Κυριακή σήμερα, θέμα λογοτεχνικό θα έχουμε -και επειδή την Τετάρτη που μας έρχεται, στις 21 Μαρτίου, είναι η ημέρα της ποίησης, ταιριάζει να βάλω ένα ποίημα και μάλιστα αθησαύριστο. Το άρθρο μου που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο τεύχος 31 του κυπριακού περιοδικού Μικροφιλολογικά που μόλις κυκλοφόρησε.
Στην αυτοβιογραφία του, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αναφέρεται, στη ρύμη του λόγου του, σε διάφορα ποιήματα ή πεζά έργα του που έχουν μείνει αθησαύριστα, χωρίς όμως να δίνει και πολλές ενδείξεις στον ερευνητή που θα ήθελε να τα αναζητήσει. Μια τέτοια περίπτωση ήταν το «Εις τον θάνατον των υιών του Ριτσιότη Γαριβάλδη», που το παρουσίασα σε προηγούμενο τεύχος των Μικροφιλολογικών (και στο ιστολόγιο). Ο Λαπαθιώτης δεν μνημονεύει σαφώς το συγκεκριμένο ποίημα· απλώς αναφέρει ότι μέσα στον πόλεμο έγραψε άρθρα και ποιήματα υμνητικά για τη Γαλλία, χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες.
Μια κάπως σαφέστερη νύξη υπάρχει σε άλλο σημείο της αυτοβιογραφίας του, κι αυτή με οδήγησε στο αθησαύριστο ποίημα που θα παρουσιάσω σήμερα. Συγκεκριμένα, στις τελευταίες σελίδες του έργου (σελ. 272-3 στην έκδοση του Κέδρου), εκεί που αφηγείται τη ζωή του στην Αίγυπτο το 1917, ο Λαπαθιώτης θυμάται: «Σχετίσθηκα επίσης και με τους ελληνικούς φιλολογικούς κύκλους του Καΐρου, και μάλιστα συνέβη και τούτο το νόστιμο: Ένα περιοδικό, ο Φοίνικας, που μου είχε ζητήσει συνεργασία και του έδωκα, επειδή εν τω μεταξύ είχα δημοσιεύσει στις εκεί ελληνικές εφημερίδες κάποιο ποίημα, που έθιγε τους πολύ εύθικτους πολιτικούς αντιφρονούντας, έβαλε το πεζοτράγουδό μου στην πρώτη του σελίδα και στην τελευταία μ’ έβριζε πατόκορφα! Εκεί έγραψα και άλλα πολλά πράγματα -στίχους και πεζά- που έχουν μείνει εντελώς ανέκδοτα ως σήμερα, κι ίσως ποτέ να μη δουν το φως -ποιος ξέρει…»
Το επίμαχο τεύχος του Φοίνικα ήταν το τριπλό τεύχος 10-12 (Σεπτ.-Νοε. 1916). Ωστόσο, παρά την χρονολογική αυτή ένδειξη, το περιοδικό σίγουρα τυπώθηκε πολύ αργότερα, σαφώς μέσα στο 1917, και μάλιστα η εκτύπωση έγινε σε δόσεις, όπως συνηθιζόταν τότε. Το «πεζοτράγουδο» του Λαπαθιώτη ήταν το εναρκτήριο κείμενο του τεύχους, αν και προτιμώ να το χαρακτηρίζω «διήγημα», μεταξύ άλλων και λόγω της έκτασής του (τρεις σελίδες) όσο κι αν, πράγματι, βρίσκεται ανάμεσα στα δυο είδη. Διήγημα άλλωστε το χαρακτήρισε και η συντακτική ομάδα του περιοδικού, σε μια σημείωση στις τελευταίες σελίδες του τεύχους: «Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Ενταύθα. Το διήγημά σου αν το βλέπεις να δημοσιεύεται στον Φοίνικα είναι γιατί είχε τυπωθεί ένα μήνα πριν από τη φιλολογική εκτροχίασή σου: ο μόνος λόγος που μας αναγκάζει σήμερα να το κυκλοφορήσουμε». Αυτό είναι το βρισίδι στο οποίο αναφέρεται ο Λαπαθιώτης -όχι και τόσο πατόκορφο, θα έλεγα, αλλά γράφει 23 χρόνια μετά και από μνήμης. Πάντως, σε αδρές γραμμές, η αναφορά της αυτοβιογραφίας επιβεβαιώνεται.
Να θυμηθούμε τα περιστατικά: ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ταξίδεψε στην Αίγυπτο τα Χριστούγεννα του 1916, συνοδεύοντας τον πατέρα του, Λεωνίδα Λαπαθιώτη, στρατηγό του στρατού της Εθνικής Άμυνας· αντικείμενο της αποστολής τους ήταν να αντλήσουν οικονομική ενίσχυση και να στρατολογήσουν εθελοντές από τις ελληνικές παροικίες της Αιγύπτου. Στις αλεξανδρινές εφημερίδες της εποχής βρίσκω αρκετές αναφορές στις δραστηριότητες του στρατηγού, τις διαλέξεις που έδινε και τις συναντήσεις του με επιφανείς παράγοντες της ομογένειας, αλλά λίγες φορές μνημονεύεται ο Ναπολέοντας· βρίσκουμε ωστόσο το όνομά του στην κατάσταση των επιτυχόντων στον διαγωνισμό ανθυπολοχαγών-διερμηνέων.
Ποια ήταν όμως η πέτρα του σκανδάλου; Το έργο του Λαπαθιώτη που χαρακτηρίστηκε «φιλολογική εκτροχίαση» λάνθανε μέχρι σήμερα. Ο Τάκης Σπετσιώτης υποθέτει ότι έτσι χαρακτηρίστηκε η «έμμετρη υπεράσπιση των Γάλλων και της Αντάντ», υπονοώντας το γαλλόφιλο σονέτο Κραυγή!, αλλά δεν έχει δίκιο. Είχα την τύχη να ανακαλύψω το… σώμα του εγκλήματος στην αλεξανδρινή εφημερίδα Ταχυδρόμος-Ομόνοια, στο φύλλο της 2 Ιουνίου 1917. Πρόκειται για ένα ποίημα που δημοσιεύεται στη δεύτερη σελίδα, αλλά σε περίοπτη θέση και με παχιά, ημίμαυρα τυπογραφικά στοιχεία. Προτάσσεται η εξής εισαγωγή (μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία):