Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Τασκένδη’

Χρονιάρες μέρες (διήγημα του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή)

Posted by sarant στο 6 Ιανουαρίου, 2022

Ο φίλος μας ο Antonislaw πληκτρολόγησε και μού έστειλε το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα, ένα διήγημα πρωτοχρονιάτικο, που εξαιτίας της συρροής ειδικών άρθρων (μηνολόγιο, πρωτοχρονιάτικο άρθρο κτλ) δεν ήταν εφικτό να δημοσιευτεί την Κυριακή που μας πέρασε. Αφού σήμερα είναι αργία, η τελευταία του χριστουγεννιάτικου δωδεκάμερου, δεν ειναι αταίριαστο να το βάλουμε σήμερα το διήγημα -προτιμότερο παρά να το κρατήσω για του χρόνου και να το ξεχάσω.

Θυμίζω ότι ο Αντώνης είχε και πριν από καιρό στειλει ενα άλλο διήγημα των ίδιων συγγραφέων, από το οποίο μεταφέρω εδώ, δυστυχώς επικαιροποιημένη, τη σύντομη παρουσίασή τους.

Ο Νίκος και η Αργυρώ Κοκοβλή ήταν από τα πιο εμβληματικά πρόσωπα της αντίστασης στην Κρήτη στη γερμανική Κατοχή. Στη συνέχεια πήραν μέρος στον εμφύλιο και έμειναν στην παρανομία καθοδηγώντας τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ και ζωντας κυρίως σε σπηλιές μέχρι το 1962, όταν με χίλιες αντιξοότητες κατόρθωσαν να διαφύγουν με την αποδεκατισμένη ομάδα τους μέσω Ιταλίας στην ΕΣΣΔ και στην Τασκένδη. (Δύο από τα οχτώ μέλη της ομάδας αρνήθηκαν να αφήσουν την Κρήτη. Ήταν οι θρυλικοί Μπλαζάκης και Τζομπανάκης, που τελικά κατέβηκαν από τα βουνά το 1975).

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση, οπως την ειδαν από πρώτο χέρι στην Τασκένδη, δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν. Στη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 τάχθηκαν με το ΚΚΕ Εσωτερικού οπότε πέρασαν από αρκετές δυσκολιες και τελικά επαναπατρίστηκαν το 1976. Συνέχισαν στον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, στο ΚΚΕ εσωτ., στην ΑΚΟΑ και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Νίκος Κοκοβλής (1920-2012) πέθανε το 2012, στα 92 του χρόνια (εδώ μια βιογραφία του). Η Αργυρώ Πολυχρονάκη-Κοκοβλή (1927-2019) έφυγε από τη ζωή στην ίδια ηλικία, τον Μάρτιο του 2019. Εδώ η είδηση του θανάτου της σε χανιώτικον ιστότοπο, μαζί με το προηγούμενο διήγημα που είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο, αν και χωρις αναφορά πηγής. Από εκεί παίρνω και τη φωτογραφία των συγγραφέων).

Για όλα αυτά μπορειτε να δείτε το εξαιρετικό ντοκυμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη, που βασίστηκε στο βιβλίο τους «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε», εκδόσεις Πολύτυπο, που σας το συνιστώ κι αυτο να το διαβάσετε, αν το βρείτε (αλλού φέρεται εξαντλημένο, αλλού ότι κυκλοφορεί). Οι ίδιοι έγραψαν και το «ΕΣΣΔ, προσδοκίες και πραγματικότητα προσφύγων», εκδόσεις Κουλτούρα.

Ο φίλος μας ο Αντώνης βρήκε σε διαδικτυακό παλαιοβλιοπωλείο ένα βιβλίο με διηγήματα του ζεύγους Κοκοβλή, που όμως το υπογράφουν με ψευδώνυμο, Νίκος και Αργυρώ Μαδαρίτη, με τίτλο «Βάσανα και Καημοί» που εκδόθηκε το 1965 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις (τον εκδοτικό οίκο του ΚΚΕ στην προσφυγιά). Το βιβλίο αυτό δεν (πρεπει να) έχει επανεκδοθεί. Από το βιβλίο αυτό προέρχεται και το σημερινό διήγημα, το οποίο είναι βέβαια γραμμένο με στερεότυπα, αλλά με διαφορετικό ίσως τρόπο δεν είναι εκτός τόπου και χρόνου ούτε σήμερα.

(Το κείμενο μονοτονίστηκε και έγινε κάποιος ορθογραφικός εκσυγχρονισμός)

Νίκου και Αργυρώς Μαδαρίτη (Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή)

Από το βιβλίο «Βάσανα και καημοί (Διηγήματα)»

1965 Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, (Βουκουρέστι)

Τυπώθηκε το Δεκέμβρη του 1965 σε 2000 αντίτυπα/Τυπογ. Φύλλα 10 1/2/Σχήμα Βιβλίου 16/54 X 84

«Χρονιάρες μέρες»

Ήτανε πολύ πρωί. Έδεσε χαμηλά τη μαύρη παλιά μαντήλα της κι ετοιμάστηκε να βγει. Κείνη τη στιγμή το μικρό της κοριτσάκι πετάχτηκε απ’ το ξυλοκρέβατο πού’ταν στη γωνιά της μοναδικής, κρύας παλιοκάμαρας και την έπιασε απ’ το φουστάνι. Ύστερα σηκώθηκε και το δεύτερο και το τρίτο της παιδί. Όλα κορίτσια. Τα κοίταξε κι η καρδιά της ράγισε. Αχ πόσο θά΄θελε νά’ φευγε χωρίς να τη δουν!… Τα ρουφηγμένα μαγουλάκια τους ήταν σαν κέρινα και τα ματάκια τους απέραντα μεγάλα σε σχέση με τ΄ ασθενικά προσωπάκια τους. Είχανε κάτι ποδαράκια σαν ολόιδια καλαμάκια και τα κορμάκια τους λες και κρέας καθόλου πάνω τους δεν είχανε. Όσο κι αν ήθελες να σκεφτείς υπερβολικά δεν τά’ κανες πάνω από δυο ως πέντε χρονών. Κι όμως το πιο μεγάλο ξεπερνούσε τα οχτώ.

Ρουφούσαν ακατάπαυστα τις παχιές μυξίτσες τους και κοιτάζοντας σαν ένοχα τη μάνα τους μουρμούριζαν παραπονιάρικα τις «απαιτήσεις» τους. Είναι αλήθεια, ποτέ τους δεν ζητούσαν τίποτα. Καταλάβαιναν τις δυσκολίες. Μα τώρα, μέρες πού’ρχονταν η στέρηση γινόταν πιο χτυπητή. Και μέσα τους ξυπνούσε δυνατή η λαχτάρα για κάτι.

Το μεσαίο έσκυβε μια το κεφάλι και κοίταζε τα ξυπόλητα ποδαράκια του και μια το σήκωνε δειλά δειλά κατά τη μάνα του. Τέλος αποτόλμησε:

– Τα παπουτσάκια μαμά!…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Διηγήματα, Κρήτη, Κομμουνιστικό κίνημα, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , , , | 132 Σχόλια »

Ο ήλιος επιάστηκε (διήγημα του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή)

Posted by sarant στο 3 Ιουνίου, 2018

Ο φίλος μας ο Antonislaw, που σχολιάζει συχνά στο ιστολόγιο, πληκτρολόγησε και μού έστειλε το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα και που έχει κάπως επετειακό χαρακτήρα μια και αναφέρεται στη Μάχη της Κρήτης, που έγινε στα τέλη Μαϊου 1941.

Το έγραψαν ο Νίκος και η Αργυρώ Κοκοβλή, που είναι από τα πιο εμβληματικά πρόσωπα της αντίστασης στην Κρήτη στη γερμανική Κατοχή. Στη συνέχεια πήραν μέρος στον εμφύλιο και έμειναν στην παρανομία καθοδηγώντας τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ και ζωντας κυρίως σε σπηλιές μέχρι το 1962, όταν με χίλιες αντιξοότητες κατόρθωσαν να διαφύγουν με την αποδεκατισμένη ομάδα τους μέσω Ιταλίας στην ΕΣΣΔ και στην Τασκένδη. (Δύο από τους 8 της ομάδας αρνήθηκαν να αφήσουν την Κρήτη. Ήταν οι θρυλικοί Μπλαζάκης και Τζομπανάκης, που τελικά κατέβηκαν από τα βουνά το 1975).

