Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο τεύχος 47 (άνοιξη 2020) του καλού περιοδικού Μικροφιλολογικά που κυκλοφορεί δύο φορές τον χρόνο στη Λευκωσία. Ο φίλος Λευτέρης Παπαλεοντίου, που αυτόν τον καιρό επιμελείται μιαν ανθολογία σατιρικής ποίησης, είδε κάπου μια καβαφική παρωδία του παππού μου και μου ζήτησε να γράψω μια παρουσίαση του έργου του για το περιοδικό.
Τα περισσότερα ποιήματα που περιλαμβάνω στο σημερινό άρθρο είναι βέβαια γνωστά στο ιστολόγιο, αλλά δεν τα έχουμε βάλει συγκεντρωμένα. Ένας άλλος λόγος που συνηγορεί για τη σημερινή δημοσίευση στο ιστολόγιο είναι ότι μέσα στην εβδομάδα είχαμε την επέτειο του θανάτου του παππού μου (24.3.1977).
Εδώ παραθέτω την αρχική βερσιόν του άρθρου -στη δημοσιευμένη μορφή έγιναν συντομεύσεις.
Ο ποιητής Άχθος Αρούρης (Νίκος Σαραντάκος, 1903-1977)
Άχθος αρούρης είναι έκφραση ομηρική (Ιλιάδα Σ 104) και θα πει «βάρος της γης», δηλαδή άχρηστος άνθρωπος. Είναι και το ψευδώνυμο που διάλεξε ο παππούς μου, ο Νίκος Σαραντάκος, και με αυτό δημοσίευε ποιήματά του σε εφημερίδες της Μυτιλήνης και της Αθήνας προπολεμικά.
Παιδί πολυμελούς οικογένειας από τη Γέρμα της Μάνης, που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στον Πειραιά, τελείωσε στα 15 του την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έπιασε δουλειά σε τράπεζες. Στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη ήρθε σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες και τις ενστερνίστηκε. Ως τραπεζικός υπάλληλος στη Μυτιλήνη γνωρίστηκε με την ποιήτρια Ελένη Μυρογιάννη και την παντρεύτηκε.
Η Κατοχή τον βρήκε στη Μυτιλήνη στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς και αργότερα από το μεταπελευθερωτικό καθεστώς για στάση, με αποτέλεσμα να απολυθεί από τη θέση του και να μετοικήσει στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στη σύνταξη της Εγκυκλοπαίδειας του Ηλίου.
Στα πρώτα του ποιήματα και χρονογραφήματα, ο Ν.Σ. χρησιμοποιούσε διάφορα ψευδώνυμα, όπως Βριάρεως ή Ηρόστρατος. Με αυτό το τελευταίο δημοσίευσε στο αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Επιθεώρηση (τχ. 10, Οκτώβριος 1928) το ποίημα “Η κάσα”:
Η κάσα
Όγκος βαρής κι ασήκωτος τ’ αφέντη μας η κάσσα,
με ζηλεμένονε παρά σε στήθια σιδερένια.
Κι ανοιγοκλεί με σφυριχτήν -σα δουλευτής- ανάσα
κι ο αφέντης τής χαμογελά με σεβασμό κι ευγένεια.
Από μαντέμι δυνατό κι αστραφτερόν ατσάλι
-Το μέταλλο που φτιάνουνε της φυλακής τους κρίκους-
Σαν το καλύβι ενού φτωχού, μπορεί και πιο μεγάλη
και ξεπερνά σ’ αχορταγιά τους πεινασμένους Λύκους!
Κρύβει τ’ αργάτη τον ιδρό, το γαίμα του στρατιώτη
το μαύρο δάκρυ τ’ αρφανού, το στεναγμό της χήρας
του φαμελίτη το ψωμί, της πόρνης την αγνότη
και της γυναίκας την τιμή και την τιμή της λίρας!
Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού, ο Μίλιος Χουρμούζιος (τότε με το ψευδώνυμο Αντρέας Ζευγάς) δημοσίευσε μεν το ποίημα, αλλά επέκρινε τον ποιητή για την επιλογή του ψευδωνύμου.
Συμπληρώνονται σήμερα 40 χρόνια από τον θάνατο του παππού μου, του Νίκου Δ. Σαραντάκου. Δεν είναι άγνωστος στο ιστολόγιο: έχω παρουσιάσει πολλά ποιήματά του και, κυρίως, πριν από 2-3 χρόνια δημοσίευσα σε συνέχειες το βιβλίο που έγραψε για τον παππού μου ο πατέρας μου, το «Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης». Θέλω λοιπόν να κάνω σήμερα ένα μνημόσυνο στον Άχθο Αρούρη.
Αν είστε νεοφερμένοι στο ιστολόγιο, Άχθος Αρούρης είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο που είχε ο παππούς μου προπολεμικά στη Μυτιλήνη. Η έκφραση «άχθος αρούρης» είναι ομηρική (Ιλιάδα Σ 104) και θα πει «βάρος της γης», παναπεί άχρηστος άνθρωπος. Να σημειώσουμε ωστόσο ότι ενώ στον Όμηρο η λέξη «άχθος» είναι βεβαίως ουδέτερο ουσιαστικό, ο παππούς το χρησιμοποιούσε σαν αρσενικό όνομα, άρα κλίνεται «Ο Άχθος, του Άχθου, τον Άχθο, ω Άχτε» -κάποτε και «ο Άχτος», από ειρωνικό υπερδημοτικισμό.
Από τον παππού μου επηρεάστηκα πολύ και πήρα πολλά πέρα από όνομα, επώνυμο και πατρώνυμο (και αριθμό φορολογικού μητρώου, και είχα τραβήγματα με την εφορία, αλλά χαλάλι). Μερικές φορές, στο παρελθόν, δανείστηκα και το ψευδώνυμό του, αλλά το μετάνιωσα. Ο παππούς με αυτό το έξοχο ψευδώνυμο δημοσίευε ποιήματά του σε εφημερίδες της Μυτιλήνης και της Αθήνας προπολεμικά. Συλλογή τυπωμένη δεν αξιώθηκε να δει, ετοίμαζε μία όταν τον βρήκε ο καρκίνος και μας τον πήρε. Την τύπωσαν οι δικοί μου μεταθανατίως κι έχει ποιήματα «Της Κατοχής και του Στρατόπεδου.»
Το προοίμιο του βιβλίου αυτού είναι το ποίημά του «Η προσευχή του ταπεινού», που παίρνει ίσως έμπνευση από το ομότιτλο ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου αλλά δεν το παρωδεί καθόλου.
Η προσευχή του ταπεινού
Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα ελεός σου
έτσι που εύσπλαχνα ελεείς κάθε πιστό σου.
Δεν είμαι τάχατες κι εγώ εικόνα και ομοίωση
του πάνσεπτου προσώπου σου με την κατάσπρη γενειάδα
και με το δίκιο μου, υποθέτω, σου ζητώ
μια κάποια λογικήν αποζημίωση
έτσι που στάθηκα πιστός μες στων δακρύων την κοιλάδα.
Ουράνιες δε ζητώ χαρές, αλλά στον κόσμο τον απτό
ζητώ να βρουν οι κόποι μου δικαίωση.
Τι να την κάνω τη διαβεβαίωση
μιανής ανέφελης ζωής στου Παραδείσου τη χλιδή,
αφού τη σήμερον πεινώ και χαραμίζω τη ζωή μου
σε μιας ανέκφραστης μιζέριας το μαράζι.
Θεούλη μου σε βεβαιώ δεν με πειράζει
την κουρασμένη αν πάρει ο διάβολος ψυχή μου
αρκεί το μαύρο μάτι μου χαρούμενο να δει
δυο τρεις αυγούλες ροδαλές, ήλιο και φως αληθινό
και τη χαρά να τη χαρεί κάτω απ’ τον γήινο ουρανό.
Τα περισσά εκ του πονηρού εστίν, καθώς το λες.
(Μυτιλήνη, 1936. Περιλαμβάνεται σαν πρόλογος στη συλλογή Της Κατοχής και του Στρατόπεδου)
Ετοιμάζομαι για ένα μικρό διήμερο ταξίδι και φτιάχνω το σακ βουαγιάζ μου και μοιραία θα πάρω μαζί μου και ομπρέλα -στην Εσπερία το σύνεργο αυτό είναι απαραίτητο, βλέπετε. Δεν μου αρέσει να κουβαλάω ομπρέλα και ακόμα λιγότερο να τη χρησιμοποιώ -την έχω μαζί μου πιο πολύ αποτροπαϊκά, για ξόρκι. «Γιατί δεν ανοίγεις την ομπρέλα; Βρέχει» μου λέει η γυναίκα μου συχνά. «Μα τι λες; Αν την ανοίξω θα βραχεί», της απαντάω. Προτιμώ να ανεβάσω κουκούλα, ας πούμε -άλλωστε, όταν φυσάει δεν έχει νόημα η ομπρέλα.
