα μικρόσωμα, ανάλογα με τα ξωτικά ή τους καλικαντζάρους τους δικούς μας, κάποτε χαζά, κάποτε πονηρά, πάντοτε ενοχλητικά. Η λέξη πέρασε και στα αγγλικά όπου συνέπεσε με το ρήμα to troll, γαλλικής μάλλον ετυμολογίας, που έχει ποικίλες σημασίες (από εκεί, ας πούμε, είναι και το τρόλεϊ-trolley), μία από τις οποίες είναι ένα συγκεκριμένο είδος ψαρέματος, ίσως το ψάρεμα με συρτή.

Σύμφωνα με μια πειστική θεωρία, αρχή του ιντερνετικού τρολ είναι εκφράσεις όπως η trolling for newbies / for suckers, ψαρεύω για νιούμπηδες / για κορόιδα, που χρησιμοποιήθηκαν στις ομάδες του Usenet το 1990 για τις πονηρές ερωτήσεις παλιών μελών της ομάδας, για θέματα πολυσυζητημένα, που είχαν σκοπό να κάνουν τους νέους χρήστες να εκδηλώσουν ενδιαφέρον (να «τσιμπήσουν»), αφού οι άλλοι παλιοί ήξεραν ότι το θέμα έχει συζητηθεί μέχρι τελικής πτώσεως στην ομάδα. Αν είναι έτσι, αρχικά το τρολάρισμα ήταν μια μάλλον θετική συνεισφορά, όμως με την αύξηση των συζητήσεων η δραστηριότητα αυτή άρχισε να ενοχλεί άλλους χρήστες, ώσπου τελικά πήρε ολοφάνερα αρνητική απόχρωση.

Πράγματι, σήμερα το τρολ είναι ο χρήστης που συμμετέχει σε μια ιντερνετική κοινότητα «με πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις …  με πρωταρχική πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους χρήστες ή με κάθε τρόπο να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση» -αντιγράφω τον ορισμό της Βικιπαίδειας. Σκοπός του τρολ είναι λοιπόν να προκαλέσει τα άλλα μέλη της κοινότητας και να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση και τελικά να κάνει κακό στην κοινότητα -γι’ αυτό και η αποτελεσματικότερη αντίδραση στα τρολ είναι να μην τους απαντάμε, ή, όπως λέει και η παροιμιώδης ιντερνετική εντολή: Don’t feed the trolls, μην ταΐζετε τα τρολ, όπου βεβαίως τάισμα είναι να πάρεις μέρος σε συζήτηση μαζί του. Αυτό βέβαια ευκολότερα λέγεται παρά γίνεται, αφού οι τοποθετήσεις του τρολ είναι εσκεμμένα προκλητικές -κι έπειτα, το αν κάποιος είναι τρολ ή όχι είναι θέμα υποκειμενικής εκτίμησης.

Πάντως, στα κοινωνικά μέσα υπάρχει και μια πιο θετική χρήση αν όχι της λέξης τρολ, πάντως του τρολαρίσματος: τρολάρισμα εννοείται η έξυπνη απομίμηση του ύφους κάποιου προσώπου ή εντύπου, με σκοπό τη σάτιρα και την παρωδία. Παράδειγμα έξοχης τρολιάς ήταν οι σατιρικοί ψευτολογαριασμοί του Λευτέρη Παπαδόπουλου και εκείνου του ευσεβούς τραγουδιστή. Τρολιά, και μάλιστα ιστορική, ή ίσως ιστρολική, ήταν βέβαια και η σατιρική σελίδα για τον γέροντα Παστίτσιο ή, για να έρθουμε στα δικά μας, η φάρσα του Σοφοκλή Καλλιμάνη (για την οποία είχα γράψει πριν ανοίξω το ιστολόγιο, οπότε σκέφτομαι ότι δεν είναι ίσως περιττό να την παρουσιάσω κι εδώ κάποια στιγμή, ίσως και αύριο-μεθαύριο).

Έξυπνα ανέκδοτα, αν και όχι τρολιές, κυκλοφόρησαν και για το Ποτάμι του κ. Θεοδωράκη, όπως για παράδειγμα τις μέρες του δημοψηφίσματος στην Κριμαία, ότι τάχα έγιναν δημοσκοπήσεις που έδιναν, έστω, 5% στην παραμονή της περιοχής στην Ουκρανία, 25% στην ένωση με τη Ρωσία και 70% στο Ποτάμι -ειρωνεία για τα μεγάλα δημοσκοπικά ποσοστά του νεοπαγούς κόμματος. Αλλά ελπίζω να μην ενόχλησαν αυτά τον κ. Θεοδωράκη. Θα του δώσω δίκιο στο σημείο όπου διαμαρτύρεται για την παραπλανητική χρήση αποσπασμάτων από συνεντεύξεις -σε μία περίπτωση, η φράση του Ν. Δήμου «θα βρούμε χρηματοδότες από το εξωτερικό» πράγματι παρουσιάστηκε κακόβουλα και παραπλανητικά, αλλά αυτό δεν έγινε από ψευδώνυμους χρήστες, έγινε από επώνυμους ιστότοπους. Άλλωστε, αν ο κ. Θεοδωράκης δεν είχε κατεβεί από άλλον πλανήτη, θα ήξερε ότι στην οξυμένη πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων ετών έχουν σημειωθεί πάμπολλα ‘χτυπήματα κάτω από τη ζώνη’ με χαλκευμένα ντοκουμέντα και ψέματα -να θυμίσω το παραπλανητικό μοντάρισμα των δηλώσεων του βουλευτή Διαμαντόπουλου από τη «γαλάζια μονταζιέρα» ή, για να πάμε πολύ πιο πίσω, τη φωτογραφία του Μητσοτάκη με τους ναζί στη δεκαετία του 1980, ή το «Γαργάλατα» που δήθεν έγραψε ο αποστάτης Νόβας το 1965. Και πάλι όμως, αυτές οι ενέργειες δεν γίνονται από ψευδώνυμους σχολιαστές.

Οπότε, νομίζω ότι ο εκνευρισμός του κ. Θεοδωράκη έχει αιτία του την κριτική που δέχεται στα κοινωνικά μέσα. Επειδή έχει γαλουχηθεί στο αποστειρωμένο περιβάλλον της μονοφωνικής τηλεόρασης, όπου κάθε αντίθετη άποψη απλώς αγνοείται, θα πρέπει πράγματι να του είναι αφόρητη η έκθεση στην ανελέητη κριτική των πολλών, σε σχετικά ισότιμη βάση. Στον δικό του ιστότοπο, το protagon.gr, είχε τη δυνατότητα να λογοκρίνει τις ενοχλητικές τοποθετήσεις σχολιαστών -και το έκανε πολύ συχνά: είμαι παθών πάνω από μία φορά (παρόλο που σχολίαζα επώνυμα). Δυστυχώς γι’ αυτόν, στο ανοιχτό πέλαγος της μπλογκόσφαιρας δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα φίμωσης -μακάρι νάσαι και ο σουλτάνος Ερντογάν.

Δεν είναι όλα καλά και άγια στην κριτική και στις επιθέσεις των κοινωνικών μέσων. Πλάι στο πηγαίο χιούμορ βρίσκουμε τη χυδαιότητα και την κακογουστιά, άλλοτε το μίσος ή τον κοινωνικό αυτοματισμό· λιγότερες είναι οι νηφάλιες τοποθετήσεις και οι οξυδερκείς αναλύσεις από τις υστερικές κραυγές και τις χονδροειδείς υπερβολές -όμως είναι πολύ γελασμένος όποιος πιστεύει πως η κριτική αυτή γίνεται από αμειβόμενους νεαρούς με «δελτίο παροχής». Άλλωστε, τουλάχιστον στο Φέισμπουκ, είναι πολύ εύκολο με ένα κλικ να μάθεις πάρα πολλά για όποιον χρήστη σε επικρίνει, να δεις τι του αρέσει και τι δεν του αρέσει, ποιους έχει φίλους, από πότε συχνάζει στη μπλογκόσφαιρα. Και υπάρχουν πολλοί που έχουν πάθος με την πολιτική, που συζητούν με τις ώρες χωρίς να πληρώνονται γι’ αυτό -τόσο εξωπραγματικό φαίνεται στον κ. Θεοδωράκη κάτι τέτοιο;

Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσω ότι τον λυπήθηκα τον κ. Θεοδωράκη, διότι το προχτεσινό άρθρο του αποδείχτηκε γρουσούζικο. Ενώ προσπάθησε να ξορκίσει τα τρολ, έπεσε θύμα μιας αριστουργηματικής τρολιάς, που έχει επιπλέον το πλεονέκτημα πως είναι πέρα για πέρα αληθινή: εννοώ τη δήλωση του Θ. Πάγκαλου ότι είναι πολύ πιθανό να ψηφίσει το Ποτάμι.

Τέτοιοι υποστηρικτές, κυρ Σταύρο μου, κάνουν περισσότερη ζημιά κι από δέκα λόχους «ψευδώνυμους κατσαπλιάδες» και «διαδικτυακά τρολ»!

 

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Μεταμπλόγκειν, Πολιτική | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 216 Σχόλια »

Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης: Έντυπα και διανοούμενοι της Μυτιλήνης

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2014

mimis_jpeg_χχsmallΕδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή είναι η δέκατη τρίτη συνέχεια και κανονικά ήταν να δημοσιευτεί την περασμένη Τρίτη, τελικά όμως την εκτόπισε το Μηνολόγιο, αφού είχαμε πρώτη του μηνός.  Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ.

Βρισκόμαστε στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει τον γενικό τίτλο “Ένας μέτοικος στη Μυτιλήνη του μεσοπολέμου” και παρακολουθεί τη ζωή του παππού μου από το 1928 που παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την Ελένη Μυρογιάννη, και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη.

Από την πρώτη χρονιά της οριστικής εγκατάστασής του στη Μυτιλήνη άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα στο “Βούρδουλα” και στο “Δημοκράτη”, εφημερίδες που εξέδιδε ο Κωνσταντινοπολίτης Τέρπανδρος Αναστασιάδη. Δε δέχτηκε να συνεργαστεί με τον “Ταχυδρόμο” του Λευκία λόγω της αντιπάθειας που είχε για τον Μυριβήλη. Η συνεργασία του με λεσβιακά έντυπα ήταν ακόμα ένα βήμα για την αποδοχή του από τους ντόπιους, γιατί όλοι αναγνώρισαν πως «είχε πένα».
Την αναγνώριση της αξίας του από τη λεσβιακή διανόηση την κέρδισε με το σπαθί του, γιατί ποτέ του δεν προσπάθησε να γίνει αποδεχτός κολακεύοντας τα ινδάλματά της, αντίθετα μάλιστα αμφισβητούσε ανοιχτά τον επιφανέστερο εκπρόσωπό της, τον Μυριβήλη, και κορόιδευε ασεβέστατα δυο από τα μεγαλύτερα είδωλα των Μυτιληνιών, τον Ψυχάρη στη λογοτεχνία και τον Παπανδρέου στην πολιτική. Τους θεωρούσε και τους δύο θορυβοποιούς χωρίς πραγματική αξία. Αντίθετα δεν έπαυε να διαλαλεί την αγάπη του για τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη, τους οποίους οι μυτιληνιοί φίλοι του, στην πλειοψηφία τους, τους απέρριπταν σαν «καθαρευουσιάνους».

Τον Παπαδιαμάντη ο Νίκος τον λάτρευε, ενώ με τον Καβάφη, που τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο ποιητή του αιώνα, είχε κάποια αλληλογραφία. Του είχε στείλει δυο γράμματα εκφράζοντας το θαυμασμό του για το έργο του κι ο μεγάλος Αλεξανδρινός του ’χε στείλει μερικά ποιήματά του, που τύπωνε και κυκλοφορούσε εκτός εμπορίου σε δίφυλλα, πολλά με ιδιόχειρες διορθώσεις του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Αναμνήσεις, Βιογραφίες, Δημήτρης Σαραντάκος, Καβαφικά, Μυτιλήνη, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , | 48 Σχόλια »

Αγαπητέ Στρατή Μυριβήλη

Posted by sarant στο 24 Νοεμβρίου, 2013

Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, από τις εκδόσεις της Εστίας, το βιβλίο της κυρίας Νίκης Λυκούργου, «Αγαπητέ Στρατή…«, που περιέχει τέσσερις μελέτες σχετικές με τη ζωή και το έργο του συγγραφέα Στρατή Μυριβήλη, μελέτες που βασίζονται σε επιστολές που περιέχονται στο αρχείο Μυριβήλη. Η Νίκη Λυκούργου, που δίδασκε μέχρι πρόσφατα στο τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ, έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με τον Μυριβήλη και με το αρχείο του. Το βιβλίο θα το αναζητούσα έτσι κι αλλιώς, γιατί μου αρέσει να διαβάζω αλληλογραφία συγγραφέων, πολύ περισσότερο που ο Μυριβήλης με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και ο ίδιος αλλά και λόγω της καταγωγής του από τη Μυτιλήνη, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας μου -με την ευρύτερη έννοια, κι εγώ Μυτιληνιός λογαριάζομαι.

Ένας λόγος παραπάνω να με ενδιαφέρει το βιβλίο ήταν ότι μια μελέτη εξετάζει την αλληλογραφία Λαπαθιώτη-Μυριβήλη, ενώ μια άλλη έχει να κάνει με την αλληλογραφία Κοτζιούλα-Μυριβήλη, δηλαδή με δυο αγαπημένους μου συγγραφείς που τους μελετώ εδώ και χρόνια. Η τρίτη μελέτη, που δίνεται σε επίμετρο, εξετάζει τις πρώτες μεταφράσεις της Ζωής εν Τάφω, του μυθιστορήματος που καθιέρωσε τον Μυριβήλη, ενώ η πρώτη παρουσιάζει μιαν ανέκδοτη επιστολή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου προς τον Μυριβήλη, γραμμένη κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, όταν ο πολιτικός ήταν κρατούμενος και υπόδικος ύστερα από το κίνημα του 1935.

Οι μελέτες που απαρτίζουν το βιβλίο βασίζονται σε προηγούμενες ανακοινώσεις και δημοσιεύσεις της συγγραφέα, που όμως ήταν διεσπαρμένες σε μάλλον δυσεύρετα έντυπα κι έτσι απρόσιτες σε όποιον δεν είναι ταχτικός θαμώνας των βιβλιοθηκών. Επιπλέον, με την ευκαιρία της δημοσίευσής τους σε βιβλίο, η συγγραφέας ξαναδούλεψε το υλικό, πρόσθεσε πλούσιον υπομνηματισμό και επικαιροποίησε τις αναφορές της, προσφέροντας υποδειγματική δουλειά. Και βέβαια, η Ν. Λυκούργου δεν περιορίζεται στο να παρουσιάσει τις επιστολές που αντάλλαξαν, αλλά σκιαγραφεί και τη σχέση των δυο ανθρώπων, τη σχέση δηλαδή του Μυριβήλη με τον Αλέξ. Παπαναστασίου, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και τον Γιώργο Κοτζιούλα.

Το κακό με την αλληλογραφία των λογοτεχνών είναι ότι στο αρχείο του καθενός υπάρχουν συνήθως μόνο οι επιστολές που έλαβε ο λογοτέχνης από τους ομοτέχνους του, και όχι εκείνες που έστειλε, εκτός αν είχε κρατήσει αντίγραφο -αλλά αυτό σπάνια γινόταν. Έτσι, για να παρουσιαστεί η πλήρης εικόνα της αλληλογραφίας δύο λογοτεχνών πρέπει να γίνει συγχώνευση υλικού από δύο αρχεία, κάτι που δεν είναι πάντοτε εύκολο. Ας πούμε, στο αρχείο Λαπαθιώτη που απόκειται στο ΕΛΙΑ δεν υπάρχει καμιά επιστολή του Μυριβήλη και γενικά υπάρχουν ελάχιστες επιστολές. Από άλλη πηγή έχει βρεθεί μία επιστολή Μυριβήλη προς Λαπαθιώτη, αλλά για να συμπληρωθεί το παζλ θα πρέπει να περιμένουμε να αξιοποιηθεί κάποτε το μυθικό αρχείο Λαπαθιώτη που κατέχουν οι αδελφοί Παπανδρέου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Επιστολές, Μυτιλήνη, Μικροφιλολογικά, Παρουσίαση βιβλίου, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , | 51 Σχόλια »

Η σαρμανίτσα των ποιητών κι ο Γούλας Μπούκουρης

Posted by sarant στο 24 Φεβρουαρίου, 2013

Μια από τις 366 λέξεις του βιβλίου μου Λέξεις που χάνονται είναι η σαρμανίτσα. Σαρμανίτσα είναι η κούνια του μωρού. Το μοναδικό γενικό λεξικό που καταγράφει τη λέξη είναι, αν δεν κάνω λάθος, του Πάπυρου, το οποίο μας πληροφορεί ότι πρόκειται για δάνειο από τα κουτσοβλάχικα. Είναι λέξη κατεξοχήν ηπειρώτικη, αν και ακούγεται επίσης στη Θεσσαλία, στη Φθιώτιδα, στη Δ. Μακεδονία, ίσως κι αλλού.

pikermiΗ λέξη εμφανίζεται σε πολλά δημοτικά τραγούδια, π.χ. «που άφησα μικρό παιδί, μικρό στη σαρμανίτσα». Ένα παροιμιακό τετράστιχο που συγκρίνει τις οικιακές εργασίες υποστηρίζει ότι «Το κέντημα είναι γλέντησμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη». Ο Πετρολούκας Χαλκιάς, σε συνέντευξή του, είπε για τα ηπειρώτικα τραγούδια: «Μ’ αυτά τα τραγούδια με νανούριζε η μάνα μου στη σαρμανίτσα». Παρεμπιπτόντως, canticu di sarmanitsa είναι στα κουτσοβλάχικα το νανούρισμα.

Μια άλλη παροιμία με τη σαρμανίτσα, που δεν την έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο επειδή την έμαθα αργότερα, είναι: «Καλού κακού ας βρίσκεται και μια σαρμανίτσα στο μοναστήρι». Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στο μοναστήρι αποκλείεται να χρειαστεί κούνια για νεογέννητο μωρό, αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς -οπότε, καλού κακού, ας βρίσκεται.

Ο ηπειρώτης Γ. Κοτζιούλας, θυμώντας τα στερημένα παιδικά του χρόνια, που τα πέρασε χωρίς παιχνίδια, έγραψε: «Εμείς δεν ξέραμε ούτε μπάλες ούτε χαρταϊτούς ούτε σιδερόδρομους. Αυτά δε συνηθίζονταν εκεί, γιατί θέλουν παράδες κι εμείς δεν είχαμε. Ένα φτηνό βραγκανίδι [κουδουνίστρα] όλο όλο μας έπαιρναν οι δικοί μας όταν είμασταν μικρά, στη σαρμανίτσα, να μας το βροντάν αποπάνω και να μερώνουμε, να παύουμε το κλάμα. Αυτό το μοναδικό μας παιγνίδι φυλάγουνταν ύστερα για τ’ άλλα παι­διά που θα ‘ρχονταν πίσω από μας» (από το αυτοβιογραφικό του αφήγημα «Από μικρός στα γράμματα»).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ποίηση, Ψευδώνυμα | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 143 Σχόλια »

Ένας καβγάς ανάμεσα σε δυο πρώην φίλους μέσα στον Εμφύλιο

Posted by sarant στο 30 Δεκεμβρίου, 2012

Το άρθρο μου που ακολουθεί δημοσιεύεται στο Λεσβιακό Ημερολόγιο 2013, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αιολίδα σε επιμέλεια Παναγιώτη Σκορδά, με άρθρα για τη Λέσβο γραμμένα από συγγραφείς που κατάγονται από το νησί. Να διευκρινίσω ότι ο Κώστας Μίσσιος, ποιητής και μελετητής της λεσβιακής λογοτεχνίας, είναι θείος μου.

b131741Στο βιβλίο του «Ένας Μυριβήλης αλλιώτικος» (Εντελέχεια, Μυτιλήνη 2008), ο Κώστας Μίσσιος συγκεντρώνει εφτά άρθρα του στα οποία διηγείται «ευτράπελες πλην και πικρές» ιστορίες για τον Στράτη Μυριβήλη. Οι πιο πικρές ιστορίες του τόμου σίγουρα βρίσκονται στο ομότιτλο άρθρο, το οποίο εξιστορεί το απίστευτο πάθος με το οποίο ο Μυριβήλης συμμετείχε, τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, στην προπαγανδιστική διαπάλη, εξαπολύοντας δριμύτατες επιθέσεις κατά των αντιπάλων του. Σωστά παρατηρεί ο Μίσσιος ότι κι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι υπερασπίστηκαν την ίδια πλευρά, κανείς όμως του επιπέδου του Μυριβήλη δεν έδειξε τέτοιον φανατισμό.

Αλλά αυτά τα θίγει αναλυτικά ο Μίσσιος. Εγώ θα ξεχωρίσω ένα απόσπασμα από ένα άρθρο του Μυριβήλη, που παρατίθεται στο κείμενο του Μίσσιου (σελ. 148) για να εστιαστώ σε μιαν υποσημείωση. Γράφει λοιπόν τα εξής φαρμακερά ο Μυριβήλης: «Ένας ποιητής του κόμματος από την Ήπειρο τού έβγαλε ένα τόμο με ποιήματα που τον εξυμνεί και τον θαυμάζει [τον Άρη Βελουχιώτη]. Ένας άλλος από τη Μυτιλήνη, έβγαλε άλλον τόμο, όπου λιγώνεται από τη μεγαλοπρέπεια του Δεκεμβριανού ανθρωποσφαγείου των άοπλων Αθηναίων. Ένας τρίτος αλήτης της λογοτεχνίας έγραψε τρίτο βιβλίο, ‘Το μεγάλο Δεκέμβρη’. Είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι; Όχι. Είναι απλώς κομμουνιστές. Είναι διαφοροποιημένοι πρώην Έλληνες που τώρα ανήκουν στη νέα φυλή…»

Ο «αλήτης της λογοτεχνίας», μας πληροφορεί σωστά ο Μίσσιος, είναι ο Μενέλαος Λουντέμης. Ο μυτιληνιός είναι ο ποιητής Μιχάλης Καλλοναίος (στις ιδεολογικές του επιθέσεις, ο Μυριβήλης δεν έκανε τοπικιστικά χατίρια, χτυπούσε μυτιληνιούς και ξένους με τον ίδιο ζήλο). Ωστόσο, ο Μίσσιος ομολογεί ότι δεν κατάφερε να εντοπίσει τον «ποιητή του κόμματος από την Ήπειρο». Επιτρέψτε μου να φωτίσω αυτό το σημείο.

Ο ηπειρώτης ποιητής είναι σίγουρα ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956), γεννημένος στην Πλατανούσα της Ηπείρου, ποιητής και μεταφραστής, που συμμετείχε με τον ΕΛΑΣ στην Εθνική αντίσταση, οπότε και είχε δημιουργήσει τον αντάρτικο θίασο «Θέατρο του βουνού» με τον οποίο έδινε παραστάσεις στα χωριά της Πίνδου. Ο Κοτζιούλας, που πολέμησε υπό τις διαταγές του Βελουχιώτη και τον θαύμαζε απεριόριστα, εξέδωσε το 1946 μια μικρή ποιητική συλλογή, ένα δεκαεξασέλιδο, με τίτλο Ο Άρης, στην οποία υμνεί και θρηνεί τον νεκρό πια αρχηγό του.

Ως εδώ το θέμα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον· ένας εαμίτης ποιητής έβγαλε μια υμνητική συλλογή για τον Άρη Βελουχιώτη κι ένας συγγραφέας της αντίθετης παράταξης αντέδρασε επικριτικά, τι το περίεργο υπάρχει; Ωστόσο, ο Κοτζιούλας και ο Μυριβήλης δεν ήταν ξένοι. Παρά την όχι μικρή διαφορά ηλικίας (ο Μυριβήλης ήταν 19 χρόνια μεγαλύτερος), είχαν συνδεθεί με φιλία, όχι μακρόχρονη αλλά στενή. Τα όσα ακολουθούν βασίζονται σε δημοσίευση της κ. Νίκης Λυκούργου για την αλληλογραφία του Μυριβήλη με τον Κοτζιούλα καθώς και στο βιβλίο που ετοιμάζει η φίλη Αθηνά Βογιατζόγλου για τον ποιητή (όπου έχω βάλει κι εγώ λιγάκι το χέρι μου).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Εμφύλιος, Πρόσφατη ιστορία, Παρουσίαση βιβλίου, Σατιρικά, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 104 Σχόλια »

Η φενάκη της «διατήρησης της αρχικής ορθογραφίας»

Posted by sarant στο 22 Ιουνίου, 2011

Με ένα ενδιαφέρον φιλολογικό ζήτημα θα ασχοληθώ σήμερα, αν και φοβάμαι ότι οι περισσότεροι θα το βρείτε εντελώς –ίσως και προκλητικά– ανεπίκαιρο στους χαλεπούς καιρούς που περνάμε –όμως το έχω υποσχεθεί να το συζητήσω, και άλλωστε με απασχολεί κι εμένα.

Το πρόβλημα είναι το εξής: έστω ότι επανεκδίδουμε σήμερα ένα κείμενο που είχε εκδοθεί πριν από αρκετές δεκαετίες. Τι κάνουμε; Διατηρούμε την ορθογραφία της αρχικής δημοσίευσης, τη μετατρέπουμε στη σημερινή ή ακολουθούμε μια μέση οδό; Βέβαια, όσοι από εμάς επανεκδίδουν σε μονοτονικό, έχουν ήδη κάνει μια βασική μετατροπή (που υποχρεώνει σε άλλες, δευτερεύουσες μετατροπές, διότι π.χ. το πολυτονικό νἄχει πρέπει να μετατραπεί, είτε σε να ’χει είτε σε κάτι άλλο)· ωστόσο, είναι λάθος να νομίζουμε ότι αν κάποιος διατηρήσει το πολυτονικό αυτομάτως διατηρεί και την ορθογραφία των αρχικών δημοσιεύσεων.

Πρόσφατα έκανα τη φιλολογική επιμέλεια δύο βιβλίων, το Φονικό μοιραίο βόλι με τα πεζά του Θ. Λασκαρίδη, και τη νουβέλα Κάπου περνούσε μια φωνή του Ν. Λαπαθιώτη. Και στις δυο περιπτώσεις επέλεξα να μη διατηρήσω την ορθογραφία των αρχικών δημοσιεύσεων, αλλά να την εκσυγχρονίσω: όχι μόνο μετέτρεψα σε μονοτονικό, αλλά εφάρμοσα παντού τη σημερινή σχολική ορθογραφία. Στην περίπτωση της νουβέλας του Λαπαθιώτη, οι αλλαγές ήταν ελάχιστες: η υποτακτική που ήταν σε –η έγινε σε –ει (να κάνη -> να κάνει), το κ’ έγινε κι, και (μοναδική λαπαθιωτική ιδιοτροπία) το τέτιος έγινε τέτοιος. Στην περίπτωση του Λασκαρίδη, οι αλλαγές ήταν πολλές· αν διατηρούσα την αρχική ορθογραφία θα έπρεπε όχι μόνο να χρησιμοποιήσω γραφές που ξενίζουν σήμερα (φείδι, είνε, κτλ.) αλλά και να κρατήσω διαφορετικές γραφές για την ίδια λέξη, διότι οι αρχικές δημοσιεύσεις δεν ομονοούσαν πάντοτε μεταξύ τους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ορθογραφικά, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 335 Σχόλια »

Το μπουχαρί μας βάζει σε μπελάδες

Posted by sarant στο 9 Ιουνίου, 2011

Κανονικά δεν είχα σκοπό να ανεβάσω άρθρο σήμερα, αλλά έπεσα πάνω σ’ ένα μπουχαρί και θέλω να σας ρωτήσω δυο πράγματα και να σας πω μερικά άλλα, οπότε σας φορτώνομαι. Οι απορίες που έχω είναι στο τέλος.

Η λέξη «μπουχαρί» δεν υπάρχει σχεδόν σε κανένα λεξικό. Δεν υπάρχει στον Μπαμπινιώτη, δεν υπάρχει στο ΛΚΝ, δεν υπάρχει στο Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη, δεν υπάρχει στο λεξικό του Παπύρου  (τάχαμου όλης της ελληνικής), δεν υπάρχει στο Λεξικό του Δημητράκου το πολύτομο (ξανατάχαμου όλης της ελληνικής, που έχει όποια απίθανα άπαξ λεγόμενα  κατέγραψε ο Ησύχιος αλλά στα νεοελληνικά σφυρίζει αδιάφορα). Ωστόσο, αν γκουγκλίσετε, θα προσανατολιστείτε περίπου τι είναι.

Μπουχαρί είναι η καμινάδα. Συχνά, είναι ειδικώς η πετρόχτιστη καμινάδα,  όπως στη φωτογραφία, που τη βρήκα σ’ αυτό το ζαγορίσιο μπλογκ, σε άρθρο με τον ωραίο τίτλο «Η τέχνη του μάστορα στο μπουχαρί φαίνεται». Όπως βρήκα, είναι λέξη κυρίως της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, αλλά και της υπόλοιπης βόρειας Ελλάδας, Μακεδονίας και Θράκης, ενώ υπάρχει και στη Λέσβο. Σε πολλά μέρη, ας πούμε στο Πήλιο, το λένε επίσης «ο μπουχαρής», που κάπως με παραξενεύει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Απορίες, Ετυμολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 211 Σχόλια »