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση, οπως την ειδαν από πρώτο χέρι στην Τασκένδη, δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν. Στη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 τάχθηκαν με το ΚΚΕ Εσωτερικού οπότε πέρασαν από αρκετές δυσκολιες και τελικά επαναπατρίστηκαν το 1976. Συνέχισαν στον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, στο ΚΚΕ εσωτ., στην ΑΚΟΑ και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Νίκος Κοκοβλής πέθανε το 2012, στα 92 του χρόνια (εδώ μια βιογραφία του).

Για όλα αυτά μπορειτε να δείτε το εξαιρετικό ντοκυμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη, που βασίστηκε στο βιβλίο τους «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε», εκδόσεις Πολύτυπο, που σας το συνιστώ κι αυτο να το διαβάσετε, αν το βρείτε (αλλού φέρεται εξαντλημένο, αλλού ότι κυκλοφορεί). Οι ίδιοι έγραψαν και το «ΕΣΣΔ, προσδοκίες και πραγματικότητα προσφύγων», εκδόσεις Κουλτούρα.

Ο φίλος μας ο Antonislaw βρήκε σε διαδικτυακό παλαιοβλιοπωλείο ένα βιβλίο με διηγήματα του ζεύγους Κοκοβλή, που όμως το υπογράφουν με ψευδώνυμο, Νίκος και Αργυρώ Μαδαρίτη, με τίτλο «Βάσανα και Καημοί» που εκδόθηκε το 1965 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις (τον εκδοτικό οίκο του ΚΚΕ στην προσφυγιά). Το βιβλίο αυτό δεν (πρεπει να) έχει επανεκδοθεί.

(Το 1979, ο Νίκος και η Αργυρώ Κοκοβλή εξεδωσαν αλλη μια συλλογή διηγηματων με το ιδιο ψευδωνυμο, Στα βουνα της Κρητης και στην παρανομία (αληθινές ιστορίες)»).

Το βιβλίο Βάσανα και καημοί περιέχει 14 διηγήματα, ανάμεσά τους και το διήγημα «Ο ήλιος επιάστηκε» που αναφέρεται στη μάχη της Κρήτης (20 με 31 Μαΐου του 1941).
Σημειώνει ο Antonislaw: Το διήγημα έχει τις όποιες κοινοτοπίες των αντίστοιχων της εποχής, όμως είναι το μόνο, από όσα εγώ γνωρίζω που είναι γραμμένο από αριστερούς αγωνιστές πρώτης γραμμής. … Επίσης έχει σημεία και στιγμές εξαιρετικές, όπως το σημείο που ο παπα-Γιώργης πυροβολεί τους Γερμανούς προτάσσοντας κάθε φορά «στο όνομα του Θεού». Επισημαίνεται επίσης στο διήγημα ο αφοπλισμός των κρητικών από το Μεταξά, ένα αντιδιχτατορικό κίνημα του 1938, καθώς και η άρνηση των ντόπιων «αρχόντων» και των Εγγλέζων να δώσουν όπλα στον ντόπιο πληθυσμό, κυρίως γέροι και γυναικόπαιδα, και λίγοι φαντάροι που είχαν καταφέρει με ίδια μέσα να κατέβουν από την ήδη υπόδουλη ηπειρωτική Ελλάδα.

Το ύφος της διήγησης δεν είναι ενιαίο. Σε κάποια σημεία είναι αμιγώς κρητικό, σε άλλα φαίνεται η διάθεση των συγγραφέων να μιλήσουν στην κοινή νεοελληνική, για να απευθυνθούν σε ευρύτερο κοινό. (πχ γράφει ζα-που δεν λέγεται στην Κρήτη- αντί για οζά). Σε κάποια σημεία οι συγγραφείς μέσα σε παρένθεση παραθέτουν μετάφραση σε λέξεις που πιστεύουν ότι δε θα είναι κατανοητές στους αναγνώστες [ Γλάκα (τρέξε) ,Δεν γκατέω (δεν ξέρω), γη (ή) ].  Σε άλλες περιπτώσεις όχι, που ίσως θα χρειαζόταν («Μα κείνοι οι εγγλέζοι δε νοιώθανε».Εδώ το νοιώθω έχει την έννοια του γνωρίζω να κάνω κάτι καλά, πχ νοιώθεις να γράψεις;πράμα δε νοιώθεις!»

