Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Τάκης Νατσούλης’

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι: 17 ακόμα εκφράσεις

Posted by sarant στο 7 Μαρτίου, 2023

Το σημερινό άρθρο είναι συνέχεια ενός προηγούμενου, που το είχαμε δημοσιεύσει πριν από ένα μήνα περίπου. Αφορμή για εκείνο το πρώτο άρθρο είχε σταθεί ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται, που μου είχε κοινοποιήσει ένας φίλος.

Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».

Κι έτσι έγραψα το προηγούμενο άρθρο, που έπιασε τις 15 πρώτες από τις (περίπου) 30 εκφράσεις. Σήμερα θα βάλω το δεύτερο μέρος, με τις υπόλοιπες εκφράσεις.

Ο τίτλος που βάζω, «Γιατί (δεν) το λέμε έτσι», μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.

Παραθέτω λοιπόν το δεύτερο μέρος του άρθρου του dinfo.gr, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες.

Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):

1. Μάλλιασε η γλώσσα μου

Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.

Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, οπως είναι τα μαλλια.

Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : ‘μάλλιασε η γλώσσα μου”, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

[Νατσουλισμός αλέρτ. Δεν δίνεται καμιά πηγή γι’ αυτό το βυζαντινό βασανιστήριο, ούτε φαίνεται ισχυρή η σύνδεση με την κατάσταση που οδήγησε στη γέννηση της φράσης. Η γλώσσα μας άλλωστε δεν μαλλιάζει όταν λέμε πολλά γενικώς, αλλά όταν προσπαθούμε μάταια να πείσουμε κάποιον για κάτι, επαναλαμβάνοντας τα ίδια (περίπου) λόγια.]

2. Μου έφυγε το καφάσι

Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.

Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: «μου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.

[Η εξήγηση από τα τουρκικά είναι σωστή, από το kafa. Ωστόσο, πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για πράγματα παράλογα ή εκπληκτικά -και «είναι να σου φύγει το καφάσι» = είναι να τρελαίνεσαι. Σημειώνω ακόμα ότι σήμερα οι περισσότεροι δεν ξέρουν το καφάσι = κεφάλι και σκέφτονται το καφάσι = τελάρο (άλλο δάνειο, από τουρκ. kafes), κάτι που μάλλον δίνει χρώμα στην έκφραση]

3. Τουμπεκί

«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον άργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον άργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί».

Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λουλά.

Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

[Η εξήγηση της δεύτερης παραγράφου στέκει περισσότερο. Όσο για το «ψιλοκομμένο» λειτουργεί επιτατικά -πρβλ. «δεν μου έμεινε δεκάρα τσακιστή»]

[Στη συνέχεια ο αρθρογράφος παραθέτει και πάλι τη φράση για το ξύλο της χρονιάς, που την ανέφερε ήδη στο πρώτο μισό του άρθρου, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, αν και παρεμφερές, σημάδι τσαπατσούλικης κοπτοραπτικής]

4. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα

Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση “κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

[Δεν είναι εξήγηση αυτό! Δεν μας λέει γιατί η φράση σημαίνει «κάτι ύποπτο συμβαίνει». Θα θυμάστε ίσως ότι πέρυσι συζητήσαμε την έκφραση αυτή, χωρίς όμως να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα για τον σχηματισμό της].

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 95 Σχόλια »

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι: 15 εκφράσεις

Posted by sarant στο 10 Φεβρουαρίου, 2023

Φίλος του ιστολογίου μού έστειλε λινκ προς ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται. Είναι περισσότερες από 30, δεν είναι μόνο εκφράσεις διότι περιλαμβάνονται και λέξεις, δεν χάνονται όλες -όμως δεν είναι εδώ το θέμα, αλλά στις εξηγήσεις που προτείνει το άρθρο σχετικά με την προέλευση των εκφράσεων.

Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».

Κι έτσι, το σημερινό άρθρο. Η παρένθεση στον τίτλο σημαίνει ότι η φράση μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής.

Επειδή όμως το άρθρο με τις 30 εκφράσεις είναι σχετικά μεγάλο, σήμερα θα σχολιάσω μόνο το πρώτο μισό και θα αφήσω το υπόλοιπο για άλλη φορά. Παραθέτω λοιπόν το άρθρο, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση θα βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.

Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):

  1. Είσαι μια… τρελοκαμπέρω!

Εδώ έχουμε μια λέξη που προέρχεται από κύριο όνομα πραγματικού προσώπου -χωρίς καν να το γνωρίζουν ακόμα και πολλοί από όσους την έχουν χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για τον χαρακτηρισμό «τρελοκαμπέρω» που έχει την έννοια της απερίσκεπτης, της γυναίκας που κάνει «τρέλες» χωρίς δεύτερη σκέψη. Από πού βγήκε; Από το όνομα ενός εξαιρετικού ανδρός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την τόλμη, την επιδεξιότητα και τη γενναιότητά του.

Ο γεννημένος το 1883 Δημήτρης Καμπέρος έγινε το 1912 ο πιλότος που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Ελλάδα. Απέκτησε φήμη για τις παράτολμες επιδείξεις του και για τις ριψοκίνδυνες αποστολές του. Οι συνάδελφοί του τον φώναζαν «Τρελοκαμπέρο». Πέθανε στην κατοχή το 1942 από διαρροή αερίου στο σπίτι του. Η φήμη από τις «τρέλες» του, όμως, παρέμεινε ζωντανή. Στο πέρασμα των χρόνων, η ιστορία ξεθώριασε και η κλητική σταδιακά παρερμηνεύτηκε σε ονομαστική θηλυκού, οπότε και προέκυψε η «τρελοκαμπέρω».

[Η ελκυστική αυτή εκδοχή ήταν ευρέως διαδεδομένη και μοιάζει πειστική. Καταρρίπτεται ωστόσο διότι, όπως βρήκαμε εδώ στο ιστολόγιο, η λέξη «ζουρλοκαμπέρω» υπήρχε από πιο παλιά. Την χρησιμοποιεί το 1899 ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, όταν ο Καμπέρος ήταν ακόμα 16 χρονών και δεν είχε αρχίσει τις πτήσεις, και προφανώς υπάρχει από ακόμα παλιότερα. Περισσότερα στο άρθρο του ιστολογίου.]

1α. Μια άλλη περίπτωση κύριου ονόματος που πια χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό -εδώ όμως σίγουρα περισσότεροι γνωρίζουν την ιστορία- είναι η λέξη «τόφαλος». Τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε κάτι το τεραστίων διαστάσεων, προέρχεται όμως από το όνομα του θρυλικού Πατρινού πρωταθλητή της άρσης βαρών, Δημήτρη Τόφαλου.

[Ισχύει]

2. Η ιστορία μιας χυλόπιτας

Μια πολύ ωραία ιστορία φαίνεται πως κρύβεται πίσω από τη -λυπητερή- φράση «έφαγα χυλόπιτα». Σήμερα αντιστοιχεί περισσότερο στην ερωτική απόρριψη, όμως στο παρελθόν (γύρω στο 1815), ένας εμπειρικός γιατρός από τα Ιωάννινα, ο Παρθένης Νένιμος υποστήριξε πως είχε βρει το φάρμακο για την ερωτική απογοήτευση -που έπεται της απόρριψης. Ηταν ένας σιταρένιος χυλός, μια -χυλόπιτα, η οποία έπρεπε να φαγωθεί για τρεις μέρες κάθε πρωί με άδειο στομάχι. Θαύματα στους ερωτευμένους μπορεί να μην έκανε, ωστοσο το θαύμα της στη γλωσσά ειχε συντελεσθει.

[Νατσουλισμός μου φαίνεται. Η φράση υπάρχει σε τοπικές παραλλαγές με διάφορα πικρά ή ξινά εδέσματα -μούσμουλα, σταχτοζούμι- οπότε είναι πιο γόνιμο να σκεφτούμε απλώς την απόρριψη σαν ένα πικρό ποτήρι]

3 και 3α. Η μπέμπελη και η μαρμάγκα

Υπάρχουν κάποιες λέξεις που τις χρησιμοποιούμε κι ας γνωρίζουμε στο περίπου -ή στο… καθόλου- τι ακριβώς σημαίνουν. Υπάρχει όμως μια απολύτως λογική μεταφορά πίσω τους. Μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, για παράδειγμα, ο καθένας μας μπορεί να «βγάλει την μπέμπελη». Ποια είναι η μπέμπελη; Κάτι καθόλου τροπικό. Η -πεζή- έννοια της λέξης είναι η ιλαρά, όσο για τη φράση στηρίζεται σε γιατροσόφια που έλεγαν ότι για να θεραπευτείς από την μπέμπελη – ιλαρά, πρέπει να ιδρώσεις.

Μια άλλη περίπτωση είναι η μαρμάγκα, η οποία εμφανίζεται στη φράση «τον έφαγε η μαρμάγκα», που σημαίνει εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Μαρμάγκα είναι ένα είδος δηλητηριώδους αράχνης, η οποία αιχμαλωτίζει και εξαφανίζει τα θύματά της χωρίς να αφήνουν πίσω τους κανένα σημάδι…

[Γενικά ισχύουν οι δυο εξηγήσεις. Η μαρμάγκα ετυμολογείται από τα αλβανικά, merimangë]

4. Καράβια βγήκαν στη στεριά…

Φτάνουμε σε κάτι χαριτωμένο και διδακτικό που επίσης χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Η φράση που έχει γίνει και τραγούδι με τίτλο «το νινί σέρνει καράβι» (δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά εν προκειμένω η έννοια -το γυναικείο φύλο- είναι κοινή) ξεκινά από μια επίπονη αλλά δελεαστική συνήθεια που είχαν οι ναυτικοί στην αρχαία Ελλάδα πριν ανοιχτεί ο ισθμός της Κορίνθου. Για να μη χρειαστεί να κάνουν με το πλοίο το γύρο της Πελοποννήσου, έβαζαν τους σκλάβους να σέρνουν τα καράβια από τη στεριά, με δέλεαρ ότι στην Κόρινθο θα μπορούσαν να αφεθούν στα θέλγητρα των διάσημων ιερών της Αφροδίτης. Εκεί,οι ιέρειες μπορούσαν -βάσει νόμου- να προσφέρουν το κορμί τους -ήταν κάτι σαν τα σημερινά Red Lights με τις βιτρίνες στο Αμστερνταμ). Οπότε μπροστά στον πειρασμό της γυναικείας φύσης, ναυτικοί και δούλοι έσερναν τα πλοία από την ξηρά. Διάσημοι για τη σοφία τους οι αρχαίοι κατέληξαν στο γνωστό συμπέρασμα που χιλιάδες χρόνια μετά -κι ενώ πια υπάρχει ο Ισθμός και ουδείς σέρνει καράβια στην Κόρινθο- παραμένει σε ισχύ…

[Εντελώς αστήρικτη εξήγηση, που δεν μαρτυρείται πουθενά, λες και χρειάζεται να ανατρέξουμε στην αρχαιότητα για να εξηγήσουμε μια ανθρωπολογική παρατήρηση]

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , | 116 Σχόλια »

Γιατί έχει εννιά ο μήνας;

Posted by sarant στο 9 Σεπτεμβρίου, 2021

Προφανώς ο τίτλος είναι εσκεμμένα ανακριβής -ο μήνας έχει σήμερα εννιά επειδή χτες είχε οχτώ. Το ερώτημα που θα μας απασχολήσει δεν είναι «γιατί έχει 9 ο μήνας;» αλλά «γιατί λέμε ότι ο μήνας έχει 9;»

Και μάλιστα, όχι γιατί το λέμε σήμερα, που είναι στο κάτω-κάτω μια απλή διαπίστωση, αλλά γιατί παροιμιωδώς λέμε «ο μήνας έχει εννιά»;

Το θέμα βέβαια το έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, και μάλιστα μιαν άλλη 9η Σεπτεμβρίου, που είχε επιπλέον το χαρακτηριστικό πως ήταν η 9/9/09, 9 Σεπτεμβρίου του 2009, μέρα με τρία εννιάρια. Όμως σε εκείνο το άρθρο, που είχε άλλωστε λιγοστά (αλλά καλά) σχόλια, αφού το ιστολόγιο τότε δεν ήταν ακόμα πολύ γνωστό, δεν είχαμε καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα. Οπότε επιβάλλεται η αναδημοσίευση, δώδεκα χρόνια μετά, φυσικά με αρκετές προσθήκες και τροποποιήσεις, με την ελπίδα μήπως τώρα βγει κάτι πιο συγκεκριμένο.

Τι σημαίνει «ο μήνας έχει εννιά», το ξέρουμε όλοι. Πρόκειται για έκφραση απόλυτης αμεριμνησίας. Όπως λέω στο φρασεολογικό βιβλίο μου «Λόγια του αέρα», λέγεται για κάποιον τελείως ξένοιαστο που αδιαφορεί για τα πάντα και σκέπτεται μόνο τις διασκεδάσεις και την καλοπέραση. Θα έλεγα μάλιστα ότι σε σύγκριση με άλλες εκφράσεις που δείχνουν απόλυτη αδιαφορία (αγρόν ηγόρασε, πέρα βρέχει, δεν δίνει πεντάρα), η έκφρ. ο μήνας έχει εννιά είναι η πιο απενοχοποιημένη, δηλ. δεν περιέχει μομφή όπως οι άλλες για τον αδιάφορο –αλλά εδώ μπορεί να μεταφέρω κάτι που είναι απλώς προσωπική μου εντύπωση.

Δηλαδή, η έκφραση ο μήνας έχει εννιά (ή: εννιά έχει ο μήνας) δεν δείχνει απλώς απόλυτη αμεριμνησία, αλλά έχει έντονο το στοιχείο του γλεντιού –αυτός που αδιαφορεί, το γλεντάει κιόλας.

— Οι κυρίες, αν θες να ξέρεις, δε σκοτίζονται για τίποτα. Κάθονται κι εννιά έχει ο μήνας! Γ. Χασάπογλου, Οι κουραμπιέδες, σ.71

Μ’ έχεις κάνει άλλο άνθρωπο… Μ’ είχανε οι δρόμοι και οι παρέες… εννιά είχ’ ο μήνας… Για γυναίκες πεντάρα δεν έδινα. Κάθε νύχτα ήμουνα με άλλη. Καμπανέλλης, Η αυλή των θαυμάτων, σ. 134

Βέβαια, δεν αποκλείεται η αίσθηση της γλεντζέδικης αμεριμνησίας να οφείλεται στο τραγούδι «Ο μήνας έχει εννιά», το πασίγνωστο αρχοντορεμπέτικο του Μιχ. Σουγιούλ σε στίχους του Γ. Τζαβέλλα.

Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν την γλεντήσουμε
τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε

Μες στον ψεύτικο ντουνιά
παίξτε μου διπλοπενιά
και ο μήνας έχει εννιά

Πόσο ζει ο άνθρωπος, κοίτα, παρατήρησε
μέχρι τα σαράντα του, κι ύστερα μπατίρισε

Στου διαβόλου τα ‘γραψα όλα το κατάστιχο
και γλεντώ τα νιάτα μου, πριν με πιάσει λάστιχο

Τη ζωή σου γλέντησε, πριν να ρθούν γεράματα
και σου λένε άδικα, μάθε γέρο γράμματα

Βέβαια, δεν δημιουργήθηκε η παροιμιώδης έκφραση από το τραγούδι. Η έκφραση προϋπήρχε. Από πού όμως προέκυψε;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αριθμοί, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Επαναλήψεις, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 184 Σχόλια »

Όχι παραπέρα απ’ το σανδάλι, τσαγκάρη

Posted by sarant στο 19 Μαΐου, 2020

Το σημερινό σημείωμα βασίζεται σε μια συζήτηση που έγινε πριν από μερικές μέρες στη Λεξιλογία, συζήτηση που με τη σειρά της βασιζόταν σε μιαν ανάρτηση του Απόστολου Δοξιάδη στο Φέισμπουκ, και που έκρινα ότι ενδιαφέρει το ιστολόγιο από ορισμένες απόψεις. Άλλωστε, είχαμε αναφερθεί στην ιστορία αυτή πριν από καμιά δεκαριά μήνες, αλλά αυτό ειχε γίνει στα σχόλια ενός εντελώς άσχετου άρθρου, οπότε καλό είναι να αφιερώσουμε και ειδικό άρθρο.

Στην αρχή βρίσκεται μια ιστορία για τον μεγάλο ζωγράφο της αρχαιότητας, τον Απελλή από την Κω. Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος, στο 35ο βιβλίο της Φυσικής ιστορίας του, που είναι αφιερωμένο στη ζωγραφική, αφηγείται διάφορα ανέκδοτα από τη ζωή του Απελλή, ανάμεσά τους και το εξής:

Ο Απελλής είχε τη συνήθεια, όταν τελείωνε τους πίνακές του να τους εκθέτει έξω από το εργαστήριό του έτσι ώστε να τους βλέπουν οι διαβάτες. Ο ίδιος στεκόταν από πίσω, αθέατος, και άκουγε τις κρίσεις τους για ενδεχόμενα ψεγάδια των έργων του, επειδή θεωρούσε ότι οι περαστικοί θα εντόπιζαν λάθη που είχαν ξεφύγει από τον ίδιο.

Μια μέρα, είδε τον πίνακα ένας τσαγκάρης, ο οποίος πρόσεξε ότι το ένα σανδάλι είχε λιγότερες τρυπίτσες για κορδόνια από το άλλο και το επέκρινε φωναχτά στην παρέα του. Ο Απελλής πράγματι διόρθωσε το λάθος. Την άλλη μέρα ο τσαγκάρης ξαναπέρασε και ένιωσε πολύ περήφανος όταν είδε πως το ψεγάδι είχε διορθωθεί, οπότε συνέχισε επικρίνοντας και τον τρόπο που ήταν ζωγραφισμένο το πόδι, βρίσκοντας κι εκεί λάθη.

Οποτε, ο Απελλής θυμωμένος ξεπρόβαλε πίσω από τον πίνακα και του είπε: Όχι παραπέρα από το παπούτσι, τσαγκάρη!

Ή, αν το προτιμάτε στα λατινικά, sutor, ne ultra crepidam -η τελευταία λέξη είναι δάνειο από το ελλην. κρηπίς, κρηπίδος.

Στην αρχαία ελληνική γραμματεία δεν σώζεται τέτοιο επεισόδιο, εκτός αν δεν έψαξα καλά. Βέβαια, κάπου θα το βρήκε ο Πλίνιος, σε κάποια ελληνική πηγή, η οποία όμως θα έχει χαθεί.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Λατινικά, Παροιμίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 204 Σχόλια »

Τα σπουδαία λάχανα και άλλοι νατσουλισμοί

Posted by sarant στο 22 Νοεμβρίου, 2018

Θα κουβεντιάσουμε σήμερα ένα θέμα που επανειλημμένα έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, τις ευφάνταστες αλλά εντελώς αβάσιμες θεωρίες για τη γέννηση παροιμιακών φράσεων.

Όπως έχω ξαναπεί, ο άνθρωπος είναι πλάσμα φιλέρευνο και θέλει να αναζητεί και να βρίσκει αιτίες και απαρχές -γι’ αυτό και η ετυμολογία γοητεύει τόσο πολύ τον μέσο άνθρωπο πολύ περισσότερο από τους άλλους κλάδους της γλωσσολογίας (αυστηρά μιλώντας, η ετυμολογία είναι τομέας της ιστορικής γλωσσολογίας, που είναι κλάδος της γλωσσολογίας).

Όπως με τις λέξεις, έτσι και με τις φράσεις. Πολλοί θέλουν να μάθουν «γιατί το λέμε έτσι» -γιατί, ας πούμε, λέμε «του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι» ή «τον χόρεψε στο ταψί».

Σε μερικές περιπτώσεις, είναι φανερό πως έχουμε μια παρομοίωση, αυτονόητη ή εύκολα εξηγήσιμη, πχ «κοκκίνισε σαν παντζάρι» ή «κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι». Άλλοτε, μπορούμε να εντοπίσουμε με ακρίβεια την αιτία γέννησης της φράσης, και μαζί και τη χρονολογία της: για παράδειγμα, η φράση “έγινε Λούης”, για κάποιον που έφυγε γρήγορα, ολοφάνερα ανάγεται στη νίκη του Σπύρου Λούη στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896, που τόσο είχε ενθουσιάσει τους θεατές. Παρόμοια, η φράση “έγινε της Κορέας”, από τον πόλεμο στη δεκαετία του 1950, στον οποίο συμμετείχε και ελληνικό απόσπασμα.

Επίσης, κάποιες φορές έχουμε φράση κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται άκαιρα, όταν είναι πολύ αργά για να φέρει αποτέλεσμα, λέμε ότι έγινε “κατόπιν εορτής”. Η φράση είναι ήδη λόγϊα στη διατύπωση, οπότε δεν θα μας παραξενέψει ότι βρίσκεται σε αρχαίο κείμενο, και συγκεκριμένα διασώζεται στον Πλάτωνα (Γοργ. 447a): «Ἀλλ’ ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν καὶ ὑστεροῦμεν;» που δείχνει ότι ήταν ήδη παροιμιακή.

Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές είναι σπάνιες. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουμε κάποια απτή ένδειξη για την αρχή μιας παγιωμένης φράσης. Όπως και με την ετυμολογία των λέξεων, όπου κάποιοι αρέσκονται να προτείνουν ευφάνταστες αλλά αστήρικτες εξηγήσεις, συνήθως ετυμολογώντας ελληνοπρεπώς ξένες ή δάνειες λέξεις, κατά το πρότυπο του Γκας Πορτοκάλος, έτσι και στην εξήγηση των φράσεων πολλοί αναζητούν εντυπωσιακές εκδοχές, που συνήθως συνδέονται με κάποιο ιστορικό πρόσωπο.

Πριν από μερικές δεκαετίες, ένας δημοσιογράφος με έφεση προς τις εντυπωσιακές ιστορίες, ο Τάκης Νατσούλης εξέδωσε ολόκληρο βιβλίο, το λεγόμενο Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αρκετές επανεκδόσεις και ανατυπώσεις. Ο Νατσούλης έχει κάνει πολλή δουλειά στην αποδελτίωση πηγών και στη συγκέντρωση υλικού και σε αρκετά σημεία παραθέτει σωστές εξηγήσεις παροιμιακών εκφράσεων, που μερικές έχουν δοθεί από άλλους μελετητές. Όμως είχε το ελάττωμα, στις φράσεις για τις οποίες δεν μπορούσε να βρει εξήγηση στη φρασεολογική βιβλιογραφία, να εφευρίσει μια δική του, συνήθως πολύ ευφάνταστη αλλά σχεδόν πάντοτε ατεκμηρίωτη.

Την τάση αυτή την έχω ονομάσει νατσουλισμό στο ιστολόγιο. Κάποιες φορές έχω μπορέσει να ανασκευάσω με ατράνταχτα επιχειρηματα τις νατσουλικές κατασκευές, ιδίως όταν η φράση υπάρχει και σε ξένες γλώσσες (άρα είναι κάπως δύσκολο να γεννήθηκε από ένα επεισόδιο πχ της επανάστασης του 1821) ή όταν ο Νατσούλης δίνει μια χρονολογία και είμαι τυχερός να βρω την έκφραση σε παλιότερο κείμενο. Αλλά αυτό είναι σπάνιο.

Όταν δεν ξέρουν την αιτία της γέννησης μιας φράσης οι σοβαροί μελετητές το λένε. Ωστόσο, το φιλοθεάμον κοινό θέλει δράση, θέλει ιστορίες, θέλει βεβαιότητα -θέλει εκδοχές διατυπωμένες με παρρησία και στόμφο, όχι κουλτουριάρικα «δεν ξέρω, μπορεί να είναι αυτό, δεν είμαστε βέβαιοι». Κι έτσι, οι νατσουλισμοί έχουν μεγάλη απήχηση -κυριαρχούν, πιο σωστά.

Σε μια γλωσσική ομάδα, τα Υπογλώσσια, συζητήθηκε πρόσφατα ένα άρθρο για την προέλευση διάφορων φρασεων, που είναι ένα μπουκέτο από νατσουλικές εκδοχές. Σκέφτηκα να το παραθέσω ολόκληρο και ύστερα από κάθε έκφραση να προσθέτω επιγραμματικά την άποψή μου για το αν στέκει ή όχι η προτεινόμενη εκδοχή, αλλά είναι πάρα πολύ μεγάλο, αφού εξετάζει πάνω από 20 φράσεις. Οπότε διαλέγω σήμερα τις 11 πρώτες και ίσως άλλη φορά βάλω τις υπόλοιπες. Το αρθρο το αναδημοσιεύω από εδώ, αλλά κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο απαράλλαχτο εδώ και πολλά χρόνια.

ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ

Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν.ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε).

Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.

Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου: «Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως κόψη, πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη και ξεφούσκωσε σαν τόπι. Άλλαξαν χαζοί και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι. Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

Όπως και οι περισσότερες του άρθρου, η εξήγηση αυτή είναι παρμένη κοπυπαστηδόν από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη. Ο Νατσούλης δεν τεκμηριώνει πού παραδίδεται η ιστορία περί Μανώλη Μπατίνου και το στιχούργημά του. Δεν αποκλείω να συνέβη αυτό το επεισόδιο αλλά τούτο δεν σημαίνει πως η φράση γεννήθηκε απ’ αυτό. Πιθανότερο θεωρώ ο Μανώλης Μπατίνος, αν δεχτούμε ότι υπήρξε, να ήξερε τη φράση και να την χρησιμοποίησε θυμόσοφα στην περίπτωσή του.

Η φράση κατ’ εμέ είναι μία από τις πολλές παροιμιώδεις φράσεις που χρησιμοποιεί ένα όνομα για να κάνει ομοιοκαταληξία, όπως π.χ. Ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή, Με λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω, Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι, Είπα τον Δεσπότη Παναγιώτη κτλ. Εδώ το όνομα το διαλέγουμε έτσι που να κάνει ρίμα για να αυξηθεί το αισθητικό αποτέλεσμα, το ξάφνιασμα του ακροατή. Δεν υπήρχε κάποιος ονόματι Ρίζος που τα έλεγε πότε έτσι και πότε αλλιώς, το όνομα μπήκε για τη ρίμα.

Τη δυσπιστία μου την ενισχύει το γεγονός ότι η φράση «Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς» υπάρχει στον Α’ τόμο των Παροιμιών του Πολίτη και καταγράφεται σε διάφορες συλλογές λαογραφικού υλικού από τις τέσσερις γωνιές της Ελλάδας -κομμάτι δύσκολο να διαδόθηκε παντού από το επεισόδιο με τον Μανώλη Μπατίνο. Να σημειωθεί ότι υπάρχουν και παραλλαγές με άλλα ονόματα όπως

* Άλλαξεν ο Καπαλιός κι έβαλε την κάπα αλλιώς
* Άλλαξε ο Μιχαλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς
* Άλλαξε ο Μαρουλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς
ακόμα και Άλλαξε η χήνα κι έβαλε πάλι κείνα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 214 Σχόλια »

Ο φτωχός συγγενής των φρούτων

Posted by sarant στο 14 Νοεμβρίου, 2016

Γυρίζοντας από τη Μάλτα, βρήκα ένα βουνό να με περιμένει -τις επόμενες μέρες και γενικότερα μέχρι την ανάπαυλα των γιορτών έχω πάρα πολλά τρεχάματα, οπότε θα συνεχίσω να καταφεύγω σε επαναλήψεις άρθρων συχνότερα απ’ όσο θα το ήθελα. Το σημερινό μας άρθρο είναι επανάληψη, αν και με διαφορετικό τίτλο, ενός παλιότερου άρθρου που είχε δημοσιευτεί πριν από 6 χρόνια -ελπίζω πως δεν θα το έχετε διαβάσει όλοι. Εδώ δημοσιεύω μια ξανακοιταγμένη και αρκετά αλλαγμένη μορφή, που είχε δημοσιευτεί στη συνέχεια στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«.

PearsΠριν από καναδυό μήνες είχα δημοσιεύσει εδώ ένα άρθρο για το μήλο, που το είχα χαρακτηρίσει, από γλωσσική άποψη, «βασιλιά των φρούτων». Μετά το μήλο έρχεται φυσιολογικά το αχλάδι· τα δυο φρούτα συχνά αναφέρονται μαζί, αλλά κατά τη γνώμη μου το δεύτερο είναι φτωχός συγγενής του πρώτου. Μπορεί το αχλάδι να αρέσει σε πολλούς, αλλά δύσκολα θα βρείτε άνθρωπο που να το αναφέρει σαν πρώτη του προτίμηση, νομίζω· ίσως πάλι να είμαι υποκειμενικός, διότι πρόκειται για ένα φρούτο που δεν μου πολυαρέσει.

Η αχλαδιά (Pyrus communis) βρίσκεται από την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο –στον Όμηρο είναι όγχνη (και το δέντρο και ο καρπός), ενώ τα επόμενα χρόνια το αχλάδι έλεγαν άπιον, αλλά ήδη από την ελληνιστική εποχή είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται το υποκοριστικό του, απίδιον. Η λέξη απίδι ακούγεται και σήμερα, σαν συνώνυμο του αχλαδιού, σε πολλά μέρη· αλλού, π.χ. σε πολλά μέρη της Κρήτης, απίδια λέγονται τα ντόπια είδη ενώ αχλάδια τα εισαγόμενα.

Η λέξη αχλάδι προέρχεται από το αρχαίο αχράς, η αχράς της αχράδος δηλαδή, λέξη που αρχικά φαίνεται ότι σήμαινε την άγρια παραλλαγή, το αγριάπιδο. Μάλιστα, στη συλλογή παροιμιών του Βάρνερ, που δημοσιεύτηκε στην Πόλη περί το 1650, βρίσκουμε μια παροιμία που έχει και τις δυο λέξεις μαζί: τ’ απίδια με παρακαλούν, κι αχλάδες θε να φάγω; -δηλαδή, αφού μπορώ να γευτώ κάτι το εκλεκτό, δεν υπάρχει λόγος να προτιμήσω κάτι υποδεέστερο· εδώ, οι αχλάδες είναι τα αγριάπιδα και τα απίδια είναι το εκλεκτό, καλλιεργημένο φρούτο (που το λέμε σήμερα αχλάδι).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 128 Σχόλια »

Γιατί κάνουμε την πάπια;

Posted by sarant στο 19 Μαΐου, 2016

Ξέρετε βέβαια τι σημαίνει η έκφραση «κάνω την πάπια». Σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό, προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κάτι, αποφεύγω να πάρω θέση. Συνώνυμη έκφραση είναι «κάνω το κορόιδο».

Το ερώτημα του τίτλου είναι παραπλανητικό -δεν θα διερευνήσουμε για ποιο λόγο προσποιούμαστε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε, άλλωστε υπάρχουν πολλοί λόγοι ανάλογα με την περίσταση. Στο άρθρο μας θα εξετάσουμε, απλούστατα, την προέλευση της φράσης «κάνει την πάπια». Θα απαντήσουμε στο… φλέγον ερώτημα «Γιατί το λέμε έτσι;»

Δεν θυμάμαι αν το έχουμε αναφέρει ξανά στο ιστολόγιο, αλλά για την έκφραση «κάνει την πάπια» υπάρχει μια αρκετά διαδεδομένη αλλά εντελώς αστήρικτη εξήγηση που οφείλεται, όπως και οι περισσότερες ευφάνταστες αλλ’ εντελώς αστήρικτες ανάλογες εξηγήσεις, στον Τάκη Νατσούλη. Ο μακαρίτης ο Τάκης Νατσούλης είχε εκδώσει το ογκώδες βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις», στο οποίο έχει συγκεντρώσει άφθονο υλικό αλλά έχει το κακό ελάττωμα να προτείνει διάφορες αστήρικτες θεωρίες για να εξηγήσει πώς γεννήθηκαν διάφορες γνωστές φράσεις, θεωρίες που τις έβγαλε από τη γόνιμη φαντασία του. Κι όπως είναι πιο εντυπωσιακό να ισχυρίζεσαι ότι η οικογένειά σου έχει τις ρίζες της σε βυζαντινούς άρχοντες, παρόμοια κάνει περισσότερο εφέ να λες ότι η τάδε φράση έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα ή στη φραγκοκρατία, αντί να πεις ότι πρόκειται π.χ. για κοινή παρατήρηση ή (θου κύριε!) ότι δεν είναι σαφές το πώς γεννήθηκε η φράση.

Αυτή την αναζήτηση εντυπωσιακών αλλ’ αστήρικτων ιστοριών για να εξηγηθεί η προέλευση μιας έκφρασης, τη λέμε «νατσουλισμό» στο ιστολόγιο. Και για την έκφραση «κάνει την πάπια» υπάρχει μια νατσουλική εξήγηση.

Τη θυμήθηκα πριν από κάμποσες μέρες, όταν διάβασα ένα άρθρο του thetoc.gr, με τίτλο «Δεν κάνει την πάπια, είναι αθώα», το οποίο, με πλούσια εικονογράφηση και ανάλαφρο στιλ, προσπαθεί να εξηγήσει την προέλευση εννιά γνωστών εκφράσεων -και νατσουλίζει ασύστολα στις περισσότερες. Δεν θα ασχοληθώ όμως με τις άλλες εκφράσεις, διότι η κάθε μία θέλει χωριστό άρθρο. Αρκεί να επισημάνω ότι για την τρελοκαμπέρω έχουμε αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι δεν έχει καμιά σχέση με τον αεροπόρο Νότη Καμπέρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 322 Σχόλια »

Τρεις κι ο κούκος τέσσερις

Posted by sarant στο 20 Ιανουαρίου, 2016

Χτες στο ιστολόγιο είχαμε την πρώτη συνέχεια από ένα διήγημα του πατέρα μου, στο οποίο ένας ήρωας λέγεται Κούκος, και πολύ φυσιολογικά ήρθε στην κουβέντα και η έκφραση «τρεις κι ο κούκος» και ο φίλος μας ο Νεοκίντ αναρωτήθηκε για την προέλευση της έκφρασης και αν υπάρχει κάποια ευφάνταστη θεωρία.

290px-Cuculus_canorus_1Μια και το θέμα έχει κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον, ταιριάζει να του αφιερώσουμε το σημερινό αρθράκι, εκπληρώνοντας έτσι στο πιτς φιτίλι (αυτή την έκφραση θα τη δούμε άλλη φορά) την υπόσχεση που έδωσα.

Ο κούκος είναι γκρίζο πουλί που ζει στα δάση και έχει πολύ χαρακτηριστική «ηχηρή» φωνή, που αποδίδεται γραπτά ως «κούκου». Εξαιτίας της φωνής αυτής, χρησιμοποιήθηκε στα ρολόγια τοίχου της παλιάς εποχής με το εκκρεμές, που είχαν κι έναν ξύλινο κούκο να βγαίνει από το ρολόι και να σημαίνει τις ώρες.

Από τη φωνή άλλωστε ονομάστηκε και το πουλί, κούκος από το κούκου. Οι αρχαίοι το έλεγαν κόκκυγα, και η ονομασία αυτή επιβιώνει στο επίσημο ζωολογικό όνομα του πουλιού (Κόκκυξ ο ωδικός, της οικογένειας των κοκκυγιδών) αλλά κατά τα άλλα όταν εμείς λέμε κόκκυγας εννοούμε εκείνο το οστό στην άκρη της σπονδυλικής στήλης που θεωρείται υπόλειμμα της ουράς που χάσαμε -και που αν τύχει και πιάσουμε κύστη εκεί μάς πονάει αφόρητα. Το εν λόγω κοκκαλάκι το ονόμασαν κόκκυγα οι αρχαίοι επειδή, λέει, έμοιαζε με το ράμφος του πουλιού, του κούκου.

Ο κούκος εκτός από χαρακτηριστική φωνή έχει τη συνήθεια να μη φτιάχνει δική του φωλιά αλλά να γεννάει τα αυγά του σε ξένες φωλιές, όταν λείπει ο νοικοκύρης, πετώντας μάλιστα κάτω ισάριθμα αυγά του νόμιμου κατοίκου της φωλιάς -αυτό λέγεται αναπαραγωγικός παρασιτισμός, και περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρει το καλογραμμένο και εκτενές άρθρο της Βικιπαίδειας.

Είτε εξαιτίας αυτής της συνήθειάς του είτε επειδή δεν πετάει σε σμήνος, ο κούκος έχει θεωρηθεί το σύμβολο της μοναχικότητας. Για έναν άνθρωπο που είναι μόνος και έρημος, λέμε ότι είναι κούκος ή απόμεινε κούκος ή μονάχος σαν τον κούκο -λέγεται η φράση συχνά για κάποιον ηλικιωμένο που έχει χάσει τον σύντροφό του και που δεν έχει παιδιά ή τα παιδιά του ζουν αλλού. Νομίζω πως και το παιχνίδι της πόκας «κούκος μονός» λέγεται έτσι επειδή το αρχικό φύλλο μπαίνει στη μέση πάνω στο τραπέζι μόνο του, σαν τον κούκο -πρέπει να είναι το μοναδικό παιχνίδι όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Παπαδιαμάντης, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 257 Σχόλια »

Χαζό παιδί χαρά γεμάτο, πάλι

Posted by sarant στο 14 Ιανουαρίου, 2016

Χτες έπεσε πολλή δουλειά οπότε αναγκάζομαι να καταφύγω στη δοκιμασμένη λύση της αναδημοσίευσης ενός παλιού άρθρου, που το έχω βέβαια ξανακοιτάξει κι έχω κάνει μικρές ή μεγάλες αλλαγές και προσθήκες.

Άλλωστε, το ιστολόγιο κοντεύει να κλείσει τα εφτά χρόνια φαγ… λειτουργίας, κι έτσι ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πριν από πέντε ή έξι χρόνια μπορεί να είναι άγνωστο στους περισσότερους σημερινούς αναγνώστες -ή να μην το θυμούνται.

Από μιαν άποψη, ο τίτλος του σημερινού άρθρου θα μπορούσε να εκληφθεί ως σχόλιο για πρόσφατα γεγονότα ή για γνωστά πρόσωπα της πολιτικής και της καλλιτεχνικής σκηνής. Όχι όμως, ακόμα κι αν σκέφτηκε κάτι τέτοιο το πονηρό μυαλό σας, το άρθρο είναι καθαρά γλωσσικό ή και λιγάκι φρασεολογικό. Και από τη φρασεολογία ξεκινάω.

Τη φράση «αυγά σου καθαρίζουνε;» τη λέμε, συχνά εκνευρισμένοι, σε όποιον γελάει αναίτια, χωρίς προφανή λόγο. Σε μια τηλεοπτική εκπομπή που έτυχε να παρακολουθήσω, ο παρουσιαστής ρώτησε τους άλλους ωραίους νέους και νέες που έκαναν μαζί την εκπομπή, αν ξέρουν από πού βγήκε η έκφραση «αυγά σου καθαρίζουνε». Κανείς δεν ήξερε, αυτοσχεδίασαν διάφορες εξηγήσεις, μέχρι που μια διαβασμένη είπε με στόμφο ότι κάθε 15 Μαΐου υπήρχε λέει στην αρχαία Ρώμη το έθιμο του αυγοπόλεμου, που γινόταν προς τιμή της Αφροδίτης και του Διονύσου και ο καθένας πετούσε στους άλλους αυγά μελάτα, εξήγηση που έγινε δεκτή με ζητωκραυγές.

Η άποψη αυτή για την προέλευση της φράσης είναι ξεσηκωμένη από το βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, το οποίο κάμποσοι το έχουν για ευαγγέλιο για την εξήγηση της προέλευσης διαφόρων φράσεων. Το βιβλίο αυτό κατά σύμπτωση βρίσκεται και πάλι στην επικαιρότητα, αφού το μοιράζει μια εφημερίδα, νομίζω μάλιστα σε συνέχειες. Τη γνώμη μου γι’ αυτό την έχω ξαναγράψει: πολύ υλικό συγκεντρωμένο με κόπο, αλλά εντελώς αναξιόπιστες εξηγήσεις και συνεχές κυνήγι του εντυπωσιασμού. Και η εξήγηση αυτή εδώ, της φράσης «αυγά σου καθαρίζουνε» από τον αυγοπόλεμο της αρχαίας Ρώμης, δεν είναι καλύτερη. Για να μην αδικήσω τον Νατσούλη, να συμπληρώσω ότι λέει επίσης πως ο αυγοπόλεμος ήταν αδυναμία του Νέρωνα και πως η ίδια γιορτή έγινε της μόδας στο Βυζάντιο «για πολύ λίγο διάστημα όμως» και ότι «σε πολλά βυζαντινά κείμενα αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δυο-τρία λόγια» (αυτά στην σελ. 23 της δικής μου έκδοσης). Με αυτοκρατορική αρχοντιά ο συγγραφέας προσπερνάει το θέμα της τεκμηρίωσης, χωρίς να μας δώσει έστω και ένα από αυτά τα κείμενα που αναφέρουν τον βυζαντινό αυγοπόλεμο. Δεν φταίω εγώ να υποψιαστώ πως δεν υπάρχει κανένα τέτοιο κείμενο.

Αλλά και να υπάρχει τέτοιο κείμενο (που δεν υπάρχει), και να ήταν ο αυγοπόλεμος καθιερωμένο βυζαντινό έθιμο, από πού κι ως πού συνάγεται ότι γέννησε την παροιμιακή φράση «αυγά σου καθαρίζουνε;» Έχουμε κανένα κείμενο που να διασώζει έστω μια προηγούμενη μορφή της φράσης; Όχι. Όπως συνήθως, κι αυτή η εξήγηση του Νατσούλη είναι γέννημα μιας πλούσιας φαντασίας που δεν βολεύεται με τις πεζές εξηγήσεις.

Διότι η εξήγηση της φράσης είναι πεζή: απλούστατη, αλλά όχι πολύ συναρπαστική. Στα παλιά χρόνια της γενικευμένης και ολόχρονης στέρησης, τότε που κανείς δεν χόρταινε, το μικρό παιδί που έβλεπε να του καθαρίζουν αυγό για να το φάει γέλαγε από τη χαρά του. Η εικόνα είναι κοινότατη, η εξήγηση μου φαίνεται απολύτως πειστική και δεν είναι ανάγκη να πάμε στον αυγοπόλεμο και στον Νέρωνα. Ο Ν. Πολίτης δίνει και γαλλική παραπλήσια φράση: Ris, Jean, on te frit des oeufs, παναπεί Γέλα, Ζαν, αυγά σου τηγανίζουν.

Οι πρόγονοί μας θεωρούσαν λογικό να γελάει όποιος του καθαρίζουν αυγά -σήμερα, που το μικρό παιδί το κυνηγάς σ’ όλο το σπίτι για να φάει το αυγό του κι αυτό το σκασμένο αρνείται, η προέλευση της φράσης έχει ξεχαστεί.

Όποιος όμως γελάει χωρίς να του καθαρίζουνε αυγά, δηλαδή όποιος γελάει αναίτια ενοχλεί. Το να γελάς αναίτια θεωρείται χαζομάρα. Κάποιος λάτρης της ετυμολογίας θα μπορούσε να πει ότι αυτό αποτελεί ταυτολογία. Διότι, από πού ετυμολογείται η λέξη «χαζός»;

Αν ανοίξετε τα λεξικά μας, και στο θέμα αυτό συμφωνούν όλα τους, θα δείτε ότι το χαζός προέρχεται από το χάζι, που είναι ένα θέαμα που το παρακολουθούμε χωρίς να μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αλλά μας διασκεδάζει, και αυτό το χάζι είναι δάνειο από το τουρκικό haz (αραβικής αρχής) που σημαίνει «ευχαρίστηση, απόλαυση».

Από την απόλαυση στη διασκέδαση, κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια που πάνε στην αφέλεια και από εκεί στη βλακεία. Πάντως, αν δεν κάνω λάθος, η σημασιολογική εξέλιξη έγινε στα ελληνικά. Στα τούρκικα δεν βρίσκω καμιά ένδειξη για αρνητική απόχρωση στη λέξη haz.

Το χάζι, είπαμε, είναι ευχάριστο θέαμα. Συχνά χρησιμοποιείται, σε διαλέκτους ιδίως, σαν συνώνυμο του γούστου, ενώ η έκφραση «έχει χάζι» χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο της «έχει γούστο» ή «έχει πλάκα», συχνά για κάποιο μάλλον δυσάρεστο ενδεχόμενο που όμως το θεωρούμε όχι πολύ πιθανό και το αναφέρουμε κυρίως για να ξορκίσουμε το φόβο μας. Π.χ. «Αργεί να ρθει ο γαμπρός· έχει χάζι ντου να μετάνιωσε την τελευταία ώρα» (από το κρητικό λεξικό του Πιτυκάκη).

Το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, σχολιάζοντας την προέλευση της λ. χαζός από το χάζι σημειώνει: η λέξη θα σήμαινε αρχικώς «χαρούμενος» (χωρίς ιδιαίτερο λόγο), «ελαφρόμυαλος».

Μπορεί να είναι κι έτσι. Δυστυχώς στη γλώσσα μας, τα γλωσσικά ληξιαρχεία δεν λειτουργούν καλά κι έτσι είναι δύσκολο να βρεις πότε μπήκε μια λέξη στη γλώσσα και ποια είναι η αρχική σημασία της. Πάντως, εγώ νομίζω πως η λέξη δεν είναι πολύ παλιά (δηλ. αν έπρεπε να στοιχηματίσω θα έλεγα πως είναι των μέσων του 19ου αιώνα) και πως ανάμεσα στο χάζι και στον χαζό μεσολάβησε το «χαζεύω». Χαζεύει αυτός που κάνει χάζι, που περνάει την ώρα του κοιτάζοντας τους άλλους, που διασκεδάζει με τον τρόπο αυτό. Ε, αυτός θεωρείται ελαφρόμυαλος, χαζός. Πάντως, τα μεγάλα λεξικά μας δίνουν άλλη πορεία: χάζι > χαζός > χαζεύω.

Ούτως ή άλλως, η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Έτσι κι αλλιώς, η απόλαυση και η διασκέδαση θεωρήθηκε βλακεία. Οπότε, από μια άποψη, θα λέγαμε ότι η λέξη «χαζοχαρούμενος» είναι πλεονασμός –και ότι η έκφραση «χαζό παιδί, χαρά γεμάτο», που τη λέμε για κάποιον που γελάει αναίτια, χωρίς να του καθαρίζουν αυγά, είναι απόλυτα δικαιολογημένη.

Πάντως, να πω ότι το επίτομο της νεοελληνικής του Κριαρά, που συχνά έχει εύστοχες ετυμολογικές λύσεις διαφορετικές από των άλλων, λέει ότι ο χαζός είναι ή από το haz ή από το χάσκω –δεν αποκλείεται μάλιστα, λέω εγώ, να έχει γίνει και πάντρεμα των δύο, διότι αυτός που χαζεύει κάτι πολύ συχνά χάσκει κιόλας.

Οι αρχαίοι είχαν και μιαν άλλη παροιμία γι’ αυτό το θέμα, που ήταν η αγαπημένη του γυμνασιάρχη μου και την έλεγε κάθε φορά που κάποιος μαθητής γελούσε αναιδώς ή αναίτια: «γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον η», που πρέπει να την αγαπούσαν πολλοί γυμνασιάρχες και γενικότερα δάσκαλοι και καθηγητές διαχρονικά. Η ακριβής της μορφή, στις Γνώμες του Μενάνδρου, είναι Γελᾷ δ’ ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ -μώρος, όχι μωρός, αλλά προσωπικά δέχομαι ότι και οι στερεότυπες φράσεις σηκώνουν κάποια προσαρμογή στο σημερινό τυπικό (αλλά αυτό είναι θέμα που θα το συζητήσουμε άλλη φορά). Σημειώστε ότι στα αρχαία, το έχουμε ξαναπεί, γελοίος είναι ο αστείος (διότι αστείος ήταν ο ραφιναρισμένος). Επειδή πάντως, όπως είπα, το μενάνδρειο απόφθεγμα ακούγεται πολύ, να σημειώσω και μια χαριτόλογη μετάφρασή του, που δεν θυμάμαι πού την έχω διαβάσει: Γελάει το μωρό, κάντο να μη γελάει.

Να κλείσω με τον Φλομπέρ. Έλεγε ότι για να ζήσει κανείς ευτυχισμένος χρειάζεται καλή υγεία, εγωισμό και βλακεία· αν όμως λείπει η βλακεία, τ’ άλλα δύο μόνα τους δεν φτουράνε. Λέτε να είχε δίκιο;

Υστερόγραφο: Υπάρχει πάντως κι ένας άλλος αυγοπόλεμος. Εννοώ τη διαμάχη, που κλείνει έναν αιώνα, για το αν πρέπει να γράφουμε αυγό ή αβγό. Σε αυτό τον «πόλεμο των αυγών», έχω σκοπό να αφιερώσω κάποτε άρθρο.

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 153 Σχόλια »

Πώς αλλάζουν και πάλι τα φώτα;

Posted by sarant στο 6 Ιανουαρίου, 2016

Χτες κανένα  παιδάκι δεν μας χτύπησε το κουδούνι για κάλαντα στο σπίτι. Στο κέντρο της Αθήνας που πήγα αργότερα, είδα μερικά παιδιά να τα λένε -ή τουλάχιστον να επιχειρούν να τα πουν, όπως εκείνο το συνεσταλμένο κοριτσάκι που μπήκε στο καφενείο όπου κουβέντιαζα μ’ έναν φίλο μου, ρώτησε δειλά «Να τα πω;» και έκανε μεταβολή πριν καλά-καλά περάσει χρονικό διάστημα αρκετό ώστε η σιωπή να θεωρηθεί άρνηση. Πάντως, η καλαντιστική κίνηση ήταν εμφανώς μικρότερη από τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, αν και -απ’ ό,τι θυμάμαι- υπάρχουν παιδιά που τα λένε και ανήμερα.

Εγώ πάντως ποτέ δεν είπα τα κάλαντα των Φώτων όταν ήμουν παιδί, ενώ τα άλλα τα έλεγα κανονικά. Θυμάμαι μια φορά, καθώς ήμασταν στο σπίτι του φίλου μου του Κώστα και γεμάτοι έξαψη μοιράζαμε τις εισπράξεις από την πρωτοχρονιάτικη εξόρμηση, ρώτησα «Θα τα πούμε και τα Φώτα;» «Όχι», μου απάντησε εκείνος, «μόνο τα φτωχά παιδιά τα λένε τα Φώτα, λέει η μητέρα μου».

Δεν ξέρω πώς γίνεται ή πώς γινόταν στα νησιά ή σε άλλα θαλασσινά μέρη με το ρίξιμο του Σταυρού, αλλά στην Αθήνα τα Φώτα, τα Θεοφάνια για να τα πούμε επίσημα, είναι γιορτή κάπως περιφρονημένη, έτσι όπως έρχεται στο ξεφούσκωμα του εορταστικού δωδεκάμερου, όταν όλοι έχουν κορεστεί. Μάλιστα, δεν είναι καν υποχρεωτική αργία όπως δεν παραλείπει να τονίζει ένας φίλος μου μηχανικός σε εργοστάσιο, ο οποίος κάθε χρόνο δουλεύει κανονικότατα στις 6 του Γενάρη.

Τόσον καιρό δεν έχω γράψει άρθρο για τα λεξιλογικά ή τα λαογραφικά των Φώτων -λογάριαζα να το κάνω σήμερα, αλλά κάτι έκτακτο που μου έτυχε με εμπόδισε. Οπότε, μετά την εισαγωγή, συνεχίζω με ένα άρθρο που είχα δημοσιεύσει εδώ τέτοια μέρα πριν από τέσσερα χρόνια, το οποίο έχει ως θέμα του όχι τα Φώτα, παρά τα φώτα -και μάλιστα εκείνα που (μας τα) αλλάζουν.

Τι εννοώ; Δεν πρόκειται να αναφέρω τις αμέτρητες παραλλαγές του ανέκδοτου που λέει πόσοι χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα, ούτε βέβαια να σας δώσω ηλεκτρολογικές συμβουλές (τα μαστορέματα δεν είναι το φόρτε μου) αλλά σκοπεύω να εξετάσω τη φράση «του άλλαξα τα φώτα». Καθώς σήμερα έχουμε τα Φώτα η φράση είναι κάπως επίκαιρη, και μάλιστα την είδα ήδη να χρησιμοποιείται σε λογοπαίγνιο. Επειδή, όπως λέγεται, ο πρωθυπουργός δεν θα πάει σήμερα στην τελετή των Θεοφανίων στον Πειραιά για να μην συναντήσει τον αγιατολάχ Σεραφείμ που έκανε τις γνωστές δηλώσεις για το Σύμφωνο Συμβίωσης, κάποιο άρθρο είχε τον τίτλο «Τους άλλαξε τα Φώτα το σύμφωνο συμβίωσης«.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Επαναλήψεις, Εορτολόγιο, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 152 Σχόλια »

Τσουρουφλισμένα μεζεδάκια

Posted by sarant στο 18 Ιουλίου, 2015

Θα μπορούσα να έχω διαλέξει αυτόν τον τίτλο από προχτές, σαν υπαινιγμό για τη διαφοροποίηση της κυβερνητικής παράταξης στη Βουλή και το νέο αριστερό μνημόνιο που τελικά ψηφίστηκε, αλλά δεν θα διεκδικήσω δάφνες προφήτη, γράφω ενώ ακούω τις δραματικές ειδήσεις για τις πυρκαγιές που ξέσπασαν, με ακρίβεια ορχήστρας, στον Υμηττό, στη Λακωνία, στη Μαλακάσα και στην Εύβοια. Θα μου πείτε, πού να βρει κανείς κέφι να διαβάσει αν όχι ευτράπελα, πάντως ελαφρά θέματα -και θα σας πω, να δείτε κέφι που πρέπει να βρει κανείς για να τα γράψει.

Θα μπορούσα επίσης να τα πω «ανασχηματισμένα μεζεδάκια» αλλά ο ανασχηματισμός ήρθε πολύ αργά. Υπάρχουν μερικά πολύ καλά καινούργια ονόματα, υπάρχει και ο κ. Χαϊκάλης. Αλλά θα έχουμε καιρό να τα συζητήσουμε αυτά.

Ας είναι, αρχίζουμε.

* Και ξεκινάω με ένα μεζεδάκι εισαγωγής, από το έγγραφο του Σόιμπλε για τις διαπραγματεύσεις, που είναι γραμμένο στα αγγλικά και εκθέτει τις απαιτήσεις των (λτ) εταίρων από την ελληνική κυβέρνηση. Ανάμεσα σε αυτές είναι και η εξής (την παίρνω από το μπλογκ του Κ. Λαπαβίτσα, αλλά υπάρχει, με την ίδια ορθογραφία, σε πάμπολλα σημεία -αρχικά την είχα σε αρχείο εικόνας):

b) capacity-building and depolitizising Greek administrative tasks under hospices of the COM for proper implementation of the program;

Πέρα από τον αναγραμματισμό και την ανορθογραφία στο depolitizising αντί για depoliticizing, το βασικό μεζεδάκι είναι το «under hospices» (χρειάζεται κι ένα the εδώ), που είναι ένα ξεκαρδιστικό αν και όχι σπάνιο μαργαριτάρι στα αγγλικά. Πράγματι, hospices είναι τα άσυλα ανιάτων, που ανάγεται σε λατινική λέξη από την οποία και το hospital αλλά και το δικό μας σπίτι (αξίζει άρθρο). Προφανώς δεν βγαίνει νόημα, εκτός αν θέλουμε να πάμε μακριά τη βαλίτσα -αλλά είναι φανερό ότι ο συντάκτης ήθελε να γράψει under the auspices, λέξη περίπου ομόηχη, που σημαίνει «υπό την αιγίδα». Έτσι, ναι, βγαίνει νόημα. Οπότε, προχειρότητα και κακά αγγλικά βρίσκουμε και στην καρδιά της Ευρώπης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βουλή, Μύθοι, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 234 Σχόλια »

Από πού (δεν) ξεκίνησαν 11 γνωστές εκφράσεις

Posted by sarant στο 23 Ιουνίου, 2014

Ένα από τα βασικά ενδιαφέροντα του ιστολογίου, θα το ξέρετε όσοι το παρακολουθείτε τακτικά, είναι η ετυμολογία και οι ιστορίες των λέξεων. Ένα άλλο, είναι η ανασκευή μύθων, ιδίως σχετικών με τη γλώσσα. Και στην τομή των δύο ενδιαφερόντων βρίσκεται η ανασκευή ετυμολογικών μύθων. Εδώ εννούμε την ετυμολογία με την ευρύτερη έννοια -όχι μόνο ετυμολογία λέξεων, αλλά και «ετυμολογία» εκφράσεων, δηλαδή ανίχνευση της προέλευσής τους.

Η ανίχνευση της προέλευσης των εκφράσεων είναι σαγηνευτικό θέμα, αλλά πολύ δύσκολο εγχείρημα, πολύ πιο δύσκολο και φευγαλέο από την ετυμολογία των λέξεων. Μια κακή συνήθεια που έχουν αρκετοί μελετητές της φρασεολογίας, ιδίως ερασιτέχνες, είναι να ανάγουν τη γέννηση τέτοιων παγιωμένων εκφράσεων σε ιστορικά γεγονότα, και μάλιστα να προσδιορίζουν με ακρίβεια ημερομηνίες και ονόματα πρωταγωνιστών. Το φαινόμενο αυτό στο ιστολόγιο το ονομάσαμε «νατσουλισμό», από το όνομα του (μακαρίτη πια) ερευνητή Τάκη Νατσούλη, ο οποίος στο βιβλίο του «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» συνηθίζει να αποδίδει σχεδόν κάθε παγιωμένη έκφραση σε κάποιο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, σε κάποιο αξιοδιήγητο ιστορικό επεισόδιο, χωρίς όμως να τεκμηριώνει την εξήγησή του, η οποία πολύ συχνά αποδεικνύεται λαθεμένη.

Είπα για «παγιωμένες» εκφράσεις, που δεν είναι ο μοναδικός όρος. Ο Τριανταφυλλίδης έκανε λόγο για «ιδιωτισμούς», άλλοι για «φρασεολογικά στοιχεία» ή για παροιμιακές/παροιμιώδεις (εκ)φράσεις. Στο πρώτο βιβλιαράκι που είχα βγάλει για το θέμα αυτό, είχα κάνει λόγο για «ιδιωματικές» εκφράσεις, παρόλο που ήξερα ότι στην ελληνική βιβλιογραφία ιδιωματισμός είναι άλλο πράγμα. Στο πρόσφατο βιβλίο μου, τα Λόγια του αέρα, προτίμησα τον όρο «παγιωμένες» εκφράσεις, αλλά όχι με απόλυτη βεβαιότητα, πρέπει να ομολογήσω.

Μια και μίλησα για το βιβλίο Λόγια του αέρα, να κάνω και λίγη διαφήμιση. Την επόμενη Δευτέρα, 30 Ιουνίου, στις 8 μ.μ. παρουσιάζεται το βιβλίο μου στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες (Σπ. Μερκούρη 62, μετρό Ευαγγελισμός) στο Παγκράτι.  Θα είμαι εγώ και ο φίλος Νίκος Λίγγρης της Λεξιλογίας και θα χαρώ αν έρθετε, προτιμώντας την παρουσίαση από τη μετάδοση του μουντιαλικού αγώνα που θα έχει εκείνη τη μέρα.