Δεν μου αρέσει να τη χρησιμοποιώ, αλλά θα της αφιερώσω το σημερινό άρθρο.
Τη χαρακτήρισα «σύνεργο» που είναι μάλλον λάθος, μια και με τα σύνεργα (ή τα εργαλεία) φτιάχνουμε κάτι, αλλά πώς θα τη λέγατε εσείς; Κατά το λεξικό, η ομπρέλα είναι «φορητό αντικείμενο που αποτελείται από αδιάβροχο ύφασμα στερεωμένο επάνω σε ένα σκελετό με λαβή και χρησιμεύει για ατομική προστασία από τη βροχή ή τον ήλιο». Κυρίως από τη βροχή, βέβαια, διότι στην Ελλάδα, κι ας καίγεται από τον ήλιο, κυρίως απωανατολίτες τουρίστες βλέπουμε να χρησιμοποιούν ομπρέλες.
Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή συνέχεια είναι η εικοστή πέμπτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Βρισκόμαστε στα 1939 και ο παππούς μου με την οικογένειά του επιστρέφουν στη Μυτιλήνη.
Λίγο μετά την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία και την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο ποιητής πέτυχε να ξαναγυρίσει στη θέση του στη Μυτιλήνη. Η τόσο γόνιμη παρένθεση της Σάμου έκλεισε. Για πολύ καιρό δεν έγραψε ούτε γραμμή. Σταμάτησε να στέλνει συνεργασία στην “Πρωινή”, όπως είχε μετονομαστεί μετά την 4η Αυγούστου ο “Δημοκράτης” και αραίωσε πολύ τη συνεργασία του με τον «Τρίβολο». Ρίχτηκε στα πειράματα και στα ραδιοφωνικά. Από το 1937 είχε αρχίσει να λειτουργεί η Ελληνική Ραδιοφωνία, αλλά ο ποιητής ήθελε να ακούει ξένους σταθμούς, μην αντέχοντας την επίσημη προπαγάνδα και παραπληροφόρηση. Με την έναρξη του πολέμου, εκτός από το Μπάρι και τη Μόσχα, καθιέρωσαν ελληνικές εκπομπές το Λονδίνο, το Παρίσι, το Κάιρο και το Βερολίνο. Ο Νίκος περνούσε μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του ακούγοντας ραδιόφωνο. Ξανάρχισε επίσης τις σκακιστικές μονομαχίες με τον Χαράλαμπο τον Κανόνη, με τον οποίο γίνανε σύντομα αχώριστοι.
Στην Τράπεζα, ο παλιός διευθυντής είχε φύγει. Το ίδιο και το τσιράκι του ο Βασίλης. Το υποκατάστημα είχε μεταστεγαστεί σε ένα ωραίο κτίριο στην οδό Βουρνάζων (εκεί βρίσκεται σήμετα το Πανεπιστήμιο Αιγαίου). Ο νέος διευθυντής ήταν ευγενέστατος, μιλούσε με στόμφο, χρησιμοποιώντας στερεότυπες αλλά εντυπωσιακές εκφράσεις και εκ πρώτης όψεως φαινόταν πολύ δραστήριος. Όταν άκουγε ή διάβαζε μιαν εντυπωσιακή λέξη ή φράση τη σημείωνε σε ένα μπλοκάκι, για να τη χρησιμοποιήσει καταλλήλως. Τέτοιες φράσεις ήταν του τύπου: «Δεν είμεθα όλοι χαλκέντεροι», «Εφθάρη η αδαμαντίνη του χαρακτήρος του», «Η ακτινοβολία του κύρους του διαδίδεται δίκην ομοκέντρων κύκλων».
Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή συνέχεια είναι η εικοστή πρώτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Βρισκόμαστε το καλοκαίρι του 1935 και ο ποιητής, ο παππούς μου δηλαδή, ενδίδει στις πιέσεις της γιαγιάς, που είχε κουραστεί από την αβεβαιότητα του ελεύθερου επαγγέλματος, και επιστρέφει στη ζωή του υπάλληλου. (Στη σημερινή συνέχεια παρατίθενται δυο εκτενή ποιήματα του παππού μου. Στο βιβλίο, ο πατέρας μου έδωσε αποσπάσματα μόνο, αλλά επειδή εμείς εδώ κόβουμε αλύπητα τα καναδέζικα ηλεδάση τα δημοσιεύω ολόκληρα).