Το κείμενο μονοτονίστηκε και έγινε κάποιος ορθογραφικός εκσυγχρονισμός.

Νίκου και Αργυρώς Μαδαρίτη

Βάσανα και καημοί (Διηγήματα)

1965 Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, (Βουκουρέστι)

Τυπώθηκε το Δεκέμβρη του 1965 σε 2000 αντίτυπα/Τυπογ. Φύλλα 10 1/2/Σχήμα Βιβλίου 16/54 X 84

Ο ήλιος επιάστηκε

Ο μπάρμπα Νικόλας έφερε την παλάμη πάνω απ’ τα φρύδια, στο πλατύ ρυτιδωμένο του μέτωπο και κοίταξε τον ουρανό γύρω τριγύρω. Απ’ τα χοντρά ξασπρισμένα χείλη του έφυγε μια οργισμένη βρισιά: «Ούλ’ οι διαόλοι στο μιλέτι σας, ρημάδια». Ύστερα, μετέφερε το δρεπάνι απ’ τ’ αριστερό στο δεξί χέρι έσκυψε κι’ άρχισε πάλι να θερίζει τις μαραμένες κουκιές.

Σχεδόν μια ώρα απ’ το χωριό, κάτω στον κάμπο, είναι το χωράφι τούτο του μπάρμπα Νικόλα. Πρωί πρωί, όπως κάθε μέρα όταν έχει την υγειά του, πήγε και σήμερα στη δουλειά. Μαζί του είναι και η νύφη του, μια στρογγυλοπρόσωπη και δυνατή εικοσάχρονη κοπέλα. Τριάντα μέτρα πιο πέρα κι ο παπάς. Θερίζει κι αυτός. Καθώς είναι σκυμένος του αναδεύει το αεράκι την πυκνή σαν λιονταριού χαίτη μαύρη γενειάδα του. Πού και πού στένει ίσιο το κορμί του για να ξεκατσουνιάσει η μέση του και να ξαποστάσει. Η μέρα είναι απ’ τις πιο όμορφες της άνοιξης. Ο ουρανός, καταγάλανος, χαμογελάει καλωσυνάτα στη στολισμένη φύση. Τα ολοπράσινα δέντρα και τ’ ανθισμένα χαμόκλαδα, τα πολύχρωμα μαγιάτικα λουλούδια κι’ η μυρωμένη γη, τα μεστά στάχυα και το βαθυπράσινο χορτάρι, τα πουλιά με το γλυκό τους κελάιδημα και τα ζώα με τα χαρούμενα ξεφωνητά τους, όλα τραγουδούνε στον ίδιο σκοπό την ομορφιά και τη χαρά της ζωής και τη διαιώνισή της που παίρνει μια ξεχωριστή σημασία τούτη την ευλογημένη εποχή. Μόνο ένα πλάσμα, το ανώτερο πλάσμα της φύσης, ο άνθρωπος, δεν τραγουδούσε. Δεν τραγουδούσε αυτός που έπρεπε να χαίρεται, να τραγουδά, να γελά πιο πολύ. Τη ζωή του σήμερα τη σκιάζει μια μαύρη καταχνιά: Ο Πόλεμος. Μήπως ήθελε χειρότερο; Χαμοί, χωρισμοί, πόνοι, φόβοι, καταστροφές, γδύμια και πείνα. Α, αυτός ο εφιάλτης της πείνας! Μα να, από τούτο το πανηγύρι του χρόνου που λέγεται άνοιξη, έχει κι’ ο άνθρωπος το μερτικό του. Πολλά από τα κακά που βαραίνουν τη ζωή του γίνονται τώρα πιο μικρά. Με το φευγιό του χειμώνα δεν ξαναραχνιάζει μήπως λίγο και το στόμα του; Ευλογημένη εποχή, σκέφτεται ο μπάρμπα Νικόλας. Δυο κουκιά σήμερα, λίγο σταροκρίθαρο αύριο, δυο χόρτα την άλλη μας κρατούνε στη ζωή… Την πείνα σήμερα την πολεμάς όσο νάναι. Κι’ ύστερα και τον οχτρό δεν τον έχεις στο σπίτι σου. Βέβαια πώς λευτεριά δεν είναι σαν τ’ αδέρφια σου είναι σκλαβωμένα. Όμως και το ίδιο δεν είναι. Νοιώθεις του καταχτητή την άχνα του μα δεν αντικρίζεις τη φαρμακερή ματιά του. Δεν τον έχεις στο σπίτι σου, στην αυλή σου, να σε σκοτώνει, να σ’ ατιμάζει, ν’ αρπάζει το βιος σου, ό,τι βρει. Δεν τον συναντάς κάθε μέρα, κάθε ώρα στην πορπατησιά σου. Μα κείνοι κει στην άλλη Ελλάδα τον έχουνε ένα μήνα τώρα το γερμανό καταχτητή στην πλάτη τους. Και τάχουνε κι’ όλα τ’ άλλα τα κακά του πολέμου. Στο νησί μας ναι, δεν πάτησε ακόμα το πόδι του ο τρισκατάρατος τύραννος. Μα τούτα τα ρημάδια τ’ αεροπλάνα του ανασκάφτουνε μέρα νύχτα τον τόπο, και σκορπούνε το θάνατο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1940-41, Διηγήματα, Επετειακά, Κρήτη, Κομμουνιστικό κίνημα | Με ετικέτα: , , , , , | 159 Σχόλια »

Τα έπη των Αριμασπών – 16 (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 29 Νοεμβρίου, 2016

Επειδή χτες είχα διάφορες ταξιδιωτικές περιπέτειες και δεν προλάβαινα να γράψω, αποφάσισα να επισπεύσω κατά μία εβδομάδα τη δημοσίευση της επόμενης συνέχειας από το μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Εδώ και κάμποσο καιρό άρχισα να δημοσιεύω, σε συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη (συνήθως), το μυθιστόρημα του αλησμόνητου πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Τα έπη των Αριμασπών» (2004). Η σημερινή συνέχεια είναι η δέκατη έκτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ.

Η σημερινή συνέχεια είναι η πρώτη από το έκτο κεφάλαιο που έχει τον τίτλο Η Οδύσσεια του Λεωνίδα Τουμανίδη.  Έχουμε σταματήσει στο σημείο όπου ο παλιός αντάρτης Χρήστος, που ισχυρίζεται ότι έχει στα χέρια του την αραβική μετάφραση των χαμένων Αριμασπείων επών εξαφανίζεται αφού έχει αποσπάσει μια γενναία προκαταβολή από τον μεγαλοεκδότη Βελή. Τα δυο φιλικά ζευγάρια που τον αναζητούν έχουν φτάσει σε αδιέξοδο.

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗ

mimis_jpeg_χχsmallΕνώ η αναζήτηση του Χρήστου βρισκόταν σε νεκρό σημείο, ήρθε ξαφνικά στη σύνταξη της Εγκυκλοπαίδειας ένα γράμμα, απευθυνόμενο προς εμένα. Έτσι τουλάχιστον υπέθεσε η Άννα, η κοπέλα της γραμματείας, γιατί η διεύθυνση στο φάκελο ήταν εξαιρετικά κακογραμμένη, όταν δε  τον άνοιξα είδα πως και το περιεχόμενο ήταν το ίδιο και χειρότερο. Πίθηκος, που θα του μάθαιναν να γράφει, θά ΄κανε καλύτερα γράμματα από αυτή την εναλλαγή από μπαστουνάκια και ρόμβους που θέλανε να παραστήσουν τα ψηφία του ελληνικού αλφαβήτου. Ο Γιώργος ο Λαμπρόπουλος, που τού  ‘δειξα το γράμμα επανέλαβε το παλιό αστείο, να απευθυνθώ σε φαρμακοποιό, να μου το διαβάσει.

Ευτυχώς το γράμμα ήταν λίγες αράδες και τελικά με πολύν κόπο κατάφερα να το αποκρυπτογραφήσω, χωρίς μ΄αυτό να φωτιστώ περισσότερο. Προερχόταν από κάποια  κυρία Σεβαστή Τουμανίδου και έλεγε πως ο άντρας της ήταν βαριά άρρωστος και ήθελε οπωσδήποτε να με δεί για να μου δώσει μια σημαντική πληροφορία. Το επώνυμο κάτι μου θύμιζε, κάποιος φίλος του πατέρα μου, τον καιρό που ήμουνα παιδί, μου φαινόταν πως λεγόταν έτσι, αλλά δε μπορούσα να θυμηθώ περισσότερα. Άλλωστε η οικογένεια Τουμανίδου έμενε στην Καλαμαριά, στη Θεσσαλονίκη, όπου εμείς ποτέ δεν είχαμε πάει.

Το μυστηριώδες γράμμα προκάλεσε όπως ήταν επόμενο πολλές συζητήσεις ανάμεσα σε μένα την Μαργαρίτα, το Δημήτρη και τη Λασκαρίνα, κατά τις οποίες  διατυπώθηκαν κάθε είδους εικασίες. Αποδείχτηκε ότι, έτσι που μας είχε γίνει έμμονη ιδέα, ενδόμυχα όλοι μας πιστεύαμε πως το γράμμα πρέπει να είχε σχέση με τον απολεσθέντα Χρήστο ή με τα Αριμάσπεια Έπη. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε στη Σαλονίκη. Επωφελούμενοι από το γεγονός ότι η 28η Οκτωβρίου έπεφτε Παρασκευή είπαμε να συνδυάσουμε τη λύση του μυστηρίου με μιαν εκδρομή κει πάνω. Ξεκινήσαμε νωρίς το απόγεμα της Πέμπτης με το αμάξι του Δημήτρη που είναι πιο ευρύχωρο από το δικό μου, αλλά συμφωνήσαμε να οδηγούμε εκ περιτροπής και οι τέσσερις, ώστε να μη μας κουράσει το ταξίδι. Πραγματικά όχι μόνο δεν κουραστήκαμε αλλά γλεντήσαμε τη διαδρομή, καθώς μάλιστα ο καιρός ήταν λαμπρός και είχε και φεγγάρι. Ένας από τους πολλούς λόγους που ταιριάσαμε οι τέσσερις μας είναι η κοινή κλίση προς το τραγούδι. Όχι πως έχουμε τίποτα εξαιρετικές φωνές, μόνο πειθαρχημένες είναι, αλλά διαθέτουμε μουσικό αυτί. Άσε που διαπιστώθηκε πως ξέρουμε όλοι έναν περίδρομο τραγούδια και το σπουδαιότερο, γνωστά και στους τέσσερις. Μόλις βγήκαμε από την Αθήνα πιάσαμε Λοΐζο, Χατζηδάκη, Θεοδωράκη και Σαββόπουλο. Η Μαργαρίτα πρίμο, εγώ κι ο Δημήτρης σεγκόντο κι η Λασκαρίνα ένα καταπληχτικό τέρτσο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Κομμουνιστικό κίνημα, Μυθιστόρημα | Με ετικέτα: , , , | 192 Σχόλια »

Τα έπη των Αριμασπών – 7 (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 30 Αυγούστου, 2016

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω, σε συνέχειες, το μυθιστόρημα του αλησμόνητου πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, «Τα έπη των Αριμασπών» (2004). Η σημερινή συνέχεια είναι η έβδομη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Όσο είμαστε στο καλοκαίρι θα δημοσιεύουμε συνέχειες κάθε Τρίτη.

