Έχει πια καθιερωθεί στο ιστολόγιο να βάζω, κάθε δεύτερη Τρίτη, κείμενα από τα βιβλία του πατέρα μου, του αξέχαστου Δημήτρη Σαραντάκου. Την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησα ένα καινούργιο βιβλίο, το «Γιατί η θεία μου μπορεί και να πήγε στον Παράδεισο», που κυκλοφόρησε το 2006, που αποτελείται από τρεις νουβέλες -και αρχίσαμε από την πρώτη, που λέγεται «Οι δυο φίλοι του παππού μου». Η πρώτη συνέχεια βρίσκεται εδώ, ενώ με τη σημερινή δεύτερη συνέχεια ολοκληρώνεται η νουβέλα. Είχαμε γνωρίσει τον έναν από τους δύο φίλους, σήμερα θα δούμε την ιστορία του δεύτερου.
Ο άλλος φίλος του παππού μου, ο κυρ Ιγνάτης ο Περγαμηνέλης, ο επιλεγόμενος «Αμανετζής» και προσεπιλεγόμενος «Διάργυρος», ήταν τελείως αντίθετος με τον Κούκο τύπος. Πολυλογάς, χωρατατζής, τετραπέρατος και κοσμογυρισμένος. Μαζί του ο παππούς γνωρίστηκε κατά το μοναδικό ταξίδι με βαπόρι που έκανε, στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν χρειάστηκε να πάει στη Σμύρνη για κάποια δουλειά του. Τότε τη συγκοινωνία ανάμεσα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που ήταν ακόμα τούρκικα, και στα λιμάνια της γειτονικής Αιολίδας και Ιωνίας, την έκαναν τρία βαπόρια της αυστριακής εταιρείας «Τριεστίνα». Ξεκινούσαν από την Πόλη, πιάνανε Κύζικο, Μουδανιά, Τσανακκαλέ, Ίμβρο, Αϊβαλί, Μυτιλήνη, Σμύρνη, Χίο, Τσεσμέ, Καρλόβασι, Βαθύ, Κουσάντασι, Κάλυμνο, Κω, Μπουντρούμι, Μαρμαρά και Ρόδο και ξανά πάλι την ίδια διαδρομή ανάποδα.
Ο παππούς μου έκανε λάθος και αντί να πάρει το «αυστριακό» όταν κατηφόριζε, οπότε θα ‘φτανε στη Σμύρνη σε λίγες ώρες, το πήρε όταν ανηφόριζε από τη Ρόδο κι έτσι πήγε ως την Πόλη, ξαναγύρισε στο νησί του και μονάχα ύστερα από τρεις μέρες άσκοπου και κουραστικού ταξιδιού έφτασε στον προορισμό του. Το μόνο που κέρδισε από αυτή την απροσδόκητη περιπλάνηση του, ήταν η γνωριμία του με τον κυρ Ιγνάτη, πανέξυπνο έμπορο και παραγγελιοδόχο, που όχι μόνο τον βόηθησε ουσιαστικά, αλλά τον εμψύχωσε με το κέφι και την ανοιχτοκαρδοσύνη του. Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε φιλία, όταν, μετά το μεγάλο Διωγμό, του 1922, ο κυρ Ιγνάτης εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί.