Για να πω την αλήθεια, το άρθρο αυτό δεν είχα σκοπό να το γράψω τώρα –όχι τόσο επειδή είναι καλοκαίρι και σαββατοκύριακο και δεν θα το δει ανθρώπου μάτι, διότι έχω σκοπό να το κρατήσω κανα-δυο μέρες, όσο επειδή αισθάνομαι ότι δεν έχω ακόμα βρει πειστικές αποδείξεις για όσα θα σας πω. Όμως, μια καλή φίλη του ιστολογίου μου έστειλε ηλεμήνυμα λέγοντάς μου πως θα είναι καλό θέμα για ποστ, και επειδή το είχα μισοέτοιμο το θέμα στρώνομαι να το γράψω, αφού το θέλησε η τύχη.
Το ερώτημα της φίλης είναι τι σημαίνει η έκφραση «το έβαλε αμέτι μουχαμέτι» αλλά βέβαια δεν θα περιοριστούμε εκεί, θα προσπαθήσουμε να υποθέσουμε και την προέλευση της έκφρασης, ένα θέμα που βασανίζει τους ετυμολόγους χωρίς να έχει βρεθεί η οριστική λύση.
Καταρχάς, στη σημασία. Η έκφραση «αμέτι μουχαμέτι» σημαίνει «οπωσδήποτε, πεισματικά», «με κάθε τρόπο», π.χ. θέλει αμέτι-μουχαμέτι να χτίσει το Μολ στον Ελαιώνα. Συχνά συνδυάζεται με το ρήμα «βάζω», οπότε σημαίνει ότι κάποιος έχει βάλει έναν αμετάτρεπτο σκοπό: το έβαλε αμέτι μουχαμέτι να κάνει τον γιο του δικηγόρο. Πρόκειται λοιπόν για κάποιον που έχει βάλει έναν σκοπό και τον επιδιώκει με πείσμα, αταλάντευτα. Για να πούμε μια κακία, στα ελληνοαμερικάνικα το αμέτι μουχαμέτι λέγεται «πάση Θεού».