Και μετά την εισαγωγή και τη διαφήμιση, προχωράω στο κυρίως θέμα.

Πρόσφατα, στον ιστότοπο in2life.gr δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Από πού ξεκίνησαν 11 γνωστές εκφράσεις» οπότε σκέφτηκα πως είναι καλή ιδέα να αναδημοσιεύσω το άρθρο τους με δικά μου σχόλια, επικρίνοντας τις εξηγήσεις που θεωρώ λαθεμένες και δείγματα νατσουλισμού. Να αναφέρω εδώ ότι πριν από έναν περίπου χρόνο, ένας δημοσιογράφος του ίδιου ιστότοπου είχε επικοινωνήσει μαζί μου και συζητήσαμε για ένα άρθρο που ετοίμαζε να γράψει σχετικά με την προέλευση κάποιων εκφράσεων, ένα άρθρο που αποσπάσματά του αναδημοσίευσα κι εδώ με τον τίτλο «Γιατί (δεν) το λέμε έτσι«. Το «δεν» μέσα στην παρένθεση υποδηλώνει την αμφιβολία για κάποιες εξηγήσεις και την προσπάθεια ανασκευής, και με το ίδιο πνεύμα το χρησιμοποιώ και στον τίτλο του σημερινού άρθρου.

Παραθέτω λοιπόν το άρθρο με τις εξηγήσεις των 11 εκφράσεων και ύστερα από κάθε έκφραση βάζω τα δικά μου σχόλια με πλάγιους χαρακτήρες για να ξεχωρίζουν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 86 Σχόλια »

Μια λίρα μα ποια λύρα; (επανάληψη)

Posted by sarant στο 30 Ιουλίου, 2013

Από σήμερα και ως τα τέλη Αυγούστου, το ιστολόγιο μπαίνει σε πιο θερινή φάση λειτουργίας και αρχίζει να δημοσιεύει, περίπου μια φορά την εβδομάδα, επαναλήψεις από παλιότερα άρθρα, όπως έκαναν τα θερινά σινεμά την περίοδο της νιότης μας, που έβαζαν παλιές ταινίες. Για να μη δυσαρεστηθεί όμως το φιλοθεάμον κοινό, στις επαναλήψεις θα εφαρμοστεί ο κανόνας «τρία κι εξήντα», που σημαίνει ότι για να κριθεί… επιλέξιμο προς επανάληψη ένα άρθρο πρέπει να έχουν περάσει τρία χρόνια από την αρχική του δημοσίευση και να μην έχουν γίνει εξήντα σχόλια αρχικώς, δηλαδή να έχει κάπως ξεχαστεί και να μην είναι πολυσχολιασμένο. Οπότε, για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, όπως έλεγε το παλιό κλισέ, σας παρουσιάζω το σημερινό άρθρο, που είχε αρχικά δημοσιευτεί στις 24 Μαΐου 2010. Εννοείται ότι στο άρθρο έχουν ενσωματωθεί κάποια από τα σχόλια της αρχικής δημοσίευσης.

Τις προάλλες, καθώς συζητούσαμε την ετυμολογία μιας λέξης, στα σχόλια ο αγαπητός φίλος taal.gr ρώτησε για την προέλευση της έκφρασης «τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος», απορώντας πώς ταίριαξαν μεταξύ τους αυτές οι λέξεις. Η απορία εύλογη· μάλιστα, ενώ για την ετυμολογία των λέξεων υπάρχουν ειδικά ετυμολογικά λεξικά, αλλά και όποιο λεξικό να ανοίξετε προσφέρει στοιχειώδεις ετυμολογικές πληροφορίες, για την «ετυμολόγηση» των εκφράσεων τα λεξικά μένουν συνήθως βουβά κι έτσι ανοίγεται ακόμα περισσότερο ο δρόμος για διάφορες ευφάνταστες εξηγήσεις τις οποίες έχω κατ’ επανάληψη επικρίνει εδώ.

Από την άλλη, όπως συχνά συμβαίνει με τις εκφράσεις αυτές, η σημασία της είναι σαφής. Τη λέμε ειρωνικά σε κάποιον που μόλις μας είπε μιαν ανοησία, για να του πούμε ότι δεν ξέρει τι του γίνεται. Άλλοτε λέμε «το μυαλό σου» κι άλλοτε «τα μυαλά σου», παίζουν και οι δυο παραλλαγές με περίπου ίδια συχνότητα, χωρίς να διαφοροποιείται η σημασία. Είπαμε, η σημασία είναι σαφής –με την εξήγηση τα χαλάμε.

Η επίσημη εκδοχή που δίνεται για την εξήγηση της φράσης, είναι ότι πρόκειται για αντίφραση. Δηλαδή, όταν λέμε «τα μυαλά σου και μια λίρα», εννοούμε ότι τα μυαλά του αξίζουν ή ζυγίζουν όσο και μια λίρα, δηλαδή πολύ, αλλά το λέμε ειρωνικά εννοώντας καθόλου, όπως π.χ. ειρωνικά λέμε «μου έκανες την καρδιά περιβόλι». Αυτή την εκδοχή δέχεται ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στα Φρασεολογικά του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Επαναλήψεις, Λογοπαίγνια, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 56 Σχόλια »

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι

Posted by sarant στο 2 Ιουλίου, 2013

Η παρένθεση στον τίτλο σημαίνει ότι η φράση μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Το αντικείμενό μας εδώ είναι διάφορες ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Οπότε, όποιος επιχειρήσει ποτέ να συντάξει ένα «ετυμολογικό λεξικό» των παροιμιωδών φράσεων (δεν ξέρω αν ο όρος είναι ακριβής όταν δεν έχουμε να κάνουμε με λέξεις) θα πρέπει όχι μόνο να παρουσιάσει από πού προέρχεται κατά τη γνώμη του η κάθε φράση αλλά ταυτόχρονα να ανασκευάσει τις προηγούμενες αστήριχτες εκδοχές ή τουλάχιστο να εκφράσει τις επιφυλάξεις του.

Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, και ίσως γι’ αυτό δεν έχει επιχειρηθεί. Έπειτα, η ανασκευή θέλει χώρο -είναι αυτό που λέμε «ρίχνει ο παλαβός μια πέτρα στο πηγάδι και σαράντα γνωστικοί δεν χωράνε να τη βγάλουν». Για παράδειγμα, για τη γνωστή φράση «πράσινα άλογα», υπάρχει η ανόητη θεωρία ότι προέρχεται από την αρχαιοελληνική φράση «πράσσειν άλογα». Όσοι υποστηρίζουν την αστήριχτη αυτή θέση, δεν κάνουν φυσικά τον κόπο να τεκμηριώσουν την άποψή τους, την παρουσιάζουν σαν αξίωμα, καμιά φορά μάλιστα αποκαλούν αγράμματους» όσους γράφουν «πράσινα άλογα», κι επειδή πολλοί συμπατριώτες μας χάνουν κάθε κριτική ικανότητα (αν είχαν δηλαδή) όταν ακούσουν κάτι αρχαιοελληνικό, η αστήριχτη αυτή θέση γίνεται πιστευτή από αρκετούς. Για να την αντικρούσεις, τώρα, πρέπει να γράψεις κοτζάμ κατεβατό -ίσως όχι το διπλοσέντονο που είχα γράψει παλιότερα εδώ, αλλά πάντως δυο παραγράφους τις θέλεις. Αν είναι αυτό να το κάνεις για κάθε έκφραση για την οποία έχει διατυπωθεί αστήρικτη άποψη, καταλαβαίνετε ότι η βαλίτσα πάει πολύ μακριά.

Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, είχα γράψει ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Το αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων«. Εκεί προσπάθησα, για όσες εκφράσεις ήξερα και μπορούσα, να αναφέρω από πού προέρχονταν κατά τη γνώμη μου, και να ανασκευάσω, έστω και επιγραμματικά, τις κατά τη γνώμη μου αβάσιμες θεωρίες για την προέλευσή τους. Αυτόν τον καιρό δουλεύω ένα καινούργιο βιβλίο πάνω στο ίδιο θέμα, που θα έχει άλλον τίτλο, περίπου 30% περισσότερα λήμματα, ενώ και τα παλιά λήμματα θα γραφτούν από την αρχή, με βάση το νέο υλικό που έχω συγκεντρώσει όλον αυτό τον καιρό και διορθώνοντας τα αναπόφευκτα λάθη του παλιότερου βιβλίου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Μύθοι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 110 Σχόλια »