Τελικά ο ποιητής αποφάσισε να αποσυρθεί από την επιχείρηση και να κοιτάξει να διοριστεί κάπου. Έστειλε τη γυναίκα του και το γιο του στη Μυτιλήνη, ξενοίκιασε το σπίτι της Καλλιθέας και βολεύτηκε προσωρινά στο πατρικό του στο Παγκράτι. Εξακολούθησε να απασχολείται στη Λαϊκή Αποταμίευση ενώ παράλληλα έψαχνε για δουλειά
Εκείνη την εποχή η Αγροτική Τράπεζα ανοιγόταν στην ελληνική επαρχία ιδρύοντας υποκαταστήματα σε κάθε πρωτεύουσα νομού. Η ανάπτυξη αυτή δε γινόταν χωρίς δυσκολίες, γιατί αντιδρούσαν οι άλλες τράπεζες και κυρίως η Εθνική, που ως τότε μονοπωλούσε ουσιαστικά την αγροτική πίστη. Η διοίκηση της Αγροτικής, όπως ήταν φυσικό, επιθυμούσε να προσελκύσει πεπειραμένους υπαλλήλους από άλλες τράπεζες και γι’ αυτό προσέφερε υψηλότερους μισθούς.
Ο Νίκος όταν το έμαθε υπέβαλε αμέσως αίτηση να προσληφθεί, μνημονεύοντας τη δεκαεπτάχρονη προϋπηρεσία του στην Εμπορική Τράπεζα. Περιμένοντας απάντηση, παράλληλα με την απασχόλησή του στη Λαϊκή Αποταμίευση, άρχισε να δίνει έναντι κάποιας αμοιβής σημειώματα και άρθρα εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα σε περιοδικά και εφημερίδες στις οποίες τον είχαν συστήσει ο Βασίλης ο Σπανόπουλος, που είχε εξελιχθεί σε μόνιμο συντάκτη της “Καθημερινής” (για να διαπρέψει αργότερα με τις Σημειώσεις ενός Αθηναίου) και ο Πολ Νορ, που μετά το κλείσιμο της «Παπαρούνας» έπιασε δουλειά στη “Βραδυνή”. Και οι δύο, εκτιμώντας τις γνώσεις και το γράψιμό του θέλαν να τον πείσουν να στραφεί στη δημοσιογραφία. Αν ήταν ανύπαντρος θα δεχόταν αμέσως.
Τέλος του καλοκαιριού του 1935 πήρε την απάντηση στην αίτηση που είχε κάνει. Τον προσέλαβαν με το βαθμό του λογιστή Α’, τον ίδιο δηλαδή που είχε στην Εμπορική, αλλά με σημαντικά υψηλότερο μισθό. Τοποθετήθηκε στην Κρήτη, στον Άγιο Νικόλαο, ως προϊστάμενος λογιστηρίου και με προοπτική να γίνει διευθυντής του υπό ίδρυσιν υποκαταστήματος της Σητείας. Πήγε στη Μυτιλήνη, πήρε τη φαμίλια του και μέσω Πειραιώς έφτασε στο Ηράκλειο κι από κει οδικώς στον Άγιο Νικόλαο. Η Κρήτη τον κατάκτησε αμέσως. Ο Αγιος Νικόλαος ήταν τότε μια ειδυλλιακή γωνιά, γραφική κι απόμερη. Πολύ γρήγορα έπιασε φιλίες με πολλούς Κρητικούς, συναδέλφους και μη. Με τους φίλους του της Μυτιλήνης διατηρούσε πυκνή αλληλογραφία και έστελνε τακτικά ποιήματά του, που δημοσιεύονταν στον «Τρίβολο». Το πρώτο όπως ήταν φυσικό απηχούσε τις πρώτες του εντυπώσεις από την Κρήτη.
Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή είναι η δέκατη πέμπτη συνέχεια. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ.
