Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου ήταν, λέει, προδιαγεγραμμένο: ύστερα από την ευρεία νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές, νίκη που άλλωστε προκάλεσε και την επίσπευση των εκλογών, όλοι οι αναλυτές πρόβλεπαν σαρωτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, με τη διαφορά να αυξάνεται και όχι απλώς να γίνεται διψήφια αλλά να φτάνει τις 12, τις 14 ή και τις 15 ποσοστιαίες μονάδες.
Τελικα όμως οι κάλπες έκρυβαν μερικές μικρές εκπλήξεις. Η πρώτη ήταν ότι η διαφορά των δυο κομμάτων όχι μόνο δεν έφτασε στο δωδεκάρι του πρώτου έξιτ πολ, όχι μόνο δεν ξεπέρασε καν το ψυχολογικό όριο των δέκα μονάδων, αλλά τελικά ήταν ελαφρώς μικρότερη από τη διαφορά των ευρωεκλογών.
Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ο επίσημος ιστότοπος του Υπουργείου Εσωτερικών δίνει, στο 94% των αποτελεσμάτων, τη ΝΔ στο 39,81% και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 31,55%.
Η άλλη πολύ ευχάριστη έκπληξη των εκλογών είναι βέβαια ο καταποντισμός της Χρυσής Αυγής που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μείνει εκτός Βουλής -αυτή τη στιγμή βρισκεται στο 2,94%. Οι μαχαιροβγάλτες αρχηγοί της θα κάθονται σε αναμμένα καρφιά καθώς θα βλέπουν τις ελπίδες τους για βουλευτική ασυλία να εξανεμίζονται.
Μια μετεκλογική ανάλυση μπορεί να εκταθεί σε τρία τουλάχιστον επίπεδα: σχολιασμός των εκλογικών αποτελεσμάτων, εντοπισμός των αιτιών της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ/της νίκης της ΝΔ, απολογισμός της κυβερνητικής τετραετίας του κόμματος της Αριστεράς. Και για τα τρία θα μπορούσε να γραφτεί άρθρο και ίσως γραφτεί, αλλά προς το τωρινο πρόχειρο σημείωμα, γραμμένο εν θερμώ και βιαστικά, θα μου επιτρέψετε να εστιαστώ κυρίως στο πρώτο.
Πρόκειται βεβαια για μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, που κατάφερε να επαναπατρίσει το μεγαλύτερο τμήμα της άκρας δεξιάς και της λαϊκής δεξιάς αλλά και να απορροφήσει μεγάλο κομμάτι του μεσαίου χώρου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε βεβαίως, αφού ήταν πρώτος και τώρα βγαίνει δεύτερος. Ωστόσο, όχι απλώς απέφυγε τα χειρότερα, τη λεγόμενη «στρατηγική ήττα» (η οποία, όπως και ο εμπνευστής της, φαίνεται πως μπαίνει οριστικά στο ράφι), αλλά και κατόρθωσε να συγκεντρώσει εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό.
Τα κόμματα που διαχειρίστηκαν την κρίση, τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά, συνήθως βλέπουν την επιρροή τους να κατακρημνίζεται. Το ΠΑΣΟΚ το 2012 καταβυθίστηκε από το 44% στο 13% αλλά και η ΝΔ έχασε πάνω από το 40% της δύναμής της, πέφτοντας από το 33% στο 19%. Συγκριτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε μόνο το 11% της δύναμής του (σε συγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2015 -και αυτό είναι άθλος. Επιπλέον, η απόσταση από τα άλλα κόμματα είναι τόσο μεγάλη που τίποτα προς το παρόν δεν δείχνει να αμφισβητεί τους δύο πόλους -και ο δικομματισμός δείχνει να επανακάμπτει, αφού για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης τα δυο μεγάλα κόμματα συγκεντρώνουν τόσο μεγάλο ποσοστό, 71,4%, που βέβαια υπολείπεται κατά πολύ των θηριωδών ποσοστών των προηγούμενων δεκαετιών (σε ορισμένες αναμετρησεις τα δυο μεγάλα κόμματα είχαν συγκεντρώσει έως και 87%!).