Ο αφηγητής, ο Νίκος, σε μια σύσκεψη στο γραφείο του μεγαλοεκδότη Βελή, αναγνωρίζει στο πρόσωπο ενός νεοφερμένου συνεργάτη τον παλιό του φίλο Χρήστο, συναγωνιστή του από την ΕΠΟΝ και αναλαμβάνει να συνεργαστεί μαζί του για την έκδοση ενός τόμου. Ο Χρήστος κάνει λόγο για τον Αριστέα τον Προκοννήσιο και το χαμένο έργο του Αριμάσπεια έπη και αποκαλύπτει ότι έχει στα χέρια του την αραβική μετάφραση των Επών αλλά ότι σκοπεύει να την πουλήσει ακριβά.

Βρισκόμαστε στο δεύτερο κεφάλαιο, που έχει τον τίτλο «Η ομάδα των τριών» και γνωρίσαμε το τρίτο μέλος της ομάδας που θα αναλάβει την έκδοση του τόμου, τον πολιτικό μηχανικό Δημήτρη Γερμιώτη, καθώς και άλλους συνεργάτες της εγκυκλοπαίδειας.

mimis_jpeg_χχsmallΥλοποιώντας την εντολή του Βελή, αποφάσισα να μαζευτούμε ένα βραδάκι οι τρεις μας να βάλουμε μπρος τη δουλειά. Προηγουμένως όμως θέλησα να ξεκαθαρίσω το ζήτημα του Χρήστου. Κάτι δε μου πήγαινε καλά μαζί του. Από επιστήμονα με τα δικά του προσόντα και από αριστερό με τέτοιο αγωνιστικό παρελθόν, δεν περίμενα να βάλει έτσι το θέμα της αμοιβής. Εγώ τους ανθρώπους αυτούς, τους παλιούς μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, τους έχω πολύ ψηλά στην εκτίμησή μου. Ίσως γιατί εγώ έκατσα στ΄ αυγά μου και την έβγαλα σχετικά καθαρή.  Όχι βέβαια αβρόχοις ποσίν, και το αναλογούν ξύλο έφαγα στην Ασφάλεια και τη μισή θητεία μου στη Μακρόνησο την έκανα, (όταν όμως τα δύσκολα είχαν πια περάσει)  και δύο φορές απολύθηκα από τη δουλειά μου και όλα τα σχετικά. Αυτοί όμως πέρασαν από φωτιά και σίδερο. Ο Χρήστος με τη στάση του λέρωνε την εικόνα που είχα σχηματίσει. Αποφάσισα να ζητήσω πληροφορίες από το Γιώργο, το μοναδικό πολιτικό πρόσφυγα της Τασκένδης που ξέρω καλά.

Ο Γιώργος Σ. είναι άλλη περίπτωση. Τριατατικός, είχε σοβαρή ανάμιξη στην Αντίσταση και υπήρξε ένας από τους συντελεστές της νίκης των ανταρτών στο Φαρδύκαμπο, τότε που πιάστηκαν αιχμάλωτοι εξακόσιοι Ιταλοί με τον οπλισμό τους και μαζί τους όλα τα αρχεία της μεραρχίας Τζούλια. Κι αυτό το σαραντατρία, όταν  ο Άξονας κυριαρχούσε σ’ όλη την Ευρώπη. Καταδικάστηκε τότε σε θάνατο από τους Γερμανούς, αλλά γλίτωσε, γιατί, με τη βοήθεια του δεσπότη, του Ιωακείμ, δραπέτευσε μέσα από την Γκεστάπο της Κοζάνης και βγήκε στο βουνό. Μετά τη Βάρκιζα είχε το σχετικό μερίδιο στο κυνηγητό και, όταν οι αντάρτες μπήκαν στη Νάουσα, πέρασε στο Δημοκρατικό Στρατό. Πολέμησε ως το τέλος και με την υποχώρηση βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Στην Τασκένδη σπούδασε χημικός και πήρε διδακτορικό. Επαναπατρίστηκε το ΄66. Αποδείχτηκε πως ήξερε καλά το Χρήστο, αλλά από την πρώτη μου μίλησε πολύ επιφυλακτικά για τον παλιό μου συμμαθητή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Δημήτρης Σαραντάκος, Ιστορία, Κομμουνιστικό κίνημα, Μυθιστόρημα, Ρωσικά | Με ετικέτα: , , , | 82 Σχόλια »