Βρισκόμαστε στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει τον γενικό τίτλο “Ένας μέτοικος στη Μυτιλήνη του μεσοπολέμου” και παρακολουθεί τη ζωή του παππού μου από το 1928 που παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την Ελένη Μυρογιάννη, και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη. Το σημερινό κεφάλαιο είναι ποιητικό, ενώ επίσης διαβάζουμε τις απόψεις του παππού μου για τη γλώσσα -αν και η δική μου εντύπωση είναι ότι ο παππούς μου κάποια από αυτά τα έλεγε απλώς σαν αντίδραση στον αδιάλλακτο ψυχαρισμό των φίλων του και για να τους πειράξει. Να προσθέσω ότι αρκετά από τα ποιήματα του παππού μου στον Τρίβολο της Μυτιλήνης (ο οποίος, αν δεν σφάλλω, είναι διαθέσιμος ονλάιν από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής) υπάρχουν εδώ.
Σαν μια κοινωνική παρατήρηση, προσέξτε ότι στο πρώτο ποίημα, έστω κι αν είναι εύθυμο και διαφημιστικό, δεν θεωρείται αδιανόητο για μια νεαρή γυναίκα να πάει να πιει μόνη της σε ταβέρνα -εν έτει 1934 αυτό. Δείγμα, θαρρώ, της ανώτερης θέσης της γυναίκας στη Μυτιλήνη σε σύγκριση με την Παλιά Ελλάδα.
Ο Νίκος ο Σαραντάκος δεν άργησε να γίνει τακτικός συνεργάτης του «Τρίβολου», τον οποίο ο Στρατής ο Παπανικόλας εξέδωσε τα Χριστούγεννα του 1931. Τα πρώτα του ποιήματα που δημοσιεύτηκαν ήταν μια σάτιρα της μοντέρνας ποίησης και μια παράφραση της πασίγνωστης «Ελιάς» του Λορέντζου Μαβίλη, που το ’γράψε με την ευκαιρία της επιβολής ενός επαχθέστατου για τους αγρότες φόρου επί του προσαγομένου προς έκθλιψη ελαιοκάρπου.
Τα Χριστούγεννα του ’33 ο Ιγνάτης ο Κυπαρίσσης, αδελφός του Ανδρέα, του σύγγαμβρου δηλαδή του ποιητή, και γαμπρός του Στρατή Παπανικόλα (είχε παντρευτεί την αδελφή του Μαριάνθη) άνοιξε στην Αγορά μια ταβέρνα, που ονομάστηκε με πρόταση της παρέας «Διόνυσος». Στα εγκαίνια ο ποιητής απάγγειλε ένα ποίημα που το ’γραψε με την ευκαιρία εκείνη την ώρα και δημοσιεύτηκε εν συνεχεία στον «Τρίβολο». Το ποίημα είχε προμετωπίδα ένα δήθεν απόσπασμα του Σαίξπηρ στα αγγλικά:
ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΙΣ
“Dionyssos has the better wine” W. Saekspear
(O «Διόνυσος» έχει το καλύτερο κρασί) Ο. Σαίξπηρ
Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή είναι η δέκατη τέταρτη συνέχεια. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ.
Βρισκόμαστε στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει τον γενικό τίτλο “Ένας μέτοικος στη Μυτιλήνη του μεσοπολέμου” και παρακολουθεί τη ζωή του παππού μου από το 1928 που παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την Ελένη Μυρογιάννη, και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη. Το ποίημα του παππού μου που παραθέτει ο Βαγγέλης Καραγιάννης στο τέλος της σημερινής συνέχειας είναι μεν «α λα μανιέρ ντε» Βάρναλης, αλλά νομίζω ότι έχει αυτοτελή αξία -δεν είμαι βέβαια αμερόληπτος, το αναγνωρίζω.
Ο καδενάτσος ή καδινάτσος ή το καδενάτσο ή το καντινάτσο είναι ο σύρτης σε πόρτα ή παράθυρο, το μάνταλο ή η αμπάρα, που ασφαλίζει από μέσα. Η λέξη, που υπάρχει στα παλιότερα λεξικά, αλλά όχι στα σημερινά, ακούγεται τουλάχιστον στα Επτάνησα, τη Λέσβο και την Κρήτη. Δάνειο από το ενετικό cadenazzo (ιταλικό catenaccio), που ανάγεται στο λατινικό catena, την αλυσίδα, απ’ όπου και η καδένα, αλλά και η ιδιωματική κατίνα, η σπονδυλική στήλη. Και ίσως θα αναγνωρίσατε ότι η ιταλική λ. είναι ακριβώς το κατενάτσιο, το κλειστό αμυντικό σύστημα που λανσάρισε στη δεκαετία του 1960 ο προπονητής Ελένιο Ερέρα, που έκλεινε σαν με αμπάρα τις διόδους προς το τέρμα της ομάδας του.
ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ
Στην Τράπεζα όπως ήταν φυσικό έκαναν κουμάντο ο διευθυντής κι ο υποδιευθυντής. Ο πρώτος ήταν άνθρωπος σκαιός και σατραπικός ενώ ο δεύτερος, επτανησιακής καταγωγής, είχε περισσότερο εκλεπτυσμένους τρόπους. Και οι δυο είχαν τάξει σκοπό της ζωής τους την αύξηση των εσόδων της Τράπεζας, συχνά με τρόπους που δεν ήταν και τόσο ορθόδοξοι. Χρέωναν στους πελάτες απίθανες προμήθειες και άλλες επιβαρύνσεις και στις απλούστερες δοσοληψίες. Όταν, πράγμα σπάνιο, ο πελάτης διαμαρτυρόταν, ο διευθυντής αναλάμβανε να τον καθησυχάσει, απαριθμώντας με στομφώδες ύφος, για το οποίο ήταν διάσημος στη Μυτιλήνη, το πλήθος των ενεργειών που συνεπαγόταν η διεκπεραίωση της δοσοληψίας (και οι οποίες φυσικά θα γίνονταν οπωσδήποτε), σαν να ’ταν κάτι το εξαιρετικά επίμοχθο και δαπανηρό, ώστε να δικαιολογείται κάθε επιβάρυνση:
Τις προάλλες, στις 24 Φεβρουαρίου συγκεκριμένα, ένας μυτιληνιός φίλος θυμήθηκε στο Φέισμπουκ την επέτειο του θανάτου της Ρηνιώς Παπανικόλα (1936-2001), που έχει κάνει μερικές από τις καλύτερες εκπομπές στην ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου, αλλά και πάρα πολλά άλλα πράγματα (το άρθρο στη Βικιπαίδεια είναι αρκετά κατατοπιστικό και έχει και μερικούς συνδέσμους, αλλά την ίδια και πολύ περισσότερη ύλη έχει και το άρθρο του Β. Γεώργα στη Bibliothèque). Παίρνω αφορμή από το αφιέρωμα του φίλου μου για το σημερινό μου άρθρο, που όμως δεν θα αναφερθεί καθόλου στο πολύ σημαντικό έργο της αλλά στη γέννησή της.
Βλέπετε, η Ρηνιώ Παπανικόλα ήταν κόρη της Άννας και του Στρατή Παπανικόλα, δημοσιογράφου, εκδότη και ενός από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Άνοιξης, του πρωτοφανούς εκείνου πνευματικού κινήματος του μεσοπολέμου -και καθώς οι δικοί μου, εννοώ τον παππού και τη γιαγιά μου από τη μεριά του πατέρα μου, συμμετείχαν στη Λεσβιακή Άνοιξη, έχω ακούσει και διαβάσει πολλά για τον Παπανικόλα.
Την εποχή που γεννήθηκε το μοναχοπαίδι του, ο Στρατής Παπανικόλας (1894-1952) έβγαζε στη Μυτιλήνη την εβδομαδιαία σατιρική-λαογραφική εφημερίδα «Τρίβολος», που ξέφευγε από τα συνηθισμένα πρότυπα των σατιρικών εντύπων. Βέβαια, αν τον χαρακτηρίζαμε με μία λέξη, σατιρικό έντυπο θα τον χαρακτηρίζαμε, αλλά αυτό θα ήταν μια αναπόφευχτη αδικία· αναπόφευχτη επειδή σατιρικός ήταν ο τρόπος που προσέγγιζε τα περισσότερα θέματα· αδικία επειδή πέρα από την καθαρή σάτιρα ο Τρίβολος περιείχε και άφθονη λογοτεχνική αλλά και λαογραφική ύλη. Μάλιστα, ειδικώς τη λαογραφική ύλη ο Παπανικόλας την προσέγγιζε με άκρα σοβαρότητα. Έκδηλη είναι η φροντίδα του για τη σωστή απόδοση της ντοπιολαλιάς και των επιμέρους υπο-διαλέκτων. Κατάφερε μάλιστα να αποχτήσει «ανταποκριτές» που να γράφουν στις βασικές υποδιαλέκτους του νησιού (αγιασώτικα, πλωμαρίτικα κτλ.).
Ο παππούς μου, ο Νίκος Σαραντάκος (1903-1977) ήταν μεν Μανιάτης, αλλά έζησε στη Μυτιλήνη τα καλύτερά του χρόνια, παντρεύτηκε Μυτιληνιά, τη γιαγιά μου Ελένη Μυρογιάννη, κι εκεί γέννησε τον γιο του, τον πατέρα μου τον Μίμη Σαραντάκο. Συνεργάστηκε με τον Τρίβολο αρκετά πυκνά, με το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης, κυρίως με σατιρικά ποιήματα. Τα περισσότερα από αυτά τα έχω συγκεντρώσει σε ένα αφιέρωμα στον παλιό μου ιστότοπο. Σήμερα θα παρουσιάσω ένα τέτοιο ποίημα, γραμμένο για τη γέννηση της Ρηνιώς Παπανικόλα.
Το άρθρο αυτό του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, δημοσιεύεται σήμερα, 13.12.2011, στην εφημερίδα Εμπρός της Μυτιλήνης, και έχει θέμα του τη Μυτιλήνη. Στο τέλος του άρθρου έχω βάλει βιντεάκι με μιαν εκτέλεση του τραγουδιού από τη Σοφία Βέμπο. Ο Στρατής Παπανικόλας ήταν δημοσιογράφος, φίλος του παππού μου, εκδότης, ανάμεσα στ’ άλλα, της σατιρικής εφημερίδας Τρίβολος.
Στον στίχο αυτόν, από το πασίγνωστο σατιρικό τραγούδι του Στρατή Παπανικόλα, που τραγούδησε ο Κάργας στη «Λεσβιακή Επιθεώρηση» το 1938, αντί «Μυτιλήνη» πρέπει να διαβάζουμε Λέσβος και αντι «τρανό χωριό» να διαβάζουμε σπουδαίο νησί. Πραγματικά, η ονομασία Μυτιλήνη υποκατέστησε την ονομασία Λέσβος κατά τον Μεσαίωνα, πριν οι Τούρκοι πάρουν το νησί και γιαυτό στη γλώσσα τους λέγοντας Midilli εννοούνε όλη τη Λέσβο. Ίχνη από την ονομασία Λέσβος διασώθηκαν στα τοπωνύμια Λισβόρι (=Λέσβου όριον) και Λεσβάδος.
Ανεξαρτήτως του ονόματός της, η Μυτιλήνη/Λέσβος είναι σπουδαίο νησί από κάθε πλευρά. Εκτός του ότι είναι, μετά την Κρήτη και την Εύβοια, το τρίτο σε μέγεθος ελληνικό νησί, είναι από την αρχαιότητα ακόμα φημισμένο για την πλούσια χλωρίδα της και την πλούσια σε ποσότητα και ποικιλία γεωργική παραγωγή της. Πλούσιο είναι επίσης το υπέδαφός της. Αν αξιοποιηθεί το γεωθερμικό δυναμικό της θα λυθεί το ενεργειακό πρόβλημα του νησιού.
Αφορμή για το σημερινό σημείωμα στάθηκε η εξαιρετικά πετυχημένη εκδήλωση που έκαναν οι εκδόσεις «Αιολίδα» στις 8 Δεκεμβρίου στο μέγαρο της Παλιάς Βουλής, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «η Λέσβος το 1912». Ήταν πολύ επιτυχημένη εκδήλωση, τόσο από πλευράς συμμετοχής, όσο και από πλευράς περιεχομένου. Αξίζει κάθε έπαινος στους οργανωτές της εκδήλωσης, τον Μανόλη Μανώλα και τη Μαρία Σελάχα.
Εκείνο που σου κάνει εντύπωση, ανοίγοντας απλώς το βιβλίο, είναι, πως το πρώτο μέλημα της πρώτης ελληνικής διοίκησης του απελευθερωμένου νησιού, ήταν η πλήρης καταγραφή όλων των στοιχείων που το αφορούσαν. Από τον πληθυσμό, κατά εθνικότητα και κατά φύλο, ως τα οικονομικά δεδομένα. Μελαγχολεί κανείς όταν συλλογιστεί πόσο ευσυνείδητα λειτουργούσε τότε η κρατική μηχανή, όταν μάλιστα τη συγκρίνει με το σημερινό μπάχαλο, όταν κανένας υπουργός δεν είναι σε θέση να μας πει τον ακριβή αριθμό των προσώπων που μισθοδοτούνται από το δημόσιο ή να μας πληροφορήσει, γιατί εκκρεμούν πέντε χρόνια τώρα, οι ενέργειες για να γίνουν γνωστά τα ποσά που έχουν κατατεθεί σε ελβετικές τράπεζες και. τα πρόσωπα στα οποία ανήκουν.
Αυτό το κείμενο το είχα δώσει στον αγαπητό ιστολόγο Αλλού Φαν Μαρξ πριν από δυο χρόνια, δηλαδή μέσα Νοεμβρίου 2007. Εκείνος ανέβασε το σημείωμα στη σελίδα του και ένα χρόνο αργότερα το έβαλα κι εγώ στον ιστότοπό μου, σε δύο συνέχειες. Τώρα το μεταφέρω στο ιστολόγιο.
Οι ηχογραφήσεις «α καπέλα» έγιναν από τον πατέρα μου, τον Δημήτρη Σαραντάκο, εντελώς ερασιτεχνικά. Διευκρινίζω πως αφηγητής είναι ο πατέρας μου, Δημήτρης Σαραντάκος, που γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1929 και που κείμενά του φιλοξενώ συχνά εδώ, ενώ μπορείτε να βρείτε άλλα κείμενα και βιβλία του, εδώ. Ο πατέρας του ο Νίκος (1903-1977), ο παππούς μου δηλαδή, γνωστός και με το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης, έγραψε μερικούς από τους σατιρικούς στίχους που θα διαβάσετε.
Ακόμα δεν έχω βρει τυποποιημένη μέθοδο να υποβάλλω απορίες προς το εκλεκτό κοινό του ιστολογίου. Τούτην εδώ θα τη σερβίρω με συνοδεία ένα ποίημα εποχιακό, μια κι έξω βρέχει, ένα ποίημα χειμωνιάτικο, γραμμένο από τον παππού μου πριν από 73 χρόνια. Όμως, πρώτα η απορία ενός αγαπητού επισκέπτη.
Κι ενώ ο Νοέμβρης μπαίνει συννεφιασμένος, μερικές σκόρπιες σημειώσεις κι ένα ποίημα, αλλά όχι όπως το χτεσινό παρά σατιρικό.
Το ποίημα το έγραψε ο παππούς μου ο Νίκος Σαραντάκος, με το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης, και το δημοσίευσε στη μυτιληνιά σατιρική εφημερίδα Τρίβολος πριν από 73 χρόνια και κάτι μέρες.
Εις ομβρέλλαν
… Λάβε μαγγούραν, άρμοσον μπανέλλας επ’ αυτής
και επ’ αυτών τεζάρισον πανίον.
– Με τούτο το μηχάνημα μπορείς να παιδευτείς
εις όλον τον ταλαίπωρόν σου βίον.
Ή θα την πάρεις άσκοπα και δεν θα βρέξει διόλου
και τζάμπα θα σηκώνεις το φορτίο της
ή στο καρφί θα κρέμεται το σκεύος του Διαόλου
και προ βροχής θα ευρεθείς δεινής και ατελείωτης·
ή αψηλά θα την κρατάς και θα μουσκεύεις όλος
χωρίς αυτή να σου προσφέρει κάτι
ή, χαμηλώνοντάς τηνε, θα περπατείς δυσκόλως
και θα τη χώσεις σίγουρα σε καποιανού το μάτι·
ή θα ’χει μπόρα ξαφνική κι αυτή δε θαν ανοίγει
ή απ’ αγέρα δυνατό θα σπάσει ή θα σου φύγει·
ή θα τη χάσεις κάποτε κάπου ξεχάνοντάς τη
και θα ’χεις με τη σύζυγο τσακώματα και θύελλα·
ή θα τη δώσεις δανεική και πίσω παίρνοντάς τη
λάσπες θα βρεις επάνω της και χώματα και πτύελα·
ή κάποτε εις τρυφεράν παρθένον που να βρέχεται
θα δώσεις στέγην κι ασφαλώς θα παρεξηγηθείς
από την φίλην σύζυγον και τσακωμούς θα έχετε·
ή αν μπεκιάρης λέγεσαι συντόμως θα βρεθείς
στου υμεναίου δύστυχε το βρόχιον.
Αυτά σκαρώνει το δεινόν αλεξιβρόχιον.