Παρόλο που θα με κατηγορήσετε ότι αθροίζω μήλα με πορτοκάλια, αν προσθέσουμε τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, του Μέρα25, της Πλεύσης-Ζωής και της ΛΑΕ θα πάρουμε ποσοστό 36,74%. Θυμίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015, όταν οι επικεφαλής των τεσσάρων αυτών σχηματισμών ανήκαν και οι τεσσερις στις γραμμές του είχε συγκεντρώσει 36,34%. Όμως, τότε η ΝΔ είχε 28% ενώ σήμερα έχει σχεδόν 40% -άντλησε αυτές τις 12 επιπλέον μονάδες απορροφώντας τα ενδιάμεσα κόμματα: Ποτάμι, ΑΝΕΛ, μικρά δεξιά και ακροδεξιά κόμματα. Πολλά στελέχη των ΑΝΕΛ βέβαια βρέθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι όμως και οι ψηφοφόροι τους αν κρίνουμε από το ότι απέτυχαν να εκλεγούν τα περισσότερα.
Το ΚΙΝΑΛ πέτυχε καλή επίδοση με 8% -η αποπομπή Βενιζέλου δεν φαίνεται να του στοίχισε. Ωστόσο, δεν κατάφερε να αμφισβητήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και, κυρίως, τα πολύ χαμηλά ποσοστά του κόμματος στα αστικά κέντρα δεν είναι καθόλου καλό σημάδι για τη μεσοπρόθεσμη επιβίωσή του.
Το ΚΚΕ έδειχνε πως τούτη τη φορά θα ξεκολλούσε από το προδιαγραμμένο 5,5% (που κάποιοι χιουμορίστες κουκουέδες έχουν βαφτίσει ‘πανελλήνια κομμουνιστική σταθερά’) αλλά τελικά έμεινε και λίγο πιο κάτω.
Μπαίνουν στη Βουλή το Μέρα25 παρά την μάλλον κακή προεκλογική του εκστρατεία, όπως και το κόμμα του Κ. Βελόπουλου παρά την καταδίκη από κάποιους εκκλησιαστικούς παράγοντες (για τις αγυρτείες περί επιστολών του Ιησού). Οι ναζήδες, το είπαμε, μας έκαναν να χαρούμε όλοι μας.
Η απερχόμενη κυβέρνηση είχε την (οριακή) πλειοψηφία στη Βουλή αλλά είχε εναντίον της το σύνολο σχεδόν των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης, ενώ ελάχιστα ερείσματα είχε στις τοπικές και περιφερειακές αρχές. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει μια ελαφρώς μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ευνοϊκά διακείμενους τους δημάρχους όλων σχεδον των μεγάλων δήμων και τους 12 από τους 13 περιφερειάρχες.
Ο Αντώνης Σαμαράς «παρέδωσε» στον Αλέξη Τσίπρα άδεια ταμεία και μια καθημαγμένη Ελλάδα (Βάζω τα εισαγωγικά, επειδή, σε αντίθεση με τους προκατόχους του και με τον διάδοχό του δεν είχε το ηθικό ανάστημα να παραστεί στην παράδοση-παραλαβή). Ο Αλέξης Τσίπρας παραδίδει τη χώρα σε πολύ καλύτερη θέση απ’ ό,τι την παρέλαβε, με την ανεργία μειωμένη κατά 8 μονάδες, με ένα μαξιλαράκι 37 δισεκατομμυρίων για την απόσβεση όποιων κραδασμών, με το χρονίζον πρόβλημα της Βόρειας Μακεδονίας λυμένο κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Όσοι συμπορευτήκαμε σε αυτή την όμορφη τετράχρονη περιπέτεια δικαιούμαστε να έχουμε ψηλά το κεφάλι.
ΥΓ Στην πολύ καλή ομιλία του για την αποδοχή του εκλογικού αποτελέσματος, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε και μερικές επισημάνσεις για τις αδυναμίες του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ και την ανάγκη μετασχηματισμού του που αξίζουν πολλή προσοχή και συζήτηση. Ίσως μας απασχολήσουν σε επόμενο άρθρο. Ωστοσο, ενώ έχει δίκιο ότι το 36% που είχε πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν «δανεικό», να έχουμε κατά νου πως ούτε το σημερινό 31,5% έγινε «ιδιόκτητο». Πολλοί πολίτες ψηφισαν χτες τον ΣΥΡΙΖΑ όχι επειδή εγκρίνανε σε όλα ή στα περισσότερα την πολιτική του αλλά επειδή απέρριπταν την νεοφιλελεύθερη παντοδυναμία. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να το έχει αυτό κατά νου.